Το σχήμα μιας ζωής

Η Απώλεια.


«Στη φυλακή που μ’ έκλεισες καρδιά μου,
τραγούδι δεν χωρεί...
Που μ’ έκλεισες στη φυλακή καρδιά μου,
ο νους δεν συγχωρεί!...

»Στη φυλακή ο νους που μ’ έχει κλείσει,
η αμπάρα είναι βαριά...
Που μ’ έκλεισε στη φυλακήν ο νους μου,
δεν συγχωρεί η καρδιά!...»

Σε φυλακή από νου κι από καρδιά κλεισμένη,
μένει η ψυχή,
χωρίς παράθυρα και ήλιου ζεστασιά
κι ήλιου φωνή.

Πέρα στους κάμπους ασταμάτητα παλεύουν,
νους και καρδιά,
την ομορφιά των λουλουδιών πού να προσέξουν!
Μαύρη νυχτιά!...

Πυκνό σκοτάδι στης ψυχής τα μάτια•
βουβό το δάκρυ...
Περνά η ζωή, περνούν τα χρόνια και θαμμένη,
μένει στην άκρη...

Πέρα στους κάμπους ασταμάτητα παλεύουν,
νους και καρδιά.
Στον ουρανό τ’ αστέρια ειρήνη διακονεύουν!
Μάταιη βραδιά!...

Και θα περάσουνε, χρόνια πολλά•
ζωή πολλή, άδικου αγώνα•
νους και καρδιά – παραδομένα πνεύματα –
θα εκλιπαρήσουνε ειρήνη μεταξύ τους!...

Και θά ’ρθει η χάρη σαν κλειδί,
στου φύλακα το χέρι,
ν’ ανοίξει της ψυχής το διάβα...
το κλεισμένο!...

Τα κουρασμένα στερνά βήματα,
θα σύρει τότε αυτή,
στην πέτρα την πλατιά για ν’ ακουμπήσει,
την πόρτα της αιώνιας φυλακής!...

Νους και καρδιά μπροστά της,
θα την κοιτούν μ’ ένοχα βλέμματα...

Και θα προσμένουνε κι οι τρεις,
του λυτρωμού την ώρα,
απ’ την οδύνη της απώλειας!...






Το άγγιγμα.


Πέρασαν καλοκαίρια και χειμώνες,
μες τη ζωή τη μαγεμένη,
που άλλοτε γινόμουνα λουλούδι
και άλλοτε θηρίο σε κλουβί!...

Κι εσύ ’σουνα βροχή.
Με πότιζες και σ’ αγαπούσα...
Κι εσύ ’σουνα κλουβί.
Μ’ εμπόδιζες και σε χτυπούσα...

Ήρθε το τέλος.
Κι είδε το λουλούδι τη βροχή,
να τηνε παίρνει ένα σύννεφο μακριά του!...
Μέχρι να γείρει και να μαραθεί,
το τελευταίο άρωμά του,
θα πλανηθεί για λίγο πάνω από τη γη,
σαν ένα ποίημα στερνό...

Και το θηρίο έξω απ’ το κλουβί,
θα τριγυρνά μέσα στη ζούγκλα σαν χαμένο,
σε μονοπάτια άγνωστα, μουντά...
Με βλέμμα από τ’ αγέρι θολωμένο
και ξεχασμένο από την ύπαρξη, θα γείρει
σε μέρος αφιλόξενο, να διανύσει,
τις τελευταίες του στιγμές...

Μορφή αγαπημένη!
Θα ’ρθείς τότε στο βλέμμα το ετοιμόσβηστο,
με χείλη που να τρέμουν όπως τότε,
να πεις, πως γίνατ’ ένα;
Να μπεις μέσα στο σώμα που πεθαίνει,
όπως στην αγκαλιά όταν ζούσε;

Αγαπημένη μου μορφή παντοτινή,
πόσο πολύ σε έχω αγγίξει!...
Άλλοτε σαν βροχή, μ’ αγάπη,
άλλοτε σαν κλουβί, με μίσος·
τόσο πολύ, πού ’γινες Ύπαρξη!...







Το τραγούδι του Μαγιακόφσκυ.


Εγώ,
που δεν εμπνέω κακία,
για την εχθρότητά μου στο παράλογο·
ούτε για την ανωτερότητά μου φθόνο·
ούτε αντίδραση καν για την ειρωνεία μου·
αν δεν ήμουν εγώ Εγωιστής,
ποιά θα ’τανε, η έννοια της ύπαρξης
αυτής της λέξης, μες τα λεξιλόγια;

Όμως...
σαν από μακρινή ειμαρμένη,
τηλεπαθητικά, μες το μυαλό όλων, θα επιβληθεί,
να μ’ εξορίσουνε σε μακρινό νησί!
Φίλοι και συγγενείς να μ’ αγνοήσουνε!
Αγαπημένα πρόσωπα, να μ’ αρνηθούνε!...

Και θα γυρνάω μες τα συμπόσια, άυλος ...αόρατος!...
Μες απ’ το σώμα μου οι άλλοι θα περνούν,
τσουγκρίζοντας τα κρασοπότηρά τους•
μ’ ανούσια αστεία, σαχλογελώντας στα μηνίγγια μου•
μιλώντας, σαν ν’ απλώνουν τη ματαιοδοξία τους,
πάνω στο μέτωπό μου, να στεγνώσει,
από το βούρκο της ρουτίνας!
Μάλιστα, κάποιος θα καθίσει στην καρέκλα μου•
θα γίνει ένα με μένα!
Σκορπίζοντας τα χνότα του στο περιβάλλον,
με μάτια κατακόκκινα από το πιοτό,
θα προσκυνήσει την ανθρώπινη κατάρα!...

Θα ψάξουν τότε να με βρουν, να δουν ποιός είμαι!
Μα μια ματιά γεμάτη ομίχλη, τι να βρει,
μέσα σε απεραντοσύνης μεγαλεία!...

Κι όταν το ανθρώπινο το μάτι,
περνώντας μέρες αγωνιώδεις,
και νύχτες άγρυπνες, εφιαλτικές,
απ’ της ομίχλης τον πνιγμό απηυδήσει,
το τωρινό δημιούργημά του καταρρίπτοντας,
στης απεραντοσύνης μες το μεγαλείο εισβάλλοντας,
τότε θα τους φανερωθώ σαν θαύμα!
Μπροστά τους, θα υπερυψωθώ σαν ήλιος!
Δεν θ’ απορούν, γιατί δεν μ’ έβλεπαν πρωτύτερα...

Γιατί,
γλάρο θα μ’ είχε κάνει η θάλασσα
κι αγρίμι το βουνό!...

Γλάροι θα γίνουν τότε οι άνθρωποι
και θα πετάξουνε στα πέλαγα!
Κι αγρίμια•
και θα περιτριγυρίσουν τα βουνά!
Της πανδαισίας τα λιβάδια τους θα νέμονται,
στης ευτυχίας τα λημέρια θα κοιμούνται!...




Ο κύκλος του πνεύματος.


Μού ’πανε φίλοι και γνωστοί: «πού πας;
Από τα μέρη εκείνα δεν γυρνάς,
χωρίς να ’χουν χαθεί τα λογικά σου!...
Αδέρφι μας, έλα στα συγκαλά σου...»

Μα πήρα από το χέρι την ψυχή μου,
σεργιάνι να την πάω
-της το ’χα υποσχεθεί-
σε κάποιο ξερονήσι μακρινό
-τριγύρω μόνο θάλασσα, ουρανό
και βράχια κι αμμουδιές-
να μου μιλήσει...
Σαν τι να ’θελε τάχα να μου πει!
Να μου μιλήσει...

Και πέρναγαν οι μέρες• κι απόμενε βουβή•
με βλέμμα πελαγίσιο, μακρινό...
Και πέρναγαν οι μέρες και ρίζωνε η σιωπή•
μαύριζε της καρδιάς τον ουρανό!...

Άρχισα να μιλώ για τους ανθρώπους•
άρχισα να μιλώ για τα σπαρτά•
την πλήξη της ψυχής να διασκεδάσω,
που ίσως να ’νιωθε, σ’ αυτή την ερημιά.

Μα έμενε πέτρινο το πρόσωπό της
κι ακίνητο το βλέμμα, όπως και πριν,
σαν κάτι να περίμενε δικό της
κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, να φανεί!...

Μια «καλησπέρα» ξαφνικά, μού ’παν δυο μεγάλα μάτια•
γύρισα, κοίταξα.
Κι είδα τα χείλη του έρωτα, το πρόσωπο της νιότης,
σε μια ψαρόβαρκα...

Μια κοπελιά, που προσπαθούσε μες το κύμα,
να προχωρήσει της ζωής τα βήματα!
Δυο μαύρα μάτια και δυο χείλη
και μια ψυχή, άσπρο κοχύλι,
που μου μιλούσε και με καλούσε!

Διάβαινε από μπροστά μου και χαμογελούσε,
μ’ ένα χαμόγελο, άγριο περιστέρι•
που πήδησε απ’ τα δυο της χείλη,
τίναξε τα φτερά και πέταξε
και γέμισ’ ο ουρανός!...

Και σαν να το ’σπρωξε το φύσημα του ανέμου,
ήρθε και κούρνιασε στην κεφαλή μου!
Στίγμα κι ενθύμιο νεραϊδοφιλημένου,
έμεινε εκεί, σε όλη τη ζωή μου!...

Γύρισα, κοίταξα προς την ψυχή μου•
έψαξα να την βρω, μα είχε χαθεί!
Πετώντας, στην ψαρόβαρκα είχε μπει
και στο κουπί την κοπελιά βοηθούσε!...

Ζήλεψα τότε εκείνο το σκαρί,
που κουβαλούσε αντάμα, αγάπη και ψυχή•
ζήλεψα στην ψαρόβαρκα τα κρίνα
κι όρμησα να την πιάσω, μες το κύμα!...

Μα είναι το κύμα τύραννος κι εγώ μικρός πολίτης•
την κέρδισε το κύμα της...
κι έμεινα αποσπερίτης μονάχος, μες τον ουρανό
και ναυαγός σ’ ωκεανό!...

Και χάθηκε μαζί της κι η ψυχή μου!
Απόμεινε μονάχο το κορμί μου,
να δέρνεται στην άμμο την ξανθή•
να ταπεινώνεται με ήττες στη ζωή!...

Αυτή είν’ η τιμωρία στους ανθρώπους,
που παίρνουν απ’ το χέρι την ψυχή
για να την πάνε σεργιάνι σε νησιά,
που κατοικούνε νεράιδες και θεοί...
Και ήρωες και νίκες κι αρμονίες
κι αγάπες κι ευωδιές και μελωδίες...

***

«Να με που γύρισα, καλοί μου φίλοι•
και προ παντός, κρατώ τα λογικά μου!...»
Χαρήκανε• μου σφίξανε το χέρι•
με κέρασαν κρασί Κισσάμου...
Μού ’παν πολλά• για την πολιτική...
Περάσαμε κατόπιν στη ρακή...

Κανείς δεν πρόσεξε το άγριο περιστέρι,
το κουρνιασμένο στα μαλλιά μου!...
Σαν θα φυσήξει, του θανάτου μου τ’ αγέρι,
θα ξετινάξει τα φτερά του
και θα πετάξει
και θα γεμίσει ο ουρανός!...

Μα η άγια αγνότητα, που γύρω θα σκορπίσει,
το ανθρωπόμορφο θεριό θα ενοχλήσει,
πού ’χει τα χέρια, δόκανα, σφυριά...

Έτσι, το περιστέρι μου το αγνό, θλιμμένο,
στο ξερονήσι μόνο του, κυνηγημένο,
ξανά θα γύρει με τρεμάμενα φτερά...

