Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Ο καπετάν Μέγας


      Ο  ΚΑΠΕΤΑΝ  ΜΕΓΑΣ

 

                Α΄ ΜΙΚΡΑΣΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                -2014-

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιλάτος: …Λοιπόν είσαι βασιλιάς;
Ιησούς:  Εσύ, λες ότι είμαι βασιλιάς…
              Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο: 
              Για να μιλήσω  μέσα στην αλήθεια!...
              Καθένας που γεννήθηκε από την αλήθεια, ακούει τη  
              φωνή μου…              
   Πιλάτος: …Τι είναι αλήθεια;…
 
                                                                        (Ιωάννη ιη΄ 37)

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              1. Η γέννηση της πεταλούδας.

                                                                         

  Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή. Και είναι αληθινή, γιατί είναι ιδεατή! Δηλαδή δεν είναι πραγματική. Γιατί τίποτα το πραγματικό δεν μαρτυρεί περί της αλήθειας! Γι’ αυτό πολλοί αμφισβήτησαν την πραγματικότητα της Καινής Διαθήκης… Γιατί η Καινή Διαθήκη είναι η ουσία της αλήθειας!...

Ήρωες σαν τον Μιχάλη Μάργαρη, υπήρχαν πολλοί. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Μιχάλης·  ήταν πρόσωπο πραγματικό· δηλαδή όχι αληθινό!… Όμως αυτό το ίδιο πρόσωπο, ήταν ο καπετάν Μέγας! Που ήταν πρόσωπο αληθινό, άρα όχι πραγματικό!…  

 Ήρθε η ώρα, να δούμε τώρα, πώς ο καθένας μας θα γίνει καπετάν Μέγας, για να μπορέσει να ταυτιστεί με τον ήρωα, που γεννήθηκε ακριβώς το 1900 (σημαδιακό έτος) και ζει ακόμα! Το 2.014!!!... Γιατί ο καπετάν Μέγας διάλεξε μιαν εποχή από το μακρινό παρελθόν και την προσάρμοσε στο σήμερα. Και μια και δεν είμαστε Θόδωροι Αγγελόπουλοι να τον φέρουμε σαν εικόνα, κίνηση, ήχο, ας προσπαθήσουμε να τον δούμε με λέξεις, προτάσεις, παραγράφους, κεφάλαια! 

    Δεκαοχτώ χρονών εθελοντής στη Μικρασία. Σμύρνη, ενδοχώρα, πρώτη γραμμή!... Γραφιάς δίπλα στον διοικητή του τάγματος. Παρών στο σχεδιασμό των επιθετικών επιχειρήσεων. Και όταν τέλειωνε η γραφική δουλειά, καβαλούσε το άλογο μαζί με δυο τρεις στρατιώτες που τους ερέθιζεν ο κίνδυνος και παίρνανε τους λόφους και τα φαράγγια για αναγνώριση στόχων…

    Κάποιες φορές βούιξαν οι τούρκικες σφαίρες πάνω απ’ τα κεφάλια τους, κάποτε μάλιστα μια, τρύπησε το αυτί του αλόγου του… Το καημένο το αλογάκι! Χλιμίντρησε, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του μια δυο φορές και μετά έσκυψε το κεφάλι του και υπέμενε τον πόνο σιωπηλό και ακίνητο!... Τι να γίνει; Θα σκεφτόταν. Το λίγο σανό του και το νεράκι του, που του προσέφερε το ελληνικό δημόσιο, θα έπρεπε να το πληρώσει εκτός από τον ιδρώτα του και με το αίμα του και ίσως κάποτε και με τη ζωή του!...

Αλλά όλα αυτά, δεν μπορούμε βέβαια να πιστέψουμε ότι τα σκεφτόταν το αλογάκι! Για ελληνικά κράτη και πληρωμές! Πού να τη βρει τη λογική για τέτοιους συλλογισμούς ένα άλογο; Εδώ δεν τα σκεφτόταν ο φαντάρος, την ώρα που κρατούσε το αιμόφυρτο χέρι του με το άλλο του το χέρι, αφιονισμένος όπως τον είχαν καταντήσει οι «διαφωτιστές», από τους πατριωτισμούς και τις «μεγάλες ιδέες»!... Είναι πολύ εύκολο: Βαφτίζεις τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας του τόπου σου πατριωτισμό και τα μεγάλα διεθνή συμφέροντα «μεγάλες ιδέες» και από ’κεί και πέρα, αλίμονο στα φανταράκια και τα αλογάκια τους!...               

    Εντόπιζε λοιπόν ο ήρωάς μας τις τούρκικες μυρμηγκιές και μετρούσε   τη δύναμη τους από απόσταση εκατοντάδων μέτρων με τα κιάλια, σα να φώναζε προσκλητήριο!... Στον υπολογισμό του αυτόν, έπεφτε μέσα, με προσέγγιση συν-πλην δέκα!...  

-Πόση δύναμη φυλάει το πέρασμα της φωτιάς Μιχάλη; Τον ρώταγε ο λοχαγός του 2ου λόχου που θα έκανε την επίθεση.

- Εκατόν είκοσι  άνδρες, απαντούσε αυτός, αφού έριχνε μια γρήγορη ματιά με τα κιάλια. Ε λοιπόν, δεν θα ήταν λιγότεροι από εκατόν δέκα, ούτε περισσότεροι από εκατόν τριάντα.  Έστρωνε κατόπιν, όταν γυρνούσε στο στρατόπεδο, τους χάρτες και τα τοπογραφικά μπροστά στον αρχηγό και οι τρεις τους, δηλαδή μαζί με το λοχαγό, αποφάσιζαν το σχήμα της αυριανής ενέργειας…

Ακριβώς σε αυτή τη φάση, μετά από τις προτάσεις των ανωτέρων του, ο Μιχάλης έκανε τις δικές του παρατηρήσεις, που προκαλούσαν στην αρχή κάποιαν έκπληξη στον ταγματάρχη για την ορθότητα του σκεπτικού τους και διαμόρφωναν το τελικό σχέδιο της επίθεσης, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν πολύ διαφορετικό από το αρχικά προτεινόμενο από τους ανωτέρους του και σύμφωνο με τις παρατηρήσεις του Μιχάλη! Μετά από την επανάληψη πολλών τέτοιων διαφοροποιήσεων στο αρχικό σχέδιο δράσης από τις παρεμβάσεις του νεαρού φαντάρου, ο ταγματάρχης έπαψε να τηρεί τα προσχήματα, ζήταγε πρώτα τη γνώμη του Μιχάλη και μετά απλά ο λοχαγός κι αυτός συμφωνούσαν!...

    Ένα- ένα καταλαμβάνονταν τα υψώματα, οι θέσεις του εχθρού, τα χωριουδάκια και χιμούσαν οι λιμασμένοι φαντάροι στη λεία τους, για να ξεδιψάσουν ό,τι ήταν διψασμένο μέσα τους!... Και ήταν πολλές και ποικίλες οι δίψες τους… Ο πόλεμος αυτή τη δουλειά κάνει… Δημιουργεί δίψες στους φαντάρους, που τις πληρώνουν οι αθώοι χωρικοί… Δράση, αντίδραση… Όλοι έχουν το δίκιο τους. Και, τα στρατιωτάκια και, η αγροτιά… Το άδικο το έχουν μόνον αυτοί που αποφασίζουν την αναγκαιότητα του πολέμου. Γιατί όπως λένε αυτοί οι «κύριοι», η «πατρίδα» έχει  πολύν καιρό να δοξαστεί. Και δεν το αντέχουν αυτό οι πατριδοκάπηλοι! Τους πέφτει βαρύ στο στομάχι και δεν τους αφήνει να χουζουρέψουν όσο πρέπει, μετά το μεσημεριανό φαγητό! Θέλουνε την «πατρίδα» τους να τη νιώθουν διαρκώς δοξασμένη και τώρα ήρθε η ώρα, η δόξα της να ανανεωθεί!... Οι παλιές δόξες ξεθώριασαν! Οι παλιοί νεκροί… πάει …ξεχάστηκαν!... Νέο αίμα πρέπει να χυθεί στα κρασοπότηρά τους. Η καημένη η φτωχολογιά πολεμάει, τα παιδιά της σκοτώνονται και η πλουτοκρατία δοξάζεται και ταυτόχρονα γίνεται πλουτοκρατία εις το τετράγωνο!... Οι κηφήνες που τρέφονται μόνο με το αίμα των λαών!...  

    Τότε βγήκε και το παρατσούκλι του ήρωα. Μέγας στρατηγός!... Έτσι τον απεκάλεσε ο ταγματάρχης σ’ ένα τραπέζι με μπόλικο κρασί, πάνω σε μια στιγμή γενικής ευθυμίας. Δεν έχασαν καιρό οι φαντάροι και του το κόλλησαν, γιατί όλοι τον αγαπούσαν, και το θεωρούσαν κολακευτικό αυτό το παρατσούκλι και προ πάντων ανταποκρινόμενο στην αλήθεια. Για διευκόλυνσή τους και για συντομία μερικοί τον φώναζαν καπετάν Μέγα και σιγά – σιγά διαδόθηκε έτσι, χάριν συντομίας και ευκολίας, όπως συνηθίζει ο άνθρωπος και έτσι  γεννιόνται τα πιο πετυχημένα παρατσούκλια!...

Εν τω μεταξύ οι επιθετικές νίκες των Ελλήνων συνεχίζονταν, τα φανταράκια προχωρούσαν με ενθουσιασμό όλο και πιο βαθειά στο στόμα του λύκου και τα λάφυρα μοιράζονταν δίκαια ανάμεσά τους. Έλα όμως που οι τουρκοπούλες ήσαν ξεροκέφαλες και δεν πείθονταν να αποδώσουν  «τιμές» στους νικητές, παρά μόνο δεμένες, με ανοιχτά χέρια και πόδια!...

    Ο Μιχάλης αμέτοχος, παρακολουθούσε τις υπερβολές του υπάνθρωπου, που μπορεί να ήταν ένας ανδρείος μαχητής την ώρα της μάχης, αλλά μετά τη νίκη μεταμορφωνόταν σε έναν άνανδρο σφετεριστή της εξουσίας, που σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνώντας κάθε όριο, έφτανε στο στυγνό έγκλημα… Αναρωτιόταν τότε, ποια ήταν η δική του ευθύνη!... Ανακάλυψε κρυμμένη μέσα του μια φυσική δεξιότητα στην πολεμική στρατηγική, για να οδηγήσει στη νίκη; Ή σ’ αυτό το αίσχος που έβλεπε μπροστά του; Σιγά-σιγά συνειδητοποίησε το παράδοξο: Η νίκη, αντί να μας εξυψώνει, μας δοκιμάζει! Αν αντέχουμε να διατηρήσουμε τον έλεγχο που απαιτείται για να συγκρατηθούμε, ώστε να μην αποκαλυφθεί η βαρβαρότητα που φωλιάζει μέσα στα βάθη της συνείδησής μας!...

    Ανέφερε στον ταγματάρχη τον προβληματισμό του κι αυτός έβγαλε μια ημερήσια διαταγή, ότι απαγορεύονται οι βιασμοί και οι δολοφονίες Τούρκων πολιτών!… Κανείς όμως εκτός απ’ αυτόν δεν κατήγγειλε κάποιον δικό μας για βιασμό ή για φόνο!... Λες και σταμάτησαν ξαφνικά να γίνονται!... Κι αυτοί οι δύο φαντάροι που ο ίδιος ο Μιχάλης σαν αυτόπτης μάρτυρας κατήγγειλε, έφαγαν από ένα μήνα φυλακή ο καθένας, δηλαδή λούφα από τις φονικές μάχες, για έναν ολόκληρο μήνα!... Τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να στέλνουμε στο στρατοδικείο τους «γενναίους» μαχητές μας!...

Η καρδιά του άρχισε να παγώνει κι όσο περνούσαν οι μέρες αδιαφορούσε όλο και περισσότερο για τα επιτελικά σχέδια επίθεσης και προώθησης των ελληνικών στρατευμάτων προς την «κόκκινη μηλιά»!...

Εκείνες τις μέρες, ένας από τους τρεις λόχους του τάγματος, βρισκόταν λίγο έξω από ένα χωριό στρατηγικής σημασίας και αγωνιζόταν να το καταλάβει. Οι υπερασπιστές του κρατούσαν γερά.  Μετά όμως από σκληρές μάχες με τα τούρκικα αποσπάσματα για πέντε ολόκληρες μέρες, οι Τούρκοι αντάρτες ανάμικτοι με στρατιώτες, λόγω των σημαντικών απωλειών που είχαν υποστεί, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα γύρω βουνά, το χωριό κατελήφθη από τους Έλληνες και οι στρατιώτες του λόχου, ανάμεσά τους κι ο Μιχάλης σκόρπισαν μέσα στο χωριό.  Ήταν ένα χαριτωμένο χωριουδάκι με καμιά πενηνταριά σπίτια χτισμένα τα περισσότερα με πλίνθους από χώμα αναμιγμένο με άχυρα, παράλληλα προς το μοναδικό δρόμο του χωριού, ενώ πίσω από τα σπίτια απλώνονταν τα εύφορα χωράφια του.           

     Απομεσήμερο. Ο Μιχάλης μαζί με έξι συναδέλφους του είχαν αποφάει και είχαν πιει πολύ κρασί! Μετά τη νίκη όλα επιτρέπονται και δε θα επιτρέπεται το κρασάκι; Το πολύ κρασάκι όμως, κάνει κράμα με τον χαρακτήρα αυτού  που το πίνει. Γι αυτό άλλωστε ονομάζεται και κρασί! Αυτό λοιπόν το μυστήριο που λέγεται κρασί, ό,τι βρει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου που το πίνει, το βγάζει έξω αδιαφορώντας για τις συνέπειες!... Άλλος όταν πίνει πολύ, κάνει εγκλήματα και άλλος ποιήματα!... Άλλος συνθέτει εγκληματικά ποιήματα και γελοίες πράξεις και άλλος ποιητικά εγκλήματα και εμπνευσμένες σκέψεις και πράξεις!... Στον Μιχάλη σήμερα άραγε, με τι θα κάνει κράμα το κρασί που ήπιε; Με το έγκλημα;  Με το ποίημα; Ή με το ποιητικό έγκλημα; Τι θα βρει μέσα σ’ αυτό το παλικάρι ο θεός Διόνυσος, για να το φέρει στην εκδήλωση;

     Σηκώθηκε, βγήκε και άρχισε να περπατάει μόνος, τον ανηφορικό χωματόδρομο του χωριού… Νεροσυρμές τον αυλάκωναν με απροσδιόριστα σχήματα, πού όμως προσδιόρισαν μέσα στο μυαλό του, ότι είχε ξαναπεράσει απ’ αυτόν το δρόμο κάποτε! Ίσως όταν ήταν μικρός!... «Αστεία πράγματα» σκέφτηκε και γέλασε μέσα του μ’ αυτή τη σκέψη, γιατί αυτό ήταν αδύνατο να έχει συμβεί, αφού πρώτη φορά στη ζωή του είχε πατήσει σ’ αυτά τα χώματα. «Όταν το μυαλό μου το ζαλίζει το πιοτό, οι λαγοί φοράνε πετραχήλια και οι παπάδες γίνονται στιφάδο!» Γέλασε δυνατά και τάχυνε το βήμα τρεκλίζοντας, για να βρει την προχωρημένη περίπολο που έκανε το ξεκαθάρισμα των ελεύθερων σκοπευτών και να αστειευτεί μαζί τους και ιδίως με το φίλο του τον «Μπόλτσε». Το παρατσούκλι του το είχε βγάλει αυτός ο ίδιος, αλλά του το έλεγε ψιθυριστά στο αυτί για να μην τον ακούσει κανένας άλλος και τον στείλουν στρατοδικείο! Κάποτε τον φώναξε δυνατά Μπολ γιατί ποιος θα το πήγαινε τόσο μακριά ότι τον αποκαλούσε Μπολτσεβίκο!... «έχουν γνώση οι φύλακες» του είχε πει τότε «πρόσεχε τα λόγια σου για να μη βρούμε κανέναν μπελά και τρέχουμε και δε φτάνουμε…»  Ήταν στην υπηρεσία περιπόλου και του άρεσαν οι σοβαρές συζητήσεις μαζί του, αλλά κυρίως ταίριαζαν στο χιούμορ!...

Τα θεόκλειστα σπίτια κάποια στιγμή τέλειωσαν και χωράφια απλώνονταν στα δεξιά και αριστερά του δρόμου, κατάφυτα από κληματαριές, μυγδαλιές, ελιές και διάφορα οπωροφόρα… «Ένα φρουτάκι πάει μετά από τόσο κρασί» σκέφτηκε και τέντωσε τα μέλη του για να ξεμουδιάσει. Πήδηξε το φράχτη και σωριάστηκε στο έδαφος από το πολύ πιοτό.

Τότε, όπως ήταν ξαπλωμένος και καθώς η ορατότητά του δεν εμποδιζόταν από τα φύλλα και τα κλαριά των δέντρων, πίσω από ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο χτισμένο με πέτρες, μέσα σ’ έναν πυκνό και σκοτεινό ελαιώνα, αντίκρισε ένα κόκκινο χρώμα που κινιόταν!...   Ένιωσε το αίμα του να χτυπά ξαφνικά στα μελίγγια, σα να χτυπούσε κάποιος συναγερμός! Κάποιος αόριστος κίνδυνος διαγραφόταν στον ορίζοντα της στιγμής και κάτι έπρεπε να κάνει, γιατί αν έμενε αδρανής, θα χανόταν η ζωή του! Όλη του η ύπαρξη!... 

Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει μέσα στο χωράφι για να το προφτάσει ερεθισμένος σαν ένας ταύρος μπροστά στο κόκκινο πανί!... Γιατί; Δεν ήξερε!... Το κόκκινο άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν άνθρωπος και ήθελε να του ξεφύγει! Όμως η απόσταση ανάμεσά τους διαρκώς μίκραινε καθώς αυτός δεν ελάττωσε την ταχύτητά του. …Ήταν γυναίκα!... Κανονικά, σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, θα έπρεπε να σταματήσει να τρέχει και να γυρίσει πίσω. Αυτό όμως δεν έγινε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό του το γιατί και συνέχισε να την κυνηγάει. Όταν έφτασε σε απόσταση ένα με δύο μέτρα η γυναίκα κουράστηκε, παραπάτησε, γλίστρησε κι έπεσε μπρούμυτα πάνω στο μαλακό χώμα, γυρνώντας το κεφάλι της προς το διώκτη της, κοιτώντας τον μ’ ένα απελπισμένο και ικετευτικό βλέμμα! Ο Μιχάλης στάθηκε όρθιος μπροστά της λαχανιασμένος με ορθάνοιχτα μάτια, έκπληκτος  γι αυτό που έβλεπε!...

Τα μάτια της, τα μάγουλά της, τα χείλη της, τα μαλλιά της… Είχε μείνει άναυδος!... Μαγνητισμένος, την κοιτούσε!... Η ανάσα του έβγαινε σαν να έβγαινε μαζί της κι η ψυχή του!... Και τα χέρια του, απλωμένα λίγο προς το μέρος της και ξερά, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να τα κουμαντάρει!...

Έμεινε αιώνες έτσι να την κοιτάζει, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση… Η κοπέλα γύρισε και ανακάθισε πάνω στο χώμα προσπαθώντας με την μαντήλα της να κρύψει το πρόσωπό της, αφήνοντας μόνο τα μάτια της να ακτινοβολούν την παράκληση!... Αλήθεια, σκέφτηκε ο Μιχάλης …τι τον παρακαλούσε; Τι θα μπορούσε να θέλει από αυτόν, αυτή η συγκεκριμένη ύπαρξη;

Γονάτισε δίπλα της και γεμάτος δέος, σαν να κάνει κάτι που δεν το ήθελε αυτός ο ίδιος, αλλά κάποιος αόρατος θεός, με αργές κινήσεις έκανε ν’ αναμερίσει το πέπλο που έκρυβε από τα μάτια του αυτό το αγγελικό πρόσωπο. Η κοπέλα δεν αντέδρασε, παρά μόνο τον κοιτούσε γαλήνια κατ’ ευθείαν μες τα μάτια, μεταγγίζοντάς του μιαν εντολή!... Η παράκληση είχε χαθεί σαν να είχε πια ικανοποιηθεί και στη θέση της βασίλευε πια η εντολή!... Κάτι σαν διαταγή!... Όπως ακριβώς είχε συνηθίσει, τέσσερα χρόνια τώρα στο στρατό, να το ακούει ο Μιχάλης, με τη διαφορά όμως, ότι δεν ξεχώριζε το νόημά της, τι ακριβώς διαταζόταν να κάνει, μόνο ένιωθε ότι διέφερε από τις στρατιωτικές διαταγές, στο χρώμα!... Ήταν μια κόκκινη διαταγή. Ενώ στον στρατό όλες ανεξαιρέτως οι διαταγές ήταν γκριζόμαυρες!

    Δεν μπορούσε να την κατανοήσει αυτήν την κόκκινη διαταγή, σα να ήταν διατυπωμένη σε μιαν άγνωστη γλώσσα, κάποιου άλλου στρατού! Αυτός μπορούσε να διαβάζει και να εκτελεί, μόνο τις γκριζόμαυρες διαταγές του δοξασμένου Ελληνικού στρατού!

    Αυτό που είχε σημασία όμως τώρα, ήταν ότι αυτό το προσωπάκι ήταν δικό του! Ήταν το πρόσωπο μιας γυναίκας που το είχε ξαναδεί όταν ήταν παιδί ακόμα, όπως το χωματόδρομο με τις νεροσυρμές, πριν από λίγα λεπτά!… Ακούμπησε το πρόσωπό του στο δικό της και έσυρε τα χείλη του στα μάγουλά της, στο μέτωπο και τα μάτια της, σταματώντας στα χείλη της. Η καρδιά του σταμάτησε λίγες στιγμές στο βελούδο των χειλιών της!... Η ανάσα της τον είχε ναρκώσει!... Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τα δικά της. Έτσι όπως τα είχε κλειστά, είχαν μιαν άλλην ομορφιά, που έκλεινε μέσα της μια παράξενη δύναμη, που τον αναστάτωνε και συγχρόνως τον καθήλωνε!...

    Δεν ήξερε τι να κάνει! Θέλησε ν’ ακουμπήσει το πρόσωπό του στο λαιμό της μα τα ρούχα της τον εμπόδιζαν. Της ξεκούμπωσε την μπλούζα. Της την έβγαλε! Ένιωσε το βελούδο τού στήθους της!... Της έβγαλε και το αραχνοΰφαντο σαλβάρι της, την άφησε ολόγυμνη και ανασηκώθηκε λίγο για να την κοιτάξει…

   Θυμήθηκε τη φωτογραφία μιας ηθοποιού που είχε πέσει στα χέρια ενός συνομήλικού του στο χωριό και αυτός τη μοιράστηκε με όλους τους συμμαθητές του, που τσακώνονταν ποιος θα την πρωτοπάρει στα ιδιαίτερά του διαμερίσματα, για να την «φιλοξενήσει» για λίγες ώρες!... Τώρα αυτή η «ηθοποιός» ολοζώντανη, ήταν μπροστά στα μάτια του! Μέσα στα χέρια του!... Και το πιο παράξενο ήταν ότι ήταν δική του! Ήταν τελείως σίγουρος γι’ αυτό! Δεν ήξερε όμως ποιος τον διαβεβαίωνε. Ποιος του την είχε χαρίσει!... Σα να είχαν περάσει στέφανα! Μα πότε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί!...

    Την κοιτούσε καθώς είχε γείρει στο πλάι το κεφάλι της και είχε κλείσει τα μάτια σα να κοιμόταν! Το ολόγυμνο σώμα της ανάδινε τη γαλήνη του ύπνου του γλυκού και σα να του φάνηκε πως στα χείλη της χάραζε η αυγή κάποιου χαμόγελου!... Χάιδεψε με τις δύο παλάμες του το στήθος, τη μέση και τους γοφούς της. Θέλησε ν’ ακουμπήσει το σώμα του στο βελούδινο μελαμψό της κορμί που τον είχε μαγέψει, μα τον εμπόδιζαν τα ρούχα του. Γδύθηκε ολόγυμνος και έπεσε πάνω της. Της φιλούσε τα βυζιά. Της ρουφούσε τις ρώγες. Αυτή έβγαλε έναν ελαφρύ αναστεναγμό. Της φιλούσε κι έτριβε το πρόσωπό του στην κοιλιά της γύρω από εκείνον τον υπέροχο αφαλό, ενώ είχε αγκαλιάσει τους γοφούς της και τους χάιδευε με λατρεία!...

Τώρα έφτασε πια να νιώσει πραγματικός άντρας! Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ότι ήταν άντρας! Ένιωθε την ανάγκη όλος αυτός ο αντρισμός του, κάπου να χαριστεί. Στη γυναίκα του. Σ’ αυτή που είχε παντρευτεί. Γιατί την είχε παντρευτεί. Ήταν σίγουρος! Μόνο που δε θυμόταν πότε και σε ποιο ξωκλήσι!...

    Η γυναίκα άρχισε να κινείται. Οι κινήσεις της θύμιζαν τις κινήσεις κάποιου μαυλιστικού φιδιού που τυλιγόταν αργά και ηδονικά γύρω από το σώμα της λείας του!... Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να τη βιάσει. Αλλά τι βιασμός θα ήταν αυτός; Χωρίς καμιάν αντίσταση! Η κοπέλα δεν κουνούσε σπασμωδικά τα χέρια της! Δεν τον απωθούσε! Δεν τον γρατσούνιζε με τα νύχια της! Δεν ήταν λοιπόν ξεροκέφαλη σαν τις άλλες μουσουλμάνες να προβάλει κάποια στοιχειώδη αντίσταση!... Όχι! Αυτή ήταν έξυπνη! Δεν ήταν διατεθειμένη να ρισκάρει τη ζωή της, ούτε καν τη σωματική της ακεραιότητα, μόνο και μόνο για να υπερασπίσει την τιμή της!... Αυτή δε βιαζόταν σωματικά! Βιαζόταν ψυχικά! Κι αυτός ήταν ένας ψυχικός βιαστής που είναι χειρότερος από τους αγροίκους φαντάρους που τόσο καταφρονούσε! Τινάχτηκε να ξεφύγει από το βραχνά που τον έπνιξε ξαφνικά σ’ αυτή τη σκέψη και να σηκωθεί, μα η κοπέλα τον άρπαξε από τους καρπούς των χεριών του για να τον κρατήσει πάνω της. Ο ένας καρπός του της ξέφυγε. Μα τον καρπό του αριστερού του χεριού τον κρατούσε γερά. Προσπάθησε να της ξεφύγει. Τότε σχηματίστηκε στο προσωπάκι της ξανά η παράκληση και του είπε:

    -Σ’ αγαπώ!...

    Ο Μιχάλης τά ’χασε!

    -Σ’ αγαπώ!... Επανέλαβε κι αυτός σαν ηχώ.

    -Το ξέρω!... Του απάντησε αυτή!...

    Πού το ήξερε; Έκανε μια απόπειρα ν’ αναρωτηθεί, αλλά το μυαλό του άλλαξε πορεία. Μπροστά του κειτόταν η μοναδική γυναίκα! Η γυναίκα του!... Δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει! Να την κοιτά; Να την αγγίζει; Να την οσφραίνεται; Να την ακούει να του κελαηδεί «σ’ αγαπώ»; Να την γλύφει;  Όλες οι αισθήσεις του σε επιφυλακή, στέκονταν έτοιμες για δράση στο πεδίο της ερωτικής μάχης!...

    Η Γιουλμπαχάρ τον κρατούσε σφιχτά κολλημένο πάνω στο σώμα της. Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει το λαιμό του και το κεφάλι του. Τα πόδια της, ανοιχτά ψηλά στα μπούτια και σφιχτοδεμένα κάτω στις φτέρνες, τον κρατούσαν δέσμιο της φλόγας της, που έκαιγε ότι ακουμπούσε!... Το κορμί του Μιχάλη, δεν μπόρεσε άλλο ν’ αντέξει τόση ομορφιά και φουσκωμένο από την ευδαιμονία της ερωτικής ηδονής, χώθηκε βαθειά μέσα στη φιλόξενη κοιλιά της!... Πολύ γρήγορα παραδόθηκαν και οι δυο, στον πανάρχαιο χορό της δημιουργίας…   

    …Ο ήλιος ακούμπησε πάνω στην κορυφογραμμή, στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να ξεκουραστεί από το κοπιαστικό ταξίδι της μέρας, αποχαιρέτησε για σήμερα το μικρό μας κόσμο με τα μεγάλα προβλήματα και ξεκίνησε για το ταξίδι της νύχτας. Οι σκιές άρχισαν να ξαπλώνουν νωχελικά, πρώτα στους κάμπους και σιγά-σιγά απλώθηκαν στις πλαγιές και τις κορφές των βουνών, σκούρυνε ο ουρανός κι άρχισαν δειλά-δειλά να εμφανίζονται τα πρώτα αστέρια…

    Αυτήν την ώρα, που το δειλινό κατασταλάζει μέσα στην καρδιά, σα μιαν ακαθόριστη θλίψη, στην καρδιά της Γιουλμπαχάρ και του Μιχάλη οργίαζε το πανηγύρι του γάμου τους!... Σφιχταγκαλιασμένοι πλησίασαν στο πηγάδι της αυλής, πλύθηκαν και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Συνέχισαν να χαίρονται τον έρωτά τους, όλη τη νύχτα. Μόνο λίγο μετά τα μεσάνυχτα πέρασε αμυδρά από το μυαλό του Μιχάλη, ότι δεν παρουσιάστηκε στο νυχτερινό προσκλητήριο…

Πόσοι και πόσοι απουσιάζουν κάθε βράδυ από το βραδινό προσκλητήριο πιασμένοι από το δόκανο του θανάτου ή της αιχμαλωσίας!... Αυτός πιάστηκε στο δόκανο του έρωτα, αιχμάλωτος της ομορφιάς και της ευτυχίας!... Το βραδινό προσκλητήριο κάνει μια ψυχρή αποτίμηση της πραγματικότητας. Ισοπεδώνει τα πάντα, όπως ο ήλιος, που βλέπει τη γη  κάθε πρωί με το ίδιο φως, αδιάφορος για τους σκοτωμένους της νύχτας, ή η θάλασσα, που χαμογελάει γαλήνια μετά την καταιγίδα, τελείως αδιάφορη και ανεύθυνη για τα ναυάγια και τους πνιγμένους… Χωρίς να περνά από τη σκέψη της, αν υποθέσει κανείς ότι έχει σκέψη σαν μια γυναίκα, ότι αυτή τους έπνιξε!...  

      Οι δυο ερωτευμένοι, όταν ήταν ξύπνιοι ζούσαν στο όνειρο και όταν τους έπαιρνε ο ύπνος ζούσαν στο θάνατο!… Όμως υπήρχαν και άλλοι θάνατοι με διαφορές…  κι έναν απ’ αυτούς τους άλλους θανάτους έμελλε να ζήσουν σε λίγα λεπτά…

Άρχιζε να χαράζει η αυγή κι ήσαν παραδομένοι στον ύπνο, όταν τους ξύπνησαν οι πρώτες βροντές από πυροβόλα. Ο Μιχάλης πετάχτηκε σαν ελατήριο, ντύθηκε και ετοιμάστηκε να βγει από το σπίτι. Η Γιουλμπαχάρ τον συγκράτησε πιάνοντάς τον από το χέρι.

-Πού πας Μιχάλη; Του είπε η κοπέλα απλώνοντας το χέρι και ακουμπώντας το τρυφερά στο μάγουλό του.

-Δεν ξέρω!... Της απάντησε αυτός αγκαλιάζοντάς την από τη μέση και γέρνοντας το κεφάλι του στο λαιμό της.

-Έλα μαζί μου… Του είπε το κορίτσι.

     Τον οδήγησε στη σοφίτα κι εκεί, βάλθηκαν να παρατηρούν τις κινήσεις του δρόμου από το μικρό παράθυρό της. Διαπίστωσαν ότι το χωριό ήταν γεμάτο από τούρκους στρατιώτες, που είχαν κλείσει το πέρασμα για τη μονάδα του Μιχάλη, δηλαδή το πέρασμα προς την κατεχόμενη από τους Έλληνες περιοχή. Αυτό σήμαινε ότι ο Μιχάλης ήταν εγκλωβισμένος!... Έπρεπε να περιμένει!... Να ξεδιαλύνουν τα πράγματα.

    Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση με σκοπό όμως, να την κλείσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε! Γιατί τα γεγονότα τρέχουν. Και θα τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα. Και οι φαντάροι, έλληνες και τούρκοι θα τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα! Και ο Μιχάλης θα πρέπει να τρέξει πιο γρήγορα απ’ όλους!…

    Η Γιουλμπαχάρ, τη μητέρα της την είχε χάσει πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή. Δεν είχε συγκρατήσει παρά ελάχιστες θύμισες από την παρουσία της στη ζωή της. Ήξερε όχι μόνο να μιλάει, αλλά και να γράφει αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα, γιατί είχε συνειδητοποιήσει, από την εφηβική της ηλικία, την ιστορική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες! Το Ελληνικό πνεύμα είχε θετικήν επίδραση στον εσωτερικό της κόσμο!... Σ’ αυτό είχε βοηθήσει πολύ και ο μπαμπάς της, που παρά το ότι ήταν αγρότης, από τότε που είχαν χάσει τη μητέρα της, καθόταν πολλές φορές και της εξιστορούσε ότι ήξερε και αφορούσε αυτήν την κλίση της. Το κορίτσι συχνά απορούσε πού τα ήξερε όλα αυτά τα ελληνικά παραμύθια ο μπαμπάς της! Όταν τον ρωτούσε, αυτός μπέρδευε τις απαντήσεις του και την έκανε να νιώθει ότι τον έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να της αποκαλύψει τις πηγές, αυτού του είδους των γνώσεών του.  Όταν μεγάλωσε, είχε πλησιάσει μιαν Ελληνίδα συμμαθήτριά της.  Είχε δανειστεί πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη της και είχε διαβάσει αρκετά από την Ελληνική μυθολογία, που τα εξιστορούσε μερικά βράδια στον πατέρα της κι αυτός τα άκουγε με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον, μόνο που ορισμένες στιγμές, της έδινε την εντύπωση ότι τον συγκινούσαν με κάποιον ειδικό τρόπο!... Σα να του προκαλούσαν μελαγχολία!... Όταν περνούσε αυτή η σκέψη απ’ το μυαλό της, προσπαθούσε να αλλάξει την συζήτηση μιλώντας του για κάτι άλλο, σχετικό, γιατί δεν μπορούσε να τον βλέπει στενοχωρημένο…

    Ο αδελφός της υπηρετούσε στον τούρκικο στρατό και ο μπαμπάς της είχε φύγει πριν από δύο μέρες για το βουνό επειδή προβλεπόταν η εισβολή των Ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό και δόθηκε εντολή, όλοι οι άντρες από δεκαέξι ως πενήντα ετών, να οργανωθούν στα αντάρτικα σώματα της περιοχής. Υπήρχε λοιπόν κάποια περίπτωση, αν ανακαταληφθεί το χωριό από τα τούρκικα στρατεύματα, ο πατέρας της να επιστρέψει στο σπίτι…

    Η μέρα κυλούσε. Και η αγωνία για το τι συμβαίνει και πώς θα αντιμετωπιστεί, παρέμενε. Να κρυφτεί στο λιοτριβειό ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι, μέσα σε πυκνό ελαιώνα δεν είναι ασφαλές, γιατί οι αντάρτες θα ψάχνουν σε παρόμοιους κρυψώνες να βρουν τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους.

 Ο ήλιος είχε πάρει πια την κάτω βόλτα… Το σπίτι ήταν θεόκλειστο και το εσωτερικό του παρέμενε χωρίς κανένα φως, σκοτεινό, ώστε να μοιάζει ακατοίκητο και να μην ανοίξουν σε κανέναν που θα θέλει να κάνει έλεγχο, να ψάξει δηλαδή μήπως κρύβει κάποιον φυγάδα… Η Γιουλμπαχάρ είχε στρώσει στο τραπέζι για να γευματίσουν και έτρωγαν, έχοντας καρφωμένα τα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλον! Ένιωθαν πολύ βαριά πάνω τους τη μοίρα του γρήγορου χωρισμού και αγωνίζονταν να διώξουν το μούδιασμα της καρδιάς τους, ώστε να ζήσουν τουλάχιστον στο ακέραιο τις τελευταίες ώρες τους, πριν από το μακρύ διάστημα της απουσίας του έρωτα και της ευτυχίας από τη ζωή τους…

Όταν τέλειωσαν το γεύμα τους, ο Μιχάλης έπιασε από το χέρι τη γυναίκα του και την τράβηξε τρυφερά να καθίσει στα γόνατά του! Την αγκάλιασε από τη μέση και κόλλησε το μάγουλό του στο δικό της, ενώ αυτή πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και λυγίζοντας τους αγκώνες της, του χάιδευε τα μαλλιά με τα δάχτυλά της… Έμειναν πολλήν ώρα ακίνητοι σ’ αυτή τη στάση, κάπου-κάπου λέγοντας ο ένας στον άλλον τα απαραίτητα που θα έπρεπε να γνωρίζουν για τις ενέργειες που θα ακολουθούσαν ώστε όσο το δυνατόν πιο σύντομα να ξανασμίξουν… Ήσαν καθισμένοι στην κουζίνα που βρισκόταν στο βάθος του σπιτιού δίπλα από την εξώπορτα που έβγαζε στην πίσω αυλή και το αγρόκτημα με τον ελαιώνα.

