ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΙΖΟΛΔΗ


ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ




Πρώτη Πράξη


Πρώτη Σκηνή


Ναύτης: Στη δύση του ήλιου το βλέμμα πλανιέται.
Στην ανατολή το καράβι αρμενίζει.
Φυσά προς τη χώρα μου φρέσκος αέρας.
Λοιπόν, πού ’σαι γέννημα της Ιρλανδίας;
Πνοές από την πλανταγμένη σου ανάσα,
αυτές είναι που τα πανιά μου φουσκώνουν;
Αγέρι φυσά! Παιδί σπάραξε! Κλάψε!...
Της Ιρλανδίας κόρη ερωτευμένη,
στη δίνη του πόθου σου, παραδομένη!...

Ιζόλδη: Πώς μπορεί περιφρόνηση, τόση νά ’χει για μένα;
Βραγγαίνη, πες μου αν μπορείς, πού λες νά ’μαστε τώρα;

Βραγγαίνη: Η δύση σημαδεύεται με πινελιές γαλάζιες!
Το πλοίο πλέει σαν να πετά! Η θάλασσα γαλήνια!
Αυτά σημαίνουν, σήμερα πριν πέσει το σκοτάδι,
πως θα πατάμε σε στεριά...

Ιζόλδη: Ποια στεριά θα πατάμε;

Βραγγαίνη: Τις καταπράσινες ακτές της όμορφης Κορνουάλλης!

Ιζόλδη: Ποτέ! Ποτέ! Ούτε σήμερα, ούτε αύριο να φτάσω!...

Βραγγαίνη: Τι άκουσα κυρία μου; Γιατί γλυκιά μου Ιζόλδη;

Ιζόλδη: Διεφθαρμένη εσύ γενιά, ανάξια των προγόνων!
Πού ’ναι λοιπόν Μητέρα μου, πού πήγε η δύναμή σου;
Να διαφεντεύεις θάλασσες, να φέρνεις καταιγίδες;
Μαγεία, τέχνη πού ’φτασες στην ταπεινή τη θέση,
με κουταλιές, τα βάλσαμα να κάνεις γιατροσόφια!
Ξύπνα ξανά δύναμη αψιά, παράτολμη κι’ αυθάδη
και βγες από το λάκκο σου που λούφαξες κι’ εκρύφτης!...
Άνεμοι εσείς δισταχτικοί, τη θέλησή μου ακούστε:
στη μάχη ορμήστε των στοιχειών κι’ ανάμεσά τους φέρτε
τη σύγχυση, με ορμητική έφοδο λυσσασμένων
στροβίλων, να τραβήξετε τη θάλασσα απ’ τον ύπνο,
τη θάλασσα από τ’ όνειρο, που βλέπει κοιμισμένη!
Ξυπνήστε από την άβυσσο, τη βροντερή απληστία!...
Δείξτε της και το λάφυρο που εγώ θα της προσφέρω:
το πλοίο τούτο το αναιδές, σπάστε το σε κομμάτια
κι’ εξαφανίστε το αύτανδρο! Κι’ αυτούς που υποφέρουν
κι’ αναπνοές παίρνουν ζωής κάτω από τα πανιά του,
σε σας τους δίνω ανταμοιβή, σε μένα αν υπακούστε!...

Βραγγαίνη: Ώ δυστυχία μου!... Ώ Θεέ!... Να το προαίσθημά μου.
Ιζόλδη!... Αγαπημένη μου και ακριβή κυρά μου!...
Τι μού ’κρυβες τόσο καιρό; Ποιο μυστικό θανάτου;
... Για τη γλυκιά μητέρα σου, τον τρυφερό σου κύρη
ούτε ένα δάκρυ έχυσες! Και για τους άλλους όλους
αυτούς που εγκατέλειψες, δυο λόγια δεν εβρήκες
σαν τους αποχαιρέταγες, τον πόνο ν’ απαλύνεις!
Μα παγωμένη και βουβή άφησες την πατρίδα
κι’ έτσι χλωμή και σιωπηλή κίνησες το ταξίδι!...
Πώς θα μπορούσα ν’ ανεχτώ να βλέπω εσέναν έτσι,
χωρίς να τρως και άυπνη, άγρια και ταραγμένη,
μες σε παράξενη σιωπή κι’ άτοπη δυστυχία;
Σαν ξένη να μου φέρεσαι, σαν τίποτα να μ’ έχεις;
Μα τώρα σε εκλιπαρώ, αυτό που φέρνει πόνο
στην τρυφερή σου την ψυχή, πες μου, ιστόρισέ μου,
αυτό, που σαν τη μέγγενη, σού σφίγγει την καρδούλα!...
Ιζόλδη, κυριούλα μου, με τόσες μύριες χάρες,
αν άξιά σου με θωρείς, σε μέναν εμπιστέψου...

Ιζόλδη: Αέρα! Αέρα! Πνίγομαι! Πλαντάζει η καρδιά μου!
Άνοιξε το παράθυρο!... Άνοιξ’ τον ουρανό μου!...




Δεύτερη Σκηνή


Ναύτης: Φρέσκος, κατά τη χώρα μου, φυσάει ο αέρας...
Της Ιρλανδίας γέννημα, πες μου λοιπόν, πού είσαι;
Οι πλανταγμένες σου πνοές φουσκώνουν τα πανιά μου;
Φύσησε, φύσα άνεμε! Σπάραξε, κλάψε κόρη!

Ιζόλδη: Πεπρωμένο δικό μου!... Χαμένο για μένα!... Ευγενικό και άγιο!...
Τόλμη, μα και δειλία!... Ψυχή, μα και σώμα!... Που οδηγούν στο θάνατο!...
... Βραγγαίνη, πώς σου φαίνεται αυτός ο υπηρέτης;

Βραγγαίνη: Δε σε κατάλαβα καλά. Για ποιον μιλάς κυρά μου;

Ιζόλδη: Γι’ αυτόν εκεί. Τον ήρωα! Που όταν τον κοιτάζω,
γυρίζει αλλού ή κρύβεται, να μη με αντικρύσει!...
Είναι δειλός; Ή ντροπαλός; Κοίτα από ’δω και πες μου.

Βραγγαίνη: Για τον Τριστάνο μού μιλάς; Αχ ακριβή κυρά μου!
Το θρύλο όλων των εποχών κι’ όλων των βασιλείων;
Τον άνθρωπο που παίνεψαν όσο κανέναν άλλον
και θησαυρός και άσυλο της δόξας θεωρείται;

Ιζόλδη: Εκεί που μπόρεσε έφτασε, φόβους μετρώντας!...
Κατόρθωμα μεγάλο: που στον κύριό του,
σέρνει ένα πτώμα για γυναίκα να τού δώσει!...
... Ό,τι σου λέω, σου φαίνονται λόγια της παραζάλης;
Ρώτησε αυτόν τον άνθρωπο, που λεύτερος λογιέται,
αν τόλμη έχει τόση δα, κοντά μου να πλησιάσει !...
Ό,τι χρωστά από σεβασμό κι’ εκτίμηση σε μένα
ξεχνά, αυτός ο ντροπαλός ήρωας, από φόβο,
πως δεν είναι το βλέμμα μου μόνο που τον αγγίζει...
Αυτός εκεί, ο μοναδικός ήρωας δίχως ταίρι,
ξέρει πολύ καλά γιατί, κοντά μου δεν ζυγώνει...
Μα τράβα στον περήφανο, διαταγή δική μου
να μεταφέρεις: έτοιμος να μ’ εξυπηρετήσει,
να έρθει αμέσως δίπλα μου. Εδώ τον περιμένω...

Βραγγαίνη: Να του ζητήσω να ’ρθει εδώ, για να σε χαιρετήσει;

Ιζόλδη: Έδωσα τη διαταγή για τον υπήκοό μου:
εμένα, την κυρία του Ιζόλδη, να προσέχει...
................................................................................................................................................................
Κούρβεναλ: Τριστάνε, κοίτα! Προσοχή! Μήνυμα απ’ την Ιζόλδη!

Τριστάνος: Απ’ την κυρά μου μήνυμα! Πιστός της υπηρέτης,
όλος αυτιά κι’ αναμονή, την εντολή ν’ ακούσω!...

Βραγγαίνη: Τριστάνε, υψηλότατε! Η αρχόντισσα Ιζόλδη,
κάποια εξυπηρέτηση θέλει να σου ζητήσει.

Τριστάνος: Για το ταξίδι ανησυχεί; Φτάνουμε πια στο τέλος!
Πριν το ηλιοβασίλεμα θα είμαστε στη γη μας.
Αυτό που η κυρία μου σε με θα παραγγείλει,
θα εκτελέσω εγώ πιστά. Ό,τι μου πει θα γίνει.

Βραγγαίνη: Να η επιθυμία της• εγώ τη μεταφέρω:
να έλθει ο υψηλότατος Τριστάνος, σ’ αυτήν τώρα.

Τριστάνος: Πέρα μακριά, στο σύθαμπο που φαίνεται, είναι οι κήποι,
που περιμένει ο βασιλιάς εμένα, να οδηγήσω
την ακριβή μου, δίπλα του. Τότε θα πάω κοντά της.
Τη χάρη τούτη, άλλος κανείς δεν θα επιτρέψω να ’χει!...

Βραγγαίνη: Τριστάνε υψηλότατε! Η αρχόντισσα διατάζει!
Και τις υπηρεσίες σου, θέλει αμέσως τώρα!
Να πας εκεί που κάθεται κι’ εσένα περιμένει!...

Τριστάνος: Την τιμημένη, ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες,
όπου σταθώ και βρίσκομαι, υπηρετώ με πίστη!
Αλλ’ αν αφήσω τη στιγμή αυτή το πόστο ετούτο,
πώς θα οδηγήσω σίγουρα, το πλοίο στο λιμάνι;

Βραγγαίνη: Τριστάνε, υψηλότατε, γιατί με κοροϊδεύεις;
Αν η τρελή υπηρέτρια δεν ξέρει να μιλήσει,
άκου τα λόγια της κυράς, που μ’ έχει υποχρεώσει,
την εντολή της να σου πω, για τον υπήκοό της:
εμένα, την κυρία του Ιζόλδη, να προσέχει!...

Κούρβεναλ: Μπορώ να δώσω απάντηση εγώ, αντί για σένα;

Τριστάνος: Τι θ’ απαντήσεις;

Κούρβεναλ: Να πει αυτό, προς την κυρία Ιζόλδη:
αυτός που την κληρονομιά χαρίζει της Αγγλίας
και της Κορνουάλλης τα κλειδιά, στης Ιρλανδίας την κόρη,
να υπακούει δεν μπορεί σ’ αυτή τη δεσποινίδα,
που αυτός ο ίδιος χάρισε, στο θείο και βασιλιά του!...
Κύριο του κόσμου αποκαλώ, τον ήρωα Τριστάνο!...
Αυτή την αναγόρευση να της επαναλάβεις,
ακόμα κι’ αν στενοχωρεί χίλιες Λαίδες Ιζόλδες!...
... Ο ιππότης Μόρολντ ήλθε με χαρά
από την Ιρλανδία το φόρο του να πάρει.
Κι’ ένα νησάκι κάπου εδώ κοντά,
για το νεκρό του, έγινε τάφος, το κουφάρι!...
Είναι θαμμένος τώρα μες τη γη,
μα το κεφάλι του θα μείνει κρεμασμένο
στης Ιρλανδίας τη χώρα, σαν τιμή
κι’ ακόμα, φόρο από τους Άγγλους πληρωμένο!...
Έτσι πληρώνει τον εισβολέα
του ήρωά μας του Τριστάνου η ρομφαία!...

Ναύτες: ... Μα το κεφάλι του θα μείνει κρεμασμένο
στης Ιρλανδίας τη χώρα, σαν τιμή
κι’ ακόμα, φόρο από τους Άγγλους πληρωμένο!...
Έτσι πληρώνει τον εισβολέα
του ήρωά μας του Τριστάνου η ρομφαία!...




Τρίτη Σκηνή


Βραγγαίνη: Πώς να το καταπιείς αυτό; Τι πόνος! Ώ, τι πόνος!...

Ιζόλδη: Θέλω να ξέρω ακριβώς. Τι είπε ο Τριστάνος;

Βραγγαίνη: Ιζόλδη, σε παρακαλώ! Μη με ρωτάς εμένα!

Ιζόλδη: Μίλα άφοβα κι’ ελεύθερα...

Βραγγαίνη: Κρύφτηκε μες τα λόγια!...

Ιζόλδη: Μα, καθαρά του μίλησες; Του τα ’πες, όπως στα ’πα;

Βραγγαίνη: Όταν τον κάλεσα να ’ρθεί σε σένα αμέσως, μου ’πε:
«την τιμημένη ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες,
όπου σταθεί και βρίσκεται, υπηρετεί με πίστη.
αλλ’ αν αφήσει τη στιγμήν αυτή, το πόστο εκείνο,
πώς θα οδηγήσει σίγουρα, το πλοίο στο λιμάνι;»

Ιζόλδη: Πώς θα οδηγήσει σίγουρα, στο βασιλιά το Μάρκο...
... το λάφυρο που τού ’φερε, από την Ιρλανδία!...

Βραγγαίνη: Μετέφερα τα λόγια σου κι’ ο Κούρβεναλ ο φίλος...

Ιζόλδη: Τ’ άκουσα αρκετά καλά. Δε μού ’φυγε ούτε λέξη!...
Έμαθες τώρα τη ντροπή, άκου και την αιτία.
Γιατί κι’ αν μου τραγούδαγαν τραγούδια αυτοί γελώντας,
κάτι μπορούσα να τους πω κι’ εγώ για ν’ απαντήσω.
Σε μια μικρή παλιόβαρκα, σάπια και μουχλιασμένη,
που έπλεε χωρίς κουπιά, έφτασε στα νερά μας,
άρρωστος, ένας δυστυχής, έτοιμος να πεθάνει!...
Τη νάρκη του, την ήξερε η τέχνη της Ιζόλδης!
Με αλοιφές και βάλσαμα, γιατρεύτηκε τελείως
το τραύμα που τον έκοβε, το τραύμα του θανάτου!...
Μας είπε, πως τον έλεγαν Ταντρίς, γιατί είχε φόβο!...
Η Ιζόλδη όμως κατάλαβε ότι ήταν ο Τριστάνος!
Γιατί στου αρρώστου το σπαθί, βρήκε μια παρασχίδα,
που το επιδέξιο χέρι της ταίριαξε με ακρίβεια
σε ρήγματα της κεφαλής του Ιρλανδού ιππότη,
που είχαν στείλει, ανόσια χλεύη, για την πατρίδα!...
Έτσι λοιπόν, μια προσταγή έβγαινε από βαθειά μου!...
Τραβώντας το σπαθί στο φως, εστάθηκα μπροστά του,
να εκδικηθώ το θάνατο του θείου μου του Μόρολντ!...
Απ’ το κρεβάτι αδύναμος κοίταξε προς εμένα...
Δεν κοίταξε όμως το σπαθί ή το λευκό μου χέρι!
Στα μάτια νιώθω τη ματιά! Μ’ έκανε να λυγίσω!...
Το χέρι χάνει την ισχύ κι’ η λάμα πέφτει χάμω!...
Και την πληγή που του άνοιξε ο Μόρολντ την γιατρεύω
γρήγορα• ώστε υγιής στη χώρα του να φύγει,
μακριά από εμέ, το βλέμμα του, να μη με βασανίζει!...