Χαμόγελο μιας κοπελιάς θα ξαναγίνει
-να το ζηλεύουνε δέντρα, πουλιά και κρίνοι-
κι ερωτικό τραγούδι ενός ψαρά!...








Το τραγούδι του νεκρού αγωνιστή.


Όλοι γελούσαν κάποτε με μένανε
κι ήμουν μικρό παιδί και γέλαγα μαζί τους.
Όλοι εκλαίγαν κάποτε με μένανε,
ήμουν μικρό παιδί και έκλαιγα μαζί τους...

Μα όταν ο θάνατος, με τύλιξε στα πέπλα του,
μόνος μου έκλαιγα• κι όλοι γελούσαν!
Κι όταν με στόλιζαν, να πάνε να με θάψουνε,
εβυθιζόμουνα κι αυτοί πετούσαν!...

Έβλεπα μέσα τους• κανείς δεν πόνεσε τ’ αγνά μου νιάτα!
Μια στενοχώρια μοναχά, που χάσανε το μαχητή.
Νέος που πέθανα, κανείς δεν έκανα να μ’ αγαπήσει!
Κανείς δεν θρήνησε πάνω στο μνήμα μου, ούτε ψυχή!...

Διψώ απ’ αγάπη, ω Θεέ, διψώ απ’ αγάπη!
Καμιά ψυχή για με δεν πόνεσε; Καμιά ψυχή;
Κι αυτή που νόμιζα, το σπαραγμό πως θα της δώσει
ο θάνατός μου; Ούτε αυτή; Καμιά ψυχή;

Τα νεκρολούλουδα, πάνω στο μνήμα μου, πού ’χουν φυτρώσει,
μένουν παρέα μου, θα ’ναι παρέα μου, παντοτινή!
Τα νεκρολούλουδα, που τα χεράκια της είχαν στολίσει
στο νεκρό σώμα μου, θα ’ναι στα χείλη μου, στερνό φιλί!...

Τα δυο χεράκια της που χειροκρότησαν πάνω στο μνήμα,
το νεκροκούφαρο, καθώς κατέβαινε, μέσα στη γη!
Τα δυο χεράκια της, που τη χρυσή πνοή, μού ’χαν χαρίσει,
με χειροκρότησαν, καθώς κατέβαινα, στη μαύρη γη!...




Ωδή στον Μανώλη.


Αντίο!
Στις φωνές των Αγγελικών πουλιών!
Στις νεανικές μνήμες!
Από τη φύση,
που καταδέχεται ακόμη ν’ αντέχει
του χρόνου τη φθορά,
στην έρημο της γης!...
Αντίο,
στον άνεμο του ζωντανού κύτταρου!...

Ένα αερικό τάραξε σήμερα το σκουριασμένο μυαλό
του σύγχρονου υπνοβάτη:
ο Μανώλης Αγγελόπουλος.
Κι αναχώρησε η σκυθρωπή μάσκα,
για τα βαλτοτόπια του έρωτα και της χάρης:
το ξεκίνημα
από τη χώρα των γατιών,
για τη χώρα του Άνθρωπου!...

Ταξίδεψα μες από τη ζάλη του πιοτού,
προς τη ζάλη των ματιών!
Κι έφτασα στο παράπηγμα
του λησμονημένου χωροχρόνου:
στα βοσκοτόπια της παλιάς συνοικίας...

Η Δέσποινα του πάθους με τα παιδικά μάτια,
ακλόνητη με περίμενε,
πιστή στη Νιτσεϊκή της υπόσχεση!...
Κι εγώ, κρατώντας τα γατοπόδαρα της ήττας,
στολισμένος με κισσούς,
διαγούμισα το τρυφερό της κορμί!...

Ω πατέρα Αισχύλε!
Την Τραγωδία σου κουβαλώ στο σήμερα!...
Τα παιχνιδάκια των κομπιούτερ της πέμπτης γενιάς
με τραβάνε από τις τρίχες του κεφαλιού μου!...
Οι πατούσες μου
χάνονται μες τ’ άσπρα γένια σου!...
Και το κορμί μου,
κύτος και καταφύγιο για τα μερμήγκια,
που λαθροβιούν για να επιβιώσουν!...
Με τι καρδιά,
να τούς επιβάλλω τη στέρηση;

Όμως γερνάω!...
Χάνομαι στα βάθη των αιώνων!...
Πρέπει να ζήσω τη στιγμή της εκδίκησης,
όσο πιο νέος μπορώ...

«Δεν είν’ τα γατοπόδαρα και οι υπνοβασίες,
σαν τις αγγελικές φωνές της νιότης, να τιμώ...»




Κι έβρεχε μόνο στο πρόσωπό μου.


Πέρασα τη ζωή μου, μακριά από τ’ όραμά μου•
σκουπίζοντας τους δρόμους της Αθήνας
και μαζεύοντας τσιγαρόκουτα και γόπες!
Και το λιόγερμα, κλεισμένος στο μικρό μου δωμάτιο,
μέσα σ’ ατμόσφαιρα, τσικνής μυρωδιάς καπνού...

Γράφοντας διηγήματα και τραγούδια,
απαγγέλλοντας ποιήματα και πίνοντας,
μιλούσα με τους πεθαμένους!...
Ο ανθρώπινος πόνος, πνιγμένος στη θάλασσα,
έφτανε στ’ αυτιά μου, αδιόρατος βόμβος ...θεϊκής μελωδίας!
κι οι Σειρήνες, γελούσαν με τους Οδυσσείς,
στις κόρες των ματιών μου!...

Πέρασα τη ζωή μου,
ψαχουλεύοντας τις ομορφιές της αυταπάτης:
κερνώντας τους χωρικούς, καρπούς,
κλεμμένους από δικά τους μποστάνια!...

Πέρασα τη ζωή μου,
απολαμβάνοντας
ήλιο, πεύκα, θαλασσινή δροσιά,
ζωγραφισμένα πάνω σε χαρτόφυλλα!
Πώς να τα σκίσω και να τα πετάξω,
άσπλαχνε θεέ!...

Η ιδέα της δημιουργίας, ωρίμασε μέσα μου,
από τα παιδικά μου χρόνια!
Στην εφηβεία μου πια είχε σαπίσει!...
Κι η σκέψη μου, έκανε βουτιές,
στις πισίνες της νεκρής θάλασσας!...

Έτσι, με βρήκε ο θάνατος του τραγουδιστή!...
Γαληνεμένος, έβλεπα τα πουλιά να θρηνούν•
τον αγέρα, να ξεριζώνει τα μαλλιά του•
τον ουρανό, να παίρνει το χρώμα του προσώπου του!...

Μπλαβιασμένο, γύφτικο πρόσωπο,
με σφιγμένα χείλια βυσσινιά,
γυαλισμένο απ’ την τελευταία αγωνία!...
Κουφάρι ξαπλωμένο,
σ’ ένα καφάσι από κλαριά!...

Έβρεχε,
μόνο στο πρόσωπό μου•
κι ήταν στο χέρι μου,
να τον αναστήσω!...




Έρημε δρόμε...


Πότε ο ουρανός θα μου χαμογελάσει,
μες από δυο μάτια, με μακριές βλεφαρίδες!...
Ο ουρανός, που στέλνει χιλιάδες σταχτιά βουβάλια,
ν’ αφανίσουν τη σάρκα μιας πεταλούδας!...

Και μες από πλήθος παλιόπαιδα
και σαρανταπεντάρηδες αλήτες, με κουρελιασμένα ρούχα,
μες από πλακάτ και συνθήματα στις κατάμεστες πλατείες,
ξεπροβάλεις εσύ κι ερημώνουν οι δρόμοι!

Φυτρώνουν φοινικόδεντρα στα πεζοδρόμια
κι η θάλασσα πλημμυρίζει,
για να στείλει το πρώτο κυματάκι της,
να συρθεί στα πόδια σου!...

Τα χέρια διστάζουν ν’ αγγίξουν•
ποιός μου εγγυάται κάτι μεγαλύτερο απ’ τα μάτια μου;
Και ενώ σαν υπνωτισμένος σε κοιτώ,
χιλιάδες λιλιπούτειοι,
με δένουν με τις κλωστούλες τους,
πάνω στα χώματα της δικιάς μου, πατρίδας!...

Να ’ξερες πόσο θα σ’ αγαπούσα, κάτω από το δέντρο του δάσους,
ή στη θαλασσινή σπηλιά,
ή πάνω στην άμμο,
στην αυλή του έρημου νησιού μας!...

Όμως ο ουρανός
και τα χιλιάδες σταχτιά βουβάλια του,
ορμούν ν’ αφανίσουν
τη σάρκα της πεταλούδας!...

Κι ο έρωτας πετά,
αεροπλάνο που χάνεται στον ορίζοντα,
παίρνοντας μαζί του τ’ αδέλφια μας,
για την ξενιτιά...




Ασκαρδαμύσσοντας.


Έβγαινε το τραγούδι απ’ το στόμα σου, σαν τ’ αγέρι!...
Σφύριζε στων πεύκων τις κορφές,
κατηφόριζε των λόφων τις πλαγιές
κι έκανε ν’ ανατριχιάζουν τα κύματα
των γαλάζιων νερών,
στα παρθένα ακρογιάλια!...
Έβγαινε το τραγούδι απ’ το στόμα σου,
σαν τ’ αγέρι το καλοκαιρινό,
περιλούοντας την πολιτεία,
την πνιγμένη στην άσφαλτο...

Πλανιόταν ανάμεσα από τ’ ανθρωπάκια,
που με τη σαβούρα στη σκέψη
και την τσάντα στο χέρι,
βάδιζαν τρέχοντας να προφθάσουν!...

Ανέμιζε, τα κολλημένα στις καράφλες
μαλλιά των εμπόρων
και βούιζε, στα φορτωμένα χρυσάφι, αυτάκια των καλλονών,
κάνοντας, τα θεσπέσια κορμιά τους ν’ ανατριχιάζουν!...

Έβγαινε το τραγούδι απ’ το στόμα σου, ζωή,
σαν τ’ αγέρι το θαλασσινό,
στις ηλιόχρυσες αμμουδιές!...
Και κάθε μέρα με βάφτιζε
και κάθε μέρα με βύθιζε,
στην αιωνιότητα της προσήλωσής μου
στη μελωδία του!...




Εικόνα υπέροχη της ευτυχίας.


Οι τρομερές στιγμές μιας ζωής...
Οι θλιβερές σκέψεις μιας γυναίκας...
Η αγάπη μιας αθώας ψυχής...
Εικόνα υπέροχη της ευτυχίας!...

Βήμα αργό, απλό και σταθερό...
Τρεμουλιαστή ψυχή...
Μάτια γλαρά, με διάθεση παράδοσης μεγάλη...
Εικόνα υπέροχη της ευτυχίας!...

Πρόσωπο με κουκούλα μαύρη...
Κατεβασμένος πέλεκυς κι αίμα πολύ...
Πρόσωπα που γυρίζουν απ’ την άλλη...
Ξεχωρισμένο σώμα και κεφάλι...
Εικόνα υπέροχη της ευτυχίας και πάλι!...




Τρεις ήλιοι σβησμένοι.


Άπλωνες το χέρι, ζητούσες το δικό μου•
μού ’σφιγγες το χέρι, σα ζεστό φιλί!
Μού ’δινες κουράγιο για το θάνατό σου
κι άφηνε τα χείλη σου η στερνή πνοή!...

Και σού ’λεγα : «πατέρα, χαμογέλασέ μου»
και μου χαμογελούσες, για να μη λυπηθώ.
Μα στην καρδιά μου μέσα, μ’ ατσάλι είχες γραμμένο:
«σας εύχομαι ευτυχία ...σας αποχαιρετώ!...

