Τραγούδια της Διαλεκτικής

Η αυτοσυνείδηση του υπαρξιστή.


Γεννήθηκα προικισμένος, με το ταλέντο του ηθοποιού!
Έτσι, ποτέ δεν ήμουν κάτι...
Οι ρόλοι μου εναλλάσσονταν•
η ύπαρξή μου, δεν ταυτίστηκε με κανέναν!...

Έστεκε,
παρατηρώντας με χαμόγελο τα δρώμενα!...
Κι εγώ με τα φτερά της,
δρασκέλιζα τους αιώνες!...

«Δεν ζει στον καιρό του»
έλεγαν οι γνωστοί μου και μ’ απέφευγαν.
«Δεν ξέρει τι είναι»
έλεγαν οι δικοί μου και μ’ απωθούσαν.

Κι η αγάπη τους για μένα,
μαραμένο στεφάνι στο μνημείο του «άγνωστου»,
σκορπιζόταν απ’ τον άνεμο,
λησμονημένη...

Όταν γυρνούσα απ’ τα ταξίδια μου,
έψαχνα να τους βρω στις κατακόμβες τους,
να τους γνωρίσω καινούργιους φίλους,
να τους τραγουδήσω νέα τραγούδια!

Μ’ αυτοί,
χωμένοι βαθιά στους λογαριασμούς τους,
σηκώνονταν μόνο για να κλείσουν την πόρτα,
σαν ένα κύμα ψυχρού αέρα, να τούς πάγωνε την ψυχή!...

Έτσι,
τους άφησα κι έφυγα,
για να τραγουδήσω την ομορφιά!...
Έκανα όλο τον κόσμο δικό μου!...

Κι όταν το κορμί,
γερασμένο κι ανήμπορο,
τις τελευταίες του μέρες μετρούσε,
γλεντώντας και πίνοντας με τους «φίλους»,

τα ποντίκια της γειτονιάς
ξερογλείφοντας τα στεγνά χείλια τους,
ψιθυρίζανε σιγά μεταξύ τους: «δεν έχει κανέναν»!...




Το τραγούδι των φύλων.


Τα μάτια σου, δεν φθάσανε να μου ξυπνήσουν,
εκείνη την εικόνα την εφηβική,
πού ’τανε, λέει, απόγευμα
κι ο ήλιος μπρος μου, να χρυσώνει την ξανθομάλλα γη,
σ’ εκείνη την απέραντη, την πεδιάδα με τα στάχυα
και παραπέρα η θάλασσα ν’ ανατριχιάζει,
στο τελευταίο του άγγιγμα!...

Κι ήμουν εγώ ο ήλιος• κι η θάλασσα το θηλυκό•
και το στερνό το άγγιγμα,
το πέρασμα του χρόνου...
Τα χείλη σου, δεν φθάσανε να με ξυπνήσουν...

Δεν μπόρεσα να σ’ ακολουθήσω μάτια μου,
στους δρόμους σου εκείνους,
τους χαραγμένους απ’ τον ήλιο τον απογευματινό,
που ξεκινάν’ απ’ τις παρθένες αμμουδιές
και χάνονται στο πέλαγος!...

Κι ήσουν εσύ η θάλασσα•
κι ο ήλιος το αρσενικό•
κι οι δρόμοι σου που χάνονταν,
το πέρασμα του χρόνου...
Δεν μπόρεσα να σ’ ακολουθήσω θάλασσά μου,
στο ταξίδι σου για τον ήλιο...

Και οι γαλάζιες μας σκιές,
πιασμένες χέρι-χέρι,
μάκραιναν η μια απ’ την άλλη.
Τα χέρια μας, δεμένα,
γίνανε δρόμος•
μισός δικός μου, μισός δικός σου•
που συνεχώς μεγάλωνε σε μάκρος,
μέχρι πού ’γιν’ απέραντος!...
Στη μια του άκρη εσύ, στην άλλη εγώ!...

Στη μοναξιά μου,
αγάπησα ένα ζαρκάδι•
αγάπησα μια περήφανη πέρδικα•
αγάπησα,
έναν παράξενα όμορφο, κόκκινο ουρανό!...

Στη μοναξιά μου,
τραγούδησα για τη νύχτα•
τραγούδησα για τα παιδικά μου χρόνια•
τραγούδησα,
για τις αιώνιες σπηλιές του έρωτα!...

Κι από τραγούδι σε τραγούδι
και μοναξιά σε μοναξιά,
έγινα ο δρόμος ο απέραντος
της Ένωσης!...




Το τραγούδι του Ναζωραίου.


Είναι πικρό τ’ αποχαιρέτισμα των φίλων,
σαν ξεκινάς να πας, της «νιότης» το ταξίδι...
Στο σταυροδρόμι της ζωής,
την ανηφόρα για τη λευτεριά της «νιότης»
σαν ετοιμάζεσαι ν’ ακολουθήσεις,
είναι πικρό τ’ αποχαιρέτισμα των φίλων,
ακόμα κι όταν ξεκινάς,
να πας της «νιότης» το ταξίδι...

Δυο μάτια και δυο χείλη σ’ ένα χαμόγελο,
φτιάχνουν μια προσευχή, για σένα δημιουργέ μου•
που μ’ έπλασες να βλέπω τη χαρά τους...
την ευτυχία τους...

Είναι πικρό τ’ αποχαιρέτισμα των φίλων,
που μένουν χαμένοι,
πίσω απ’ του παρελθόντος
τις σκοτεινές αράχνες,
γερμένοι στους ώμους των συντρόφων τους.
Με την πονηρή σκέψη,
στα στεγνά μάτια τους!...

Ποιός πρόσεξε ομορφούλα μου,
τα μάτια σου που μισοκλείνουν,
όταν τα χείλη σου τραβιούνται σε χαμόγελο;
Μες απ’ το γέλιο σου,
ποιός πρόσεξε την ανοιχτή ψυχή σου;

Μες απ’ τους τόσους τους ζωγράφους,
βρέθηκε ένας,
που να σου ζωγραφίσει το χαμόγελο;
Όλοι κοιτούν, για κάτι ουσιαστικότερο...

Ευνουχισμένοι νέοι, τριγυρνούν στα καφενεία•
καλλιτέχνες και ζωγράφοι,
ναρκώνουν τις μέρες τους,
αφού, προσπαθώντας να εξηγήσουν,
τη φωτιά της ψυχής τους,
καίγονται μέσα σ’ αυτήν!...

Ποιός να σου ζωγραφίσει το χαμόγελο,
γλυκιά ψυχή μου!...
Ποιές χούφτες να τυλίξουνε τα μάγουλά σου
και ποιά χείλη να τρέξουνε
πάνω στο πρόσωπό σου,
με τη μανία,
του τρελού του έρωτα πάθους;
Ποιά ανάσα να γεμίσει απ’ τον αέρα,
που χαϊδεύοντας περνάει δίπλα απ’ το σώμα σου,
πίνοντας και σένα μαζί;

Τις Κυριακές, στην απέραντη πεδιάδα,
διάβαζα τα χρώματα τ’ ουρανού...

Πέρασα τη ζωή, στους δρόμους της χώρας μου,
περπατώντας, χειμώνες, καλοκαίρια...
Τώρα τα λουλούδια δεν μυρίζουν
κι οι διαβάτες αραιώνουν,
σαν να ’φτασε η δωδέκατη ώρα.
Το άγουρο αγόρι, έπαψε να κλαίει.
Κάρφωσε τα μάτια στο φεγγάρι
και πέτρωσε έτσι!...

Κουβάλησα πλατάνια,
να τα φυτέψω στις ταράτσες
και κοιλάδες ολάκερες στην αγκαλιά μου,
για να γεμίσω τις πλατείες!...
Μα μαραθήκανε...
Ο ιδρώτας και το δάκρυ, δικά μου είναι...

Μα αν ξεχάσω τα μάτια σου,
θα χαθούνε τ’ αστέρια•
αν ξεχάσω το γέλιο σου,
θα χαθούν τ’ ακρογιάλια•
θα χαθούν• θα χαθώ!...

Πέρασα τη ζωή, στα γελαστά βράχια,
εραστής της ακροθαλασσιάς!
Ζωή γεμάτη φώς,
μα έρημη, από ανθρώπινη παρουσία...

Προσπάθησα να ρυμουλκήσω τον κόσμο.
Οι γοερές κραυγές του, μ’ έκαναν.
Οι γοερές κραυγές του κι η ανάγκη μου!
Έκανα τα χέρια μου σχοινιά.
Το πρόσωπό μου, μάσκα ματωμένη.
Κι η αγωνία μου,
τον έκανε ν’ ανατριχιάσει!
Μα δεν κουνήθηκε η τεράστια μάζα του!...
Μείνανε στη βαθιά χαράδρα,
μ’ ένα μικρό κομματάκι ουρανού,
πάνω απ’ τη λαχτάρα των ματιών τους!...

Πέρασα το θάνατο, στα πελάγη της αναμονής,
κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του μόχθου!
Κουβαλώντας βαρέλια, με καθαρό νερό,
για τους διψασμένους ταξιδιώτες της μαύρης λίμνης!...

Πέρασα τη ζωή και το θάνατο
κι απ’ τους μακρινούς γαλαξίες,
σ’ αντικρίζω τώρα απέναντί μου.
Έτσι κι απλώσω το χέρι μου,
σου χαϊδεύω το πρόσωπο...

Τα μάτια σου, γλυκοχάραμα•
το γέλιο σου, φωτιά•
τα χέρια σου, αγριοπερίστερα•
κι η φωνή σου αγέρι,
στην πευκόφυτη ρεματιά!...

Ξέχασες φεύγοντας,
την ομορφιά σου στην ψυχή μου!
Και τα πουλιά που ξεπηδούσαν απ’ το γέλιο σου,
στον παράδεισο της ερημιάς μου!...




Το τραγούδι του Πάνα.


Την ιστορία του πουλιού, που λάβωσαν το γιόμα,
στης λίμνης τ’ ακροβότσαλα, φονιάδες νυχτωμένοι,
καθώς νερό έσκυβε να πιει, λίγο να δροσερέψει,
με της αλήθειας τη φωνή, πικρά θα τραγουδήσω,
με το σκοπό που άκουγα εκείνη την ημέρα,
κάτω απ’ τα δέντρα τα παλιά, στο ξέφωτο του δάσους.

Ώρες ολόκληρες γλυκά τραγούδαγε τ’ αηδόνι•
Για το βοσκό τον έρημο τ’ απόγιομα στο βράχο,
χαμένο μες τα χρώματα της δύσης και του νου του!...
Που κοίταγε τα πόδια του, σκυφτός και χαυνωμένος!...

...Για τις αρχαίες εποχές, τότε που η Φύση μόνη,
ήταν μικρή και ζωηρή παρθένα κοπελίτσα,
πριν την παντρέψει ο άνθρωπος με τον πολιτισμό του!...
...Για την αγάπη του βοσκού πού ’παιζε τη φλογέρα,
και βγαίνανε τα ξωτικά και χόρευαν μαζί του!...
Για κοπελιές ολόγυμνες που ’λούζαν τα κορμιά τους,
στις λίμνες με τα νούφαρα και τους μικρούς στρατιώτες,
που γέλαγαν ολονυχτίς και κλαίγανε τη μέρα!...

...Για τις μαινάδες των δασών, που γλένταγαν τους βάκχους,
μ’ αφηνιασμένους έρωτες, στους σκοτεινούς τους λόγγους!...
...Για ήρωες που κίναγαν τους τόπους να γλυτώσουν,
από θεριά κι’ από ληστές, στις λίμνες, στα ποτάμια!...
(Γιατί ’ταν λίγοι οι ληστές και πιο πολλοί οι ανθρώποι!...
Τώρα που όλοι είναι ληστές, ποιον έχεις να γλυτώσεις!...
Είναι μονάχα τα θεριά που θέλουν προστασία,
απ’ την πληγή που λέγεται, ανθρώπινη απληστία!...)

Και ξάφνου, το νοσταλγικό σταμάτησε παιάνα.
Μ’ ένα φτερούγισμα γλυκό, τ’ αόρατο αηδονάκι,
φάνηκε στ’ ακροβότσαλα, λίγο να δροσερέψει,
να με ρωτήσει αν τ’ αγαπώ, κι’ αν το πολυπιστεύω...

Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταγα με δέος:
Κάθε μικρή γουλιά νερό κι’ ένα ουράνιο γέλιο!...
Και κάθε τίναγμα φτερού, άγιασμα των πνευμάτων!...

Και τότε, ’κείνη τη στιγμή, ας ήτανε Θεέ μου,
να πρόβαλε στον ουρανό ένα σπαθί θανάτου!...
Ή να ’σταζαν τα μάτια μου, δύο σταγόνες αίμα!
Να πρόφτανα τον κίνδυνο, με κάποιο σου σημάδι!...
Ή να ’καιγε το στόμα μου, ολολυγμός θανάτου!...
Για να φοβόταν το πουλί, να ’φευγε σ’ άλλη θέση...
Ή νά ’τανε το βόλι τους να μ’ έπαιρνε εμένα,
πριν να λαβώσει το πουλί, να μην ιδώ συνέχεια!...

...Μα τίποτα δεν έγινε, που θα ’πρεπε να γίνει!
Κι’ ακούστηκε το φονικό, βροντή σ’ όλο το λόγγο!...

Το λαβωμένο το πουλί, τινάχτηκε κι’ εστήθη.
Και τα μικρά ματάκια του μεγάλωσεν ο πόνος,
η έκπληξη κι’ ο σπαραγμός, τ’ αδικοχτυπημένου!...
Και γέμισε παράξενα το λόγγο η κραυγή του!...

...’Κείνη του πόνου η κραυγή δεν ήταν αηδονίσια!...
Οι αντίλαλοί της γέμισαν με ρίγος την ψυχή μου!...
Το ουρλιαχτό τού πόνου του, φριχτά παραλλαγμένο,
έγινε ουρλιαχτό εχθρού κι’ αλαλαγμός βαρβάρου!...

Μεγάλωσαν τα μάτια του τα τρισχαριτωμένα,
κοκκίνισαν και έγιναν, λυκάνθρωπου της νύχτας!...
Και το λαρύγγι το θεϊκό, που άλλοτε τραγουδούσε,
έβγαζε φρίκης βρυχηθμούς και ματωμένα σπλάχνα!...

Τα βελουδένια του φτερά, της λευτεριάς η χάρη,
μεταβληθήκαν κι’ έγιναν τρίχες χοντρορθωμένες!...
Και χίμαγε και χτύπαγε κι’ έσπαγε και χαλούσε
κι’ έφτυνε τη φωτιά παντού και καίγονταν τα δάση!...

Πρόφτασε και τους δήμιους του! Τούς έσκισε τις σάρκες!
Τούς ρούφηξε το αίμα τους! Μάσησε την καρδιά τους!...
Και γύρω, ’κλαίγαν τα κλαριά! Θρηνούσανε τα δέντρα!
Σπαράζανε οι φυλλωσιές και τα μικρά λουλούδια!
Σταμάτησεν ο ποταμός και στέρεψεν η λίμνη!
Πνίγηκε ο αγέρας κι’ έπηξε, στου αφανισμού τη δίνη!
Πήραν φωτιά τα σύννεφα και ’κάψαν το φεγγάρι
και χάθηκε κάθε ζωή και κάθε απομεινάρι!...

***

...Ανταμωμένα διάβηκαν στιγμές, λεπτά και ώρες.
Και το αηδόνι άγαλμα με τη σιωπή τραγούδι,
καθότανε σ’ ενός κορμού καμένης γης την άκρη,
στο τελευταίο του κούρνιασμα: στου χάρου την αγκάλη!...

Κι’ εγώ κοντοζυγώνοντας, με βήμα κλονισμένο
και σπαραγμένη την καρδιά, ρώτησα απελπισμένος:
- « Γιατί δεν τύλιξες κι’ εμέ, στη φλόγα του θυμού σου
και μ’ άφησες να μαρτυρώ στης μαύρης γης τη στάχτη;»

Τότε απολογήθηκε λόγο στερνό και λέει:
- « Γιατί εσύ ’σαι η γραφή, που η πίστη την κατέχει.
...Τα χρόνια κι’ αν περάσουνε, οι αιώνες κι’ αν διαβούνε,
από τη στάχτη χλόη κι’ αν βγει, βλαστάρι απ’ τα καμένα
κι’ αν γέννα ανθρώπου απ’ τη γη, καινούργια ξεπροβάλλει,
εσύ, σκληρός, ανένδοτος, ψυχρός, χαρακωμένος,
για την αλήθεια την παλιά, πιστός θα ’μολογήσεις:
Πώς πήξανε τα σίδερα και τα καυτά μολύβια
και ’κόψαν το τραγούδι μου και κάψανε τη γη μου,
να μην πισωγυρίσουνε στην ίδια τούτη μοίρα!...»




Το σπαθί Διαλεκτική.


Σωκράτης : ’Ονόματος, φαμέν, ’ορθότης ’εστίν αύτη, ήτις ’ενδείξεται
οιόν ’εστι το πράγμα....... Διδασκαλίας ’άρα ένεκα τα ’ονόματα
λέγεται ;
Κρατύλος : Πάνυ γε.
( Πλάτωνος, Κρατύλος 428 e )

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Παραδεχθήκαμε ότι η ορθότητα του ονόματος είναι αυτή που δείχνει το ποιόν του πράγματος ........... Επομένως για διδασκαλία καθορίζονται τα ονόματα στα πράγματα;
ΚΡΑΤΥΛΟΣ: Βέβαια. (Πλάτωνος, Κρατύλος ή περί ονομάτων ορθότητας, λογικός 428 e )

Αν η συνείδηση πρέπει να μην είναι χωνευτήρι του αντικειμένου, αλλά συγχρόνως να μην διαλύεται αποδυναμωνόμενη μέσα σ’ αυτό, τότε σημαίνει ότι το αντικείμενο, όπως φωτίζεται από το φώς των αισθήσεων, κρύβει πτυχές, που φωτίζονται ωστόσο από το λυκόφως ή το λυκαυγές της φαινομενολογικής αναγωγής.
Απ’ αυτή τη σκοπιά, χωρίζεται λοιπόν το αντικείμενο, σε δύο μέρη: το καθ’ αυτό αντικείμενο και τις πτυχές του. Για να γίνει αντιληπτό ανάγλυφα από το Εγώ, θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά και τα δύο του μέρη.
Αφιέρωμα στον Γιόγκι Μιλαρέπα

« Η αυτάρκεια, με έσωσε από την απληστία.
Της ζήτησης του χρήματος το μαύρο αφανισμό!
Ο Έρωτας, από τη ζοφερή της σάρκας αμαρτία
- οι πρόστυχοι τόνε καλούν χυδαία, ηδονισμό-

Κι’ η Βαϊρακγία η ξωτική, της Γιόγκα το βλαστάρι,
που βόηθησε τον κουρελή για νά βρει το Χριστό,
εμένανε με γλύτωσε απ’ του δόλου το κανάλι,
που σέρνονται οι φιλόδοξοι πατώντας το λαό!...