   Σε μια στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά που κυριαρχούσε άκουσαν ένα τρίξιμο που ερχόταν απ’ έξω!... Από την αυλή!... Πετάχτηκαν και οι δυο όρθιοι και κοίταξαν από μια χαραμάδα του παράθυρου. Διέκριναν μέσα στο αγρόκτημα, μια σκιά να τρέχει με προφυλάξεις και να κρύβεται ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων και τα φυλλώματα των κλαδιών που φορτωμένα καρπό έγερναν και έφταναν σχεδόν μέχρι το χώμα. Ο Μιχάλης αφού διαπίστωσε ότι ήταν μόνος του και δεν τον ακολουθούσε κανείς, συμπέρανε ότι μάλλον θα ήταν ένας από τους αποκομμένους Έλληνες φαντάρους! Άνοιξε γρήγορα την πόρτα βγήκε, προχώρησε στην αυλή προς το κτήμα και περνώντας κάτω από τα κλαδιά των δέντρων πλησίασε προς το μέρος του και του φώναξε κάνοντας χωνί τα χέρια του, το λόχο και το σύνταγμά του, με προσοχή να μην ακουστεί από το δρόμο. Αυτός αφού στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα αναποφάσιστος, πλησίασε προς το μέρος του με επιφυλακτικότητα. Έσφιξαν τα χέρια, μπήκαν στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Ο φαντάρος ήταν σε άθλια κατάσταση! Είχε πλησιάσει στο πηγάδι για να πιει νερό, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και έτρεξε να φύγει προς τον ελαιώνα για να κρυφτεί.

Η Γιουλμπαχάρ του έδωσε νερό και του έστρωσε το τραπέζι για φαγητό. Τον έλεγαν Φάνη, ανήκε στο λόχο διαβιβάσεων και τα ήξερε όλα! Καθώς έτρωγε το φαγητό του, τους τα είπε εν συντομία:

«Το μέτωπο έσπασε. Οι εχθροί, μάς έχουν κυκλώσει! Έχουν εισχωρήσει σε βάθος πενήντα χιλιομέτρων με εμβολισμό από το νότο προς τον βορά και απέκοψαν το ολόκληρο το πρώτο σώμα στρατού προς ανατολάς! Η λανθασμένη διαταγή σύμπτυξης προς τη δύση, που έδωσε ο διοικητής της στρατιάς από την πολυθρόνα του στη Σμύρνη πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, αντί να γίνει αυτή η υποχώρηση προς τον βορά που υπήρχαν λίγες μόνο εχθρικές μονάδες, και να συνενωθούν με τα άλλα δύο ελληνικά σώματα, που βρίσκονταν εκεί, έκαναν τις ελληνικές μονάδες του πρώτου σώματος, υποχωρώντας προς τη Σμύρνη, να πέφτουν ή μία μετά την άλλη διαδοχικά πάνω στο κύριο συμπαγές σώμα του τουρκικού στρατού και να συντρίβονται! Μερικές μονάδες, παραδίνονταν χωρίς να προβάλουν καμίαν αντίσταση!»

»Αιχμαλωτίστηκαν ολόκληροι λόχοι και τάγματα!... Σκόρπιοι διαφυγόντες υπάρχουν αρκετοί στην κατεχόμενη πια από τους τούρκους περιοχή και τα αντάρτικα σώματα έχουν ριχτεί στο έργο της σύλληψής, ή της εξόντωσής τους. Εμείς οι δύο, ανήκουμε σ’ αυτήν την κατηγορία. Το τάγμα μας μαζί και ο δικός σου ο λόχος, γιατί στο ίδιο τάγμα ανήκουμε, είχε εγκαταλείψει το χωριό από χθες το απόγευμα! Εγώ ο ίδιος παρέλαβα τη διαταγή σύμπτυξης, γιατί ήμουν στην υπηρεσία τηλεγραφητή εκείνην την ώρα.

»Αμέσως ξεκινήσαμε σχεδόν τρέχοντας προς τα δυτικά! Βαδίζαμε δυο με τρεις ώρες, αλλά πάνω που βασίλευε ο ήλιος, αντικρίσαμε στο αριστερό μας πλευρό μιαν ολόκληρη τούρκικη μεραρχία! Ήταν η ίδια η κόλαση! Μας τσάκισαν! Μας σκόρπισαν! Άλλοι έτρεχαν να ξεφύγουν προς τα δυτικά Δεν ξέρω τι απέγιναν… Κι αν ξέφυγαν μερικοί φαντάροι, που δεν το φαντάζομαι γιατί το μέτωπο της μεραρχίας ήταν πολύ απλωμένο, τεράστιο, θα έπεσαν σε άλλη τουρκική μεραρχία και θα πετσοκόπηκαν ή θα αιχμαλωτίστηκαν σίγουρα! Εγώ μαζί με μερικούς άλλους, κάναμε μεταβολή και γυρίσαμε πίσω! Περάσαμε τη νύχτα έξω απ’ το χωριό και τραβήξαμε προς τα βόρεια. Μας έκοψαν το δρόμο άλλες τούρκικες μονάδες ανακατωμένες με αντάρτες! Έτσι αναγκαστήκαμε να ξαναγυρίσουμε πάλι προς τα πίσω! Μας κυνηγούσαν άγρια και αναγκαστήκαμε να σκορπίσουμε για να χάσουν τα ίχνη μας! Μες τη νύχτα χαθήκαμε τραβώντας ο καθένας διαφορετικό μονοπάτι και τελικά απέμεινα μόνος μου και ξαναβρέθηκα εδώ…

»Πρέπει λοιπόν όταν νυχτώσει οι δυο μας, να προσπαθήσουμε να περάσουμε, πρώτα τον κλοιό που έχουν σχηματίσει τα Τούρκικα αποσπάσματα γύρο απ’ το χωριό και μετά, μέσα από τις ερημικές και δασώδεις περιοχές να διασχίσουμε αυτή τη ζώνη των πενήντα χιλιομέτρων και να παρουσιαστούμε στην πρώτη μάχιμη ελληνική μονάδα που θα βρούμε μπροστά μας…»

Ο Φάνης τέλειωσε την αναφορά του… Άναψαν και οι τρεις τσιγάρα και κάπνιζαν αμίλητοι… Η Γιουλμπαχάρ ένιωθε στα σωθικά της κάτι σα λυγμούς! Που προσπαθούσε να μην βγουν προς τα έξω σε κλάμα, για να μην επηρεάσει ακόμα πιο αρνητικά το ηθικό αυτών των δύο παιδιών στη θέση που βρίσκονταν! Η βουρκωμένη της καρδιά κατάπινε τα δάκρυά της και το σκοτάδι που επικρατούσε στο δωμάτιο έκρυβε το απελπισμένο βλέμμα της!...

    Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του… Αλλά γιατί το αναφέρουμε εδώ αυτό; Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά είναι που ο ήλιος δύει. Ο λόγος είναι ότι τον χρησιμοποιούμε σα ρολόι. Ότι η ώρα περνάει και πλησιάζει η νύχτα. Αλλά τι νύχτα είναι αυτή; Είναι μια φυσική νύχτα; Ή είναι, μια νύχτα ψυχική; Και είναι νύχτα ψυχική μόνο για τους δυο νέους που είναι έτοιμοι να ακροβατήσουν πάνω στο σχοινί του θανάτου, κυνηγημένοι από τις εχθρικές ορδές; Ή βασιλεύει επίσης νύχτα στις ψυχές δύο εραστών, που έτυχε να συναντηθούν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και να ευνοηθούν για λίγες ώρες από τη μοίρα, να γνωρίσουν αυτό που λίγοι έχουν γνωρίσει σε μια ολόκληρη ζωή και να το χάνουν μες απ’ τα χέρια τους!... Η τύχη μέσα σε λίγες ώρες άλλαξε γνώμη και απέστρεψε το πρόσωπό της από το Μιχάλη και τη Γιουλμπαχάρ…

    Τώρα στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Μόνο μιαν υπόσχεση δίνουν μεταξύ τους. Της προσπάθειας να ξανασυναντηθούν… Πού; Δύο είναι τα σημεία που θα αναζητήσει ο ένας τον άλλο. Το ένα είναι κάπου στην Αμφιάλη του Πειραιά. Σ’ ένα μικρό χαρτάκι της έγραψε τη διεύθυνσή του.  Και το άλλο, ο γνωστός δρόμος με τις νεροσυρμές, το γνωστό αγροτόσπιτο, το ελαιόδασος, οι στιγμές της υπέρτατης αξίας της ζωής, ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Μαρξ…

    Το δειλινό έπεσε με τον ίδιο τρόπο που είχε πέσει και χθες. Πόσο διαφορετικά όμως το δέχτηκαν οι καρδιές των δύο εραστών!... Η Γιουλμπαχάρ έφερε φορεσιές του αδελφού της και ντύθηκαν οι φαντάροι. Τα φανταρίστικα ρούχα τά ’καψαν και σκόρπισαν τις στάχτες τους στους τέσσερις ανέμους… Δυο νεαροί «τούρκοι» που δεν ξέρουν να μιλάνε τούρκικα!... Ο Μιχάλης είχε ένα πιστόλι και αρκετές σφαίρες.  

    Ο Φάνης αδημονούσε. Να φύγουν τώρα που έπεσε το σκοτάδι, μήπως και βρουν κάποιο μπόσικο σημείο της φρουράς, να ξεφύγουν από τον κλοιό του χωριού και να πάρουν τις λαγκαδιές και τα όρη… Όμως μπορεί να είναι χρήσιμο να περιμένουν τον ύπνο να τους βοηθήσει. Μετά τα μεσάνυχτα όλο και περισσότεροι τούρκοι φύλακες θα πιαστούν στα δίχτυα του ύπνου….  

Τα δυο λουλούδια ήσαν μαραμένα. Τα χείλη τους είχαν στεγνώσει. Κάθονταν ενωμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, με τα γόνατα της Γιουλμπαχάρ μέσα στα γόνατα του Μιχάλη, κρατούσαν ο ένας τα χέρια του άλλου και προσπαθούσαν ν’ αποτυπώσουν στις μνήμες, τις εικόνες τους. Οι τελευταίες στιγμές του εκστατικού οράματος, της ιερής επαφής, της θείας ευχαριστίας… Οι τελευταίες στιγμές μιας θεϊκής μορφής ανθρώπινης ευδαιμονίας. Από ’δω και πέρα η ανθρώπινη ευδαιμονία θα εκδηλώνεται με κατώτερες μορφές, όπως όταν γλυτώνουν από κάποιο μπλόκο του εχθρού, αν βρίσκουν λίγο νερό να ξεδιψούν ή λίγο ψωμί για να κρατηθούν στη ζωή, αν καταφέρουν να βρουν το μάχιμο τμήμα του στρατού, αν αξιωθούν να επιστρέψουν στην πατρίδα…

     Το τελευταίο φιλί!...

    Τι είναι το τελευταίο φιλί; …Είν’ ένα τίποτα!... Είναι όμως τόσο απαραίτητο! Γιατί αυτό είναι το στιγμιαίο παρόν, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Η Γιουλμπαχάρ θα γινόταν πια παρελθόν! Ο Μιχάλης μ’ αυτή τη σκέψη, έτρεμε! Δεν τους ήταν δυνατόν να ξεκολλήσουν ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Κάτι φυσικό βέβαια, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές στην ιστορία του ανθρώπου. Όμως η κάθε φορά δεν χάνει το παραμικρό από την ιδιαιτερότητά της! Είν’ ένα κουδούνι κινδύνου! Ένας συναγερμός, που έχει σκοπό να ξυπνήσει την πνευματική συνείδηση του ανθρώπου!... Ο Φάνης κοίταζε το ζευγάρι και δεν ήξερε αν το ζήλευε ή αν το λυπόταν!... Γιατί η φυσική δύναμη που ένωνε τον Μιχάλη και τη Γιουλμπαχάρ ήταν αξιοζήλευτη! Όπως και η αφύσικη αναγκαιότητα να χωρίσουν, που τους επέβαλε το ανθρώπινο περιβάλλον τους, προκαλούσε στον Φάνη οδυνηρή λύπη! Ένα από τα πολλά διλήμματα που γεννιόνται και θρέφονται από την κοινωνική σήψη!…

    Ώσπου το αποφασιστικό πήδημα προς το σκοτεινό χωράφι, έγινε. Και ο Μιχάλης βρέθηκε δίπλα στο Φάνη, να βαδίζει με προσοχή. Η Γιουλμπαχάρ τους κοιτούσε μέχρι που τους κατάπιε το σκοτάδι. Ύστερα μπήκε στο σπίτι, γονάτισε σε μια γωνιά και προσευχήθηκε. Η αντίδραση του ανθρώπου μπροστά στο αδιέξοδο. Η πράξη εκείνου, που του έχει αφαιρεθεί από την κοινωνία, το δικαίωμα της πράξης!... Όταν στα πρώτα χρόνια της ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών οι πρωτοστάτες, οι κοινωνικοί ποδηγέτες, οι αρχηγοί, αποφάσισαν ότι για να άρουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αδιέξοδα τους λαούς τους, να βάλουν φραγμούς στις πράξεις των υπηκόων τους, επινόησαν με σκοπό να εκτονώσουν την λαϊκή αντίδραση, την πράξη της προσευχής! Μια πράξη που βαυκαλίζει τον άπραγο ότι δήθεν, δεν είναι άπραγος!... Ότι κάτι πράττει!...    

Έτσι ξανάρχισε το ανθρωποκυνηγητό για τον ήρωά μας και το συνοδοιπόρο του στη ζωή και στον θάνατο. Μόνο που τώρα αντί για το ρόλο του κυνηγού, η μοίρα, τού ανέθεσε να παίξει το ρόλο τού θηράματος. Η μοίρα; Ή οι μεγάλες δυνάμεις; Ας είναι όμως. Εδώ θα προσπαθήσουμε να περιορίσουμε μέχρις εξαφάνισης την ανάλυση, τής πολιτικής φιλοσοφίας. Ή μάλλον καλλίτερα θα ήταν να πούμε ότι θα δραματοποιήσουμε τα συμπεράσματά της. Και από τα γεγονότα, θα αναχθούμε στην αιτία. Δηλαδή στη θεωρία.

Απομακρύνονταν με προσοχή από το χωριό παράλληλα με τη γραμμή της τοποθέτησης των τούρκικων στρατευμάτων, ψάχνοντας να βρουν κάποιο πέρασμα, για να πάρουν κατεύθυνση προς τη δύση. Την πρώτη νύχτα δεν τα κατάφεραν και κρύφτηκαν σε μια εκτεταμένη και πυκνή συστάδα θάμνων στα ριζά του βουνού, για να περάσουν τη μέρα τους και να ξεκουραστούν για τη βραδινή πορεία. Ο φόβος στη κατάσταση αυτή ήταν οι «αντάρτες», ή μάλλον  καλλίτερα θα ήταν να πούμε, το τσούρμο των χωρικών, που γυρνούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο, με σκυλιά, και δαυλούς ψάχνοντας με φανατισμό για χαμένους Έλληνες φαντάρους.

    Η κούραση, τούς έφερε χωρίς να το καταλάβουν τον ύπνο και στάθηκαν τυχεροί που δεν τους μύρισε κάποιο κυνηγόσκυλο. Πολύ αργά, ίσως πια να ήταν απομεσήμερο, αλλά δεν κατάφερε να προσδιορίσει ακριβώς, γιατί ο ουρανός ήταν βαριά συννεφιασμένος, ο Μιχάλης ξύπνησε και σηκώθηκε να ελέγξει το μέρος. Πλήρης ησυχία βασίλευε παντού. Ο αέρας ήταν δροσερός, της βροχής. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια πέτρα να το καπνίσει. Με μιας ήρθε στο μυαλό του η Γιουλμπαχάρ. Το θεϊκό δώρο. Το κύκνειο άσμα του πριν από την καταστροφή του. Μόλις γνώρισε τη ζωή, τον παρέλαβε ο κίνδυνος του θανάτου. Οι αισθήσεις του πλημύρισαν από το άρωμα του κορμιού της, την αλμυρή γεύση των χυμών της, την αφή του δέρματός της και αυτό το προσωπάκι που θα το βλέπει πάντα μπροστά του να τον καλεί!…

    Άρχισε να αστράφτει στα μακρινά βουνά και ακούγονταν υπόκωφες βροντές. Μύριζε θυμάρι και ρίγανη. Κι αν δεν υπήρχε ο βραχνάς της πραγματικότητας, θα πίστευε ότι βρίσκεται στο χωριό του. Στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού, που περνούσε τα καλοκαίρια του μαζί με τα ξαδέλφια του, παρέα με τον παππούλη και τα προβατάκια του, στις δροσερές πηγές του βουνού…     

    Είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά, όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες. Ο Φάνης ξύπνησε και έψαχνε να βρει κάποιο υπόστεγο. Κάποιαν πιο πυκνή συστάδα θάμνων, που θα τους προφύλασσε από τη βροχή. Στριμώχτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο και περίμεναν. Δεν άργησε να έλθει ο κατακλυσμός! Η θύελλα. Ήταν η ευκαιρία! Η ορατότητα είχε πέσει στα πέντε μέτρα! Σηκώθηκαν και άρχισαν το τρέξιμο προς τα δυτικά. Ή θα έπεφταν στην αγκαλιά κάποιου τούρκου φαντάρου, ή θα πέρναγαν τον κλοιό του χωριού και θα ανοιγόταν πια ο δρόμος για την ερημιά. Το να συναντήσουν κάποιον ήταν πολύ δύσκολο, γιατί οι τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είχαν μαζευτεί κατά μπουλούκια κάτω από τις πυκνές συστάδες των δέντρων, για να προφυλαχτούν από την καταρρακτώδη βροχή.

    Όταν σταμάτησαν πια να τρέχουν, είχαν αφήσει αρκετά μακριά τη φρουρά του χωριού και ανοιγόταν μπροστά τους η έρημος. Τώρα είχαν μπροστά τους, το πρόβλημα του νερού και του ψωμιού. Αλλά τουλάχιστον είχαν γλυτώσει τα βόλια. Άλλωστε τα σαράντα χιλιόμετρα, ήταν μια σχετικά μικρή απόσταση, που θα μπορούσαν να την διανύσουν μέσα σε μια νύχτα. Κάθισαν στην εσοχή ενός βράχου και περιμένοντας να σταματήσει η βροχή, γδύθηκαν και άπλωσαν τα ρούχα τους για να στεγνώσουν. Τουρτούριζαν και αυτό τους ανάγκασε να κάνουν επί τόπου τροχάδην, για να ζεσταθούν. Όταν συνήλθαν από το κρύο και στέγνωσαν τα κορμιά τους, άναψαν τσιγάρο και βάλθηκαν να συζητούν για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρουν. Όμως Μιχάλης ήξερε το δρόμο της επιστροφής, σαν την αυλή του σπιτιού του. Είχε μελετήσει την περιοχή από τους χάρτες και τα τοπογραφικά, αλλά και από τις αναγνωρίσεις που έκανε καβάλα στο άλογο και βλέποντας τα περάσματά με τα ίδια του τα μάτια.

   Έβρεχε ασταμάτητα και όλην την άλλη μέρα!... Επιτέλους κατά το σούρουπο η βροχή σταμάτησε εντελώς και ο ουρανός πήρε να ξαστερώνει, ώσπου σε λίγο βγήκε και το φεγγάρι. Έπρεπε να περπατούν τη νύχτα και να κοιμόνται τη μέρα, που τη χώρισαν στα δυο και ο ένας κοιμόταν ενώ ο άλλος φύλαγε σκοπιά. Την πρώτη νύχτα σταμάτησαν την πορεία τους πολύ πριν ξημερώσει, γιατί αντίκρισαν μπροστά τους μερικά φώτα. Προφανώς ήταν μια κατοικημένη περιοχή και αν πλησίαζαν περισσότερο, θα τους εύρισκε η αυγή σε μέρος που δεν θα μπορούσαν να καλυφτούν και να ξεκουραστούν με ασφάλεια. Είχαν εξαντληθεί κι οι δυνάμεις τους, γιατί περπάταγαν βιαστικά, ώστε να απομακρυνθούν από την περιοχή και να βρεθούν σε πιο απρόσιτα και ασφαλή μέρη. Σχεδόν έτρεχαν!…

    Βρήκαν μια ρεματιά με μερικά δέντρα και τρεχούμενο νερό. Έφαγαν από την προμήθεια  που τους είχε δώσει η Γιουλμπαχάρ και ο Φάνης κοιμήθηκε, ενώ ο Μιχάλης θα φύλαγε πρώτος σκοπιά. Ήταν ακόμα νύχτα βαθειά. Ο Μιχάλης άναψε τσιγάρο κι αφέθηκε να ταξιδέψει προς τα πίσω. Το πρώτο που του ήρθε στο νου ήταν το στήθος της. Αυτό τον τράβαγε πιο πολύ απ’ όλα! Έτσι νόμιζε…  Στητό, σφιχτό, και μικρό στήθος με μεγάλες ποθητές ρώγες!... Το έβλεπε αυτή τη στιγμή μπροστά του και άρχισε να βαριανασαίνει! Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που σαν εικόνα εμφανίστηκε στο νου του και τον μάγεψε. Θυμήθηκε που σε μια στιγμή καθώς ήταν όρθια γυμνή μπροστά του, ακούμπησε τις παλάμες του στη μέση της και τη χάιδευε προς τους γοφούς της, μέχρι τα γόνατα. Και τότε ένιωσε στις παλάμες του την αίσθηση που του είχε δώσει το σχήμα του κορμιού της και η βελούδινη και σφιχτή αφή του δέρματός της!... Το κάθε τι πάνω της, καθώς ερχόταν με τη σειρά του στο μυαλό του, τον έκανε να σκέφτεται ότι ήταν αυτό, που τον τραβούσε πιο πολύ απ’ όλα!...

    Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Την ένιωθε εκεί δίπλα του να κάθεται σιωπηλή σφιγμένη πάνω του! Γύριζε το κεφάλι του στο πλάι κι αντίκριζε τα πανέμορφα έξυπνα μάτια της! Του ήταν απαραίτητη! Όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, θα ξαναγυρνούσε σ’ αυτά τα μέρη και θα πήγαινε να τη βρει! Με οποιοδήποτε τίμημα!... Ήταν δική του. Το ίδιο πίστευε κι αυτή γι’ αυτόν! Του είχε πει σε μια στιγμή τρελού πάθους ότι της ανήκει. Ότι ήταν δικός της και θα τον αποκτήσει, ότι κι αν γίνει και ότι κι αν τής ζητηθεί να θυσιάσει!...  

Άκουσε λυγμούς. Μα δεν ανησύχησε. Ήξερε ότι ήταν δικοί του…  Άλλωστε από ώρα ένιωθε καυτές σταγόνες να κυλούν από τα μάτια του πάνω στο πρόσωπό του…

    Και γιατί να περιμένει να τελειώσει ο πόλεμος; Τι σχέση έχει ο πόλεμος με τη δική του τη ζωή; Άλλωστε αυτός, μόλις τη γνώρισε λιποτάχτησε. Πού πάει λοιπόν τώρα; Να παραδοθεί στον ελληνικό στρατό; Αυτοί θα τον περάσουν στρατοδικείο! Θα τον κηρύξουν λιποτάχτη εν καιρώ πολέμου και θα τον εκτελέσουν!... Ποιο ελαφρυντικό θα τον σώσει; Εγκατέλειψες τη μονάδα σου, θα του πουν, για να κοιμηθείς με μια Τουρκάλα; …Θα του «πουν»!… Σιγά μην του πουν τίποτα!... Όλα θα γίνουν σιωπηλά… Ό μόνος θόρυβος θα βγει από τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσματος!…

    Θα γυρίσει πίσω στη Γιουλμπαχάρ. Άλλωστε δαγκώνοντας τα χείλη της σε μια στιγμή του είπε να μείνει! Ότι ο μπαμπάς της είναι καλός και θα τον φροντίσει όταν θα δει τι νιώθει η κόρη του γι αυτόν… Άλλωστε θα τον συμπαθήσει και γιατί θα δει, θα διαπιστώσει ότι αξίζει και σαν άνθρωπος!... «Ξέρεις πόσο μοιάζεις σαν χαρακτήρας με τον μπαμπά μου;» του είχε πει το κορίτσι χαμογελώντας!...  

    Σηκώθηκε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει τη ρεματιά. Έφτασε στο χείλος της κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. Κοίταξε προς τα σπίτια. Ησυχία… Είχε ξημερώσει. Από πολλή ώρα άκουγε λαλήματα κοκοριών και διάφορους άλλους θορύβους. Τι σημασία όμως είχε αυτό γι αυτόν; Σε μια δυο μέρες θα την κρατούσε στην αγκαλιά του. Θα την φιλούσε στα χείλη. Αχ πόσο ωραία ήξερε να τον φιλά!... Άφηνε τα χείλη της να της τα ρουφάει μες στο στόμα του κι αυτή έβγαζε τη γλώσσα της και συναντούσε τη δική του!... Πόσο μαυλιστικά έπαιζαν τότε οι δυο γλώσσες! Και πόση ώρα κρατούσε αυτό το παιχνίδι!...

    Κάθισε στο χείλος της ρεματιάς για να έχει ορατότητα και προσπαθούσε να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Η γαλήνη της σκέψης της Γιουλμπαχάρ τον ηρέμησε τόσο, που ήθελε πια να κοιμηθεί. Ένιωθε, σα να τον περίμενε η γλυκιά της αγκαλιά, για να τον κοιμίσει πάνω στο τρυφερό στήθος της, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά!...

    Κατά το μεσημέρι ο Φάνης ξύπνησε. Πριν καλά- καλά προλάβει να πλύνει το πρόσωπό του στο ποταμάκι και να πάρει θέση στη σκοπιά, ο Μιχάλης κατρακύλησε στον ύπνο σα βαρίδι στη ζυγαριά.

Σκούπισε τα νερά από το πρόσωπό του με το μανίκι του, κάθισε στο ίδιο ακριβώς σημείο που καθόταν προηγουμένως ο Μιχάλης, και βιγλίζοντας πέρα μακριά προς τα σπίτια, διαπίστωσε με μεγάλη του ευχαρίστηση ότι επικρατούσε ησυχία. Έβγαλε τότε με νωχελικές κινήσεις το πακέτο του, πήρε το μοναδικό τσιγάρο που του είχε απομείνει και το άναψε. Τραβώντας τις πρώτες ρουφηξιές, η σκέψη του πέταξε μαζί με τα σύννεφα του καπνού και έφτασε στο σπιτάκι του στην Καλλιθέα!... Αχ τα γερόντια του πόσο τα είχε επιθυμήσει! Η νοσταλγία κατάκλυσε την καρδιά του όταν έφερε στο μυαλό του το πρόσωπο της μητέρας του, που καθρέφτιζε τη φροντίδα και την αγάπη προς το στερνοπαίδι της, που σπούδαζε και ήταν γεμάτο φροντίδες για να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του στο Πολυτεχνείο όπου φοιτούσε… Το φαγητό του ποιοτικό και καλομαγειρεμένο, το χτυπητό του το αυγό και ο καφές, πάντα στην ώρα τους, η ησυχία που επέβαλλε μέσα στο σπίτι, αλλά και στη γειτονιά, για να μην αποσπούν την προσοχή τού κανακάρη της και τον εμποδίζουν να συγκεντρώνεται στη μελέτη του!... Αμ’ ο πατέρας του; Χαμογέλασε, καθώς ήρθε στο νου του η ικανοποίηση και ο θαυμασμός που έβλεπε στο ύφος του προσώπου του, όταν με τους συγγενείς ή τους γνωστούς η συζήτηση ερχόταν σ’ αυτόν!...

-Χμ! Μια χαρά  τα καλοναρχούμε τα σκέδια!.... Άντε και του χρόνου να τελειώσει να δούμε! Να του ανοίξουμε γραφείο να φκιάνει τα σπιτάκια του κοσμάκη, να ξανασάνουμε λιγάκι κι εμείς με την κυρά!... Να ξεπληρώσουμε και τα χρέγια μας!...

Που να ’ξερε ότι μόλις θα τελείωνε τις σπουδές του, θα του τον άρπαζε η «πατρίς», αδιάφορη για τα «χρέγια» του, για τα σπιτάκια του κοσμάκη και για τα γεράματα τα δικά του και της κυράς του…

 Μαζί ήρθαν και οι πιο παλιές! Οι παιδικές θύμισες!... Όταν γυρνούσε στις αλάνες, περιπλανιόταν στους καλλιθεάτικους ελαιώνες με όλο εκείνο το τσούρμο των γειτονόπουλων και παίζανε πετροπόλεμο τους Έλληνες και τους Τούρκους! Αγωνίζονταν για τη νίκη που θα τους χάριζε την τιμή να είναι αυτοί οι Έλληνες! Πάντα αυτοί που νικούσαν πανηγύριζαν τον τίτλο του Έλληνα και αυτοί που έχαναν έσκυβαν το κεφάλι και περίμεναν την επόμενη «μάχη» για να «βάλουν τα δυνατά τους» να νικήσουν και να πάρουν αυτοί τον τίτλο του Έλληνα! Μέχρι που μια μέρα, η πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι, τον πήραν τα αίματα, έγιναν γνωστές οι δραστηριότητες τους στους γονιούς και μπήκαν σε μόνιμη επιτήρηση… Έτσι τα αντίπαλα στρατόπεδα συνθηκολόγησαν αναγκαστικά και ο πόλεμος τερματίστηκε! Επικράτησε ειρήνη και οι καημένες οι πέτρες βρήκαν την ησυχία τους!... Πόσο όμορφα και γρήγορα περνούν οι ώρες, όταν έχεις τέτοιους επισκέπτες να σου κάνουν παρέα!... 

Όταν ξύπνησε ο Μιχάλης, ό ήλιος έγερνε να δύσει. Πήγε και κάθισε δίπλα στο Φάνη, άναψαν τσιγάρο, τού είπε τις πρωινές σκέψεις που είχε κάνει και του ανακοίνωσε την απόφασή του. Ο Φάνης τον κοίταξε με μεγάλη έκπληξη.

    -Τρελάθηκες; Τον ρώτησε. Έτσι νομίζεις πως βγαίνουν οι λιποτάχτες; Πόσοι και πόσοι καθυστερούν στις πορείες και χάνουν και ένα και δύο προσκλητήρια; Άλλος με κάποιο τραύμα, άλλος γιατί είναι τσακισμένος από την κούραση… Άλλωστε ό λόχος σου δεν υπάρχει πια! Διαλύθηκε! Τα έγγραφά του, βρίσκονται στα χέρια των εχθρών μας!... Ή μήπως νομίζεις πως ο γέρος θα σε γλυτώσει από το μένος των χωριατών! Μήπως νομίζεις ότι θα σε κρύψει; Κούνια που σε κούναγε!... Θα ρισκάρει να παίξει το κεφάλι του κορώνα γράμματα! Ξέρεις τι τον περιμένει κι αυτόν, όταν θα σε ανακαλύψουν! Η ίδια τύχη με σένα!… Ούτε να διανοηθείς ότι οι συμμορίτες θα σε παραδώσουν στον επίσημο Τουρκικό στρατό. Θα σε σφάξουν αμέσως!...

   Ο Μιχάλης τον άκουγε σκεφτικός. Ο φίλος του είχε δίκιο. Θα δημιουργούσε προβλήματα στην Γιουλμπαχάρ και τον πατέρα της η επιστροφή του, σε αυτή τη φάση. Ήταν υποχρεωμένος να περιμένει να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για να γυρίσει στην ευτυχία. Έπρεπε να επιστρέψει στη Γιουλμπαχάρ, σαν ταξιδευτής. Όχι σαν στρατιώτης του εχθρού… Οι χθεσινές του σκέψεις ήταν ευσεβείς πόθοι… Όπως θα ήθελε αυτός να έχουν τα πράγματα και όπως θα έπρεπε να είναι, σε μια υγιή κοινωνία. Ζούσε όμως και σκεφτόταν έξω από την πραγματικότητα, γιατί ονειροβατούσε μέσα στο όραμα της Γιουλμπαχάρ… Μέσα στην εξωτική αύρα της! Μαγεμένος!...

  Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Νιώθανε κι οι δυο τους, ξεκούραστοι και αποφασισμένοι… Έτοιμοι να αγωνιστούν για τη ζωή τους κι αν η μοίρα τους φέρει αναποδιές, να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους!... Ο Φάνης ήταν οπλισμένος με ένα στιλέτο που είχε δει στην αγορά της Σμύρνης τις μέρες της απόβασης. Του άρεσε και το αγόρασε… Είχε μάλιστα εκπαιδευτεί από μόνος του, ώσπου εκπαιδεύτηκε πια σε σημείο, ώστε να το μεταχειρίζεται ταχυδακτυλουργικά. Δεν έχανε το στόχο από απόσταση μέχρι δεκαπέντε μέτρων!   

Πρώτο λόγο όμως είχαν οι προμήθειες. Νερό είχαν. Είχαν γεμίσει τα παγούρια τους από το ποταμάκι. Έπρεπε να βρουν ψωμί και ότι άλλο προσφάι θα είχαν την ευγενή καλοσύνη να τους προσφέρουν οι συνάνθρωποί τους με το  καλό ή και με το άγριο ακόμη. Γιατί η επιβίωση είναι ιερό πράγμα! Δεν μπορεί κανείς να παίζει μαζί της!…

    Πλησίασαν με επιφυλακτικότητα και προσοχή στα σπίτια και έκαναν μια σύντομη ανίχνευση, για να αξιολογήσουν το μέγεθος του κινδύνου που καραδοκούσε. Δεν πρέπει να ζούσαν εκεί πάνω από δυο - τρεις οικογένειες. Ήταν ένας οικισμός… Ούτε καν χωριό θα μπορούσε κανείς να το πει. Πλήρης ησυχία βασίλευε παντού και δεν μπορούσαν ακόμα να αποκλείσουν ότι τα σπίτι θα ήσαν άδεια από κατοίκους. Διάλεξαν στην τύχη ένα απ’ αυτά, πέρασαν τη μικρή αυλή του και στάθηκαν μπροστά στην πόρτα. Ο Μιχάλης  με το πιστόλι στο χέρι την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Μια γριούλα έστρωνε το τραπέζι κι ένας γέρος καθόταν και περίμενε το δείπνο.

    Δεν έδειξαν να ξαφνιάζονται ιδιαίτερα! Ίσως να είχαν και άλλες παρόμοιες επισκέψεις… Αυτό έκανε τους δυο δραπέτες να πάρουν ένα μειλίχιο ύφος καθώς τους ζητούσαν ψωμί και ότι άλλο είχαν την καλή διάθεση να τους δώσουν, για να διατηρηθούν στη ζωή. Ο Φάνης τους εξηγούσε με ευγενικές χειρονομίες ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα αν δεν τους περίσσευε τροφή για να τους δώσουν. Άλλωστε το σπίτι έδειχνε τόσο στερημένο, που τους αφαιρούσε κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν από κάτι τέτοιους φτωχούς και ηλικιωμένους ανθρώπους το παραμικρό! Οι γέροι ανταποκρίθηκαν σχετικά γενναιόδωρα. Ευχαρίστησαν τοποθετώντας το δεξί τους χέρι στο σημείο της καρδιάς, ελπίζοντας να καταλάβουν ότι στη διεθνή γλώσσα της παντομίμας σημαίνει ευχαριστώ, βγήκαν και απομακρύνθηκαν γρήγορα προφυλαγμένοι από το σκοτάδι.

    Έβγαλαν πολλή δουλειά εκείνη τη νύχτα. Τα πόδια τους κατάπιναν τα χιλιόμετρα διψασμένα. Όταν άρχισε να χαράζει, έκαναν τον απολογισμό. Νέκρα. Απουσία εχθρών και δικών! Διανυθέντα χιλιόμετρα: πενήντα; Ίσως και εξήντα. Και ακόμα τίποτα! Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τα ελληνικά «στρατά»! Μαύρες σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό τους… Έπρεπε όσο το δυνατό πιο σύντομα να μάθουν νέα. Με μια παράκαμψη από τη χαραγμένη πορεία τους, θα περνούσαν από ένα χωριό με αρκετούς Έλληνες. Ο Μιχάλης είχε γνωρίσει και μερικούς απ’ αυτούς, χωρίς να θυμάται τα ονόματά τους. Έπρεπε λοιπόν να περάσουν απ’ αυτό το χωριό, να ψάξουν προσεχτικά, να βρουν κάποιον απ’ αυτούς και να μάθουν νέα από τη γραμμή του μετώπου.     