»Σας εύχομαι ευτυχία, παιδιά μου αγαπημένα»
το δάκρυ μες το βλέμμα, είναι για ’μάς τους τρεις!
Τους ήλιους της ζωής του• που όμως χωρίς το φώς του,
θα μείνουνε σβησμένοι, στην κλούβα της ζωής!...

Σου ζήταγα να με βοηθήσεις και με βοήθαγες.
Και σα θεός από ψηλά, το κυπαρίσσι της ζωής μου,
το ’φτιαχνες ίσιο και τρανό και δοξασμένο!...

Μου ζήτησες να σε βοηθήσω κι εγώ τα ’χασα!...
Και δάκρυα στην ψυχή μου• σπαραγμός!...
Ήσουν πολύ μεγάλος ...κι ήμουνα μικρός!...

Το πρόσωπό μου γύρισα να μην ιδώ,
το πρόσωπό μου στο δικό σου και πεθάνω!...
Και στη συνέχεια του μαύρου ταξιδιού,
σ’ άφησα μόνο σου και μ’ άφησες μονάχο...

Σε ξεπροβόδισα και γύρισα στη βάση μου!
Κι εσύ μου χάρισες, το άγιο σου πάθος
κι εκείνη την εικόνα του χεριού σου,
στο αποχαιρέτισμά σου το στερνό...

Και μου εχάρισες τις μέρες σου τις τελευταίες•
τις πιο βασανισμένες ...τις μοιραίες!...
Σ’ ευχαριστώ...

Σ’ ευχαριστώ εγώ! Ο οδηγός σου
στο θάνατο και στον πικρό χαμό σου!
Εγώ! Που οδηγήθηκα από σένα,
στα πιο ψηλά βουνά• τα δοξασμένα!...

Και σήμερα κηδεύουμε, τον Χρήστο τον Κωστήρη
το αιώνιο φυλαχτό μας!...
Και σήμερα κηδεύουμε, τον ήλιο, το φεγγάρι,
το λαμπερό το φώς μας!...

Αυτός που τον φορούσαμε κορώνα,
μας έγινε,
του κάμπου πεταλούδα
και του Χριστού εικόνα!...

Και χάθηκε η αγάπη της καρδιάς του,
πνιγμένη στο σκοτάδι της ματιάς του!...

Και σήμερα βαφτίζουμε σ’ αιώνιο σκοτάδι,
της Παναγιάς τη χάρη!
Και πάει μαζί της τ’ όνειρο και τ’ ανοιχτά φτερά μας
κι η τρυφερή καρδιά μας!...




Ο θύτης.


Πριν σε γνωρίσω, στ’ όνειρο είχα τη μορφή σου•
και τη ματιά σου, πριν μ’ αντικρίσεις είχα χαρεί!
Μες την ψυχή μου εγώ είχα φτιάξει την ψυχή σου•
και τα φιλιά σου, πριν με φιλήσεις είχα αισθανθεί!...

Ήθελα σκλάβα να ’σουνα δική μου,
για να μπορέσω να σε δω βασίλισσα!...
Και κάποιο βράδυ –βράδυ στην ψυχή μας–
για να σου αγιάσω το κορμί, σε φίλησα!...

Κι απ’ το φιλί ξεπεταχτήκαν φλόγες•
φλόγες, που μας τυλίξαν και τους δυο!
Εσύ χαρά κι εγώ χαρά• λύπη εγώ και μπόρες,
λύπη κι εσύ καρδιά μου χρυσή και σπαραγμό!...

Λύπη κι εσύ χαρά μου, αγάπη μου γλυκιά•
και τα ματάκια σύννεφα και μπόρες!
Γλυκά ματάκια λατρευτά, κεράστε με χαρά!...
Πότε θα δείξουνε χαρά του γέλιου σας οι ώρες!...

Εχρόνισεν η μοναξιά κι η ερημιά μακριά σου.
Λαλήσαν τα λουλούδια μας κι εμείς είμαστε ξένοι!
Ομόρφυνε την ερημιά, η σκέψη του θανάτου,
που θα μας ντύσει κάτασπρα και θα ’μαστε ενωμένοι!...

Στον τρυφερό σου το λαιμό, στόλισε την πνοή σου•
στολίδι στα ματάκια σου, βάλε τον έρωτά μου•
ζήτα συγνώμη απ’ το Θεό και τράβα στην αγχόνη,
για να σε πάρω ο θάνατος εγώ, στην αγκαλιά μου!...

Τρέξτε μανάδες και παιδιά, να δείτε την καρδιά σας,
να την ξεσκίζουν όρνια, και σκυλιά να κλαψουρίζουν,
βουνά να σκίζονται και καταρράκτες να πλημμυρίζουν
με οδύνη την ψυχή σας!... Την ψυχή σας...




Και περιμένω.


Γύρνα κοντά μου•
γύρνα ξανά, αγάπη κοντά μου•
σ’ έχει δική μου κάνει η καρδιά μου!
γύρνα κοντά μου...

Δεν είσαι ξένη•
μέσα στο σώμα σου, είν’ η ψυχή μου•
στις φλέβες το αίμα σου, είν’ η ζωή μου!
Δεν είσαι ξένη...

Σε περιμένω•
μέσα στα σύννεφα, σε περιμένω•
βλέπεις; το χέρι μου το ’χω απλωμένο
και περιμένω!...



Εξιλασμός και εξιλέωση.


Πάνω σ’ εκείνονε το βράχο,
κάθε βράδυ πλατινένιαν ώρα
απ’ το φεγγάρι και τη θάλασσα,
έβλεπα εκείνη ν’ αγναντεύει...

Το φώς και το σκοτάδι αγνάντευε η καημένη•
τα δάκρυα της πλημμύριζαν με πόνο την ψυχή μου,
γιατί εμένα ζήταγε κι εμέναν αγαπούσε!...

Το φώς και το σκοτάδι με βοηθούσαν,
να τηνε βλέπω να με περιμένει.
Πάρε ένα μαχαίρι μυτερό
να με σκοτώσεις• τι τη θέλω τη ζωή!

Και την ψυχή• τι να την κάνω,
χωρίς αυτή που μ’ αγαπά;
Πόνος και σπαραγμός,
μέσα στα δάκρυα και τη θλίψη!...

Μέσα στο φώς και το σκοτάδι,
το αγγελικό της πρόσωπο και η ζωή μου,
πόσο μοιάζαν!...
Στα μέρη εκείνα πού ’ναι πάντα καλοκαίρι,
να ζούσαμε μαζί, αγαπημένη πεταλούδα,
πόσες κακές στιγμές, θα ’φεύγαν απ’ το διάβα μας...
Όμως στο φώς και στο σκοτάδι,
τη βλέπω ακόμα ν’ αγναντεύει...

Ήρθε η στιγμή για να φανερωθώ
και να μαζέψω τα διαμάντια από τα μάτια της,
σ’ αυτή την πλατινένιαν ώρα,
μες το σκοτάδι και το φώς!...



Μετανάστευση.

Θα ’ναι η ψυχή μου μες το φεγγάρι,
για να προσέχει τα βήματά σου!
Μες τα λουλούδια• για να γεμίζουν
με τ’ άρωμά τους το πέρασμά σου!...

Μέσα στα σύννεφα θα ’ναι η ψυχή μου,
για να δακρύζει μαζί με σένα!
Μέσα στον ήλιο• για να ζεσταίνει
τα δυο σου χέρια τ’ αγαπημένα!...

Όλος ο πόνος, έγινε θάνατος!
Σκέπασε η αγάπη μου όλη τη γη!
Πάντα για σένα χέρια απλωμένα
θα ’ναι η ψυχή μου κάθε στιγμή!...

Θα ’ναι η ψυχή μου κάτασπρος τάφος!
Και θα προσμένει κάποιον καιρό,
να ’ρθεις χεράκι μ’ ένα κεράκι,
χαρά να δώσεις σ’ ένα νεκρό!...




Τα καλοκαίρια της ζωής.


Βαδίσαμε στο δρόμο του Αντιρρίου,
στα περιγιάλια που οι ψυχές μεθούν!
Γλυκιά μου αγαπημένη ψυχή,
οι δυο αγκαλιασμένοι•
γαλήνη παγωμένη στις καρδιές μας,
καθώς σ’ είδα να παίζεις με το κύμα•
εξόριστοι, απ’ του κόσμου τη μανία,
στα περιγιάλια της ζωής...

Έκρυψα εκεί την αγάπη μου,
ζέστανα εκεί τις ελπίδες μου,
μέσα στην άμμο,
το χρυσάφι του ήλιου!...

Κι έδεσα τις ψυχές μας
με τα σκοινιά του ονείρου,
γύρω από έναν κορμό δέντρου!...
Μένουν καλοκαίρια, παίζουν με το κύμα,
στα περιγιάλια της ζωής!...

Όταν πας στο περιγιάλι εκείνο,
πιάσε στα χέρια σου λίγη από την άμμο.
Κοίταξέ την:
χρυσάφι του ήλιου που κρύβεται!...
Κοίτα το κύμα πώς γέρνει στην ακρογιαλιά,
τη γαλήνη που βασιλεύει παντού,
γύρω από το δέντρο
που οι ψυχές μας μένουν,
παίζουν με το κύμα,
τα καλοκαίρια της ζωής...




Χαιρέτισμα στον ουρανό.


Τις περασμένες χαρές μας πάνω στ’ αετίσια φτερά μας
κι όσα τα μάτια μας βλέπαν, δεν θα ξεχάσει η καρδιά μας!...

Τη ροδοπόρφυρη όψη πού ’παιρνε το πρόσωπό σου,
όταν ο ήλιος κρυβόταν απ’ τα κεφάλια του κόσμου,
που ήταν για ’μάς οι ανθρώποι, σαν τα βουνά, σαν τα δέντρα!...

Τα σκληροτράχηλα βράχια ξεκούραζαν τα κορμιά μας!
Κι όταν το βλέμμα χανόταν, γαλαζοπράσινος μάγος
μάς έπαιρνε τη λαλιά μας!...

Το κεφαλάκι ζητούσε κι έγερνε πάνω στον ώμο•
τα δυο ματάκια εσβήναν, που τα ’χε η αγάπη μαράνει,
σαν μαραμένα σταφύλια!...

Σαν δυο ματιές, σαν δυο γλάροι, οι δυο ψυχές μας πετούσαν!
Πάνω απ’ τη σκέψη του κόσμου κι απ’ την αλμύρα της λήθης,
τον ουρανό χαιρετούσαν!...


Έξι χρόνια μετά.


Απλώσανε τα μάρμαρα στη γη μας•
’δέσαν με χειροπέδες την ψυχή μας•
πέταξαν μαύρα πουλιά στα λιβάδια μας•
το βλέμμα τσακίσαν, τα όνειρα σβήσαν!
Σκοτάδια μας...

Μπήκανε μόνοι τους• μας πήραν τα ονόματα,
μας πήραν τα χέρια!
Μας πέταξαν λάσπη στο πρόσωπο
και μας περιγέλασαν•
κι εμείς περιμέναμε τη βροχή,
να μας πλύνει και να τους πνίξει...

Μας πήραν τις αγάπες και μας γεμίσαν ερημιά!
Μας κλείσανε τις πόρτες και μας εδείξανε καρφιά:
«Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μας είπαν,
«όλοι εσείς χριστοί κι εμείς θα σας καρφώσουμε...»

Μας ’δώσαν τα κλειδιά κι αλλάξαν κλειδαριές!
Κλειδώσαν τις καρδιές μας, σε νεκρική σιγή!
Γκρεμίσανε τα λάβαρα, τα ’ρίξαν στις φωτιές
κι αφήσανε τη γη μας, μαρμαρωμένη γη!...