Βραγγαίνη: Ώ θαύμα, που τα μάτια μου δεν μπόρεσαν να δούνε!
Είν’ ο φιλοξενούμενος, αυτός που σε βοηθούσα
να του γιατρέψεις την πληγή!...

Ιζόλδη: Μόλις τα εγκώμιά του,
από τους ναύτες τ’ άκουσες: ο ήρωας Τριστάνος!...
Είναι αυτός ο άνθρωπος που απατηλά ορκιζόταν,
πίστη και αναγνώριση σ’ εμένα αιώνια να ’χει!...
Και τώρα, δες τον ήρωα πώς τον κρατάει το λόγο:
αυτός, να φύγει που άφησα, χωρίς να φανερώσω
το αληθινό του τ’ όνομα, πίσω ξαναγυρίζει,
πάνω σ’ ένα περήφανο πλοίο, με πλούσια πλώρη
και με αναίδεια περισσή, εμέ, την κληρονόμο
της Ιρλανδίας, με ζητά σε γάμο! Να με δώσει,
στον κουρασμένο βασιλιά: το θείο του το Μάρκο!...
Αν όμως ζούσε ο θείος μου ο Μόρολντ, θα τολμούσε
κανείς παρόμοια προσβολή σ’ εμένανε να κάνει;
Να ρίξει το βασίλειο της Ιρλανδίας, στα χέρια
ενός πού ’χαμε υποτελή; Του Μάρκου της Κορνουάλλης;
Κι’ ω δυστυχία μου! Είμαι εγώ, που απ’ της καρδιάς τη δείλια,
έφερα αυτή την προσβολή! Το φονικό σπαθί του,
αντί να το κινήσω εκεί που θά ’πρεπε να κόψει,
να πέσει το άφησα άβλαβο!... Και τώρα ο υπηρέτης,
νάτος, πού ’γινε κύριος, σ’ εμέ και στην πατρίδα!...

Βραγγαίνη: Ειρήνη, συμφιλίωση, αγάπη υποσχόταν
και όλοι πανηγύριζαν εκείνη την ημέρα!...
Πώς να μαντέψω πως αυτό, σ’ εσέ θα φέρει πόνο!...

Ιζόλδη: Καρδιά τυφλή, ευκολόπιστη, αδύναμο κουράγιο
και σιωπή εγκληματική, κάνανε τον Τριστάνο
να επαρθεί για όλ’ αυτά που κράταγα κρυμμένα!
Κι’ αυτή, που του ’δωσε ζωή το μυστικό κρατώντας,
που στην εκδίκηση του εχθρού, του ’γινε καταφύγιο,
τη σιωπή, που χάρισε σ’ αυτόν τη σωτηρία,
όλα τα παραμέρισε, μαζί μ’ αυτήν την ίδια!...
Περήφανος και νικητής, γερός και τιμημένος,
με πόσο σίγουρη φωνή, καθόρισε για μένα:
«αυτή, θα ήταν θησαυρός, θείε και κύριέ μου!...
Τι σκέπτεστε, για σύζυγο να πάω να σας τη φέρω...
Την ομορφούλα Ιρλανδή; Το δρόμο τόνε ξέρω...
Τα μονοπάτια είναι γνωστά σ’ εμέ... Ένα σας νεύμα
κι’ εγώ στην Ιρλανδία πετώ κι’ η Ιζόλδη είναι δική σας!...
Όμορφη περιπέτεια! Απόλαυση για μένα!...»
Κατάρα σε σένα προδότη!
Κατάρα στο μαύρο σου σχέδιο!
Τιμωρία, όλεθρος, θάνατος!
Θάνατος, για μένα και για σένα!...

Βραγγαίνη: Τρυφερή, πιστή, μικρή κυρά μου!
Λατρευτή, ακριβή μου Ιζόλδη!
Άκου με, έλα, κάθισε εδώ• τρέλα και τούτη!
Αυτός ο ανώφελος θυμός θολώνει το μυαλό σου
και να ερμηνεύσεις δεν μπορείς ό,τι ακούς και βλέπεις!...
Αυτό λοιπόν, που χρώσταγε σε σένα ο Τριστάνος,
πώς θα μπορούσε πιο καλά, να στο ανταποδώσει;
Έτσι, υπηρετεί πιστά τον ευγενή του θείο,
μα και σ’ εσέ δίνει τιμή! Την πιο ψηλή απ’ όλες!
Αφού, με αφιλοκέρδεια κι’ ευγένεια, εγκαταλείπει
την ίδια του κληρονομιά: του θείου του το βασίλειο!...
Μπροστά στα πόδια σου, τιμή και δόξα αποθέτει!...
Την πλάτη Ιζόλδη μη γυρνάς! Τη σκέψη αυτού του γάμου
να θεωρήσει ποιος μπορεί, πως είναι ανάξιά σου;
Γένος ψηλό, ευπρέπεια και δύναμη και αίγλη,
σ’ έναν και μόνο άνθρωπο!... Άξιο να υπηρετείται,
απ’ το μεγάλο ήρωα: τον ευγενή Τριστάνο!...
Ποιά δεν θα μοιραζότανε τη μοίρα αυτού του ανθρώπου;

Ιζόλδη: Πώς να υποστώ το βάσανο, χωρίς να μ’ αγαπάει
συνέχεια να ’ναι δίπλα μου, αυτός ο άξιος άνδρας;


Βραγγαίνη: Χωρίς εσένα ν’ αγαπά; Κακόγουστο αστείο!
Υπάρχει τάχα πουθενά, άντρας, που θα βαστούσε
εσένα να μην αγαπά; Ποιος βλέπει την Ιζόλδη
και δεν ποθεί να βυθιστεί στην ευτυχία της μέσα;
Αλλά αν αυτός που διάλεξε η μοίρα σου για σένα
είναι ψυχρός και μακριά κρατιέται, από κάποια
αιτία, πρόξενο κακού, εγώ είμαι αυτή που ξέρει
πολύ εύκολα και γρήγορα, κοντά σου να τον δέσω,
με υποταγή στη δύναμη αιώνιας αγάπης!...
Την τέχνη της μητέρας σου, ξεχνάς γλυκιά μικρή μου;
Λες να μας έστειλε αυτή, που όλα τα υπολογίζει,
στα ξένα δίχως δύναμη; Δίχως τη συμβουλή της;

Ιζόλδη: Ξέρω καλά τη δύναμη... Την τέχνη της γνωρίζω...
... Κι’ είναι καλοδεχούμενη, σ’ αυτήν εδώ την ώρα...
Στην προδοσία, εκδίκηση!... Στην αγωνία, γαλήνη!...
Μέσα σ’ εκείνο το κουτί είν’ η λύση. Δώσε μου το.

Βραγγαίνη: Η ευτυχία που επιθυμείς, εδώ είναι κλειδωμένη!...
Εδώ η μητέρα σφράγισε τα ισχυρά της φίλτρα!...
Για πόνους και βαθιές πληγές, τα βάλσαμα είναι τούτα.
Για δηλητήρια δυνατά, εδώ τ’ αντίδοτά τους.
Μ’ αυτό που βλέπεις το μικρό, το πιο γλυκό είναι φίλτρο!

Ιζόλδη: Δεν είν’ αυτό! Το ξέρω εγώ καλλίτερα από σένα!...
Σημάδι τού ’κανα βαθύ!... Αυτό είναι το μπουκάλι!...
Αυτό είναι η ευτυχία μου!... Το πιο γλυκό για μένα!...

Βραγγαίνη: Αυτό είναι η ευτυχία σου; Το φίλτρο του θανάτου;

Ξάφνου, φωνές των ναυτικών, κάνουνε την Ιζόλδη,
με τρόμο ν’ ανασηκωθεί, να στήσει αυτί ν’ ακούσει.

Ναύτες: Ανοίξτε όλα τα πανιά, στο πίσω το κατάρτι.

Ιζόλδη: Αυτό θα πει πιο βιαστικά! Πιο γρήγορα προχώρα!...
Η δυστυχία κι’ η στεριά, μαζί με πλησιάζουν!...


Τέταρτη Σκηνή


Κούρβεναλ: Όλο δροσιά κι’ όλο χαρά, γυναίκες σηκωθείτε!
χαριτωμένες κι’ εύθυμες, στα γιορτινά ντυθείτε!
Και στην κυρά της χώρας μου πρέπει ν’ ανακοινώσω
εκ μέρους του κυρίου μου, του ήρωα Τριστάνου,
ότι μπροστά στο πλοίο μας υψώθηκε με χάρη,
η κατοικία της χαράς! Στου βασιλιά του Μάρκου
τον πύργο πλησιάζουμε. Γι’ αυτό η λαίδη Ιζόλδη
παρακαλείται να βιαστεί, να ετοιμαστεί κι’ εκείνη•
σε λίγο θα ’ρθει να τη βρει, για να τη συνοδέψει.

Ιζόλδη: Αγαπητέ μου κύριε! Στον ήρωα Τριστάνο,
μετάφερε χαιρετισμό και πες του αυτά τα λόγια:
τη συνοδεία του μπροστά στο βασιλιά το Μάρκο,
δεν πρόκειται να τη δεχτώ, αν πρώτα δεν αλλάξει
αυτό που αφήσαν μέσα μου, οι τόσες παραλείψεις
εκ μέρους του, στη διάρκεια όλου του ταξιδιού μας
και κάθε εκτίμηση έχασα για την ευγένειά του!...
Πες του λοιπόν• μετάφερε καλά το μήνυμά μου:
δεν πρόκειται να ετοιμαστώ μαζί του να κατέβω,
δίπλα του να παρασταθώ μπροστά στον βασιλιά μας,
αν πρώτα τη συγνώμη του δεν έλθει να ζητήσει,
για να ξεχάσω λάθη του κι’ ελλείψεις του από τρόπους
και να κερδίσει την παλιά εκτίμηση που του ’χα!...

Κούρβεναλ: Θα μεταφέρω σίγουρα, πιστά το μήνυμά σας.
Πώς θα τ’ ακούσει όμως αυτός, θα μάθετε σε λίγο...

Γρήγορα απομακρύνεται. Η Ιζόλδη, της Βραγγαίνης
σφίγγει το μπράτσο δυνατά και την τραβά κοντά της.

Ιζόλδη: Βραγγαίνη τώρα έχε γεια!... Τα μάτια μου τον κόσμο
θα βλέπουν απ’ τα μάτια σου!... Χαιρέτα μου τη μάνα
και το γλυκό πατέρα μου!...

Βραγγαίνη: Τι πρόκειται να κάνεις;
Για πιο φευγιό να ετοιμαστώ να σε ακολουθήσω;

Ιζόλδη: Πρόσεξε τι θα πω, καλά. Σε λίγο ο Τριστάνος
θα είν’ εδώ• τώρα άκουσε πιστά την εντολή μου:
Ετοίμασε στα γρήγορα το φίλτρο της «φιλίας»...
... Ξέρεις... Αυτό που σού ’δειξα...

Βραγγαίνη: Τι φίλτρο είναι και τούτο;

Της βγάζει το φιαλίδιο μες από το κουτάκι.

Ιζόλδη: Το φίλτρο του «εξιλασμού»! Το φίλτρο των γενναίων!...
Θα χρειαστεί ολόκληρο... Θα το αδειάσεις όλο!...

Βραγγαίνη: Στα μάτια μου να εμπιστευτώ;

Ιζόλδη: Να εμπιστευτείς σε μένα!

Βραγγαίνη: Αυτό το φίλτρο!... Και για ποιον; Για ποιον το προορίζεις;

Ιζόλδη: Γι’ αυτόν που με απάτησε.

Βραγγαίνη: Τον ήρωα Τριστάνο;

Ιζόλδη: Ναι! Να το πιει να εξαγνιστεί απέναντι σε μένα!...

Βραγγαίνη: Τι φρίκη!... Όχι! Κάνε το φτωχή, χωρίς εμένα.

Ιζόλδη: Α, υπηρέτρια άπιστη! Εγώ χωρίς εσένα;
Την τέχνη της μητέρας μου, την ξέχασες αλήθεια;
Λες να μας έστειλε αυτή, που όλα τα υπολογίζει,
στα ξένα δίχως συμβουλή; Να τα ισχυρά τα φίλτρα:
για πόνους και βαθιές πληγές, τα βότανα ετούτα•
για δηλητήρια κακά, εδώ τ’ αντίδοτά τους.
Μα για τον πόνο τον βαθύ, που δεν υπάρχει άλλος
βαθύτερος, τα βότανα αυτά δεν χρησιμεύουν!...
Γι’ αυτόν, αυτή μού ετοίμασε το φίλτρο του θανάτου!...
άσε λοιπόν το θάνατο, δικαίωση να της δώσει...

Βραγγαίνη: Ώ πόνε απ’ όλους πιο βαθύ!...

Ιζόλδη: Τώρα, θα με υπακούσεις;

Βραγγαίνη: Ώ πόνε απ’ όλους πιο τρανέ!...

Ιζόλδη: Μου είσαι πιστή;

Βραγγαίνη: Το φίλτρο...

Κούρβεναλ: Ήλθεν ο υψηλότατος! Ο ευγενικός Τριστάνος!...

Ιζόλδη: Άσε τον υψηλότατο Τριστάνο να περάσει...




Πέμπτη Σκηνή


Βγαίνει προς το κατάστρωμα ο Κούρβεναλ και φεύγει.
Και η Βραγγαίνη αποχωρεί, γυρνώντας προς το βάθος.
Η Ιζόλδη, συγκεντρώνοντας όλες της τις δυνάμεις
για τη μεγάλη απόφαση, αργά μετακινείται
και με μεγαλοπρέπεια, στην άκρη της κουκέτας.
Ακίνητη μένει εκεί, με μάτια καρφωμένα,
προς της σκηνής την είσοδο. Εκεί που ο Τριστάνος
σε λίγο εμφανίζεται και σταματάει με σέβας.
Μες τη μεγάλη ταραχή, με μέλη μουδιασμένα,
η Ιζόλδη, μ’ έκσταση κοιτά τον άνδρα, σαν χαμένη!...
Ώρα πολλή κοιτάζονται, χωρίς να λένε λέξη!...