» Τώρα, τι θα σου πουν αυτοί, αγαπητέ αναγνώστη,
που κρίνουν και δικάζουνε κάτω απ’ το Γολγοθά:
Οι πρόστυχοι, οι φιλόδοξοι κι’ οι μαύροι αφανισμένοι,
το αίμα σου για να σου πιουν, να πάν’ αυτοί μπροστά:

» Πρώτα θ’ αποκαλέσουνε εμέναν ακαμάτη•
δε βγάζω λεν’ εγώ λεφτά από την τεμπελιά!
Τους βόλευε το χρήμα τους να μ’ έκανε σακάτη•
γιατί φοβάται ο σκοτεινός πολύ τη λευτεριά!

Δεύτερο, το μυαλό μου λεν, πως είναι θολωμένο•
για μια γυναίκα λένε εγώ, δε βλέπω άλλη καμιά!
Θα θέλανε το μάτι μου, όπως κι’ αυτών, βγαλμένο,
απ’ του Χριστού την εντολή, για μάτια πονηρά!

» Τρίτο• αφού τις δόξες τους δεν τις υπολογίζω,
μ’ αποκαλούν μηδενιστή κι’ αιρετικό μαζί!
Οι νόμοι οι παράνομοι μου παίρνουν το κεφάλι
και σε αφήνουν μόνο σου ‘‘πρόβατο επί σφαγή’’!...»

Είπε• κι’ εξαφανίστηκε στ’ ατέλειωτα ουράνια!
Τον άκουσε το πρόβατο κι’ ευθύς σιμογελά.
Τις λέξεις Του τις ζύγισε μια-μια βαθειά στη σκέψη
και κίνησε για τη βοσκή, στου κόσμου τη θηλιά...

Ξάφνου, στ’ απόσκια του βουνού, λημέρια των βατράχων,
μπροστά του εμφανίστηκε τρικέφαλο θεριό!
Ήταν του κόσμου ο κέρβερος• που απ’ τα σωθικά του
έβγαζε λάβα και φωτιά-διαβολικό υγρό!...

Και το κεφάλι μίλησε το πρώτο κι’ είπε τούτο:
« Το χρήμα πρέπει να μισείς και διώχνε το μακριά•
και τη δουλειά να αγαπάς απ’ το πρωί ως το βράδυ,
για να σε πάρω τότ’ εγώ στη μαύρη μου αγκαλιά!...»

« Το όνομά του ρώτησε, ευθύς για να πεθάνει. »
Φωνή ακούστηκε γλυκιά, σύμβουλος τ’ ουρανού!
Το πρόβατο υπάκουσε : « Πώς σε καλούν; » του κάνει
και το κεφάλι απάντησε σε σύννεφο καπνού:

«Με λένε Μαύρο Αφανισμό! Μάνα μου η Απληστία!
Η Πείνα κι’ η Αθλιότητα κόρες μου ακριβές! »
Το πρόβατο κατάλαβε• κι’ ο Μαύρος κατεκόπει!...
Και το κεφάλι κύλησε στου λόφου τις πλαγιές...

Το δεύτερο κεφάλι του ο κέρβερος ορθώνει:
« Πρέπει το Θείο Έρωτα να βρίσκεις ποταπό!
Για να στερέψει η πηγή που την ψυχή ανορθώνει
και τηνε κάνει βάσανο, για κάθε ταπεινό!...»

« Το όνομά σου αν δε μου πεις, στην αγκαλιά σου μέσα
δεν μπαίνω » είπε το πρόβατο• κι’ ευθύς η κεφαλή:
« Μέ ’χουν βαφτίσει Προστυχιά! Πατέρας μου ο Δόλος!
Και τα μικρά αγοράκια μου, ο Λάγνος κι’ ο Μοιχός! »

Το πρόβατον εγέλασε και το κεφάλι πέφτει!
Ο κέρβερος κλονίστηκε και τρόμαξε πολύ!...
Το τρίτο το κεφάλι του, το στόμα του ανοίγει.
Τα δόντια του τα κοφτερά βρυχώνται με φωνή:

«Πρέπει η δόξα του σοφού να μη σε κυβερνάει!
Ούτ’ η τιμή του Ουρανού να σε παραπλανά!
Σαν ταπεινόφρων γύρεψε πλούσιο να σε βοηθάει,
του στρατηγού το έλεος κι’ ευχή απ’ τον παπά! »

«Το όνομά σου κεφαλή, το πρόβατο μαντεύει.
Φιλοδοξία σε κράζουνε μάστιγα των λαών!
Το Έρεβος σε γέννησε! Η Άγνοια σε θεριεύει!
Μοναδικό σου όνειρο, είν’ ο Αρμαγεδδών!... »

Πέφτει κι’ η τρίτη κεφαλή• ο κέρβερος εχάθη!...
Το πρόβατο πορεύτηκε με ειρήνη στο βουνό...
Στη μέση του έλαμπε, σπαθί ζωσμένο, σαν χρυσάφι!...
Κι’ ένα χαμόγελο άχνιζε, ψηλά στον ουρανό...



Διαλεκτική πορεία.


Η έλλειψη της λευτεριάς, ποιήματα γεννάει!...
Η ανελεύθερη ύπαρξη, ντύνει τους ποιητές!...
Κι αυτοί που πορευτήκανε ελεύθεροι, ποτέ τους
δεν συναπαντηθήκανε, με στίχους και γραφές!...

*** *** ***

Τα μεγαλύτερα ποιήματα,
γραφτήκανε με πράξεις!
Κι αυτοί που προσπαθήσανε με λέξεις,
να περιγράψουνε τις πράξεις,
πέρασαν τη ζωή,
σπουδάζοντας το λογισμό...
Και δεν τους έμεινε καιρός για πράξεις!...
Και περιγράφουνε με λέξεις όμορφες,
πράξεις των άλλων!...

Και νιώθεις την πικρία του συλλογισμού τους,
διαβάζοντας τα ποιήματά τους.
Γιατί την αναπλήρωση,
της εμπειρίας τους της φτωχής,
το ένστικτο κι η φαντασία,
είναι αδύνατον να την πετύχουν•
και οι εικόνες τους ,να βιωθούν σαν πράξεις...

Και τους λυπάσαι
και τους βραβεύεις•
μα εσύ, τραβάς ίσιος,
του Αίαντα του Τελαμώνιου την πορεία!...

Κι αν γράφεις, πέντε λέξεις συνθηματικές,
γι’ αυτούς, που θα κληρονομήσουν τη ζωή σου,
δε ζωγραφίζονται με πένες και γραφές,
αυτά που έζησε με πάθος το κορμί σου!...

*** *** ***

Ζωή πολλή, σπατάλησα στο λόγο.
Και το μερίδιό μου στη ζωή,
στον έρημο σταθμό του περιμένει
το τρένο, για να φύγει σ’ άλλη γη...

Θα ’ναι γη, του «πολιτισμένου» κόσμου;
Θα ’ναι νησί σε μέρος ξωτικό;
Δεν έχει και μεγάλη σημασία•
amor fati˙ ας μείνει μυστικό...

Εγώ, στη μακρινή μου την πορεία,
από το περιβάλλον μου θα καλυφθώ:
ακόμα αν χρειαστεί δεν θα διστάσω,
στου Φιλοκτήτη τη σπηλιά να ερημωθώ!...

Κι η φαντασία μου ας δουλέψει τότε,
σαν ένστικτο λογίου ποιητή•
η Αφροδίτη, που θα με ζεσταίνει το χειμώνα,
θα μ’ ανταμείψει σαν ένα άδικο κριτή!

Γιατί είναι η ποιητική φιλοσοφία,
τ’ αντίθετα να σμίγεις στη ζωή!
Καλωσορίζοντας τα πάντα με αρμονία,
του Τραγικού, να νιώθεις την πνοή!...

Πότε να κλείνεσαι στους τέσσερις τους τοίχους
και φαντασία κι ένστικτο να προσκυνάς
και πότε να σε παίρνουνε τα τρένα,
στους τέσσερις ανέμους να πετάς!...

Ας πορευτώ μες της ζωής το σάλο,
κρυμμένος, πίσω από του κόσμου τη σκηνή.
Άφησα τη ζωή μου δίχως ζάλο
κι αυτή, χωρίστηκε απ’ τη γνώμη τη κοινή!...

Απολογία προς τους κοινούς ανθρώπους,
θα τ’ ονομάσω το λογύδριό μου αυτό•
κι η αγωνία μου σ’ αυτό το δράμα,
ας συνοδέψει τη ζωή μου, ως το βυθό!...

Γιατί σκοπεύω να θαφτώ στο χώμα•
στον ουρανό, δεν έχω βλέψεις να θαφτώ!
Κι η αυγή ας στολίσει της ζωής μου τον αγώνα,
με ό,τι πιο πρόσφορο ορίζει και ιερό...




Αυτή κι η μέλισσα.


Δείτε τη που τραγουδάει στην αστροφεγγιά!
Πλάι στο καθαρό ποτάμι, πλέκει γιασεμιά,
για να ντύσει το κορμί της, πού ’ναι τρυφερό,
σφριγηλό και βελουδένιο και λαχταριστό...

Δείτε τη που αργά βαδίζει, βήμα λικνιστό,
μες το βρώμικο μπαράκι το επαρχιακό!...
Το μικρό της φουστανάκι, κρίμα, δεν μπορεί
να την κουμαντάρει του κορμιού της τη σπαργή!...

Το πιοτό και το τσιγάρο και τα σχετικά,
της στολίζουνε τα χέρια και τα σωθικά!
Στο λαιμό της γέρνουν πόθοι κι αναστεναγμοί,
που ηλεκτρίζουν και ανάβουν φλόγες στη στιγμή!

«Βρομιά ζητώ» φωνάζει «και αηδία,
μες των ναρκωτικών τη γοητεία!»
με μουσική που τηνε παίζουνε ποντίκια
και κατσαρίδες που χοροπηδάνε σε καθίκια!...

Δείτε και τους θαμώνες - που όρθιοι κουνιούνται,
σαν να τους δέρνει θύελλα πάνω σε βάρκα -
να την κοιτούν, να την ακούν και να χτυπιούνται
σπασμωδικά, σαν τους σκορπιούς πάνω στη θράκα!...

*** *** ***

Μα εγώ αγαπώ μια μέλισσα,
που σε φιλά και σε γλυκαίνει,
που σε κεντά και σε πονά!...

Και τριγυρνά στους δρόμους τους παλιούς,
στα περιγιάλια της ζωής! Που οι ψυχές,
μαζεύουν τ’ άστρα, τα λιοντάρια, τα σπαρτά
και τα ξαπλώνουνε στην άμμο τη χρυσή
και τα φιλούν και τα ξαναφιλούν και τ’ ανασταίνουν
και χορτασμό δεν έχουνε, να τ’ ανασαίνουν!...




Η τέταρτη μύηση.


Πρέπει να μάθω πια να παίζω με την ποίηση,
όπως παλιά, με τα καπρίτσια των γυναικών!...
Το πεπρωμένο της ύπαρξης,
μου υπαγορεύει τα νέα καθήκοντα...

Κι αυτή η παράξενη μουσική που το συνοδεύει,
έχει τέσσερα σκαλιά!
Τ’ αδέλφια μου τη χάνουν απ’ το τρίτο!...

Μέσα στο έρημο σπιτάκι,
παραδίνομαι στον Έρωτα της Σοφίας!...
Η πένα μου δεν γράφει πια για τους ανθρώπους...
Αλληλογραφεί με τον Θεό!...

Έτσι,
παίζω με την ποίηση,
όπως ο λαοπλάνος με τα όνειρα!...

Τ’ αυτιά μου, δεν μπορούνε ν’ ακούσουνε
τις προσδοκίες των συνομηλίκων μου...
Οι προσευχές μου, δεν αναφέρονται
σε διορθωτικές κινήσεις
των αμαρτημάτων του «κόσμου»!
Ακολουθώ μόνο,
τη σκέψη Του στη διακυβέρνηση!...
Έτσι,
συγκυβερνώ!...




Το τραγούδι του Ρίτσου.


Προσπαθώντας να πείσω τον νεαρό Ρωμαίο,
μέσα στο νεκροταφείο
και μπροστά στο φαινόμενο
της νεκρής Ιουλιέττας,
ν’ ακολουθήσει την διαλεκτική του Έγελου
μες από την φαινομενολογία του Πνεύματος,
άφησα το θάνατο
και περίμενα τις στρατιές των Ελευθερωτών!...

Τα καλοκαίρια, πάνω στ’ άλογό μου
στην πλαγιά του λόφου, ψηλά,
έχανα το βλέμμα μου, πέρα στην κοιλάδα,
στις ψηλόλιγνες λεύκες
του μικρού ποταμού, με τα χρυσόψαρα...

Και τους χειμώνες, μέσα στο έρημο μικρό κιόσκι
το κρυμμένο στην πυκνή βλάστηση,
έφτιαχνα όπλα και σφαίρες,
για τους Επαναστάτες!...

Έμεινα έτσι, στην κοινότυπη ζωή
των Ποιητών...




Ο τρύγος.


Η νύχτα σκέπασε τα σύννεφα του ουρανού μου,
πριν να προλάβω τον τρύγο τους!...
Και τυφλός γυρνάω,
αναζητώντας ψηλαφητά την ουσία τους...

Η μέρα θα τα βρει, σε σχήματα διαφορετικά!
Κι εγώ, πάλι απ’ την αρχή,
θα πασχίσω να τους δώσω το σχήμα της ψυχής μου!...
Όπως πάντα, τόσους αιώνες, πάνω στη γη!...

Την ουσία της ψυχής μου, την ψαχουλεύω τα βράδια•
τότε που τα σύννεφα, παίρνουν τη μορφή της!
Μα η αμείλιχτη νύχτα, που αχρηστεύει τα βλέφαρα,
με βυθίζει, στην προαιώνια αγωνία
της απληστίας της άγνοιας!...

Και ο τρύγος;
Που τόσες ανθρώπινες γενιές
ονειρεύτηκαν;
Πότε θα ’ρθει;

Το φτωχό μου κορμί αγωνιά να μάθει
και πάντα πεθαίνει,
με την αγωνία την ίδια:
την αγωνία του θανάτου!...




Ο Αποχωρισμός.


Πάλι θ’ ανοίξω το μικρό μου τετράδιο,
πάλι θ’ ανοίξω της ψυχής μου τις πόρτες,
ο ήλιος της, ν’ αγκαλιάσει τη γη!...

Τα πετράδια της κόλασής μου
ιεραρχώ και ιερουργώ,
για να γονατίσουν τις δυνάμεις του κακού,
που μας μουδιάζουν τα φτερά!...

Οι αθάνατες σκιές,
μου χαϊδεύουν τα μαλλιά•
μου υπαγορεύουν δυσδιάκριτες νότες•
με σπρώχνουν στους γκρεμούς του αγώνα μου•
μου διαφεντεύουν την τύχη!...

Κι Εγώ, μπροστά στην άμπωτη,
αποχαιρετώ τα νερά που φεύγουν,
λυπημένος!...

*** *** ***

-Σαν τι να θέλει να μας πει αυτός ο μεθυσμένος νέος,
που ανεβασμένος στα σκαλιά, φωνάζει, βρίζει και χτυπιέται;
Που γονατίζει και φιλά την ιερή γη των προγόνων;
-Μας βγάζει λόγους ζοφερούς, για τη νεκρή παρουσία του!

-Κι ο Ιερουργός που κάθεται και με το χέρι ψιθυρίζει
στο αυτί του τετραδίου του λόγια βαριά, τι λέει;
-Τραγούδια λέει μόνος του, σε παρεκκλήσια ρημαγμένα!...
Καθώς η νύχτα, όλους εμάς παγώνει,
κάτω από τα σκεπάσματά μας τα ζεστά!...

Τ’ αστέρια δακρύζουν την πίκρα μας!
Το φεγγάρι λυπάται το κλάμα μας,
γι’ Αυτόν που μας μίλαγε γι’ αγάπη•
γι’ Αυτόν που μας έδειχνε τον θάνατο!...

Χοντρά λιθάρια κυλούν απ’ τα βλέφαρα του εκμεταλλευτή•
πέφτουν και καίνε τη γη, γύρω από τα πόδια του•
τον θάβουνε μέσα σ’ αυτήν!...

Καρφίτσες λάμπουν στα μάγουλα της ματαιόδοξης γυναίκας•
της τρυπάνε τη γλώσσα•
καρφώνονται στο λαρύγγι της!...

Πουλιά πετάνε τα δάκρυα της νιόνυμφης κοπελιάς•
αφήνουν το τραγικό της πρόσωπο
και φεύγουν προς τον ουρανό,
να ξεδιψάσουν Αυτόν!...

Κι εγώ, Τον αντικρίζω ν’ αντικρίζει την άμπωτη!
Μέσα στα νερά που φεύγουν και με παίρνουν μαζί τους,
τον αποχαιρετώ λυπημένος!...




Ο λόγος για τον εραστή και τον ερώμενο.


Πού τη χρωστάει τη λευτεριά του ο ποιητής;
Πού οφείλει το ότι βρίσκεται έξω,
την ομορφιά να απολαμβάνει της ζωής
κι όχι σε σκοτεινό μπουντρούμι;

Στο ότι οι μισοί από τους γύρω, οι «λογικοί»
μες το τρελοκομείο τον θέλουν!
Κι οι άλλοι μισοί, οι «πνευματώδεις», ταιριαστή
γι’ αυτόν, τη φυλακή πιστεύουν!...

Και στα κοινωνικά τα δικαστήρια,
οι δίκες, δίνουνε και παίρνουν!...
ενώ αυτός ελεύθερος χαρίζεται,
στις πεταλούδες, που τον θέλγουν!...

Γυμνάζεται με τα βατράχια στις ακρολιμνιές
και κολυμπάει με τις γοργόνες!
Κι ύστερα, στις κρυφές θαλασσινές σπηλιές,
μ’ αυτές, οργώνει τους αιώνες!...