Το πάθος μας άναβε για μια λέξη.
Και νιώσαμε τους άλλους, που λέγοντάς την, πέθαιναν!
Βουίζανε τ’ αυτιά μας στη σκέψη της βροντής
που θα ’βγαινε απ’ το στόμα μας!...

Όμως η λευτεριά, βαθιά μες τα λαρύγγια μας,
μας έσκιζε τα στήθια και πνιγόταν!
Πνιγόταν, μέχρι που έσβησε μαζί μας!
Πέθανε, μαζί με την ψυχή μας!...




Μαχητές φοιτητές.


Ο ήλιος καίει κι απλώνεται σαν τη φωτιά στον κάμπο.
Φλογίζει όλα τα κορμιά. Ξανάβει όλα τα πάθη!
Κι αυτός που άνοιξε πόλεμο και μάχεται μ’ ανδρεία,
ανατριχιά και σταματά, λίγο να ξαποστάσει...

Βλέπει τη φύση να μιλά• να τον καλεί κοντά της!
Κοιτά τους άλλους που απαντούν στ’ ομορφοκάλεσμά της.
Κοιτά τους γλάρους που ψηλά στον ουρανό πετάνε.
Και τ’ αηδονάκια τα γλυκά, το κάλος τραγουδάνε!...

Τα δέντρα σειούνε τα κλωνιά, στο πέρασμα της αύρας•
και στον παχύ τον ίσκιο τους, που τη δροσιά σκορπίζει,
πολλά κορμιά αναπαύονται και ζουν στην ξεγνοιασιά τους.
Μέσα στη λαύρα τ’ ουρανού, άλλος κανείς δε μένει!

Τους βλέπει κι ο πολέμαρχος και σκίζεται η καρδιά του!...

Αυτός δεν έχει τη δροσιά. Δεν έχει την ισκιάδα•
αλλά τη φλόγα τ’ ουρανού• που τώρα τόνε λιώνει!
Κι ο ιδρώτας του που χύνεται κι αχνίζει μες τη λαύρα,
πότισε το ξερόχωμα• και λάσπωσε τη σκόνη!...

Ακούει βοή• και φαίνεται ο κόσμος να βαδίζει.
Μάνες, παιδάκια πρόσχαρα! Κόσμος ευτυχισμένος.
Βλέπει, λευκά τα λούλουδα, δροσάτα πλουμισμένα,
που του θολώσανε το νου και πέφτει κουρασμένος...

Απλώνει και το χέρι του, λουλούδι να μυρίσει•
να πάρει από το νέκταρ του, ορμή για τον αγώνα.
Μα έχει την όψη δύσμορφη• το χέρι ροζιασμένο.
Φοβήθηκε το λούλουδο• κι έγειρε προς τα πίσω...

Απέμεινε ο πολέμαρχος, μόνος και λυπημένος!...

Νερό δεν είχε για να πιει• τα χείλη του να βρέξει!
Ούτε ευωδιά του λουλουδιού, βαθιά για ν’ ανασάνει!
Μόνο είχε φλόγα• και καημό, που τού ’καιγε τα σπλάχνα!
Είχε κι εχθρό! Που τού ’στελνε, τα καυτερά του βόλια!...




Θρύλος.


Μέσα στης νύχτας το μαύρο σκοτάδι, το δρόμο έχασα για το χωριό!
Ψηλά εκοίταξα• μαύρο κοπάδι σύννεφα, γέμισαν τον ουρανό!

Με εταράξανε στην κάτω ράχη μ’ αυτά που μού ’πανε λίγο πριν βγω:
τάχα ο βρικόλακας σπήλαιο να ’χει στο δάσος τ’ άγριο και σκοτεινό;

Άστραψε! Κι άρχισε χοντρά να βρέχει! Βρόντησε! Κι έσεισε βουνό τρανό!
Ο αγέρας μ’ άρπαξε και τώρα τρέχει, με σέρνει ολόισια σ’ άγριο γκρεμό!

Τα χέρια μου άπλωσα, κλαδί αγκιστρώσαν• το θαύμα έγινε, σώθηκα εγώ!
Κι η μάνα μού ’λεγε στη θύμησή μου: «παιδί μου, πρόσεχε τ’ άγριο βουνό !».

Φωνή ακούστηκε, φωνή κι αντάρα• με μιας εσίγασε τ’ ανεμικό!
Με φρίκην ένιωσα φρικτήν αλήθεια: ο κλάδος μ’ άρπαξε και όχι εγώ!...

Το βλέμμα γύρισα το φοβισμένο. Το αίμα μου πάγωσε μες το κορμί!
Είδα έναν άνθρωπο μαυροντυμένο• αυτός που μού ’σωσε ήταν, τη ζωή!...

Ήταν απαίσιο το πρόσωπό του, δυο δόντια πρόβαλαν πιο μακρουλά•
είν’ ο βρικόλακας που τριγυρνάει στα βοσκοτόπια μας, χρόνια πολλά!...

Σ’ ένα σπιτάκι εκεί, στην άνω ράχη, μέσα σ’ ατμόσφαιρα χλομή από φως,
κάποια τα βλέφαρα κλειστά δεν τα ’χει, γιατί δεν γύρισε ο δικός της γιος!...




Η πρώτη μύηση.


Καθόμουν μόνος μου, σε μαύρη θέση•
βράχια και κύματα, όλα αλμυρά•
το βλέμμα γύρισα, κοιτώντας γύρω...
Δεν είδα φως στη γη• δεν είδα αστέρια•
δεν είδα μάγισσες, μαύρα πουλιά.
Είδα τα μάτια σου, δυο περιστέρια,
αγνή φωτιά χαράς, σ’ άδεια καρδιά!...

Πήρα το χέρι σου το λατρεμένο,
σφιχτά το κράτησα να ζεσταθεί•
το χέρι φίλησα, το αγαπημένο...

Μαζί βαδίσαμε• μόνοι στον κόσμο!
Πάνω από θάλασσες και αμμουδιές.
Τα μάτια κοίταζαν το πρόσωπό σου,
τα χείλη ένωναν τις δυο καρδιές!...



Τω αγνώστω Θεώ.


Ανάμεσα στα πεύκα σ’ αντίκρισα πολλές φορές.
Μες τους διαβάτες σ’ έχανα.
Στα πεύκα ήσουν πεύκο
και στους ανθρώπους, άνθρωπος!...

*** *** ***

Στα πεύκα την αγάπη μας οι αιώνες τη βαφτίσαν!
Πάνω στο χόρτο το χλωρό,
κάτω απ’ το γαλανό ουρανό,
οι μέρες μάς μεθύσαν!...

Την άμμο όταν σκαλίζοντας και σιγοτραγουδώντας,
με νου, τρεχούμενο νερό,
γλάρο σ’ ερωτικό χορό,
να χάνεται βουτώντας,

στης ήρεμης της θάλασσας το χρυσαφένιο στρώμα,
χωρίς να παίρνει αναπνοή,
τότε που μέσα στη ζωή
ήταν άνοιξη ακόμα...

Κι εγώ κοιτούσα τα χρυσά μαλλιά σου, που με χάρη
τίναζες πίσω, να με δεις,
τη σκέψη σου να θυμηθείς
κοντά να φέρεις πάλι.

Γυρνώντας με χαμόγελο, τα μάτια τα γλυκά σου
αρχίζανε να μου μιλούν,
το νόημα να μου εξηγούν,
πού ’χει η ζωή κοντά σου!...

Θεέ μου, πόσο είμαι μακριά! Πού χάθηκεν ο δρόμος!
Τα χέρια μου δεν βάστηξαν,
την ευτυχία μου άφησαν
να τη μαράνει ο κόσμος!...

Δεν θα επιστρέψει η εικόνα αυτή! Θα υπάρχει μες το νου μου,
μα εμπρός στα μάτια δε θα ’ρθεί•
ούτε θα κατανοηθεί
η έννοια του Θεού μου!...




Σπονδή στον Νίκο Καζαντζάκη.


Ποιος άγριος Θεός,
φύσηξε μέσα μου τόση αγωνία,
που τα κεφάλια των ηρώων δεν μπορούνε
μέσα στην αγκαλιά μου να κουρνιάσουνε;
Και οι ψυχές των αστεριών
να ξεδιψάσουνε τα χέρια μου,
να γαληνέψουν το κορμί μου;

Βάφτισα τη ζωή μου Δέντρο
και μαράθηκε...
Ύστερα τηνε είπα Νίκη
και με γέλασε...
Κι έπειτα την εκάλεσα Φουρτούνα!
Και με έπνιξε!...




Παράπονο στον ουρανό.


Ένα παράπονο πικρό
ακούστηκε απ’ τα χείλη μου,
παράπονο στον ουρανό:

«Πώς έγινε και χάθηκε η θάλασσα, τ’ αγέρι;
Ο ήλιος, γιατί έδυσε μια μέρα μεσημέρι;
Τα χέρια, γιατί πήρανε του σκοταδιού τα δίκια;
Ο Έρωτας γιατί βογκά, κρατώντας δεκανίκια;

»Ο άνθρωπος, πώς γίνεται να είναι χορτασμένος
κι ο κάμπος της αγάπης του να γέρνει μαραμένος;
Τ’ αηδόνι μόνο, πώς μπορεί κι αυτό να κελαηδήσει;
Κι αν κελαηδήσει, πώς μπορεί να μη μοιρολογήσει;»

»Γιατί τα στενοσόκακα που παίζαμε κιθάρα,
γινήκαν δρόμοι όμορφοι και τρυφερές πλατείες;
Κι όλο σκυλιά γεμίσανε νέα, καλοθρεμμένα
και μέσα στα στολίδια τους εμέναν αποδιώχνουν;»

Μόνος κι εγώ μοιρολογώ στη σκοτεινή γωνιά μου.
Γιατί τα χέρια τα γνωστά, δεν πιάνουν τη φωνή μου!...
Γιατί τα μάτια του Έρωτα βαθιά σαν τα κοιτάζω,
αλλού γυρνούν το βλέμμα τους και σκύβουν το κεφάλι!...




Ο Γύφτος.


Έφυγε η μαύρη συννεφιά...
Κι από τ’ αστέρια τ’ ουρανού
χύθηκε θάλασσα πλατιά!...
Πήρες μαζί σου συννεφιά
το κοριτσάκι το μικρό
κι έγινε νύχτα και σκιά!...

Κι έμεινε ο γύφτος ο ψωριάρης,
να περπατάει ολημερίς,
να σκέφτεται ολονυχτίς,
πότε θε νά ’ρθεις να τον πάρεις...

Έσβησες άσχημη ζωή•
κι ήρθε ζωή ωραία, στεγνή,
με «καλωσόρισες» και «γεια σου»...

Κι έμεινε γεύση αλμυρή
στα χείλη μας και στην ψυχή
το μακρινό απάντημά σου...

Μόνος του ο γύφτος ο ψωριάρης,
που περπατάει ολημερίς,
σκέπτεται τώρα ολονυχτίς
το μακρινό προσπέρασμά σου...




Η ερημιά μας.


Πόσο όμορφα κρατιόμαστε’ απ’ το χέρι,
καμαρώνοντας μάς χάιδευε τ’ αγέρι
και περπατούσαμε στην ερημιά μας•
κι ήτανε τ’ όνειρό μας κι η χαρά μας,
η ερημιά μας...

Τώρα, η κοινωνία μάς περιβάλλει
με στεφάνια˙ μας δείχνει τα περίσσια της τα κάλλη
και μας μαγεύει και τη μαγεύουμε
και κάνουμε μ’ αυτήν ένα περίφημο ζευγάρι
και περπατάμε αντάμα αγάλι-αγάλι•
την ερημιά μας ...μας την πήραν άλλοι...




Πόσο γλυκό και μακρινό.