Τριστάνος: Παρακαλώ κυρία μου! Πείτε, τι επιθυμείτε;

Ιζόλδη: Δεν ξέρεις τι επιθυμώ εσύ, που από φόβο
για κάποιες σου ενέργειες, το βλέμμα μου αποφεύγεις;

Τριστάνος: Κυρία, είναι ο σεβασμός που με κρατά μακριά σας...

Ιζόλδη: Με λιγοστή υπακοή κι’ υπεροψία μεγάλη,
έδειξες περιφρόνηση, σε κάθε θέλησή μου!...

Τριστάνος: Μονάχα η υποταγή με κράτησε μακριά σας...

Ιζόλδη: Τότε η χάρη που χρωστώ, αλήθεια, είναι λίγη,
σ’ αυτόν που δίνει διαταγή να φέρεσαι με απρέπεια
σε μένα, που με διάλεξε, γυναίκα του να κάνει!

Τριστάνος: Στη χώρα αυτή που τώρα ζω, η ευπρέπεια επιβάλει,
μακριά να μένει απ’ τη μνηστή, σε όλη την διάρκεια
του ταξιδιού, ο συνοδός...

Ιζόλδη: Για πες μου, για ποιο λόγο;

Τριστάνος: Το σεβασμό στο έθιμο. Δεν έχω άλλο λόγο.

Ιζόλδη: Αφού το έθιμο σέβεσαι τόσο πολύ Τριστάνε,
ένα άλλο έθιμο παλιό εγώ σου υπενθυμίζω:
της έχθρας τον εξιλασμό, πριν από τη φιλία!...

Τριστάνος: Ποιαν έχθραν εννοείς λοιπόν;

Ιζόλδη: Τον εαυτό σου ρώτα!...
... Ανάμεσά μας μια σκιά, εκδίκηση ζητάει!...

Τριστάνος: Πληρώθηκε...

Ιζόλδη: Όχι σ’ εμέ!... Όχι αναμεταξύ μας!...

Τριστάνος: Μπροστά σε όλο το λαό, μες τ’ ανοιχτό πεδίο
της μάχης, ορκιστήκανε τη λήθη, και τα δύο
τ’ αντίπαλα στρατόπεδα, για πάντα να τηρήσουν.

Ιζόλδη: Το να γιατρεύω τον Ταντρίς και ξάφνου ο Τριστάνος
να πέσει μες τα χέρια μου, δεν ήταν μες τον όρκο!...
Την ώρα που ορκιζότανε, αρχοντικά στεκόταν,
αρτιμελής και δυνατός!... Εγώ δεν μίλησα όμως!...
Εκράτησα τη σιωπή! Δεν έδωσα τον όρκο!...
... Στο ήσυχο δωμάτιο κατάκοιτος σαν ήταν
σε νάρκη απ’ την αρρώστια του, με το σπαθί μπροστά του,
κράτησα και το στόμα μου, κράτησα και το χέρι!...
Αλλά ό,τι υποσχέθηκα, στο στόμα και στο χέρι,
δέθηκα τότε σιωπηλά με όρκο, να τηρήσω!...
Και τώρα ήλθε η στιγμή, τον όρκο να εκτελέσω...

Τριστάνος: Κυρία! Τι ορκιστήκατε;

Ιζόλδη: Το θάνατο του Μόρολντ
ορκίστηκα να εκδικηθώ!

Τριστάνος: Τόσο σας βασανίζει
ο όρκος σας για εκδίκηση;

Ιζόλδη: Τολμάς να κοροϊδεύεις;
Της Ιρλανδίας ο ήρωας ήταν σ’ εμέ ταγμένος!
Ευλόγησα τα όπλα του κι’ έφυγε για τη μάχη,
με μένα σύμβολο τιμής. Σαν έπεσε, μαζί του
και η τιμή μου έπεσε! Στον πόνο της καρδιάς μου,
έκανα όρκο, ότι αν άνδρας δεν εκδικιόταν
το θάνατό του, τότε εγώ, γυναίκα, θα τολμούσα!...
Όταν ήσουν στα χέρια μου, άρρωστος, ναρκωμένος,
γιατί το χέρι κράτησα; Μόνος σου ν’ απαντήσεις,
τώρα εσύ εύκολα μπορείς: φρόντιζα την πληγή σου,
να γίνεις γρήγορα καλά, να χτυπηθείς από άνδρα,
που η Ιζόλδη θα τον κέρδιζε, για την εκδίκησή της...
μ’ αυτό το υφάδι η μοίρα μας έπλεξε τις ζωές μας!...
Αφού όλοι οι άνθρωποι θαυμάζουν τον Τριστάνο,
το χρέος της εκδίκησης, ποιά χέρια θα σηκώσουν;

Τριστάνος: Αυτά εγώ δεν τά ’ξερα... Αφού ο Μόρολντ ήταν
για σένα τόσο ακριβός, να, πάρε το σπαθί μου
και όπλισε το χέρι σου, με σιγουριά και σφρίγος!...
Το θύμα τούτη τη φορά, δεν πρέπει να ξεφύγει...

Ιζόλδη: Θα πίστευε ο βασιλιάς πως τον υπολογίζω,
αν σκότωνα τον πιο πιστό απ’ όλους του τους άνδρες;
Αυτόν που εξασφάλισε την ανεξαρτησία,
για όλο το βασίλειο, με μια μονομαχία;
Τόσο μικρό το εκτιμάς, αυτό που σου χρωστάει,
την Ιρλανδέζα τη μνηστή, στα χέρια του που φέρνεις;
Ή θα μπορούσε ν’ αφεθεί, να μη με κατακρίνει,
σαν του χτυπήσω τον πιστό, που κουβαλάει για ’κείνον,
του όρκου της λήθης λάβαρο, στα χέρια να του δώσει;
... Κράτα στη θήκη το σπαθί. Τότε που μες τα χέρια
το σήκωσα, η εκδίκηση έπνιγε την καρδιά μου!...
Όταν το βλέμμα σου έψαχνε πάνω μου και μετρούσε
αν άξια ήμουν για σύζυγος του βασιλιά του Μάρκου,
τότε το άφησα άπραγο, βαρύ να πέσει χάμω...
Τώρα, ας κάνουμε σπονδή, στη συμφιλίωσή μας!...

Η Ιζόλδη κάνει νόημα. Παγώνει η Βραγγαίνη. Εκείνη, μ’ επιτακτική κίνηση, την προτρέπει.
Τότε η Βραγγαίνη τρέμοντας, με δισταγμό στη σκέψη, αρχίζει το μοιραίο ποτό, αργά να ετοιμάζει!...

Ναύτες: Μαζέψτε όλα τα πανιά. Σφίξτε γερά τους κόμπους...

Τριστάνος: (Σαν απ’ τη μόρα του όνειρου ξυπνώντας, τη ρωτάει:) Πού άραγε βρισκόμαστε;

Ιζόλδη: Πολύ κοντά στην άκρη!...
Τριστάνε... μ’ εμπιστεύεσαι; Πες μου... απάντησε μου...

Τριστάνος: Του μυστηρίου η θεά προστάζει να σωπάσω...
Φωτίζω ό,τι μού κρύφτηκε, κρύβω ό,τι δεν θωριέται!...

Ιζόλδη: Με τη σιωπή κατάλαβα πως θες να μου ξεφύγεις...
Θα αρνηθείς το λυτρωμό του εξιλασμού σε μένα;

Η Ιζόλδη κάνει νόημα και η Βραγγαίνη φέρνει την κούπα και την ακουμπά στα χέρια της Ιζόλδης...

Ναύτες: Έϊ χο έϊ χο και φτάσαμε!...

Ιζόλδη: Άκουσες τις φωνές τους;
Τώρα στην άκρη φτάσαμε! Λίγα λεπτά μονάχα
και θά ’μαστε στο βασιλιά! Το βασιλιά το Μάρκο!...
Αφού εσύ ’σαι ο συνοδός, ευγενικό δεν θά ’ταν,
να τού ’λεγες τα λόγια αυτά: « Θείε και κύριέ μου,
Κοίτα!... Γυναίκα πιο γλυκιά, δε θά ’βρισκες ποτέ σου:
κάποτε σκότωσα αυτόν, που ήταν σ’ αυτήν ταγμένος
κι’ έπειτα το κεφάλι του, της έστειλα για «δώρο» !
Αυτή όμως με συμπάθεια, έγιανε την πληγή μου,
που τ’ όπλο του, μού άνοιξε!... Κρατούσε τη ζωή μου!...
Μα η παρθένα ευγενικά, με άφησε να ζήσω!...
Ακόμα, για χατίρι μου, τη χώρα της βυθίζει
σ’ αισχύνη, αφού δέχτηκε γυναίκα σου να γίνει!...
Τέτοια λαμπρή απάντηση, για τόσα «πλούσια δώρα»
πήρα από φίλτρο λησμονιάς, που όλα τα συγχωράει!...
Η χάρη της προσέφερε, σε μένα αυτό το φίλτρο,
για να γιατρέψω τις πληγές, από τις ενοχές μου!...»

Ναύτες: Ρίξτε την άγκυρα παιδιά! Όλοι στα παλαμάρια!...

Τριστάνος: Δέστε καλά όλα τα σχοινιά! Την άγκυρα απολύστε!...
Κρατείστε το πηδάλιο ευθεία στην πορεία!
Μαζέψτε όλα τα πανιά!...

Στρέφεται στην Ιζόλδη. Παίρνει την κούπα γρήγορα, από τα δυο της χέρια.

Τριστάνος: Ξέρω καλά, βασίλισσα της Ιρλανδίας και σένα
και την ισχύ της τέχνης σου, που έγιανε την πληγή μου.
Παίρνω την κούπα τώρα αυτή, να γιατρευτώ για πάντα!...
Άκου λοιπόν την πρόποση, για να σ’ ευχαριστήσω!...
Αξία μου, είναι η τήρηση της κάθε υπόσχεσής μου.
Και τυραννία ο κίνδυνος, που με τραβάει κοντά του!
Μια αυταπάτη της καρδιάς!... Ονειρική εικόνα
αόριστης διαίσθησης, που αμυδρά διακρίνω!...
Μοναδική παρηγοριά, του αιώνιου του πόνου!...
... Ποτό, της ευεργετικής, του εξιλασμού μου χάρης,
σε πίνω δίχως δισταγμό!

Αρχίζει ευθύς να πίνει...

Ιζόλδη: Κι’ εδώ ακόμα μ’ απατάς; Δώσ’ το μισό σε μένα!

Παίρνει την κούπα. Χαιρετά.

Ιζόλδη: Προδότη μου για σένα
το πίνω!...

Πίνει και πετάει την κούπα μακριά της...
... Κι’ οι δυο παγώνουν στη κορφή συγκίνησης μεγάλης,
που βγαίνει από τα σπλάχνα τους, φουντώνει στο μυαλό τους,
διώχνει από το βλέμμα τους, το θάρρος του θανάτου,
ξανάβοντάς το με φωτιά, ερωτικής αγάπης!...
Τα χέρια τους που τρέμουνε, κρατάνε την καρδιά τους!
Τη σφίγγουνε με δύναμη!... Μετά, τα ξαναφέρνουν
στο μέτωπο! Τα βλέμματα, ζητούν το ένα τ’ άλλο!...
Γεμάτοι από ταραχή, πλησιάζουνε. Και τέλος,
σμίγουν σε σφιχταγκάλιασμα, με ατελείωτο πάθος!...

Ιζόλδη: (Με μια τρεμάμενη φωνή) Τριστάνε!...

Τριστάνος: Ω Ιζόλδη!...

Ιζόλδη: (Στο στήθος του στηρίζεται) Άπιστε αγαπημένε !...

Τριστάνος: (Τη σφίγγει μες την αγκαλιά) Θεία, γλυκιά γυναίκα!...

Μένουν σφιγμένοι σιωπηλά. Μακριά ακούν τρομπέτες.

Φωνές: Ω! Ζήτω!... Ζήτω ο βασιλιάς!...

Βραγγαίνη: (Το πρόσωπο γυρνώντας,
συνοφρυωμένη, σιωπηλή, στην άκρη της καμπίνας,
στρέφει το βλέμμα και κοιτά τους δυο ερωτευμένους,
που μένουνε, σ’ αγκάλιασμα μαυλιστικό χαμένοι!...
Μετά, βαδίζει βιαστικά συστρέφοντας τα χέρια
μ’ απελπισία, στης σκηνής το μπροστινό το μέρος...)
Ω δυστυχία απέραντη!... Αιώνια μιζέρια!...
Αντί για θάνατο ταχύ, αμείλικτη υφαίνεις
σε κακορίζικο καμβά, το απατηλό σου έργο:
μια πίστη δίχως αύριο!...

Η Ιζόλδη κι’ ο Τριστάνος, σκιρτούν κι’ απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλο...

Τριστάνος: (Με θολωμένο το μυαλό) Τριστάνε, η τιμή σου, μες τ’ όνειρο πια χάθηκε;

Ιζόλδη: Ιζόλδη, η ντροπή σου, μες τ’ όνειρο ξεχάστηκε;

Τριστάνος: Είχες χαθεί για μένα;

Ιζόλδη: Για μέναν αδιαφόρησες;

Τριστάνος: Μια απατηλή μαγεία, μ’ οδήγησ’ επιπόλαια!...

Ιζόλδη: Ήταν τρελή η οργή μου, που άδικα μας απείλησε!...

Τριστάνος: Ιζόλδη!...

Ιζόλδη: Ω Τριστάνε!...

Τριστάνος: Απ’ όλες, είσαι η πιο γλυκιά!...

Ιζόλδη: Κι’ εσύ ο ακριβός μου!...

Μαζί: Πώς οι καρδιές μας φλέγονται κι’ υψώνονται στα ουράνια!...
Πώς όλες οι αισθήσεις μας τρέμουν από ευτυχία!...
Γεμάτος άνθη ανοίγεται ο κόσμος της αγάπης!...
Στου έρωτα την παραίτηση, πόσο γλυκά ειν’ το πάθος
κι’ η δύναμη που μας τραβά, ορμή που ξεπηδάει
μες απ’ τα βάθη της καρδιάς!... Τριστάνε!... Ω Ιζόλδη!...
Από τον κόσμο ξέφυγες! Σε κέρδισα για μένα!...
Δε νοιώθω τίποτ’ άλλο πια! Νοιώθω μονάχα εσένα!...
Ηδονική ευχαρίστηση! Κορφή της ύπαρξής μου!...