    Το σούρουπο ξεκίνησαν και πάλι τον αγώνα δρόμου προς τη σωτηρία. Μετά από αρκετές ώρες έφτασαν στις παρυφές του χωριού. Ο Μιχάλης λειτουργούσε σαν πραγματική πυξίδα!... Τώρα όμως, άρχιζαν τα δύσκολα… Με ποιο τρόπο θα γινόταν η προσέγγιση… Πρόβλημα δύσκολο, έως άλυτο! Θα έμπαιναν νύχτα στο χωριό; Και ποια πόρτα θα χτυπούσαν; Δεν ήξερε κανένα σπίτι Έλληνα. Ούτε ο Μιχάλης ούτε ο Φάνης. Να μπουν μέρα και να σεργιανίσουν στην αγορά μήπως δουν κάποιο γνωστό πρόσωπο, να το σταματήσουν και να πιάσουν συζήτηση μαζί του;

    Βέβαια τα ρούχα που τους είχε προμηθεύσει η Γιουλμπαχάρ ήταν τούρκικα και δεν θα κινούσαν υποψίες. Αλλά αν κάποιος τους μιλούσε; Αν τους ρώταγε κάτι; Τι θα του απαντούσαν; Αφού δε θα ήξεραν ούτε τι τους ρωτά, ούτε την τούρκικη γλώσσα για να του απαντήσουν. Φαίνεται ότι η παράκαμψη της πορείας τους ήταν άστοχη. Απλά πρόσθεσε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα στην πλάτη τους… Είχε ξημερώσει. Την αμηχανία τους την έκοψε η ώρα του ύπνου. Όπως πάντα πρώτος είχε σειρά ο Φάνης.

    Ο Μιχάλης δεν είχε πια τι να σκεφτεί. Μόνον εικόνες περνούσαν απ’ το μυαλό του. Φωτογραφίες! Η Γιουλμπαχάρ σε διάφορες πόζες. Τις ώρες της μοναξιάς, είχε για παρέα του αυτό το θεϊκό όραμα. Την ψυχαγωγία του. Την αγωγή της ψυχής του προς την τελειότητα!... Μήπως δεν επιθυμούσε να γυρίσει στους γονείς του; Στο σπίτι του; Στο χωριό του; Τα ήθελε όλα αυτά. Αλλά ήσαν τα αστέρια. Μόλις εμφανίστηκε ο ήλιος στον ορίζοντα της ζωής του, όλα τα αστέρια του, ξεθώριασαν… χάθηκαν και άφησαν τη μνήμη του άδεια για να χωρέσει το ξαφνικό μεγαλείο που του επιφύλαξε η μοίρα του! Ή μάλλον εκείνα τα καημένα τα αστεράκια δεν εξαφανίστηκαν εντελώς· έγιναν ένα ευχάριστο φόντο. Μια φωλιά για να ξεκουράζει την ταλαιπωρημένη από την ερωτική ηδονή και αγωνία, ψυχή του.

 Μεσημέριασε. Ο ήλιος έκαιγε βασανιστικά. Αλλά αν πήγαινε να καθίσει κάτω από τη σκιά, δεν θα είχε ορατότητα. Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του, τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του για στέγαστρο κι έμεινε στο πόστο του. Σε λίγο, πάνω στη στιγμή που άναψε τσιγάρο, ο Φάνης ξύπνησε. Τεντώθηκε, έκανε μερικές αργές κινήσεις για να ξεμουδιάσει και να διώξει τα υπολείμματα του ύπνου από πάνω του, έγνεψε στον Μιχάλη να πάει για ύπνο και ανέλαβε υπηρεσία. Κι αυτός, αφού αποτελείωσε το τσιγάρο του, απεσύρθη νυσταγμένος στα ιδιαίτερά του διαμερίσματα για ν’ αναπαυτεί!…

Σήμερα οι ώρες περνούσαν πληκτικά για το Φάνη! Οι σκέψεις που γυρόφερναν στο μυαλό του δεν ήσαν διόλου ευχάριστες! Είχαν τα χαρακτηριστικά γρίφων δυσεπίλυτων και διαφόρων υποθέσεων για το τι είχε συμβεί στο μέτωπο. Έκανε αποτυχημένες απόπειρες να σχεδιάσει μέσα στο μυαλό του, τι όφειλαν να κάνουν, πώς  έπρεπε να πορευτούν… Αλλά χωρίς δεδομένα είναι δυνατόν τα προβλήματα να βρουν τη λύση τους; Κι όταν το σούρουπο ξύπνησε ο Μιχάλης, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στον ίδιο παρανομαστή. Δεν ήξεραν ποιο από τα δύο θα έπρεπε να κάνουν: Να φύγουν και να πορευτούν προς το άγνωστο; Ή να περιμένουν μια μέρα τουλάχιστον ακόμη τον από μηχανής θεό; Δηλαδή τα νέα δεδομένα που ίσως θα τους έδειχναν ότι οι στόχοι τους ήσαν λαθεμένοι και θα τους οδηγούσαν στο χάραγμα νέας πορείας!... Εν τω μεταξύ έτρεχε κι ένα άλλο πρόβλημα: Οι προμήθειες τελείωναν και θα έπρεπε να κάνουν νέα «ληστεία» για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην!...

    Τη νύχτα είχαν και οι δύο ρεπό. Έγειραν σιωπηλοί παραδομένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις… Ο Φάνης είχε δείξει μια τάση να μάθει για την προσωπική ζωή του Μιχάλη, όμως μπροστά στο σκοτεινό και διαρκώς αφηρημένο του ύφος, δεν ήταν εύκολο να φανεί αδιάκριτος και να διακόψει τις σκέψεις τού συντρόφου του πόσο μάλλον που φαινόταν καθαρά, ότι ή αιτία της σιωπής του ήταν το κεραυνοβόλο περιστατικό που είχε εισβάλει στη ζωή του με τη μορφή αυτής της όμορφης τουρκοπούλας… Κατάφερε να έρθει στη θέση του, κατανόησε το σαράκι που του έτρωγε την καρδιά και τον άφησε να κουλαντρίσει μόνος την θεραπεία του. Στον έρωτα και στο θάνατο ο άνθρωπος πορεύεται μόνος του. Αυτό είναι κοινή πεποίθηση. Ο Φάνης σε μια δυο ώρες αποκοιμήθηκε. Του Μιχάλη όμως δεν του κόλλαγε ύπνος. Δεν είχε και τσιγάρο να καπνίσει…

    Η νηνεμία και η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, βοήθησαν το διακριτικό τρίξιμο που ακούστηκε σε μια στιγμή, να διαλύσει το αραχνοΰφαντο πέπλο των θελκτικών σκέψεων και ελκυστικών φαντασιώσεών του. Άκουσε λοιπόν βήματα να τρίζουν κατά διαστήματα πάνω στα ξερόφυλλα. Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Έμεινε ακίνητος κρατώντας μέχρι και την αναπνοή του. Πήρε στο χέρι του το πιστόλι, χωρίς να σηκωθεί από το μέρος που καθόταν. Τα βήματα πλησίαζαν προς το μέρος του, ώσπου σε λίγο ξεχώρισε ότι ήταν βήματα ανθρώπου και είδε τη σκιά του να περνά από μπροστά του σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων. Φάνηκε καθαρά ότι ο άγνωστος προχωρούσε επιφυλακτικά, βαδίζοντας με προσοχή και γυρνώντας διαρκώς το κεφάλι του προς όλες τις διευθύνσεις, μήπως τον διακρίνει ή τον παρακολουθεί κανείς, σημάδι ότι ήταν κι αυτός καταζητούμενος· δηλαδή κυνηγημένος όπως αυτοί. Ό ίδιος δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του Μιχάλη έτσι ακίνητος και καλυμμένος όπως ήταν πίσω από ένα βραχώδες ύψωμα του εδάφους και συνεχίζοντας την πορεία του άρχισε ν’ απομακρύνεται. Όταν διαπίστωσε ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς τουλάχιστον από κοντινή απόσταση, δηλαδή ότι μάλλον ήταν μόνος του, ο Μιχάλης του φώναξε:   

-Πατριώτη…

Ο άγνωστος πέτρωσε για λίγα δευτερόλεπτα στη θέση που τον βρήκε το άκουσμα της φωνής του Μιχάλη και σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

-Για… κόπιασε προς τα ’δω… Συμπλήρωσε μαλακά ο Μιχάλης. Ο άγνωστος πήρε τότε θάρρος:

-Δραπέτης είσαι κι εσύ φίλε μου; Καλώς τα δέχτηκες… Είπε ο άγνωστος, πλησίασε ανακουφισμένος τον Μιχάλη και κάθισε δίπλα του.

-Δεν έχεις παρέα; Τον ρώτησε ο Μιχάλης.

-Τι να την κάνω και τι να με κάνει η παρέα; Στο θάνατο πάει κανείς μόνος του!...

    Ήταν ένας δραπέτης, που είχε δραπετεύσει από το χωριό του! Από το σπίτι του!... Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και του πρόσφερε. Μετά έβαλε και ένα άλλο στο στόμα του. Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του να του το ανάψει με το τσακμάκι του και στο φώς της φλόγας τον γνώρισε… Καλό κουμάσι ήταν!... Γέννημα και θρέμμα του χωριού, από έλληνες γονείς και παππούδες. Ο Γρηγόρης με τ’ όνομα!... Όταν ο ελληνικός στρατός  κατέλαβε το χωριό, πρώτη του δουλειά ήταν να δώσει τα διαπιστευτήριά του στο στρατιωτικό διοικητή! Από τότε, κάθε τρεις τέσσερις μέρες, χτύπαγε την πόρτα τού γραφείου του και κλεινόταν μέσα μαζί του αρκετή ώρα, σε μυστικές διαβουλεύσεις!... Έδινε τις αναφορές του κι έπαιρνε τις κατευθύνσεις του. Τώρα… τι κατευθύνσεις ήταν αυτές;  Ένας θεός το ξέρει. Δούλευε μυστικά, για την Ελληνική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών.

    Όλοι εκείνοι που διατηρούσαν κάποιο ίχνος αντικειμενικότητας, έλεγαν, ότι για τα σημαντικότερα έκτροπα που συνέβαιναν στον τούρκικο πληθυσμό μετά την επιβολή της ελληνικής εξουσίας, δηλαδή ανεξιχνίαστες δολοφονίες, μεθοδευμένες και μπερδεμένες δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων και άλλα πολλά, μεγάλο μερίδιο ευθύνης είχε αυτή η υπηρεσία και οι μυστικοί πληροφοριοδότες της δηλαδή οι ντόπιοι έλληνες ως επί το πλείστον, που ανάμεσά τους ήταν και ο Γρηγόρης. Και βέβαια για τον εαυτό τους δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό τους ότι ήσαν μάλλον κοινοί ρουφιάνοι, αλλά επιφυλάσσονταν να κρατήσουν για τα τομάρια τους, τον τίτλο του φροντιστή, φύλακα και διαχειριστή του ελληνικού ιδεώδους!... Ο κομπασμός τους λοιπόν να διαδίδουν οι ίδιοι τη σιχαμερή τους δραστηριότητα σ’ εκείνους που τους «έγλυφαν» στήνοντάς τους ταυτόχρονα την παγίδα της ομολογίας τους, όσο και αν πρόσεχαν πού διηγούνταν με υπεροψία τις σπιουνιές τους, έφερε το αποτέλεσμά της: σε λίγους μήνες όλα αυτά τα άτομα ήσαν γνωστά και στο πιο αδιάφορο αλητάκι του χωριού, αλλά και σε πολλούς κατοίκους γειτονικών χωριών! Με λίγα λόγια είχαν γίνει βούκινο από τον ίδιο τον εαυτό τους!...

    Με τις πρώτες πληροφορίες λοιπόν της κατάρρευσης του μετώπου, ο «κύριος» Γρηγόρης στράφηκε προς ορισμένα πρόσωπα, που διατηρούσε τη γνωριμία τους με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για «σωσίβιες λέμβους» στην περίπτωση που δε θα πήγαιναν καλά τα πράγματα! Γενικά… για κάθε ενδεχόμενο που κάτι θα στράβωνε! Και αυτά τα πρόσωπα ήσαν αξιωματούχοι, κυρίως της ύπατης αρμοστείας, που δεν είχαν εκτεθεί με πράξεις που στρέφονταν απροκάλυπτα ενάντια στα συμφέροντα του τούρκικου πληθυσμού, όπως είχε κάνει αυτός, που είχε λερωμένη τη φωλιά του. Δεν ήρθαν όμως τα πράγματα όπως τα σχεδίασε! Τα πρόσωπα αυτά, ενώ τον διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από την τούρκικη επικράτηση και θα φρόντιζαν να καλύψουν τον εαυτό τους, αλλά μαζί μ’ αυτούς να τον υποστηρίξουν κι αυτόν μέσω ορισμένων γνωριμιών τους  με ανώτατα τούρκικα στρατιωτικά στελέχη, την τελευταία στιγμή ανακάλυψαν ότι όλες οι προβλέψεις τους αποδείχτηκαν λαθεμένες, ακόμα και για τους ίδιους τους εαυτούς τους, οι ελπίδες τους φρούδες και πριν προλάβουν να τον ειδοποιήσουν τον «καημένο» εξαφανίστηκαν, ταυτόχρονα με την εισβολή των πρώτων τούρκικων μονάδων στο χωριό. Μόλις και μετά βίας πρόλαβε, όταν διαπίστωσε ότι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, να κάνει κι αυτός το ίδιο και την ώρα που έμπαιναν οι Τούρκοι στο χωριό έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί στο βουνό!... Έτσι, βρέθηκε στην ίδια μοίρα μ’ αυτούς. Στα μετόπισθεν…               

     Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι με την πρώτη ευκαιρία θα τους         πουλούσε… Θα τους πρόδιδε αν επρόκειτο με αυτόν τον τρόπο να σώσει το τομάρι του! Για την ώρα όμως, μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος. Ήξερε πολύ καλά την τούρκικη γλώσσα, τους έδωσε και όλες τις πληροφορίες που χρειάζονταν και που ήσαν αρκετά διαφωτιστικές, ώστε να αλλάξουν τις αποφάσεις τους και να διαγράψουν διαφορετική πορεία. Η αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων γινόταν από μια συγκεκριμένη παραλιακή πόλη νοτιοδυτικά της Σμύρνης και ο δρόμος τους πλέον περνούσε από διαφορετικές λαγκαδιές και άλλα φαράγγια. Και το σπουδαιότερο: Τα χιλιόμετρα που είχαν να διανύσουν ήσαν απέραντα! Περίπου τετρακόσια!...

    Όταν νύχτωσε ξεκίνησαν. Πώς μπορεί με λέξεις να ζωγραφιστεί μια μαύρη καρδιά; Η καρδιά του Μιχάλη. Τα βήματά του μέρα με τη μέρα, λεπτό το λεπτό, τον οδηγούσαν όλο και πιο μακριά της, ενώ η καρδιά του, οι αισθήσεις του κι ο νους του, πλησίαζαν όλο και πιο κοντά σ’ αυτήν!... Περπατούσε μες το σκοτάδι σαν υπνωτισμένος. Δεν είχε καμία διαφορά, αν ονειρευόταν ξύπνιος ή κοιμισμένος. Σκόνταφτε στους βράχους, τρέκλιζε, γλίστραγε στις πέτρες, πολλές φορές έχανε την ισορροπία του και κυλιόταν κατά γης…  Ό Φάνης είχε πια συνειδητοποιήσει ότι ο ένας από τους συνοδοιπόρους του ήταν «άρρωστος» (άσχετα αν τον ζήλευε γι’ αυτή του την αρρώστια) κι ο άλλος αμφίβολης ηθικής και τους πρόσεχε και τους δύο. Το έναν σαν αδελφός. Τον άλλον σαν φύλακας.

    Οι νύχτες τέλειωναν και ο Γρηγόρης ταλαιπωρημένος, έπεφτε ξερός στον ύπνο. Δεν ήταν συνηθισμένος στις πορείες, είχε και τα κιλά του, ήταν να τον κλαίν κι οι ρέγκες… Ροχάλιζε σα δράκος κι ο Φάνης πήγαινε να κοιμηθεί σαράντα μέτρα μακριά. Όταν ξύπναγε ο Φάνης συνήθως ξύπναγε κι ο Γρηγόρης ορεξάτος να φυλάξει σκοπιά. Ο Φάνης δεν του είχε καθόλου εμπιστοσύνη και τον παρακολουθούσε με λοξές ματιές. Οι σχέσεις τους, έκαναν πολλές φορές τον Μιχάλη να γελάσει. Συνήθως όταν μοίραζαν το φαγητό τους, που ο Φάνης του έδινε τη μικρότερη μερίδα, για να του κάνει δίαιτα και να τον αδυνατίσει.  

-Για το καλό σου φροντίζω! Του τόνιζε…

Αυτός τότε στραβομουτσούνιαζε και παραπονιόταν:

-Πολύ ωραία!... Αυτός που φέρνει το ψωμί, να μένει πεινασμένος!...

     Γιατί ως γνώστης της γλώσσας ήταν επιφορτισμένος να μπαίνει μπροστά και να χτυπάει αυτός την κάθε άγνωστη πόρτα του «τυχερού» που θα λήστευαν κάθε φορά.

    Έτσι περνούσαν οι νύχτες και οι μέρες των θηραμάτων του πολέμου. Και ευτυχώς περνούσαν μέχρι αυτή τη στιγμή σχετικά ανώδυνα! Γιατί οι περισσότεροι Τούρκοι ξωμάχοι είχαν καλή καρδιά. Κατά βάθος λυπόνταν τα καημένα τα παιδάκια που τρέχανε και κρύβονταν σαν αγρίμια, κυνηγημένα από τους φανατισμένους εθνικιστές που είχαν περάσει την κόκκινη γραμμή που χωρίζει την έννοια του εθνικιστή από την έννοια του δολοφόνου!... Έτσι, οι αγνοί Τούρκοι χωρικοί, τους έδιναν ότι ζητούσαν και διέθεταν βέβαια, από τρόφιμα, πολλές φορές αν είχαν τους έδιναν και καπνό και όταν έφευγαν και απομακρύνονταν τρέχοντας, αυτοί δεν ειδοποίησαν ποτέ και κανένα απόσπασμα να τους κυνηγήσει! Βέβαια αυτό ίσχυε για τους ξωμάχους που δεν είχαν τύχει να πέσουν αθώα θύματα των ελληνικών πράξεων βαρβαρότητας, σε κάποιο δικό τους πρόσωπο ή κάποιον γνωστό τους. Γιατί αυτούς που είχαν τέτοια θύματα η εκδικητικότητα τους μετέτρεπε σε άγρια θηρία! Και είχαν βέβαια απόλυτο δίκιο…  

    Νύχτα και πορεία. Το φεγγάρι, το δροσερό αεράκι και ο  έναστρος μαγευτικός ουρανός ανακούφιζαν λίγο τα κουρασμένα βήματά τους… Και ξαφνικά. Γαυγίσματα άρχισαν να ακούγονται, από πολύ κοντινή απόσταση. Σκυλίσιος θυμός, ποδοβολητό και πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, εμφανίζονται τέσσερα κυνηγόσκυλα, που το πιο γρήγορο χίμηξε για λαιμό του Γρηγόρη. Αυτός πρόλαβε να προστατευτεί με τα χέρια του, αλλά η φόρα του ζώου τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω. Έβγαλε ένα βογγητό πόνου. Σαν αστραπή ο Φάνης έπεσε πάνω στο σκύλο και τον έσφαξε στο δευτερόλεπτο. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί και δυο μαζί σκυλιά όρμησαν εναντίον του, ενώ συγχρόνως ακούστηκαν τούρκικες κραυγές από απόσταση πενήντα περίπου μέτρων. Κάτι σαν: «Αλτ! Μην κουνηθείτε βρωμόσκυλα! Είσαστε κυκλωμένοι!...» Ο Μιχάλης, αφού πυροβόλησε το σκύλο που είχε ορμήσει σ’ αυτόν, άρπαξε από το σβέρκο τον έναν από τους δύο που είχαν πέσει πάνω στο Φάνη και τον σκότωσε πυροβολώντας τον εξ επαφής στην κοιλιά, τη ίδια στιγμή που ο τελευταίος σκύλος έπεφτε σφαγμένος από το στιλέτο του Φάνη.

    Απομακρύνθηκαν λίγο από το σημείο της συμπλοκής και στάθηκαν ν’ αφουγκραστούν. Τίποτα δεν ακουγόταν… Απόλυτη σιωπή. Οι τούρκικες κραυγές σώπασαν. Προφανώς το σιωπητήριο το επέβαλαν οι δυο πιστολιές του Μιχάλη… Συνέχισαν ήρεμοι την πορεία τους. Οι μοναδικές απώλειες που είχαν, ήσαν μερικές εκδορές στο δεξιό καρπό του Γρηγόρη. Τάχυναν το βήμα τους σε παραπλανητική πορεία πάνω στους βράχους για να μην αφήνουν ίχνη όσο αυτό ήταν δυνατό, γιατί δεν ήξεραν ποιους θα εύρισκαν να  ειδοποιήσουν και θα έστελναν στο κατόπιν τους οι θρασύδειλοι ανθρωποκυνηγοί.

     Οι ώρες περνούσαν και η χαραυγή τους βρήκε έξω από ένα χωριό, που είχε έναν «μπιστικό» φίλο ο Γρηγόρης!... Μόλις βραδιάσει θα αναλάβει την εκτέλεση μιας ειδικής αποστολής: Συλλογή πληροφοριών!... Ο Μιχάλης κι ο Φάνης ασυναίσθητα αντάλλαξαν ματιές γεμάτες νόημα. Ίσως είχε έρθει η ώρα να δώσει τα διαπιστευτήριά του και σ’ αυτούς!… Έπεσαν οι δυο για ύπνο κι ο Μιχάλης στη σκοπιά. Στην τελευταία τους «ληστεία» βρήκαν  και τσιγάρα. Ήταν μια παρηγοριά για τον Μιχάλη το τσιγάρο. Τον βοηθούσε να οικοδομεί τα όνειρά του, όπως ο καπνός που έβγαινε από το βωμό του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών, ενέπνεε την πυθία στη σύνθεση των χρησμών της.

    Θυμήθηκε ένα τσιγάρο που κάπνισε με τη Γιουλμπαχάρ!... Αυτός καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κι αυτή κάπνιζε καθισμένη κάτω στο πάτωμα, πάνω σε μια μαξιλάρα. Πνιγόταν μέσα σ’ αυτή τη θύμηση!... Το πρόσωπό της χανόταν μέσα στους καπνούς και ξανά εμφανιζόταν… Κι ήταν τόσο όμορφο!... Αυτός έσκυβε για να την κοιτά κι εκείνη είχε ελαφρά σηκωμένο το κεφάλι της για να τον βλέπει!... Ανάσαιναν ο ένας την παρουσία του άλλου, μες απ’ τους καπνούς των τσιγάρων τους!... Αυτή η εικόνα ήταν η εικόνα της ζωής!... Τη Γιουλμπαχάρ θα την ξανάβρισκε. Γι αυτό ήταν σίγουρος!... Αλλά θα πάλι θα την έχανε!... Μέσα στους καπνούς της ζωής, θα την έχανε ξανά!... Όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί η Γιουλμπαχάρ ήταν πια μέσα του! Είχε ποτίσει την ψυχή του με το χρώμα της!...

    Μόλις σουρούπωσε ξεκίνησε η επιχείρηση. Οι τρεις «Τούρκοι» πέρασαν μερικά στενά δρομάκια του χωριού, χωρίς να συναντήσουν ψυχή. Ο Γρηγόρης στάθηκε έξω από μιαν αυλόπορτα διστακτικός. Δεν ήξερε αν μέσα στο σπίτι υπήρχε και κάποιος άλλος. Ένας  επισκέπτης, που δε θα ήταν σκόπιμο να τον συναντήσουν. Έστησε το αυτί του και περίμενε μήπως ακούσει ομιλίες… Τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Την άνοιξε και μπήκε στην αυλή. Προχώρησε σ’ ένα στενό διάδρομο κι έφτασε στην πόρτα. Χτύπησε τρεις φορές και περίμενε.

-Ποιος είναι; Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να ρωτά.

-Ο Γρηγόρης. Είπε με σιγανή φωνή αυτός.

Πριν ανοίξει η πόρτα ακούστηκε να βγαίνει μια αμπάρα. Σημάδι επιφυλακτικότητας ή φόβου.

-Γεια σου Κυριακή. Είναι μέσα ο Φαίδωνας;

-Εδώ είναι. Έλα…

     Μπήκαν οι δυο, ενώ ο Μιχάλης έμεινε απ’ έξω να φυλάει για κάποιο απρόοπτο. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν δυο τύποι εμφανίστηκαν στην άκρη του δρόμου και πλησίαζαν προς το σπίτι ακολουθώντας πορεία τεθλασμένης. Ο ένας μυξόκλαιγε σιγανά στο μακρόσυρτο ρυθμό ενός  γνωστού αμανέ. Ο Μιχάλης κρύφτηκε πίσω από τον παραστάτη της αυλόπορτας και σιγοψιθύριζε το σκοπό του τραγουδιού παρακολουθώντας τις κινήσεις τους. Οι δυο μεθυσμένοι πέρασαν από μπροστά του χαμένοι στον κόσμο τους και χάθηκαν στην άλλη άκρη του δρόμου…

    Όποτε είχαν καινούργιες πληροφορίες πάντα ήσαν χειρότερες από τις προηγούμενες!... Η Σμύρνη κατελήφθη από τους Τούρκους και τα ελληνικά στρατεύματα συρρέουν στην περιοχή του Τσεσμέ, απ’ όπου παραλαμβάνονται από πλοία του πολεμικού ναυτικού και μεταφέρονται εντός της Ελληνικής επικράτειας. Στη Χίο ή στη Μυτιλήνη.  Την περιοχή αυτή, την υπερασπίζει με τη μονάδα του, κάποιος συνταγματάρχης, μέχρι να αποχωρήσει και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης. Η ελληνική κυβέρνηση υπηρετώντας τα συμφέροντα των Ελλήνων εφοπλιστών, δεν επιστράτευσε τον εμπορικό στόλο, ούτε καν τον επιφόρτισε με τη μεταφορά Ελλήνων στρατιωτών, με αποτέλεσμα να καθυστερεί επικίνδυνα η εκκένωση της Μικρασίας από τα ελληνικά στρατεύματα και να κινδυνεύουν αρκετές στρατιωτικές μονάδες να σφαγούν κάτω από το μένος του Κεμαλικού φανατισμού!... Για τον ελληνικό πληθυσμό που κινδύνευε δε γίνεται λόγος! Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες! Τους προτιμούσαν σφαγμένους παρά πρόσφυγες!...   

    Έπρεπε λοιπόν οι τρεις φυγάδες να βρουν το «κανάλι» απ’ όπου περνούσαν οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες, για να μπορέσουν να περάσουν κι αυτοί στο λιμάνι και κατόπιν να περιμένουν τη σειρά τους ώστε να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο και να σωθούν… Οι πληροφορίες λένε ότι το «κανάλι» αυτό βρισκόταν μάλλον νότια του Τσεσμέ. Προς τα εκεί λοιπόν θα έπρεπε να πορευτούν. Και γρήγορα! Γιατί ως πότε θα κρατιόταν ανοιχτό αυτό το κανάλι; Ο φίλος του Γρηγόρη, τούς προμήθευσε εκτός από τρόφιμα και νερό και ένα χάρτη της περιοχής που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να βρουν το δρόμο.

    Μεσάνυχτα και ξεκίνησαν με γρήγορο βήμα. Είχαν πολλά χιλιόμετρα να διανύσουν. Τουλάχιστον τέσσερις νύχτες δρόμο, κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες!... Όταν άρχισε να ξημερώνει, με τσακισμένα πόδια και καρδιές, έψαξαν να βρουν κατάλληλα καλυμμένο κατάλυμα, για να ξεκουραστούν. Όπως πάντα πρώτος στη βάρδια ο Μιχάλης…

     Μια απαισιοδοξία του πλάκωνε την καρδιά. Δε θα πήγαιναν καλά τα πράγματα. Δεν θα προλάβαιναν ανοιχτή τη δίοδο για το λιμάνι του Τσεσμέ. Ο  κλοιός που είχαν σχηματίσει τα τούρκικα στρατεύματα γύρω από το λιμάνι, πολύ σύντομα θα έκλεινε τελείως και όστις πρόλαβε τον κύριον είδε! Αυτοί που θα έμεναν απ’ έξω θα εξοντώνονταν σιγά-σιγά από τις τούρκικες δυνάμεις ασφαλείας. Αν έμεναν κι αυτοί έξω απ’ τον κλοιό, θα έπρεπε να αναζητήσουν κάποιαν άλλη λύση. Να βρουν μόνοι τους ένα μέσο για να περάσουν στη Χίο ή στη Σάμο. Τότε θα άρχιζε μια άλλη μορφή πάλης. Η πάλη με τα θαλάσσια στοιχεία. Έπρεπε όμως να ζήσει. Γιατί τώρα υπήρχε στη ζωή του η Γιουλμπαχάρ. Είχε πολλά να ανακαλύψει στο σώμα της και στην ψυχή της!... Και ο μόνος που θα μπορούσε να τα βγάλει στην επιφάνεια, ήταν αυτός. Αυτή η ίδια, δεν τα γνωρίζει! Όπως το ίδιο συνέβαινε και με τον εαυτό του! Το ένιωθε. Μια άλλη γυναίκα δίπλα του, το μόνο που θα μπορούσε να βγάλει από μέσα του θα ήσαν μερικά παιδιά. Τα σκοτεινά υπόγεια της ψυχής του, θα παρέμεναν άγνωστα, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό!... Γι αυτά τα σκοτεινά υπόγεια, για όλον αυτόν τον μυθικό κόσμο που τώρα μόνο διαισθανόταν την ύπαρξή του εξ αιτίας της Γιουλμπαχάρ, που οι περισσότεροι άνθρωποι περνούσαν απ’ τη ζωή χωρίς να τον βιώσουν, έπρεπε να ζήσει! Για να σμίξει πάλι μ’ αυτή τη γυναίκα και να τον ζωντανέψουν μαζί οι δυο τους!...  

    Πόσο βαριά ήταν η σημερινή βραδιά! Η σωματική κούραση, η ψυχική αγωνία και η απαισιοδοξία ήσαν παιχνιδάκια στα χέρια της κοπελιάς του! Η βραδιά ήταν βαριά, αλλά αυτός ένιωθε ανάλαφρος σαν πουλί! Δύο ολόκληρες μέρες και μια μαγική νύχτα ζούσαν μαζί κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ο νους του δεν μιλούσε πολύ με το νου της. Μιλούσαν όμως συνέχεια με τα ένστικτά τους και αυτό σημαίνει ότι είχαν πει πάρα  πολλά! Ήξερε ότι αυτήν την ώρα θα μηχανορραφούσε να βρει τον τρόπο να τον συναντήσει! Ήταν αποφασιστική γυναίκα. Είχε την επίγνωση ότι αυτός κινδυνεύει, την ίδια στιγμή που αυτή είναι ξαπλωμένη στο μαλακό κρεβάτι του σπιτιού της. Ήξερε επίσης, ότι αυτή τη στιγμή, τη σκέφτεται! Αυτό, εκτός από την ηδονή που της προκαλούσε, ερέθιζε και τη γυναικεία της υπευθυνότητα!... Ένιωθε ότι κάτι πρέπει να κάνει από τη δική της την πλευρά, για να ξαναβρεθούνε, ο ένας απέναντι στον άλλο!...

    Με το πέσιμο του ήλιου, μαζεύτηκαν και οι τρείς τους και κάθισαν κοντά, έβαλαν και το χάρτη ανάμεσά τους και έκαναν μια σύσκεψη, για να αποφασίσουν τα της πορείας. Δεν είχαν και πολλά να πουν γιατί η στρατιωτική τακτική στις πορείες ήταν αρκετά γνωστή στο Μιχάλη και στο Φάνη. Ο Γρηγόρης όφειλε απλά να ακολουθήσει μερικές οδηγίες τους.  Πλησίαζαν πια στο σημείο της φωτιάς και έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικοί. Ξεκίνησαν με γρήγορο βήμα και μια σχετική απόσταση ό ένας από τον άλλον περίπου είκοσι μέτρων. Πρώτος προχωρούσε ο Μιχάλης, δεύτερος  ο Γρηγόρης και την οπισθοφυλακή είχε αναλάβει ο Φάνης. Δεν είχαν συμπληρώσει δύο ώρες πορεία όταν, ανεβαίνοντας σε κάποιο ύψωμα εντόπισαν σε απόσταση δύο με τρία χιλιόμετρα μια ασυνήθιστη κίνηση. Ενέτειναν την προσοχή τους καθώς πλησίαζαν στο σημείο και τελικά διαπίστωσαν ότι εκεί στρατοπέδευε μια στρατιωτική μονάδα. Το στρατόπεδο βρισκόταν σε πλήρη συσκότιση. Ούτε φως ούτε σημαία καμιά υπήρχε, αλλά από την σχετική ηρεμία που επικρατούσε στην περιοχή γύρω του, εύκολα έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήταν τούρκικο. Έπρεπε να προσέξουν να μην πέσουν σε καμιά περίπολο, γιατί πάντα στη γύρω από τα στρατόπεδα περιοχή, περιπολούν για την αποτροπή εχθρικής αιφνιδιαστικής ενέργειας.

    Ελάττωσαν το ρυθμό του βηματισμού τους, αλλά όμως εξακολουθούσαν να προχωρούν ώστε να παρακάμψουν το στρατόπεδο και να βαδίσουν δίχως κίνδυνο. Προσπαθούσαν να πατούν ελαφρά στο έδαφος για να μην κάνουν θόρυβο τα βήματά τους και συμπτύχθηκαν ό ένας κοντά στον άλλο. Εγκατέλειψαν την ομαλή πορεία από βατά μονοπάτια και βάδιζαν πάνω στα βράχια για ν’ αποφύγουν κάποιο κακό συναπάντημα. Πράγματι σε λίγα λεπτά άκουσαν βήματα και στο αμυδρό φως των άστρων, διέκριναν την περίπολο που την αποτελούσαν πέντε τούρκοι στρατιώτες, με τα όπλα στον ώμο και γρήγορο βηματισμό πάνω στο μονοπάτι που και αυτοί οι ίδιοι πορεύονταν προηγουμένως, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση!... Ξάπλωσαν κάτω και περίμεναν να περάσουν. Αν δεν είχε γίνει η σωστή πρόβλεψη να εγκαταλείψουν το μονοπάτι, θα έπεφταν πάνω στην περίπολο και τα πράγματα θα έπαιρναν δυσάρεστη τροπή.

    Όταν χάθηκε η περίπολος πίσω από το σκοτάδι, κατέβηκαν από τα βράχια και συνέχισαν την πορεία τους όπως πριν από το συμβάν. Είχαν πια παρακάμψει το στρατόπεδο και πλησίασαν ένα ακόμη βήμα προς τον προορισμό τους, αλλά το παράξενο ήταν ότι δεν ακούγονταν βροντές πολέμου. Όταν άρχιζε να χαράζει ανέβηκαν πάνω σ’ ένα βραχώδη λόφο και έψαξαν για το λημέρι της σημερινής ημέρας. Ήταν μια μικρή σπηλιά σα να την είχαν κάνει παραγγελία, γιατί ό ουρανός είχε μαζέψει αρκετά σύννεφα και υπήρχε πιθανότητα να βρέξει.

Όταν οι άλλοι κοιμήθηκαν και ο Μιχάλης έμεινε μόνος, ο ουρανός έγινε μαύρος και η μέρα σκοτείνιασε σαν να ήταν σούρουπο. Η θάλασσα ήταν κοντά και τον περίμενε να την διασχίσει για να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με την ευτυχία! Ο νους του θα έκανε το παν για να απομακρυνθεί, ενώ η καρδιά του ήθελε να μείνει. Να γυρίσει πίσω! Όμως και η Γκιουλμπαχάρ όταν του είχε προτείνει να μείνει, είχε δαγκώσει τα χείλη της. Σημάδι ότι ο νους της διαφωνούσε με αυτήν την προτροπή.