Σαν με ρωτούσες «μ’ αγαπάς;...»
κι ανάμενες να σ’ απαντήσω,
θυμήθηκα και πάω να σβήσω•
πόσο γλυκό και μακρινό...

Σαν σε ρωτούσα «μ’ αγαπάς;...»
κι ανάμενα να μ’ απαντήσεις,
περίμενα να μ’ αναστήσεις•
πόσο γλυκό και μακρινό...

Τώρα επείστηκε η καρδιά
και το μυαλό και η ψυχή μας,
για την αγάπη τη δική μας•
και χάθηκε το «σ’ αγαπώ»!...


Πληγή στο χιόνι.


Χιόνι δεν είχανε τα ποιήματά μου,
ούτ’ οροπέδια, ούτε βουνίσια κάλλη•
σαν φύκια φύτρωναν στα βότσαλα της άμμου•
αλμύρα γέμιζαν κι αγάπη είχαν μεγάλη.

Κι είχανε περιπέτειες τα ποιήματά μου•
όχι ασπρίλα παγερή κι ακινησία.
Νεανική αγκαλιά και γέλιο είχαν
και κλάμα μες το πάθος το μεγάλο...

Κι αν τότε σού ’λεγα το σ’ αγαπώ, τολμούσα,
γιατί η απειλή ήταν απ’ έξω και μάς ένωνε.
Τώρα η ψυχή είν’ ο τύραννος και δεν νικιέται
κι έχει σφραγίσει και το στόμα και το νου...

Θέλει η ψυχή απ’ τη ματιά σου,
έρωτα αγέρι ν’ ανασάνει,
μα έχει το νου να την περιγελά!
Θέλει η καρδιά λόγια να πει ψιθυριστά,
μα δεν της πρέπει ούτ’ η ίδια να τ’ ακούει!

Κι έτσι κατάντησα να ζω με την ελπίδα,
πως όπως αιφνιδίασε το βούλιαγμα,
θα αιφνιδιάσει κι η ζωή η αιώνια,
κοντά σου ή κοντά στην αιωνιότητα,
ή μέσα στα πιθάρια της χαράς,
που έχει ο κόσμος πεπιεσμένη ευτυχία,
όπως το υγραέριο στις φιάλες!

Στέρεψαν οι πηγές της ευτυχίας
που περιλούανε τον κόσμο•
κι είναι μαραμένος.
Κι ο κόσμος και τα χέρια κι οι πληγές...
Κι ο κόσμος που κυριαρχεί δεν έχει χέρια...
Δεν έχει ούτε χέρια, ούτε πληγές!...

Πόσο ανέκφραστες περνούνε κι οι γραμμές,
αφού δεν περιγράφουνε πληγές!
Και πόσο ασήκωτες περνάνε κι οι νυχτιές,
αφού δεν απειλούνται από πληγές!
Και τι κουραστική ’ναι η ζωή,
αφού ’ναι όλη μιά πληγή!...

Και οι φρεγάδες οι νεανικές,
που κουβαλούσανε χρυσάφι στις καρδιές,
έχουνε γίνει σκάφες σπιτικές,
για να ξεπλένονται οι καρδιές απ’ τις βρομιές…

Όπως οι παιδικοί μας φίλοι,
στις γειτονιές της χαραυγής,
που μπήκανε στη σύνταξη νωρίς...
Κι ήταν καραβοκύρηδες ολκής!...

Άμμο ξανθή και ήλιο πυρωμένο,
πες μου ζωή, στα μάτια μου θα δεις;
Αν ναι, να τα κρατώ, να περιμένω.
Αν όχι, να τα κλείσω, να χαθείς!...




Η μεγάλη Μαρκησία.


Άνοιξα την πόρτα μου και βγήκα στη βεράντα μου,
μήπως και δω και τίποτα παράξενο.
Μα ξαναμπήκα μέσα λυπημένος,
καθόλου μα καθόλου παραξενεμένος.

Είδα τον παπά να ελεεί•
είδα τον άρχοντα τον κόσμο να καλεί...
Τον τοκογλύφο χρήματα να δίνει,
τον στρατηγό να λέει για ειρήνη!

Κι όλους τούς είδα να τούς έχει σκεπασμένους
και μέσα στα φτερά της διπλωμένους,
εκείνη η μεγάλη μαρκησία,
που τ’ όνομά της είν’ Υποκρισία...




Είν’ ο αφέντης σας.


Κοιτάξτε τον πώς περπατάει
και γύρω του όλο κοιτάει
και μοιάζει και μια τσίχλα να μασάει
κι όλους εσάς που σας περιφρονάει
και σας καλημερίζει σαν περνάει,
γιατί το αίμα λίγο-λίγο σάς ρουφάει!

Κλαίει το ορφανό γιατί πεινάει.
Κλαίει ο στρατιώτης γιατί πολεμάει.
Κλαίει ο γύφτος γιατί είν’ αλήτης.
Δεν κλαίει όμως ο μικρός σπουργίτης!

Κλαίει ο πρόσφυγας γιατί κρυώνει.
Κλαίει η μάνα που καμαρώνει,
νεκρούς τους ήλιους της, νεκρά τ’ αστέρια!
Δεν κλαίνε όμως τα μικρά τα περιστέρια!

Κλαίει ο ζητιάνος γιατί να ζητάει.
Κλαίει ο εχθρός γιατί ατσάλι σκορπάει.
Κλαίει η κοπέλα γιατί μένει μόνη.
Δεν κλαίει όμως το μικρό το χελιδόνι!

Γιατί και το μικρό το χελιδόνι
και το σπουργίτι και το περιστέρι,
έχουνε πιάσει τον Χριστό απ’ το χέρι
και σεργιανάνε στο γαλάζιον ουρανό!

Όμως εσείς κοιτάτε αυτόν που περπατάει
και προσκυνάτε αυτόν που γύρω του κοιτάει
και καλημέρα να του λέτε σαν περνάει
και δεν πειράζει κι αν το αίμα σάς ρουφάει
και τ’ ορφανό σας, αν το κάνει να πεινάει
και τον στρατιώτη σας, γι’ αυτόν να πολεμάει!
Είν’ ο αφέντης σας!... Αυτός σας κυβερνάει!...


Παράδοση.


Πήρες τη μαύρη την μπογιά κι έβαψες
το πρόσωπο και το κορμί σου•
κι έγινες σκοτεινός, σαν τη ζωή σου.

Πήρες του εργάτη το ψωμί κι έφτιαξες
τα παλάτια τα τρανά σου•
κι έγινες ίδιος, με το γείτονά σου.

Πήρες το δάκρυ του φτωχού και γέμισες
πισίνες για τα καλοκαίρια•
και μπήκες στα μεγάλα ασκέρια.

Και να!... Που πήρες και τον ανδρισμό σου,
τα μπράτσα τα γερά, το βλέμμα το γλυκό σου,
που δίνανε στο θηλυκό την πανδαισία
και τά ’κανες στον προϊστάμενο θυσία!
Για ν’ αποκτήσεις θέση με γραβάτα
και να οδεύσεις στη μεγάλη στράτα!...

Κι όταν να παραδόσεις ήρθε η ώρα,
τα ’κλαψες όλα τ’ αγαθά
και την ψυχή σου έψαξες να βρεις.

Μα εκείνης δεν της έμελλε
να πάει παραδομένη,
γιατί ήταν από χρόνια πουλημένη!...




Dasein.


Καημένε άνθρωπε, πόσο λυπητερός είσαι,
μέσα στις αναμνήσεις σου
και στα απραγματοποίητα όνειρά σου!...

Στο χωριό μα και στην πόλη, δε βαριέσαι, ίδιοι είμαστ’ όλοι.
Κάνουμ’ όνειρα βαρβάτα• μα στη βιαστική τη στράτα,
όλο πέφτουν κι όλο πέφτουν και κανείς δεν τα μαζεύει•
βιαστικοί βαδίζουν όλοι, ν’ ανεβούνε• ν’ ανεβούνε
και στην πύλη, πριν να κλείσει, να σταθούνε•
και τα όνειρα, στο δρόμο ας χαθούνε!...

Κι όταν φτάνουν κι αντικρίζουν,
σταματάνε και δακρύζουν!
Όλα τα κεφάλια σκύβουν!

Κι ένα γέλιο τρανταχτό,
γέλιο κοροϊδευτικό,
αντηχεί μες τα λαγκάδια
και βουίζει στα κεφάλια!...

Κλείνουνε τα μάτια απ’ τη ντροπή
και το γέλιο εκείνο ακόμα αντηχεί:
«Ποιός μας είπε ν’ ανεβούμε
και στην πύλη να σταθούμε
και τα όνειρα, στο δρόμο ας χαθούνε;

»Τώρα τα όνειρα, τα ήπιε η βροχή!
Και τη σκέψη μας, την τρώει η ντροπή!
Κι άλλα όνειρα, να κάνει δεν μπορεί!...

»Ποιός μας είπε ν’ ανεβούμε και στην πύλη να σταθούμε;
Μην τό ’πε η μάνα μας; Μην ο πατέρας;
Μήπως το φύσηξε στ’ αυτιά μας ο αγέρας;
Κι είναι το δράμα μας, τόσο μεγάλο,
που ν’ ανεβούμε πια δεν έχουμ’ άλλο
κι η κατηφόρα μάς περιμένει,
χωρίς τα όνειρα, στη γη θαμμένοι
και ξεχασμένοι!...
Χωρίς στην Ύπαρξη να έχουμε εισχωρήσει!...
Και η ψυχή μας η φτωχή, να ξεκορμίσει,
προτού να ζήσει!...»

Καημένε άνθρωπε, ακούς;
Το γέλιο το χαχανητό σε κοροϊδεύει!...
Αυτή ’ναι η απάντηση του λογισμού σου
και του χαμού σου!...




Ανθρωπόμορφο.


Είχες χαρισμένη στο φεγγάρι τη ματιά σου.
Είχες χαρισμένα στο αγέρι τα μαλλιά σου.
Είχες χαρισμένη στην αγάπη την καρδιά σου
και στον έρωτα τα μπράτσα τα γερά σου.

Μέχρι που σου δείχνει τα κλειδιά•
και σου λέει πως χρειάζεσαι λεφτά,
να τ’ αποκτήσεις.
Και του λες, πού θα τα βρεις τόσα λεφτά•
και σου λέει, θα στα δώσει όλα αυτά,
αν του δώσεις τη μικρή την πεταλούδα,
που σου φύσηξε στο στόμα ο Εχθρός του,
για να γίνεις από τότε πια δικός του!...

Κι έχασε το φεγγάρι τη ματιά σου,
έχασε και τ’ αγέρι τα μαλλιά σου,
έχασε κι η αγάπη την καρδιά σου
και ο έρωτας τα μπράτσα τα γερά σου!

Και θόλωσε η προδοσία τη ματιά σου!
Χάθηκαν από τον ουρανό τα βήματά σου!
Έμεινε παντέρημη η καρδιά σου!
Μαραθήκανε τα μπράτσα τα γερά σου
και πέσανε και τα σγουρά μαλλιά σου!
Έγινες ανθρωπόμορφο!... Στοχάσου...




Το μαχαίρι.


Στην εποχή μας το μαχαίρι,
απ’ του ενός στ’ άλλου το χέρι,
μορφές αλλάζει, για να σφάζει,
με τρόπο ανάλογο, αυτού που το προστάζει!...

Μοιάζει στο χέρι του γιατρού, νυστέρι•
κλειδί, μες του μηχανικού το χέρι•
στου στρατηγού το χέρι, είναι γαλόνι•
στου μαραγκού, το παίρνεις για πριόνι!

Στου λογιστή, το βλέπεις σαν δεφτέρι,
σαν πένα δε στου «ποιητή» το χέρι•
στου ράφτη μοιάζει το χεράκι σαν βελόνα•
στου κοσμηματοπώλη, σαν μαντόνα!