Τη νύχτα βλέπει καθαρά σαν αλεπού!
Κι έχει τη μοίρα μας σκεπάσει
η φρόνησή του, που τη φαντασία του
σ’ ενόραση τη μεταλλάσσει!...

Χείμαρρος είναι οι σκέψεις του και τρέχουνε,
για να χαρίσουν τη χαρά τους!
να δώσουνε και στους γονείς τη δύναμη,
για ν’ αναθρέψουν ...τα ορφανά τους!...

Κι απ’ ορφανό σε ορφανό θα μάθουνε
σπέρμα Θεού να ανατρέφουν!
Τότε θ’ αλλάξει και η γη που ξέρουνε:
θα βρουν εκείνο που γυρεύουν!...

*** *** ***

Νύχτες του Μότσαρτ παγωμένες
περιτυλίγετε το σώμα μου! Κι ο πόνος
από την κρύα αυτή επαφή σας
την υπόστασή μου γονατίζει!...

Σαν το «απελθέτω», άναρθρες φωνές
από το στόμα μου αναβλύζουν
κι υπνοβατώ, τρελός απ’ την οδύνη
του σπαραγμένου μου κορμιού!...

Σαν νεαρό αγόρι, αναρριπίζω
τα μέλη, και κυλιέμαι στο χορτάρι,
σέρνοντας μνήμες ν’ αντιπαραθέσω
στα τωρινά μου τα πτυχία!...

Να, που ο κύκλος της ζωής
ακόμα με τραβάει βυθίζοντάς με
στο σκοτάδι της άγνοιας!...

Και το πελαγίσιο κύμα
με πηγαινοφέρνει,
σαν παιδί του ανθρώπου!...




Η Αγωνία του Κίρκεγκωρ.


Κοιτώ τις κουρτίνες, κοιτώ τις πτυχές τους
κοιτώ τις καλλίγραμμες πτώσεις τους•
πέντε πόντους απ’ το δάπεδο,
από τη μια ως την άλλην άκρη...
Κοιτώ και θαυμάζω, κοιτώ κι απορώ
κοιτώ και διακρίνω...

Δυο δρόμοι: ο κάθετος κι ο οριζόντιος,
μες την καρδιά μου διασταυρώνονται...
Κι ο νους μου στέκεται μετέωρος,
στο Σταυροδρόμι!...

Πώς ν’ αντέξω τον αδελφό μου
να πατάει πάνω στο στήθος μου;
Πώς ν’ αντέξω τα παιδιά μου
να ζητιανεύουν ψωμί στην πλατεία;
Την όμορφη γειτονοπούλα μου
να περιποιείται το καινούριο σπίτι της
για το νιόπαντρο σύζυγό της;
Στα μάτια μου, οι βολβοί αναστρέφονται!...

Τις νύχτες ξάγρυπνος,
περπατώντας στους αρχαιολογικούς χώρους,
έχασα το χρόνο!...
Μαζί του χάθηκαν κι αγάπες
ζωντανές• πρόσφορες!
Που μου κράταγαν το χέρι
στο παραμιλητό του πυρετού!...
Τώρα το χέρι μου απλωμένο,
στην αγωνία μου με καθοδηγεί!...

Στις γυναίκες που πουλιούνται
μίλησα και μ’ άκουσαν.
Μου ζήτησαν να τις αγκαλιάσω•
μ’ αγάπησαν σαν άγαλμα...
Έτσι είδα, πως μπορώ
την αμαρτία να εγκαταλείπω,
πάντα πριν απ’ τον γκρεμό!...

Τον κάθετο τον δρόμο
τα βήματά μου ακολουθούν...
Κι αφήνω τη ζωή που τόσο αγάπησα,
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα τρομερά φτερά
της αγωνίας του απείρου!...

Τώρα το χέρι μου μου δείχνει
το δρόμο της Ελευθερίας!
Κι όλη την ύπαρξή μου σφίγγει
η μέγγενη της αγωνίας!...

Η πίστη στην αιώνια νιότη
μόνος προστάτης από την αυτοκαταστροφή!
Δίχτυ απλωμένο
πάνω απ’ το βάραθρό της!...

Κι οι καλλίγραμμες πτώσεις μου
θα σταματούν
από τη μια ως την άλλην άκρη,
πέντε πόντους πάνω απ’ το γκρεμό!...

Τώρα,
στον οριζόντιο το δρόμο του πεπερασμένου
-που ζητιανεύουν τα παιδιά- καθώς βαδίζω,
οι αγωνίες του με κάνουν και αχνογελώ!

Κι οι «γνωστικοί», μόλις κοντά μου πλησιάζουν,
σιγομιλάνε μεταξύ τους και μορφάζουν
και με κοιτάνε σα να βλέπουνε τρελό!...




Η Κίμωλος του Οδυσσέα.


Ελληνικά!
Ο συνδυασμός του δέους με την ομορφιά!...
Οι κάτοικοι τραγουδούν
το τραγούδι των τζιτζικιών,
κρυμμένοι στις φυλλωσιές,
κάτω απ’ το φως του ήλιου,
καθώς ο Οδυσσέας φτάνει από το πέλαγος,
σοφιλιασμένος μέσα στο κιβούρι του!...

Εκεί τον περιμένει η γη,
ξαπλωμένη στη χρυσή, έρημη αμμουδιά!...
Όλος ο κόσμος
μαζεμένος στη στιγμή!
Όλος ο χρόνος
ακουμπισμένος στις απαλάμες του!...

Θεοί καθισμένοι στους θρόνους τους,
πλέουν στα νερά του κολπίσκου!
Κι οι θαλασσωμένες σπηλιές
λούζουν με θεότητα
τους ψαράδες που τόλμησαν!...

Ο Όμηρος δεν άκουσε
τους παφλασμούς των φιλιών!
Ούτε είδε τα γυμνά μαυριδερά κορμιά,
να κατοικούν τις αιώνιες ώρες,
στα έρημα ακρογιάλια!...

Ο δυνατός αγέρας
έπλεκε τα μαλλιά τους
και τύλιγε τις υπάρξεις τους,
σε σφιχταγκάλιασμα ζωής και θανάτου,
καθώς η Μεγάλη Πορεία
χαρασσόταν αμέριμνα
μαρμαρώνοντας την ανθρώπινη σάρκα!...

Εκεί, ο Δυσσέας
άφησε δεμένη την καρδιά του
σ’ ένα αλμυρίκι δέντρο,
σαν σκύλα, ν’ αλυχτάει τον βέβηλο,
που επιχειρεί να μολύνει με τα βήματά του,
τους λογισμούς της...




Η Έκθεση του Mussorgsky.


Η Ιστορία των αιώνων της γης.
Η αναπαράσταση του πόνου του Ανθρώπου.
Η απεικόνιση του μόχθου του Θεού.
Η θριαμβευτική προέλαση της ζωής.
Η αναρχία και η πολυμορφία της Βούλησης.
Η τραγωδία της νόησης...

Κι εγώ, περπατώ στους δρόμους,
ερωτευμένος δεκαοχτάχρονος επαρχιώτης,
ψάχνοντας, για το νησί των μακάρων!...

Μα ούτε ο έρωτάς του,
ούτε τα δεκαοχτώ του χρόνια,
ούτε η γραφική επαρχία του,
θα μπορέσουν να τον οδηγήσουν εκεί!...

Ο διψασμένος αρπάζει, ό,τι μοιάζει με νερό!...
Όμως εξακολουθώ και ψάχνω...
Κι όταν βρίσκω, δακρύζω από χαρά!
Όταν χάνω, δακρύζω από λύπη!
Ακολουθώ τον δρόμο για την κόλαση,
τον στρωμένο με δάφνες!...

Ψηλαφιστά, τυφλός, θα φτάσω
στην αγκαλιά του δάσκαλου Μαρσύα...
Στη Μεγάλη Παρηγοριά...

*** *** ***

Οι ώρες μακριές για ’μάς• τα χρόνια βαρετά.
Κι ένα ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου από ’Κείνον,
ορίζει Αιωνιότητες!...

Πόση Αγάπη κλείνει,
μια σταγόνα από το δάκρυ Του!...
Και πόσα πράγματα φέρνει στο φως,
αυτή η Αγάπη!...

Τον Εαυτό Του ζωγραφίζει, να Τον δούμε παντού•
και μειδιά όταν βρίσκει, πως κάποτε το πετυχαίνει...
χαίρεται κι ευλογεί
και έρχεται η Θεία Ευχαριστία!...

Γεννιούνται τότε τα χόρτα και τα ζωντανά...
Και προχωράν’ αχόρταγα πατώντας το ένα τ’ άλλο!...
Και προφητεία δεν μπορείς να δώσεις,
αν το στεφάνι σου,
-τον θύσανο που ξεκινάει πάν’ απ’ το κεφάλι σου-
και με τα δυο σου χέρια
ν’ αγκαλιάσεις δεν μπορέσεις!...

Κι αν δεν μπορέσεις πάλι,
να δημιουργήσεις,
αυτά που πρόκειται
στην επιφάνεια να βγουν!...

Κάποιος μού υπαγορεύει
κι εγώ γράφω!...
Κι εγώ γράφω, για τον Αισχύλο:
τον Διόνυσο των νοημόνων!...


Εδώ η πένα αρχίζει να τρέμει!
Θέλει να τη στηρίξεις με τη σάρκα σου!...
Ο Γνώστης της αναρχίας και της πολυμορφίας,
ο Γνώστης της Βούλησης,
θέλει Έκφραση!...

Το αίμα σου τότε σπάει τη σάρκα
κι αρχίζει αχνιστό να στάζει στο χαρτί!...
Οι νοησιοκράτες φιλόσοφοι
διψάνε για αίμα!...
Η φλεγόμενη βάτος σου
σε περιμένει για να σε κάψει!...




Θεϊκό τραγούδι.


Μέθυσα κι απόψε, με το θεοποιό υγρό του ένστικτου!...
Στη φαντασία μου,
οι παλιές μου τύχες και παρεκτροπές,
υμνούνται και δοξάζονται!...

Σαν φτωχό παιδί, δίνω το χέρι μου στον Κορσάκωφ,
μ’ εμπιστοσύνη...
Μαζί του πετάω,
πάνω, απ’ τις πλατωνικές σπηλιές!...
πάνω, από βράκες και σεντόνια!...

Λαμποκοπούν όλα γύρω μου: υπόσχεση της ενότητας!...
Παντρεύομαι τη Νίκη και τη γλεντώ κλαίγοντας!...
Κι όταν σβήνει ο ήχος, ξαναβουτώ στη νύχτα!...
Είμαι φτωχός σαν το σπουργίτι κι ερωτευμένος με το ψίχουλο!...

Και τώρα; Που περπατάω ανάμεσα από χιονισμένα βουνά;
Ποια ειμαρμένη γκρεμίζει,
σωρεύοντας εμπόδια,
μπροστά στα βήματά μου;

Ο Πονηρός με παραμονεύει!
Με το σπαθί στο χέρι, πάντα προχωρώ!...
Και τα ρόδινα δειλινά,
η γλυκιά Ήττα με κανακεύει με τα φιλιά της!...

Σαν τον ποταμό, χώνομαι στα σπλάχνα της!...
Θα ξαναφανώ μόνο, για ν’ αποκεφαλίσω τον Κακούργο!
Και θα ξαναχαθώ,
μέσα στο δίχτυ της νύχτας μου!...

Η γαλήνη μου έχει το πρόσωπο αυτής της αντίθεσης!...
Ο χορός μου ανεβοκατεβαίνει: από τη γη στον ουρανό!...
Κι οι μητέρες μου με γεννάνε μυστικά,
στην υποχθόνια σκιά του Ηρώδη!...
Εγώ διαρκώς πολλαπλασιάζομαι
και κατακυριεύω την οικουμένη!...

Στην κοιλάδα του ποταμού με τα λουλουδάκια
και τα μυριάδες υμενόπτερα,
κάνει την εμφάνισή της η Λίλιθ!...
Η φιδίσια ομορφιά της
απειλεί να εξαφανίσει το γόνο μου!...
Ποιος θα νικήσει;
Η επανάσταση ή η ουτοπία;

Μες απ’ το στόμα μου ο Ηρώδης φωνάζει:
«Ψάχνω να Τον βρω, για να Τον σκοτώσω!...»
Ποιος θα με τραβήξει μακριά;
Ποιος θα με βοηθήσει ν’ ανατείλω;

Στις αμμουδιές του άγριου ποταμού,
στεγνώνω κάτω απ’ τον ήλιο...
Οι νύμφες, με παραμονεύουν χαρούμενες,
πίσω απ’ τις φυλλωσιές.
Ο Θεός εμφανίζεται, κρατώντας τον κεραυνό
στο αριστερό χέρι!...

Τι να πρωτοδιαλέξω;
Κανείς δεν μπορεί να με περιμένει!...
Το δόκανο μού έπιασε το χέρι!...
Σ’ αυτό το οροπέδιο που βρέθηκα,
κανείς δεν μπορεί να πατήσει!...
Είναι το οροπέδιο των Θεών!...
Οι κραυγές της βοήθειας, δεν βοηθάνε.
Οι άνθρωποι είναι μακριά...

Θα αφεθώ στις νύμφες και στον κεραυνό!
Έρμαιο των μαινάδων του Ορφέα!
Τη νίκη του θα επιλέξω!...
Και μες από της Λίλιθ τις αποδοκιμασίες,
θα φτάσει το κεφάλι μου,
γυμνό από σώμα,
τραγουδώντας,
στον αιώνιο Όμηρο!...




Στη χώρα των Λωτοφάγων.


Εγκλωβισμένος στα κάγκελα της βεράντας μου,
κάτω απ’ το σπινό φως του κεριού
που καίει τις πεταλούδες της νύχτας,
άκουσα τον Γκιόνη να μου λέει:
«Τι να την κάνεις την ελευθερία, με ημερομηνία λήξης;
Για να ζητήσεις το Χώρο,
πρέπει πρώτα να εξασφαλίσεις το Χρόνο!
Αλλιώς, περίμενε,
στο νησί των Λωτοφάγων, καρτερικά...»

Έτσι, υπερτερώντας του Επίκτητου,
διατήρησα την εφηβεία μου, διακόσια πενήντα χρόνια!...
Στο διακοσιοστό εξηκοστό έκτο έτος της ηλικίας μου,
ήμουν ερωτευμένος με μια κρήνη από πεντελικό μάρμαρο,
που μου αρνιόταν τα φιλιά της!...

Μαραζωμένος, παρέμενα κλεισμένος στη βεράντα μου,
παρακολουθώντας τις φτερωτές ώρες να καίγονται,
όταν άκουσα τον Γκιόνη να μου λέει:
«Τι να την κάνεις την ελευθερία την αιώνια,
όταν περιβάλλεσαι από μάρμαρα πεντελικά!...
Και τον ρώτησα : «Γιατί;»
Και μου λέει:
«Γιατί γέρασε πια η ανθρωπότητα
και δεν μπορεί να φιλάει όπως εσύ!»
Τότε, και μόνο τότε, δέχτηκα να πεθάνω!

Στον αγώνα, αιώνια στον αγώνα,
με σημαία μας τη ματαιοδοξία,
θα συνεχίζουμε να είμαστε νικητές,
μα χωρίς εμένα, τον Εαυτό!...

Εγώ μιλώ για θάνατο
και γράφω μόνο για ζωή!
Χαρακτηριστικό αγύρτη γυρολόγου,
καθόλου μετουσιωμένου!...

Στ’ απόκρημνα βουνά, στ’ άγρια φαράγγια,
που άπαρτη κοπελιά παρθένα, η Λευτεριά,
με λύκους παίζει και μ’ ελάφια,
θα σύρω το κορμί μου,
στα χέρια μου κρατώντας την ψυχή μου,
για να την αποθέσω στο βωμό
του Αρχαίου Μνήματος!...




Πρόλογος και ουσία.


Ήρθανε κι απόψε οι φωνές της νιότης
να με κλείσουνε μονάχο στα μπουντρούμια της χαράς!...
Στα χρόνια μου τα εικοσιδυό
πέντε’ έξι φίλοι μ’ αρμενίζαν στη βροχή!...
Τώρα πεθάναν!...

Η νιότη μ’ άφησε κι αυτή
η χιλιοπλανεύτρα...
Και χαροπάλεμα η ζωή,
στου χρόνου τη μεταλλαγή...

Δίνω τα δυο μου χέρια,
να τ’ ανταλλάξω με φτερά για να πετάξω
στα περιγιάλια τα παλιά!
Κι απ’ τις πλαγιές του άγριου βουνού,
τον ουρανό να σκίσω,
πάνω απ’ τα ξέβαθα ακρογιάλια τα γνωστά,
θωρώντας τα νεανικά κορμιά
πρόβατα-κύματα απλωμένα
στην αμμουδιά,
την ξανθομάλλα αρχόντισσα της μνήμης!...

Ακολουθώντας των δασκάλων μου τους νόμους,
πένα βαστώ,
και προσπαθώ ν’ ανιστορήσω
τα βάσανα που μού ’δωσε η πομπή...
Κι απ’ τη βαριά την κωδωνοκρουσία του Κουασιμόδου,
ν’ αντλήσω το μέλλον που θα έχει η ζωή!...

Κενή ζωή, μες τις κενές ιδέες που κυριαρχούν!...
Τη ζω κι εγώ και προσπαθώ,
μια και δεν ξέρω μουσική,
με λέξεις να τη δώσω,
σ’ ένα μυαλό που διψασμένο για Ουσία,
χάνεται μέσα στα συμβεβηκότα...

Τις σκέψεις μου σε μουσική κάνω προσπάθεια,
όσο πιστά μπορώ, να μετατρέψω
και τις χορδές κάθε ψυχής, με τηλεπάθεια,
να τις δονήσω κι ας τις καταστρέψω!...

Όταν πορεύτηκα μικρός μες την αφάνεια,
δυσκόλεψα τους προπατροπαράδοτους θεσμούς μου,
με ξεχασμένες μικροαντιρρήσεις, μικροθάματα,
που παραξένευαν μπαρμπάδες και γνωστούς μου.

Μα ο ήλιος που με λάτρευε κι η θάλασσα,
μου φώναζαν να συνεχίσω!
Κι εγώ τα παρατούσα, τα ξανάρχιζα
και κίναγα, χωρίς να προχωρήσω!...

Έμεινα μες της νιότης τη σεμνότητα•
κι όσοι ελπίσαν πως θα τους υπηρετήσω,
απογοητευτήκαν στα σαράντα μου
και μ’ άφησαν να δημιουργήσω.