Ο πόλεμος, όπως δείχνουν τα γεγονότα, πλησιάζει στο τέλος του. Η υπομονή κάποιες φορές φαίνεται ότι σώζει καταστάσεις!  Ίσως τα πράγματα να είναι πολύ πιο εύκολα σε λίγο καιρό απ’ όσο μπορεί σήμερα να φανταστεί! Πρέπει να επικεντρωθεί στον σχεδιασμό της απόδρασής του από αυτήν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και όταν καταλαγιάσουν τα πάθη, θα γίνουν όλα όπως τα θέλει η καρδιά τους!... Και, η δική τους καρδιά και, οι καρδιές όλων των ανθρώπων του λαού! Και των Ελλήνων και των Τούρκων!… Γιατί ολόκληρη η γη μόνον ένα λαό έχει! Άσχετα αν αυτός ο ένας και μοναδικός λαός, χωρίζεται προσχηματικά σε πολλές ομάδες, που η καθεμιά έχει το δικό της όνομα και μιλάει διαφορετική γλώσσα…

Και αυτός ο πανγήινος λαός έχει μόνον έναν εχθρό: Την κάστα των εκμεταλλευτών του ανθρώπινου μόχθου! Που δύο είναι τα αντιλαϊκά όπλα της: Το ένα είναι η «ηθική τάξη», που έχει επιβάλει το όργανό της το λαϊκό κράτος και το άλλο η διχόνοια ανάμεσα στις λαϊκές ομάδες!... Αυτή η κάστα έχει κι έναν πολύτιμο βοηθό! Ένα άλλο όργανο που τη βοηθά να επιτελέσει το σκοπό της: Τη λαϊκή θρησκεία! Που σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στις θρησκευτικές λαϊκές ομάδες! Έτσι, αυτή η επαίσχυντη κάστα, αποδυναμώνει τον παντοδύναμο πανγήινο λαό, που αγνοεί την τεράστια δύναμή του και τον καθηλώνει κάτω από τις προσταγές της!... Κύματα βροχής που ερχόταν από το βορρά, έμπαιναν μέσα στη σπηλιά σαν αγιασμός που σβήνει τη λαύρα την καλοκαιριάτικη και δροσίζει την πυρωμένη πέτρα! Ο νέος άφηνε τη βροχή να του δροσίζει το πρόσωπο, όπως ακριβώς αυτές οι σκέψεις οι τελευταίες που περνούσαν από το νου του και δρόσιζαν την καρδιά του…    

Ο Μιχάλης ξύπνησε πολύ πριν από την καθιερωμένη ώρα του. Οι προβληματισμοί που σιγόβραζαν μέσα στο υποσυνείδητό του, δεν τον άφηναν να χορτάσει τον ύπνο. Ό ουρανός είχε καθαρίσει τελείως και ο ήλιος ήταν ψηλά ακόμα. Ό Φάνης μες τον ήλιο ν’ αγναντεύει κατά τα στρατόπεδα και ο Γρηγόρης στη σκιά να τον πολυβολεί με την πολυλογία του. Πλησίασε κοντά τους μασουλώντας ένα κομμάτι ξερό  ψωμί που είχε βουτήξει σε μια κούπα νερό για να μαλακώσει.

    -Πώς κι έτσι «πρωινός»; Τον ρώτησε ο Γρηγόρης χαμογελώντας.

    -Κατέβασε η κούτρα σου καμιά ψείρα και σ’ έπιασε φαγούρα; Συμπλήρωσε ο Φάνης γελώντας.

    -Έτσι ακριβώς καλέ μου φίλε. Απάντησε ο Μιχάλης.

    -Για πες μας λοιπόν μήπως και σου περάσει. Του απάντησε ο Φάνης σοβαρεύοντας.

   -Πρόσεξέ με Φάνη. Του είπε ο Μιχάλης. Δεν ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος από τις πληροφορίες που έχουμε σαν δεδομένα για να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας. Εγώ πάντως δεν είμαι. Τραβάμε μια πορεία, για να περάσουμε τον πολιορκητικό κλοιό των Τούρκων εμείς, τρία άτομα, χωρίς να έχουμε κάποια νεότερη πληροφορία τις τελευταίες τέσσερις μέρες. Ούτε έχουμε συναντήσει κάποια ελληνική μονάδα να τραβά προς τα ’κει, ούτε άλλους φαντάρους αποκομμένους από τις μονάδες τους, που να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες του φίλου του Γρηγόρη, τουλάχιστον αν ισχύουν τη στιγμή αυτή που μιλάμε. Σκέφτηκα λοιπόν να βγούμε λίγο από την πορεία μας για να περάσουμε από το Αλατσατί. Εμείς οι δυο θα κρυφτούμε έξω από την πόλη και θα μπει ο Γρηγόρης να μαζέψει πληροφορίες όπως μπορέσει και να αγοράσει μιαν εφημερίδα, για να έχουμε κι άλλη, πιο επίσημη πληροφόρηση. Τι λέτε κι εσείς;

-Όχι ρε ’συ Μιχάλη! Βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Φάνης μ’ ένα ύφος δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του. Διαφωνώ!... Αν κάνουμε αυτή την παρέκκλιση από την πορεία μας, θα καθυστερήσουμε τουλάχιστον δύο μέρες να φτάσουμε στη θάλασσα, όπου είναι το πιθανότερο να βρίσκεται το πέρασμα. Και θα ’χουμε ακόμα λιγότερες πιθανότητες να το βρούμε ανοιχτό. Αν το βρούμε ανοιχτό, τα βάσανα, οι κίνδυνοι και οι προβληματισμοί μας τελειώσανε. Γιατί θα τεθούμε υπό την προστασία του κράτους.  

- Τόση εμπιστοσύνη έχεις στην ελληνική φρουρά που κρατάει τους Τούρκους μακριά από το λιμάνι; Αποκλείεις το ενδεχόμενο, οι Τούρκοι να σπάσουν την άμυνα της φρουράς και να μας σφάξουν ή να μας αιχμαλωτίσουν, ενώ εμείς θα περιμένουμε να μας πάρουν τα πλοία στην Ελλάδα; Τόσο πολύ νομίζεις ότι ενδιαφέρεται το ελληνικό κράτος για τους φαντάρους που περιμένουν με αγωνία τη σωτηρία τους απ’ αυτό; Πόσα πλοία ενεργούν για τη μεταγωγή; Αυτό θα πρέπει να το μάθουμε! Δεν θα μπορούσαν να διατεθούν περισσότερα;

     -Σώπα Μιχάλη… Δεν ξέρεις τι συνεννόηση έχει γίνει σε Κρατικό επίπεδο. Μπορεί να έχει υπογραφεί μυστικό σύμφωνο μη επίθεσης…

    Ο Μιχάλης σώπασε. Μακάρι ο Φάνης να είχε δίκιο. Να είχε κάνει τη σωστή εκτίμηση… Μόλις νύχτωσε ξεκίνησαν την πορεία τους κανονικά.

    Μετά από δύο ώρες συνάντησαν κι άλλο τούρκικο στρατόπεδο, που το άφησαν πίσω τους, τηρώντας την ίδια τακτική όπως το προηγούμενο της χθεσινής νύχτας. Ευτυχώς όμως σ’ αυτή την περίπτωση δεν είχαν κανένα κακό συναπάντημα με περιπόλους ή κάτι άλλο παρόμοιο. Όμως πολύ γρήγορα εμφανίστηκε και το τρίτο στρατόπεδο και όσο διαρκούσε η νύχτα και τέταρτο και από εκεί και ύστερα η πορεία ήταν δίπλα από ένα συνεχές στρατόπεδο, μέχρι που έφτασαν πάρα πολύ κοντά στη θάλασσα του Αιγαίου! Δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, δεν έβγαιναν καπνοί από πουθενά, γενικά δεν μύριζε ατμόσφαιρα μάχης. Δεν διέκριναν στοιχεία ύπαρξης κάποιου καναλιού διαφυγής, ούτε δίαυλου επικοινωνίας με το λιμάνι του Τσεσμέ!...

Η μέρα άρχισε να χαράζει και τότε, στην απογοήτευση της εγκατάλειψής τους, προστέθηκε η αγωνία μήπως τους δουν από τις σκοπιές των στρατοπέδων και ειδοποιήσουν με τους ασύρματους τις περιπόλους να τους κυνηγήσουν, για να τους κάνουν το σχετικό έλεγχο! Στο σημείο που τους είχε βρει το χάραμα ήσαν εκτεθειμένοι σε κοινή θέα προς την κατεύθυνση των στρατοπέδων, στην πλαγιά του λόφου, και έπρεπε να βιαστούν να ανέβουν στην κορυφή του και να κατρακυλήσουν προς την άλλη πλαγιά του για να κρυφτούν από τα μάτια τους.

Ανηφόρα και τρέξιμο μέσα στο μισοσκόταδο, πάνω σε κοφτερά βράχια και μες από αγκαθωτούς θάμνους, μετά από πορεία τόσων ωρών, έφερε την ψυχή τους στο στόμα τους και ιδίως του παχουλού Γρηγόρη που δεν είχαν προλάβει τα μέτρα δίαιτας που του είχεν επιβάλει ο Φάνης να τον φέρουν στα σωστά κιλά του, ούτε η σκληρή ζωή που ζούσε τώρα τελευταία να τον σκληραγωγήσει όσο θα έπρεπε. Ο φόβος όμως φυλάει τα έρημα και τελικά τα κατάφερε κι αυτός να φτάσει πίσω από το λόφο και να κρυφτεί, τελευταίος καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος, αλλά χωρίς σημαντική καθυστέρηση. Στάθηκαν για λίγα λεπτά να συνέλθουν και έψαξαν να βρουν κατάλυμα για να περάσουν τη μέρα τους. Από το σημείο που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να διακρίνουν κάποιο μέρος κατάλληλο. Αναγκάστηκαν τότε να πορευτούν προς το νότο,  για ν’ απομακρυνθούν από τα στρατόπεδα, αλλά και για να περάσουν τη μέρα τους με περισσότερη ασφάλεια βρίσκοντας κάποιαν εσοχή του εδάφους να κρυφτούν…

     Έτσι τελείωσε ο μαραθώνιος της ξηράς, ευτυχώς χωρίς απώλειες και με πλήρη επιτυχία!... Μια μεγάλη όμως απογοήτευση στάθηκε βραχνάς για τους τρεις μας ταλαιπωρημένους φυγάδες: Το ότι δεν πρόλαβαν να περάσουν στο λιμάνι της σωτηρίας και τώρα είναι υποχρεωμένοι ν’ αναζητήσουν άλλες λύσεις που δεν διακρίνονται στον ορίζοντα της σκέψης τους. Γιατί ποιος θα δεχτεί να πάρει το ρίσκο να τους περάσει τα στενά με τόσα τουρκικά στρατεύματα παρατεταγμένα δίπλα στη θάλασσα; Ακόμα κι αν βρισκόταν κάποιος τρελός να τους το προτείνει, αυτοί θα το δέχονταν; Θα ήταν μεγάλη αποκοτιά ένα τέτοιο εγχείρημα!...

    Ένα άλλο πράγμα που τους έκανε εντύπωση ήταν το ότι δεν ακούγονταν, όχι μόνο βροντές πυροβόλων όπλων, αλλά ούτε καν ένας πυροβολισμός!  Έπρεπε λοιπόν επειγόντως να μάθουν τι είχε γίνει. Έπρεπε να ξαναγυρίσουν στην κωμόπολη όπως είχε προτείνει την προηγούμενη μέρα ο Μιχάλης για να πάρουν τις κατάλληλες πληροφορίες και με βάση αυτές να σχεδιάσουν την περαιτέρω δράση τους. Άλλωστε δεν τους έμενε πια να κάνουν τίποτα άλλο. Οι πορείες είχαν πια τελειώσει. Η μοίρα, τούς είχε ακινητοποιήσει και περίμεναν την απόφασή της…

      Η δύση του ήλιου και το σούρουπο, ήταν πια γι’ αυτούς το σήμα της εκκίνησης. Ετοίμασαν τα πράγματά τους ο καθένας, δηλαδή το ψωμί και το νερό για να το βρέχουν, γιατί αλλιώς δεν μασιόταν και ξεκίνησαν… Βάδιζαν μουδιασμένοι και οι τρεις, γιατί είχαν την βεβαιότητα, ότι τα νέα που θα μάθαιναν θα ήταν γι αυτούς, η καταδικαστική απόφαση… Ότι δηλαδή όλα πλέον είχαν τελειώσει! Η επιχείρηση διάσωσης του Ελληνικού στόλου είχε τερματιστεί!...

Γλυκοχάραζε η ανατολή όταν έφτασαν έξω από την πόλη. Στις παρυφές της, στάθηκαν πίσω από ένα αγροτόσπιτο που φαινόταν εγκαταλελειμμένο και βρισκόταν σε σχετικά μεγάλη απόσταση από τα πρώτα σπίτια. Τα παράθυρα και οι πόρτες του ήσαν θεόκλειστα και ο κήπος του γεμάτος από ξερά χόρτα, αγκάθια και τσουκνίδες, που έκλειναν όλα τα δρομάκια του και δυσκόλευαν πολύ το πέρασμα από την αυλόπορτα προς την πόρτα του κτηρίου… Έκαναν το γύρο του σπιτιού με προφυλάξεις, ελέγχοντας και προς την κατεύθυνση της πολίχνης μήπως τους αντιληφθεί κανείς και αφού βεβαιώθηκαν ότι ήταν ακατοίκητο, προσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα. Όμως η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα κι έτσι αναγκάστηκαν να παραβιάσουν ένα παράθυρό του. Μπήκαν μέσα και διαπίστωσαν ότι η πόρτα ήταν αμπαρωμένη από μέσα!... Πώς βγήκε αυτός που την αμπάρωσε; Ήταν ένας γρίφος. Αλλά ποιος είχε την όρεξη ν’ ασχοληθεί με τη λύση άλλων γρίφων τη στιγμή που ό μεγάλος γρίφος, της επιβίωσής τους παρέμενε άλυτος και χωρίς καμία προοπτική να λυθεί;

    Το σπίτι είχε τρία δωμάτια, δυο παλιές κουβέρτες και μερικές ξεφτισμένες βελέντζες, που θα μπορούσαν να τις στρώσουν στο πάτωμα και να κοιμηθούν σαν άρχοντες!... Μαστόρεψαν και το παράθυρο που είχαν παραβιάσει, για να μη φαίνεται παραβιασμένο και επίσης να μην ανοίγει εύκολα απ’ έξω… Όταν τελείωσαν αυτές τις απαραίτητες εργασίες, ξάπλωσαν να κοιμηθούν κι οι τρεις, αφήνοντας για σκοπό, τον θόρυβο της διάρρηξης που θα έκανε κάποιος, αν σκόπευε να μπει  μέσα και να τους πιάσει στον ύπνο.

     Το μεσημέρι ξύπνησαν έφαγαν και το τελευταίο ξεροκόμματο που τους είχε απομείνει και έμειναν νηστικοί να περιμένουν την αυριανή μέρα, που ό Γρηγόρης θα ξεκινούσε πρωί-πρωί και το μεσημέρι θα γυρνούσε με τα νέα και ότι έβρισκε για φαγητό. Τα τελευταία υπολείμματα του ψωμιού και του νερού τα άφησαν για το βραδινό γεύμα του Γρηγόρη, που θα έπρεπε να ξυπνήσει σε μια υποφερτή κατάσταση, για να μπορέσει να εκτελέσει την αποστολή που του έλαχε. 

  Το σούρουπο βγήκε έξω ο Μιχάλης για να εξετάσει την περιοχή. Το κοντινότερο σπίτι απείχε περίπου διακόσια μέτρα και ήταν αμφίβολο αν ήταν κατοικημένο. Η κατάσταση της γύρω περιοχής μπορούσε να χαρακτηρισθεί από τελείως ήσυχη έως ερημική. Ήταν ότι έπρεπε γι’ αυτούς. Όμως αισθανόταν την ανάγκη να πιει νερό από τώρα, χωρίς αναβολή! Τι θα έκανε μέχρι αύριο το μεσημέρι; Στην αυλή υπήρχε ένα παλαιό πηγάδι με τρόμπα, αλλά ποιος είχε εμπιστοσύνη να πιει από αυτό το νερό; Κι αν ήταν μολυσμένο; Μια ενδεχόμενη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα θα ήταν ότι το χειρότερο στην κατάσταση που βρίσκονταν!... Προτίμησαν και οι δυο να μείνουν διψασμένοι, μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι!...

    Όταν ο άνθρωπος πεινά, διψά και είναι κυνηγημένος, με τη στράτα διαφυγής του κλειστή, καλεί τον ύπνο να τον λυτρώσει, αλλ’ αυτός δεν καταδέχεται να πλησιάσει!...  Το κυνηγημένο αγρίμι  είναι καταδικασμένο στο μαρτύριο της αϋπνίας!... Ο Μορφέας αγαπά τους απροβλημάτιστους ανθρώπους. Αυτούς που κοιμόνται ακόμη και όρθιοι! …Προστέθηκε λοιπόν και η αϋπνία στα δεινά των φίλων μας, για να τους τσακίσει τα νεύρα!... Ενός  κακού, μύρια έπονται, έλεγαν οι αρχαίοι. Και τόσο πολλών  κακών; Πόσα έπονται; Τρισμύρια; …Είτε μύρια όμως έπονται είτε τρισμύρια, οι αρχαίοι, έβγαζαν αυτό το συμπέρασμα, όπως και άλλα πολλά συμπεράσματα και μετά ησύχαζαν!... Ευδαιμονούσαν!... Μόνο για ένα πράγμα φρόντιζαν: Να μην έρθει αυτό το ένα κακό!... Άμα δεν ερχόταν το ένα κακό, δεν θα έρχονταν ούτε τα μύρια, ούτε τα τρισμύρια!... Πώς όμως τα κατάφερναν ώστε το ένα αυτό κακό να μην έρθει; Το κατόρθωναν, γιατί ακριβώς, είχαν βγάλει αυτό το συμπέρασμα: Για τα μύρια και τα τρισμύρια κακά! Ότι έπονται του ενός κακού!... Έτσι, δεν συμμετείχαν σαν εθελοντές σε ύποπτους πολέμους…

-Και η Γκιουλπμπαχάρ; Πώς θα γνώριζα την Γκιουλμπαχάρ αν δεν κατακτούσα τη Μικρασία!...

-Αχ μικρέ μου Ιππότη! Δε βλέπεις ότι η Γκιουλμπαχάρ είναι το πέμπτο κακό σου; Οι σύντροφοί σου έχουν τέσσερα: την πείνα, τη δίψα, το ανθρωποκυνηγητό και την αϋπνία. Εσύ εκτός από αυτά έχεις κι ένα πέμπτο: Την απώλεια της Γκιουλμπαχάρ! Κι αυτό το πέμπτο ετοιμάζεται να σε οδηγήσει στο έκτο: Στην τρέλα!...

Ο Μιχάλης πέταξε την κουβέρτα του και  τινάχτηκε όρθιος. Με τεράστιους και ιδιαίτερα αργούς διασκελισμούς, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Έβγαλε την αμπάρα άνοιξε και βγήκε έξω στο σκοτάδι. Ο Γρηγόρης ανακάθισε στα στρωσίδια του. Ο Φάνης σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

Ποια ήταν αυτή η φωνή που του μίλησε μ’ αυτόν τον τρόπο; Τον αποκάλεσε «μικρό της Ιππότη»!... Με ποιο δικαίωμα; Του ήταν αδύνατο  να την ανεχτεί!... Προτιμούσε να πέσει στο πηγάδι να πνιγεί! Να τρέξει να παραδοθεί στις αρχές! Να τους ζητήσει μια νύχτα με τη Γκιουλμπαχάρ και μετά… ας τον εκτελέσουν!

  Όμως ούτε αυτή τη χάρη θα του έκαναν!... Τα κράτη δεν κάνουν χάρες στους ανθρώπους. Αυτοί που εξουσιάζουν τους ανθρώπους, δεν είναι άνθρωποι! Ούτε υπεράνθρωποι, ούτε θεοί!... Αν θες να κυβερνήσεις μιαν ολόκληρη χώρα, την Ελλάδα λόγου χάριν ή την Τουρκία, μια και βρισκόμαστε ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο κράτη, είναι αρκετά εύκολο! Δεν έχεις παρά να ανακαλύψεις ένα μυστικό: Τον τρόπο να φέρεις τον εαυτό σου στην απόγνωση, έτσι ώστε να αυτοκτονήσεις!... Όλοι οι κυβερνήτες των χωρών της γης και όλων των εποχών, από τον Μέγα Αλέξανδρο  και τον Ιούλιο Καίσαρα, μέχρι τον Γούναρη και τον Κεμάλ Ατατούρκ, πριν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας τους, είχαν αυτοκτονήσει!... Έτσι απλά!... Όπως αυτοκτονεί ένας νεαρός, που τον εγκατέλειψε η κοπελιά του!... Κι αυτή η κοπελιά, είναι ο έρωτας! Η αγάπη! Η ανθρωπιά! Αν αυτά σε εγκαταλείψουν, μέσα στην απόγνωσή σου, αυτοκτονείς! Και τότε, ως διά μαγείας, ανοίγει διάπλατα μπροστά σου ο δρόμος της εξουσίας!... Κάποια εξουσία θα βρεθεί και για σένα. Ή θα εξουσιάζεις τα σκυλιά σου, ή τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου, ή θα καταπιέζεις και θα αδικείς τους υπαλλήλους σου… Και αν είσαι μάλιστα και τυχερός, ίσως η μοίρα να σου επιφυλάσσει να γίνεις κυβερνήτης της χώρας σου!...

    Ο  Φάνης τον παρακολουθούσε χωρίς να διακόπτει τις σκέψεις του, ενώ ο Μιχάλης είχε πάρει ένα στενό δρομάκι κάτω από τις παραμελημένες κληματαριές. Ο καθαρός αέρας, τα μύρια αστέρια, η μυρουδιά που έβγαζε η χλωρίδα του τόπου, τον επανέφεραν στη γραμμή πλεύσης που ταίριαζε απόλυτα με την κατάστασή τους. Που του υπαγόρευε η συνειδητοποίηση της τεράστιας αδικίας που συντελούνταν από την κυβερνητική εξουσία με τα παρακλάδια της και τους διαπλεκόμενους παράγοντες, στο χειμαζόμενο λαό! Και ποια ήταν αυτή η γραμμή πλεύσης; Ακατάπαυτη δράση, με όλες του τις δυνάμεις, για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ήξερε, ότι ήταν πολύ δύσκολο να τα διακρίνεις αυτά τα δυο, σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά αυτή τη νύχτα της μεγάλης καμπής της ζωής του, που άνοιξαν τόσο παράξενα οι ουρανοί της σκέψης του, ένιωθε ότι είχε πάρει, χωρίς καθόλου να προσπαθήσει, το μονοπάτι το δύσβατο που χάραξαν τα μεγάλα πνεύματα που άγιασαν τα χώματα του πλανήτη μας!...

    Μπήκαν μαζί με τον Φάνη στο σπίτι, έκλεισαν την πόρτα, την αμπάρωσαν, ξάπλωσαν ήσυχοι στα στρωσίδια τους και άρχισαν μια νέα προσπάθεια να κοιμηθούν. Ο Γρηγόρης ήδη ροχάλιζε. Ευτυχώς που αυτόν τουλάχιστον τον πήρε ο ύπνος, γιατί αύριο είχε πολλές δουλειές να κάνει. Η αυριανή  μέρα ήταν φορτωμένη ολόκληρη πάνω στην πλάτη του. Και όλες τις ενέργειες θα τις έκανε μόνος του. Χωρίς την συμπαράσταση κανενός! Προτίμησαν λοιπόν να μεταφέρουν τα «κρεβάτια» τους στο άλλο δωμάτιο και να κλείσουν την ενδιάμεση πόρτα, για να ακούγεται όσο το δυνατόν λιγότερο το ροχαλητό του. Δεν έπρεπε να τον ξυπνούν κάθε τόσο λέγοντάς του ν’ αλλάξει πλευρό μήπως για λίγην ώρα έπαυε να ροχαλίζει και κατάφερναν να προλάβουν να κοιμηθούν πριν ξαναρχίσει το ροχαλητό του. Έπρεπε να τον αφήσουν να χορτάσει ύπνο…

Η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη. Όμως πού να κλείσουν μάτι,  αφού είχε προστεθεί και μια καινούρια μαύρη σκέψη στο μυαλό τους, που δεν τόλμησαν να την ομολογήσουν ο ένας στον άλλο:  Αν οι Τούρκοι είχαν βγάλει φιρμάνι, ότι θα χάριζαν τη ζωή σε όποιον βοηθούσε τη σύλληψη Έλληνα στρατιώτη, που το θεωρούσαν πάρα πολύ πιθανό, ο Γρηγόρης θα μπορούσε να αντέξει στον πειρασμό και να μην τους προδώσει;

    Πνίγηκαν μέσα στη μαύρη θάλασσα των ανήσυχων στοχασμών τους!... Κοντά στο πρωί, έπεσαν κι οι δυο σε λήθαργο! Από την αϋπνία, ή από τη δίψα; Ίσως και από τα δυο μαζί. Ο Γρηγόρης, ξύπνησε το πρωί, ετοιμάστηκε, άνοιξε την πόρτα, τους είδε να κοιμόνται, και με σιγανά βήματα για να μην τους ξυπνήσει, έφυγε για αναζήτηση τροφίμων και τις υπόλοιπες φροντίδες του.

Όταν ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του, η σκέψη του ήταν θολή σαν έλος! Πόσην ώρα έκανε να θυμηθεί που βρισκόταν δεν μπόρεσε να προσδιορίσει! Ο Φάνης ήταν ανάσκελα ξαπλωμένος και έτρεμε σύγκορμος! Ανασηκώθηκε με απέραντη δυσκολία και κοίταξε το χλωμό πρόσωπό του. Είχε το στόμα και τα μάτια του ορθάνοιχτα κοιτώντας το ταβάνι!

- Φάνη πώς είσαι; Τον ρώτησε, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί και όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά έπεσε αποκαμωμένος ανάσκελα. Σκέφτηκε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε αισθανθεί το κορμί του τόσο βαρύ και αδύναμο! Έπιασε το σφυγμό του, για να δει αν βρίσκεται σ’ αυτή τη ζωή ή είχε περάσει στην άλλη και διαπίστωσε ότι αυτός κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα. Το ίδιο και ο σφυγμός του Φάνη. Έμεινε για λίγο χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τίποτα κοιτώντας το ταβάνι, ώσπου έκλεισε τα μάτια και έχασε πάλι τις αισθήσεις του!...

    Άρχισε να τις ξαναβρίσκει όταν κάποιο χέρι του ανασήκωνε το κεφάλι. Στα χείλη του ένιωσε κάτι σκληρό και αμέσως μετά να τρέχει πάνω στο σαγόνι του νερό. Άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να πίνει! Μετά από λίγη ώρα αισθάνθηκε τη ζωή να ξαναγυρίζει μέσα στις ίνες του κορμιού του!... Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που κοιμόταν ο Φάνης και τον είδε καθιστό, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, να κρατάει κάτι με τα δυο του χέρια και να μασάει. Μόλις τον είδε να τον κοιτάζει, σταμάτησε να τρώει και μπουκωμένος καθώς ήταν του είπε:

-Καλώς τον, τον βρικόλακα! Καλώς μας ήρθες!... Και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του λέγοντας:

- Θα μας καταδεχθείτε κύριε Μιχάλη να μας κάνετε παρέα στο δείπνο μας; Και συμπλήρωσε:

-Ρε ’σύ … Θες κοτόπουλο;  

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Μιχάλης ήταν: «Φαίνεται ότι φτάσαμε στην πατρίδα. Τα βάσανά μας τελείωσαν!...» ένιωσε δυο χέρια να τον πιάνουν από τις μασχάλες, να τον τραβούν προς τα πίσω και να τον βάζουν καθιστό με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Είδε τον Γρηγόρη να του προσφέρει κάτι σ’ ένα χαρτί.

-Έλα τώρα πουλάκι μου. Φάε το φαγάκι σου… Αλλά με ρέγουλα. Ε; Μη μας το κάνεις εμετό και πάει χαμένο! Θα σε βάλω με το ζόρι να το ξαναφάς! Να ’μαστε ’ξηγημένοι!...

Άρχισε τότε να συνειδητοποιεί την κατάσταση, και σιγά-σιγά τα θυμήθηκε όλα. Η σκληρή δοκιμασία της δίψας και της πείνας είχε τελειώσει. Ό κίνδυνος του φρικτότερου θανάτου, από τη δίψα, είχε περάσει. Όμως ο γυρισμός στην πατρίδα, ή μάλλον στην λύτρωση από το απάνθρωπο κυνηγητό, ήταν ακόμα το άλυτο πρόβλημά τους. Όσο υπήρχαν χρήματα στις τσέπες τους, θα μπορούσαν να αγοράζουν τα απαραίτητα από την αγορά της πόλης. Και βέβαια όσο θα μπορούσαν ακόμη να μένουν σ’ αυτήν την περιοχή. Δεν θα χρειαζόταν πια να «ληστεύουν» ξωμάχους για να ζουν. Και όταν λέμε χρήματα στις τσέπες τους, εννοούμε κυρίως στις τσέπες του Γρηγόρη και λιγότερο του Φάνη. Γιατί ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να πάρει σχεδόν τίποτα. Μόνον ότι του είχε δώσει η Γκιουλμπαχάρ. Που ήσαν, όσα χρήματα βρίσκονταν στο σπίτι της. Δηλαδή σχεδόν ελάχιστα…  

Η Γκιουλμπαχάρ όμως, του είχε δώσει και κάτι άλλο. Δεν το είπε σε κανέναν αυτό. Ούτε σκόπευε να το αποκαλύψει στους φίλους του, όση ανάγκη για χρήματα κι αν είχαν! Όταν θα πέθαινε από την πείνα, θα το άφηνε κληρονομιά στον πρώτον που θα ανακάλυπτε το πτώμα του!...

-Να… Πάρε κι αυτό, να το χρησιμοποιήσεις όταν θα έχεις ανάγκη… Του είχε πει.

Ήταν μια χρυσή λεπτή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν ένα μισοφέγγαρο, που έκλεινε στην αγκαλιά του ένα διαμάντι!... Αυτό το κόσμημα το φορούσε στο λαιμό της, μόνο στις γιορτές. Και το μισοφέγγαρο με το διαμάντι, χανόταν ανάμεσα στα στήθια της!... Δεν το είχε δει ποτέ κανείς! Γιατί τα στήθια της θεάς του το είχαν μετουσιώσει σε θεϊκό μάτι! Τώρα κρεμόταν κρυμμένο μέσα στο δασύτριχο στήθος του. Αόρατο στα μάτια των βέβηλων!... «…Να το χρησιμοποιήσεις όταν θα έχεις ανάγκη…» Του είχε πει. Κι αυτός πιστός στην παραγγελία της το χρησιμοποιεί όταν το έχει ανάγκη. Δηλαδή κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή!... Το έκανε σάρκα από τη σάρκα του!... Δεν θα το ξεκρεμάσει ποτέ από το λαιμό του!... Ούτε θα επιτρέψει σε κανέναν να το δει! Θα είναι πια, η αόρατη συνεύρεσή του με τη μακαριότητα! Οι δυο ψυχές τους ενωμένες σε μία!...

Όμως υπήρχαν και οι τύψεις του Μιχάλη και του Φάνη για τις υποψίες τους, ως προς την τιμιότητα του Γρηγόρη. «Ευτυχώς που δεν είπα τίποτα για τις υποψίες μου, στο Φάνη» σκεφτόταν ο Μιχάλης. Το ίδιο όμως σκεφτόταν και ο Φάνης… Ο Γρηγόρης, τους είχε σώσει τη ζωή!...

Υπάρχουν άνθρωποι που ξεκινάνε από το δρόμο της κακίας, κάνοντας  το κακό και ηδονίζονται όταν κυλιόνται στη λάσπη της αδικίας, της ψευτιάς, της κραιπάλης, της ασέβειας, …προχωρούν βαθειά, στο δρόμο της ατιμίας!... Σε κάποια φάση όμως της ζωής τους, σα να τα χόρτασαν όλ’ αυτά, σα να τα βαρέθηκαν, σα να επήλθε ο κορεσμός που όλα τα αλλάζει, παίρνουν το δρόμο τον αντίθετο!... Υπάρχουν βέβαια σ’ αυτήν την ομάδα και μερικοί, που δεν έχουν πισωγύρισμα. Η πορεία της μαύρης ζωής τους δεν είναι αναστρέψιμη!... Αυτοί, βουλιάζουν μέχρι το θάνατο, πιστοί στο λάθος!... Για τον Γρηγόρη, οι δύο φίλοι συμφωνούσαν, χωρίς να έχουν κάνει την παραμικρή συζήτηση μεταξύ τους, ότι υπήρχε ελπίδα!...

    Όταν ξημέρωσε, ό Φάνης έφτιαξε τους καφέδες και ο Μιχάλης έστριψε τα τσιγάρα. Με συντροφιά την ευωδιά του τούρκικου καφέ και του άριστης ποιότητας καπνού, άρχισε η πρωινή σύσκεψη. Προηγήθηκε βέβαια, η αναφορά του Γρηγόρη, που ουσιαστικά περιορίστηκε στην ανάγνωση μερικών συγκεκριμένων άρθρων μιας εφημερίδας. Τα νέα ήσαν παλιά! Ό,τι το χειρότερο είχαν προβλέψει και οι τρεις τους. Η αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων είχε ολοκληρωθεί, τα δρομολόγια των Ελληνικών πλοίων είχαν πια τελειώσει, ο επίσημος Ελληνικός στρατός είχε εγκαταλείψει τη Μικρασία! Η διευκρίνιση «επίσημος» ήταν αναγκαία, γιατί υπήρχε και ανεπίσημος Ελληνικός στρατός! Όλοι εκείνοι οι δύσμοιροι αξιωματικοί και οπλίτες που δεν είχαν προλάβει την «επίσημη» αποχώρηση κι έψαχναν να βρουν τρόπο για να αποχωρήσουν ανεπίσημα! Ή για την πατρίδα, ή για την άλλη ζωή!… Σαν κι αυτούς τους ίδιους!...  

Και το άρθρο κατέληγε στο συμπέρασμα: «… και ο δοξασμένος τούρκικος στρατός είχε ανακαταλάβει ολόκληρη τη χώρα!...» Για τον ανεπίσημο Ελληνικό στρατό δεν έκανε λόγο κανείς! Το θέμα αυτό προφανώς θα το είχε αναλάβει και θα το εξέταζε πυρετωδώς η υπηρεσία της ασφάλειας της Τουρκικής αστυνομίας σε αγαστή συνεργασία, με τη στρατιωτική αστυνομία…

    Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι σε κάποιο μικρό αρθράκι σε μια γωνιά της τελευταίας σελίδας, ο ανταποκριτής ανέφερε με λίγα λόγια ότι σύμφωνα με διάφορες ανεπίσημες, και ως εκ τούτου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, η περιοχή του Τσεσμέ, τις προσεχείς ημέρες, θα άρχιζε τμηματικά, να εκκενώνεται από τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν κατακλύσει την περιοχή…

-Άρα, πήρε πρώτος το λόγο ο Φάνης, άρχισε για ’μας πλέον, η περίοδος της λούφας… Δηλαδή της ανάπαυσης ήθελα να πω… Της αναμονής… Καιρός ήταν!…

- Για μένα μάλλον ισχύει το αντίθετο. Είπε συνοφρυωμένος ο Γρηγόρης. Πρέπει να ψάξω να βρω τρόπο να περάσουμε το στενό, για τα Μαστιχοχώρια της Χίου.  Βέβαια μέχρι να φύγει ο στρατός από την περιοχή, πρέπει να κάτσουμε φρόνιμοι γιατί δεν γίνεται τίποτα. Αν επιχειρήσουμε σ’ αυτή τη φάση το πέρασμα, θα φάμε το κεφάλι μας… Αλλά πρέπει να βολιδοσκοπήσουμε την κατάσταση, ώστε να προσανατολιστούν οι ενέργειές μας, για το τι θα κάνουμε σε κάθε είδος και μορφή ευκαιρίας που θα μας παρουσιαστεί, ώστε να ενεργήσουμε αστραπιαία.

    Όλοι μείνανε σύμφωνοι με το πνεύμα της πρότασης του Γρηγόρη κι αυτός, από την άλλη μέρα, κάθε πρωί ξεκινούσε για το «μεροκάματο»… Δημιούργησε μερικές γνωριμίες μέσα στην πόλη και μετά από τρεις τέσσερις  μέρες τους ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, ότι κατάφερε και έπιασε δουλεία σε κάποιον κτηματία και μάλιστα με αρκετά καλό μεροκάματο!... Επιτέλους ο Γρηγόρης θα δούλευε! Και μάλιστα εργασία χειρονακτική! Θα έβγαζε το ψωμί του τίμια! Με τον ιδρώτα του προσώπου του! Πράγματι…. Κάτι ριζικό είχε αλλάξει μέσα του! Στην ψυχή του!...