Στου χτίστη, έρχεται μυστρί να σου θυμίζει•
στου ταξιτζή, μοιάζει σαν ρόδα˙ και γυρίζει!
Μες τη χερούκλα του χασάπη είν’ η μαχαίρα
και στης γυναίκας το χεράκι, είν’ η βέρα!

Ναι!...
Το μαχαίρι πια, στο αρχικό του σχήμα,
το βλέπεις μόνο δίπλα στο ψωμί•
μα οι μαχαιριές, να πέφτουν στην καρδιά σου,
δεν παύουνε, στ’ αλήθεια, ούτε στιγμή!...




Απογοήτευση.


Περνάνε τη ζωή τους οι ανθρώποι, αηδιάζοντας•
και στη δουλειά πηγαίνοντας•
κάνοντας έρωτα
και λαχταρώντας...

Και ο χαμένος ποιητής,
ψάχνοντας νά ’βρει θέση,
το κουρασμένο του μυαλό, ν’ αναπαυτεί...
Βλέποντας ο Θεός...

Και να! Τα χρόνια που περνάνε
και οι ιδέες που γερνάνε
και σβήνουνε κι ανάβουν σαν καντήλια
πάν’ απ’ τα μνήματα•
ή σαν εκείνες τις φωτιές όπου φωτίζουν,
πρόσωπα ταξιδιάρικα, σκαμμένα,
που μαζεμένα γύρω από το τζάκι,
τα παγωμένα χέρια τους ζεσταίνουν...

Πού να σκεφτούμε εμείς, μικρά παιδιά,
πως την εικόνα αυτή, θα την ξαναντικρίσουμε,
τόσο χλωμή• τόσο παγκόσμια...
Και θέλαμε μακριά της να τραβήξουμε•
στην πόλη τη μεγάλη! Με τα φώτα!...

Από τη μια μεριά... κι’ από την άλλη...


Σκέψεις ανθρώπινες μεγάλες!... Μες την αιωνιότητα χαμένες... Τόσο μικρές!...
Μυαλά ανθρώπινα δυναμικά!... Θαμμένα κάτ’ από το χώμα... Τόσο στατικά!...
Από τη μια μεριά.
Κι’ από την άλλη, εσύ!...
Να μου μιλάς για τα χρυσαφικά σου και τα κρυστάλλινα ποτήρια τα λαμπρά σου,
για τα θεάματα και τα μπουζούκια!...

Αν τη δική σου τη μεριά διαλέξω,
θα είμ’ ελεύθερος να τριγυρνώ, να κλέβω και να ρουφάω κι’ αίμα!...
Κι’ αν απ’ την άλλη τη μεριά περάσω,
θα με μαντρώσεις στο νησί των λωτοφάγων,
μες των φαρμάκων την ομίχλη!...




Τα γηρατειά.


Ζώντας στην άκρη τ’ ουρανού
και μες τη μέση του καημού,
τα όνειρά μου μοιάζουνε,
σαν τα βλαστάρια από τον πάγο τα καμένα
κι’ από τα μάτια τα θολά,
αντί για δάκρυα πολλά,
οι αναμνήσεις τρέχουνε,
σαν περιστέρια απ’ τη βροχή κυνηγημένα!...

Κι’ είδα...
Πώς με ξεγέλασε η χαρά, πώς με τράβηξε η ελπίδα,
στη μεγάλη την παγίδα!...
Στη μεγάλη την παγίδα της ζωής, που η ευτυχία σε φέρνει
και τα όνειρα σού παίρνει!...

Και σαν το χωράφι το απότιστο,
σε πετάει σε μιαν άκρη,
δε σου αφήνει ούτε δάκρυ!...
Ώσπου νά ’ρθει η μέρα που τ’ ορίζει
κι’ η ψυχή σου από ψηλά το κορμί σου ν’ αντικρίζει
και γι’ αλλού να φτερουγίζει!...




Ερωτικό ταξίδι στο Πήλιο.


Ξύπνα αγάπη μου γλυκιά! Σε τόπους στολισμένους
με ποταμούς κρυστάλλινους και δάση ιερά,
σε περιμένει ο Διόνυσος, με θύρσους και Μαινάδες
και Κένταυρους, που είν’ άλογα, μαζί και λογικά!...

Μαζί μας να χορέψουνε και να μας ξεκουράσουν
από της πόλης τους ρυθμούς και τ’ άλλα της κακά.
Με τη γλυκιά σαγήνη τους, το κέφι σου να φτιάξουν,
για να τρυγήσεις τη χαρά της ύπαρξης ξανά!...

Γέμισε τις βαλίτσες σου κι’ άδειασε το μυαλό σου,
για να γεμίσει αργότερα με θεϊκές πνοές!...
Πνεύμ’ απ’ της Πίνδου τις κορφές και του Πηλίου τις λόχμες,
δροσιά από λίμνες μαγικές και πράσινες πλαγιές!...

Θα σού κρατήσει συντροφιά ο θρυλικός Κουρήτης!...
Που έγινε Ταξίαρχος! Όμως μες την καρδιά,
Κουρήτης είναι, ήτανε, Κουρήτης και θα μείνει,
γύρο απ’ την Εκάτη του, σ’ αιώνια τροχιά!...




Η προσευχή της Σοφίας.


Ζήτησα νά ’ρθεις δίπλα μου, στην κρύα πολυθρόνα...
Κι’ ευθύς δυο δάκρυα ζεστά, χάδι στα μάγουλά μου,
ένοιωσα από το χέρι σου, που πριν να το γνωρίσω,
είχε χαθεί απ’ τη ζωή, χωρίς ποτέ ν’ αγγίσω!...

Στην παγερή την ερημιά, στο στοιχειωμένο σπίτι,
μοναδική μου συντροφιά, ζεστή κι’ αγαπημένη,
ήρθε η μορφή σου να με βρει, δύναμη να μου δώσει,
το πεπρωμένο να διαβώ και το βουνό ν’ ανέβω!...

Τη μοναξιά μου διέλυσε το στοργικό σου χάδι
κι’ οι νουθεσίες σου γι’ αυτά που δεν είχα πετύχει,
χρωμάτιζαν το δρόμο μου, κεντρίζαν την καρδιά μου,
χτίζαν στο τέλμα της ζωής, της σωτηρίας γεφύρι!...

Δίνε μου δύναμη να ζω, να φεύγω, να γλυτώνω
και να πορεύομαι για ’κει που όλοι το λένε Τέλος,
να συναντήσω εσένανε, μαζί σου να με πάρεις
στο δρόμο του Ήλιου, στ’ άγνωστο, που εσύ τώρα γνωρίζεις!...

Έλα παππούλη, μην αργείς, πιάσε μου το χεράκι
κι’ οδήγησέ με στη ζωή... Κι’ έπειτα κράτησέ το
για πάντα μες στα χέρια σου, παππούλη αγαπημένε,
μες την αιωνιότητα, μαζί να πορευτούμε!...

Να αντικρύσω από ψηλά όσα θα έχω ζήσει
κι’ έπειτα να πετάξουμε, μαζί μακριά στα ουράνια!...




Λάμψη στη ματιά.


Μια θολή ματιά μέσα στο σκοτάδι,
μια μικρή καρδιά, βασιλιάς στον άδη!
Όλα παγωμένα, όλα σιωπηλά,
μια ματιά και δάκρυ κάτω αργοκυλά!...

Κλαίει τα κυπαρίσσια και τον ουρανό,
το γαλάζιο κύμα, τον αυγερινό!
Τους μικρούς ψαράδες δε θα ξαναδεί,
μπάτη ν’ ανασάνει, πεύκο να σταθεί!...

Γέλιο στη ματιά δε θα ξανανθίσει!
Μια μικρή καρδιά ποιός θα της χαρίσει;
Πέρασε η λαχτάρα, πέρασε η ζωή,
έσβησαν τα μάτια, χάθηκε η πνοή!...

Χύθηκε στα χείλη κύμα αλμυρό!
Πνίξε το λυγμό σου στο βαθύ γιαλό!
Άσε τη ζωή σου θάλασσα πλατιά,
νύχτα στη ψυχή σου, λάμψη στη ματιά!...




Ήλιος απρόσιτος.

Ίσως δεν πίστεψες στις λίγες λέξεις,
ίσως βουβάθηκες για μια στιγμή
κι’ όταν εμίλησες τά ’χες χαμένα...

Κι’ έφτιαξε σύννεφα πολλά ο ήλιος...
Πίσω τους κρύφτηκε• κι’ αυτό γιατί
ζήτησα νά ’ ρθει λίγο πιο κοντά μου!...

Κι’ έμεινα μόνος μου στη συννεφιά του!...
Πώς να τον έκανα να ξαναβγεί;
Κι’ αν ξαναέβγαινε, θα του ζητούσα
Νά ’ρθει κοντά σε με; Κοντά στη γη;

Όχι!... Γι’ αυτό κι’ εγώ θα τον κοιτούσα,
κι’ όλα θα τά ’χα κρύψει στην καρδιά!...
Ότι κι’ αν ήθελα, δε θα μιλούσα...

Τώρα την έχω κοντά μου...
Δεν θέλω να την κάνω να φύγει!...
Γι’ αυτό για την αγάπη μου δεν θα της μιλήσω!...

Δική μου δεν θα γίνει το ξέρω...
Γι’ αυτό το πράγμα δεν θα ξαναπροσπαθήσω!...
Και θ’ αρκεστώ τη φωνή της ν’ ακούω
και το γλυκό της βλέμμα ν’ αντικρίζω!...

Κι’ όταν τα χείλη απ’ αγάπη θα τρέμουν,
θα της το κρύβει το χαμόγελό μου!...
Κι’ αυτή, δεν θα καταλαβαίνει!...




Ιανουάριος 1974.


Ήμουνα μακριά απ’ τη ζωή κι’ αγωνιζόμουνα να την βρω!...
Ονειρευόμουνα, ένα πρωί να ξυπνήσω στην αγκαλιά της!...
Και βρέθηκ’ αγκαλιά με τον θάνατο,
να παλεύω μαζί του!...




Όνειρό μου.


Όνειρό μου, στη φρικτή τη μοναξιά,
τη γλυκιά σου περιμένω συντροφιά!...
Τ’ απαλά σου τα χεράκια να χαϊδέψω
και το βλέμμα μου στο βλέμμα σου να μπλέξω!...

Όνειρό μου, σαν μακριά μου ευρισκόσουν,
απ’ τη σκέψη μου καθόλου δεν χανόσουν!...
Η καρδιά μου σε ζητούσε κι’ η ψυχή μου
και για σε παρακαλούσε η προσευχή μου!...

Στη φτωχή μου αγκαλιά να έλθεις τώρα,
μια και πέρασε του χωρισμού η μπόρα!...
Τα γλυκά σου τα χειλάκια να φιλήσω
και κοντά σου πια αγάπη μου να ζήσω...

Κι’ όταν βρέχει στο φτωχό μας το σπιτάκι
και καθόμαστε κι’ οι δυο πλάι στο τζάκι,
τα χειλάκια σου φιλιά θα τα γεμίζω,
στη δική μου αγκαλιά θα σε κοιμίζω...




Μαύρο φεγγάρι.


Μαύρο φεγγάρι,
γιατί θέλεις το φως σου να ρίξεις σε τούτο το χώμα!
Μαύρο φεγγάρι,
πού πας να διαλύσεις τη νύχτα που πέφτει βαριά να καλύψει το αίμα!...

Άσε τα σκότη να κρύψουν το θρήνο της γης για τους υπερασπιστές της!...
Μέσα στη νύχτα,
τα τσακάλια ουρλιάζουν κι’ οι γύπες σπαράζουν τους νεκρούς των ηρώων!...
Πού πας φεγγάρι,
να διαλύσεις τη νύχτα που κρύβει τη φρίκη!...