Τότε ελύγησε η καρδιά μου η νεανική:
πού να σταθώ και ποια φωνή ν’ ακολουθήσω;
Τα παραδείγματα πνιγήκανε στα χρονοντούλαπα!
Στα τουβλοντούλαπα θα έπρεπε να ζήσω!...

Όμως εγώ την κεφαλή μου ύψωσα•
και με τη μουσική στη σκέψη μου προστάτη,
στο δρόμο της φυγής ερίχτηκα,
του Μεγαλέξαντρου και του Ιησού του στρατηλάτη!

Ποιός είν’ ο δρόμος δεν θα πω• τον ξέρετε
τον κάθε δρόμο που αυτοί ακολουθήσαν.
Στη λαίλαπα της γνώσης προσπαθώ
να εποικοδομήσω σ’ ό,τι χτίσαν...

Γέμισε ο κόσμος μου από πρόλογους,
μια κι η ουσία βρίσκεται εκεί:
στο ψυχανέμισμα του πρόλογου!...
Όχι στου θέματος τη λογική...




Άχαρες αποστολές.


Από εδώ και στο εξής, πρέπει ν’ αλλάξω χρώμα πια,
στο ποίημα της ζωής μου!
Και να ορκιστώ, πως δεν θα γράψω τίποτα εγώ,
αν δεν υπάρχει κόκκινο στυλό,
το χρώμα που να συμβολίζει το αίμα μου!...

Τα ποιήματά μου είναι αντίγραφα των σκέψεων,
των Γιόγκι των λευκών ορέων!
Που χτίζανε τους εαυτούς τους σε σπηλιές,
σκέπτονταν κάτι πριν πεθάνουν
κι ύστερα πέθαιναν!...

Η αποστολή μου είναι άχαρη: να γράφω!...
Όσο μπορώ και πιο πολύ, να γράφω!...
Κι οι σκέψεις μου να περιχύνονται ανελέητα
σε κούφιες λέξεις!...
Έτσι μου είπε ο Κυρίαρχος...
Μα εγώ Τού κρύβω σκέψεις,
σε σπηλιές χτισμένες!...
Και θά ’ρθουνε μετά τον θάνατό μου
άλλοι,
που θα ’χουν άχαρες αποστολές:
τις σκέψεις τις κρυμμένες μου
να γράφουν!...




Η σημασία της ποίησης.


Θάλασσα που ονομάζεσαι Μπαχ!
Με κατάπιες άπληστα, μες από τα κύματα-χείλια σου!
Με ρούφηξες στους βρόγχους σου,
κάνοντας τους συγγενείς μου να θυμώσουν!...

Βασανίζομαι, μες τ’ αρπαχτικά νύχια των τεράτων σου!...
Η ύλη του σώματός μου, μεταβάλλεται έτσι,
σ’ ατέλειωτο γάργαρο νερό πόνου
κι ενώνεται μαζί σου!...

Όμως, δεν μπορώ να σωπάσω, τη σπαραχτική κραυγή,
που βγαίνει από το στόμα μου, σε τούτη τη μεταλλαγή!...
Και είναι ατέλειωτη, σαν τη νύχτα,
που στεφανώνει την ύπαρξη!...

Σ’ ευχαριστώ που μ’ εγκαταλείπεις άνθρωπέ μου!
Γιατί μ’ αυτή σου την εγκατάλειψη,
είσαι εσύ, που μ’ οδηγείς προς το Θεό!...

Η ζωή μου, μια συνεχής σκέψη της νίκης,
στο διάβα της συναντά
και μ’ οδηγεί να δίνω το χέρι μου
σε σφιχτή χειραψία, με τους αρχαίους μου φίλους!...

Το προσωπείο της ήττας
το φορώ,
στις καθημερινές μου συνδιαλλαγές...
Δεν με κουράζει αυτή η διαρκής επανάληψη!...

Σ’ ευχαριστώ μόνο Πορεία
κοπιαστική, κακοτράχαλη, ανούσια!
Μ’ ευχαριστείς κι εσύ, σαν τη γυναίκα του δρόμου:
την Τόλμη στην πρόκληση της ματαιοδοξίας!...

Όλα προχωρούν και συνταιριάζονται!...
Και το μυαλό μου που φθίνει:
μνημόσυνο της Θεότητας!...




Η γαλήνη του ποιητή.


Δεν έχω τίποτα δικό μου•
γιατί κατάφερα,
σε τίποτα να μην ανήκω...
Έτσι,
κοιτώ με αγωνία τους περαστικούς,
ψάχνοντας
γι’ αυτόν που θα μ’ αναγνωρίσει...

Τυραννημένοι λαοί και βασανισμένοι ηγέτες
πέρασαν μες απ’ τις μηχανές του νου μου...
Ανεκπλήρωτοι έρωτες κοκάλωσαν τις κόρες των ματιών μου...
Περιφρονημένες ευχές βύθισαν τις πατούσες μου,
βαθιά στο χώμα, μέχρι που έβγαλαν ρίζες!...
Οι δρόμοι γέμισαν χιόνι και γίναν αδιάβατοι!...

Γι’ αυτό,
ο μυστηριώδης επισκέπτης της νύχτας
με πρόσταξε
να περιγράψω το θάνατο, πριν να πεθάνω !...

To ρέκβιεμ θα ενέσω στις καρδιές των ανθρώπων,
που δεν μπορούν ν’ αποδώσουν μηχανισμοί με βιολιά,
ούτε γλώσσες με λέξεις!
Μα μόνον εγώ ντυμένος Διόνυσος:
Άλλοτε Ασκληπιός
και ερωτοτροπώντας με του καθένα τις επιθυμίες
κι άλλοτε εγκαταλείποντας την ανθρωπότητα,
θα θάβομαι για ν’ αποφεύγω του χρόνου τη φθορά!...

Δεν έχω τίποτα δικό μου, γι’ αυτό δεν είμαι κανενός...
Μια πεταλούδα πλουμιστή με χρυσοκόκκινα φτερά,
σε μια πυκνή συστάδα θάμνων χάνεται...
Και μια μικρούλα Αλβανή φέρνει στ’ αδέλφια της ψωμί,
με το κορμί της, πληρωμένο!...
Στο καυσαέριο μιας πόλης επαίσχυντης,
αναίσχυντων πολιτών...

Θέλω ελεύθερη μιλιά!
Γι’ αυτό και θ’ απομονωθώ από τους ανθρώπους,
σε παρθένα δάση...
Τα δέντρα έχουν νεύρα πιο γερά από τα «ζώα»!...

Οφείλω όμως
ένα πικρό αποχαιρέτισμα:
του ταξιδιού
της νιότης και της λευτεριάς!...

Έχασα το ρυθμό της ευπρεπείας:
πώς να εξηγήσεις στους ανθρώπους,
τα πλούτη γιατί χάρισες στους ταπεινούς;
Αυτό, δεν εξηγείται με τα λόγια•
αυτό εξηγείται μόνο με τα έργα...
τα θεατρικά...

Οι ρόλοι πρέπει στην εντέλεια να παίζονται•
κι αυτό είναι εγχείρημα μεγάλο!
Κι εγώ, χειρουργός της ψυχής,
γίνομαι χάρος,
που θάβει παρελθόν και μέλλον,
για ν’ απομείνει το παρόν,
μονάρχης στην Κυβέρνηση του Κόσμου!...

Όμως ο πρόγονος με μαστιγώνει,
όπως ο Περικλής τους δούλους,
που κουβαλούσανε τις πέτρες
του Παρθενώνα!...

Έτσι να συνεχίσω πρέπει:
να ψάχνω νά βρω μέσα στη στιγμή
την αιωνιότητα, που είναι καλά κρυμμένη,
το θάνατο για να νικήσω,
σαν τον Διογένη!...
Και τις γυναίκες που μ’ αγάπησαν,
θα τις αφήσω,
όπως ο Δον Τζιοβάνι τις δικές του...




Επιστολή στον Απόστολο.


Ουδείς δύναται ελθείν πρός με,
εάν μή η δεδομένον αυτώ εκ του πατρός μου. (Ιωάννου στ΄65)


Αχ Ιωάννη, φίλε μου κι αγαπητέ μου!
Ο αιωνίως προδομένος,
γράμμα δακρύβρεχτο άλλο ένα σού ταχυδρομεί!...

Ζωή φρικτή περνώ μακριά σου•
μακριά από το στοργικό σου βλέμμα.
Μακριά από την αγκαλιά, του μεγαλύτερού μας αδελφού!

Όμως το μήνυμά σου σήμερα έλαβα μετά από αιώνες:
ότι η γνώση εύκολα αποχτιέται, όταν μελετηρός κι υπάκουος είσαι.
Μα η αξιοποίησή της είναι προϊόν που έρχετ’ από προηγούμενες ζωές...

Τον πέμψαντά με να δοξάζω!
-Ποιοι αγγελιοφόροι, από το χέρι σου γραμμένο,
το μήνυμά σου μού ’φεραν, τούτη τη νύχτα;
-Η μοναξιά κι η εγκατάλειψη!...

*** *** ***

Ανδρώθηκα τόσο πολύ, που απ’ αγάπη ερημώθηκε η φύση!...
Έγιναν η καρδιά μου και η φύση, δυο άκρα αντίθετα!...
Και οδηγήθηκα απ’ το γεγονός αυτό,
στης σοφιστείας τα πελαγωμένα τα νησιά!...




Τα όνειρα.


Τα όνειρα του ύπνου αξίζουνε πολύ...
Όχι επειδή προσπάθησε να τα ερμηνεύσει ο Φρόιντ•
αλλά επειδή η ζωή έχασε την αξία της!...




Ερωτική απογοήτευση.


Έρωτας καλείται αυτός
που σου δίνει την ψευδαίσθηση πως συνυπάρχεις...
Ενώ μόνο υπάρχεις!...

Και να τι σημαίνει να ’σαι συνεχιστής του Αισχύλου:
με τρείς στίχους, γράφεις ένα μεγαλούργημα...
Γράφεις, μια ολόκληρη Τραγωδία!...




Εκαταία δείπνα.


Το γεγονός της ζωής, πότε θα συμβεί;

«Με την αλλαγή των νυχτών,
θα σε βάλω να υπακούσεις στη γένεση
και θ’ ανοίξουν οι ορίζοντες
της κούφιας ζωής σου!...

»Στο χαρτί να εκμυστηρεύεσαι τις σκέψεις σου...
Μόνον έτσι θ’ αφανίσεις
την αδιαφάνεια του σκοταδιού!...»
Μού ’λεγε η Εκάτη απ’ το σημείο της Νίκης!...

«Η Ήττα, η κόρη μου,
θα ερωτεύεται μαζί σου!...
Κι εσύ θα την προσέχεις
και θα στοχεύεις στο Θεό!...»

Νύχτες ατέλειωτες έρωτα θείου!
Ήττα, αγάπη μου οδυνηρή,
πόσο το λάτρεψα το άγιο κορμί σου,
στην αποθέωση την ιερή!...

Κι άλλο μη έχοντας κάτι να κάνω,
-στο δρόμο πλάι μου φίλος κανείς-
γράφω τις σκέψεις μου πριν να πεθάνω,
θάνατο, γέννημα θείας ζωής!...

Ήττα! Ερωμένη μου!...
Μια πολυπόθητη λάμψη με οδηγεί προς εσένα!...
Ο σκύλος που με αλυχτά δεν με φοβίζει!...
Ο δράκοντας που μ’ απειλεί δεν μ’ αποτρέπει!...
Είν’ η αγάπη για σένα Ήττα μου πολύ βαθιά !...

Το πολυπόθητο γυμνό κορμί σου,
το αντικρίζουν οι ώμοι μου, που κουβαλάνε τους ήρωες!
κι όταν θα σκύβω να τρυγώ τα κάλλη σου,
οι λύρες της παρηγοριάς θα με κινούνε
και θ’ αρμονίζουν οι Θεοί τις πράξεις μου!...

Ήττα, έπαθλο του ξαναγεννημένου!...
Σκύψε και ρούφηξε απ’ τα χείλη μου τον Θεϊκό σου ρόλο!
Κάνε τον σύμβολο προσωρινό της ανθρωπιάς,
που με το ζώο σύντροφο, βαδίζει νυχτωμένη!...

Δεν έχω πόνο για τη σκοτεινιά, παράπονο για τη μιζέρια.
Είν’ όλα τούτα δίκαια και πρέποντα στον κόσμο!
Μα ο λογισμός που δύναται να φεύγει σαν αγέρας,
ρίχνει τα λόγια στη φωτιά και τη ζωή την προσπερνά!
Μακραίνει δίχως τρόμο!...




Η γένεση της Τραγωδίας.


Ο άνθρωπος, με τη θεϊκή του Ύπαρξη, δημιουργεί πλάσματα
και με την ανθρώπινή του Υπόσταση, θέλει να τα αλλάξει.
Ο χρόνος επιτελεί το έργο του, υπακούοντας στη Θεία Βούληση...
Κι’ ο άνθρωπος από κάτω, επιχειρεί την αλλαγή...

Εμφανίζεται τότε ο φόνος!...
Η γαλήνη κάνει στην άκρη...
Όλα, σφαδάζοντας, μέσα στα δίχτυα του Νόμου!...
Κι’ ο Πόλεμος που αρχίζει, τελειώνει!... Όπως όλα!...

***

Τι καλά που ο Θεός μου χάρισε τη Μεγάλη Υγεία!...
Με την εμπειρία των εννενηντατεσσάρων χρόνων μου,
γράφω ποιήματα νεανικά!...

***

Ποδοπάτησε τ’ αγαπημένα σου πρόσωπα Εαυτέ μου!...
Είναι απλά φαινόμενα!...
Οι ιδέες τους, υπάρχουν στη σκέψη σου!...
Κι’ εκεί,
δεν μπορεί να τα ποδοπατήσει κανείς!...
Ούτε εσύ!...




Εσωτερισμός.


Μέσα μου δυο Θεοί παλεύουν:
ο ορθολογισμός, που το καλό στην κοινωνία προωθεί και τη δημιουργία
(Βισνού το λένε στην Ινδία)
και η παραφροσύνη, που μες την αγωνία πνίγει τη ζωή• φέρνει καταστροφή!
(Σίβα το λένε κάτω ’κει)

Όταν οι δυο Θεοί μου κλείνουν ειρήνη
κι’ αγκαλιασμένοι τρωγοπίνουν και μεθούν και τραγουδάνε,
ο χρόνος μένει στάσιμος σαν έλος.
Κι’ όταν ο πόλεμος πλακώσει μεταξύ τους κι’ η πάλη μαίνεται,
ο χρόνος, άνεμος φυσάει με δύναμη
κι η ανθρωπότητα σαν θεριεμένο του πελάγου κύμα,
τρώει τα βράχια του Άγνωστου!...

Καλή και η ειρήνη, καλός κι’ ο πόλεμος, καλά και τα τραγούδια κι’ οι φουρτούνες...
Κι’ όλα αυτά τα καλά, μέσα σε μένα υπάρχουν!...
Έξω από μένα, τίποτα!...Μηδέν...




Καταιγίδα στο Λιβυκό.


Τρομάζω!...
Πενήντα έξι χρονών μωρό, μπροστά στο δέος της φύσης!...
Απέραντη μοναξιά! Κίνδυνος μέγας!...
Μεταφυσική αγωνία της φύσης!...

Η θάλασσα εξαερώνεται!...
Η άμμος εκσφενδονίζεται, πάνω απ’ το χείλος των γκρεμών!...
Προβάλλει πάνω απ’ τον αλατσόγκρεμο και ταξιδεύει στον αέρα!...
Ο κάβος μπροστά μου κινδυνεύει να γκρεμιστεί απ’ τα θεόρατα κύματα!...

Ο ουρανός διασκεδάζει με το δέος μου,
ενώ εγώ προσπαθώ να καθησυχάσω το φίλο μου:
Τον φοβισμένο Φρειδερίκο Λίστ.
Ευτυχώς δεν το κατορθώνω...
Έτσι γράφει τον Τορκουάτο Τάσσο!...
Κι’ εγώ αυτό το λογύδριο...




Το τραγούδι του Ιησού.


Πώς να ξαναρχίσω τη ζωή μου; Χρειάζομαι κάποιο πρόλογο.
Όμως, ένας δαίμονας,
κάνει το μολύβι, βαρύ και γλιστερό!
Το χέρι, τρύπιο κι’ ασύνδετο!...

«Βάλε στο γυαλί φαρμάκι...» με παρηγορεί ο παλιός μου φίλος,
«μονορούφι να το πιείς!...»
Κι’ ο ύπνος, βαραίνοντας το κορμί, ξεγελάει την αγωνία μου...
Δούλος της συνήθειας, όπως ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο,
δεν κάνω τίποτα για να δραπετεύσω!...
...Υπηρετώ τους αφέντες μου!...

***

Η πόλη της στάχτης πέθανε. Οι νέοι νόμοι της μ’ εξορίζουν!...
Θα πάψω πια να γράφω γι’ αυτήν!...
Στην πόλη της Νίκης, διαβάζουν μόνο μάτια!
Δεν διαβάζουν βιβλία! Σιωπούν!...
Τώρα που θα μετακομίσω εκεί, πρέπει τις σκέψεις μου,
στις κόρες των ματιών μου ν’ αντιγράψω!...

***

Ταξίαρχος κι’ αν ειπωθώ κι’ αν παρασημοφορηθώ,
πάλι εγκάθειρκτος θα ζω, μέσα σ’ αυτό το συρφετό!...
Η αγαπημένη γη αποτροπιάζεται απ’ την παρουσία μου!...
Η αγαπημένη γυναίκα με διώχνει! Με σπρώχνει προς τον Ουρανό!...
Κάνω να πετάξω να φύγω, μα σταματώ!...
Θα γυρίσω πίσω, σε κάποιο παλιό μου φίλο:
θα ζητήσω φιλοξενία, στο κατώφλι του σπιτιού μου!...
Πώς όμως θα δεχτούν τον προδότη,
ο φίλος που έκλαψε για το χωρισμό,
η γη που ήλπιζε σε σένα,
η γυναίκα που ευλόγησε τη δημιουργία σου!...
Αποσχίστηκα από σένα και τη νύχτα για μέρα βλέπω!...
Απαρνήθηκα τη νύχτα κι’ από τη ζωή διαβαίνω...
Όσο χάνω τους ανθρώπους,
τόσο περισσότερο την παρουσία τους αποζητώ!...
Όσο απαγκιστρώνομ’ απ’ αυτούς, τόσο πιο πολύ τους θέλω,
στον πυρετό, το μέτωπό μου να δροσίσουν!...
Με τις κακίες τους, να ζωντανέψουν την καρδιά μου,
με τις ανοησίες τους, τη ματαιοδοξία μου να θεριέψουν!...