Η αυλαία ανοίγει διάπλατα. Το πλοίο γεμάτο ιππότες
και άνθρωπους της θάλασσας που χαιρετούν τα πλήθη,
που τους προσμένουν στην ακτή. Πολύ κοντά προβάλλει
βράχος, που στεφανώνεται από υψωμένο πύργο.
Μένει η Ιζόλδη εκστατική κι’ έκθαμβος ο Τριστάνος,
στα μάτια να κοιτάζονται, χωρίς νά ’ναι σε θέση
να καταλάβουνε αυτό που γύρω τους συμβαίνει!...


Βραγγαίνη: (Μ’ ένα της νεύμα, έρχονται κοντά της οι γυναίκες)
Φέρτε μου το βασιλικό μανδύα να της φορέσω!
(Τρέχει και μπαίνει ανάμεσα Τριστάνου και Ιζόλδης!)
Δυστυχισμένοι! Προσοχή! Πού είμαστε κοιτάξτε!...
(Πριν η Ιζόλδη αντιληφθεί, της βάζει το μανδύα)

Φωνές: Ζήτω ο βασιλιάς Μάρκος ! Να ζήσει ο βασιλιάς μας!...

Κούρβεναλ: Ζήτω ο Τριστάνος!... Ήρωα, ευτυχισμένε κι’ άξιε!...
Με μια ακολουθία λαμπρή, μέσα σε μία βάρκα,
βλέπω το μεγαλειότατο το Μάρκο να πλησιάζει,
όλος χαρά, απ’ το πέρασμα που κάνει για να φτάσει,
στην υψηλή του τη μνηστή! Τη δροσερή Ιζόλδη!...

Τριστάνος: (Κοιτά γεμάτος ταραχή) Ποιος είπες ότι φτάνει;

Κούρβεναλ: Ο βασιλιάς!

Τριστάνος: Ποιος βασιλιάς;

Ο Κούρβεναλ του δείχνει.

Ναύτες: (Κουνώντας τα σκουφάκια τους) Ζήτω ο βασιλιάς μας!...

Σκύβει ο Τριστάνος προς τη γη!... Σαν αποσβολωμένος, μένει χωρίς να σκέφτεται!...

Ιζόλδη: (Με ταραχή) Τι είναι;
Αχ! Τι ’ναι τούτες οι φωνές;

Βραγγαίνη: Ιζόλδη! Τώρα πρέπει,
ν’ αντιληφθείς τι γίνεται, γύρω σου!... Να συνέλθεις!...

Ιζόλδη: Που είμαι; Ζω; Αχ!... Τι πιοτό μας έβαλες να πιούμε;

Βραγγαίνη: (Μ’ απελπισία) ... Το πιοτό... της αιωνίας αγάπης!...

Ιζόλδη: (Προς τον Τριστάνο στράφηκε. Με τρόμο τον κοιτάζει!) Τριστάνο!...

Τριστάνος: Ιζόλδη!...

Ιζόλδη: Πώς να ζω;

Πέφτει! Λιποθυμάει, στα χέρια του Τριστάνου της, που την κρατάει με πάθος!...

Βραγγαίνη: Τρέξτε γυναίκες γρήγορα! Βοηθείστε την κυρά σας!...

Τριστάνος: Ω ανελέητη ηδονή! Την πανουργία που φέρνεις
και την απάτη κουβαλάς! Άγιο έρωτα κι’ αν στάζεις!...

Φωνές: Ζήτω η Κορνουάλλη μας! Ζήτω η Κορνουάλλη!...



Τέλος της Πρώτης Πράξης












Δεύτερη Πράξη


Πρώτη Σκηνή


Στο κάστρο το βασιλικό, του Μάρκου στην Κορνουάλλη,
στον κήπο τον πευκόφυτο, μπρος στο δωμάτιό της,
η Ιζόλδη μ’ αναταραχή, με φόβο η Βραγγαίνη...

Ιζόλδη: Έσβησε ο θόρυβος μακριά• χάθηκαν μες το δάσος...

Βραγγαίνη: Ακούγονται εκεί καθαρά• είναι κοντά ακόμα.

Ιζόλδη: Ο φόβος σου σε πλάνεψε: το θρόισμα του ανέμου
στων φύλλων το ανατρίχιασμα, ξεγέλασε τ’ αυτιά σου!

Βραγγαίνη: Του πόθου τ’ ανατρίχιασμα μούδιασε το μυαλό σου
και σ’ έκανε να μην ακούς τον ήχο των σαλπίγγων...

Ιζόλδη: Ήχο σαλπίγγων πέρασες του ρυακιού τον ήχο,
που κελαρύζει πρόσχαρα, τρέχοντας στο περβόλι!
Αν σάλπιγγες ηχούσανε, πώς θα ’φτανε στ’ αυτιά μας,
τόσο γλυκό και σιγανό, τ’ όμορφο αυτό τραγούδι;
Μόνον αυτό ακούγεται μες τη σιωπή της νύχτας...
Θα σκέφτεσαι τις σάλπιγγες και θα κρατάς μακριά μου
αυτόν, που μες τη σιγαλιά, εμένα περιμένει;

Βραγγαίνη: Ω, άκουσε τα λόγια μου κόρη μου και φυλάξου:
Κατάσκοποι παραφυλάν’ τη νύχτα τον καλό σου!...
Τυφλή εσύ και νόμισες κι’ οι άλλοι πως δεν βλέπουν;
Όταν στο πλοίο τρέμοντας, ο δύστυχος Τριστάνος
παρέδωσε στο βασιλιά, την κάτωχρη τη νύφη,
που μόλις την κρατούσανε τα πόδια της μην πέσει,
σαν όλοι απορούσανε κοιτώντας σαστισμένοι
κι’ ο αγαθός ο βασιλιάς, ανήσυχος ρωτούσε,
για την ταλαιπωρία σου στο μακρινό ταξίδι,
είδα έναν, που τα μάτια του τα είχε καρφωμένα,
παρατηρώντας συνεχώς, το ύφος του Τριστάνου!...
Με πανουργία μοχθηρή, επίμονα ζητούσε,
κάποιο σημάδι χρήσιμο, στα ύποπτα σχέδιά του!...
Συχνά τον βλέπω να κοιτά και να κατασκοπεύει...
Στήνει παγίδες φοβερές! Το Μέλοτ να προσέχεις!...

Ιζόλδη: Για τον ιππότη Μέλοτ λες; Ω πόσο έξω πέφτεις!
Αυτός δεν είν’ ο πιο πιστός, ο φίλος του Τριστάνου;
Η αγάπη μου, όταν δεν μπορεί να βρίσκεται μαζί μου,
τότε μονάχη συντροφιά, τον Μέλοτ ξεδιαλέγει!...

Βραγγαίνη: Το ίδιο που σε μένανε κινεί την υποψία,
αυτό το ίδιο το εκτιμάς και το καλείς φιλία!...
Ο δρόμος, όπου τον κακό το σπόρο σπέρνει ο Μέλοτ,
απ’ τον Τριστάνο ξεκινά, στο βασιλιά τελειώνει!...
Στο ξαφνικό νυχτερινό κυνήγι που οργανώσαν,
θέλει ο πανούργος κυνηγός, για θήραμα να πιάσει
κάτι εκλεκτό! Που δεν μπορεί ο νους σου να συλλάβει!...

Ιζόλδη: Το τέχνασμα του κυνηγιού σκαρφίστηκε ο Μέλοτ,
από συμπάθεια φιλική. Θα τον κατηγορήσεις;
Για μέναν, ενδιαφέρεται περσότερο από σένα!...
Πόρτες ανοίγει ο Μέλοτ μας, που εσύ τις αμπαρώνεις!...
... Απάλλαξέ με τώρα εσύ, από την αγωνία
της προσμονής και δώσε το, Βραγγαίνη το σινιάλο...
Σβήσε τη φλόγα του πυρσού, να μείνει μόνη η νύχτα...
Η σιωπή απλώθηκε στο δάσος και στο σπίτι,
γεμίζοντάς μου την καρδιά, γλυκιά ανατριχίλα!...
Ω! Σβήσε! Σβήσε τον πυρσό! Το φως να εξαφανίσεις,
που διώχνει την αγάπη μου και την κρατάει μακριά μου!...

Βραγγαίνη: Άσε το φως να ειδοποιεί για κίνδυνο που υπάρχει!...
Ω, τι καημός! Τι δύστυχη που είμαι η κακομοίρα!...
Εκείνο το μοιραίο ποτό κι’ η ανυπακοή μου,
για μια μοναδική φορά, στην άτυχη κυρά μου!...
Αν σαν κουφή και σαν τυφλή, σε είχα υπακούσει,
ο θάνατος θα ’ρχότανε, μα η ντροπή σου, όχι!...
Κι’ ακόμα πιο ντροπιαστική, η άβουλη ζωή σου!...
Ντρέπομαι εγώ! Γιατί όλα αυτά, δικό μου έργο είναι!...
Και πρέπει εγώ να ντρέπομαι, για όλη τη ζωή μου;

Ιζόλδη: Δικό σου έργο; Ανόητη γυναίκα! Δεν γνωρίζεις
για τη Θεά του Έρωτα; Της Νύχτας τη μαγεία;
Τη ριψοκίνδυνη Θεά, που διαφεντεύει τύχες;
Υπήκοοί της, η ζωή κι’ ο θάνατος! Κι’ υφαίνει
-από τις λύπες, τις χαρές, τα μίση- την αγάπη!...
Τόλμησα εγώ, στα χέρια μου να πάρω πεπρωμένο,
θανάσιμο! Μα η Θεά του Έρωτα το πήρε
από την εξουσία μου και κράτησε εμένα!...
Είν’ η ζωή μου έρμαιο, στα χέρια τα δικά της!...
Ας μ’ οδηγήσει, όπου αυτή νομίζει κι’ όπως θέλει!...
Θ’ ακολουθήσω πρόθυμη, τα άγρια μονοπάτια...
Ας μου τελειώσει τη ζωή, όποτε αυτή πιστεύει!...
Και τώρα, άσε με σ’ αυτήν, υπακοή να δείξω...

Βραγγαίνη: Αν της θεάς του έρωτα τ’ ολέθριο το φίλτρο,
σου έκλεψε τη λογική και δεν μπορείς να νοιώσεις
αυτή μου τη διαίσθηση, που πάντα σε αποτρέπει,
τουλάχιστον για σήμερα, άκου με! Σε ικετεύω:
το φως αυτό, τον κίνδυνο που δείχνει, μην το σβήσεις!...

Ιζόλδη: Αυτή που μ’ άναψε φωτιά στα στήθια,
αυτή είν’ που λαχταράει να πέσει η νύχτα!...
Έχει το θρόνο της μες την ψυχή μου,
απ’ όπου εξόρισα το φως του ήλιου!...
Του Έρωτα η Θεά, που το σκοτάδι
ειν’ το δικό της φως: το φως του Άδη!...
Άγρυπνα τώρα στη σκοπιά σου φύλα.
Μόνο αν δεις κίνδυνο, σε μένα μίλα.
Το φως αυτό, κι’ αν ήταν η πνοή μου,
γελώντας, θα το έσβηνε η ψυχή μου!...

Πετάει στο χώμα τον πυρσό! Τον σβήνει!... Μακριά φεύγει η Βραγγαίνη τρομαγμένη...
Η Ιζόλδη αφουγκράζεται το δάσος. Μ’ ανυπομονησία περιμένει...
Πλησιάζει πιο κοντά στα πρώτα δέντρα, ψάχνοντας μ’ αγωνία στο σκοτάδι...
Ξάφνου, από ευχαρίστηση μορφάζει, καθώς τη σκιά του πολυαγαπημένου
διέκρινε κοντά της να πλησιάζει...



Δεύτερη Σκηνή


Τριστάνος: Ιζόλδη! Αγάπη μου!...

Ιζόλδη: Τριστάνε! Φως μου!...

Τριστάνος: Κοντά μου βρίσκεσαι;

Ιζόλδη: Σ’ αγγίζω αλήθεια;

Τριστάνος: Μήπως γελάστηκα;

Ιζόλδη: Αχ επιτέλους!...

Τριστάνος: Μες την αγκάλη μου!...

Ιζόλδη: Εσύ είσαι αλήθεια;

Τριστάνος: Αυτή που βλέπω, εσύ;

Ιζόλδη: Τα μάτια σου είναι;

Τριστάνος: Είναι το στόμα σου;

Ιζόλδη: Το χέρι σου είναι;

Τριστάνος: Είν’ η καρδούλα σου;

Ιζόλδη: Είμαστε οι δυο μας;

Τριστάνος: Είμαι εγώ αυτός; Κι’ εσύ ’σαι ’κείνη; Είν’ όλα ψέματα; Όνειρο είναι;

Μαζί: Ω αγαλλίαση, γλυκιά ψυχή μου!... Τόλμη υπέροχη κι’ ευλογημένη!...

Τριστάνος: Μόνη ευτυχία μου!...

Ιζόλδη: Αχ θησαυρέ μου!...

Τριστάνος: Ανείπωτη χαρά!...

Ιζόλδη: Παντοτινή μου!... Ανέλπιστη! Άγνωστη!...

Τριστάνος: Μ’ έχει μεθύσει!...

Ιζόλδη: Ξεχείλισμα χαράς!...

Τριστάνος: Ευδαιμονία!...

Μαζί: Του κόσμου λησμονιά! Ουράνια, θεία!... Είσαι δικός μου πια! Είσαι δική μου!...
Είμαστε αιώνιοι και ενωμένοι!...

Ιζόλδη: Πόσο καιρό μακριά, εγώ από σένα!...

Τριστάνος: Τόσο καιρό μακριά, τόσο κοντά μου!...

Ιζόλδη: Εχθρός του έρωτα η απουσία!... Βραδύς και ράθυμος περνάει ο χρόνος!...

Τριστάνος: Μακριά - κοντά: σκληρά τα ’χουν χωρίσει!...
Και το κοντά ευγένεια έχει και χάρη, ενώ το μακριά σκληρό μαράζι!...

Ιζόλδη: Μες το σκοτάδι εσύ κι’ εγώ στα φώτα!...

Τριστάνος: Πόσο άργησε το φως αυτό να σβήσει!... Ο ήλιος έσβησε! Πέθανε η μέρα!
Όμως η ζήλια τους έμενε ακόμα, με του πυρσού το φως σήμα κινδύνου
έξω απ’ την πόρτα σου να μ’ αποτρέπει, ώστε να μη μπορώ να ’ρθω κοντά σου!...