Νύχτα μεγάλη, στους λόγγους της Αιτωλίας!...
Μες τ’ αυλάκια πηγμένο είν’ το αίμα
και μυρίζει ο αέρας από σάρκα ανοιχτή!...
Πού πας φεγγάρι!
Και το φως σου άπλετο έχεις ρίξει
στην κοιλάδα τη γεμάτη από θάνατο!...

Μυητικός θάνατος.


Για να διαβαστούν τα ποιήματά μου,
πρέπει πρώτα εγώ ο ίδιος να πεθάνω!...
Τί ειρωνεία για τα ποιήματά μου!...
Πόσο ακριβό είναι το τίμημά τους!...

Όταν οι ανθρώποι με γνωρίσουν,
θά ’μαι ήδη πεθαμένος από χρόνια!...
Και τα κόκκαλά μου θά ’χουν λιώσει
και θα έχουν γίνει ένα με το χώμα!...

Τα ποιήματά μου για να γραφτούνε,
θα πρέπει πρώτα, εγώ να πεθάνω!...
Μα και άγραφα κι’ αδιάβαστα κι’ αν μείνουν
Κι’ έτσι ακόμα, εγώ τ’ απολαμβάνω!...

Τα κλαριά τα φωτίζει ένα κίτρινο φως,
που δεν είναι το φως της σελήνης...
Κι’ έτσι όμως φωτισμένα είν’ ωραία πολύ!...
Κι’ ας μη φτάνουν στο φως της σελήνης...




Η αποτυχία του ποιητή.


Συρτάρι πού ’χει ο ποιητής σφραγίσει, χωρίς να έχει τίποτα να κρύψει!...




Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία! Ο Κύριος μετά σου!


Χαίρε του Ανθρώπου Λεβεντιά! Χαρά στους εκφραστές Σου!...
Στους τροβαδούρους, που μπορούν να γίνονται υμνητές Σου!...
Χαρά σε σένα ταπεινή, μικρή, γλυκιά πυθία!
Νου, που με τα τραγούδια σου, υμνείς τα μεγαλεία
του ανθρωπίνου πνεύματος! Χαρά στους διπλανούς σου,
που ανασαίνουν τη φωνή του φτερωτού μυαλού σου!...

Και πίνουν απ’ τα μάτια σου τη θεία μελωδία
κι’ απ’ του κορμιού σου τη φωτιά αντλούνε ευτυχία
και θαλπωρή! Παρηγοριά στην παγωνιά του τόπου,
σαν τους τυλίγει η μοναξιά της αγωνίας του ανθρώπου...

(Αφιέρωμα στη δημιουργό του ποιήματος «Αχ Χρόνε!...»)








Θρήνος στο χρόνο.


Καταντικρύ στο Μαίναλο, έρημο Λιμποβίτσι,
που γέννησες κι ανάθρεψες τους Κολοκοτρωναίους!...
Στις κρυσταλλένιες σου πηγές σκύβαν και ξεδιψούσαν
και μάθανε να περπατούν στων αρκουδιών το ρέμα...

Ελευθερώσαν το Μοριά και χάθηκαν κατόπιν!
Και χάθηκαν μαζί μ’ αυτούς τ’ αγρίμια κι οι αρκούδες!
Και απομείναν έρημα τα δέντρα και τα σπίτια
κι ο στοχαστής, που τριγυρνά• κι ο ουρανός, που βρέχει...

Και τα στοιχειά που αόρατα πλανιούνται μες το χώρο
θρηνούν, στα μηχανήματα μπροστά, που καταφτάσαν
τον τόπο να πατήσουνε, τσιμέντο να τον στρώσουν!...
Κι οι γόοι τους ακούγονται σαν σφύριγμα του αγέρα
ανάμεσα από τα κλαδιά των ιερών ελάτων!...

Μα η πρώτη η μπουλντόζα τους, τη σιδερένια αρπάγη
σηκώνει κι άσπλαχνα χιμά! Το δέντρο ξεριζώνει!...
Φοβήθηκε κι ο ποιητής και λούφαξε στη λάσπη,
να τον σκεπάσει να χαθεί στης λήθης τα λημέρια...




Για τη ζωή και το θάνατο.


Τη λεβεντιά σου ανθρώπινη ψυχή,
που χρόνια προσπαθώ να την συλλάβω,
ας ήταν να μπορούσα να την έπλαθα,
με πρώτη ύλη την ψυχή μου !...

Πήρα απ’ της Κρήτης τα τραγούδια
κι απ’ τη ζωή του Ναζωραίου
κι έφτιαξα την αγάπη μου,
για των χειλιών σου τ’ άγουρο χάδι !...

Κι όταν τα μάτια σου κοιτούσα,
’κείνη του σκοταδιού την ώρα,
πλάνταζα ανθρώπινη πού ’χα καρδιά˙
τόση ευτυχία, πού να κρατήσω !...

Δεν μας ένωσε η Κατοχή˙
ούτ’ η αντιστασιακή κίνηση,
κάτω από ένα δικτατορικό καθεστώς.
Δεν μας ένωσε ο κίνδυνος του θανάτου˙
μας ένωσε ο κίνδυνος της ζωής !...

*** *** ***

Κι ύστερα,
όταν ο κίνδυνος έγινε τεράστιος σαν τυφώνας,
που στο πέρασμά του, φιμώνει τη λεβέντικη ψυχή,
βγήκα στην αγορά και μίλησα ! Κι είπα,
πως σκοτώσανε μια αγάπη !
Ανθυπομειδιάσανε και μ’ απαντήσανε,
πως η αγάπη δεν σκοτώνεται˙
μα πάντα ζει και δημιουργεί
και γεννάει και...

Βγήκα στην αγορά και μίλησα, κι είπα,
πως σκοτώσανε και μένα !
Με ειρωνία τότε μου απαντήσανε,
ότι στην πολιτεία μας τώρα πια,
οι ανθρώποι δεν σκοτώνονται,
μα πάντα ζούνε και δημιουργούνε
και γεννούνε και...

Βγήκα στην αγορά και μίλησα,
μα τη φωνή μου την κατάπιε
ο αλαλαγμός του ανέμου !
Μαστίγωμα και προσταγή στ’ αυτιά μου, να σωπάσω !
Φρίκη κι ανατριχίλα στην ψυχή μου !
Γι’ αυτό ήταν τέτοιες οι απαντήσεις που μου δίνανε :
γιατί μιλούσα σε νεκρούς !...




Περίλυπος τα βλέπω και τα ζω.


Πρέπει να πάψω να μιλώ!...
Έτσι κι αλλιώς ανθρώποι δε μ’ ακούνε...
Πρέπει να πάψω να θρηνώ!...
Έτσι κι αλλιώς οι θρήνοι δεν αρκούνε
να συγκινήσουν τις ψυχές, γιατί κι αυτές
σ’ ανθρώπινα κουφάρια κατοικούνε...

Και κρέμονται τα χέρια και τα πόδια
και μένουν τα μυαλά τα σαστισμένα,
μετέωρα πάν’ απ’ του κόσμου τη ματαιοδοξία,
που θλίψη μού γεμίζει την καρδιά...

Και περπατώ μονάχος σ’ αλλοφροσύνης ρεύματα,
μες από μονοπάτια αμπελόφυτα,
να βρω το δρόμο που θ’ ακολουθήσω,
μέχρι τη λησμονιά να φτάσω!...

Και προχωρώντας προς του κύκλου μου το κέντρο,
απολαμβάνω τους επαίνους, τις κατακραυγές,
τα μίση, τις αγάπες, τους έρωτες,
τα πάθη, τις ακολασίες...
Περίλυπος τα βλέπω και τα ζω!...

Και προχωρώντας προς του κύκλου μου το κέντρο,
απολαμβάνω την τιμιότητα, την ατιμία,
το σεβασμό και την ασέβεια,
την ηθική και την ανηθικότητα...
Περίλυπος τα βλέπω και τα ζω!...

Και φτάνοντας στου κύκλου μου το κέντρο,
τη λύπη έσβησε φως σαν χρυσάφι!...
Μες από τα τρίσβαθα προβάλλει
το Ένα, αυτό που δεν υπάρχει,
γιατί επάνω σ’ όλα άρχει!...

Το σκήπτρο.


Σαν δυο ματιές πετάξαμε στα σύννεφα!
Ω ουρανέ που με κοιτάζεις!...
Της τυραννίας ο δούλος λευτερώθηκε!
Θαμπό στα μάτια σου το δάκρυ!...

Λευτέρωσε και μένανε γλυκιά μου ηλιαχτίδα.
Λευτέρωσε τα χέρια μου από την αλυσίδα.
Στο θάνατο πηγαίνω! Βοήθα με ν’ ανέβω
τα σκαλοπάτια της οδύνης, με το κεφάλι μου ψηλά!...
Βοήθα με που προσπαθώ στα χέρια μου να πάρω
το σκήπτρο και το λάβαρο της ήττας!...

Στη νεκρή πόλη που κατοικούνε καβούρια
οδήγησε τα βήματά μου ο ήλιος!...
Στη νεκρή πόλη που ζούνε καβούρια
Οδήγησε τα βήματά μου ο ήλιος!...

Ξεχύθηκ’ η αλμύρα, ξεχύθηκε
να κατακλύσει τη ζωή μου!...
Ξεχύθηκ’ η αλμύρα, ξεχύθηκε
από τα μάτια στην ψυχή μου!...

Ουρανέ, τον κεραυνό σου,
στο διψασμένο μου στόμα ρίξε!...
Τη βροχή σου στα χέρια μου,
για να ξεπλύνεις τη ντροπή του φόνου μου!...







Κωμικά.


α) Κακές αρρώστιες.


Γαρνιτούρα, οι κακές οι αρρώστιες κι’ ο καρκίνος!...
Φυματίωση• παλιές αναμνήσεις έχει εκείνος...

Με ασθένειες κακές: άσπρη γλώσσα μες το στόμα,
τον καρκίνο στο κορμί και τη λέπρα εις το σώμα,
μούχλα μέσα στα αυτιά, σαπισμένο κοκαλάκι,
έλκος μέσα στην κοιλιά, έχει μόνο ένα δοντάκι!...

Μηνιγγίτις στο κεφάλι, διφθερίτις κι’ ευλογιά!
Η πανούκλα ήρθε πάλι μες της μούχλας τα μαλλιά!...
Το κεφάλι του, το ψήνει τεταρταίος πυρετός!
Έχει σάπια τα ποδάρια και πεθαίνει ο φτωχός!...

Μες τ’ αραχνιασμένο στόμα, που τα φίδια έχουν φωλιά,
Τα σκουλήκια τρών’ τη γλώσσα και κοιμούνται στα μαλλιά...





β) Περιγραφή του κόσμου.


Μες το μαγκανοπήγαδο τ’ αποσβησμένο, π’ αράχνες και ραδιόφωνα κυριαρχούν,
γυαλιά-καρφιά τά ’κανε το καημένο! Σφαλιάρες και ξυλόπροκες αρκούν.
Μπρος στην παλιοπαράγκα την ξεκαρφωμένη, στ’ αυτιά του αντίκρισε ψείρες πολλές!
Με μια παλιοκουτάλα ξεμπουτουλομένη, σκουριές και παλιοσίδερα κι’ άδειες κοιλιές!...

Μες του ωκεανού το μαύρο φόντο, που γαλανό φαινότανε και φωτεινό,
γίγαντας κάτω απ’ ένα πόντο, χόρευε, κι’ έκλαιγ’ όλο το κοινό!...
Χασούρα με τα μανταλάκια όλοι ’κάναν, κόβοντας με μουστάκια το νερό!...
Κι’ εκλάψαν όταν είδαν ότι ’φτάναν στα κυπαρίσσια με χαρά έναν καιρό!...