Συμφορήθηκαν πάνω μου, οι κακίες του κόσμου!...
Το δέντρο της ζωής μου έστειλε τις ρίζες του, στα έγκατα της γης!...
Έγλυψε τη λάβα των ηφαιστείων του μέλλοντος!...
Μα η δυστοκία της κεφαλής μου, με προβληματίζει τα μέγιστα...
Η τεχνολογία του εγκεφάλου μου σάπισε χαυνωμένη,
από τις αριστοτέλειες τελειότητες!...

***

Ζω έξω απ’ το σπίτι μου, στην αυλή του σπιτιού μου.
Εξορισμένος απ’ τα παιδιά μου, στους κήπους του Ζεν!...
Εδώ, χάραξα τις σκέψεις μου, στη ματιά μου
κι’ αυτές τρέχουν, όπου γυρίσω το βλέμμα μου!...
Γίνονται βούληση, των στοιχείων της φύσης,
που υπακούουν έτσι, στους νόμους της Αγάπης!...
Τώρα, νοιώθω τον άνεμο, χωρίς το ανατρίχιασμα του κορμιού μου•
χωρίς ένα δέντρο να σείει τα κλαριά του•
χωρίς ένα χωράφι με στάχυα να κυματίζουν!...

***

Τ’ άτια τα γοργοπόδαρα του άρματός μου,
γρήγορα μ’ οδηγήσανε, στην παγερή ερημιά!...
Οι φωνές των προγόνων μου, μού ζέσταιναν για λίγο το αίμα...
Μα τώρα, το αίμα μου πάγωσε!... Έγινε η κόκκινη πέτρα: το Ζαφείρι!...
Η καρδιά μου, έγινε η κόκκινη μπάλα: το Αυγουστιάτικο Φεγγάρι!...
Κι’ η ζωή μου, έγινε, η ουτοπία της ζωής των Ηρώων!...

Με κατηγορούν για βλακεία! Τούς κατηγορώ για νύχτα!...
Με κατηγορούν για αυτοκαταστροφή! Τους κατηγορώ για αυταπάτη!...
Με κατηγορούν για ληστεία της ανθρωπιάς!
Τους κατηγορώ για ανθρωπιστικές ληστείες!...
Μα η ζωή, μ’ ακολουθεί, όπου κι’ αν πάω!...
Και συνταιριάζει τις απόψεις της, με το ρυθμό που τραγουδώ!...

Τραγούδησ’ αποτρόπαια για τη μάνα μου και τους στενούς τους συγγενείς μου!...
Και η ζωή μού χαμογέλασε, εξαφανίζοντας το φασισμό!...
Τραγούδησα παιάνες για τη νίκη μου, για το Σωκράτη, για το Βούδα
και η ζωή μού χαμογέλασε καταδικάζοντας,
αυτή τη σφετεριζομένη τη δημοκρατία!...
Τραγούδησα κι’ ένα ρεφραίν τού Τζίμη Μόρρισον
και η ζωή μού χαμογέλασε, τιμώντας δίκαια
τούς «δαίμονες» των φιλοσόφων!...
Κι’ από τραγούδι σε τραγούδι, δικαίωσα την ένταξή μου,
στο πάνθεον των Ινδών Θεών!...




Στο χάνι με τους μεταπράτες.


Στο χάνι με τους μεταπράτες και τους γυρολόγους βρέθηκα,
σ’ ένα τραπέζι νύχτα ζοφερή,
πίνοντας και καπνίζοντας μονάχος.
Έξω ο αέρας φύσαγε δριμύς υλοτομώντας την περιοχή
και τ’ οριζόντιο χιόνι, τη νύχτα προσπαθούσε άσπρη να βάψει!...

Γύρω, τα χνώτα,
τις πλανεμένες σκέψεις και τις πλανερές,
προσπάθεια κάνανε να εκφράσουν...
Ατμόσφαιρα γνωστή: τσίκνα καπνού και αγκομαχητά από βαρυποινίτες...

Μια σκοτεινή σκιά, αθέατη απ’ τους άλλους
την πόρτα άνοιξε και μπήκε.
Με βήμα άυλο χωρίς να την προσέξω,
χωρίς το φως, κάποιαν απόχρωση, να κατορθώσει, να της προσδώσει,
ήρθε και στάθηκε μπρος το σκυφτό μου το κεφάλι,
πάνω της κουβαλώντας, λευκές νιφάδες από χιόνι...

Το βλέμμα της οξύ, μού σκούντηξε τον ώμο!...
Βλέμμα οξύ πόνος μεγάλος!...
Βάρος συνθλιπτικό το σκούντημά του, για ώμο ανθρώπινο!
Και το κεφάλι το σκυφτό, ο φόβος τ’ ανασήκωσε•
φόβος για κάτι το αναπάντεχο κι’ αναμενόμενο συγχρόνως!...

Το βλέμμα μου, ακόμα θολωμένο από το φως των ορατών,
μόν’ ορατά θωρούσε!... Και τ’ αόρατα δεν ήξερε να δει!...
Μα η καρδιά μου, πονεμένη από το βάρος της ματιάς του,
τα μάτια μου καθάρισε από το φως
και στο σκοτάδι της σκιάς εισχώρησε και είδε!...

Είδε αυτόν που πάνω του στήριζε σμήνη αγγέλων!...
Ψυχαγωγός- ψυχοπομπός, μπροστά μου όρθιος, στο χάος μ’ έπαιρνε!...
Στην εντελέχεια με καλούσε! Κι’ εγώ σκιρτούσα,
σαν βρέφος που απ’ τη μήτρα, μ’ εμβρυουλκό τραβούν για να ξεκόψουν!...

Κάποιος φύσηξε στο πρόσωπό μου τον καπνό του πούρου του:
«Κακό καιρό θά ’χουμε απόψε• τι προσπαθείς λοιπόν, τη σκέψη να γεμίσεις με κενό;
Σήκω και χόρεψε• Απόκριες έχουμε!...
Είν’ η βραδιά η σημερινή, η τελευταία της ανθρωπότητας!...»
Τότ’ η σκιά μού χαμογέλασε: «βλέπεις;» μου είπε•
«η μοναξιά είναι πλέον αναπότρεπτη!...»

«Πονώ!...» Μου φώναξε ο εαυτός μου απ’ τη γωνία!...
«Πονώ!... Μέθυσέ με!...»
«Να σε μεθύσω με δάφνες και με χρυσάφι;»
«Όχι.»
«Να σε μεθύσω με ηδονή;»
«Ναι...»

Ήρθ’ η Μαρία η τροτέζα η ποιήτρια και τ’ αριστερό χέρι μου έπιασε•
με καλούσε να δω το χορό της.
Μέσα σε τούτο το χορό, είδα αιώνες πορείας του ανθρώπου!...
Έκθαμβος, γιατί δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο,
παρακολούθησα και βίωσα μέχρι και το τελευταίο της λίκνισμα!...

Άνοιξα έπειτα την πόρτα και βγήκα έξω...
Η κακοκαιρία χειροτέρευε!
Οι λύκοι και τα τσακάλια είχαν πλέον πλησιάσει πολύ το οίκημα!...
Έτσι κι’ άπλωνες το χέρι σου, θα τους άγγιζες!...
Αυτό όμως που σε πάγωνε πιο πολύ,
ήταν η ερημιά τού τοπίου!... Σου φαινόταν
πως δεν υπήρχαν πουθενά άλλοι άνθρωποι!...

Σήμερα είναι η τελευταία βραδιά του ανθρώπου!...
Το λυκαυγές των Θεών χάραζε,
μέσα στην πυκνή ανθρώπινη νύχτα!...




Ιερή σιωπή.


Τόσα τραγούδια που Σου τραγούδησα
πάνε χαμένα στο παρελθόν!...
Τόση αγάπη που Σού ’δωσ’ η φτωχή καρδιά μου,
έσβησε, μες τη φθορά των χρόνων!...

Βουτώ την πένα στο «μελάνι» για να γράψω.
Μα γιατί;
Όταν το μελάνι στις φλέβες σου στερεύει,
πρέπει να πάψεις να γράφεις...

Οι μεγάλες λέξεις καμπουριάσανε!...
Η «αλήθεια» της ζωής
πλησιάζει να σε καλύψει
με το πέπλο της ανυπαρξίας!...

Διψάσανε οι νύχτες!... Κι’ η ζωή μου κρύφτηκε
πίσω απ’ το παραβάν της ντροπής!...
Ο πόνος του ποιητή
μπήκε κι’ αυτός στις αναμνήσεις Σου!...




Η ιστορία της μικρής Αντέλ Ουγκώ.


Μικρής, γιατ’ είχε μεγάλο πατέρα. Το Θεό!...
Δεν έχουμε όλοι πατέρα το Θεό!...
Γι’ αυτό ξέρουμε, γιατί αγαπάμε!... Αυτή δεν ήξερε γιατί αγαπάει!...
Ούτε να γράφει ποιήματα ήξερε, να κοροϊδεύει τις ψυχές!...

Η ζωή της, γλύτωσε απ’ τις συμπληγάδες πέτρες - που λιώνουν τις ζωές μας-
τη φύση και την κοινωνία
και κύλησε, σαν ποτάμι, σ’ απρόσιτο δάσος,
που όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν το είδε,
γιατί κανείς δεν τόλμησε, να κάνει τη ζωή του ποταμό!...

Αυτό το γλυκό προσωπάκι ερωτεύτηκα σήμερα
και προλογίζω τη ζωή μου μαζί της,
υπογράφοντας σαν απρόσιτο δάσος!...

***

Αν είσαι πράγματι ποιήτρια, έλα στους γάμους μου με την Αντέλ,
που αποδεικνύουν πως του Πλάτωνα οι ιδέες
είναι πιο ζωντανές από τους γάμους των παιδιών σου
και πιο τρελές από τις καθημερινές σου μέριμνες!...

Όμως εσύ, θα πας σε άλλους γάμους.
Στους γάμους που παντρεύονται φύση και κοινωνία!...
Οι λογισμοί του Χάιντεγκερ, δεν φθάνουν να σ’ αγγίξουν•
και χάνεσαι στο θάνατο, πολύ προτού πεθάνεις!...




Το πρώτο γράμμα στη Διοτίμα.


Είναι το πιο δύσκολο.
Να κατέβης; ή να την ανεβάσεις; ...Και τα δύο!...
Μπορείς να δοκιμάσεις να της περιγράψεις τα «ενύπνια».
Απ’ αυτήν θα μάθεις την ερμηνεία τους!...
Να της διηγηθείς τις περιπέτειες της φαντασίας σου.
Θα σου ξετυλίξει τον τρόπο που πρέπει να ζεις!...




Αλεξάνδρου μεσιτεία. Ή περί ποίησης ηθικός.
(Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Τρίτση)

Πώς να Σε σχηματίσω; Με μολύβια; Με χρώματα; Με λέξεις;
...Χάβρα μέσ’ το μυαλό τού στοχαστή!...
Η Κατερίνα• κι’ η Κική• και η Ελένη...
Ψάχνουνε δάσκαλο να ’βρούν, μακριά από μένα•
πάνω στα κεδροστόλιστα βουνά!...
Μες απ’ αγκάθια και κλαριά,
που τους ματώνουνε τα μάγουλα τ’ αθώα κι’ απορημένα,
σαν ναυαγοί:
Όραμα απαίσιο! Που προβάλλει το ουράνιο τόξο μπρος τα μάτια μου, σαν εφιάλτη...

Κι’ εγώ, που να Σε σχηματίσω θέλω,
ψάχνω να βρω μολύβια, χρώματα και λέξεις!...
Πλάνη βαριά.
Μες την ψυχή μου, που σχημάτισε το βράχο του τάφου Σου!...

***

Πώς να Σε αναστήσω; Με λαμπάδες; Με τσεκούρια; Με θυσίες;
...Νύχτα μες τη ζωή του οραματιστή!...
Η Κατερίνα• κι’ η Κική• και η Ελένη...
Χαμένες πια μέσα στο δάσος, ένα φως ζητούν•
χωμένες πια μέσα στις λάσπες ως τα γόνατα,
κουράγιο δίνουν μεταξύ τους και υπόσχεση,
πως ότι δουν μπροστά τους, θα το προσκυνήσουν!...

Κι’ αυτός που να Σε αναστήσει θέλει,
ψάχνει να βρει λαμπάδες, τσεκούρια, θυσίες,
μέσ’ το σκοτάδι, που Εσύ τού ’χεις αφήσει,
κληρονομιά!...

***

Αυτός... Ένας άγνωστος•
μισός αλήθεια, μισός ψέμα•
που μόν’ ο θάνατός του, τον ολοκλήρωσε!...
Μισός αθλητής, μισός εραστής•
μισός τραγουδιστής, μισός γραφειοκράτης•
που μόνο με το θάνατό του, μού ’δειξε την αλήθεια του!...
Άπλωσε τη φωτιά Σου σε μένα. Αυτό μόνο θα τούς δείξει την αξία του!...

Γρήγορη σκέψη, γρήγορη γραφή, όμως...
Η Κατερίνα κι’ η Κική και η Ελένη, θα συνεχίσουνε το δρόμο τους!...
Το κλάμα τους, θα είναι ο νοτιάς!...
Και ο βοριάς, η αγριότητά Σου!...

***

Χαθήκανε τα κύματα πια...
Η θάλασσα έχασε τη δύναμή της... Ηρέμησε...
Ο νεαρός κωπηλάτης, χαλαρώνει, σκύβει το κεφάλι κι’ αναρωτιέται:
Μέχρι πότε; Πόση ώρα τού μένει ν’ αναπαυτεί;
Ο Άσπλαχνος, τι έχει στο νου του;
Η καινούργια δύναμη κι’ αντάρα, σε πόση ώρα θα χιμήξει, να του τσακίσει την αντοχή;

Ποιος είν’ αυτός, που γράφει αυτό το ποίημα;
Αυτός που θυσιάζεται;
Αυτός που εμπνέεται απ’ τη θυσία;
Ή Εσύ!...




Τάντρα.


Όταν η ελπίδα αρχίζει να λιώνει,
τα νερά της, κατακλύζουν τους βράχους των οροσειρών
και τους εγκαταλείπουν!...
Το πέσιμο των νερών της ελπίδας, είναι οδυνηρό!...

Κατακρημνίζεται, από τεράστια ύψη ματαιοδοξίας!...
Ο αφρός στις μικρές ορεινές λίμνες,
θεραπεύει την αρρώστια του μυαλού!...

Μα η πεδιάδα θα είν’ η συνέχεια•
και τα νερά θα κυλήσουν ήρεμα πια στις όχθες τους,
μέχρι τον ωκεανό, τον χωρίς όχθες!...




Αντβαΐτα.


Το γλυκοχάραμα σιγομουρμούριζε τ’ αφάλι μου:
«Τα ποιήματά σου, δεν έχουν αξία!...
Αφού κανείς δεν τα διαβάζει και σε κανένα δεν αρέσουν
Κι’ ούτε θέλουνε μ’ αυτά ν’ ασχοληθούν!...»

Και το λυκόφως με παρηγορούσανε οι βλεφαρίδες μου:
«Μην το ακούς τ’ αφάλι σου σ’ όσα σου λέει.
Απ’ τη στιγμή που τα σχημάτισε το χέρι σου,
χύθηκαν κιόλας μέσ’ τις φλέβες όλων των ανθρώπων!!!...»




Ναλτζόρ.


Στου σεβαστού μου δάσκαλου τα πόδια,
του μεγαλόπρεπου του Μάρπα του Μεταφραστή
και τούτο το τραγούδι μου αποθέτω...

Εσείς, που με την πίστη θέλετε σοφία να κερδίσετε, χωρίς το δάσκαλο,
μόνο με ταπεινότητα ...μικρή θά ’χετε χάρη!...
Χωρίς τη μύηση τη μυστική, με τις βαθιές τις ρίζες,
του Ευαγγελίου τα λόγια, εμπόδια στο δρόμο σας θα ορθώνονται!...

Κι’ αν δεν κρατάτε μάρτυρες στους λόγους σας,
τις Διαλεχτές Διδασκαλίες,
οι πρακτικές και οι τελετουργίες,
μόνο παγίδας δόκανα θα στήνονται!...

Αν δεν γεμίζει φίλους και δασκάλους,
η μοναξιά σας και η απομόνωση,
βασανιστές θα γίνονται αποτρόπαιοι,
του άμοιρου κορμιού και της ψυχής σας!...

Τα πάθη τα κακά,
με το αντίδοτό τους αν δεν εξουδετερωθούν,
οι μυστικές φωνές,
σαν πληκτικοί ψαλμοί θα ηχούν στ’ αυτιά σας!...

Κι’ αν δεν γνωρίσετε Μεθόδους, Μονοπάτια,
που οι μυστικές φωνές ψιθυριστά,
στα τιμημέν’ αυτιά αποκαλύπτουν,
η επιμονή σας η απλή... απλούς καρπούς θα φέρει!...

Ζήλος και άσκηση,
χωρίς ν’ ακούς τη σιωπηλή φωνή,
δρόμο μακρύ κι’ απρόσφορο
μπροστά στο βήμα σου θ’ απλώσουν!...

Αν κτήμα σας δεν κάνετε Χάρη Μεγάλη,
που να απλώνεται στα πέρατα της γης,
θα συνεχίσετε την ύπαρξη στης επιβίωσης τον αγώνα,
σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας που γεννηθήκατε!...

***

Στον διαλογισμό αν δεν αφιερώσετε,
όλα τα κοσμικά αγαθά που αποκτήσατε,
δεν θά ’ρθει η Γνώση η Θεϊκή, τα πλούτη να λαμπρύνει,
που τότε θα μετατραπούν, στου πόνου την πηγή!...

Η ευδαιμονία της εσωτερικής γαλήνης,
θ’ ακολουθήσει την ικανοποίηση του Εαυτού σας!...
Αλλιώς, τα αποκτήματά σας,
άλλους θε να πλουτίσουν• άλλοι θα τα χαρούν...

Πνίξτε το δαίμονα που τρέφεται με δόξα!...
η επιθυμία για φήμη,
σ’ αντιδικίες και καταστροφές σας οδηγεί!...

Κι’ αν ευχαρίστηση ψάχνετε για τον εαυτό σας,
τραβάτε κατά πάνω σας,
τα πέντε φίδια τα δηλητηριώδη,
που τα λένε πάθη!...