Ιζόλδη: Μα της αγαπημένης σου το χέρι, έσβησε τον πυρσό μέσα στο χώμα!
Η βάγια μου ήθελε να με φοβίσει! Όμως εγώ χωρίς φόβο κανένα,
με τη Θεά του Έρωτα προστάτη, τυλίχτηκα στης Νύχτας της τη λάμψη!...

Τριστάνος: Τη μέρα! Τη μέρα, μισώ καταριέμαι! Εχθρό αδυσώπητο, φθόνο γεμάτο!...
Τον πυρσό όπως έσβησες, να ’σβηνα εγώ της ημέρας το φως το αλαζονικό,
για τα βάσανα του έρωτα να εκδικηθώ!... Αγωνία ή βάσανο ψάχνω να βρω,
που να μην τα ξυπνήσει το φως της αυτό!...
Και μες της νύχτας τη μαγεία τη σκοτεινή,
η αγαπημένη το φυλάει σαν απειλή,
στην ερημιά να με κρατάει, μακριά απ’ αυτή!...

Ιζόλδη: Η αγαπημένη αν φυλάει το φως αυτό, ο αγαπημένος στην καρδιά του πριν καιρό,
τη μέρα έβαλε την ψεύτρα και κακή! Να ο Τριστάνος, που με γέλασε φριχτά!...
Μήπως δεν ήτανε η μέρα η φωτεινή, που ψέμα ολέθριο τον έκανε να πει,
στην Ιρλανδία σταλμένος απ’ το βασιλιά, καταδικάζοντας σε άθλιο αφανισμό,
ό,τι ήταν μέσα στην ψυχή του αληθινό;

Τριστάνος: Η μέρα σε φως την Ιζόλδη τυλίγει!... Την παίρνει για ’κει που ο ήλιος αστράφτει!...
Αυτό που τα μάτια μου μάγευε τόσο, γεμίζει σκοτάδι βαθύ την ψυχή μου!
Γιατί, πώς η Ιζόλδη δική μου θα γίνει,
μες της μέρας το τόσο περίλαμπρο φως;

Ιζόλδη: Δική σου δεν ήμουν; Δεν σ’ είχα διαλέξει; Ποιος δόλος της μέρας σε είχε πλανέψει;
Να προδώσεις αυτή που ’χε προοριστεί, απ’ τη μοίρα, μονάχα κοντά σου να ζει;

Τριστάνος: Άστραφτε γύρω μου περίλαμπρη η δόξα!... Η δύναμή της με τιμές στεφανωμένη
θάμπωσε με τη λάμψη, της καρδιάς τα μύχια!... Η μέρα φώτιζε τα επίγεια με μανία
κι’ η αντανάκλαση εισχωρούσε μες το νου μου!...
Τις σκέψεις πότιζε με πλάνη και με ψέμα και με τη μάταιη ηδονή του «παραδείσου»!...
Όμως μες της ψυχής τη Νύχτα ξαγρυπνούσε,
κρυμμένη μέσα στο μυστήριο της αγάπης, χωρίς ο νους μου να μπορεί να διακρίνει,
μια εικόνα τόσο θαυμαστή και μεγαλειώδης!...
Με δυνατή φωνή την ύμνησα μπροστά τους, σ’ όλον εκείνο το στρατό κι’ όλο τον κόσμο!...
Παίνεψα τη γλυκιά μνηστή του βασιλιά μας,
την πιο όμορφη στη γη, την τρισχαριτωμένη!...
Το φθόνο, που αποκάλυψε γύρω μου η μέρα,
τη ζήλια, εκείνων που η δική μου ευτυχία, φρίκη τους έκανε να νοιώθουνε και τρόμο,
τον άπιστο, που η δόξα μου πολύ απειλούσε, όλα τούτα τ’ αψήφησα και με την πίστη
ότι υπεράσπιζα την ίδια την τιμή μου, στην Ιρλανδία αποφάσισα να πάω...

Ιζόλδη: Ω σκλάβε άμυαλε της πλανερής της μέρας!
Να υποφέρω, τόσο μ’ έκανες αλήθεια, απ’ τον παράφορο τον έρωτα για σένα,
που απ’ τα βάθη της ψυχής μου σε μισούσα,
αιχμάλωτος στο φως της μέρας όπως ήσουν!...
Πόσο βαθειά ήταν η πληγή μες την καρδιά μου!...
Αυτός, που του ήμουν τόσο αφοσιωμένη, πόσο άξιος περιφρόνησης μού εφάνη,
όταν απέφευγε το βλέμμα τού έρωτά μου!...
Ίδιο μ’ εχθρό μου, τον αντίκριζα μπροστά μου!...
Και τότε, θέλησα να φύγω από τη μέρα, που με τη λάμψη της σε φώτιζε, προδότη!...
Μαζί μου να σε πάρω θέλησα, στη Νύχτα, εκεί που η δική μου η καρδιά υποσχόταν,
τέλος του πόνου και της πλάνης και του δόλου
κι’ εμείς οι δυο στο Θάνατο αφιερωμένοι, αιώνιο έρωτα θα πίνουμε ενωμένοι!...

Τριστάνος: Το χέρι σου όταν είδα να μου τον προσφέρει,
ο θάνατος του εξιλασμού, γλυκός μού εφάνη!...
Κι’ όταν της λύτρωσης με τύλιξε το πέπλο, σαν δειλινό απαλό ανώτερης ουσίας,
έπεσε η Νύχτα η μαγική μες την καρδιά μου και εξαφάνισε τις πλάνες της ημέρας!...

Ιζόλδη: Μα σε ξεγέλασε το ύπουλο το φίλτρο κι’ έτσι για άλλη μια φορά χάθηκε η Νύχτα!...
Κι’ εκείνον που το θάνατο σκεφτόταν μόνο, τον παραδίδει πάλι η Νύχτα στην ημέρα!...

Τριστάνος: Ευλογημένο αυτό το φίλτρο κι’ οι χυμοί του!... Ευλογημένη η μαγική ευγένειά του!...
Μες απ’ τις σκοτεινές τις πύλες του θανάτου, που εγώ πίστευα ότι αυτό με οδηγούσε,
της Νύχτας το βασίλειο μού φανερώνει, αυτό που στο όνειρό μου είχα δει μονάχα!...
Η εικόνα αυτή, μες την καρδιά μου φυλαγμένη,
τελείως έσβησε τη λάμψη της ημέρας!...
Τα μάτια μου ξεθάμπωσαν διαπερνώντας
μες από τις σκιές της Νύχτας, την Αλήθεια!...

Ιζόλδη: Μα πήρε εκδίκηση η εξόριστη η μέρα, από τις αμαρτίες σου βοηθημένη!
Κι’ αυτό που σου αποκάλυψεν η άγια Νύχτα, υποχρεωμένος ήσουνα να παραδώσεις,
στου άστρου της μέρας, τη βασιλική εξουσία,
να ζήσει εκεί, της μοναξιάς τα μεγαλεία!...
Πώς μπόρεσα ν’ αντέξω; ...Πώς αντέχω ακόμα;

Τριστάνος: Στη Νύχτα είμαστε κι’ οι δυο αφιερωμένοι!
Κι’ αν με τεχνάσματα κατόρθωσεν η μέρα
η δόλια και φθονερή να μας χωρίσει,
να καταφέρει κι’ άλλο με τα ψέματά της,
να ξεγελάσει εμάς τους δυο, δεν θα μπορέσει!
Η ματαιότητα και η υπεροψία,
δεν ξεγελούν όποιον στη Νύχτα έχει εισχωρήσει!...
Οι εφήμερες ακτίνες του φωτός της μέρας,
δε μας τυφλώνουν πια, αβέβαιες όπως είναι!...
Τα ψέματα της μέρας, οι τιμές κι’ η δόξα,
η εξουσία και τα πλούτη όσο κι’ αν λάμπουν,
σα νέφη σκόνης που χρυσίζουν απ’ τον ήλιο,
μπροστά σ’ εκείνον που με μάτια ερωτευμένου
της Νύχτας τη λαμπρότητα έχει δει, σκορπίζουν!...
Μπροστά σ’ εκείνον, που απ’ την ίδια έχει γνωρίσει
τα μυστικά του έρωτα και του θανάτου!...
Μες τις ανώφελες της μέρας ψευδαισθήσεις,
ένας, μονάχα ένας, πόθος τού απομένει:
στην άγια Νύχτα να γυρίσει με λαχτάρα,
εκεί που αιώνια θα του χαμογελάει,
της λευτεριάς και του έρωτα η ευτυχία!...

Μαζί: Χαμήλωσε πάνω μας του έρωτα Νύχτα, σκέπασ’ τη ζωή μας με τη λησμονιά!
Στον κόρφο σου πάρε μας τώρα για πάντα και τον κόσμο κρύψε από μας μακριά!

Τριστάνος: Σβήνουν οι λάμψεις οι τελευταίες...

Ιζόλδη: Όσα νομίζαμε, όσα πιστεύαμε...

Τριστάνος: Όλες οι σκέψεις απ’ το μυαλό μας...

Ιζόλδη: Οι αναμνήσεις μας από τη μνήμη μας...

Μαζί: Σύθαμπο εξαίσιο, θείο προμήνυμα,
της ιερής μανίας διώξε τον τρόμο, να μας λυτρώσει, μες τη γαλήνη της!...

Ιζόλδη: Έσβησ’ ο ήλιος μες την καρδιά μας! Άστρα ευτυχίας χαμογελούν!...

Τριστάνος: Η γοητεία της αγκαλιάς σου μ’ έχει τυλίξει! Λειώνω γλυκά!...

Ιζόλδη: Μες την καρδιά σου λειώνει η καρδιά μου! Χείλη ενωμένα με μια φωτιά!...

Τριστάνος: Μια ανάσα μόνο και για τους δυο μας!

Μαζί: Χάνετ’ ο κόσμος! Βλέμμα θολό, μέσα στο θάμβος της ευτυχίας!

Ιζόλδη: Χλωμιάζει ο κόσμος ο πλανερός!...

Τριστάνος: Σαν ένα ψέμα μπροστά μας στέκει!...

Μαζί: Όλος ο κόσμος εμείς οι δυο!... Η ευδαιμονία που μας κατέχει!...
Μονάχα να ’χω τον πόθο αυτό: Να μην ξυπνήσω και να μη σκεφτώ!...

Βραγγαίνη: Μονάχη μες τη νύχτα, αγρυπνώ για σας, που του έρωτα η χάρη σας χαμογελά!...
Ακούστε την κραυγή μου για τον κίνδυνο, που νοιώθω να καραδοκεί στο πλάι σας
και προμηνύει δυστυχίες φοβερές, που με τρομάζουν και σας λέω: προσοχή!
Σε λίγο η νύχτα θα τελειώσει! Προσοχή!...

Ιζόλδη: Άκου αγάπη μου! Άκου!...

Τριστάνος: Μείνε στο Θάνατο κι’ άλλο!...

Ιζόλδη: Φθόνο η σκοπιά μας σκορπίζει!...

Τριστάνος: Ας ήταν να μην ξυπνήσω!...

Ιζόλδη: Μήπως ξυπνήσει ο Τριστάνος, μες το λαμπρό φως της μέρας;

Τριστάνος: Να υποχωρήσει ασ’ τη μέρα, μπρος του Θανάτου τη νίκη!...

Ιζόλδη: Μήπως η μέρα κι’ η Νύχτα, μ’ ένα σκληρό χτύπημά τους,
τον έρωτά μας χτυπήσουν;

Τριστάνος: Τον Έρωτα! Τον Έρωτα Τριστάνου και Ιζόλδης!...
Ποιο χτύπημα θανάσιμο μπορεί να τον χτυπήσει;
Ο χάρος αν ερχότανε να πάρει τη ζωή μου,
θα προσφερόμουν πρόθυμα στον Έρωτα θυσία!
Τον ίδιο όμως τον Έρωτα, πώς θα τόνε χτυπούσε;
Πώς θα μπορούσε ο Έρωτας μαζί μου να πεθάνει;
Αυτός, που πάντα αθάνατος θα μένει στους αιώνες;
...Και αν λοιπόν ο Έρωτας, ποτέ του δεν πεθαίνει,
πώς θα πεθάνω τότε εγώ, που Έρωτας έχω γίνει;

Ιζόλδη: Η αγάπη μας, δε λέγεται: Τριστάνος και Ιζόλδη;
Αυτή η γλυκιά λεξούλα «και», αυτή που μας ενώνει,
αυτή δεν είν’ ο Έρωτας; Δεν θα αφανιζόταν,
αν ο Τριστάνος πέθαινε κι’ έμενε μόνο η Ιζόλδη;

Τριστάνος: Στο θάνατο να οδηγηθεί, τι άλλο θα μπορούσε,
εκτός από το κάθε τι που στέκει ανάμεσά μας,
εμπόδιο να σ’ αγαπώ, να ζω για σένα μόνο;

Ιζόλδη: Αυτή η μικρή λεξούλα «και», θα μας ακολουθήσει
αν η Ιζόλδη ακόμα ζει κι’ ο λατρευτός Τριστάνος
στο χάρο έχει παραδοθεί, του Έρωτα θυσία;

Τριστάνος: Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο! Ενωμένοι δίχως όνομα και φόβο!...
Χωρίς τέλος μες τον Έρωτα χαμένοι, στη γλυκιά μας ευτυχία παραδομένοι!...

Ιζόλδη: Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο...

Τριστάνος: Χωρίς τέλος μες τον Έρωτα ενωμένοι...

Ιζόλδη: Στη γλυκιά μας ευτυχία παραδομένοι...

Τριστάνος: Ενωμένοι χωρίς όνομα και φόβο...

Μαζί: Δίχως όνομα στον Έρωτα χαμένοι... Στη γλυκιά μας ευτυχία παραδομένοι...

Βραγγαίνη: Φέγγει η μέρα και διαλύεται η νύχτα. Να προσέξετε τη μέρα! Η νύχτα φεύγει!...

Τριστάνος: Πρέπει ν’ ακούσουμε; ...Πρέπει;

Ιζόλδη: Άσε το Θάνατο κι’ άλλο!...

Τριστάνος: Πρέπει ν’ ανοίξω τα μάτια;

Ιζόλδη: Άσε τα μάτια κλεισμένα!...

Τριστάνος: Να αντικρύσω τη μέρα;

Ιζόλδη: Να υποχωρήσει άσ’ τη μέρα, μπρος του Θανάτου τη νίκη!...

Τριστάνος: Να αψηφήσουμε τότε, τις απειλές της ημέρας;

Ιζόλδη: Από την πλάνη της πρέπει για πάντα ν’ απαλλαγούμε!...