Στραβογραμμένα κι’ άσχημες γαϊδούρες μουχλιάσαν με τα χνώτα τους τα βρωμερά!...
Του κόσμου όλες αυτές είναι οι μούρες, που περιέγραψ’ ασυνάρτητα, μα σταθερά!...




γ) Η Μαύρη Τουλούμπα.


Η Μαύρη Τουλούμπα σε προειδοποιεί, πως αύριο νύχτα στο σπίτι θα μπει
και μ’ ένα στιλέτο ξυσμένο γερά, θα σού ξεχωρίσει την κάθε πλευρά!...
Στο θάνατο θέλω καλά να ντυθείς και στη νεκροφόρα που θά ’ρθει να μπεις,
κεριά θα σου βάλω με μαύρους σταυρούς, να κάνεις φιγούρα στους άλλους νεκρούς!...

Η μαύρη σου κάσα από καρυδιά, που σε περιμένει φτιαγμένη φαρδιά,
μ’ αρώματα νέκρας και σάπιας σαρκός, θα σου επιτρέπει σκουλήκια να τρως!...
Βρικόλακες θά ’χω για ψάλτες δεξιούς και έξι διαβόλους για αριστερούς!...
Η Μαύρη Τουλούμπα σε ειδοποιεί, πως αν την καρφώσεις θα σ’ εκδικηθεί!...




δ) Οι δυο μύλοι. (Τραγούδι)

Βαρύς καημός με έδειρε σ’ αυτή την κοινωνία!... Με σπαραγμό και δάκρυα, μ’ αφήσανε στην άκρια!...
Ο πόνος βάσανο βαρύ που τελειωμό δεν έχει!... Κι’ η μάνα που με γέννησε, ποτέ της δε με χτένισε!...
Με τα χέρια με χτυπάνε, με τα πόδια με κλωτσάνε,
με τα δόντια με μασάνε και το αίμα μού ρουφάνε!...

Γονάτισα και έκλαψα με δακρυσμένα μάτια!...
Άστραψε ένας κεραυνός
και μού ’ρθε ακόμα ένας καημός,
μες την καρδιά μου την καλή, που έγινε κομμάτια!...

Και τα κομμάτια ενώθηκαν και φτιάξανε δυο μύλους,
που αλέσανε τα δόντια μου, και τά ’δωσαν στους σκύλους!...



ε) Ο σβέλτος νεαρός της εποχής 1963.

Μες του χορού την ήρεμη τη λύσσα,
γυρίζει το πικ-απ μες τη ντροπή!...
Με τα καλά μου ρούχα κάθομαι στα ίσια
και με σφιγμένη ηθοποιίας προσοχή...

Κοιτώ καλά και σκέπτομαι εφ’ άπαξ,
ώσπου του δίσκου αλλάζει ο σκοπός•
παίζει γλυκά!... Να γίνω λέω άρπαξ
μιας ντάμας, μια και είμαι μοναχός...

Μέχρι το στόμ’ απ’ το χασμουρητό να κλείσω,
μέχρι να δω πώς θα χορέψω το χορό,
τις παίρνουν όλες κι’ εγώ μένω πίσω,
μ’ ολάνοιχτο το στόμα σα μωρό!...




στ) Ο κύριος Κάλτη.

Ο κύριος Κάλτη πέτρωσε!...
Κόκκινος θα είναι!... Το τέρας να γίνει περούκα,
Η μαύρη τουλούμπα να κάνει δουλειά!...
Πενικιλίνη τάφος σημαίνει!
Καρκίνος χαρά για τους νέους!
Το ποίημα τούτο τελειώνει!...




ζ) Συνέντευξη με τον Μεγάλο Φιλόσοφο των Αιώνων.


(Η νεαρή δημοσιογράφος με το σούπερ μίνι, χτυπάει την πόρτα.
Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ο Μέγας Φιλόσοφος των Αιώνων, με τη μορφή του Αϊνστάιν!... )


Ποίον το μέγεθος της αξίας σου ανθρωπίνη αρετή;
Ποίος ο γέλως της καταχθονίου υπάρξεως ή ανυπαρξίας όπως θέλεις πάρ’ το;
Αφήσας την τραγέλαφον κυνηγάς τα μυστικά;
Πορεύου εν πλήρη αναφυλαξία άνθρωπε και μη προς τα οπίσω περιπατάς, αν μη προς τα οπίσω κοιτάς!...

Κραυγάς τω πελάγει εξωθών, τι κερδίσης ελπίζεις;
Πραγματική συμφορά της τραγικής κατατάξεως σκορπίζει γύρω τον γέλωτα της νέκρας;
Ή, ανέλκουσα την νομιμότητα εγκυμονεί άρρεν, τουθόπερ βραδύνει την επιτάχυνσιν;
Άκλαυτε, άσπιλε, αμόλυντε άνθρωπε, αναμένεις την νύκτα να σου σκεπάση τα πόδια;

Εγώ, όστις γεωμετρώ την ανθρωπίνην εχεμύθειαν,
εγώ, όστις αριθμώ τις ανθρώπινες πράξεις,
εγώ λέγω, όστις αλγεβρώ την αλγεβρικήν άλγεβραν,
εγώ, όστις χημικώ την ανθρωπίνην ψυχήν,
εγώ, όστις φυσικώ την φυσικήν,
εγώ, όστις ψυχολογώ την ψυχολογίαν,
εγώ, όστις λογικώ την λογικήν, όστις γεωγραφώ την γεωγραφίαν,
νέω τα νέα, εκθέτω την έκθεσιν, αρχαιώ τα αρχαία,
εγώ, λέγω,
δεν γνωρίζω τι κάμνω!...

Μεγάλε Φιλόσοφε των Αιώνων, τι αντίληψη έχετε περί του θανάτου;

Ώ ουρανοί της γης, που δε φαινόσαστε απ’ τα σπλάχνα μου!
Ώ μοίρα του ανθρώπου που δεν υπάρχεις - γιατί άρχεις!
Ώ κάτω κόσμε, που δεν υφίστασαι στην κόλαση της υπάρξεως!...
Θάνατος!...
Λέξη αθάνατος!...
Ευωδιαστή από νέκρα και νεκρολούλουδα!...
Κάσα και νεκρικές πρασινάδες σκορπισμένες στο νεκρό λείψανο,
το σαβανωμένο με νεκρικά σάβανα, ραμμένα από πεθαμένους ράφτες,
με νεκρικά βελόνια φτιαγμένα από σάπια σάρκα και θαμμένα κόκαλα!...

Θάνατος! Που σκότωσε τόσους ανθρώπους!
Θάνατος, που μετατρέπει τους ζωντανούς σε πεθαμένους!
Θάνατος, που κάνει τους ανθρώπους να μη μιλάνε!
Θάνατος, που τους κάνει να μην κουνιούνται!
Θάνατος, που τους κάνει να μη σκέπτονται!
Θάνατος, που τους κάνει να πέφτουν νεκροί, κτυπημένοι απ’ το πεθαμένο χέρι του θανάτου!...

Θάνατος, που σκοτώνει τους γέρους, θάνατος που νεκρώνει τους νέους,
θάνατος που πεθαίνει τους ζωντανούς!...
Θάνατος, που τρώει τους λύκους, θάνατος που λειώνει τους ελέφαντες,
θάνατος που παγώνει τα παγώνια!...

Θ ά να τ ο ς ! . . .
Επτά γράμματα, μα και τα επτά είναι υπέροχα!...
Κι’ όπως η ζέστη σε ζεσταίνει,
όπως η στενοχώρια σε στενοχωρεί,
όπως ο θυμός σε θυμώνει,
έτσι κι’ ο θάνατος σε θανατώνει!...






















Περιεχόμενα.
Σελ.
1. Η απώλεια. (1977) ..................................................................................... 1.
2. Το άγγιγμα. (1977) ..................................................................................... 2.
3. Το τραγούδι του Μαγιακόφσκυ. (1978) .................................................... 2.
4. Ο κύκλος του Πνεύματος. (1977) .......................................................... 3.
5. Το τραγούδι του νεκρού αγωνιστή. (1969) ................................................. 5.
6. Ωδή στον Μανώλη. (1989) ...................................................................... 6.
7. Κι’ έβρεχε μόνο στο πρόσωπό μου. (1979) ................................................ 7.
8. Έρημε δρόμε. (1978) ................................................................................. 8.
9. Ασκαρδαμύσσοντας. (1977) .................................................................... 8.
10. Εικόνα υπέροχη της ευτυχίας. (1972) ........................................................ 9.
11. Τρείς ήλιοι σβησμένοι. (1974) .................................................................. 9.
12. Ο θύτης (1971) ........................................................................... 11.
13. Και περιμένω (1972) ................................................................................ 11.
14. Εξιλασμός και εξιλέωση. (1972) ................................................................ 12.
15. Μετανάστευση (1972) ................................................................................. 12.
16. Τα καλοκαίρια της ζωής. (1972) .................................................... 13.
17. Χαιρέτισμα στον ουρανό. (1970) ............................................................... 13.
18. Έξι χρόνια μετά. (1972) ............................................................................ 14.
19. Μαχητές φοιτητές. (1965) ..................................................................... 14.
20. Θρύλος. ...................................................................................................... 15.
21. Η πρώτη μύηση. (1968) ............................................................................ 15.
22. Τω αγνώστω Θεώ. (1972) ............................................................................ 16.
23. Σπονδή στον Νίκο Καζαντζάκη. (1979) .................................................... 17.
24. Παράπονο στον ουρανό. (1977) ............................................................. 17.
25. Ο Γύφτος. (1973) ...................................................................................... 17.
26. Η ερημιά μας. (1975) .................................................................................. 18.
27. Πόσο γλυκό και μακρινό. (1975) ............................................................... 18.
28. Πληγή στο χιόνι. (1975) ........................................................................ 19.
29. Η Μεγάλη Μαρκησία. (1975) .............................................................. 20.
30. Είν’ ο αφέντης σας. (1975) ........................................................................ 20.
31. Παράδοση. (1977) ................................................................................ 21.
32. Dasein. (1975) ........................................................................................ 21.
33. Ανθρωπόμορφο. (1975) ............................................................................ 22.
34. Το μαχαίρι. (1975) .................................................................................... 23.
35. Απογοήτευση. (1975) ................................................................................... 23.
36. Από τη μια μεριά …κι από την άλλη… (1974) …………………………. 24.
37. Τα γηρατειά. (1975) .................................................................................... 24.
38. Ερωτικό ταξίδι στο Πήλιο. (1998) .................................................................. 24.
39. Η προσευχή της Σοφίας. (1999) ………………………………………,…. 25.
40. Λάμψη στη ματιά. ……………………………………………………… 25.
41. Ήλιος απρόσιτος. (1966) …………………………….………………….. 26.
42. Ιανουάριος 1974. ……………………………………………………….. 26.
43. Όνειρό μου. (1964) ………………………………………………………. 27.
44. Μαύρο φεγγάρι. ………………………………………………………….. 27.
45. Μυητικός θάνατος. (1992) ……………………………………………….. 28.
46. Η αποτυχία του ποιητή. (2003) ………………………………………… 28.
47. Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία. (1999) ……………………………………. 28.
48. Θρήνος στο χρόνο. (1998) ………………………………………………… 29.
49. Για τη ζωή και το θάνατο. (1979) ……………………………………… 29.
50. Περίλυπος τα βλέπω και τα ζω. (1977) ……………………………….. 30.
51. Το σκήπτρο. (1972) ……………………………………………………… 31.
51. Κωμικά. (1965) …………………………………………………………. 31.