Ένα απ’ αυτά, το κέρδος,
θα σας χωρίσει από τους φίλους τους αγαπημένους!...
Κι’ ο εγωισμός, για να σας εξυψώσει,
μόνο ένα τρόπο ξέρει: των άλλων την ταπείνωση!...

Κρατείστε τη γαλήνη σας κι’ οι διαφορές θα σβήσουν.
Η ταραχή θα εξαφανιστεί.
Απαρνηθείτε κάθε κοσμικό σκοπό
και θα πετύχετε τον ύψιστο!...

Στη Μυστική Ατραπό, το κάθε βήμα, φτάσιμο!...
Στης απεραντοσύνης τη ζωή,
αν πάψτε να διακρίνετε το ένα από το άλλο,
η ευσπλαχνία, μες την καρδιά σας ευτυχία θα στάζει!...

Διαλογίζεστε σαν τίγρης,
την ώρα που κατασπαράζει σάρκα ανθρώπινη!...
Έτσι θα χάσετε τη διαφορά
ανάμεσα στον εαυτό σας και τους άλλους!...

Τότε μονάχα άξιοι θα γίνετε υπηρέτες τους,
κι’ εμέ θα συναντήσετε,
στη χώρα της Ανατολής, στη χώρα των Μακάρων,
που είν’ «ευτυχία και να τη γνωρίζεις μόνο!...»
Μιλαρέπα. Ο τραγουδιστής της φιλοσοφίας.




Η συμφωνία της νοσταλγίας της αμφιλύκης.
(Αφιερωμένο στην Καμίλ Κλωντέλ και την Ιζαμπέλ Ατζανί.)

Ισαβέλλα!...
Πώς αντέχεις σε τόσο σκοτάδι,
αφήνοντας την παγερή βροχή, ν’ αγκαλιάζει το θεϊκό σου κορμί;
Δακρυσμένο αγρίμι!...
Πώς αφήνεις τα χέρια σου,
να πασαλείβουν με λάσπη το αγγελικό σου πρόσωπο;
Ψάχνω απελπισμένα να βρω στης ψυχής μου τα βάθη,
αυτόν που από σένα, είν’ άξιος ν’ αγαπηθεί!...

Ο Σηκουάνας ανέβασε τα νερά του!...
Τα φοβισμένα ποντίκια έφυγαν να σωθούν!...
Κι’ απόμεινες το μόνο σημάδι ζωής,
νανουρισμένη στην αγκαλιά τού Διονύσου!...

Σε σκούντησα δειλά να σε ξυπνήσω• άνοιξες τα βλέφαρα•
και λούστηκα στον ήλιο της καλοκαιρινής ανατολής,
μέσα από το γλυκό, ηδονικό βλέμμα σου!...

Σε πήρα από το χέρι και σε κράτησα δίπλα μου•
βυζαντινή αυτοκράτειρα των ονείρων μου,
να μ’ οδηγήσεις στα μονοπάτια της πανδαισίας!...

***

Κι’ έπειτα, με βλέμμα απλανές,
χωρίς την πλάνη από το χαλινάρι του μυαλού σου,
διαπερνούσες τους γαλαξίες επί τριάντα χρόνια,
χωρίς κανείς να μπορέσει ν’ ακολουθήσει,
χωρίς κανείς να γνωρίσει αυτά που γνώρισες,
γι’ αυτό που λέμε, ζωή του Ανθρώπου!...




Νυχτερινά προσκλητήρια.


Τη νύχτα, ένα πουλί που τραγουδάει, ποιος το ακούει;
Κι’ αν το ακούει, τι τ’ απαντάει;




Μερκούτιος.


Γι’ αυτόν που εγκατέλειψε το δράμα μέσ’ τη μέση του, θα σάς μιλήσω σήμερα...
Γιατί δεν είμ’ ολόκληρος ο Σαίξπηρ!... Είμ’ ένα μόνο κομματάκι του!...

«Πες μας Μερκούτιε πάντα γελαστέ:
Τόσο πλατιά είν’ η πληγή σου και βαθειά, κι’ έτσι παραπατάς σα να πεθαίνεις;
Δε βλέπουμ’ εμείς πλάτος, ούτε βάθος!... Για δείξε τή μας.» (χάχανα πολλά)
«Δεν είν’ βαθειά σαν τον ωκεανό που μας φοβίζει!...
Ούτε πλατιά σαν πόρτα εκκλησιάς!...
Είν’ όμως αρκετή, για να με στείλ’ ίσια στον τάφο!...»

***

Χαχάνιζ’ αδελφούλα μου και ερωμένη μου παλιά, με τα παραπατήματά μου!...
Δεν είναι λύκος η ζωή μου να σάς φάει!...
Ούτε αρκούδα, για να σάς τρομοκρατήσει!...
Ούτ’ είναι δέντρο, ευκάλυπτος, τον πόνο σας να βαλσαμώσει!...
Μόνο φοβάμαι μήπως είναι μαγική!...
Και το αντίκρισμά της, σας ακινητοποιήσει, σε στήλες άλατος!...

***

«Πες μας Μερκούτιε, το όνειρο που είδες χθες το βράδυ•
πόσο αστείο άραγε θα μας φανεί!...»
«Το όνειρο που είδα χθες το βράδυ... αιώνες χάχανα στο νου σας θα κομίζει,
σαν κομιστής θανάτου... σε νεκρούς!...
Κι’ ύστερα, που θα σηκωθούν οι Ερινύες οι παλιές, οι θείες πίστες,
στην αγκαλιά μου, τη λύτρωση κι’ εσείς... κι’ εγώ θα βρούμε!...»

«Πες μας Μερκούτιε... εσύ ’σαι πού ’γραψες, του δράματος το τέλος;
... Εσύ το πρόβλεψες;»
«Του δράματος το τέλος, ο Θεός τό ’γραψε...
Εγώ το πρόβλεψα, καθ’ υπαγόρευσή Του!...»
«Πες μας κάτι μεγάλο ω Μερκούτιε!...
Εσύ ο αγαπημένος φίλος τού Ρωμαίου!...»
«Στείλτ’ ένα μήνυμα στη μάνα μου,
το θάνατό μου να μην κλαίει!...»




Άγνωστοι στ’ ανθρώπινα μυαλά.


Έχασα πια τα δικαιώματα, στην ποίηση, να ελλοχεύω!...
Ανάρμοστα χαρακτηρίστηκαν τα ποιήματα του Μεγακλή!...
Δεν έχω χρόνο πια ελεύθερο να ερμηνεύσω την κακία!...
Ούτ’ η φωνή μου κάνει θαύματα, να πάψει την καταστροφή!...
Χαροπαλεύω σαν κοινός θνητός, όντας απρόσβλητος σταυραετός!...

***

Λόγος κι’ ιδέα χάσανε τίτλους κι’ ιδιοκτησίες!...
Και οι αξίες, μέσα στο βούρκο του αέναου, βρήκαν τη λύτρωση!...
Δεν βλέπω πια τι γράφει η γραφίδα μου!... Μέσα στου Άδη τα σκοτάδια γράφει!...

«Πάει η ζωή και χάνεται, σαν το νερό του ποταμού!...
Κι’ εσύ καρδιά...» σκαλωμένη στον ποταμό,
ακινητείς χαμένη στη μονιμότητά του!...
Ακινητείς στην πλάνη!...

Παίζω με το τσιγάρο και το ούζο
-στα πέντε δάχτυλά μου το τσιγάρο και στ’ άλλα πέντε μου το ούζο-
κι’ αρνήθηκα σαν τον Αντώνιο Μπλοκ,
της καθημερινής αναστροφής την αναιώνια λύσσα!...
Μ’ ακόμα, την απλότητα και τη μοναδικότητα,
δεν μπόρεσα βαθιά να τις χουφτώσω!...
Στο δυϊσμό σαπίζω, σαν τη γνώση την επιστημονική!...
Ακόμα, τη Δηιάνειρα δε βρήκα, με τη φανέλα τη θαυματουργή!...

Πρέπει ν’ αλλάξω το ακροατήριό μου.
Αντί γι’ ανθρώπους, πρέπει να καλέσω Ντέβας!...
Και τότε, άλλα λόγια από το στόμα μου θα βγουν!...
Τότε και μόνο τότε, ο χαλασμός του κόσμου θε να ’ρθεί!...
Του κόσμου και διακόσμου!...

Και θα φανεί των ιδεών ο κόσμος του Σωκράτη,
ο θρύλος της γενιάς μου, στα μάτια μου και στην πορεία μου!...
Και θα ξεφύγω απ’ τον κλοιό,
που ασφυκτικά την ύπαρξή μου πνίγει!...

Μπήκα στο δρόμο για την «κόλαση» ...κατά τους κολασμένους,
Που είναι ο παράδεισος του Ιησού Χριστού!...
Σ’ αυτόν το δρόμο θα με κατακρεουργήσουνε και θα με λοιδορήσουν
οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί!...
Πάρτο χαμπάρι ψυχή αντάρτισσα: τ’ αγκάθινο στεφάνι,
είναι κόκκινο τριαντάφυλλο από χέρι Περσεφόνης!...

Είμαι βαριά μεθυσμένος απ’ τη ζωή και βαθιά ερωτευμένος με την ύπαρξη!...
Κοντολογίς, κοντοστέκομαι, αναποφάσιστος...
Αντιστέκομαι στον Χριστό και στον Βούδα!...
Αδιαφορώ γι’ Αυτούς κι’ άλλοτε τους λοιδορώ και τους κατακρεουργώ!...
Κλαίω και υποφέρω γι’ αυτό! Και βασανίζομαι!...
Θα νικήσω όμως το κορμί μου και θα πετάξω!...
Και τότε όλοι οι λαοί θα προσκυνήσουν ταπεινά τη δύναμή μου!...

Η εποχή που οι άνθρωποι θα ’ναι θεοί, είναι κοντά!...
Τη διαβλέπω στο ημίφως των σκοτεινών μου βλεφάρων!...
Η εποχή που οι άνθρωποι θα ’ναι θεοί, πλησιάζει!...
Ο Σωκράτης το ’χει προαναγγείλει...

***

Έμαθα πια, για τις παραπλανήσεις των μουσικοφίλων
και τις φιλοδοξίες των μελετητών.
Την ομορφιά της ανθρωπότητας τη γράφουν,
άγνωστοι στ’ ανθρώπινα μυαλά!...




Μάρπα ο Μεταφραστής.


Πώς να μεταφράσεις αυτό που ακούς;
Αυτή τη μουσική• αυτή τη βούληση του αέρα της αρχαίας πόλης!...
«Φαλάσαρνα, Φαλασαρνά» βουίζει ο άνεμος στο νου του ανθρώπου!...
Το μυστικό της Σφήκας: βράχια κι’ αμμουδιά. Γρανίτης και χρυσάφι!...

Οι ιππότες, κατηφορίζουν από το ιερό οροπέδιο, καβάλα στ’ άλογά τους,
ποδοπατώντας τους αγρούς των γεωργών,
προς την αμμουδιά της Αφροδίτης,
ελεύθεροι να ζουν μετά θάνατο!...




Προς ευχές.


Αυτό το Φίδι, το εφτά μίλια μακρύ,
μήπως έχει καταπιεί και τη δική μου συνείδηση;
Όχι.
Γιατί εγώ είμαι η ανθρωπότητα!...
Είμαι ο ληστής και ο δικαστής•
είμαι το θύμα και ο θύτης•
Είμαι ο Χριστός και ο Εωσφόρος...

Κι’ επιτέλους!...
Η φωνή του Θεού ακούστηκε να διδάσκει:
«όταν κάποτε πάψεις να περιμένεις ‘‘κάτι” απ’ τη ζωή,
τότε μόνο θα δημιουργήσεις ζωή!...»




Βούδας.


Έρημη κιθάρα... Δεν σε αντέχω άλλο!...
Κακόμοιρες λέξεις κι’ ιδέες, που βγαίνετ’ από το μυαλό μου
κι’ αραδιάζεστε στα χαρτιά,
«τόσο μεγάλες κι’ ανώφελες τόσο!...»

Εγώ πεθύμησα έναν ύπνο. Βαθύ! Κι’ αιώνιο!...
Μακριά από τις ομορφιές και τις ασχήμιες•
από τις ευτυχίες και τις δυστυχίες•
από το φως και το σκοτάδι!...




Η Θεά Αφροδίτη.

α) Η ιστορία του ανθρώπου.

Ο αέρας μύριζε Καρδούλα από παντού!...
Τα άγρια φύλλα του χειμώνα
και η συζυγική ζωή κι’ η σκόνη,
όλα αναδίδανε τη μυρωδιά της και την παρουσία της!...
Μα δεν την έβλεπα μπροστά μου την εικόνα της,
όσο κι’ αν προσπαθούσα! Μόνον ευωδιά!...

Και του Κουρήτη η παρουσία υποδηλωνότανε
από το πέταγμα των γλάρων,
από το Διονυσιακό κρασί της άνοιξης,
από το καυσαέριο και την οδύνη, της άστοχης ζωής!...
Όμως στα μάτια μου μπροστά να στέκετ’ όρθιος
και με το δίκοχο στο κουρεμένο του κεφάλι,
ποτέ δεν τον αντίκρισα μέσ’ τον καθρέφτη!...

Έγραψα τότε μία τραγωδία!... Τη σκηνοθέτησα, μοίρασα και τους ρόλους,
πήρα το ρόλο τον πιο δύσκολο,
την προσωπίδα φόρεσα να μη φανεί ο πόνος
και βγήκα στη σκηνή...

Άρχισ’ η ιστορία να ξετυλίγεται αργά
κι’ ύστερα γρήγορα και σαγηνευτικά,
σαν το χορό Σατύρων και Μαινάδων!...
Κι’ απ’ του διθύραμβου τις μαγικές φωνές,
φως μυστικό και ήχος χύθηκε στη μάσκα μου, που τη μεγάλωσε πολύ!...
Και το τεράστιο ξόανο, στων θεατών τα μάτια, ήρθε κι’ έγινε,
ο περίλαμπρος μαυλιστικός Θεός τους!...

Ευθύς χιμήξαν στη σκηνή κι’ εγίναν πρόσωπα! Το θαύμα έγινε:
Ο αέρας στροβιλίστηκε στις δυο τις άκρες
και μόνο τότε κόπασε το βουητό του,
όταν στη θέση των στροβίλων καθορίστηκε, το σχήμα κι’ η εικόνα!...
Κι’ ήταν, στη μια την άκρη ο Κουρήτης και στην άλλη απέναντι η Καρδούλα!...
Σμιλευμένοι από της τέχνης το καλέμι!...
Κι’ ο κόσμος έγιν’ έγχρωμος, όπως παλιά!...

***

Έστειλε μήνυμα ο Κουρήτης: «Καρδουλίτσα μου,
Σε λίγες ώρες παίρνω έξοδο και σού ’ρχομαι!...
Περίμενέ με στο σημείο μέθης ένα.
Αν δε σε βρω εκεί, θα τρέξω για να σε γυρεύω!...
Και θα χαθώ!...

»Έχουμε όνειρα να κάνουμε πολλά•
το χρόνο και την κοινωνία να νικήσουμε•
κι’ αιώνια το παλιό μας όραμα να ζήσει:
Να προχωράμε στο χιονιά με βήμα γρήγορο, χωρίς βιασύνη,
σε πολιτείες άγνωστες, με πρόσωπα που λάμπουν
και να κοιτάμε μια μπροστά και μια στο πλάι,
ο ένας, το χαμόγελο της ευτυχίας, του άλλου!...
Περίμενέ με, δεν αργώ...»
Αντί γι’ αυτήν, στη θέση της, βρήκε ένα γράμμα μόνο!...
Γι’ ανθρώπινα δικαιώματα!... Τι άραγε είχε αλλάξει;...

Κι’ ήρθανε γέρος και γριά, χρόνος και κοινωνία,
κοιτώντας τον μ’ αυθάδεια και προστυχιά!...
Πέρασ’ η εποχή, όπου γυρεύοντάς την,
τη συναντούσε στο περίπτερο να τού τηλεφωνεί!...
Ή μέσ’ το σούρουπο το βροχερό, ψάχνοντας να τη βρει,
στο έρημο εκείνο δάσος,
που άκουσε τη φωνούλα της να τον καλεί!...

Τώρα πλανιέται μακριά, σε άλλες πολιτείες!...
Τα πόδια του δεν φτάνουνε, να πάνε ως εκεί!...
Απέμεινεν ακίνητος κι’ ασπρίσαν τα μαλλιά του!
Το βλέμμα του νικήθηκε!... Καρφώθηκε στη γη!...

Ύστερα ο χρόνος άλλαξε μορφή! Χάθηκε ο γέρος• κι’ ο Κουρήτης
πήρε στα χέρια του, το χρόνον όπου περιστρέφεται!...
Και που περιστρεφόμενος, σκοτώνει!...
Το περίστροφο!...

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος νά ’ταν;
Η μάνα που διαισθάνθηκε; Η γη που τον καλούσε;
Είδε το θάνατό του μέσ’ από τα μάτια, της μάνας και της αδελφής•
των συγγενών και φίλων• των συναδέλφων και του κόσμου!...

Όλοι ακίνητοι μπροστά του τον κοιτούσαν...
Δεν ψιθυρίζαν, δεν μιλούσανε!...
Τους κοίταζε κι’ αυτός...
Ύστερα τούς γύρισε την πλάτη κι’ απλώθηκε στα μάτια του η άβυσσος
στης αποβάθρας την ακμή!...

Άκουγε πίσω του ψιθύρους κι’ ομιλίες
κι’ ύστερα τα παλιά χειροκροτήματα!...
Στη σκέψη του ήρθε η Καρδούλα• πού να ήταν!...
Δεν ήταν μεσ’ το πλήθος του αποχαιρετισμού!...
Ήταν μακριά είκοσι χρόνια, σ’ ένα κορμάκι;
Ήταν κοντά, μα κάπου αλλού, σ’ άλλο κορμί;
Ή ήταν μέσα στο δικό του το κορμί και προχωρούσε μαζί του προς την άβυσσο;...
Έφευγε προς την άβυσσο ασάλευτος!...
Τίποτα πια δεν μαρτυρούσε στο κορμί του!...
Ούτ’ η καρδιά του!..

β) Η ιστορία της φύσης.