Τριστάνος: Μας έχει ποτέ τρομάξει, η σκοτεινή δύναμή της;

Ιζόλδη: Η Νύχτα αιώνια ας μείνει!...

Μαζί: Ω Νύχτα αιώνια, Νύχτα γλυκιά!... Εξαίσια του Έρωτα Νύχτα!
Αυτούς που αγκάλιασες φύλα καλά. Αυτοί σου ζητάνε βοήθεια!...
Εξόρισε τώρα το φόβο μακριά, του Έρωτα και του Θανάτου!
Μπροστά στου βωμού σου το φως το ιερό, χανόμαστε στη λησμονιά του!...

Τριστάνος: Πώς να συλλάβεις, πώς να αφήσεις τέτοια αγαλλίαση!...

Μαζί: Μακριά απ’ τον ήλιο, μακριά απ’ τις θλίψεις που μας χωρίζουνε!...

Ιζόλδη: Χωρίς ψευδαίσθηση...

Τριστάνος: Χαρές του Έρωτα...

Ιζόλδη: Μακριά απ’ τους φόβους μας...

Τριστάνος: Πόθος ανώδυνος...

Μαζί: Αιθέρια κούραση...

Ιζόλδη: Χωρίς καμιά φθορά...

Μαζί: Στο μισοσκόταδο.

Τριστάνος: Δίχως αποφυγές!...

Μαζί: Χωρίς τους χωρισμούς, αιώνιο σπίτι μας! Όνειρο έκστασης σε κόσμους άπειρους!...

Τριστάνος: Είσαι ο Τριστάνος και είμαι η Ιζόλδη! Ποτέ πια Τριστάνος!...

Ιζόλδη: Είσαι η Ιζόλδη και είμαι ο Τριστάνος! Ποτέ πια Ιζόλδη!...

Μαζί: Χωρίς ονόματα, χωρίς χωρισμούς ξανά θα βρεθούμε,
σε νέα έκσταση, αιώνια οι δυο θα νοιώθουμε ένας!...
Καρδιά φλεγόμενη, λαμπρό στολίδι του αιώνιου Έρωτα!...

                              



Τρίτη Σκηνή


Κούρβεναλ: Τρέχα Τριστάνε να σωθείς!...

Τριστάνος: ... Της στείρας μέρας η τελευταία αναλαμπή!...

Μέλοτ: Μπορείς να πεις σε μένα τώρα, άρχοντά μου, πως άδικα τον κατηγόρησα εγώ;
Και για να σώσω το κεφάλι το δικό μου, τι αναγκάστηκα να σου εγγυηθώ;
Πως θα τους πιάσω επ’ αυτοφόρω και τους δυο!
Να προστατέψω εγώ πιστά το όνομά σου και την τιμή σου, από το διασυρμό!...

Μάρκος: Αλήθεια έκανες αυτό; Έτσι νομίζεις; Κοίτα λοιπόν τον πιο πιστό απ’ τους πιστούς!
Κοίτα το φιλικότερο από τους φίλους! Της αφοσίωσής του πράξη ελεύθερη
πλήγωσε την καρδιά μου ως τα φυλοκάρδια,
με την πιο μαύρη προδοσία! Την πιο αισχρή!...
Αν με ξεγέλασε ο Τριστάνος, θα μπορέσω, να περιμένω ότι οι πληγές οι ανοιχτές,
που μου προκάλεσε η φρικτή του προδοσία,
θα γιατρευτούν από του Μέλοτ συμβουλές;

Τριστάνος: Φαντάσματα της μέρας όλο μοχθηρία! Όνειρα της αυγής γεμάτα απάτη!
Χαθείτε! Φύγετε από εμάς μακριά!...

Μάρκος: Σε μένανε το λές αυτό; Για μένα αυτά τα λόγια;
Πού πήγε η πίστη τώρα που με γέλασε ο Τριστάνος;
Πού πήγε ευγένεια και τιμή, όλες αυτές οι αξίες
που υπερασπιζότανε και τώρα δεν τις έχει;
Απ’ τον Τριστάνο αν πέταξε η αρετή, πού πήγε;
Την είχε κάνει έμβλημα, μα πια την έχει χάσει!...
Πού πέταξε απ’ το φίλο μου, που μ’ έχει πια προδώσει;
Πού καταλήξαν όλ’ αυτά που πρόσφερες σε μένα;
Όλη η δόξα, οι τιμές, δύναμη, μεγαλείο,
που τα κατέκτησες για με, το βασιλιά τον Μάρκο;
Πρέπει αυτά να πληρωθούν με τη ντροπή του Μάρκου;
Ή μήπως λίγη φάνηκε σ’ εσέ η ευγνωμοσύνη,
το δώρο που σου έκανα: να τα κληρονομήσεις;
Σαν πέθανε η βασίλισσα χωρίς παιδιά να κάνει,
ο Μάρκος σε αγάπαγε τόσο, που δεν εσκέφθη,
ούτε ήθελε να παντρευτεί, να κάνει κληρονόμους!
Για κληρονόμο είχε εσέ! Μα ο λαός μας όλος,
οι αυλικοί κι’ οι υπήκοοι απ’ όλη μας τη χώρα,
με παρακάλια κι’ απειλές, ζητούσαν από εκείνον
να βρει μια σύζυγο πιστή, βασίλισσα του θρόνου.
Κι’ εσύ ακόμα, πίεσες το θείο σου ν’ ακούσει
τις παραινέσεις της αυλής, τη θέληση του κόσμου.
Μ’ αυτός παρέμενε άκαμπτος στην αρχική του θέση,
ώσπου εσύ απείλησες, Τριστάνε, πως θα φύγεις
μακριά για πάντα απ’ την αυλή κι’ ακόμα από τη χώρα,
αν νύφη δε σε έστελνα στο βασιλιά να φέρεις!...
Τότε μόνο, υποχώρησε αυτός στη θέλησή σου...
... Αυτή η θεσπέσια καλλονή, που διάλεξες για μένα
κι’ έπεισες να με παντρευτεί, με γέμισε ευτυχία!...
Ποιος θα τολμούσε δίπλα της με θάρρος να καθίσει,
στα μάτια να την κοίταζε, τη φλόγα της ν’ αγγίσει!...
Ο σεβασμός που ενέπνεε η τόση ομορφιά της,
τον πόθο μου εμπόδισε να εκδηλωθεί μπροστά της!...
Μα νέα ζωη θα μου ’διναν τα προτερήματά της
και η ευγένεια, απ’ τη βασιλική γεννιά της!...
Και τώρα, που ακριβώς μ’αυτό το θαυμαστό σου δώρο,
τη δόλια μου έκανες καρδιά πιο ευάλωτη στον πόνο,
τώρα ήλθε το χτύπημα στο ευαίσθητο σημείο
κι’ ελπίδα για να γιατρευτώ, να ξέρεις, δεν υπάρχει!...
Γιατί έπρεπε τόσο σκληρά, άπονε, να προδώσεις;
Με δηλητήριο φρικτό έκαψες την ψυχή μου!...
Το άδολό μου το μυαλό, γέμισες υποψία,
έτσι, που τώρα να γλιστρώ μες τις σκιές της νύχτας,
σε καταφύγιο μυστικό, το φίλο μου να ψάχνω,
να μάθω, πως δικαίωμα στην ευτυχία, δεν έχω!...
Γιατί να ζω στην κόλαση, χωρίς καμιάν ελπίδα,
ότι κάποιος παράδεισος, θα ’ρθεί να με γλυτώσει;
Γιατί μες τη ντροπή να ζω, χωρίς καμιάν υπόνοια,
πως κάποιο μου μαρτύριο, θα την εξιλεώσει;
Στον κόσμο μέσα, ποιος μπορεί σ’ εμέ ν’ αποκαλύψει,
την πιο απόκρυφη πηγή κι’ αιτία, για όλα τούτα;

Τριστάνος: Δεν ξέρω την απάντηση να σου την πω με λέξεις...
Το νόημά της, δεν μπορεί να το εκφράσει ο λόγος...

Σα νά ’ν’ η πράξη, απάντηση, γυρνάει προς την Ιζόλδη!...

Θέλει η Ιζόλδη μακριά να πάει με τον Τριστάνο;
Στη χώρα που δεν έλαμψε ποτέ το φως του ήλιου;
Της Νύχτας χώρα, σκοτεινή, που η μάνα μου μ’ εγέννα
στο θάνατό της κι’ από ’κει, στο φως με παραδίδει...
Στης Νύχτας το βασίλειο το ιερό, που ήταν
και η φωλιά του Έρωτα! Εκεί γέννησε εμένα!...
Εμένα, που με ξύπνησε ο Έρωτας πριν λίγο!...
Για ’κει ο Τριστάνος προχωρά και πρώτος ξεκινάει...
Να πει η Ιζόλδη τώρα αν θα τον ακολουθήσει...

Ιζόλδη: Όταν ο φίλος μου ο καλός, κάποτε μου ζητούσε,
σε ξένη χώρα να με πάει, η Ιζόλδη όλο πίστη
κι’ υπακοή, τον άπιστο πρόθυμα ακολουθούσε!
Τώρα, που στην πατρίδα του και στην κληρονομιά του
με οδηγεί, πώς ν’ αρνηθώ, να πάω σ’ αυτή τη χώρα,
που η φιλοξενία της, τον κόσμο μου αγκαλιάζει;
Εκεί που είναι το σπίτι του, το μέρος που εγεννήθη,
εκεί η Ιζόλδη πρόθυμα, θα τον ακολουθήσει!...
Πάρε το δρόμο σου λοιπόν, μαζί με την Ιζόλδη!...

Μέλοτ: Προδότη! Εκδίκηση ζητώ για σένα βασιλιά μου!
Την προσβολή θα ανεχτεί η δύναμη του κράτους;

Τριστάνος: Ποιος είν’ ο ριψοκίνδυνος, που τη ζωή του βάζει
απέναντι στο ξίφος μου; Ο φίλος ο παλιός μου!...
Έλεγε πως θα μ’ αγαπά πιστά, ότι κι’ αν γίνει!...
Κανείς, καλύτερα απ’ αυτόν, δεν φρόντιζε τη δόξα
και την τιμή μου, ωθώντας με σε πράξεις περηφάνιας!...
... Μα αλαζονεία πότιζε με δόλο την καρδιά μου,
για δήθεν δόξα κι’ εύνοια βασιλική, αν φέρω
εσένα μέσα στην Αυλή, νύφη στον βασιλιά μας!...
Της ομορφιάς σου η φωτιά, τον τύφλωσε Ιζόλδη!...
Ζήλια τον παρακίνησε, εμένα να προδώσει,
το φίλο του, στο βασιλιά! Αυτόν πού ’χα προδώσει
πρωτύτερα, εγώ, πολύ βαριά!... Μέλοτ φυλάξου!

Ο Μέλοτ επιτίθεται• μα ο Τριστάνος, όχι!... Παράλυτο είναι το σπαθί! Πέφτει βαρύ στο χώμα!...
Κι’ ανοίγεται η βαθειά πληγή, στο δύσμοιρο το σώμα!...



Τέλος της Δεύτερης Πράξης













Τρίτη Πράξη


Πρώτη Σκηνή


Στο κάστρο του Τριστάνου στη Βρετάνη, αυτός σ’ ένα κρεβάτι ξαπλωμένος,
στη σκιά τεράστιας φλαμουριάς σαν πεθαμένος
κι’ ο Κούρβεναλ πλάι στο προσκεφάλι. Σκυμένος προσπαθεί με αγωνία,
να καταλάβει αν ακόμη ανασαίνει,
καθώς η θλίψη απ’ τη φλογέρα βγαίνει, που παίζει ένας βοσκός λίγο πιο πέρα!...

Βοσκός: Κούρβεναλ, πες μου, ξύπνησε ή ακόμα;

Κούρβεναλ: Αν ξύπναγε, θα ήταν για να φύγει• να μας εγκαταλείψει μια για πάντα!...
Εκτός αν έρθει εκείνη να βοηθήσει, η μόνη που μπορεί να τον γιατρέψει!...
Στο πέλαγο, δε φάνηκε καράβι;

Βοσκός: Θ’ άκουγες τότε αλλοιώτικο τραγούδι, χαρούμενο, να παίζω στη φλογέρα...
Πες μου όμως τώρα εσύ παλιέ μου φίλε, στο αφεντικό μας τι συνέβη πέρα;

Κούρβεναλ: Μην το ρωτάς, ποτέ δεν θα το νιώσεις!... Πήγαινε στη σκοπιά κι’ αν δεις καράβι,
Αμέσως παίξε της χαράς τραγούδι...

Βοσκός: ... Ερημη κι’ άδεια η θάλασσα μπροστά μου!...

... Κι’ απ’ τη φλογέρα πάλι βγαίνει η θλίψη...

Τριστάνος: Τι μου θυμίζει τούτο το τραγούδι και κάτι μέσα μου ξυπνά; Πού είμαι;

Κούρβεναλ: Αυτή η φωνή είν’ η φωνή του! Αφέντη!... Τριστάνε μου, ήρωά μου! Επιτέλους!...

Τριστάνος: Ποιο μέρος ειν’ αυτό; Ποιος με φωνάζει;

Κούρβεναλ: Ω! Η ζωή! Γλυκιά ζωή! Και πάλι, γύρισες τον Τριστάνο να ξυπνήσεις!...

Τριστάνος: Κούρβεναλ είσαι ’συ; Πού ήμουνα; Που είμαι;

Κούρβεναλ: Πού είσαι με ρωτάς; Είσαι στην ησυχία! Στη σιγουριά, στη λευτεριά αφέντη είσαι!...
Κοίταξε γύρω σου!... Δεν το αναγνωρίζεις;
Στο Καρεόλ είσαι! Στο κάστρο των προγόνων!...

Τριστάνος: Τι μουσική είναι αυτή, που τώρα ακούω;

Κούρβεναλ: Τόσες φορές εσύ την έχεις ξανακούσει!
Είν’ η φλογέρα του βοσκού σου, που φυλάει
τα πρόβατα που βόσκουν στις πλαγιές του λόφου...

Τριστάνος: Είν’ ο βοσκός μου που τα πρόβατα φυλάει;

Κούρβεναλ: Μα βέβαια αφέντη μου, είναι δικό σου το σπίτι και ο πύργος και η αγροικία!
Οι υπηρέτες σου οι πιστοί τά ’χουν φροντίσει, που τους τα χάρισες ο ίδιος όταν όλα
τα εγκατέλειψες κι’ έφυγες σ’ άλλη χώρα!...

Τριστάνος: Τα εγκατέλειψα κι’ έφυγα σ’ άλλη χώρα...