     Ένα πρωινό, ο Μιχάλης θυμήθηκε το γρίφο που τους είχε προβληματίσει την πρώτη μέρα που μπήκαν στο σπίτι. Δηλαδή: Εφ’ όσον το σπίτι ήταν αμπαρωμένο από μέσα, πώς βγήκε αυτός που το αμπάρωσε!... Το θύμισε στον Φάνη και βάλθηκαν και οι δυο να ψάχνουν για κάποια μυστική έξοδο. Δεν άργησαν να βρουν στο δάπεδο ένα ακανόνιστου σχήματος κομμάτι, που τα σανίδια του είχαν μεταξύ τους λίγο μεγαλύτερη απόσταση από τα σανίδια του υπόλοιπου πατώματος!...  Το ανασήκωσαν με το στιλέτο του Φάνη, το έβγαλαν και διαπίστωσαν ότι πράγματι υπήρχε μια στενή δίοδος διαφυγής! Αποφάσισαν να την ερευνήσουν αμέσως, για να δουν που βγαίνει… Ο  Μιχάλης πήρε το φακό που είχε προνοήσει να φέρει ο Γρηγόρης, πήδησε μέσα στην τρύπα και ο Φάνης τον ακολούθησε. Το τούνελ ήταν πολύ μικρών διαστάσεων. Ίσα –ίσα που μπορούσαν να περπατούν με τα τέσσερα…

    Δεν είχαν προχωρήσει πάνω από σαράντα μέτρα και το τούνελ τελείωσε. Ερεύνησαν την πάνω επιφάνεια στο σημείο εκείνο, την έσπρωξαν προς τα πάνω με δύναμη και οι δυο μαζί και η στέγη υποχώρησε προς τα πάνω! Έπειτα ανασηκώθηκαν στα γόνατα, τη σήκωσαν ακόμα πιο ψηλά, την ακούμπησαν δίπλα στο έδαφος και σηκώθηκαν όρθιοι. Η στέγη δεν ήταν παρά μόνο ένα τετράγωνο ξύλινο καπάκι σκεπασμένο με χώμα και μερικές ελαφρές πέτρες. Βγήκαν έξω με προσοχή και κοίταξαν γύρω τους. Το σπίτι δε φαινόταν καθόλου. Στο σημείο εκείνο της εξόδου του τούνελ, πυκνοί θάμνοι και δέντρα έκρυβαν τη θέα, και, από το σπίτι, και, από τη γύρω περιοχή!... Οι ιδιοκτήτες λοιπόν του σπιτιού, είχαν δραπετεύσει από το σπίτι τους, προφανώς επειδή θεωρούσαν επικίνδυνη την παραμονή τους μέσα σ’ αυτό!... Ίσως λοιπόν να ήσαν Έλληνες υπό διωγμό…

    Το εύρημα αυτό ανακούφισε τους τρεις φυγάδες, κάνοντάς τους να νιώσουν περισσότερη ασφάλεια μένοντας μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Από τη μια μεριά, αν ο ιδιοκτήτης επέστρεφε και ήταν Έλληνας, που ήταν πολύ πιθανό, δε θα τους κατήγγειλε στις αρχές, αντίθετα, μάλλον θα τους βοηθούσε, τουλάχιστον τόσο, όσο δεν θα είχε μεγάλες πιθανότητες για προσωπικές συνέπειες. Από την άλλη μεριά, αν ο ιδιοκτήτης είχε συλληφθεί η δολοφονηθεί από τις «δυνάμεις ασφαλείας» και οι τουρκικές αρχές έκαναν κατάσχεση στο σπίτι αυτό, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, υπήρχε το ενδεχόμενο ξαφνικά να ερχόταν το συνεργείο για να κάνει την λεγόμενη αυτοψία. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, αυτοί θα είχαν τον καιρό να διαφύγουν από την καταπακτή στο τούνελ και από εκεί στις ερημιές που απλώνονταν στη γύρω περιοχή.

    Έτσι, εύρισκαν θέματα για να απασχολούν το μυαλό τους οι δύο φίλοι, ώστε να περνούν πιο απαρατήρητες οι ατέλειωτες ώρες της απραξίας τους καθώς συνέχιζαν να περιμένουν αδημονώντας την ημέρα της αποσυμφόρησης της περιοχής από τη στρατιωτική παρουσία, όμως κάθε τρία με τέσσερα βράδια ο Μιχάλης κι ο Φάνης ανελάμβαναν νυχτερινή υπηρεσία. Ξεκινούσαν λίγο μετά το σούρουπο πορεία προς το Τσεσμέ και παρακολουθούσαν από μακριά την κίνηση των τούρκικων στρατοπέδων. Λίγο πριν από το πρώτο φως της αυγής, απομακρύνονταν από τα στρατόπεδα, κρύβονταν στην ερημιά και περνούσαν τη μέρα τους χωρίζοντάς την στα δύο. Ο ένας κοιμόταν και ο άλλος φύλαγε σκοπιά εναλλάξ, μέχρι το σούρουπο, οπότε ξεκινούσαν την πορεία της επιστροφής…                                                                                                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                    2. Στ’ αχνάρια της Αμαζόνας

 

     Αφήνοντας όμως τους φίλους μας να περιμένουν την ευκαιρία να συνεχίσουν τη ζωή τους, παραμονεύοντας τα γυρίσματα της τύχης και τα παιχνίδια της απανθρωπιάς, στα οποία επιδίδεται με ιδιαίτερο ζήλο η κρατική διπλωματία παγκοσμίως και αιωνίως, ας πετάξουμε με τα φτερά της ουτοπίας, πεντακόσια χιλιόμετρα, στο μακρινό χωριουδάκι της Γιουλμπαχάρ, να την συντροφέψουμε στις ατέλειωτες στιγμές της μοναξιάς της, αποθαυμάζοντας την ομορφιά που της χαρίζει η θλίψη, ζωγραφισμένη από τη μέρα του αποχωρισμού στο πρόσωπό της!... Τι θα μπορούσε να σκεφτεί ένα κορίτσι, που έγινε τόσο ξαφνικά και με τόσο παράξενο τρόπο γυναίκα; Και το σπουδαιότερο: Μια γυναίκα που έχασε μετά από λίγες ώρες, όλη τη γυναικεία κατάκτησή της, τη γυναικεία της επιλογή! Το αντικείμενο της θηλυκότητάς της! Την ίδια της την υπόσταση!...   

    Όλη την πρώτη νύχτα την πέρασε άυπνη, με αισθητικά οράματα, που της γέννησαν οι πραγματικές και τόσο ζωντανές στιγμές που πέρασε όλη την προηγούμενη νύχτα. Ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Όμως, η σκέψη της γέμισε με βογγητά και αναστεναγμούς μάχης πρωτόγνωρα γλυκιάς κι απρόβλεπτης! Η αναπνοή της σιγά-σιγά έγινε λαχάνιασμα. Σε μια στιγμή, νόμισε ότι την ενοχλούσε το νυχτικό της! Τα εσώρουχά της! Της έκοβαν την ανάσα!... Γδύθηκε ολόγυμνη και ακούμπησε τις παλάμες της στα στήθια της. Γιατί το έκανε αυτό; Δεν ήξερε! Μάλλον για να προσευχηθεί. Κόλλησε τις παλάμες της τη μια με την άλλη σε στάση προσευχής, μα καμιά ευχή δεν της ερχόταν στο νου! Μόνον κάποιες έννοιες και λέξεις ασυμβίβαστες προς τη θρησκεία γέμιζαν το νου της και ψιθύριζαν τα χείλη της! Φτιαγμένες από σάρκα!...

     Τελείως ασυναίσθητα, άγγιξε με τα δάχτυλα τις ρώγες των βυζιών της και τις ένιωσε ερεθισμένες σα να γύρευαν κάτι που δε συνειδητοποίησε αμέσως αλλά δεν άργησε να το καταλάβει και άρχισε να τις χαϊδεύει και μετά από λίγο να τις τρίβει ηδονικά! Τα δάχτυλά της αυτά, δεν ένιωθε να είναι δικά της! Δικές της, ήταν μόνον οι ρώγες, που προσπαθούσε να τις λιώσει μέσα στο στόμα του εραστή της, κι αυτός την έσφιγγε μέσα στα χέρια του, μέχρι που της έκοβε την αναπνοή!... « Θεέ μου! Πόση δύναμη έχουν τα χέρια σου!» της ξέφυγε. Έμενε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια κλειστά. «Αχ πόσο γλυκό και παχύ ήταν το μόριό του!... Πόσο της άρεσε να το κρατά μέσα στα χέρια της! Να το παίζει… να το λατρεύει! Όχι μόνο να  το φιλά, αλλά να το καταπίνει, έτσι όπως την καβαλούσε ο Μιχάλης πάνω στο πρόσωπό της και αυτό, σκληρό και τόσο επιβλητικό, τριβόταν πάνω στα μάγουλά της!... Κι απ’ τη δική της την πλευρά; Μήπως μπορούσε να κάνει αλλιώς; Ότι έκανε έβγαινε μες από την ψυχή της! Αυτή η ίδια, ήταν μια μαριονέτα στα χέρια της λαγνείας:  Το δάγκωνε, το φιλούσε, μέχρι που της μπήκε μέσα στο στόμα της και της άρεσε πάρα πολύ αυτό!...Το πιπιλούσε, το έγλυφε, το ρουφούσε και άνοιξε τα σαγόνια της διάπλατα, να της χωθεί όλο μέσα στο στόμα!... να το καταπιεί και να το χωνέψει! Να μείνει μέσα στο κορμί της! Να γίνει όργανο ή χυμός του δικού της κορμιού!... Αλλ’ αυτό ήταν πολύ μακρύ και της μπήκε βαθειά! Έφτασε μέχρι το λαρύγγι της και σε μια στιγμή ένιωθε να μην μπορεί να ανασάνει και να πνίγεται!... Κι όμως… αυτή δεν τραβήχτηκε! …Γιατί φοβήθηκε μήπως τη λυπηθεί και της το πάρει!...

    Οι ανάσες της ’βγαίναν βαθειές ερεθιστικές… μυρωμένες… αληθινές… Το στόμα της ανοιχτό μα άδειο, το γέμιζε με τα δάχτυλά της!... Και όλη η πραγματικότητα της στιγμής εκείνης, δεν ήταν παρά μια ουτοπία. Μια φαντασία!… Όλη η αλήθεια κρυβόταν καλά πίσω από τη φαινομενικότητα! Η φύση, στις μεγάλες της στιγμές, δεν αστειεύεται!... Τα θέλει όλα δικά της. Γκρεμίζει όλα τα οικοδομήματα της σκοπιμότητας που χτίζει ο ανθρώπινος νους, στην προσπάθειά του να οργανώσει τις κοινωνίες και να θεμελιώσει την κοινωνική ζωή, πάνω στην άμμο της ψευτιάς!... Και μέσα στην καρδιά της γυναίκας αυτής, η φαινομενικότητα ήταν σωριασμένη σε άμορφα ερείπια!...

    Της φιλούσε τα γόνατα και ανατρίχιαζε όλο το κορμί της, και μετά, τη φιλούσε στα μπούτια της και της τα έγλυφε και την τσιμπούσαν και την τρυπούσαν τα άγρια γένια του, αλλά της άρεσε αυτό μέχρι τρέλας! Και μετά αχ θεέ μου μετά!... Της άνοιξε τελείως τα μπούτια και άρχισε να της φιλά το μόριό της και να το γλύφει και να χώνει μέσα τη γλώσσα του και αυτή να χύνεται ολόκληρη μέσα στο στόμα του, σαν μέλι!...

     Όταν βυθίστηκε το μόριό του μέσα στο δικό της πάνω στο χώμα του χωραφιού, έχασε κάθε αίσθηση της κοινωνικότητάς της, της ανατροφής που της είχαν δώσει οι γονείς της, πιστοί στις καθιερωμένες κοινωνικές εντολές και επιταγές. Της έρχονταν στο νου όλες οι απαγορευμένες ερωτικές λέξεις που είχε μάθει κρυφά από τις συμμαθήτριές της, οι αποτρόπαιες, για τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό και τις ψιθύριζε χωρίς ντροπή, σε κάποιες στιγμές τις φώναζε πιο δυνατά, γιατί πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε γυναίκα και τις ζούσε. Και η φυσική γυναίκα, η αγνή, που δεν έχει νιώσει στην παιδική της ηλικία την καταπίεση της αναγκαιότητας να παραδεχτεί την αδυναμία του φύλου της να την καθηλώνει, είναι αντικοινωνική και αποφασιστική!...  Στη θηλυκότητα, πίσω από τη φροντίδα και την υποχωρητικότητα που δείχνει για να συντηρούνται όλα, ειρηνικά και γαλήνια, υπάρχει σε λαθροβίωση μια μορφή ανευθυνότητας που μοιάζει με την αδιαφορία μπροστά στον κίνδυνο που διακρίνει τους επαναστάτες και απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα!...  Γιατί πράγματι ξεχνάει όλες τις άλλες υποχρεώσεις της μπροστά στον έρωτά της και το μόνο που της αρέσει είναι,  να τον έχει ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της! Τον έρωτά της, που εκπροσωπεί τη φυσική επιλογή για τη βελτίωση του ανθρώπινου είδους!... Τον νιώθει, ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της!... Και αυτή τη φυσική επιλογή τη συλλαμβάνει στη εντέλεια, μόνο το γυναικείο ένστικτο της Μεγάλης Μητέρας.

    Λίγο πριν να ξημερώσει είχε πια παραλύσει από τις απανωτές ηδονές που της είχαν προκαλέσει η φαντασία της μαζί με την απομίμηση των ερωτικών κινήσεων του εραστή της, τής χθεσινής νυχτιάς και ήταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος, εξαντλημένη και παραδομένη, όταν χτύπησε δυνατά η πόρτα!... Πετάχτηκε πάνω και ρώτησε:

-Ποιος είναι;

-Απόσπασμα της στρατιωτικής αστυνομίας κυρία μου. Παρακαλώ ανοίξτε.

Φόρεσε τη ρόμπα της για να κρύψει τη γύμνια της και άνοιξε λίγο την πόρτα.

-Τι θέλετε;

    -Έχουμε εντολή να ερευνήσουμε το σπίτι σας και το κτήμα.

   Άνοιξε διάπλατα την πόρτα.

   -Περάστε…  Είπε στεγνά και έκανε στην άκρη να περάσουν μέσα.

Πέρασαν τρεις πανύψηλοι και γεροδεμένοι άντρες. Άναψαν ένα φακό και τον έριξαν φευγαλέα πάνω της. Μόλις την είδε αυτός που κρατούσε το φακό και αφού έριξε στα γρήγορα μια φωτεινή ριπή γύρω στο δωμάτιο, έστρεψε πάλι τη δέσμη στο πρόσωπο και το σώμα της Γιουλμπαχάρ. Αυτή έκλεισε τα μάτια και έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι της, ενοχλημένη από το έντονο φως και μ’ αυτήν της την κίνηση άνοιξε λίγο το πάνω μέρος της ρόμπας της, φάνηκε ο άσπρος λαιμός της, και πρόβαλαν μερικά από τα ερωτικά σημάδια του ασυγκράτητου πόθου του Μιχάλη, τη χθεσινή νύχτα. Η Γιουλμπαχάρ ένιωσε μια παράξενη ευχαρίστηση που μπήκαν στο σπίτι της τρεις άγνωστοι άντρες και τώρα στη σκέψη ότι ίσως είχαν διακρίνει τα ερωτικά σημάδια στο λαιμό της! Με μια αργή κίνηση έκλεισε το άνοιγμα των γιακάδων της ρόμπας της. Ο επικεφαλής την ρώτησε:

-Μόνη σας μένετε;

-Ναι. Του απάντησε κοφτά. Ο μπαμπάς μου έφυγε πριν από τρεις μέρες για το βουνό…

Ο επικεφαλής κούνησε το κεφάλι του.

Αυτή πήγε στον μπουφέ και άναψε το λυχνάρι. Ένα χαμηλό φως τρεμόπαιξε διακριτικά στο σκοτεινό δωμάτιο φωτίζοντας γύρω.

-Μήπως είχατε κάποια ανεπιθύμητη επίσκεψη χθες ή σήμερα;

-Όχι. Καμία. Του απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

Ο άντρας έριξε μια  γρήγορη ματιά στους συναδέλφους του και της  είπε:

-Θα μας επιτρέψετε να κάνουμε μιαν έρευνα στο αγρόκτημα…

-Κάντε ότι θέλετε. Του απάντησε.

Ο τρίτος της παρέας έκανε ένα νεύμα σε πεντέξι φαντάρους που περίμεναν έξω από το σπίτι κι αυτοί μπήκαν μέσα, ερεύνησαν βιαστικά τα υπόλοιπα δωμάτια και βγήκαν από την πίσω πόρτα στο κτήμα. Οι τρεις κάθισαν όπου βρήκαν, για να περιμένουν το αποτέλεσμα.

- Πώς σε λένε; Τη ρώτησε ο πρώτος.

-Γιουλμπαχάρ.

    Της ήρθε μια ξαφνική ζάλη στη συνειδητοποίηση των σκέψεων που περνούσαν με κινηματογραφική ταχύτητα από το μυαλό της! Πώς ήταν δυνατό να μπαίνουν μέσα της τέτοιες σκέψεις; Πώς το επέτρεπε αυτό στον εαυτό της; Μήπως όμως δεν της έμπαιναν απ’ έξω, αλλ’ αντίθετα έβγαιναν από μέσα της; Από το υποσυνείδητό της; Και πώς έσπασε ο φραγμός που απαγόρευε την εισβολή παρόμοιων σκέψεων από το υποσυνείδητό της στη συνείδησή της; Αναγκάστηκε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού για να μην πέσει κάτω!...

    Σκεφτόταν πόσο ανυπεράσπιστη ήταν μες την άγρια νύχτα μπροστά σ’ αυτούς τους άντρες! Θα μπορούσε ένας απ αυτούς να την πλησιάσει, να της βγάλει την ρόμπα, να την ξαπλώσει ολόγυμνη όπως ήταν, στο κρεβάτι και να την λατρέψει όπως την λάτρεψε ο Μιχάλης χθες τη νύχτα. Μετά, αφού έσβηνε τη δίψα της λατρείας του, να παραχωρούσε τη θέση του στον δεύτερο, και ο δεύτερος στον τρίτο, μετά να ερχόταν η σειρά των φαντάρων!…  Μετά, όταν θα γυρνούσαν στο στρατόπεδο, να πληροφορούσαν όλον το στρατό για την ομορφιά και την αστείρευτη σεξουαλικότητά της και να έκαναν παρέλαση μπροστά και πάνω από το κρεβάτι της, πάνω από το κορμί της, χιλιάδες άντρες!...

Οι τρεις επικεφαλής του αποσπάσματος είχαν στυλωμένα τα βλέμματά τους πάνω της σιωπηλοί!... Ένιωθε αυτά τα βλέμματα να της χαϊδεύουν το κορμί, από τα μαλλιά μέχρι τα δαχτυλάκια των ποδιών της και της κοβόταν η ανάσα!... Πήρε έναν βαθύ αναστεναγμό και κοίταξε προς το μέρος τους εξεταστικά. Είχαν όλοι τους δυνατά κορμιά, αλλά … δεν είχαν πρόσωπα!... Κοίταξε επίμονα πάνω από το λαιμό τους… Δεν έκανε λάθος!... Αυτοί οι τρεις άνδρες που ήσαν απέναντί της, ήσαν απρόσωποι!... Ακέφαλοι!... Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά της! Ο Μιχάλης της όμως, είχε, πρόσωπο!... Είχε αυτήν την όμορφη μύτη! Το πηγούνι, τα πανέμορφα καυτά χείλη που τη διάβηκαν όλη, μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της! Και τα μάτια του!... Αχ τα μάτια του!... Τα μαύρα του μάτια!... Οι δυο σκοτεινές πύλες που τις διάβηκε και μπήκε μέσα στο μυστήριο του Ιερού Γάμου!... Στη χώρα του Έρωτα, που δεν έχει γυρισμό!... Ο Μιχάλης της, έκλεινε μέσα του, όλους τους άντρες της γης!... Ήταν το πρόσωπό τους!...

    Η Γιουλμπαχάρ χαμογέλασε… Και το χαμόγελό της αυτό, φώτισε τη σκοτεινή νύχτα! Ήταν ο αυγινός  ήλιος! Ο ήλιος της δικής της αυγής…

 Χάραζε όταν οι στρατιώτες, έχοντας τελειώσει την έρευνα, την

χαιρέτισαν ευγενικά ζητώντας της συγνώμη για την ενόχληση και

αποχώρησαν. Η Γιουλμπαχάρ αμπάρωσε την πόρτα, πήρε το λυχνάρι από το μπουφέ και το απόθεσε πάνω σ’ ένα μικρό κομοδίνο που ήταν δίπλα στο προσκέφαλό της. Έπειτα έβγαλε τη ρόμπα της, ξάπλωσε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε με το σεντόνι. Για λίγην ώρα κοιτούσε αφηρημένα τις σκιές που έπαιζαν με το φως του λύχνου πάνω στο ταβάνι. Ήταν εξαντλημένη και δεν άργησε να την πάρει ένας γλυκός ύπνος…

 Όταν άνοιξε τα μάτια της, η μέρα ήταν ήδη προχωρημένη. Έμεινε ξαπλωμένη και αναλογιζόταν τις χθεσινοβραδινές της σκέψεις και ψυχικές εμπειρίες, που το υπέροχο εξωτικό ερωτικό της ξύπνημα, την έκανε να συνειδητοποιήσει. Η θλίψη όμως για την απουσία από τη ζωή της του αγοριού που ξύπνησε μέσα της την κάθε πηγή της συνέχειας της ζωής, ήταν πολύ μεγάλη! Πού να βρισκόταν τώρα ο άντρας της; Σε τι συνθήκες ζούσε; Κατάφερε να βρει το δρόμο για την πατρίδα του; Ή βρίσκεται σε κάποια θέση που της είναι αδύνατο ακόμα και να τη σκεφτεί; Αισθάνθηκε τύψεις που αυτή καλοπερνάει στο σπιτάκι της, την ίδια ώρα που αυτός ποιος ξέρει σε τι περιπέτειες έχει μπλέξει, σε ποιο μέρος κοιμάται, ακόμα κι αν στερείται τα πιο απαραίτητα που ο άνθρωπος χρειάζεται για να ζήσει!... Η θλίψη της μεγάλωνε στη σκέψη ότι αυτή στερείται μόνον αυτόν. Ενώ του Μιχάλη, εκτός από το ότι του έλειπε αυτή η ίδια - το διαισθανόταν και ήταν σίγουρη ότι του έλειπαν τα χάδια της και όλη η παρουσία της - του έλειπαν και πολλά άλλα απαραίτητα πράγματα!…

Μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της, όταν άκουσε βήματα στην αυλή και σε λίγο χτύπημα στην πόρτα ταυτόχρονα με τη φωνή του μπαμπά της:

-Γιουλμπαχάρ εγώ είμαι. Γύρισα.

Ένιωσε μια ξαφνική χαρά στο άκουσμα εκείνης της αγαπημένης φωνής! Του λατρευτού της μπαμπάκα, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά,  που ήταν τόσο καλός και ένιωθε προστασία κοντά του, αλλά μαζί αισθάνθηκε κι ένα συναίσθημα παράξενο, γιατί της στερούσε τη μοναξιά της, που ήταν γεμάτη από τις σκέψεις του έρωτά της.

-Μπαμπά μου γλυκιέ μου μπαμπούλη! Του φώναξε πέφτοντας στην αγκαλιά του βουρκωμένη!  Πώς πέρασες στο βουνό, χωρίς την περιποίηση της αγαπημένης σου κορούλας μπαμπάκα μου; Τον ρώτησε γεμάτη νάζι.

-Μάτια μου γλυκά, όχι μόνο μου έλειψες!... Της είπε συγκινημένος ο πατέρας της, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του και χαϊδεύοντας με τρυφερότητα τα σκουρόξανθα πλούσια μαλλιά της… Φοβόμουν και αγωνιούσα πολύ για σένα κούκλα μου γλυκιά! Αχ πόσο μετάνιωσα που δε σε πήρα μαζί μου!... Της έλεγε κοιτώντας τη στα μάτια και κάνοντας στην άκρη ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της, που σκέπαζε το μέτωπό της…

-Γιατί γλυκιέ μου μπαμπούλη φοβόσουν τόσο πολύ για το λουλουδάκι σου; μήπως μπορούσε κανείς να σου το πάρει; Του είπε χαδιάρικα μ’ ένα ύφος που έσταζε μέλι!

Όμως αμέσως δαγκώθηκε μ’ αυτό που ξεστόμισε!

«Μήπως δεν έγινε αυτό που φοβόταν ο μπαμπάς μου;» Σκέφτηκε… Και ανατρίχιασε σύγκορμη νιώθοντας μια ξαφνική ασυγκράτητη δύναμη να προσπαθεί να την αποσπάσει από την αγκαλιά του πατέρα της! Έναν τυφώνα ανίκητο που την είχε τυλίξει στη δίνη του!... 

-Όλοι είχαν να λένε για τη βαρβαρότητα αυτών των καθαρμάτων που μπήκαν στο χωριό μας. Τι σχέση έχουν αυτοί οι άνθρωποι με τους παλαιούς προγόνους τους, που διάδωσαν τον πολιτισμό σ’ όλον τον κόσμο! Η ιερή αρχαία γνώση έχει από αυτούς ξεχαστεί!... Έχει βέβαια τις ευθύνες του και το σουλτανικό καθεστώς που τους κρατούσε τετρακόσια χρόνια κάτω από τον απαγορευτικό ζυγό, στην άγνοια, αντί να καθιερώσει ακόμη και στα παιδιά τα δικά μας τη μόρφωση με βάση τον πνευματικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας!... Τώρα αυτοί οι νεοέλληνες έχουν φτάσει σε πνευματικό επίπεδο ανθρωποφάγων κανίβαλων! Έχουν γίνει γνωστά τα εγκλήματα που έχουν κάνει σ’ όλες τις περιοχές που κατέλαβαν! Και τά ’μαθα κι εγώ τώρα από αυτόπτες μάρτυρες!... Ησύχασα λίγο, μόλις έμαθα ότι ο στρατός μας τους έδιωξε και ξαναμπήκε στο χωριό!...

Τελείως ασυναίσθητα, έφερε στο νου της τη «βαρβαρότητα» του άντρα που της έκλεψε την καρδιά!... Την αγριότητα που τον έκανε να νιώσει με την ομορφιά της και τον τρόπο που της διαγούμισε το κορμί!... Άραγε αν γδυνόταν ολόγυμνη και παρουσιαζόταν έτσι μπροστά στον μπαμπά της, με τις μαυρίλες από τα σημάδια του άγριου έρωτα του Μιχάλη, που γέμιζαν όλο της το σώμα, τι θα σκεφτόταν αυτός; Και μάλιστα αν του έλεγε ότι όλα αυτά τα σημάδια, τής τα είχε κάνει ένας στρατιώτης του εχθρού! Ένας Έλληνας! Ένας βάρβαρος! Ένας άπιστος!... Μα είναι δυνατό να είναι βάρβαρος, αυτός που της χάρισε τόση ευτυχία;                                            

    Η τρυφερότητα που ένιωθε για τον «γλυκό της μπαμπούλη», ήταν απέραντη! Δεν θυμάται ποτέ να της χάλασε κάποιο χατίρι, ούτε να άπλωσε χέρι πάνω της! Παρά το ότι του έκανε πολλές ζαβολιές, γιατί ήταν σκανδαλιάρα από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της. Ή μάλλον από τότε που κατάλαβε την αδυναμία που της είχε! Αντίθετα. Τον αδελφό της που δεν ήταν και τόσο άτακτος όσο αυτή, τις λίγες φορές που έκανε κάποια αταξία, τον τιμωρούσε και μερικές φορές του τις έβρεχε κιόλας! Κι όταν αυτός παραπονιόταν γιατί τη Γιούλυ δεν την έδερνε ποτέ με τις τόσες τρέλες που κάνει, αυτός του απαντούσε:

-Τις γυναίκες βρε, δεν τις δέρνουν οι άντρες! Παρά μόνο τις προστατεύουν! Όσες ζημιές κι αν κάνουν είναι στη φύση τους να τις κάνουν!... Κι ο άντρας πάλι, στη φύση του είναι να τις διορθώνει!... Όταν εσύ μεγαλώσεις κι εγώ έχω γεράσει όπως είναι φυσικό, τότε, θα αναλάβεις εσύ να προστατεύεις τη Γιούλυ μας…

Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, οι γαμπροί ήταν παρατεταγμένοι μπροστά στα πόδια της. Ο καθηγητής της φιλολογίας όμως είχε διαφορετική γνώμη! Αφού ρώτησε πρώτα την ίδια αν έχει διάθεση για ανώτατες σπουδές και είδε τον ενθουσιασμό της σ’ αυτή την ιδέα, κάλεσε τον πατέρα της και του είπε ότι το νοητικό επίπεδο της κόρης του ήταν πολύ υψηλό και πρέπει να συνεχίσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο. Το φύλο της δεν πρέπει να γίνει η αιτία να χάσει η επιστήμη της χώρας μας ένα τέτοιο μυαλό!

-Δάσκαλε. Του απάντησε ο πατέρας της, σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου νέα για την κόρη μου! Το είχα καταλάβει ότι το μυαλό της είναι ξουράφι και η καρδιά της μάλαμα, όμως τώρα που μου το λες εσύ είναι κάτι διαφορετικό!... Το καταλαβαίνω κι αυτό. Εσύ ξέρεις μυστικά για το μυαλό του ανθρώπου που σου έμαθε η επιστήμη σου, κι  εγώ δεν τα κατέχω.  Όμως, η κοινωνία του χωριού μας, αλλά και όλης της χώρας μας θέλει τη γυναίκα, να χρησιμοποιεί το μυαλό της για να διευθύνει το σπιτικό της και να ανατρέφει σωστά τα παιδιά της! Ο άντρας δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ! Δεν έχει καιρό να σκεφτεί! Τι θα γίνει λοιπόν η οικογένεια, αν η γυναίκα γίνει επιστήμονας και ριχτεί κι αυτή στη δουλειά σαν άντρας; Ποιος θα σκέφτεται για τα θέματα του σπιτιού και των παιδιών;

-Όλ’ αυτά που μου λες είναι σωστά και άγια, του απάντησε ο δάσκαλος. Όμως τα θέματα του σπιτιού και των παιδιών είναι απλά παιχνιδάκια για ορισμένα μυαλά σαν της κόρης σου! Η κόρη σου είναι σε θέση, και, να σπουδάσει ώστε να υπηρετήσει κάποια επιστήμη, αλλά και, να δημιουργήσει οικογένεια, ακόμα πιο τέλεια με τη γνώση που θα αποκτήσει από τις σπουδές της. Αν δεν ήταν φαινόμενο νοητικής ευστροφίας η κόρη σου αγαπητέ μου κύριε, δε θα σε υπέβαλα στον κόπο να σε καλέσω να μ’ επισκεφθείς…

Όταν ανακοίνωσε όλα όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση που είχε με το δάσκαλο στους συγγενείς, στους φίλους του και όλους τους συγχωριανούς του, δε βρέθηκε ούτε ένας που να υποστηρίξει τη γνώμη του δάσκαλου!

-Πού ακούστηκε γυναίκα πράμα, να πάει μόνη της στην πρωτεύουσα, να σπουδάσει και να δουλέψει μετά; Αυτές είναι αντρικές δουλειές! Δεν ταιριάζουν σε γυναίκες!...

Αυτή η απάντηση δόθηκε από πενήντα στόματα!... Χωρίς την παραμικρή παραλλαγή! Ούτε μιας λέξης!... Κι αν ρώταγε για να πάρει και τη γνώμη του διπλανού χωριού, ακριβώς τις ίδιες φράσεις θα εισέπραττε! Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία!...

Όμως ο μπαμπάς της, ρώτησε την ίδια, τι θέλει να κάνει!... Κι όταν αυτή του απάντησε ότι της αρέσει να πάει να σπουδάσει, της μίλησε για τα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει από τη συμπεριφορά των συγγενών και πιο πολύ των συγχωριανών τους, που θεωρούν άπρεπο αν όχι ανήθικο το να σπουδάσει ένα κορίτσι μακριά από την προστασία των γονιών του ή του άντρα που θα παντρευτεί!...

Η Γκιουλμπαχάρ, μ’ ένα ήρεμο και αποφασιστικό ύφος στο πρόσωπό της, του απάντησε:

-Μπαμπά μου, σε όλα τα πράγματα πρέπει να γίνει μια αρχή. Πολλά πρέπει να αλλάξουν στη νοοτροπία των συγχωριανών μας! Εγώ θα προσπαθήσω να αντιμετωπίσω τον πόλεμο που θα μου ανοίξουν και νομίζω ότι τελικά θα τα καταφέρω…

 Ο μπαμπάς της χαμογέλασε και της είπε με προσποιητό παράπονο, γιατί βαθειά μέσα του την καμάρωνε για τη λεβεντιά της:

-Εμένα δε με σκέφτεσαι που θα μ’ αφήσεις μόνο μου; Τι σου έκανα και θες να μ’ εγκαταλείψεις;

-Μπαμπούλη μου γλυκέ! Δε θα σ’ αφήνω εγώ μόνο σου για πολύν καιρό! Κάθε τόσο θα έρχομαι και θ’ αγαπιόμαστε πιο πολύ! Θα επιθυμούμε ο ένας τον άλλο και θα μιλάμε για όλα τα καινούρια πράγματα που θα μαθαίνω!... Θα μου λες τη γνώμη σου! Γιατί έχω μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτή!…

Έτσι για μια ακόμα φορά της έδειξε την αδυναμία που της είχε…

    Όμως αυτή τη ζημιά που του είχε κάνει τώρα, που ερωτεύτηκε έναν στρατιώτη του προαιώνιου εχθρού και μάλιστα και αλλόθρησκο, θα της τη συγχωρούσε; Θα της έκανε κι αυτό το χατίρι να δεχθεί για γαμπρό του το Μιχάλη; Θα την βοηθούσε να τον ξαναβρεί; Αχ! Μήπως θα ήταν προτιμότερο να του πει την απόφασή της για τον Μιχάλη, χωρίς βέβαια να του αποκαλύψει ότι έχει κάνει έρωτα μαζί του; Να του πει ότι απλά γνωρίστηκαν, ότι της άρεσε πολύ, ότι τον βρίσκει πολύ όμορφο και ευγενικό, ότι της άρεσε ο τρόπος που σκέφτεται, ότι ταιριάζουν σαν χαρακτήρες, ότι ωστόσο τη σεβάστηκε και δεν της άγγιξε ούτε το χεράκι, που θα το εκτιμήσει πολύ ο μπαμπάς της! Το ήξερε! Θα του έκανε πολύ καλή εντύπωση αυτό!... 

    Όμως οι μέρες περνούσαν και τα νέα έφταναν ευχάριστα για τους συγχωριανούς της, σήμερα μάλιστα ακούστηκαν και ιδιαίτεροι πανηγυρισμοί με φωνές, ζητωκραυγές αλλά και αρκετούς πυροβολισμούς ενθουσιασμού! Ήταν γιατί οι γενναίοι Τούρκοι στρατιώτες μας, πέταξαν τους Έλληνες στη θάλασσα και απελευθέρωσαν και την τελευταία πιθαμή της γης της πατρίδας.

Η Γιουλμπαχάρ στάθηκε εκεί: Κι αν ανάμεσα σ’ αυτούς που πέταξαν στη θάλασσα ήταν κι ο Μιχάλης; Δεν μπορούσε να συνεχίσει αυτή τη σκέψη. Της φαινόταν ότι αν σκέφτεται το ενδεχόμενο να μη ζει ο Μιχάλης, θα ισοδυναμούσε με το να σκέφτεται αυτή η ίδια, μετά το θάνατό της! Γιατί ο θάνατος του Μιχάλη θα ήταν και της ίδιας ο θάνατος! Αλλά κανένα όν, ακόμα κι ο άνθρωπος, δεν μπορεί να σκέφτεται μετά το θάνατό του!…

    Είχαν φτάσει πια οι μέρες που θα έφευγε για την Άγκυρα, γιατί όπου να ’ναι θα άρχιζαν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο που φοιτούσε. Άρχιζε να ετοιμάζει τη βαλίτσα της, με αισθήματα ανάμικτα! Από τη μια η  στενοχώρια που θα άφηνε τον μπαμπά της μόνο του και από την άλλη η έντονη επιθυμία της να βρεθεί μέσα στον κόσμο της πληροφόρησης που θα άνοιγε μπροστά της και θα την βοηθούσε να μάθει περισσότερα νέα για τον Μιχάλη, να αλληλογραφήσει μαζί του και γιατί όχι, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν, να τον συναντήσει! Δε θα δίσταζε να πάρει το αεροπλάνο και να πάει για λίγες μέρες να τον βρει στην Αθήνα!