Μετά Κουρήτη ο κόσμος άλλαξε!...
Εχάθηκε του Έρωτα η αγάπη!... Κι’ Αυτόν,
τον κλείσανε στις σκοτεινές τις φυλακές!...
Αλάλαξε το πλήθος του αποχαιρετισμού!
Άγριες φωνές και άναρθρες εγέμισ’ ο αέρας!...

Ο κόσμος παραφρόνησε και χάσανε τις γλώσσες!...
Οι συναδέλφοι σπάσανε προθήκες και βιτρίνες!...
Γέμισε μουλοσπάρματα το κάθε τους γραφείο,
ή χάθηκαν στα τέλματα των ποταπών τους στόχων!...
Οι συγγενείς ορέχτηκαν των συγγενών τα μάτια
κι’ οι φίλοι έγιναν οχιές και δάγκωναν γελώντας!...
Οι αδελφές εχύθηκαν στην καλοπέρασή τους
κι’ οι μάνες κατασπάραζαν, όπως παλιά η Αγαύη,
τ’ αντρίκια σώματα των γιων και τα καταβροχθίζαν!...

Μετά Κουρήτη ο κόσμος σάπισε!... Ο Έρωτας εχάθη!...
Τ’ «ανθρώπινα δικαιώματα» τον αντικαταστήσαν!...
Κι’ αυτοί που τα καταπατούν κι’ όσοι τα υποστηρίζουν,
στης διαμάχης το χαμό, χάνουνε τη ζωή τους!...

Η Αφροδίτη είναι μια!... Και είναι ενιαία!...
Κι’ αυτοί που την εχώρισαν στα δυο, τη διαμελίσαν!...
Η Ουρανία καλύφτηκε απ’ τη σκιά του Απόλλωνα
κι’ η Πάνδημη απέμεινε, κοινή θνητή, γυναίκα!...

Η ευλογία της Θεάς, εχάθη απ’ τους ανθρώπους!...
Κι’ Αυτή απεσύρθη στ’ άδυτα τα δώματα της φύσης,
στο θρόνο της Βασίλισσας της Νύχτας καθισμένη
και τον Κουρήτη δίπλα της να πάει περιμένει,
να γείρει και ν’ αναπαυτεί μέσα στην αγκαλιά Της!...

Το μεγαλείο του Έρωτα το θάμπωσε το «δίκαιο»!

Που όπλισε το Μενέλαο τους Έλληνες να πείσει,
να τόνε βοηθήσουνε για να καταπατήσει
τ’ ανθρώπινα δικαιώματα των Τρώων και του Πάρη,
που πήρε από τη Θεά, του Έρωτα τη χάρη!...

Τα Ερωτικά δικαιώματα ο άνθρωπος θυσιάζει!...
Τ’ ανθρώπινα δικαιώματα μαυλίσαν το μυαλό του!...
Όμως αυτή την αλλαγή, η φύση την κολάζει!
Κι’ αδιάκοπα σφυροκοπά την ύπαρξη του ανθρώπου!...




«Διαπιστώσεις» ή Μάνα και γιος.


Όταν διαπιστώσεις ότι δεν έχεις τίποτα να πεις, τότε παύεις να μιλάς...
Όταν διαπιστώσεις ότι δεν έχεις πουθενά να πας, τότε παύεις να περπατάς...
Κι’ όταν διαπιστώσεις ότι δεν έχεις τίποτα να σκεφτείς,
τότε μεταβαίνεις σε μιαν άλλην υπόσταση!...
Η τελευταία διδαχή, μιας μάνας που πεθαίνει,
μες απ’ τον τρόπο του θανάτου της!...




Το θαύμα των θαυμάτων.


Πέρασα, απ’ τον πυρετό των αρρώστων, στον πυρετό των αθλητών•
και μόνον αυτούς θα προσπαθήσω ν’ ανακουφίσω!...
Από το κοινωνικό καθήκον, στο φιλοσοφικό καθήκον-χαρά!...
Βάλσαμο της ψυχής μου!... Σώμα που ακολουθεί την αποστολή του!...

Η πορεία του μεγάλου αθλητή, είναι το έρεβος!...
Σ’ αυτό που όλοι περιφρονούν, δίνει φως!...

Το σφάλμα της ανθρωπότητας, ακολουθήθηκε από το σφάλμα των ανθρώπων...
Η τέχνη, νίκησε την Επιστήμη!...
Οι συνένοχοι αντικατέστησαν τους φίλους!...

Και να• έφθασε η στιγμή,
που το λάθος, κάλυψε κάθε ανθρώπινη αντίδραση,
όπως ο ωκεανός την Ατλαντίδα -
- ο καιρός της πλήρους απομόνωσης του ποιητή!...

Και τότε έγινε το θαύμα: μες απ’ το νου του να προβάλουν,
πέντε χιλιάδες πολίτες
και να ιδρυθεί, η νέα Πλατωνική πολιτεία!...




Οι συμπληγάδες πέτρες.


Συνθλίβουμε το παρόν,
ανάμεσα,
στις παρεξηγημένες αναμνήσεις
και τους φανταστικούς φόβους...
Ή, για να ξεφύγουμε απ’ αυτό,
πέφτουμε στη λήθη του παρελθόντος
και χάνουμε τη συνέχεια,
απαρνούμενοι τον εαυτό μας
ζώντας τις ζωές και κάνοντας τις σκέψεις άλλων,
αποχαυνωμένοι,
στην πανταχού παρούσα τηλεόραση!...




Το πέρασμα της Τζέμιλα.


Το ποίημα αρχίζει, με την περιγραφή της δραματικής νύχτας, που πέρασε ο Ανδρόνικος ο Βαπτιστής, στη μαγευτική, αρχέγονη, παντέρημη παραλία, όταν τα αγριεμένα κύματα απειλούσαν να τον πάρουν μαζί τους, καθώς αυτός είχε αναρριχηθεί στην απόκρημνη σπηλιά του βράχου και η θάλασσα ανέβαινε όλη τη νύχτα, για να μπει από την είσοδο της σπηλιάς και να τον πνίξει!...
Το πρωί, στη γαλήνη που απλώθηκε, πήδηξε στην αμμουδιά και κοιμήθηκε, καθώς ο πρωινός ήλιος τού ζέσταινε το κορμί...

Ποιος άνεμος του νου, στων ποδιών τα βήματα εξαλλάχτηκε
κι’ εδώ μ’ οδήγησε, στην παραλία τη μαγευτική και την απόκοσμη,
κάτ’ απ’ τους βράχους τους απόκρημνους,
πού ’χουν λημέρια τα όρνια τα αρπαχτικά
κι’ από ψηλά εφορμούν στους γλάρους,
που αποξεχασμένοι μένουνε, στα μαγικά παιχνίδια
του ήλιου και της θάλασσας, τ’ απογευματινά!...

Σ’ αυτά τα ερωτικά και τραγικά παιχνίδια, του ανθρώπου η φύση ασύμβατη είναι!...
Και δεν μπορεί να συμμετέχει αυτός, «ο ρυθμιστής της φύσης»
που στόχο του μοναδικό τη νίκη έχει
και δεν ανέχεται να ζημιωθεί ποτέ σε τίποτα!...

Να όμως, που σαν γλάρος μαγεμένος
από τ’ αγκάλιασμα των φωτεινών των παιχνιδιών του ήλιου και της θάλασσας,
του σκοταδιού τ’ αρπαχτικό γεράκι, που απέκοψε το δρόμο της επιστροφής μου,
δεν το πρόσεξα!...
Και τώρα, ο φόβος την καρδιά μου σφίγγει, καθώς το κύμα το δυναμωμένο
κατέκλυσε τα βράχια του μονοπατιού
κι’ απλώνεται στην αμμουδιά, όλο και πιο ψηλά, για να την καταλάβει ολόκληρη
και να τσακίσει πάνω στα βράχια, τη μαλακή του ανθρώπου σάρκα,
που από ιερόσυλα αισθήματα ξεγελασμένη,
στα μυστικά της φύσης της απάτητης, έγινε μάρτυρας!...

Σκαρφάλωσα σε μια μικρή σπηλιά πάνω στο βράχο και κούρνιασα στο βάθος της...
Τώρα η θάλασσα κατέλαβε όλη την αμμουδιά και πανηγύριζε μουγκρίζοντας τη νίκη της!...
Στάθηκα έκθαμβος μπροστά σ’ αυτό το πανηγύρι,
που συμμετείχε και ο ουρανός,
καθώς η καταιγίδα ξέσπασε σε λίγο με αστραπές, βροντές κι’ αγέρα δυνατό!...

Το κύμα έσπαγε βαρύγδουπο πάνω στο βράχο, κάτω απ’ τα πόδια μου και μου περιέχυνε το πρόσωπο!...
Της θάλασσας η στάθμη ανέβαινε όλο και ψηλότερα,
ώσπου το πρώτο κύμα μπήκε και γέμισε το κάτω μέρος της σπηλιάς!...
Σηκώθηκα όρθιος να κρατηθώ, σε τούτη των στοιχειών της φύσης την ανήλεη επίθεση!...

Μια κουκουβάγια πέρασε ξυστά απ’ τον αριστερό μου ώμο
και φτερουγίζοντας ψηλότερα, έψαξε νά ’βρει καταφύγιο, πιο ασφαλές...
Να που το ζώο το ατελέστερο τη γλύτωσε κι’ ο άνθρωπος το τελειότερο,
έρμαιο των κυμάτων έμενε κι’ η θάλασσα απειλούσε να τον πάρει
στην αγκαλιά της για τροφή!...
Η νύχτα προχωρούσε• κι’ εγώ γαντζωμένος στις προεξοχές των βράχων της σπηλιάς,
με γουρλωμένα μάτια, τα κύματα έβλεπα μέχρι τη μέση μου να φτάνουν!...
Οι ώρες πέρναγαν• ώσπου κάποια στιγμή, ένοιωσα έξω, πως ένας γίγαντας τεράστιος,
ψηλότερος από τους βράχους και μεγαλύτερος από τη θάλασσα,
έκανε νεύματα, σε όλα τα στοιχειά, να ηρεμήσουν!...
Κι’ εκείνα, κάπως δυσαρεστημένα, την υποχώρηση άρχισαν!...

Ο αγέρας, το βουητό του έπαψε σιγά-σιγά
και τ’ αφρισμένα κύματα γαλήνευαν κι’ υποχωρώντας,
άδειασαν τη σπηλιά, το βράχο επάψαν να χτυπούν κι’ η αμμουδιά
να εμφανίζεται άρχισε, μικρή-μικρή και να πλαταίνει,
καθώς το πρωινό φως, σαν βλέμμα γίγαντα την καλοσύνη που σκορπούσε,
κατέληξε στον κόκκινο δίσκο του ήλιου που ανέτειλε...

Πήδηξα στη μαλακή υγρή αμμουδιά, γδύθηκα μες την ερημιά
και πέταξα τα βρεγμένα μου ρούχα πάνω στο μικρό βραχάκι,
που σαν άγαλμα αρχαίου Θεού, φύτρωνε στη μέση της άμμου!...
Έπεσα λιπόθυμος στον ύπνο, αφήνοντας τον ήλιο
να στεγνώσει του κορμιού μου τα δάκρυα!...

***

Ο Μαγγελάνος, άρχοντας πια και νικητής, με τη λάμψη του αποσπερίτη στο πρόσωπο,
πήγε στο μπαράκι των ανθρώπων του πνεύματος, να ξεκουραστεί.
Μεγαλοκοπέλες, με τις μορφωτικές τους φούστες
κεντημένες με σύμβολα της αρχαίας Ινδικής μυθολογίας,
συλλάβιζαν νότες στο δημόσιο πιάνο...

Νεαροί και μεσήλικες ανάσαιναν έκθαμβοι το άρωμα που ξεχυνόταν
απ’ τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων που περιστοίχιζαν το χώρο:
μακρινοί άνθρωποι προσπαθούσαν να δώσουν ζωή, στους σύγχρονους!...
Κανείς όμως δεν πρόσεξε• τίποτα!...
Ο Μαγγελάνος σηκώθηκε κι’ άρχισε να κατηφορίζει προς το λιμάνι.
Εκεί που οι μάνες γαίες έδιναν κουράγιο στους νέους•
τους υπόσχονταν και τους γέμιζαν όνειρα!...
Γεμάτοι, ξεκινούσαν το ταξίδι του λυτρωμού!...
Ο Μαγγελάνος χάθηκε, ψάχνοντας στα στενά...

Ο Μινώταυρος τριγυρνούσε στο λαβύρινθο, μ’ ένα διαρκώς δακρυσμένο βλέμμα!...
Ο φόβος, δεν άφηνε κανένα να τον καταλάβει!...
Όλοι τού ’διναν• κανείς δεν πήρε τίποτα απ’ αυτόν•
μόνον ο Θησέας!...
Ο Μαγγελάνος και ο Μινώταυρος, η στεγνή αμμουδιά, τα ξεραμένα μου χείλια,
ο καυτός ήλιος του μεσημεριού... ξύπνησα...

***

Ένας μήνας πέρασε και δεν φάνηκε!... Η Τζέμιλα έφυγε απ’ το νησί σίγουρα...
Ίσως την ξανασυναντήσω στην Αθήνα• στη φοιτητική λέσχη,
σε κάποιο καφενείο, ή νυχτερινό μπαρ...
Δεν θα τη γνωρίσω όμως! Όλα θα είναι αλλαγμένα!...
Κι’ αυτές οι αλλαγές είν’ απροσπέλαστες!...
Αν έμενε άλλο λίγο, ίσως θα μπορούσε να γραφτεί κάποιος επίλογος...
Όλοι ζητάμε τον επίλογο• το τέλος!... Η αρχή κι’ η μέση έρχονται μόνες τους!...
Τον επίλογο πρέπει να τον ζορίσεις για να ’ρθεί !...
Η Τζέμιλα αντιπαθούσε τους επίλογους...

Ένα ημερολόγιο: Καταγραφή των ημερών μου με τη Τζέμιλα 23/8/97. Όχι!
«Όταν τη γράφεις τη ζωή, τότε κι’ αυτή σε ¨γράφε騻 θυμάμαι μού ’λεγε...
Τ’ αντιπαθούσε και τα ημερολόγια...
«Αν έπιανα την πένα κι’ έσκυβα στο χαρτί, θά ’γραφα μόνο ποίημα» μου είπε...
«Κι’ η πανεπιστημιακή εργασία που γράφεις;»
«ποίημα θα γίνει...»
«Πώς;»
«Θα δεις...»

Η Τζέμιλα είναι σοφή!... Τη συμπαθώ πολύ!...
Όταν μιλώ μαζί της, τα χάνω με τις γνώσεις της, τις ερμηνείες
και τις διαπλοκές που κάνει, στις θεωρίες του Κάντιου με του Χούσερλ
τις δύσκολες, μα που τις μεταδίδει με τρόπο διδασκαλικό,
είναι όμως όμορφη και κάτι μέσα μου με βασανίζει πως πρέπει,
ένα λουλούδι να της χαρίσω, κόκκινο, ευωδιαστό!...

Ο γέρος ταξιτζής που μας νοικιάζει τα δωμάτια, όταν τον συναντώ,
με βλέμμα ειρωνικό που ξεχειλίζει από συμπάθεια, με κοιτάζει!...
Και κάποιο απόγευμα στο καφενείο, ένας νεαρός στο φίλο του έλεγε,
χωρίς χαμπάρι να μ’ έχει πάρει ότι κρυφακούω:
«είναι συμφοιτητές• δεν κάνει τίποτα!... Είναι βλάκας!...
Μέχρι τα ξημερώματα στα μπαρ, για τα μαθήματά τους συζητάνε!...»
Τό ’πα στη Τζέμιλα και μου απάντησε, με πονηρό χαμόγελο, και βλέμμα λυπημένο!...

Είμαι άρρωστος: καθηγητής εγώ κι’ αυτή φοιτήτρια
κι’ αισθάνομαι μωρό μέσα στα δίχτυα του μυαλού της!...
Της έγραψα την εργασία της (πού ’χε αναλάβει για τις εξετάσεις της
κι’ είχ’ έλθει στο νησί, για να την γράψει).
Την πρόσεξα ιδιαίτερα• ήταν περίφημη
κι’ αισθάνθηκα υπερήφανος σαν της την έδωσα να την διαβάσει!...

Την άλλη μέρα το πρωί τη βρήκα, γυμνή, να κάνει ηλιοθεραπεία, στη βεράντα της!...
Και για την εργασία σαν τη ρώτησα, έσκασε στα γέλια!...
«Θες να σου πω γιατ’ ήλθα στο νησί;» με ρώτησε.
«Την εργασία μου θα την γράψει ο Θεός! Που κατοικεί στην άκρη του νησιού,
με τη μορφή του μοναχού Αμβρόσιου, στο μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη!...»

Αυτό το ερώτημα, που απ’ τα σωθικά μου, ανάβλυσε στη σκέψη μου,
τόσο ασυνάρτητα δεμένο με την απάντησή της,
μού ’φερε ρίγος στο κορμί, ντροπή μέσα στο βλέμμα,
που γύρισα και έφυγα χωρίς καμιά κουβέντα:
«ποιος ειν’ αυτός που θα μου κλέψει τη χαρά, που το κορμί της Τζέμιλα αναδίδει,
το μέλι από τα χείλη της και την απόλαυση να την κοιτώ
ως τα βαθειά μου τα γεράματα;...»

Πήγα και μέθυσα μονάχος μου, με τους χαφιέδες του χωριού,
που μ’ είπαν «βλάκα» στη συνομιλία τους!...
Γνώρισα δυο χωριατοπούλες,
που εγώ τις κέρασα ποτά κι’ εκείνες με κεράσανε φιλιά...
Μάταιος κόπος!... Από την προσβολή της δεν συνήλθα...

Πώς να το ονομάσω; σχέδιο της εκδίκησης με ύπουλη υποχώρηση; ή περιέργεια;
Πήγα μαζί της κι’ αντίκρισα τον Άγιο Πατέρα!...

Η Τζέμιλα είχε ντυθεί την πιο προκλητική της ομορφιά!...
Μια πολύ κοντή φούστα άφηνε τα πόδια της, με το μελαμψό βελούδινο χρώμα τους,
να χύνονται με μανία, παραλύοντας την βέβηλη δύναμη!...
Το στενό μικρό της μπλουζάκι άφηνε ελεύθερους τους μαστούς της,
να διαλύουν κάθε αντιδραστικότητα και να κατευθύνουν το βλέμμα του άντρα
προς το πρόσωπό της, το πλαισιωμένο από τους βοστρύχους των μαλλιών της,

πάνω στα φλογισμένα της μάγουλα, καθώς τα σαρκώδη της χείλια βαμμένα
στο πιο ερωτικό κόκκινο χρώμα, ενσάρκωναν τη Θεά του Έρωτα!...
Κι’ εκείνα τα μάτια, στολισμένα με τα πιο σύγχρονα μέσα ομορφιάς,
υπόσχονταν μόνο υποσχέσεις• τίποτα άλλο!...