Κούρβεναλ: Στην Κορνουάλλη. Που με δύναμη και τόλμη,
τόσα καλά, τόσες τιμές και τόση δόξα κατέκτησε ο ήρωάς μας ο Τριστάνος,
με τις πολλές κι’ ευγενικές προσπάθειές του!...

Τριστάνος: Και τώρα βρίσκομαι στη χώρα της Κορνουάλλης;

Κούρβεναλ: Όχι. Στο Καρεόλ• στο σπίτι το δικό σου.

Τριστάνος: Και πώς κατάφερα μέχρις εδώ να φτάσω;

Κούρβεναλ: Όχι βεβαίως μ’ άλογο, μα με καράβι. Εγώ σε πήγα στην ακτή• πάνω στους ώμους!...
Κι’ απ’ το καράβι σε κουβάλησα εδώ πάνω!...
Τώρα στο σπίτι βρίσκεσαι το πατρικό σου
και στην πραγματική πατρίδα που ’γεννήθης.
Κάτω απ’ τον ήλιο τον παλιό, μες τα λιβάδια,
θα γιάνουν γρήγορα οι πληγές και θα γλυτώσεις...

Τριστάνος: Φαίνεσαι σίγουρος... Μα εγώ νομίζω άλλο... Θα γίνει! Όμως δεν μπορώ να στο εξηγήσω...
Σ’ αυτό το μέρος, δεν βρισκόμουν πριν ξυπνήσω!...
Μα πού βρισκόμουν δεν μπορώ να περιγράψω!...
Ήλιο δεν έβλεπα• ούτε χώρες, ούτ’ ανθρώπους!
Μα γι’ αυτά που έβλεπα, δεν ξέρω τι να πω!...
Ήμουν στο μέρος που αιώνια υπήρχα
και που για ’κει, ξανά θα φύγω, πια για πάντα:
στο άπειρο βασίλειο της θείας Νύχτας!...
Το μόνο σίγουρα υπαρκτό, σ’ όλη την πλάση: αυτή, η θεϊκή αιώνια λησμοσύνη!...
Πώς μπόρεσα να χάσω αυτή την πανδαισία;
Ω αίσθηση νοσταλγική, εσύ ’σαι, πάλι
το φως της μέρας, που με σπρώχνεις ν’ αντικρύσω;
Σε μένα απόμεινε μονάχα μια αγωνία: ένας θεσπέσιος έρωτας γεμάτος φλόγα,
για σένα Ιζόλδη, που με είλκυσε στο φέγγος της αυταπάτης, σαν χρυσός που λαμπιρίζει,
γυρίζοντάς με απ’ τον τρόμο του θανάτου!...
Μες το βασίλειο του ήλιου είναι η Ιζόλδη! Ακόμα μες την τύρβη της ζωής, υπάρχει!...
Τι αγωνία, τι λαχτάρα και τι πόθος με διακατέχουν να τη δω, να την αγγίξω!...
Άκουσα πίσω μου την πόρτα του θανάτου, με το βαρύ το γδούπο της να κλείνει!...
Μα τώρα να που μένει ορθάνοιχτη και πάλι, απ’ τις ακτίνες του ήλιου παραβιασμένη!...
Με μάτια ορθάνοιχτα και πάλι πρέπει να βγω μες απ’ τη Νύχτα και αυτή ν’ αναζητήσω,
για να τη βρω, για να τη δω, ν’ ακολουθήσω τη μοίρα μου και να χαθώ μέσα σ’ εκείνη!...
Αλίμονό μου! Μέσα μου χλωμή γεννιέται η επιθυμία η τερατώδης της ημέρας
και μεγαλώνει με την άγρια δύναμή της!... Απατηλό και λαμπερό το μαύρο φως της
ξυπνάει μέσα στο μυαλό μου κάθε πλάνη!...
Σε καταριέμαι μαύρη μέρα, με το φως σου!... Παντοτινά, τα βάσανά μου θα πληθαίνεις;
Θα ’ν’ αναμμένο αυτό το φως, που με κρατάει μακριά ’π’ αυτή, για πάντα στη ζωή μου;
Πότε γλυκιά κι’ αγαπημένη μου Ιζόλδη, πότε επιτέλους, πότε τον πυρσό θα σβήσεις,
της ευτυχίας τη στιγμή να μου αναγγείλεις; Πότε θα μπει η Νύχτα μες την κάμαρά σου;

Κούρβεναλ: Εκείνη, απ’ την πίστη μου σε σένα, πολύ την περιφρόνησα! Μα τώρα,
όσο κι’ εσύ επιθυμώ να συναντήσω!...
Το λόγο μου σου δίνω: θα τη φέρω!... Σήμερα κιόλας, θα τη δεις μπροστά σου!...
Ετούτη την παρηγοριά θα στην προσφέρω... Αρκεί να είναι στη ζωή εκείνη ακόμα...

Τριστάνος: Το φως πολύ αργεί να σβήσει και η Νύχτα, δεν κυριάρχησε μέσα στην κάμαρά της...
Η Ιζόλδη ζει και αγρυπνά!... Το κάλεσμά της, με γύρισε απ’ το δρόμο του θανάτου!...

Κούρβεναλ: Αν είναι ζωντανή, άσ’ την ελπίδα, χαμόγελο ευτυχίας να σου φέρει!
Ακόμα κι’ αν τον Κούρβεναλ πιστεύεις γι’ ανόητο, σωστά σήμερα εσκέφτη!...
Κειτόσουν σαν νεκρός από τη μέρα που σου άνοιξε πληγή βαθειά ο Μέλοτ!...
Πώς γιατρειά να βρω για την πληγή σου;
Μα εγώ παρ’ όλη την αφέλειά μου, αυτή που σ’ είχε κάποτε γιατρέψει
από του Μόρολντ τις πληγές αν έρθει, σκέφτηκα, θα μπορέσει να γιατρέψει
και την πληγή απ’ το σπαθί του Μέλοτ!...
Απ’ όλους τους γιατρούς την πιο μεγάλη, σήμερα θα σου φέρω να σε γιάνει!...
Στην Κορνουάλλη έστειλα έμπιστο άντρα!...
Διασχίζοντας τη θάλασσα θα φέρει γρήγορα στον Τριστάνο την Ιζόλδη!...

Τριστάνος: Έρχεται η Ιζόλδη να με βρει; Εσύ τη φέρνεις; Πόσο ευγενική ψυχή κι’ ανώτερη είσαι!...
Κι’ η πίστη σου, απ’ την ψυχή σου μέσα βγαίνει...
Αγαπημένε Κούρβεναλ, πιστέ μου φίλε!...
Πώς ο Τριστάνος πρέπει να ευχαριστήσει, εσένα, ασπίδα και σωτήρα στον αγώνα,
που στέκει πάντα έτοιμος να με βοηθήσει; Να μοιραστεί και τη χαρά, μα και τη λύπη;
Μίσησες όποιον μίσησα! Μα κι’ αγαπούσες,
αυτούς που εγώ αγάπησα! Πάντα κοντά μου!...
Όταν υπηρετούσα τον καλό τον Μάρκο, ήσουνα πιο πολύτιμος κι’ από χρυσάφι!...
Σαν αναγκάστηκα εγώ να τον προδώσω, το ίδιο έκανες κι’ εσύ! Μαζί με μένα!...
Στον εαυτό σου δεν ανήκεις! Μα σε μένα!...
Γι’ αυτό στη θλίψη μου, μαζί μου υποφέρεις...
Μα τώρα δεν μπορείς να νιώσεις τη λαχτάρα,
που με διαλύει και σαν φωτιά με κατατρώει...
Αν ημπορούσα να της δώσω τ’ όνομά της, ίσως κι’ εσύ να το ’νιωθες το βάσανό μου
και τότε θα ’τρεχες στου πύργου τις επάλξεις,
με τις αισθήσεις σου ως την άκρη τεντωμένες,
θα πάσχιζες να δεις μακριά και να διακρίνεις,
ποιοι άνεμοι φυσούν και φέρνουν την Ιζόλδη,
που φλογισμένη από τη φλόγα του έρωτά μου,
έρχεται μ’ αγωνία, τον Τριστάνο νά βρει!...
Πλησιάζει! Να το! Ορμητικό και θαρραλέο! Με τη σημαία να κυματίζει στο κατάρτι!
Το καράβι! Τώρα την ξέρα προσπερνάει! Πετώντας πλέει για εδώ! Ακόμα δεν το είδες;

Θλίψης τραγούδι πάλι απ’ τη φλογέρα βγαίνει...

Κούρβεναλ: Δε φαίνεται στη θάλασσα, πλοίο κανένα...

Τριστάνος: Πώς να ερμηνεύσω θά ’πρεπε τη λύπη ετούτη, που βγαίνει από μέσα σου παλιό τραγούδι;
Χύθηκες μες την αύρα του βραδιού με οδύνη, στο γιο, το θάνατο με λύπη ν’ αναγγείλεις,
του σεβαστού κι’ αγαπημένου του πατέρα!...
Και μιαν αυγή, πάλι φτερούγισες με τρόμο
κι’ ανήγγειλες στο γιο, της μάνας του τη μοίρα!...
Γιατί ο πατέρας πέθανε με τη σπορά μου κι’ η μάνα αμέσως έσβησε, μετά τη γέννα!...
Με τούτο το παλιό και τραγικό τραγούδι, γεμάτο πόνους, βάσανα και εφιάλτες,
μάλλον θα πρέπει να ξεψύχησαν κι’ οι δυο τους, με το θρηνητικό σκοπό σαν συνοδεία!...
Κι’ αναρωτιόμουν κάποτε κι’ ακόμα τώρα, τι μέλλον με περίμενε όταν γεννιόμουν!...
Ποια μοίρα, τότε καθορίστηκε για μένα!...
Συνέχεια το λέει τούτο το τραγούδι:
ν’ αναλωθώ στον πόθο, ώστε να πεθάνω!
Όχι! Α, όχι! Όχι αυτό! Κάτι άλλο λέει: να ποθήσω! Να ποθώ μέχρι το θάνατο!...
Όχι αιτία του θανάτου, νά ’ναι ο πόθος μου!...
... Το τραγούδι αυτό που ποτέ δεν τελειώνει, τη γιατρό απ’ τα ξένα καλεί με λαχτάρα,
του Θανάτου γαλήνη σε μένα να φέρει!...
Να πεθάνω ήμουν έτοιμος μέσα στη βάρκα, ξαπλωμένος, βουβός, δηλητήριο γεμάτος!...
Το τραγούδι αντηχεί στεναγμούς από πόθο,
το πανί που φουσκώνουν και τη βάρκα μου σπρώχνουν,
οδηγώντας με στης Ιρλανδίας την κόρη!...
Την πληγή μου που γιάτρεψε, θέλησ’ η ίδια να ανοίξει και πάλι! Το ξίφος σηκώνει,
μα τ’ αφήνει να πέσει κατά γης, για να πιω του Θανάτου το φίλτρο, να χαρίσει σ’ εμέ,
τη γιατρειά την αιώνια, που ποθούσα κι’ εγώ!...
Μα ο δρόμος αλλάζει με μαγεία φρικτή, που το Θάνατο διώχνει από μένα μακριά
και τη μαύρη ζωή μου γεμίζει μαρτύρια!...
Το φίλτρο! Το φίλτρο! Το δαιμόνιο φίλτρο!
Απ’ την καρδιά μου, εισχώρησε στο νου μου μέσα!...
Και τώρα δεν υπάρχει σωτηρία για μένα, μήτε ένας θάνατος γλυκός που να μπορέσει
να μ’ απαλλάξει απ’ το βάσανο του πόθου! Η νύχτα μ’ απωθεί ξανά προς την ημέρα•
ώστε με μένα, να γελούν τα μάτια του ήλιου!...
Αχ! Ο ήλιος αυτός, με τις καυτές ακτίνες, το μέτωπο με πυρετού φλόγα πυρώνει!...
Με τόση δύναμη αυτή η φωτιά με καίει, που ούτε σκιά νυχτερινή δε με δροσίζει!...
Σ’ αυτά, ποιο βάλσαμο παρηγοριά να δώσει;
Αυτό το τρομερό πιοτό, που είν’ η αιτία για όλ’ αυτά, μονάχος μου το έχω φτιάξει!...
Από του έρωτα του αλλοτινού τα δάκρυα, απ’ του πατέρα την ατέλειωτη αγωνία,
από τους πόνους και τα βάσανα της μάνας, από το γέλιο και το κλάμα, χαρά, λύπη,
πήρα τα δηλητήρια γι’ αυτό το φίλτρο!...
Κι’ αυτό το φίλτρο που έφτιαξα κύλησε εντός μου,
αφού το στράγγιξα με απόλαυση ως το τέλος!...
Καταραμένο νά ’σαι απαίσιο φίλτρο!...
Και τρισκατάρατος αυτός που σ’ είχε φτιάξει!...

Σβήνει η φωνή... Κλονίζεται και πέφτει κάτω.

Κούρβεναλ: Αφέντη μου! Τριστάνε! Μαγεία, κατάρα! Πλάνη του έρωτα! Του πάθους τυραννία!...
Η πιο γλυκιά του κόσμου η παραφροσύνη, κοίτα πώς σε κατάντησε έξοχε άντρα,
που αγαπήθηκες όσο κανείς στην πλάση!...
Αυτή η κατάντια ήταν η ανταμοιβή σου, απ’ τη Θεά του Έρωτα σ’ εσέ σταλμένη!...
Νεκρός είναι λοιπόν; Ή μήπως ζει ακόμη; Τον σκότωσε η κατάρα της Θεάς; Ή όχι;
Ω ευτυχία! Σαλεύει! Ζει! Ακόμα ζει!... Τα κουρασμένα χείλη του, τώρα σαλεύουν!...

Τριστάνος: Το καράβι! Πες μου δε φάνηκε ακόμα;

Κούρβεναλ: Σήμερα θά ’ρθει. Άλλο δε γίνεται ν’ αργήσει...

Τριστάνος: Και πάνω του η Ιζόλδη που μου γνέφει, πίνει
στη συμφιλίωσή μας! Να τη!... Δεν τη βλέπεις;
Πόσο γαλήνια κι’ ευτυχισμένη δείχνει, καθώς της θάλασσας τα πλάτη διασχίζει!...
Πλησιάζει στην ακτή με ουράνια χάρη, λικνιζόμενη γλυκά στ’ ανθισμένο κύμα!...
Τώρα σαγηνευτικά μού χαμογελάει, την ύστατη τη λύτρωση να μου προσφέρει!...
Ιζόλδη, ομορφιά, τον πόθο μου ανεβάζεις
στην κορυφή των πόθων, στο θάνατο μπροστά!...
Κι’ εσύ ακόμα Κούρβεναλ, δεν τη διακρίνεις;
Ανέβα στη σκοπιά κοντόφθαλμο ανθρωπάκι! Αυτό που ολοκάθαρα εγώ το βλέπω,
πώς είναι δυνατόν να μην το ξεχωρίζεις; Γρήγορα! Δεν ακούς! Πήγαινε στις επάλξεις!
Ανέβα στη σκοπιά! Πάρε αυτή τη θέση! Το πλοίο! Το καράβι πού ’ρχεται η Ιζόλδη!...
Δεν το βλέπεις; Πρέπει να το δεις!... Πρέπει!... Πρέπει!...