 Τον μπαμπά της θα τον φρόντιζε η θεία της και αδελφή του. Όπως είχε γίνει και την περσινή χρονιά. Όμως τις συζητήσεις που είχε μαζί της, δεν θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει κανένας! Ούτε η θεία της, ούτε ο θείος της, ούτε οι συγχωριανοί του, που συναντούσε κάθε βραδάκι στο καφενείο του χωριού και μιλούσαν για τα γεγονότα του πολέμου και για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Όμως η διστακτικότητά της δεν την άφησε να αρχίσει καν τη συζήτηση για το σημαντικότατο γεγονός που είχε συμβεί στη ζωή της: Του έρωτά της για τον Μιχάλη!... Ούτε καν σαν κάποια νύξη, για να δει τις πρώτες αντιδράσεις του μπαμπά της, τουλάχιστον ως προς το θέμα της θρησκείας. Ανεξίθρησκος ήταν, ο πατέρας της. Το ήξερε καλά αυτό. Το είχαν συζητήσει αρκετές φορές. Αλλά δεν ήξερε πώς θα πάρει το ενδεχόμενο να έχει μες το σπίτι του, άντρα της κόρης του, κάποιον που να πιστεύει σε άλλη θρησκεία…

    Όμως, ο Μιχάλης πίστευε πραγματικά σε άλλη θρησκεία; Δεν είχαν προλάβει να συζητήσουν αυτό το θέμα. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη, ότι δεν αντιμετώπιζε τη θρησκευτική πίστη, με μια σχετική αδιαφορία… Ότι δηλαδή, δεν έμοιαζαν οι δυο τους και σ’ αυτό, όπως σε τόσα άλλα.... Ίσως κι εκείνος όπως ακριβώς και η ίδια, να θεωρούσε τη θρησκεία δευτερεύον ζήτημα μπροστά σε άλλα πιο ζωτικά για τον άνθρωπο. Όμως ακόμα κι αν αυτός πίστευε απαράβατα στο τελετουργικό της δικής του θρησκείας, από τη δική της σκοπιά δεν είχε κανένα λόγο να προβληματιστεί!… Θα γινόταν Χριστιανή!... Τον Χριστό τον αγαπούσε όσο και το Μωχαμέτη της! Ήταν το ίδιο πρόσωπο: η φιλοσοφία της δύναμης, της αγάπης, και του νου… Τώρα: Αν στο γάμο τους οι συγγενείς και οι φίλοι θα τους πέταγαν ρύζια ή πιλάφια δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτήν. Άλλωστε και το πιλάφι από ρύζι γίνεται!...

Όμως η μέρα της αναχώρησής της έφτασε. Ό καιρός ήταν βροχερός. Ευτυχώς σε δυο μέρες θα ερχόταν ο αδελφός της με  άδεια και θα απάλυνε τη στενοχώρια του μπαμπά της από το κενό της απουσίας της. Όλα ήσαν έτοιμα. Πήγαν μαζί με τον μπαμπά της στο σημείο που θα ξεκινούσε το λεωφορείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά… Όταν ο οδηγός έβαλε μπρος τη μηχανή, φιλήθηκαν και η Γκιουλμπαχάρ ανέβηκε στο αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση της. Τον κοιτούσε μες απ’ το τζάμι και σε μια στιγμή της ήρθε η σκέψη ότι ίσως δεν θα τον ξανάβλεπε τον αγαπημένο της πατέρα! Γιατί αν της δινόταν η ευκαιρία θα δραπέτευε από τη χώρα της, για να συναντήσει τη μοίρα της! Που ήταν ο Μιχάλης!... Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της και κύλησαν στα μάγουλά της καθώς το λεωφορείο ξεκίνησε τον ανηφορικό χωματόδρομο για να βγει από το χωριό στην ερημιά, κατευθυνόμενο προς το σταθμό του τραίνου…

Έβρεχε!... Έβρεχε παντού!... Και, στο λεωφορείο και, στο τραίνο! Και οι σταγόνες της βροχής που έτρεχαν στα τζάμια των παραθύρων, έδιναν την εικόνα της ψυχής της, για τη εγκατάλειψη του πατέρα της!... Φοβόταν μήπως δεν τον ξαναδεί! Μήπως θα έφευγε για την Αθήνα!... Τον φανταζόταν όταν θα λάβαινε το αποχαιρετιστήριο γράμμα της! Αποχαιρετιστήριο ποιος ξέρει για πόσον καιρό!... Ίσως για χρόνια, ίσως και για πάντα!... Έβλεπε την εικόνα του προσώπου του να καθρεφτίζεται αχνά στο τζάμι του παράθυρου του τραίνου με τις σταγόνες της βροχής να τρέχουν απ’ τα μάτια του! Και να την κοιτά! Μ’ ένα βλέμμα παράξενο! Να την ακολουθεί! Μ’ αυτό το παράξενο βλέμμα!... Πού να ήξερε ότι όταν θα μάθαινε ποια είναι η πολιτική κατάσταση και οι σχέσεις των δύο χωρών, θα έκλαιγε για τον αντίθετο λόγο! Γιατί θα της ήταν πολύ δύσκολο να ξαναδεί τον Μιχάλη!...

Το δωματιάκι της την περίμενε όπως το είχε αφήσει. Όμορφο νοικοκυρεμένο και καθαρό, το φρόντιζε η σπιτονοικοκυρά της όσο αυτή έλειπε.  Ήταν πολύ καλή, όπως και ο άντρας της και ο γιος τους, που την συμπαθούσαν και οι τρεις, τη φρόντιζαν και την προστάτευαν σα να ήταν κόρη τους!... Τη θαύμαζαν γιατί ήταν από τα λίγα κορίτσια που είχαν αφήσει τα σπίτια τους και τα χωριά τους και είχαν μπει στην περιπέτεια της γνώσης, μένοντας μόνα τους σε ξένη πόλη. Λίγες ήταν οι σπουδάστριες από χωριά. Γενικά, οι σπουδάστριες ήσαν λίγες. Αλλά και απ’ αυτές τις λίγες, ελάχιστες έμεναν μακριά από τις οικογένειές τους.

Κάθισε στο μικρό της γραφειάκι και ερεύνησε με ένα φευγαλέο βλέμμα τη βιβλιοθήκη της με τα παλιά της βιβλία. Όλα ήσαν στη θέση τους και περίμεναν τα τρυφερά της χεράκια να τα κρατήσουν και να τα ξεφυλλίσουν! Δεν ήξεραν όμως, ότι σε λίγο θα βρεθούν μέσα σε μια κούτα και άλλα βιβλία πια, τα βιβλία της νέας χρονιάς, θα πάρουν τη θέση τους στα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης και στην αγκαλιά και το ενδιαφέρον της Γκιουλμπαχάρ… 

Την άλλη μέρα στο σχολείο της, συνάντησε τους πολλούς συμμαθητές και τις λίγες συμμαθήτριές της. Μετά από τις πρώτες χαρές, η σκέψη της Γιουλμπαχάρ στράφηκε στην αναζήτηση του τρόπου που θα έπρεπε να δράσει για να μάθει πώς έχουν τα πράγματα γενικά, αλλά πιο πολύ την ενδιέφερε να μάθει για τον Μιχάλη.

Ξεκίνησε την άλλη μέρα το πρωί και η πρώτη της δουλειά ήταν να πάει στο υπουργείο εξωτερικών για να βγάλει διαβατήριο για την Ελλάδα. Όταν το άκουσε αυτό ο υπάλληλος την κοίταξε σα να ήταν από άλλο πλανήτη και αυθόρμητα τη ρώτησε με έκπληξη:

-Τι θα πάτε να κάνετε στην Ελλάδα δεσποινίς;

- Για τουρισμό. Του απάντησε.

-Δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος να κάνω τις ενέργειες για να σας εξυπηρετήσω, ούτε υπάρχει κάποιος άλλος για την Ελλάδα. Γιατί απαγορεύεται στους Τούρκους πολίτες να επισκέπτονται την Ελλάδα, για λόγους δικής τους ασφαλείας! Έχει έρθει σχετική εγκύκλιος διαταγή εδώ και καιρό.

Η πρώτη πόρτα που χτύπησε λοιπόν, άνοιξε, αλλά ξαναέκλεισε με βρόντο μπροστά στο πρόσωπό της!...

Έπειτα πέρασε από το γραφείο αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Όταν ήρθε η σειρά της ο υπάλληλος της ζήτησε τα στοιχεία του προσώπου που αναζητούσε. Μόλις του έδωσε τα στοιχεία του Μιχάλη, ο υπάλληλος σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε εξεταστικά!

-Δεν είναι Τούρκος το πρόσωπο που αναζητάτε; Τη ρώτησε.

-Όχι. Του απάντησε.

-Τι εθνικότητας είναι; Την ξαναρώτησε.

-Έλληνας είναι. Του απάντησε.

-Εσείς τι συγγένεια έχετε μαζί του;

-Καμία συγγένεια δεν έχω μαζί του. Ήταν συμφοιτητής μου την περυσινή χρονιά και τώρα δεν τον είδα στα μαθήματα. Οι φίλοι του και οι γείτονές του μου είπαν ότι έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες!...

-Είχε πάρει την τουρκική υπηκοότητα; Γιατί για πρόσωπα ελληνικής εθνικότητας που δεν έχουν πάρει την τουρκική υπηκοότητα δεν διενεργούνται έρευνες…

-Τι να σας πω;… Αυτό δεν το γνωρίζω…

Τι άλλο να του απαντήσει; Ήταν φανερό ότι οι Έλληνες στρατιώτες δεν θεωρούνταν άνθρωποι! Της έκλεισαν λοιπόν και τη δεύτερη πόρτα κατάμουτρα!...

Το μεσημέρι στη φοιτητική λέσχη την περιτριγύρισαν μπόλικοι συμφοιτητές της. Άλλους γνώριζε από πέρυσι, άλλους γνώριζε τώρα και άλλοι τη γνώριζαν ενώ αυτή δεν τους γνώριζε!... Μετά το φαγητό, πήγαν όλοι μαζί στο σαλόνι για καφέ. Η Γκιουλμπαχάρ, μαζί με την ακολουθία της: Καμιά δεκαριά συμφοιτητές της!... Πριν καλά-καλά να καθίσουν και να σερβιριστεί ο καφές, οι πιο φλύαροι άνοιξαν τη συζήτηση.

-Πάντως οι Έλληνες κατατροπώθηκαν! Θα περάσουν αρκετοί αιώνες για να κάνουν το ίδιο λάθος!...

-Ο Κεμάλ δε θα έπρεπε να σταματήσει στον Έβρο. Αν προχωρούσαν τα στρατεύματά μας, σε μια εβδομάδα θα ήμασταν στη Αθήνα! Είπε ένας δεύτερος.

-Αυτός ήθελε! Δεν τον άφησαν όμως οι Άγγλοι. Πετάχτηκε ο τρίτος. Δεν τους συμφέρει να ενωθούν η Ελλάδα με την Τουρκία. Θέλουν την Ελλάδα ανεξάρτητη για να την χρησιμοποιούν σαν χωροφύλακα της ανατολικής Μεσογείου! Να εκβιάζουν την κάθε τουρκική κυβέρνηση να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους!...

-Πάντως, πήρε πάλι το λόγο ο δεύτερος, η πρόταση του Κεμάλ για

την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν αριστουργηματική! Να φύγουν όλα τα καθάρματα από το Ίνσταμπουλ, τη Σμύρνη και όλα τα παράλια του Αιγαίου! Μας  παριστάνουν τους Τούρκους για να πάρουν τα ηνία της οικονομίας στα χέρια τους, αλλά κατά βάθος αισθάνονται Έλληνες και μας σκάβουν το λάκκο!...

-Φίλε μου, επενέβη ο Οζάλ που καθόταν πλάι στη Γιουλμπαχάρ, απευθυνόμενος στον δεύτερο, φταίει ο λαός του Ίνσταμπουλ και της Σμύρνης για την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη; Ρώτησε κανείς τους απλούς πολίτες της Σμύρνης αν την ήθελαν; Τα γνωστά κέντρα αποφάσεων φταίνε για όλο αυτό το μακελειό! Και τώρα τα φορτώνουν όλα στους λαούς, για να βγουν αυτοί λάδι!... Θα ξεριζώσουν χιλιάδες ανθρώπους από τις χώρες που γεννήθηκαν για να τους μεταφέρουν σε άλλους, άγνωστους τόπους με υποσχέσεις για παραδείσους που ποτέ δε θα βρουν! Θα πάρουν τους Έλληνες της Τουρκίας και θα τους πάνε στην Ελλάδα! Και τους Τούρκους της Ελλάδας για να τους φέρουν εδώ! Ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι σε κάτι έφταιξαν οι Έλληνες της Τουρκίας, που εγώ προσωπικά δε συμφωνώ όπως είπα και προηγουμένως, οι Τούρκοι της Ελλάδας σε τι έφταιξαν; Απλά: Πρέπει να αδειάσουν τα σπίτια τους και να ξεριζωθούν, για να βρουν στέγη οι ξεριζωμένοι της Μικρασίας!...

Η Γκιουλμπαχάρ ταράχτηκε με αυτά τα τελευταία που άκουσε!... Είναι δυνατόν να μεθοδεύεται τέτοιο μαζικό έγκλημα; Τόσος κόσμος να ριχτεί σ’ αυτήν την περιπέτεια της περιπλάνησης; Και η δική της η θέση; Τι θα γίνει αυτή; Διώχνουν τους Τούρκους από την Ελλάδα την ίδια ώρα που αυτή έχει ανάγκη να πάει, στην Ελλάδα; Πώς θα το κατορθώσει αυτό; Άνοιξε λοιπόν και η τρίτη πόρτα που χτύπησε. Η πόρτα της πληροφόρησης. Αλλά κι αυτή ξαναέκλεισε μπροστά στο πρόσωπό της με μεγαλύτερη απονιά!...

Η συζήτηση συνεχιζόταν με τον ίδιο ζήλο. Συμμετείχαν πια όλοι οι παρευρισκόμενοι κι έκαναν πολύ θόρυβο με τις φωνές τους. Ο Οζάλ γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε στα μάτια.

-Τι σκέφτεσαι Γιούλυ; Τη ρώτησε.

- Αυτά που ακούω. Του απάντησε αφηρημένη.

-Τι θα κάνεις το βράδυ;

-Τίποτα… Του απάντησε το ίδιο αφηρημένη!...

-Θέλεις να πάμε στο θέατρο;

-Όχι.

-Έχεις τίποτα;

-Ναι! Έχω πολλά! Όλ’ αυτά που σε άκουσα να λες, μου έχουν φέρει πολλές σκέψεις και προβλήματα…

-Αν θέλεις μπορούμε να πάμε κάπου για ποτό και να τις συζητήσουμε όλες τις σκέψεις σου και τους προβληματισμούς σου, όσες, θες να μου εμπιστευτείς βέβαια…

-Πρώτα θέλω να τα σκεφτώ μόνη μου…

-Αυτό που μου υποσχέθηκες ότι θα το σκεφτείς όλο το καλοκαίρι και θα μου απαντήσεις όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα; Το σκέφτηκες;

-Ναι…

-Θα μου πεις;

-Ναι…

Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε και έμεινε για λίγο όρθια… Ένιωθε τη συνείδησή της μουδιασμένη κι ένα μαράζι της έσφιγγε την καρδιά!... Σήκωσε το δεξί της χέρι δείγμα χαιρετισμού προς όλη την παρέα χωρίς να πει λέξη και ακούμπησε το αριστερό της ελαφρά στην πλάτη του Οζάλ που βρισκόταν δίπλα της, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει… Εισέπραξε δέκα περίπου αντρικά « γεια σου Γιούλυ» και ένα παρατεταμένο βλέμμα από τον Οζάλ που συνέχισε να την κοιτά καθώς αυτή απομακρυνόταν… Αυτός, κάθισε πέντε λεπτά ακόμα εκεί που καθόταν χωρίς να μιλά πια και μετά σηκώθηκε, χαιρέτισε την παρέα και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση…

Τι άλλο να μου πει; Σκεφτόταν καθώς περπατούσε. Μου τα είπε όλα!... Δε θα την ξαναρωτήσω… Κάποιος άλλος θα μπήκε στη ζωή της!... Δεν θα υπάρχει κανένας άντρας πάνω στη γη που να μην τη θέλει!... Δεν είχε παρά να διαλέξει. Διάλεξε λοιπόν κάποιον άλλον. Καλλίτερον από μένα!...

Περπατούσε ώρες ολόκληρες και είχε πια φτάσει στις παρυφές της πόλης με τα φτωχά σπιτάκια και τους λιγομίλητους ανθρώπους. Τα δρομάκια τώρα ήσαν έρημα, γιατί φυσούσε δυνατός και παγερός αέρας και στον ουρανό διάβαιναν βιαστικά γκριζόμαυρα σύννεφα. Άλλωστε είχε πια σουρουπώσει. Σε λίγο, κύματα από ριπές βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό του και κυλούσαν παγωμένες σταγόνες στα μάγουλά του. Τα βήματά μόνα τους τον οδήγησαν σε μια μικρή ταβερνούλα και μπήκε για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Κάθισε σε μια γωνιά και παρήγγειλε κρασί. Υπήρχε κάτι μέσα του που το ζητούσε.

Πόσο είχε ομορφύνει!... Το πρόσωπό της… Το κορμί  της… Το περπάτημά της!... Είχε φτάσει στην τελειότητα της μοιραίας γυναίκας!... Ακόμα κι όταν την είχε πρωτογνωρίσει ήταν πολύ ωραίο κορίτσι. Όχι όμως όπως τώρα! Τώρα κάτι είχε αλλάξει απάνω της! Που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει και αυτό ακριβώς τον προβλημάτιζε πιο πολύ, σα να ήταν η αιτία κάποιου κακού! Απροσδιόριστου κι αυτού!... Όμως αυτό το κακό ήταν πιο εύκολο να το προσδιορίσει! Ήταν η παράξενη πεποίθηση ότι την είχε χάσει! Το ένιωθε! Το ένστικτό του το ένιωθε και η λογική, του έδινε ελπίδες ότι ίσως να κάνει λάθος…

Τότε του άρεσε! Τώρα τον μάγευε!... Και έκαναν πολλή παρέα όλη την προηγούμενη χρονιά. Ήταν σίγουρος ότι της άρεσε αρκετά η παρουσία του, γιατί τον προτιμούσε απ’ όλους τους άλλους που τη γυρόφερναν. Στο τέλος της χρονιάς, τής είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και ήθελε να έχουν πιο στενές σχέσεις, που θα οδηγούσαν στο γάμο τους. Αυτή σοβαρεύτηκε για μερικές στιγμές σα να το σκέφτηκε αστραπιαία και αμέσως μετά, τον κοίταξε στα μάτια μ’ ένα χαμόγελο! Ένα χαμόγελο γλυκό σαν «ναι»!...  Και μετά; Αχ, μετά!... Ένα στιγμιαίο άγγιγμα των χειλιών της πάνω στα δικά του!...

Την άλλη μέρα την πήγε στο σταθμό. Θα έκαναν να συναντηθούν αρκετούς μήνες… Του είπε ότι θα τα σκεφτεί όλ’ αυτά που της ζήτησε και θα του απαντήσει, όταν θ’ αρχίσει η νέα σχολική χρονιά… Ανέβηκαν μαζί στο τραίνο, τοποθέτησαν τις δυο μικρές της βαλίτσες στη θέση τους και ξανακατέβηκαν στην πλατφόρμα να περιμένουν την αναχώρηση.

-Τι θα κάνεις το καλοκαίρι; τον ρώτησε.

-Θα γραφτώ στην πολιτική άμυνα και δεν ξέρω πού θα με στείλουν… Έχουμε πόλεμο… Η χώρα μας κινδυνεύει άμεσα… Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, ακόμα και να με επιστρατεύσουν… Εσύ;

-Εγώ θα μείνω στο χωριό. Με τον μπαμπά μου. Έχω επιθυμήσει τις ατέλειωτες συζητήσεις μου μαζί του!... Όμως να, σε ρωτήσω κάτι!...

Στάθηκε απέναντί του ακουμπώντας το χέρι της πάνω στον ώμο του και κοιτώντας τον κατά πρόσωπο.

-Τι θα γίνει μ’ αυτούς τους Έλληνες Οζάλ μου; Έχουν φτάσει πολύ κοντά στο χωριό μου! Λες να κινδυνεύουμε στο σπίτι μας;

Η κίνησή της τον αιφνιδίασε προκαλώντας του μια σχετική αναστάτωση! Γρήγορα όμως συγκεντρώθηκε για να της δώσει απάντηση σ’ αυτό που τον ρωτούσε.

-Δε νομίζω… Ο στρατός μας έχει οργανωθεί στην εντέλεια! Δεν μπορούν να προχωρήσουν ούτε πιθαμή!... Γρήγορα θα κάνουν μεταβολή και θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους! Αλλά γιατί δεν έγραψες στον μπαμπά σου να έρθει να περάσει αυτό το καλοκαίρι εδώ, για να γνωρίσει και την πόλη;

     Αμέσως συμπλήρωσε χαμογελώντας της:

-Και τα στέκια της αγαπημένης του κορούλας;

-Εγώ του έγραψα καλέ μου να έρθει εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, αλλά μου απάντησε ότι δεν μπορεί, γιατί λείπει κι ο αδελφός μου, είναι μόνος του και παλεύει για τις ανάγκες του αγροκτήματος! Αν το αφήσει όλο το καλοκαίρι χωρίς φροντίδα, θα ρημάξει!...

Είχε κατεβάσει το χέρι της από τον ώμο του και γύρισε προς τη μεριά του τραίνου.

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, παραδομένοι στις σκέψεις τους… Ξάφνου, η σφυρίχτρα του σταθμάρχη για την αναχώρηση, τους επανέφερε στην πραγματικότητα.

    Η Γιουλμπαχάρ του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη! Ήταν το δεύτερο φιλί της!...

-Γεια σου! Του είπε.

-Γεια σου Γιούλυ! Της απάντησε νιώθοντας να τον αιφνιδιάζει μια απρόβλεπτα έντονη συγκίνηση, πού δεν είχε μόνο σχέση με το άγγιγμα των χειλιών της αλλά και με την προσμονή της μακρινής τους αντάμωσης. Και καθώς αυτή ανέβαινε τα σκαλιά του τραίνου:

-Θα σε περιμένω…

Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα ν’ ανεβαίνει, γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε τόσο γλυκά!... Τόσο γλυκά!... Ήταν το δεύτερο χαμόγελό της!...

Τι είχε τώρα η ψυχούλα του; Γιατί είχε τόσο σοβαρέψει; Τι την έκανε τόσο ποθητή γυναίκα; Κι αυτό το αμυδρό χάδι της στη ράχη του το σημερινό, όταν έφευγε από το καφενείο! Ήταν άραγε, ένα χάδι παρηγοριάς; Τι της συνέβη και είχε αυτό το θλιμμένο χρώμα το προσωπάκι της, που ήταν πριν από λίγον καιρό, πριν από λίγους μήνες, τόσο πρόσχαρο; Πού χάθηκε το χαμόγελό της όταν τον κοιτούσε στα μάτια; Ίσως η καρδούλα μου να έχει στενοχωρηθεί, τόσο ευαίσθητη που είναι, από τα τελευταία γεγονότα της απανθρωπιάς που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας! Άλλωστε του το είπε όταν την ρώτησε τι σκέφτεται. «Αυτά που ακούω…» Του είχε απαντήσει!...

Πόσο θα ήθελε να την είχε δίπλα του να της μιλάει, να τη βοηθάει, να την υπηρετεί! Ό πόθος του για το κορμί της μπορούσε να περιμένει… Η λαχτάρα του όμως να ξαναδεί αυτό το χαμόγελό της, ήταν ακαταμάχητη!... Δεν μπορούσε να βαστάξει την απουσία του η καρδιά του!...

Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο! Έπινε τις  γουλιές του κρασιού σα να ήταν τα δικά της τα λόγια! Ρουφούσε τον καπνό σα να είχε το σχήμα της ζωντανής παρουσίας της!... Την είχε πια δίπλα του! Της μιλούσε και την άκουγε να του μιλά! Προσπαθούσε να μπει μέσα στους άγνωστους συλλογισμούς της! Στα ευαίσθητα αισθήματα της καρδούλας της!... Θα το κατόρθωνε; Αυτό θα του αρκούσε!...

Γλυκιά μου, αγαπημένη ψυχή! Θα γίνω ο ακόλουθός σου! Κι  αν με κρίνεις άξιο για κάτι, ακόμα και για αδελφό, θα σου προσφέρω όλον  μου τον εαυτό!...   


Καθώς απομακρυνόταν η Γιουλμπαχάρ από την παρέα της στο καφενείο, ένιωσε ένα ζεστό αέρα να φυσάει από πίσω της! Ήταν το βλέμμα του Οζάλ; Ή των άλλων φίλων της; Αυτό δεν μπορούσε να το προσδιορίσει... Αλλά ότι ο αέρας αυτός ήταν ερωτικός ήταν σίγουρη! Η σχέση της με τον Μιχάλη είχε δυναμώσει το ερωτικό της ένστικτο! Το είχε κάνει αλάθητο!... Τους λυπόταν, τους περισσότερους άντρες που συναντούσε η Γιουλμπαχάρ! Έβλεπε στο βλέμμα τους κάτι, που την έκανε να τους λυπηθεί!... Έβλεπε τον πόθο αναμεμειγμένο με την ελπίδα!... Σε μερικούς, έβλεπε μόνο τον πόθο. Γι’ αυτούς δεν αισθανόταν λύπη! Ένιωθε μόνο μια μικρή χαρά! Μια ικανοποίηση, σα να τους έλεγε ένα απλό «ευχαριστώ»!...

Τον Οζάλ τον λυπόταν πολύ! Γιατί πριν από λίγο καιρό της άρεσε! Και του είχε δώσει ελπίδες!... Ήταν όμορφος, αθλητικός, γόνος πλούσιας οικογένειας, τελείωνε τη νομική σχολή, είχε χιούμορ ανεξάντλητο, οξύνοια και κοινωνική ευαισθησία, και καρδιά πλούσια σε ανθρωπιά και ερωτική έμπνευση!... Της άρεσε να βρίσκεται μαζί του και έκαναν πολλή παρέα μέχρι το τέλος της περσινής χρονιάς. Όταν γύρισε στο χωριό της σκέφτηκε την πρότασή του και τελικά είχε αποφασίσει να την δεχτεί. Να ξεπεράσει τα σκουριασμένα όρια της φυλής της και να προχωρήσει σε άγνωστα μέρη μαζί του. Στην ελευθερία του ανθρώπινου είδους όπως διαγραφόταν αμυδρά μέσα στο μυαλό της από ορισμένες πληροφορίες που είχε για τη ζωή που ζούσαν οι άλλοι άνθρωποι, σε άλλες χώρες της Ευρώπης που είχε πιο πολύ διαισθανθεί παρά πληροφορηθεί, όταν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Λέοντα Τολστόι «Άννα Καρένινα» στη βιβλιοθήκη της σχολής της…

Όλ’ αυτά όμως, πριν να γνωρίσει τον Μιχάλη εκείνο το φωτεινό απομεσήμερο, που όλα τα είχε αλλάξει στη ζωή της και μαζί με όλα τ’ άλλα… και πρώτα από όλα τά άλλα, αυτήν την απόφασή της…

Ποιος θα μπορούσε να πει καλότυχη, μια πολύ ωραία γυναίκα, με πολύ τρυφερή καρδιά; Καλότυχες, είναι οι ωραίες γυναίκες με σκληρές καρδιές. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι! Αλλά στο πρώτο; Η Γιουλμπαχάρ έφτασε στο δωμάτιό της με την καρδιά της γεμάτη θλίψη!... Για τον Οζάλ! Για την υπόθεση του Μιχάλη! Για την απουσία του μπαμπά της που θα μπορούσε να κλάψει στην αγκαλιά του!... Θα της άνοιγε την αγκαλιά του κι αυτή θα του άνοιγε την καρδιά της!... Θα του τά ’λεγε όλα! Με την παραμικρή λεπτομέρεια! Δε θα τον ντρεπόταν καθόλου! Γιατί απλά δεν τον φοβόταν! Και η ντροπή τι είναι; Ένα γέννημα του φόβου είναι!

Όμως τώρα που δεν τον έχει κοντά της, πού να τα πει; Μόνο στον εαυτό της! Αλλά ο εαυτός της, θα μπορέσει να της βρει την παρήγορη λύση; Θυμήθηκε τους δύο αρχαίους Έλληνες θεούς, που κάποιοι τους είχαν ενώσει σε έναν! Τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Ο Απόλλωνας έδινε τις λύσεις στους ανθρώπους με τον καπνό και ο Διόνυσος με το κρασί!... Βγήκε από το δωμάτιό της βιαστικά, πετάχτηκε στο γειτονικό καπνοπωλείο και ποτοπωλείο και ξαναγύρισε με τσιγάρα και ένα μπουκάλι δυνατό ποτό! Της ήταν αδύνατο να σκεφτεί! Είχε φτάσει σε αδιέξοδο!...  

Έβαλε σ’ ένα ποτήρι ποτό και άναψε το πρώτο της τσιγάρο. Ήπιε τις πρώτες γουλιές και ρούφηξε τις πρώτες ρουφηξιές καπνού. Ένιωθε πολύ όμορφα που ήταν ωραία και ποθητή γυναίκα! Της άρεσε πάρα πολύ όταν έβλεπε τους άντρες να αλλάζουν ύφος και να παραλύουν μόλις την αντικρίζουν μπροστά τους! Όμως τώρα, θα έπρεπε να δείξει στον εαυτό της, ότι αξίζει σε κάτι άλλο. Στην αγωνιστικότητα! Στον αθλητισμό! Στη σωματική δράση για την επίτευξη κάποιου σκοπού! Και στην αποφασιστικότητα!... Κάποιοι χριστιανοί έλεγαν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Έπρεπε κατορθώσει να κάνει τον εαυτό της άξιο να το πιστέψει βαθειά μέσα της! Να το βιώσει! Να το κάνει αίμα, που θα κυλάει στις φλέβες της, κάθε στιγμή! Και να το εφαρμόζει στην κατάλληλη περίπτωση!...

Ήδη έπινε το δεύτερο ποτό της και κάπνιζε το πέμπτο τσιγάρο της! Το μυαλό της έβγαλε φτερά και είχε αρχίσει να κάνει τις πρώτες αναγνωριστικές πτήσεις του! Η ομίχλη που της έκλεινε την ορατότητα, άρχισε να διαλύεται· και πίσω της διέκρινε αμυδρά, μια παράξενη πραγματικότητα! Έναν κόσμο άγνωστο, που ποτέ δεν είχε φανταστεί την ύπαρξή του, ούτε στο όνειρό της! Με χρώματα γκρίζα, που τα πρώτα συναισθήματα που ξυπνούσαν μέσα της, ήταν η αποστροφή και η απέχθεια!...

Αυτές οι δυο θεωρίες, της αγωνιστικότητας και του σκοπού, άνοιγαν, σαν ένα πρώτο ξεκίνημα, δυο δρόμους μπροστά στα πόδια της! Δηλαδή στην πράξη!... Έπρεπε να μεταμορφωθεί σε μια γυναίκα αδίσταχτη!... Η καρδιά της να σκληρύνει!... Να διώξει την ευαισθησία της απέναντι στον ανθρώπινο πόνο!... Να θέσει όλα τα προσόντα της, στην υπηρεσία του άγιου σκοπού της!... Αν δεν το κατάφερνε αυτό, θα σήμαινε ότι ο σκοπός της δεν είναι πραγματικά ιερός, άγιος!... Ή ακόμα θα μπορούσε να σημαίνει ότι αυτή, η ίδια, δεν ήταν άξια! Δεν ήταν επαναστάτρια!... Αυτήν τη στιγμή ήταν σίγουρη, ότι μια από τις σπουδαιότερες παραμέτρους που καθορίζουν την αξία του κάθε ανθρώπου, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το μέγεθος της επαναστατικότητάς του! Επειδή για την ιερότητα του σκοπού της ήταν… κατά παράδοξο τρόπο που δεν μπορούσε βέβαια να εξηγήσει στον εαυτό της… σίγουρη!

Αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει την αλήθεια, αλλά διστάζει να κάνει αυτό που πρέπει, για να βοηθήσει στο να επιβληθεί η αλήθεια, να λάμψει και να φωτίσει το σκοτάδι της ψευτιάς, είναι μισός!... Και είναι πιο δυστυχισμένος, από αυτόν που έχει πλήρη άγνοια της αλήθειας!... Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, πρέπει να κάνει την προσωπική του επανάσταση ενάντια στη βία της εξουσίας! Και όταν αυτό το φαινόμενο γενικευτεί, σε πολλούς πολίτες, σε όλους τους πολίτες, η αυθαιρεσία της εξουσίας θα εξατμιστεί! Θα εξαερωθεί! Θα περιοριστεί στο ελάχιστο!... Και ο απλός πολίτης θα κατακτήσει αυτά που δικαιούται στην εργασία, στη ψυχαγωγία, και στην ηθική!…Και μόνον τότε θα θεωρείται ελεύθερος!... Αχ!... Η ελευθερία, είναι το πιο ακριβό αγαθό! Πιο ακριβό και από τη ζωή!... Αλλ’ αυτό, μόνο λίγοι μπορούν τα το βιώσουν!… Αυτοί που η κοινή γνώμη τους θεωρεί τρελούς… Δηλαδή οι ήρωες!... Αυτοί που κάποτε, πιο παλαιά, βροντοφώναζαν ελευθερία ή θάνατος!...

 Αλίμονο! Θα έπρεπε να μάθει να εκμεταλλεύεται κάθε καλό ανθρώπινο στοιχείο, που θα συναντάει στο διάβα της!... Πρέπει να εκμεταλλευτεί τον έρωτα του Οζάλ, για να βρει τον Μιχάλη! Αυτός είναι ο ένας δρόμος. Και ο άλλος, το ότι πρέπει να μη διστάσει να εκπορνευτεί, μ’ εκείνον που θα δεχτεί να την περάσει στην Ελλάδα, αν αυτός της το ζητήσει σαν αντάλλαγμα!...

Έφερε τα χέρια της στα μελίγγια της τελείως ασυναίσθητα, σα να ήθελε να τα υποστηρίξει για να μη σπάσουν μ’ αυτήν τη σκέψη που παράχωσε μέσα στο κρανίο της! Ποιος της την υπαγόρεψε; Ποιος της ανέθεσε μια τόσο δύσκολη αποστολή; Ποιος Θεός φύσηξε την πνοή του μέσα στο στόμα του νου της;

Αν έλεγε λοιπόν όλη την αλήθεια στον Οζάλ, δεν είχε βέβαια να ελπίσει τίποτα! Η ερωτική απογοήτευση που θα ένιωθε αυτός, θα τον έκανε να απομακρυνθεί από κοντά της και να προσπαθήσει να την ξεχάσει. Θα έπρεπε να του κρύψει την ύπαρξη άλλου άντρα στη ζωή της και να του συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο, που να του διατηρεί τις ελπίδες ότι θα γίνουν κάποτε ερωτικό ζευγάρι!...

Είχε πια χάσει το μέτρημα των ποτών και των τσιγάρων που ήπιε και κάπνισε! Αντίθετα! Ο νους της μετρούσε τους δρόμους που άνοιγε, όσο η ώρα περνούσε, με μεγαλύτερη τόλμη και ακρίβεια!... Αν έπαιρνε το τραίνο και πήγαινε για λίγες μέρες στη Σμύρνη, θα της ήταν δυνατό να ερευνήσει από κοντά τις συνθήκες που επικρατούν εκεί και το ενδεχόμενο να μπορέσει να περάσει λαθραία στη Χίο. Ήταν άβγαλτη γυναίκα και θα διέτρεχε πολλούς κινδύνους. Όμως η ζωή χωρίς τους κινδύνους είναι ζωή μονοδιάστατη! Που δεν της άρεσε!...

Αν δεν είχε ερωτευτεί τον Μιχάλη, θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να έχει δίπλα της στο κρεβάτι τον Οζάλ! Δεν ήταν πιο άσχημος ο Οζάλ από τον Μιχάλη! Της άρεσε πολύ! Όχι μόνο σαν άντρας, αλλά και σαν τύπος και σαν άνθρωπός γενικά! Εκτός απ’ αυτό, δεν θα είχε να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα από την πλευρά του μπαμπά της και του κοινωνικού της περίγυρου. Ούτε οι γονείς του Οζάλ θα είχαν φανταστεί καλλίτερη τύχη για το γιο τους…. Τότε της ήρθε μια παράξενη σκέψη! Ή μήπως ήταν μια επιθυμία περίεργη; Αν ήταν το δεύτερο θα ήταν κάποιο βαθύ ερωτικό ένστικτο… Αν όμως ήταν το πρώτο, θα ήταν μια προσπάθεια αυτογνωσίας!... Τι απ’ τα δυο ήταν άραγε; Ήθελε να κάνει έρωτα με τον Οζάλ; Τότε θα προχωρούσε με περισσότερη σιγουριά στις σκέψεις της!... Γιατί είχε διαλέξει τον Μιχάλη; Τι υπάρχει μέσα στο υποσυνείδητό της που ζητάει να βγει στην επιφάνεια; Αλήθεια, πόσο μετάνιωνε που τον είχε απογοητεύσει σήμερα το απόγευμα, όταν αρνήθηκε να πάει μαζί του να πιουν τα ποτά τους! Κι αν ήταν τώρα μαζί, εδώ, στο δωμάτιό της; Δεν ξέρει τι καινούριο θα παρουσιαζόταν ανάμεσά τους!... Και πόσο αυτό θα άλλαζε τα σχέδιά της, τους στόχους της και όλη τη ζωή της!...