Την ανέβασα στο μηχανάκι μου και πήραμε την άσφαλτο.
Καθόταν πίσω μου και δεν την έβλεπα.
Καθώς περνάγαμε απόγευμα, μπροστά απ’ το καφενείο του χωριού, την είδα:
στον καθρέφτη των ματιών των αγοριών του χωριού,
που πετάχτηκαν έξω και κοίταγαν αποσβολωμένα!...

Φτάσαμε στο τέλος του δρόμου•
αφήσαμε το μηχανάκι χάμω και βαδίσαμε με τα πόδια.
Αυτά τα πόδια της!... Γυμνά μέχρι τη ρίζα τους!...
Τη χάζευα από πίσω,
καθώς περπατούσε πάνω στα ψηλά τακούνια της,
να λικνίζεται στο σκληροτράχηλο μονοπάτι!...
Η γυμνή γυναικεία ομορφιά,
που βασανιζότανε, τούτη τη στιγμή, στο βάδισμά της,
μέσα στις πέτρες και στα χώματα,
ζητώντας να στυλωθεί πάνω στην αντρική ρώμη,
με προκαλούσε και μ’ αποδυνάμωνε!...

Φτάσαμε στην αυλόπορτα του μοναστηριού.
Ήταν η στιγμή που το σούρουπο γύριζε την πλάτη
και το σκοτάδι της νύχτας πασίχαρο,
το μυαλό του ανθρώπου κατελάμβανε!...
Χτύπησε με το τρυφερό της χεράκι το σήμαντρο•
με κοίταξε μ’ αδημονία κι’ ελπίδα...

Ο μοναχός, έφτασε επιτέλους, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα κερί
και στο δεξιό του το κλειδί. Μας κοίταξε και μας προσφώνησε:
«Ζευγάρι, ποια αιτία σάς έκανε ν’ αφήσετε τη συζυγική παστάδα
και να παραστρατήσετε στο μονοπάτι, που σε μένα οδηγεί;»
Η Τζέμιλα ήταν δίπλα μου.
Τα μάτια της μισόκλεισαν και χαμογέλασε γεμάτη ικανοποίηση!...
«Καμιά!...» απάντησε• και συμπλήρωσε κοιτώντας με:
«Γιατί η ελευθερία και η αιτία, είναι ασυμβίβαστες!...»

Ένας αέρας φύσηξε ξαφνικά δυνατά,
σαν να βγήκε μέσ’ από τη φράση της!...
Στο φως του κεριού είδα ν’ ανεμίζουν τα κουρέλια του μοναχού
κι’ από κάτω τους να προβάλλουν δυνατοί οι ώμοι του,
ευρύ το στέρνο του και ρωμαλέο το σώμα του!...
Το δεξί του χέρι μάς άνοιξε την πόρτα.
Γύρισε και περπάτησε,
σαν ν’ ακολουθούσε τη μοίρα του, οδηγώντας μας...

Ν’ αλλάζεις σελίδα, να γράφεις δυο λέξεις κι’ από κάτω κενό!...
Δυο-τρεις λέξεις ιπτάμενες• μετέωρες!... Σαν τα μοναστήρια της Καλαμπάκας!...
Μισός αιώνας είχε περάσει απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε•
ήταν ο νέος με τη μόνιμη μοναξιά!...
Οι εργασίες του είχαν μόνο τίτλους!...
Από κάτω, η σελίδα λευκή!... Tabula rasa...
Ύστερα ερχόταν η ζωή και γέμιζε τη σελίδα!...

Η Τζέμιλα έπινε το κρασάκι της μπροστά στο τζάκι, που έκαιγε ζωηρό.
Η ομορφιά της αντιφέγγιζε τη φωτιά στο δωμάτιο!...
Έξω άρχισε να χιονίζει!... Αναρίγησα!...
Ο Αμβρόσιος, πρόσταζε τη φύση!...

Οι ώρες περνούσαν ανελέητες και η σιωπή, απλωμένη παντού,
ήταν ο μάρτυρας της δυστυχίας μου!...
Οι ματιές του Αμβρόσιου και της Τζέμιλα, έκαναν έρωτα
χορεύοντας αργεντίνικο ταγκό,
σαν παράνομοι εραστές, μιας συνοικίας της Νάπολης!...
Η εργασία μου, πυκνογραμμένη και καθοριστική,
αναιρούσε τη ζωή!...
Ο Αμβρόσιος, αφήνοντας χώρο στο ανερμήνευτο,
απολάμβανε το χρόνο χωρίς παραπετάσματα!...
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ενοποιούντο!...
...Ποιος άνεμος του νου, στων ποδιών τα βήματα εξαλλάχτηκε!...
Έφυγα χωρίς να με προσέξουν...

***

Κουράστηκα να γράφω διηγήματα και θεατρικά έργα•
και τώρα γαλήνιος ξεκουράζομαι, γράφοντας επιστολές!...
Κωμάζω, επικοινωνώντας με το Θεό της Αβύσσου!...
«Μέσα στο σκοτεινό γραφειάκι του,
το βουτηγμένο μονίμως στο ρόδινο χρώμα
του ήλιου που δύει, ανάμεσα σε μενεξεδένια σύννεφα,
στις παρυφές της μικρής επαρχιακής πόλης,
ο νεαρός ογδοντάρης, ερωτευμένος παράφορα,
κλαίει θρηνώντας το χωρισμό!...
Η μικρή κοπελίτσα του, έφυγε να συνεχίσει τις σπουδές της,
αφήνοντας μια μαύρη τουλίπα στο κομοδίνο του:
Τη μοναξιά!...
...Μια ευωδιαστή μαύρη τουλίπα!...
Το μούχρωμα του ήλιου στο ξέφωτο της ζωής
και η περιπέτεια αρχίζει!...»

Πάλι έπεσα στην παγίδα.
Όταν γερνάει ο άνθρωπος περπατάει με ξένα πόδια!...
Έτσι, γράφει διηγήματα και θεατρικά έργα...
Πάνε πια τα γράμματα στο Διόνυσο!...
Τώρα γράφει σε τρίτο πρόσωπο... Απολογείται για τη ζωή άλλων!...

Εμένα η επιδίωξή μου είναι, να γίνω θρύλος!...
Στους επιγόνους μου, να μην αφήσω την κληρονομιά να δύνανται
να περιγράψουν τη μορφή μου, μ’ ακρίβεια... επιστημονική!...
«Πρόσωπο αμφιλεγόμενο...» να λένε!...
Να μην μπορούνε να με κατατάξουνε, με τους μικρούς ή τους μεγάλους!...

Η ύπαρξή μου, διαμελισμένη ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναξιά,
πορεύεται στεφανωμένη με κλαδιά βελανιδιάς,
σαν τη Μακεδονική γη των ηρώων!...
Πλακωμένος από το βάρβαρο χάος, ποδοπατώ τον πολιτισμό!...
Την ιστορία μου τη φυσά ο αέρας, στις κορυφές!... Στα πουλιά!...
Και τα πουλιά την κελαηδούν στους ανθρώπους!...

Ο ανθρώπινος λόγος, εγκάθειρκτος, φυλακισμένος,
αγωνιά να διαδώσει τη Θεϊκή αυτή ευλογία!...
Κι’ εγώ, ο υποφαινόμενος, πονώ, παρατηρώντας,
όλες αυτές τις αλυσίδες, της διαδοχικής μετάβασης...
Ο ύπνος, απειλεί να με πνίξει στην αγκαλιά του...

Στα μέρη τ’ Άγραφα,
που η ζωή βιώνεται, μόνο μέσα στα σπήλαια,
που ο κεραυνός της δεν έχει ισχύ,
οι ληστές, σου κόβουν τα περιδέραια
και το κορμί, γίνετ’ ένα αυτί ή ένα μάτι,
που ακούει ή βλέπει το μέλλον του!...




Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός.
(Ηράκλειτου απόσπασμα 63-66)

Και μόλις φθάσει η είσταση, στο ύστερό της βάθος
κι’ η έκσταση πετάξει ανθούς, μόλις και τότε μόνο,
σε πλήρη κατανόηση έρχεσαι με το είναι!...

Ένα φιλί, αλμυρό φιλί, στην παραλία των γλάρων αναδύθηκε σαν αστραπή,
στην ύπαρξη και στην ελευθερία!...
Φως της αλήθειας, που αναβλύζοντας
τον άνθρωπο κλονίζει
κι’ ύστερα ο θάνατος, το σβήσιμο
και η ζωή αρχίζει!...

Ένα φιλί, αλμυρό φιλί ελευθερώθηκε,
έζησε τη ζωή της αστραπής
κι’ ύστερα έσβησε,
σαν βασιλιάς του πρόσκαιρου, που ορθός πεθαίνει!...
Καμιά συγκίνηση• καμιά κηδεία!...
Όλα βαδίζουνε...
Και για την άνθηση και για το μαρασμό...

Ένα φιλί, αλμυρό φιλί, όμως νόμισα,
πως ξέφυγε απ’ της ύπαρξης τους νόμους
και πέρασε στην ύψωση!...
Το φως της αγωνίας, με βρήκε εκεί γονατιστό μπρος στον Απόλλωνα,
να Τον παρακαλώ να μείνω ακόμα!...
Όμως ο Εκλεκτός δέχτηκε το χτύπημα του κεραυνού!...
Ένα φιλί, αλμυρό φιλί, δυο γλάρων χάθηκε...
Με ποιήματα δεν ξαναζωντανεύει!...




«Δικαιολογίες.»


Και να!... Που τώρα προσπαθώ, πέρα απ’ τις διαπιστώσεις
του αιώνιου προβλήματος, να μπω σε κάποιες λύσεις...
«χρήζει δυνάμεως πολλής!... Ή τύχης, άλλο τόσο!...
Αν έχεις λίγη δύναμη, θέλει μεγάλη τύχη•
Κι’ αν έχεις πολλή δύναμη, θέλει έστω λίγη τύχη!...»
«Αν έχω πολλή δύναμη, δώσε μου λίγη τύχη.
Κι’ αν έχω λίγη δύναμη, δώσ’ μου βουνό την τύχη!...»

Περιβάλλομαι από «δικαιολογίες»
που έφτιαξε ο ανθρώπινος «λόγος»
προσπαθώντας να υποτάξει την ύπαρξη,
όταν μπήκε μπροστά της αντίπαλος!...

Ζωή, είν’ ένας μέσος όρος, ανάμεσα απ’ αυτά τα δυο,
που ονόμασαν οι άνθρωποι καλό και κακό.
Προς οποιοδήποτε και αν ξεφύγεις,
είσαι το ίδιο σφαλερός!...

Βρέχει!...
Κι’ η βροχή που κάποτε ήταν έρωτας,
Τώρα είν’ ένα κενό!...
Γιατί περιβάλλομαι από «δικαιολογίες»!
Που περπατούν, βλέπουν, μιλούν, χαίρονται,
σε καλούν σε γεύμα, σ’ αγαπούν, σε βρίζουν
και το χάδι του έρωτα
το βλέπεις, μόνο σε πρόβατα και σε λουλούδια!...
Σε νέα παιδιά και σ’ όνειρα ανοιξιάτικα!...

Πίνεις, μεθάς και κλαις για την κατάντια!...
Κι’ η μελωδία χάνεται μες το μεδούλι σου
...απρόσφορη... γλυκιά,
καθώς οι μέρες και τα χρόνια
περνάνε με την ίδια γρηγοράδα!...

Οι φυσικές χαρές, ’γίναν πανούκλες κι’ εγκλήματα αποτρόπαια!...
Οι χαυνωμένοι «δικαιολόγοι» που σε περιβάλλουν, πληθύνθηκαν!...
Επιμένουν να γίνεις ένας απ’ αυτούς!...
Τώρα σε πνίγουν όπως οι τσουκνίδες τα λουλούδια!
Και χ ά ν ε σ α ι !...

Μόνο σ’ εσέ, χαρτί μου και μολύβι μου,
κάθε φορά που θα ’μαι ματωμένος,
θα ’ρχομαι να στεγνώνω τις πληγές μου!...
Πάνω σε σένα, το αίμα μου, θα παίρνει σχήματα γραφής:
Γραπτή, απάντηση, στη θλίψη μου!...

***

Με το «γιατί» στα χείλη μου ξεκίνησα!
Με το «γιατί» ματιά στα δυο μου μάτια!
Αγέρα χειμωνιάτικο σε πέλαγος!...
« Μην κλαίς γλυκό αγόρι. Εσύ φταις γι’ αυτά πού ’παθες!...
Μην άγχεσαι μικρό αγόρι, ψάχνοντας για μια σκέψη ιδιαίτερη!...
Εγώ πάντα θα ’μαι ο δάσκαλός σου, στο πλευρό σου.
Εγώ θα σου δώσω τη φωτιά, για να κάνεις αυτά που ξέρεις!...
Δες τα παιδιά, που παίζουν στην αλάνα!...

»Ξέφτισαν οι λέξεις, λευτεριά κι’ ισότητα!...
Ξέφτισαν μέσα στην κοινωνική πήξη!...
Η μοναξιά είναι γλυκιά εγκυμονούσα! Κι’ η εγκυμοσύνη της,
όσο μακριά και να ’ναι θα τελειώσει!...
Και το παιδί θα γεννηθεί...
Και το παιδί, θα ’ναι παιδί! Στα σίγουρα!...
Δεν θα ’ναι στείρος γέρος γενειοφόρος και γλεντζές παλιός!...
Και θα ’ναι η μοναξιά γλυκιά,
μόνο με μαία τη φωτιά μου, δίπλα της συμβουλάτορα!...

»Μην κλαις της νιότης μου παιδί.
Η μοναξιά και η παιδοπαρέα,
θα γίνουνε οι λέξεις οι καινούριες!
Οι λέξεις της ολόφωτης ζωής!...
Κι’ ύστερα, ποιός το ξέρει! Ίσως κι’ αυτές ξεφτίσουν!...
Ναι! Ίσως να ξεφτίσουνε κι’ αυτές!...»

«Σ’ αγαπώ γλυκιά ανάμνηση της στιγμής!...
Σ’ αγαπώ! Πόση δύναμη μου δίνεις!
Μοναξιά! Γλυκιά εγκυμονούσα!...»














Πίνακας περιεχομένων.

Σελ.
1. Η αυτοσυνείδηση του υπαρξιστή. Ή «Προφητικόν» (1999) …..………… 1.
2. Το τραγούδι των φύλων. (1981) ………………………………………… 2.
3. Το τραγούδι του Ναζωραίου. (1981) ……………………………………… 3.
4. Το τραγούδι του Πάνα. (1981) …………………………………………… 5.
5. Το σπαθί Διαλεκτική. (1996) ………………………………………….. 7.
6. Διαλεκτική πορεία. (2001) ………………………………………………… 9.
7. Αυτή κι’ η μέλισσα. (1987) ...................................................... 10.
8. Η τέταρτη μύηση. ....................................................................................... 11.
9. Το τραγούδι του Ρίτσου. .............................................................................. 11.
10. Ο τρύγος. (2002) ......................................................................................... 12.
11. Ο αποχωρισμός ......................................................................................... 12.
12. Ο λόγος για τον εραστή και τον ερώμενο. (1993) ………………………. 13.
13. Η Αγωνία του Κίρκεγκωρ (1994) .................................................................. 14.
14. Η Κίμωλος του Οδυσσέα. (2003) ................................................................ 16.
15. Η έκθεση του Mussorgsky. (1993) ................................................................... 17.
16. Θεϊκό τραγούδι. (1992) ............................................................................ 18.
17. Στη χώρα των Λωτοφάγων. (2000) .............................................................. 19.
18. Πρόλογος και Ουσία. (1986) ........................................................................... 20.
19. Άχαρες αποστολές. (1993) .......................................................................... 22.
20. Η σημασία της Ποίησης. (1992) .................................................................. 22.
21. Η γαλήνη του ποιητή. ................................................................................... 23.
22. Επιστολή στον Απόστολο. ................................................................................ 24.
23. Τα όνειρα. ...................................................................................................... 25.
24. Ερωτική απογοήτευση. ................................................................................... 25.
25. Εκαταία δείπνα. (1996) .............................................................................. 25.
26. Η γένεση της Τραγωδίας . (2004) ……………………………………... 26.
27. Εσωτερισμός. (2000) ……………………………………………… 27.
28. Καταιγίδα στο Λιβυκό (2003) ..................................................................... 27.
29. Το τραγούδι του Ιησού ……………………………………………… 28.
30. Στο χάνι με τους μεταπράτες (1995) ……………………………………… 29.
31. Ιερή σιωπή. …………………………………………………………. 31.
32. Η ιστορία της μικρής Αντέλ Ουγκώ. (2000) ……………………….. 31.
33. Το πρώτο γράμμα στη Διοτίμα. ……………………………………… 32.
34. Αλεξάνδρου μεσιτεία. Ή περί ποίησης ηθικός. (1992) …………………… 32.
35. Τάντρα. (1992) ……………………………………………………………… 33.
36. Αντβαΐτα. (1993) ……………………………………………………….. 33.
37. Ναλτζόρ. (1994) …………………………………………………………. 34.
38. Η συμφωνία της νοσταλγίας της αμφιλύκης. (2002) ………………… 36.
39. Νυχτερινά προσκλητήρια. (2000) …………………………………………. 36.
40. Μερκούτιος. (1992) ………………………………………………………... 37.
41. Άγνωστοι στ’ ανθρώπινα μυαλά. (1993) ………………………………… 37.
42. Μάρπα ο Μεταφραστής. (1998) …………………………………………… 38.
43. Προς ευχές. (1995) ………………………………………………………… 39.
44. Βούδας. …………………………………………………………… 39.
45. Η Θεά Αφροδίτη. …………………………………………………… 39.
46. Διαπιστώσεις. Ή Μάνα και γιός. (2008) ………………………………… 42.
47. Το θαύμα των θαυμάτων. (2001) ……..………………………………. 42.
48. Οι συμπληγάδες πέτρες. ……………………………………….. 43.
49. Το πέρασμα της Τζέμιλα. (1997) ………………………………………… 43.
50. Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός. (1994) ………………………………….. 48.
51. «Δικαιολογίες». (1982) …………………………………………………….. 48.