Απ’ τη φλογέρα ακούγεται το ίδιο τραγούδι! Μα αντί για θλίψη, τη χαρά γύρω σκορπίζει!...
Τρέχοντας ανεβαίνει ο Κούρβεναλ στον πύργο.

Κούρβεναλ: Ω ευτυχία! Ω χαρά! Να το καράβι! Το βλέπω να πλησιάζει απ’ του βοριά τα μέρη!...

Τριστάνος: Τάχα λες δεν το ήξερα; Δε σου το είπα; Πως είναι ζωντανή και πλέκει τη ζωή μου;
Αφού όλος ο κόσμος μου είν’ η Ιζόλδη, έξω απ’ αυτόν, πώς το κορμί της ν’ απομένει;

Κούρβεναλ: Ζήτω!... Ζήτω!... Μπράβο!... Πώς τα νερά τα σχίζει!...
Πώς τρέχει!... Πώς πετά!... Πώς τα πανιά φουσκώνουν!...

Τριστάνος: Και η σημαία; Η σημαία που κυματίζει;

Κούρβεναλ: Στο κατάρτι το μεγάλο. Χαράς σημαία!...

Τριστάνος: Ζήτω! Της χαράς! Στο φως μέσα της ημέρας, έρχεται η Ιζόλδη, ξανά κοντά σε μένα!...
Μήπως μπορείς να την ιδείς; Να τη διακρίνεις;

Κούρβεναλ: Πίσω απ’ το βράχο εκρύφτη τώρα το καράβι.

Τριστάνος: Πίσω απ’ το βράχο! Μην τυχόν και κινδυνεύει; Κύματα σπάνε εκεί και ναυαγούν καράβια!
Ποιος είναι στο πηδάλιο; Γνωρίζεις τάχα;

Κούρβεναλ: Ο πιο ικανός θαλασσινός! Μην τον φοβάσαι.

Τριστάνος: Λες να με πρόδωσε; Βαλτός να ’ναι του Μέλοτ;

Κούρβεναλ: Μπορείς να τον εμπιστευτείς, όσο κι’ εμένα!

Τριστάνος: Κι’ εσύ προδότης άθλιος είσαι! Τη βλέπεις;

Κούρβεναλ: Όχι. Περίμενε και θα φανεί σε λίγο.

Τριστάνος: Πάει! Εχάθηκε! Τα κύματα την πήραν!...

Κούρβεναλ: Ζήτω! Χαρά! Περάσαν άβλαβοι και σώοι!

Τριστάνος: Έι, χαρά! Ω Κούρβεναλ πιστέ μου φίλε! Ό,τι μου ανήκει, σήμερα, σ’ εσένα αφήνω!...

Κούρβεναλ: Πλησιάζουν! Λες ότι πετούν! Σε λίγο φτάνουν!...

Τριστάνος: Πες μου επιτέλους αν διακρίνεις την Ιζόλδη!...

Κούρβεναλ: Να την! Μας βλέπει!... Ακίνητη μας αντικρίζει!...

Τριστάνος: Ω πλάσμα θεϊκό!... Της ομορφιάς στεφάνι!...

Κούρβεναλ: Το πλοίο μπήκε κι’ άραξε. Και η Ιζόλδη βρέθηκε μ’ ένα πήδημα στην παραλία!

Τριστάνος: Κατέβα τώρα από ’κει παλιοτεμπέλη! Κατέβα τη γυναίκα μου να βοηθήσεις!...

Κούρβεναλ: Στη φέρνω εδώ. Στη δύναμή μου εμπιστέψου! Όμως Τριστάνε, άκουσε τη συμβουλή μου:
να παραμείνεις ήσυχος, μες το κρεβάτι...




Δεύτερη Σκηνή


Τριστάνος: Αυτός ο ήλιος ο καυτός! Αυτή η μέρα!... Αυτή η χαρούμενη και λαμπερή η μέρα!...
Αίμα που τρέχει άφθονο! Καρδιά που σφύζει! Ευδαιμονία άμετρη! Μαρτύριο χάρης!...
Πώς να τ’ αντέξω όλ’ αυτά μες το κρεβάτι!
Όρθιος λοιπόν για ’κει, όπου καρδιοχτυπάνε!
Ο ήρωας που αψήφησε θανάτου νύχια, με της χαράς του την ορμή θα θριαμβεύσει!...
Με μια πληγή που έτρεχε, νικώ τον Μόρολντ! Με μια πληγή που αιμορραγεί κερδίζω τώρα
και πάλι την Ιζόλδη μου! Την ακριβή μου!...
Αίμα μου τρέξε όσο μπορείς, αρειμανίως!... Εκείνη που θα κλείσει την πληγή για πάντα,
η σωτηρία, έρχεται να με γιατρέψει!...
Τώρα ο κόσμος ας χαθεί μπρος τη χαρά μου!...
Φωνή της
Ιζόλδης: Τριστάνε, αγαπημένε μου!...

Τριστάνος: Ακούν το φως τ’ αυτιά μου;
Α! Ο πυρσός! Σβήνει ο πυρσός! Πρέπει να πάω σ’ εκείνη!...

Η Ιζόλδη μπαίνει τρέχοντας. Κοιτάει χωρίς ανάσα! Τρεκλίζοντας βαδίζει αυτός, για να την συναντήσει!...
Σμίγουν σε σφιχταγκάλιασμα!...

Ιζόλδη: Τριστάνε! Αχ!...

Τριστάνος: Ιζόλδη!...

Τα πόδια του λυγίζουνε! Γλιστρά απ’ την αγκαλιά της!
Βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα του, μαζί με τ’ όνομά της!...

Ιζόλδη: Βρίσκομαι εδώ! Αχ, είμαι εδώ γλυκέ μου λατρεμένε!
Σήκω, ακόμη μια φορά ν’ ακούσεις τη φωνή μου!...
Έφτασε η Ιζόλδη! Είναι εδώ! Και τώρα σου μιλάει!
Πιστή, με τον Τριστάνο της αντάμα, να πεθάνει!...
Εσύ, δεν μ’ αποκρίνεσαι; Μείνε μιαν ώρα ξύπνιος!...
Μείνε μιαν ώρα μοναχά! Μείνε για μένα μόνο!...
Τόση αγωνία πέρασα, μόνο γι’ αυτήν τη ώρα!
Μαζί με σένα να ενωθώ!... Γέλασες την Ιζόλδη;
Τη γέλασες Τριστάνε μου, στερώντας της για πάντα,
την τελευταία απόλαυση, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;
Πού είν’ η πληγή σου; Άσε με, εγώ να την γιατρέψω,
για ν’ απολαύσουμε μαζί, τις ηδονές της Νύχτας!
Δε θέλω του θανάτου σου αιτία να ’ν’ η πληγή σου!...
Ας σβήσει η φλόγα της ζωής, σαν θα ’μαστε ενωμένοι!...
... Έσβησε πια το βλέμμα του! Σταμάτησε η καρδιά του!
Ούτε μια τόση δα πνοή δεν βγαίνει απ’ το κορμί του!...
Αν διάβηκα τη θάλασσα για τη χαρά του γάμου,
θα πρέπει τώρα να θρηνώ, μπροστά στο θάνατό σου;
Άντρα σκληρέ! Με τιμωρείς μ’ αυτήν την εξορία;
Χωρίς καμιά επιείκεια, για μένα που σπαράζω;
Ούτε τον πόνο, δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σου;
Για μια φορά!... Μονάχα μια!... Για μια φορά ακόμα!...
Τριστάνε!... Αχ!... Άκου!... Ξύπνησε!... Τριστάνε! Αγαπημένε!...




Τρίτη Σκηνή


Βοσκός: Κούρβεναλ άκου! Κι’ άλλο καράβι!...

Κούρβεναλ: Κόλαση! Θάνατος! Ετοιμαστείτε!
Μέλοτ και Μάρκος! Όλοι στα όπλα! Κοντά μου στην πύλη! Πάρτε και πέτρες!

Καπετάνιος: Έρχεται ο Μάρκος με τους στρατιώτες! Είναι ανώφελο να αμυνθούμε!

Κούρβεναλ: Μείνε κοντά μας να βοηθήσεις! Όσο ζωή μες τα σπλάχνα μου μένει,
δεν θα πατήσει κανείς μες τον πύργο!...

Βραγγαίνη: Ιζόλδη! Κυρά! Πες μου πού είσαι;

Κούρβεναλ: Βραγγαίνη εσύ; Τι γυρεύεις εδώ;

Βραγγαίνη: Μην κλείνεις! Πού βρίσκετ’ η Ιζόλδη;

Κούρβεναλ: Κι’ εσύ προδοσία; Κατάρα σ’ εσέ!

Μέλοτ: Τρελέ Κούρβεναλ, κάτω τα όπλα!

Κούρβεναλ: Α! Έφτασ’ η ώρα που σε συναντώ! Πέθανε τώρα, άπιστο κτήνος!

Μέλοτ: Τριστάνε! Αλίμονο!... Χάθηκα πια...

Βραγγαίνη: Ανόητε Κούρβεναλ, άκου με! Είναι μεγάλο το λάθος που κάνεις!

Κούρβεναλ: Άπιστη δούλα! Όλοι μαζί μου! Να τους πετάξουμε έξω απ’ τον πύργο!

Μάρκος: Στάσου! Έχασες τα λογικά σου;

Κούρβεναλ: Θάνατος μόνο, εδώ βασιλεύει!
Τίποτα άλλο να μη γυρέψεις! Αυτόν άμα θέλεις, να μπεις σε καλώ!...

Μάρκος: Άμυαλε, πίσω! Άντρες στα όπλα!

Ο Κούρβεναλ θανάσιμα χτυπιέται! Σωριάζεται δίπλα στον Τριστάνο! Στο φίλο του πιστός μέχρι το τέλος!...

Βραγγαίνη: Ιζόλδη! Υγεία και ευτυχία! Ιζόλδη, τι βλέπω; Είσαι καλά;

Μάρκος: Απάτη! Τρέλα! Τριστάνε, πού είσαι;

Κούρβεναλ: Μαζί θα πάμε στον άλλο κόσμο...

Μάρκος: Τριστάνε! Τριστάνε! Ιζόλδη! Αλί!...

Κούρβεναλ: Τριστάνε... φίλε... τον έμπιστό σου... να σε συνοδεύσει... πάρε μαζί σου...

Μάρκος: Ο θάνατος εδώ βασιλεύει!... Τριστάνε, ήρωά μου, σε βρίσκω νεκρό!...
Αγαπημένε φίλε κι’ ανιψιέ, πρέπει και σήμερα να με προδώσεις;
Σήμερα που έρχομ’ όρκο να δώσω, πως αποφάσισα να σε δικαιώσω;
Ο σπαραγμός μου να σε ξυπνήσει! Άπιστε ξύπνα, πιστότερε φίλε!...

Βραγγαίνη: Ξυπνά! Είναι ζωντανή! Ιζόλδη!...
... Την προδοσία μου, μάθ’ από μένα!...
Στο βασιλιά αποκάλυψα εγώ, το μυστικό του φίλτρου που σε δένει!...
Τις θάλασσες όργωσε τότε αυτός, για να σε βρει και να σ’ ελευθερώσει,
στον έρωτά σου να σε παραδώσει!...

Μάρκος: Γιατί Ιζόλδη το ’κανες αυτό; Γιατί, πιο πριν, το μυστικό του φίλτρου,
σ’ εμέ δεν το φανέρωσες εσύ;
Σαν το ’μαθα, ένιωσα ευτυχία, που ήταν αθώος ο Τριστάνος!...
Να σας παντρέψω έτρεξα τους δυο σας, σχίζοντας πίσω σου τα πελάγη!...
Όμως την ανελέητη τη μοίρα, ούτε με την ειρήνη αλλάζεις!...
Σωρεύοντας το ένα κακό στο άλλο, αύξησα του θανάτου τη σοδιά!...

Βραγγαίνη: Δεν μας ακούς; Ιζόλδη αγαπημένη! Αυτήν που είναι πιστή, δεν την ακούς;

Ιζόλδη: Κοιτάξτε φίλοι, τι γλυκό είν’ το χαμόγελό του!...
Με πόση τρυφερότητα τα μάτια μισανοίγει!...
Δεν βλέπετε τη λάμψη του, που όλο μεγαλώνει;
Που τώρα λάμπει αστραφτερός, ανάμεσα στ’ αστέρια;
Πώς πάλλεται, στο στήθος του μέσα, η γενναία καρδιά του!...
Νιώθετε, πως απ’ τα γλυκά τα χείλη του μια ανάσα
βγαίνει απαλή και στοργική, σαν θεία μελωδία;
Μονάχα εγώ, ακούω αυτό το εξαίσιο τραγούδι,
της ευτυχίας στεναγμό, που εξηγεί τα πάντα,
σ’ όλους αποκαλύπτοντας το ευγενικό του πνεύμα;
Μέσα σε μένα εισχωρεί, μα κι’ αντηχεί τριγύρω,
σαν μια θεσπέσια μουσική γεμάτη αντηχήσεις!...
Αυτή η θεία μουσική, που τώρα με μαγεύει,
είναι μια αύρα ουράνια, μαζί της που με παίρνει;
Αρώματα είναι εξωτικά, που μες τα κύματά τους
μου αγκαλιάζουν το κορμί κι’ απλώνονται στο σύμπαν;
Βαθύ να πάρω ανασασμό; Μήπως να τα κοιτάξω;
Να τα γευτώ; Να βυθιστώ, σ’ αυτά με ευτυχία;
Μαζί τους να με πάρουνε,
μες των κυμάτων την ηχώ,
στου τραγουδιού την ατραπό,
στο Μέγα Όλον να χαθώ
του στεναγμού του κόσμου!...
Χωρίς αισθήσεις πια να ζω,
σ’ αιώνια ευδαιμονία!...

Η Ιζόλδη γέρνει απαλά στο σώμα του Τριστάνου. Την αγκαλιάζει τότε αυτός και φεύγουν απ’ τη γη!...


                                                                        Τέλος




Γιώργος Κωστήρης - 2010