Είχε πια κουραστεί από αυτήν τη νυχτερινή περιπλάνηση στον κόσμο του βυθού! Όμως όλη αυτή η ταλαιπωρία της, ήταν σίγουρη, ότι δε θα πήγαινε χαμένη!... Γιατί δεν έγινε στον βρόντο!... Της την επέβαλε η ίδια η πραγματικότητα! Αυτά που βίωνε κάθε μέρα γύρω της, την έκαναν να σκέφτεται πώς θα τα αντιμετωπίσει. Πώς θα ανταπεξέλθει σ’ αυτά, σε πλήρη όμως αρμονία με τον εσωτερικό της κόσμο! Τον ίδιο τον εαυτό της!…  

Στα μαθήματα, έλαμπε από κέφι, αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση! Σα να είχε ξεχάσει όλα τα προβλήματα που την απασχολούσαν ή καλλίτερα σα να είχε βρει την αρχή του δρόμου που θα ακολουθούσε για να τα ξεπεράσει!... Το μεσημέρι τη βρήκε ο Οζάλ και πήγανε οι δυο τους σε μια ήσυχη ταβερνούλα με λίγον κόσμο. Διάλεξαν ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο με θέα τον κήπο, έναν κήπο γεμάτον από διάφορα είδη δέντρων και λουλουδιών που το άρωμά τους έμπαινε μέσα στον εσωτερικό χώρο κι έφτανε μέχρις αυτούς. Μια απαλή ανατολίτικη μελωδία τους επέβαλε να μη μιλούν, βυθίζοντάς τους σε μια επικοινωνία σε μια άλλη γλώσσα: Τη γλώσσα της σιωπής! Που τα λέει όλα, χωρίς επιφυλάξεις και περιορισμούς που επιβάλουν οι διάφορες μορφές της φτηνής σκοπιμότητας. Και τ’ ακούει όλα με νηφαλιότητα και στωικισμό, χωρίς να τα διαχωρίζει σε ευχάριστα και δυσάρεστα! Αυτή η σιωπή λοιπόν θα έμοιαζε σαν να λένε:

-Γιουλμπαχάρ! Πόσο έχεις ομορφύνει από τότε που έχω να σε δω!... Αναρωτιέμαι: Συνέβη κάποιο σοβαρό γεγονός που σου έφερε αυτήν την αλλαγή; Ή προέρχεται από μέσα σου; Από τις σκέψεις που έχεις κάνει;

-Οζάλ, καλέ μου! Νομίζω ότι και ο τρόπος που με κοιτάς έχει αλλάξει! Αν αυτό οφείλεται σε σένα ή σε μένα, δεν το ξέρω… Φαντάζομαι όμως πόσα θα είδαν τα μάτια σου εκεί που πήγες αυτό το καλοκαίρι!... Και μόνον αυτά, είναι αρκετά για ν’  αλλάξουν τον τρόπο που βλέπεις τους άλλους. Είχα κι εγώ την άσχημη εμπειρία να δω τους Έλληνες να μπαίνουν στο χωριό μου, έστω για μια νύχτα μόνο! Και τους άντρες του χωριού μας και τον μπαμπά μου μαζί τους, να εξαφανίζονται στα βουνά για να μην τους συλλάβουν! Ήμουν μόνη μέσα στο σπίτι με τον κίνδυνο να παραμονεύει έξω από την πόρτα!...  Πέρασα μια νύχτα αφάνταστη! Που δεν την είχα διανοηθεί ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή μου! Είναι δυνατόν να μην έχει φέρει πάνω μου καμία αλλαγή; Ότι έζησα και σκέφτηκα εκείνη τη νύχτα, θα μείνει αλησμόνητο για όλη μου τη ζωή!...    

Η Γιουλμπαχάρ ακροβατούσε πάνω στα όρια της συνείδησής της!... Το ότι θα της έμενε αλησμόνητη εκείνη η νύχτα ήταν αλήθεια. Όπως επίσης αλήθεια ήταν ότι η αλλαγή που είχε παρατηρήσει ο Οζάλ στο τύπο της, οφείλεται στα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Είχαν γίνει τόσο πολλά εκείνη τη νύχτα, φανερά και κρυφά, που το μυαλό του Οζάλ δεν μπορούσε να μαντέψει, ούτε να φανταστεί!... Η αλήθεια όμως, έτσι όπως είχε εκφραστεί από τη Γιουλμπαχάρ στη γλώσσα της σιωπής, είχε γίνει γνωστή στον Οζάλ χωρίς να του δημιουργήσει έντονη συναισθηματική αντίδραση… Με τη μεγαλύτερη άνεση που θα μπορούσε να εκφραστεί η πραγματικότητα, όσο ζοφερή και να ήταν για την ανθρώπινη αντοχή…

Κοιτούσε έξω στον κήπο ένα κόκκινο γαρύφαλλο, όταν ένιωσε τη σιωπή του Οζάλ κάτι να την παρακαλεί! Γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του και τον έπιασε να κοιτά το πρόσωπό της με ένα ύφος που την έκανε ν’ απορήσει! Σα να ήταν μόνος του μπροστά σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής και να είχε χαθεί μέσα σ’ αυτόν!... Του χαμογέλασε, αλλά της φάνηκε ότι δεν πρόσεξε το τρυφερό χαμόγελό της και γύρισε αργά, παίρνοντας το βλέμμα της από πάνω του. Ο άνεμος έκανε το γαρύφαλλο να κινείται δεξιά αριστερά, σαν ένα μακρινό χέρι που χαιρετάει!... Η Γιουλμπαχάρ μισόκλεισε τα βλέφαρα, χαμογέλασε πικρά και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει στο υπερπέραν.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, φυσούσε δυνατός αέρας και σιγανοψιχάλιζε. Περπατούσαν αργά ο ένας δίπλα στον άλλο σιωπηλοί. Η Γιουλμπαχάρ, σε μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να σπάσει τησιωπή:

-Να σου πω τι μου αρέσει πιο πολύ να διαβάζω;

-Τι; Την ρώτησε αυτός.

-Μυθολογία! Όχι μόνο τους θρύλους της χώρας μας, αλλά και των άλλων λαών. Της Περσίας, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Ελλάδας…

-Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι μυθολογίες των χωρών που μου ανέφερες και υπάρχουν πολλά στοιχεία στη βιβλιοθήκη της σχολής μας. Πήγες καμιά φορά να ψάξεις;

-Ναι. Πήγα. Έψαξα πολύ. Και βρήκα αρκετά βιβλία για όλες τις άλλες χώρες εκτός από την Ελλάδα!...

-Μην περιμένεις να μάθεις τίποτα για την Ελληνική μυθολογία εδώ… Αν σε ενδιαφέρει το θέμα πρέπει να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Γερμανία ας πούμε…

-Αχ πόσο θα μου άρεσε να εργαστώ σ’ ένα Γερμανικό πανεπιστήμιο!... Είπε μ’ ενθουσιασμό η Γιουλμπαχάρ.

- Σε λίγες μέρες θα φύγω με μια ομάδα εργασίας για μια εβδομάδα στη Μόσχα. Της είπε σκεπτικός ο Οζάλ. Θα κάνουμε παρατηρήσεις πάνω στο κοινωνικό σύστημα που διαμορφώνει στη χώρα η επανάσταση…

- Πολύ ωραίο αυτό! Εξαιρετικά ενδιαφέρον! Του απάντησε η Γιουλμπαχάρ ενθουσιασμένη. Θα μου πεις όλες σας τις διαπιστώσεις οπωσδήποτε όταν γυρίσεις!...

Είχαν φτάσει πια μπροστά στο σπίτι της. Στάθηκαν για λίγο και τότε την είδε έκπληκτος να κοιτάει δεξιά αριστερά αστραπιαία και να τον χαιρετάει δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί στο στόμα!...

Ήταν το τρίτο φιλί της!...

Η Γιουλμπαχάρ σκεφτόταν, ότι αν έβγαζε διαβατήριο για το Βερολίνο και ήθελε να το θεωρήσει από εκεί για την Αθήνα, πάλι δε θα της το θεωρούσαν, γιατί η θεώρηση δε θα γινόταν από το Γερμανικό υπουργείο εξωτερικών, αλλά από την τουρκική πρεσβεία. Και η τουρκική πρεσβεία προφανώς θα αρνιόταν μια τέτοια θεώρηση. Έτσι θα πήγαινε άδικα ο κόπος της και θα έχανε άσκοπα χρόνο και χρήμα. Μπροστά της λοιπόν άνοιγε ο δρόμος της παρανομίας! Γιατί μόνον κρυφά από τις αρχές θα μπορούσε να περάσει στην Ελλάδα. Πόσο όμως ήταν δυνατόν αυτό και μάλιστα σε μια νεαρή κοπέλα; Για να το μάθει, έπρεπε να ταξιδέψει για τη Σμύρνη ή το Ίνσταμπουλ… Όμως και το ταξίδι αυτό, δεν ήταν τόσο απλό, εύκολο και ακίνδυνο. Διάβαζε στις εφημερίδες ότι συνέβαιναν πολλά εγκλήματα με κίνητρα την κλοπή και το σεξ. Με θύματα κυρίως ηλικιωμένους και γυναίκες… Έπρεπε να βρει κάποιο όπλο και να μάθει να το χειρίζεται! Αν είχε και κάποιον σύμμαχο να τη συνοδεύσει, θα ήταν ακόμα καλλίτερα. Τον Οζάλ παραδείγματος χάριν!... Αχ, πόσο ασφαλές και όμορφο θα ήταν το ταξίδι της αυτό, αν τη συνόδευε ο Οζάλ! Ήταν παράξενο! Αλλά είχε περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν απ’ ότι στον αδελφό της!...  

Όταν έφυγε ο Οζάλ για τη Μόσχα, η Γιουλμπαχάρ άρχισε να πλήττει! Τόσο στα μαθήματα όσο και στη λέσχη, την πλησίαζαν άτομα που σε σύγκριση με τον Οζάλ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με πολλή επιείκεια, από κουραστικά έως ανόητα!... Ανάμεσά τους ξεχώρισε έναν ηλίθιο τύπο, φανατικό εθνικιστή, που είχε χόμπι με τα όπλα! Ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι με στενούς ώμους και απαρχές καράφλας. Δε χρειάστηκε να βγουν πάνω από δύο φορές για καφέ, για να τον πείσει για την φιλοπατρία της και για τον κίνδυνο που διέτρεχαν όλοι οι πραγματικοί πατριώτες από τους αναρχικούς που «βίαζαν τις γυναίκες που αγαπούσαν την πατρίδα τους»! Ούτε χρειάστηκε να του ζητήσει να της αγοράσει πιστόλι, για να προστατέψει τον εαυτό της, σε μια τέτοια περίπτωση! Που θα βρεθεί μπροστά στον επίδοξο «αναρχικό βιαστή της»!... Μόνος του ξεκίνησε αυτήν τη συζήτηση:

-Εσύ τι πιστόλι έχεις μες την τσάντα σου; τη ρώτησε.

-Πιστόλι; Του απάντησε με μια κατάλληλη δόση απορίας. Ένα μαχαίρι της κουζίνας έχω, μόνο!...

-Αυτό είναι απαράδεκτο! Και με συγχωρείς που στο λέω. Όσο πιο όμορφη είναι μια γυναίκα, τόσο πιο ψηλά στη λίστα των υποψήφιων θυμάτων τους την έχουν! Εσένα θα σ’ έχουν πρώτη - πρώτη!...

- Αμάν! Τι μπηχτή ήταν αυτή! Αυτό πώς να το πάρω; Είναι πολύ κολακευτικό!...

Στο σημείο αυτό ο τύπος φάνηκε λίγο πιο έξυπνος:

-Δεν είναι κολακεία. Είναι η αλήθεια. Μπορείς να το πάρεις σαν πρόταση! Και μάλιστα είναι δύο οι προτάσεις μου: Η μια να δεχτείς ένα δωράκι από μένα για να προστατέψεις τον εαυτό σου αν έρθεις σε κάποια δύσκολη θέση και η άλλη, να μου επιτρέπεις να σε συνοδεύω εγώ στις εξόδους σου. Ιδίως τις νυχτερινές…

-Δε θέλω να κινδυνεύεις κι εσύ δίπλα μου… Του απάντησε άτονα. Όσο για το δωράκι σου περίπου υποπτεύομαι τι είναι. Πρέπει να με μάθεις όμως να το χειρίζομαι. Και να προστατεύω και τους άλλους από κάποιο ατύχημα…

-Δεν είναι καθόλου δύσκολο στο χειρισμό του. Είναι ένα μικρό γυναικείο πιστολάκι! Που παίρνει όμως μέσα πέντε σφαίρες! Ώστε αν τρέμει λίγο το χεράκι σου και αστοχήσεις στην πρώτη, να έχεις αρκετά περιθώρια για να διορθώσεις το λάθος σου… Αυτό όμως που χρειάζεται να εξοικειωθείς, είναι ο κρότος του πυροβολισμού και φυσικά το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι το να μάθεις να σημαδεύεις σωστά. Να βρίσκεις εύκολα και γρήγορα το στόχο σου… Αυτό άλλοι το μαθαίνουν με την πρώτη και άλλοι αργούν να το μάθουν. Αν διαλέξεις εμένα για δάσκαλο, ελπίζω να ανήκεις στους μαθητές της δεύτερης κατηγορίας!...

Ο τύπος, τής φάνηκε ότι την πάει μακριά τη βαλίτσα!... Ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα θα της ζητούσε γι αυτήν την εξυπηρέτηση!... Για την ώρα της πουλούσε μόνο χιούμορ… Αλλά αν του δώσει παραπανίσιο θάρρος… Την άλλη μέρα της έφερε το «δωράκι» του. Ήταν ένα χαριτωμένο μπιμπελό! Της άρεσε πάρα πολύ! Ένα αθώο πιστολάκι, βαμμένο κόκκινο!... Θα μπορούσες να το πάρεις και για έναν απλό αναπτήρα! Και σε μια απόχρωση του κόκκινου, που μόνο στο όνειρό της θα μπορούσε να την απολαύσει!...  Τώρα την έβλεπε μπροστά της! Ήταν μια πραγματικότητα!... Πιο κατάλληλο χρώμα για το δικό της το πιστόλι, δε θα μπορούσε να βρεθεί! Το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και έμεινε ενεά, αρκετά λεπτά να το κοιτά μέσα στα χέρια της! Πόσο ταίριαζε με τα χέρια που το κρατούσαν!... Τα δικά της τα χέρια!... Η σκέψη αυτή, ακούμπησε πάνω της σαν ένα κομμάτι πάγου και την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Τι αίμα λοιπόν κυκλοφορούσε μέσα στα χεράκια της, αυτά τα τρυφερά και ακίνδυνα χεράκια, που την έκανε να σκεφτεί ότι ταιριάζουν μ’ ένα φονικό όπλο; Αναρωτήθηκε…

Σήκωσε το βλέμμα της, τον κοίταξε για να του πει ευχαριστώ και αντίκρισε το γλοιώδες ύφος της αυταρέσκειας του τύπου, που ένιωθε υπερήφανος για τον εντυπωσιασμό με το δώρο του, της γυναίκας που είχε βάλει στο μάτι!... Νόμιζε ότι η συγκίνηση της Γιουλμπαχάρ, είχε καμία σχέση μ’ αυτόν!... Η Γιουλμπαχάρ όμως, έβλεπε αυτό το πιστόλι σαν ένα συμβολικό εισιτήριο του ταξιδιού της για την αγκαλιά του Μιχάλη! Θα την εφοδίαζε με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που ήταν απαραίτητα για να ξεκινήσει!... Αντί για ευχαριστώ του είπε:

-Αγαπητέ μου φίλε, θα ήθελα να μου πεις πόσο κοστίζει αυτό το πιστόλι, για να δω αν θα μπορέσω να το αγοράσω…

-Μα τι λες Γιουλμπαχάρ; Απάντησε αυτός με τσαλακωμένη την πίστη για την επιτυχία  του. Δεν είπαμε ότι αυτό είναι ένα δωράκι από μένα;

-Για να το δεχτώ όμως εγώ αυτό το δωράκι σου, σαν μια εκδήλωση της φιλίας σου, θα πρέπει να δεχτείς κι εσύ από μένα ένα αντίστοιχο δωράκι. Είμαστε σύμφωνοι;

Ο τύπος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, φανερά απογοητευμένος. Έτσι την άλλη μέρα του αγόρασε ένα σχετικά ακριβό πουκάμισο, και το ερωτικό ιντερμέτζο του φασίστα έληξε άδοξα…

    Ετοίμασε μια μικρή βαλιτσούλα με τα πιο απαραίτητα και κίνησε για το ταξίδι. Θα πήγαινε στη Σμύρνη. Εκεί ζούσε ο θείος της και αδελφός της μαμάς της και στην περίπτωση που θα τα έβρισκε σκούρα τα πράγματα, θα μπορούσε να ζητήσει τη συμπαράστασή του. Έβγαλε εισιτήριο πρώτης θέσης με καμπίνα, για ν’ αποφύγει τις κακοτοπιές που προφανώς θα συναντούσε μέσα στο συνωστισμό παρακμιακών απελπισμένων, που έβριθαν εκείνη την εποχή στους σταθμούς των λεωφορείων, των τραίνων, στα λιμάνια, στις αγορές και όπου αλλού μπορούσε κανείς να κερδίσει χρήματα, για ν’ αγοράσει τα απαραίτητα, που χρειαζόταν για να ζήσει, είτε με το μεροκάματο είτε με την κλοπή και την απάτη και όλα τα άλλα παρελκόμενα!...  

Το τραίνο για την Σμύρνη ξεκινούσε από την Άγκυρα αργά το βράδυ και έφτανε στον προορισμό του αν δεν υπήρχαν πολλές καθυστερήσεις το πρωί. Μέσα στο σαλόνι της πρώτης θέσης, ήθελε δεν ήθελε, απέκτησε μια καινούρια γνωριμία. Καθόταν και έπινε ένα ποτό, αφού προηγουμένως είχε ελέγξει το περιβάλλον της: Λιγοστά τα άτομα και με θετική αύρα. Ξαφνικά κάθισε δίπλα της ένας μεσόκοπος άντρας με όμορφα και ευγενικά χαρακτηριστικά. Πριν καλά - καλά καθίσει στο κάθισμά του τη ρώτησε:

-Στην Άγκυρα μπήκατε στο τραίνο;

Έμεινε ακίνητη μερικά δευτερόλεπτα και μετά γύρισε αργά το κεφάλι της και τον κοίταξε με θάρρος κατάματα. Δίστασε για μερικές στιγμές: πώς να το παίξει άραγε τώρα; Αγνή και άβγαλτη, ή πονηρή και μπασμένη στη ζωή;

-Ναι… του είπε και μετά από λίγο: Γιατί ρωτάτε;

-Γιατί δε σας είχα προσέξει πιο πριν από το σταθμό της Άγκυρας… Πολύ κουραστικό ταξίδι!... Με τι ασχολείσθε;

-Με το εμπόριο… Του απάντησε, χωρίς να καταλάβει πώς της βγήκε και τούτο;

-Θαυμάσια! Και με τι ακριβώς εμπόριο αν επιτρέπετε;

-Γυναικείων εσωρούχων… Του απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό. Μέσα της γελούσε ακούγοντας τις άμεσες και αυθόρμητες απαντήσεις της, σα να τις άκουγε από κάποιαν άλλη φίλη της που ήξερε ότι δεν έχει καμία σχέση με το εμπόριο γυναικείων εσωρούχων.

-Περίφημα!... Αναφώνησε ενθουσιασμένος. Εγώ ξέρετε με τι ασχολούμαι;

-Όχι.

- … Και γιατί δε με ρωτάτε;

-Γιατί… θα μου το πείτε μόνος σας!...

-Σωστά μαντέψατε! Ασχολούμαι με εισαγωγές και εξαγωγές όλων των ειδών. Ακόμα και με ευρωπαϊκές χώρες. Όπως βλέπετε θα μπορούσαμε ίσως να συνεργαστούμε!...

«Αν μπορούσες να με εξαγάγεις εμένα στην Ελλάδα! Δεν θα υπήρχε πιο άριστη συνεργασία μεταξύ μας!...» Σκέφτηκε η Γιουλμπαχάρ.

-Πού θα κατέβετε; Τη ρώτησε.

- Στη Σμύρνη. Εσείς;

-Κι εγώ. Έχετε σπίτι στη Σμύρνη; Ή έχετε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο;

-Το δεύτερο. Του απάντησε χαμογελώντας. Χαμογέλασε κι αυτός:

-Τελευταία ερώτηση - μου αρέσει να κουράζω τις ωραίες γυναίκες -  Σε ποιο ξενοδοχείο έχετε κλείσει δωμάτιο;

-Τελευταία απάντηση - δε μου αρέσει να με κουράζουν - Θα μου πει ο άντρας μου, που θα με περιμένει στο σταθμό…

-Έπρεπε να το περιμένω… Κι όμως μού ’ρθε ξαφνικό!... Είπε ο άλλος με απογοήτευση…

Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού της και πήγε κατ’ ευθείαν στην καμπίνα της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πρώτη της φορά κοιμόταν σε κουνιστό κρεβάτι! Δεν είχε ποτέ της κάνει τόσο μακρινό νυχτερινό ταξίδι. Η σημερινή γνωριμία της κάτι την έκανε, περισσότερο να διαισθανθεί, παρά να σκεφτεί. Ένιωθε πολύ κουρασμένη ή μάλλον αγχωμένη και ήθελε να κοιμηθεί. Στο τέλος θυμήθηκε τα παλιά τα χρόνια, που η μανούλα της την κούναγε στην κούνια της για να την πάρει ο ύπνος και της άρεσε πάρα πολύ!... Μ’ αυτή τη σκέψη, ξέχασε τις αβεβαιότητες της αυριανής μέρας που την περίμεναν και την πήρε ο ύπνος στη μαλακή αγκαλιά του…

Το πρωί που ξύπνησε ένιωσε μια περίεργη φρεσκάδα και ζωντάνια!    «Πάλι καλά» σκέφτηκε. «Κάτι είναι κι αυτό, με τόσους δρόμους και προβλήματα που με περιμένουν…» Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι ένιωσε αρκετά ικανοποιημένη από την εικόνα που της παρουσιάστηκε μπροστά της. Ετοιμάστηκε και πήγε στο σαλόνι για το πρωινό. Εκεί την περίμενε ο «συνοδός» της για να πάρουν το πρωινό τους μαζί! Της έκανε από μακριά νοήματα να πάει να καθίσει κοντά του. Άθελά της σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε, αλλά ούτε ήθελε να τον αποφύγει! Φαινόταν ύποπτος και πονηρός, αλλά είχε εμπιστοσύνη και στο δικό της το μυαλό.

-Ήθελα να σε φωνάξω, αλλά δε μου έχεις πει το όνομά σου! της είπε όταν τον πλησίασε.

-Καλημέρα! Του είπε καθώς καθόταν στο σκαμπό του μπαρ. Το όνομά μου είναι Γιουλμπαχάρ. Το δικό σου;

-Καλημέρα! Εμένα με λένε Οσμάν. Της απάντησε. Να! Πάρε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου μου και θα σε περιμένω να έρθεις μαζί με το αφεντικό να γνωριστούμε και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε…

-Ποιο αφεντικό; Τον ρώτησε παραξενεμένη.

-Ε, τον άντρα σου ντε! Αυτός δεν είναι το αφεντικό στην επιχείρηση;

-Α! ναι! Βέβαια! Ας πούμε πως είναι έτσι. Γιατί αυτός έχει αναλάβει μόνο τη διαχείριση. Τις επιλογές των σχεδίων τις κάνω εγώ!…

Πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσάντα της. Είχαν τελειώσει το πρωινό τους και έπιναν τον καφέ τους όταν τους ανακοίνωσαν οι υπάλληλοι του τραίνου ότι σε λίγα λεπτά θα έφταναν στη Σμύρνη. Η Γιουλμπαχάρ αφού τέλειωσε με την ησυχία της το τσιγάρο της, σηκώθηκε, ήπιε όρθια δυο τρεις γουλιές από τον καφέ της, πήρε την τσάντα της και του είπε:

-Γεια σου και χάρηκα για τη γνωριμία!

-Γεια σου Γιουλμπαχάρ! Α… να σου πω και κάτι άλλο. Στη Σμύρνη θα μείνω μόνο μια εβδομάδα. Το σπίτι μου είναι στο Κουσάντασι. Από κάτω σου γράφω τη διεύθυνσή μου. Αν με ζητήσεις εκεί και είσαι τυχερή θα με βρεις. Αλλιώς θα βρεις τη μάνα μου να με περιμένει! Ελπίζω να τα ξαναπούμε… Της είπε χαμογελώντας. 

Του χαμογέλασε και πήγε στην καμπίνα της να ετοιμάσει το βαλιτσάκι της. Ύστερα κάθισε δίπλα στο παράθυρο και άναψε τσιγάρο, κοιτώντας έξω, τα προάστια της πόλης, καθώς τα διέσχιζε ο σιδηρόδρομος. Στην αρχή κοίταζε αφηρημένα. Μετά από λίγο όμως συνειδητοποίησε ότι το ένα μετά το άλλο τα σπίτια ήσαν ερείπια! Ήταν καμένα!... Κοιτούσε κατάπληκτη τις εικόνες που παρέλαυναν μπροστά στα μάτια της από το ανοιχτό παράθυρο του τραίνου και την έπιασε δέος! Δεν είχε τη δύναμη να παραδεχτεί αυτό που σχηματιζόταν σιγά-σιγά στο μυαλό της!... Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα! Τι του έκαναν άραγε του ανθρώπου και τον μετέτρεψαν σε κτήνος; Ή μήπως είναι από τη φύση του πλασμένος έτσι; …Και ψάχνει επίμονα να βρει κάποια δικαιολογία, για να εκδηλώνει τα καταστροφικά του ένστικτα και να τα μετατρέπει σε πράξεις!...

Έκλεισε τα μάτια της, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της, πήρε τη βαλίτσα της και βγήκε από την καμπίνα, κατευθυνόμενη προς την έξοδο. Το τραίνο είχε σταματήσει. Στην πλατφόρμα του σταθμού υπήρχε συνωστισμός. Προχώρησε ζητώντας συγνώμη από τον κόσμο που της έκλεινε το δρόμο και βγήκε από το σταθμό. Απέναντί της αντίκρισε ένα ξενοδοχείο που της φάνηκε καλό. Πήγε κατ’ ευθείαν στη ρεσεψιόν και έκλεισε δωμάτιο. Δεν ήθελε να βλέπει ανθρώπους γύρω της! Ήθελε να απομονωθεί για να σκεφτεί.

Ακόμα και η παρουσία του υπάλληλου του ξενοδοχείου που της μετέφερε τη βαλιτσούλα, την ενοχλούσε! Όταν αυτός έφυγε κι έμεινε μόνη της, άναψε τσιγάρο… Τι να πρωτοσκεφτεί!... Σ’ αυτή τη φάση του πολιτισμού του ό άνθρωπος έχει ανάγκη το πάθος για να ζήσει! Το πάθος σε όλες του τις εκφάνσεις! Μήπως αυτή ξέφευγε από αυτόν τον κανόνα; Μπορούσε μήπως αυτή να ζήσει τη ζωή της με τον Οζάλ; Δίχως το πάθος του έρωτά της για τον Μιχάλη; Να όμως που αυτό το αθώο πάθος της, την οδήγησε στο να αποκτήσει ένα πιστόλι, που ίσως να καταστρέψει ανθρώπινες ζωές!... Και το ερωτικό, δεν είναι το μόνο πάθος που υπάρχει για να ταλανίζει τον άνθρωπο, να τον ποδηγετεί, εφοδιάζοντάς τον με το έναυσμα της ζωής. Είναι και το πάθος της φιλοπατρίας, ο σοβινισμός, το πάθος για τα πολιτικά κόμματα, για τα χαρτοπαίγνια, τον αλκοολισμό και τις άλλες εξαρτήσεις… Όσοι είναι οι άνθρωποι είναι και τα πάθη τους! Αναρίθμητα!... Και χωρίς κάποιο πάθος, ο κάθε άνθρωπος βλέπει τη ζωή του ανούσια!... Άδεια!... «Χρειάζομαι έναν θεό για να μπορέσω να ζήσω!» σκέφτεται. Και βαφτίζει το δικό του πάθος θεό, περιφρονώντας ταυτόχρονα τα πάθη των άλλων!...

Κι αν κάποιος ξεφύγει απ’ όλ’ αυτά τα κοινά πάθη αλίμονό του! Γιατί τότε, θα ασχοληθεί με τη δουλειά του και θα πλουτίσει. Κι αν αρκετοί σταματήσουν εκεί… κι αν η συνείδηση δεν τους αφήσει να προχωρήσουν, πάλι δε θα σωθεί η κοινωνία! Γιατί θα υπάρξουν αρκετοί ασυνείδητοι. Αδίστακτοι! Που θα παγιδευτούν στο πιο έκφυλο πάθος! Του ασύστολου πλουτισμού: Να εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο! Στην ασυδοσία! Να ξεδιψάνε με τον ιδρώτα του εργάτη και να τρέφονται με το αίμα των παιδιών του λαού! Ώσπου στο τέλος, στο αποκορύφωμα της αυτοκαταστροφικής του πορείας, το πάθος τους πια θα φτάσει στο τελευταίο σκαλί της εξέλιξής του πριν από την πτώση, που θα είναι να καταλήξει στην ανταγωνιστικότητα με τους ομοίους τους. Δηλαδή ποιανού το χαλί από ανθρώπινα πτώματα θα είναι παχύτερο, για να περπατήσει αυτός πάνω του με υπερηφάνεια!...

Και τότε θα έρθουν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω! Και ο άνθρωπος θα απαντήσει στον απάνθρωπο, όπως ακριβώς έχει απαντήσει τόσες και τόσες φορές στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας: Με την επανάσταση και την ανατροπή. Και θα ακολουθήσουν μερικές δεκαετίες ευημερίας και ευτυχίας στις λαϊκές συνοικίες, μια και οι παλαιές και λησμονημένες ανθρώπινες αξίες θα ανασυρθούν από τα υπόγεια της λήθης και θα επανεμφανισθούν στο προσκήνιο. Αυτές οι αιώνιες αξίες θα  κυβερνήσουν τις κοινωνίες των ανθρώπων με δικαιοσύνη.

Κι όταν περάσουν αυτές οι μερικές δεκαετίες; Τι θα γίνει μετά; Το αυγό του φιδιού θα έχει πια εκκολαφθεί! Το φίδι θα σπάσει το κέλυφος, θα ζεσταθεί στους κόρφους της αθωότητας, θα αναπτυχθεί στους κύκλους της αφέλειας και ο απάνθρωπος θα επανεμφανισθεί, με το σαρδόνιο χαμόγελό του και τα απατηλά λόγια του, ολόιδιος με τον τωρινό, αλλά άγνωρος στους νεώτερους ανθρώπους, που θα τον βλέπουν σαν κάτι καινούριο! Μα τι καινούριο θα έχει επάνω του εκτός από τα ρούχα; Που θα είναι κομμένα και ραμμένα κατά τη μόδα εκείνης της εποχής; … …Η ανθρωπιά, η απανθρωπιά, η αθωότητα και η αφέλεια: Η ουσία της κοινωνίας του ανθρώπου…          

Τακτοποίησε τα ρούχα της στην ντουλάπα και αποφάσισε να βγει έξω να περπατήσει. Περιπλανιόταν πολλήν ώρα στα δρομάκια της πόλης και πέρασε από γειτονιές που ήταν καμένα όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια και τα μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο! Αυτό όμως που έκανε την καρδιά της να πονέσει πιο πολύ, ήταν ο παραλιακός δρόμος!... Όλα τα μαγαζιά και τα ξενοδοχεία που ήσαν παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, παράλληλα προς την προκυμαία του λιμανιού, ήσαν κατεστραμμένα!... Και από τα απομεινάρια τους, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι ήσαν χτισμένα με απαράμιλλη τέχνη σε διαλεκτούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς!... Για ποιο λόγο τα έκαψαν; Επειδή θεωρούσαν άπιστους και γι αυτό το λόγο μισούσαν τους ιδιοκτήτες τους; Μα θα μπορούσαν πάρα πολύ εύκολα, να τα κατασχέσουν και να τα μοιράσουν στο λαό!... Τα θεωρούσαν όμως μολυσμένα, γιατί τα είχαν χτίσει οι Ρωμιοί!... Το απερίσκεπτο πάθος της προκατάληψης, σε όλο του το μεγαλείο!...  

Συνέχισε την πορεία της δίπλα στη θάλασσα και αφού πέρασε μπροστά από μερικές φτωχικές συνοικίες, βρέθηκε σε μια παράξενη γειτονιά και συγκεκριμένα στην έξοδο ενός δρόμου κάθετου προς στη θάλασσα που τον σουλάτσαραν ένα πλήθος άντρες!  Κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, όταν ένας απ’ αυτούς περνώντας δίπλα της, της είπε με μάγκικο ύφος γεμάτο υπονοούμενα:

-Η κουκλάρα μας σήμερα έχει ρεπό;

Τάχυνε το βήμα της, απομακρύνθηκε από αυτό το σημείο και σε λίγο βρέθηκε στην περιοχή που ήσαν αραγμένα τα ψαροκάικα. Εκεί το βήμα της έγινε λίγο πιο αργό. Προσπερνούσε το κάθε καραβάκι κοιτώντας εξεταστικά προς στο εσωτερικό του. Όλοι οι βαρκάρηδες ήσαν απασχολημένοι με διάφορες αγκαρίες της δουλειάς τους. Κανείς δε γύρισε να την κοιτάξει. Παρατήρησε ότι μερικές από τις βάρκες ήσαν εφοδιασμένες με μηχανές και οι περισσότερες ήσαν αφύλαχτες. Οι μηχανές τους όμως ήσαν κλειδωμένες με λουκέτα…

Είχε φτάσει πια στις παρυφές της πόλης. Ήδη η ώρα ήταν προχωρημένη και είχε αρχίσει να πεινάει. Γύρισε λοιπόν στο ξενοδοχείο της και γευμάτισε στο εστιατόριό του. Όταν τελείωσε το φαγητό της, έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο της, αλλά πριν προλάβει να το ανάψει, κάποιο χέρι πρόβαλε από το πλάι και της προσέφερε φωτιά. Όταν γύρισε να κοιτάξει σε ποιον ανήκε αυτό το χέρι, είδε ένα νεαρό άντρα χαμογελαστό, να της κλείνει το μάτι με νόημα. Δεν του είπε ευχαριστώ! Ούτε άναψε το τσιγάρο της στη φωτιά που της προσφερόταν. Το τοποθέτησε μέσα στο πακέτο αμέσως και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αναιδείς συμπεριφορές!... Στην πόλη της Άγκυρας, οι γυναίκες απολάμβαναν περισσότερο σεβασμό απ’ ότι εδώ!... Έπρεπε λοιπόν να τηρήσει τα προσχήματα και να αποφεύγει τις προκλήσεις, για να μη γίνεται στόχος παρατήρησης.

Η ώρα είχε περάσει και άρχισε να σκοτεινιάζει. Η Γιουλμπαχάρ άνοιξε το χάρτη της περιοχής, που είχε αγοράσει το πρωί από ένα βιβλιοπωλείο και βάλθηκε να μετράει τις αποστάσεις. Το Τσεσμέ ήταν πολύ πιο κοντά στη Χίο απ’ ότι ήταν η Σμύρνη. Όμως αυτός ο χάρτης δεν περιείχε καμία πληροφορία για τη Χίο! Μόνο το σχήμα της ήταν ζωγραφισμένο! Κανένα χωριό, καμία πόλη! Κι αν ήταν έρημο το κοντινότερο σημείο της Χίου που έβλεπε τώρα μπροστά της στο χάρτη; Αν ήταν απόκρημνη η παραλία του; Έπρεπε να πάει στο Τσεσμέ. Και μάλιστα αύριο το πρωί! Εκεί ίσως κάπως καλλίτερα να προσανατολίζονταν τα σχέδιά της. Να σήκωναν ανάστημα οι ελπίδες της…

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήταν στην αφετηρία των λεωφορείων που πήγαιναν σ’ αυτή τη μικρή πόλη, στο δυτικότερο σημείο της Μικρασίας. Διάφορες γυναίκες και άντρες, παιδιά, γερόντισσες και γέρους, μαζί με πουλερικά, βελέντζες, χαλιά, μπόγους και άλλα πολλά, θα είχε για συνεπιβάτες!... Ευτυχώς αυτό το ταξίδι δε θα κρατούσε και πολλήν ώρα. Η Γιουλμπαχάρ κάθισε στο κάθισμά της πλάι στο παράθυρο και απολάμβανε τη διαδρομή. Το ταξίδι δίπλα στη θάλασσα την είχε συνεπάρει! Δεν είχε ταξιδέψει άλλη φορά τόσο κοντά στο απέραντο υγρό στοιχείο και μάλιστα για τόσην ώρα!... Ένιωσε το νου της ν’ ανοίγει τα σκέλια του, πηδώντας πάνω από κάθε τι γνωστό!... Παρά την ενοχλητική φασαρία που γινόταν γύρω της, αφοσιώθηκε στα δικά της βιώματα κι έτσι πέρασε η ώρα, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει…

 Όταν έφτασαν στον προορισμό τους και κατέβηκε με τη σειρά της από το λεωφορείο, ένιωσε αμήχανη! Ο καθένας από τους επιβάτες κάτι, είχε να κάνει. Κάπου, είχε να πάει και μάλιστα ήξερε τι και πού! Όμως, κι αυτή γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Δεν διέκρινε όμως τον τρόπο!... Από πού ν’ αρχίσει!... Πήρε λοιπόν ένα δρόμο, κι άρχισε να βαδίζει προς τα εκεί που μύριζε θάλασσα!... Σε λίγο πράγματι έφτασε στο λιμάνι!... Ήταν ένα μικρό χαριτωμένο λιμανάκι με ψαροκάικα και θορυβώδεις ψαράδες, που πιο πολύ αστειεύονταν και γελούσαν ο ένας με τον άλλον, παρά έκαναν κάποια δουλειά!... Δεν πλησίασε πολύ κοντά τους, γιατί δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσαν και σε πόσο δύσκολη θέση θα την έφερναν! Μα μπορούσε έτσι να γίνει δουλειά; Η αποστολή που είχε  αναλάβει ήταν αντρική! Αν ήταν άντρας, πόσο άνετα θα τους πλησίαζε και θα έφερνε την κουβέντα εκεί ακριβώς που την ενδιέφερε!...

Απομακρύνθηκε από το λιμάνι παίρνοντας  ένα ανηφορικό δρομάκι και σε λίγο βρέθηκε στην άκρη του χωριού. Κοίταξε προς τα δυτικά που ήταν η Χίος και την είδε! «Αχ θεέ μου!» σκέφτηκε. «Πόσο κοντά είναι!... Θα μπορούσε να πάει κανείς κολυμπώντας!...» Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πήρε την απάντηση στο ερώτημα που της είχε δημιουργηθεί την προηγούμενη νύχτα! Σ’ ένα σημείο της ακτής της, αντίκρισε να ασπρίζουν λίγα σπιτάκια!... Άρα, η απέναντι ακτή της Χίου δεν ήταν έρημη! Υπήρχε ακριβώς εκεί, κάποιο χωριό ή τουλάχιστον κάποιος οικισμός!...

Ο χωματόδρομος σε λίγο τελείωσε και συνεχιζόταν ένα στενό μονοπάτι, ανάμεσα από αγκάθια και θάμνους. Η Γιουλμπαχάρ προχώρησε αρκετά και από εκεί που έφτασε, αντίκρισε απέναντι, στη Χίο, μια φανταστικήν αμμουδιά, τελείως έρημη!... Ήταν μεσημέρι και ό ήλιος έκαιγε! Το μυαλό της εγκατέλειψε τα σχέδια και τις εξερευνήσεις της και χάθηκε στο εδώ και στο τώρα! Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν σ’ εκείνη την αμμουδιά, να γδυθεί ολόγυμνη, να παραδοθεί στη δροσερή αγκαλιά της θάλασσας και κατόπιν στη φιλόξενη και φλογερή θαλπωρή του ήλιου!... Θέλησε να προχωρήσει κι άλλο, να κατέβει στη θάλασσα, αλλά δεν ήξερε αν το μονοπάτι οδηγούσε προς τα εκεί, ή προς το εσωτερικό και αν κάτω στη θάλασσα υπήρχε κάποια αμμουδιά ή η ακτή ήταν βραχώδης. Άλλωστε από το σημείο που είχε φτάσει δεν φαινόταν τίποτα από το χωριό, γιατί το έκρυβε ένας χαμηλός λόφος και ήταν τέλεια ερημιά, που τη φόβισε!... Βέβαια είχε μέσα στην τσάντα της το πιστόλι… Έπειτα, είχε πλήρη ορατότητα και δεν μπορούσε να την αιφνιδιάσει κανείς. Αλλά δεν θα ήταν σωστό να προκαλέσει πιο πολύ, αυτή η ίδια την τύχη της, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο… Υποκύπτοντας στις στιγμιαίες επιθυμίες της, που θα μπορούσαν να γίνουν εμπόδια στα σχέδιά της και να περιπλέξουν τον προγραμματισμό του σκοπού… Τι σημασία είχε, αν η ακτή, σ’ αυτό το σημείο ήταν βραχώδης, ή αμμουδερή! Σκέφτηκε…

Έκανε μεταβολή και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόταν

ότι είχε πλέον μια σημαντική πληροφορία. Ήξερε καλά, πώς ήταν

διαμορφωμένη η περιοχή!... Αυτό της ήταν πάρα πολύ χρήσιμο! Πολύτιμο!... Ήξερε, τι θα ζητήσει από αυτόν που θα φαινόταν πρόθυμος, να πάρει το ρίσκο να την περάσει απέναντι. Κι αν μάθαινε και τ’ όνομα του χιώτικου χωριού, θα ήταν ακόμα καλλίτερα.

…Σε μια στιγμή καθώς πλησίαζε στην κατοικημένη περιοχή, ήρθε στο μυαλό της η εικόνα του μπαμπά της, εκείνη τη βροχερή μέρα του χωρισμού τους!... Όμως, αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν ήταν δακρυσμένο!... Τα αγαπημένα του χείλη ήσαν τραβηγμένα σ’ ένα αχνό, σ’ ένα αμυδρό χαμόγελο!... Σ’ ένα χαμόγελο πού θά ’λεγε ότι έμοιαζε με χαμόγελο ικανοποίησης!...

-Αχ! Τι νόημα άραγε έχει αυτό το χαμόγελο; Ψιθύρισε σα να μιλάει σε κάποιον άλλον.

Πώς είναι δυνατόν την ίδια στιγμή που αυτή ετοιμάζει την απόδρασή της από τη ζωή του, αυτός να χαμογελά; Έπαψε πια να την θέλει κοντά του; Επικροτεί τις κινήσεις της, σα να συμφωνεί κι αυτός, χωρίς να αισθάνεται πόνο, που δε θα τη βλέπει; «Όμως» σκέφτηκε «ένα χαμόγελο μπορεί να φανερώνει τον υπέρτατο πόνο!...» Ένα από αυτά, που μοιάζουν σαν χαμόγελα, για να κρύψουν την τραγωδία που επιφυλάσσει ο αμείλικτος χρόνος, πάνω στις ζωές των ανθρώπων!... Όπως αυτά τα ταξίδια της! Ποιος να της έλεγε, πριν από λίγον καιρό, ότι θα ερχόταν πολύ σύντομα η στιγμή, που θα ήθελε να φύγει από την αγκαλιά του μπαμπά της, από τη συντροφιά του αδελφού της και των άλλων φίλων της, από το χωριό της; Που θα σχεδίαζε να εγκαταλείψει τις σπουδές της και την τόσο ελκυστική φοιτητική ζωή της! Θα τον θεωρούσε ανόητο αν όχι τρελό!... Όμως να που ήρθε το πέρασμα του χρόνου, μαζί με τις καταστάσεις της ζωής που αυτός επέβαλε και την έκανε να διαλέξει τον πιο μακρινό δρόμο που θα μπορούσε να φανταστεί!...    

Βγήκε ξανά στο λιμάνι, που όμως είχε αλλάξει όψη. Είχεν απλωθεί από τη μιαν άκρη του ως την άλλη, η ερημιά του απομεσήμερου!... Δεν υπήρχε ψυχή! Ούτε στα καΐκια! Τώρα της άρεσε πιο πολύ, απ’ ότι προηγουμένως!... Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο, απ’ αυτά που ναρκώνουν το μυαλό κι αφήνουν να διαφαίνονται αλλοπρόσαλλες σκέψεις κάποιου άλλου εαυτού, που πάντα παραμένει άγνωστος, αλλά προσφέρει τόση γλύκα στις αισθήσεις!... Τόση γλύκα, που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν μπορείς να την αντέξεις!... Την κυρίεψε μια μαυλιστική ζάλη! Ήθελε να καθίσει σ’ ένα πεζούλι σε μια σκιά, να κλείσει τα μάτια και να βάλει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της. Ν’ ανασάνει τη μυρωδιά που βγάζουν τα φύκια κι έρχεται από τη μεριά της θάλασσας, καθώς τη σπρώχνει το ελαφρό αεράκι!...

Έμεινε πολλήν ώρα σ’ αυτήν τη στάση… Ο ήλιος, οι θαλασσινές μυρωδιές, ο ζεστός αέρας που φύσαγε πάνω της ανεμίζοντας τα ρούχα της, τη λευκή μαντήλα και τα ξανθά της μαλλιά, διασκέδαζαν ακόλαστα, παρασύροντας στη δίνη των οργίων τους όλα τα κύτταρα του κορμιού της, σ’ ένα μαυλιστικό αισθησιακό χορό ερωτικής θλίψης!... Και ξαφνικά…όλα στη ζωή της έγιναν μια αξεδιάλυτη μάζα!... Ο μπαμπάς της, ο Μιχάλης, ο Οζάλ, οι σπουδές της, οι καϊκτζήδες, έγιναν μια μπάλα, που δεν μπορούσε να διακρίνει τα μόριά της!... Έμεινε έκθαμβη μπροστά σ’ αυτό το όραμα της ψυχής της, που κατέλαβεν αυταρχικά όλον το χώρο των αισθήσεων!... Δεν κράτησε πιο πολύ από μερικές στιγμές αυτή η παρουσία στο είναι της αλλά πρόλαβε να σκεφτεί, ότι αυτή ήταν η πραγματική ελευθερία! Η πραγματικότητα που παραμένει αιώνια έξω από την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπινου είδους!... Η αόρατη πραγματικότητα!...

Πήρε μια βαθειά ανάσα και σηκώθηκε όρθια. Έβγαλε τη μαντήλα,  μάζεψε τα μαλλιά της και την ξαναφόρεσε. Κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς το σταθμό… Το λεωφορείο για τη Σμύρνη αργούσε να ξεκινήσει. Δίπλα από το σταθμό υπήρχε ένα εστιατόριο. Η Γιουλμπαχάρ μπήκε μέσα με θάρρος. Σ’ ένα τραπέζι στη μέση του μαγαζιού κάθονταν τρεις άντρες που μιλούσαν μεγαλόφωνα αλλά μόλις την είδαν να μπαίνει σταμάτησαν και βάλθηκαν να την κοιτάζουν εξεταστικά. Στο βάθος καθόταν μόνος ένας γέρος με τσιγκελωτό μουστάκι. Η Γιουλμπαχάρ προχώρησε άνετη, στάθηκε μπροστά του, και έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς τους άντρες, έσκυψε λίγο και του είπε με σιγανή φωνή, κοντά στο αυτί του, για να μη διακρίνουν οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού, τι του λέει:  

-Θείο…. Να καθίσω μαζί σου να φάω κάτι; Ζαλίζομαι!...

Ο γέρος την κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος.

-Και το ρωτάς κόρη μου; Να κάτσεις βέβαια! Ποιανού είσαι;

Η Γιουλμπαχάρ κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα δίπλα του, φροντίζοντας να έχει γυρισμένη την πλάτη της προς τους άντρες και του απάντησε με σιγανή φωνή:

-Είμαι φοιτήτρια του πανεπιστήμιου της Άγκυρας θείε και ήρθα εδώ για μια εργασία χαρτογράφησης της περιοχής.

-Τι μου λες κόρη μου; Μίλα λίγο πιο δυνατά! Δεν ακούω. Ποιανού είπες ότι είσαι;

Η Γιουλμπαχάρ επανέλαβε λίγο πιο δυνατά την απάντησή της, γιατί έπρεπε να ικανοποιήσει την περιέργεια του γέρου. Αυτός άκουσε, αλλά δεν κατάλαβε!... Φοιτήτρια… Πανεπιστήμιο… Χαρτογράφηση… Άγνωστες έννοιες, άγνωστοι κόσμοι, για μια ανεμοδαρμένη από τους στροβιλισμούς του χρόνου ύπαρξη!...

Έτρωγε το φαγάκι της κι έπινε το νεράκι της λίγο βιαστικά γιατί έπρεπε να φύγει από το ταβερνάκι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Οι τρεις άντρες είχαν από ώρα σταματήσει να μιλάνε δυνατά και κάτι σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους που της φάνηκε κάπως ύποπτο και την ανησυχούσε. Πράγματι δεν είχε προλάβει ακόμα να καταπιεί την τελευταία μπουκιά της και ό ένας από τους τρεις σηκώθηκε και ήρθε από πάνω της.

-Ποια είσαι χανούμ και τι ήρθες σ’ εμάς; Τι θες;

Η Γιουλμπαχάρ σήκωσε δειλά το κεφάλι, τον κοίταξε, αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί τι πρέπει ν’ απαντήσει, ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον πάγκο:

-Και τι σε κόφτει εσένα μπίρο μ’ τι θέλει το κορίτσι και ρωτάς; Φοιτήτρα είναι κι ήρθε για να σώσει τα παιδιά σου! Δεν είναι για του λόγου σου!... Τράβα λοιπόν  παλουκώσου στην καρέκλα σου κι αν μούδιασε ο κώλος σου πήγαινε να στρωθείς εκεί που σε παίρνει…

-Α, έτσι γένεται; Εσύ ξέρεις…

Είπε ο τύπος και ξανακάθισε μαζί με τους φίλους του.

Η Γιουλμπαχάρ κοίταξε τον μαγαζάτορα με μεγάλη συμπάθεια. Όταν είχε έρθει να πάρει την παραγγελία, τον είχε φοβηθεί! Ήταν σοβαρός στα όρια του βλοσυρού, με σχετικά μακρύ κατσαρό γκρίζο μαλλί που κάλυπτε άτακτα το μέτωπό του, αξύριστος με ασπρόμαυρα άγρια γένια. Ευτυχώς φαίνεται ότι κρυφάκουσε τη συζήτησή της με το γέρο, κατάλαβε περισσότερα απ’ ότι αυτός και πήρε το μέρος της στην φανερή απόπειρα του τύπου, να την μπλέξει σε περιπέτεια!... Τον ευχαρίστησε με μια γλυκιά ματιά κι ένα φοβισμένο χαμόγελο, που κατάφερε να μαλακώσει λίγο το θυμωμένο του πρόσωπο.

Η ώρα όμως είχε περάσει. Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, πλησίασε στην εξωτερική μεριά του πάγκου, πλήρωσε τον καταστηματάρχη και αφού τακτοποίησε ένα άτακτο τσουλούφι των μαλλιών της κάτω από το μαντήλι, βγήκε με σεμνό βηματισμό, χαιρετώντας τον γέρο  που της έκανε συντροφιά την ώρα που έτρωγε και συγχρόνως την κάλυπτε από ενδεχόμενες προκλητικές κινήσεις που θα έκαναν οι τρεις άξεστοι άντρες που κάθονταν στο παρακείμενο τραπεζάκι της ταβέρνας…  

Όταν έστριψε στη γωνιά κι έφτασε στο σταθμό του λεωφορείου ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι εκεί οι γνωστοί ταξιδιώτες με τα ίδια μπαγκάζια τους. Σαν να μην είχαν άλλη δουλειά να κάνουν, από το να πηγαινοφέρνουν τους μπόγους τους από τη Σμύρνη στο Τσεσμέ, για να περνά η ώρα! Για να γεμίζει η άδεια ζωή τους…  Αμέσως όμως μετάνιωσε, γιατί κατάλαβε ότι αυτή της η σκέψη ήταν αμαρτωλή και έδειχνε περιφρόνηση προς όλους τους απλούς αυτούς ανθρώπους και τα προβλήματα που τους δημιουργούσε αυτή τους ακριβώς η απλότητα. Σα να μην υπήρχαν άλλες σκοτούρες, εκτός από τις δικές της!...  Και σαν όλοι, να είχαν το ίδιο πρόσωπο! Ενώ τώρα που παρατηρούσε πιο προσεκτικά, διαπίστωνε ότι όλα ήσαν καινούρια πρόσωπα και κανείς απ’ αυτούς δεν υπήρχε στο ταξίδι του πηγαιμού! Μόνον αυτή!... Άρα μόνον αυτή πηγαινοέρχεται κουβαλώντας τα προβλήματά της, έναν τεράστιο μπόγο, σαν εκείνον τον αρχαίο Έλληνα που έζησε εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, έγινε γνωστός σ’ όλον τον τότε κόσμο και τον θυμούνται μέχρι σήμερα, για το μαρτύριό του!... Να κουβαλάει το βράχο στη μυστηριώδη σουβλερή κορυφή ενός βουνού και μόλις τον αφήνει ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την κορφή για να ξεκουραστεί  λίγο και να σκουπίσει τον ιδρώτα του, αυτός να κατρακυλά και να πέφτει από την αντίθετη πλαγιά του βουνού!... Και τι διαφορετικό είχε κάνει αυτή από εκείνον; Τίποτα! Μαρτύρησαν και οι δύο την αλήθεια!... Αυτός, ο αρχαίος Έλληνας, ενάντια στην αδικία που έκανε ο θεός Δίας κλέβοντας μιαν αθώα κοπέλα από την οικογένειά της και αυτή, η μικρή Γιούλυ, ενάντια στο κατεστημένο, του διαχωρισμού του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του, που επιβάλλεται από το κράτος και τη θρησκεία!...

…Το θαλασσινό αεράκι, καθώς έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου την ξεκούραζε από την αγωνία της. Άρχισε πια να απολαμβάνει πιο ανθρώπινα την εκδρομή της. Πρόσεχε τι γινόταν γύρω της, και δεν προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο, που της προκάλεσαν οι αντιρρήσεις ενός στρουμπουλού μπόμπιρα, στις προτροπές της μαμάς του να μη φωνάζει δυνατά, γιατί ενοχλεί τους συνταξιδιώτες του:

-Μωρ’ δεν πλέρωσα; Μωρ’ θα φωνάζω!... 

Όταν έφτασε στη Σμύρνη, προμηθεύτηκε τα ποτά της και τα τσιγάρα της και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο. Πήρε το κλειδί και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Ήθελε να μείνει μόνη της, για να συνοψίσει τις σημερινές της εμπειρίες και να σκεφτεί τι θα κάνει στη συνέχεια. Άλλωστε ήδη σκοτείνιασε και όπως είχε καταλάβει, στη Σμύρνη, νύχτα απέφευγαν ακόμα και οι άντρες να κυκλοφορούν χωρίς ιδιαίτερο λόγο… Γδύθηκε ολόγυμνη και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη λίγην ώρα… Κάποια στιγμή χαμογέλασε ικανοποιημένη με το θέαμα του εαυτού της, και φόρεσε το νυχτικό της.

     Έβαλε ποτό στο ποτήρι της, κάθισε στο σκαμπό μπροστά στον καθρέφτη  και άναψε τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό της, καθώς καθρεφτιζόταν απέναντί της. Κοιτούσε απορημένη όχι μόνο με αυτό που έβλεπε, αλλά και με τις άλλες σκέψεις που της προκαλούσε η εικόνα που εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια της!...

Συνδύαζε το ελαφρώς μελαμψό δέρμα, με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα   βαθυπράσινα μάτια!... Αν μπορούσε να τα δει όλ’ αυτά με τα μάτια του Μιχάλη!... Όμως αυτό, δε θα το κατόρθωνε παρά μόνον αν ήταν θεά! Μόνον η θεϊκότητα μπορούσε να προικίσει έναν άνθρωπό με παρόμοιες ιδιότητες. Και τότε, ήρθε άμεσα στη σκέψη της η Θεά Άρτεμη! Μια από τις θεές που λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες και της είχαν χτίσει ναό σ’ αυτήν την περιοχή! Κοντά στο  Κουσάντασι. Το νησί των πουλιών, των μελισσών και των ελαφιών, έτσι όπως το χαρακτήριζαν εκείνην τη μακρινή εποχή!... Θα μπορούσε άραγε να το επισκεφθεί αυτό το μέρος;

Καθώς κοιτούσε το πρόσωπό της λοιπόν να χάνεται μέσα στους καπνούς και να ξαναεμφανίζεται όπως οι καπνοί διαλύονταν, της φάνηκε σα να ήταν το πρόσωπο της θεάς!... Η Θεά Άρτεμη με το μελαμψό πρόσωπο και τα πυρόξανθα μαλλιά!... Και τότε αυτή η ίδια που είναι μπροστά σ’ αυτό το πρόσωπο και το βλέπει; Ποια ήταν; Σίγουρα ήταν κάποιος άνθρωπος!... Αλλά ποιος; Ήταν κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος; Ή ήταν η ανθρωπότητα ολόκληρη; …Πάντως η Γιουλμπαχάρ δεν ήταν!... Γι’ αυτό το πράγμα, είχε μια παράξενη βεβαιότητα!...

Σηκώθηκε όρθια και της φάνηκε ότι πετούσε! Ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό της το σημερινό, που της άρεσε πάρα πολύ! Κοίταξε το μπουκάλι και διάβασε την επιγραφή της ετικέτας του. Μπράντι έγραφε. Θα έπρεπε να το συγκρατήσει στο μυαλό της και να αγοράζει από αυτό το ίδιο ποτό! Ποιος ξέρει; Μπορεί να είχε κάποια σχέση με το Νέκταρ, που έπινε η Θεά!... Έβγαλε το νυχτικό της και άρχισε να χορεύει! Αργά! Νωχελικά! Κουνώντας το κορμί της, σύμφωνα με τις κινήσεις του φιδιού!...  Και να που πάλι θυμήθηκε τη νύχτα που κάπνιζαν μαζί με τον Μιχάλη στην άκρη του κρεβατιού της, μετά από τη θεϊκή ένωσή τους!... Τα μάτια του ήσαν ορθάνοιχτα καθώς την κοιτούσε! Και η λατρεία ήταν ζωγραφισμένη μέσα σ’ αυτά!... Τότε δεν την είχε διακρίνει αυτήν τη λατρεία! Την έκανε αόρατη στα μάτια της, η σαρκική ηδονή!... Τώρα όμως την έβλεπε καθαρά! Μέσα στον καθρέφτη! Όμως, μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη που βρισκόταν μπροστά της, καθρεφτιζόταν η Θεά! «Αχ ναι η Θεά!...» σκέφτηκε και συνέχιζε να χορεύει… Η θεά αυτή, που έβλεπε τώρα, όχι με τα δικά της τα μάτια, αλλά με τα μάτια του Μιχάλη: Η Θεά, με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα βαθυπράσινα μάτια!...   

…Την άλλη μέρα, ετοίμασε τη βαλίτσα της για αναχώρηση από τη Σμύρνη! Το αποφάσισε μόλις ξύπνησε, μέσα στην αχλή της πρωινής της ζαλάδας, από τα χθεσινοβραδινά διονυσιακά της όργια!...  Κατέβηκε στη ρεσεψιόν, πλήρωσε το λογαριασμό και ρώτησε τον υπάλληλο, πού ήταν η αφετηρία των λεωφορείων για το Κουσάντασι. Έφτασε στο σταθμό την ώρα που το λεωφορείο αναχωρούσε! Έτρεξε κι έκανε νόημα στον οδηγό να την περιμένει. Την ώρα που ανέβαινε τα σκαλιά του λεωφορείου γύρισε και κοίταξε τον οδηγό λέγοντάς του ευχαριστώ ενώ αυτός την κοιτούσε με πονηρό χαμόγελο και της έλεγε:

-Άιντε χανούμ! Άργησες! Σε πλάκωσε το πάπλωμα από βραδύς!... …«Τι να κάνουμε;» σκέφτηκε η Γιουλμπαχάρ «Όλα μέσα στη ζωή κινούνται! Όσο πιο πολλά μπορείς να ανεχθείς και να ξεπεράσεις, από τις κακόβουλες και κακότροπες πράξεις των άλλων, τόσο πιο σταθερά, ανώδυνα και απαράκλητα κατευθύνεσαι προς το σκοπό σου!... »

Δε βρήκε θέση για να καθίσει, αλλά ούτε χειρολαβή για να κρατηθεί, γιατί όλες ήσαν κομμένες! Έτσι  αναγκάστηκε να στηριχτεί στο κάθισμα που ήταν μπροστά της. Δυο ώρες σ’ αυτή την ασφυκτική ατμόσφαιρα με τους μπόγους που σχημάτιζαν οι άνθρωποι αγκαλιασμένοι με τις ανάγκες τους, το παιδομάνι με τα χυμένα του γάλατα, τους εμετούς του και τις ακαθαρσίες του, μ’ αυτή τη μπόχα!... Που ανάδυαν οι εφαρμογές του χριστιανικού ρητού «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι»! Αυτή η αύξηση, πού άραγε θα μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία μας, αν όχι στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; 

Ήταν γυρισμένη προς την πλευρά της θάλασσας και προσπαθούσε ν’ ανασάνει την αύρα της, για να απαλύνει αυτήν την απαίσια μυρωδιά της ανθρωπίλας που την έπνιγε, όταν μες από φωνές παιδικές, γυναικείες και αντρικές ένιωσε ένα σώμα να κολλάει πίσω της, και μια μυρωδιά από βρωμερό χνώτο να χύνεται στο σβέρκο της! Αντανακλαστικά γύρισε το πρόσωπό της και το ξαναγύρισε μπροστά αηδιασμένη. Ήταν ένας μεσόκοπος κακοσχηματισμένος άντρας με κοκκινισμένα μάτια, γλοιώδη χείλια και την έκφραση του ηλίθιου στο πρόσωπό του! Φώναζε προς το μέρος της γυναίκας του:

- Πάρ’ τα στο κάθισμα! Δεν μπορώ να κάτσω άλλο… Προτιμάω να μείνω όρθιος!...

-Κάτσε κάτω μπρε και πάρε και κανένα πάνω σου! Δεν τα μπορώ όλα μόνη μου!

Του απαντούσε η γυναίκα του. Παχιά, κοντή σαραντάρα, με μια τεράστια μαύρη τριχωτή ελιά στο μάγουλο κοντά στη μύτη. Μιλούσαν για τα τέσσερα μωρά τους που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν στρίβοντας από ’δω κι από ’κει τα κορμάκια τους, σκουντώντας το ένα το άλλο και κλαίγοντας…

Ο άντρας έβηξε και κόλλησε πιο σφιχτά πάνω στη Γιουλμπαχάρ, που ήταν ακινητοποιημένη ανάμεσα στους μπροστινούς της και την άκρη της πλάτης του καθίσματος. Το λεωφορείο είχε αναπτύξει ταχύτητα και καθώς όλα κουνιόνταν μέσα σ’ αυτό, τριβόταν κι ο μεσόκοπος πάνω στη Γιουλμπαχάρ, που δεν έβλεπε καμία διέξοδο από την ξαφνική φρίκη, που τη βρήκε τόσο αναπάντεχα! Κι όταν πια βεβαιώθηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο, για το τι γινόταν πίσω από την πλάτη της, η απόγνωση, τής έφερε ζάλη, σκοτείνιασαν όλα γύρω της,  μούδιασαν τα πόδια της και ήταν έτοιμη να σωριαστεί!...

Τότε εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός!... Ένιωσε ξαφνικά να ελευθερώνονται τα οπίσθιά της από τον «άντρα», ένα χέρι να την αγγίζει στον ώμο και μια φωνή να της λέει:

- Έλα κορίτσι μου να καθίσεις στο κάθισμά μου. Έχεις κιτρινίσει!

Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα νέο άντρα όρθιο να την καλεί δείχνοντάς της ένα άδειο κάθισμα στην απέναντι πλευρά του λεωφορείου.

-Ξέρετε… ήμουν…

Ψέλλισε η Γιουλμπαχάρ άπνοα, αλλά την διέκοψε ο νέος:

-Ξέρω! Ξέρω… Κάθισε όμως τώρα στο κάθισμα να συνέλθεις… Θέλεις λίγο νερό; Λίγο νεράκι ρε παιδιά! Για την κοπέλα… Έχει κανείς;

Η γυναίκα με την ελιά προθυμοποιήθηκε πρώτη απ’ όλους.

-Να. Έλα. Πάρε. Νεαρέ!

     Άπλωσε το χέρι της που κρατούσε ένα μεταλλικό μπουκάλι…

Και πώς να μην προθυμοποιηθεί, αφού ήταν ο μόνος μάρτυρας του τι γινότανε μπροστά στα μάτια της!... Τολμούσε όμως να πει κουβέντα; Ο «άντρας» της δεν αστειευόταν!... Τον ήξερε καλά από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις… Και τώρα που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη χθεσινοβραδινήν οινοποσία του… Εν τω μεταξύ  αυτός είχε λουφάξει με τα παιδιά πάνω στα πόδια του και τα μούτρα κολλημένα στο τζάμι του παραθύρου μελετώντας με προσποιητή προσοχή …τα φτερουγίσματα των γλάρων!... 

Η Γιουλμπαχάρ άρχισε να συνέρχεται σιγά-σιγά από τη στιγμή που κάθισε, αλλά κυρίως που λυτρώθηκε από το βραχνά!... Το πρόσωπό της βρήκε πάλι τη ρόδινη όψη του και γύρισε προς το νέο που καθόταν όρθιος από πάνω της παρακολουθώντας την κατάστασή της και ακουμπώντας με τα χέρια ανοιχτά, στις πλάτες δύο διαδοχικών καθισμάτων. Του χαμογέλασε ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ, αυτό όμως που άξιζε περισσότερο δεν ήταν το ευχαριστώ!... Ήταν το χαμόγελο, που συνοδευόταν από ένα παθητικό σμίξιμο των βλεφαρίδων, σημάδι εμπιστοσύνης και τρυφερότητας, που της ενέπνευσε ο άντρας που το εισέπραξε!...

Να λοιπόν, που αν δεν υπήρχε ο χυδαίος μεσόκοπος ή η σιχαμερή συμπεριφορά του, δε θα υπήρχε ούτε ο ευγενικός νεαρός ή η γοητευτική παρουσία του! Κι αν μείνουμε στις παρουσίες και τις συμπεριφορές, λίγο το κακό. Αν δηλαδή η Γιουλμπαχάρ δεν είχε ταξιδέψει, δε θα εμφανιζόταν μπροστά της, ούτε ο σιχαμερός μεσόκοπος, ούτε ο γοητευτικός νέος. Αυτοί θα υπήρχαν. Δηλαδή ο χυδαίος μεσόκοπος και ο ευγενικός  νέος, θα υπήρχαν.  Δε θα υπήρχε βέβαια το ταξίδι της Γιουλμπαχάρ, αλλ’ αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η χυδαιότητα και η ευγένεια θα υπήρχαν. …Αν προχωρήσουμε πιο πέρα όμως, το κακό παύει να είναι μικρό! Γίνεται μεγάλο! Αν δηλαδή δεν υπήρχε ο χυδαίος μεσόκοπος δεν θα υπήρχε ούτε ο γοητευτικός νέος! Γιατί η γοητεία του νέου εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με την εκδήλωση της χυδαιότητας του μεσόκοπου!... Και τι θα υπήρχε τότε; Η ανυπαρξία!... Αφού λοιπόν η ανυπαρξία του κακού συνεπάγεται την ανυπαρξία και του καλού, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι στύλοι πάνω στους οποίους στηρίζεται η ύπαρξη, είναι τα δίπολα των αντιθέτων! Θέση και αντίθεση φτιάχνουν τη σύνθεση. Που είναι η ύπαρξη!...

Γιατί λοιπόν η  κάθε θρησκεία προσπαθεί να εξαφανίσει το κακό; Για να εξαφανιστεί και το καλό; Και σαν συνέπεια, να εξαφανιστεί κάθε ύπαρξη; Η ύπαρξη όμως, δεν είναι υποχρεωμένη να υπακούσει στη θρησκεία και να εξαφανιστεί επειδή το θέλει αυτή!... Δεν μπορεί να το πετύχει αυτό καμιά θρησκεία! Δεκάδες χιλιάδες χρόνια το προσπαθούν αυτό οι θρησκείες, αλλά δεν το έχουν καταφέρει. Γιατί η ύπαρξη είναι μεγαλύτερη δύναμη από τη θρησκεία!... Με τα σημερινά λοιπόν δεδομένα, το κακό είναι ακατανίκητο! Όπως και το σκοτάδι… Αν εξαφανιστεί το σκοτάδι θα εξαφανιστεί και το φως!... Θα εξαφανιστεί, κάθε μορφή ζωής πάνω στη γη!... και όλοι αυτοί που ήθελαν να εξαφανίσουν το κακό πόσο συμπαθείς φαίνονταν στα μάτια του νου της Γιουλμπαχάρ… Γιατί ήσαν το καθ’ εαυτό κακό! Που δε θα έπρεπε να εξαφανισθεί με καμία δύναμη! Γιατί αυτοί, όπως και οι αντίθετοι, που ήθελαν να εξαφανίσουν το καλό, ήσαν οι εγγυητές για την ύπαρξη του κόσμου…

Η Γιουλμπαχάρ, κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσε κάτι σαν λύτρωση!... Αφού ήταν απαραίτητος ο χυδαίος μεσόκοπος για να υπάρχει ο γοητευτικός νέος, γιατί να νιώθει τόσο άσχημα γι αυτό που της συνέβη; Αν δεν έμπαινε στο δρόμο της αυτός ο απαίσιος άνθρωπος, ίσως δε θα γνώριζε το παλικάρι με το όμορφο πρόσωπο, τα σγουρά μαλλιά και την ευγενική συμπεριφορά! Πόσα τέτοια περιστατικά θα είχε χάσει, όταν στο ταξίδι της από την Άγκυρα στη Σμύρνη, είχε επιλέξει να ταξιδέψει στην πρώτη θέση!... Όλα λοιπόν στη ζωή έχουν το αντίβαρό τους! Κέρδος σε κάτι, σημαίνει χάσιμο κάπου αλλού! Κι αν μας είναι ορατό μόνο το κέρδος, είναι επειδή δεν ξέρουμε να ψάχνουμε! Αν ψάξουμε καλά θα το βρούμε και το χάσιμο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν χάνουμε κάτι! Την ίδια στιγμή, κάπου αλλού, έχουμε κάποιο κέρδος! Δεν μπορούμε να το δούμε όμως και κλαίμε μόνο για το χαμένο! Αν ψάξουμε σωστά όμως και βρούμε και το κερδισμένο, τότε το κλάμα θα σβήσει μ’ ένα χαμόγελο!...

Η Γιουλμπαχάρ χαμογέλασε καθώς περίμενε να περάσει το ζευγάρι των μεσόκοπων με τα πανέμορφα τέσσερα μωρά τους και τ’ αμέτρητα μπαγκάζια τους… Ο άντρας τα φόρτωσε όλα στην πλάτη του και το ένα μωρό στην αγκαλιά του, ενώ η γυναίκα με την ελιά κράταγε το ένα στην αγκαλιά και τ’ άλλα δυο απ’ το χέρι… Όταν η Γιουλμπαχάρ κατέβηκε τα σκαλιά του λεωφορείου, βρήκε το νεαρό να την περιμένει.

-Πώς είσαι; Τη ρώτησε μ’ ενδιαφέρον.

-Μια χαρά! Του απάντησε Σ’ ευχαριστώ!

-Τίποτα δεν έκανα ματάκια μου. Να ’σαι καλά!... Δε σε περιμένει κανείς;

-Όχι. Του απάντησε.

-Έχεις πού να μείνεις;

-Θα μείνω σε ξενοδοχείο. Ξέρεις μήπως κάποιο καλό;

-Ναι. Εγώ είμαι από ’δω. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα. Έλα να σε πάω. Δεν είναι μακριά…

Ο νεαρός σήκωσε τη βαλίτσα της και προχώρησαν προς το βάθος του δρόμου.

-Πώς σε λένε; Τη ρώτησε.

-Γιουλμπαχάρ… Εσένα;

-Ναζίμ… Ήρθες για κάποια δουλειά στα μέρη μας;   

-Ναι… Σπουδάζω στην Άγκυρα και ήρθα για λίγες μέρες εδώ, να επισκεφθώ τον αρχαιολογικό χώρο, για μια εργασία που θα κάνω με τον καθηγητή μου.

-Μμ, εσύ ανήκεις στις θεωρητικές επιστήμες… Εγώ σπουδάζω στο Ίνσταμπουλ… 

Έστριψαν αριστερά και έφτασαν μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου.

-Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας… Της είπε χαμογελώντας. Ελπίζω να σε ξαναδώ όμως. Η πόλη μας είναι μικρή. Και είναι πολύ πιθανές οι συναντήσεις!... Χάρηκα που σε γνώρισα!...

-Γεια σου! Και σ’ ευχαριστώ για όλα!... Του είπε.

-Μη μ’ ευχαριστείς! Δεν έκανα και τίποτα!... Της είπε και την αποχαιρέτισε με μια κίνηση του χεριού του.

Σήκωσε τη βαλίτσα της και ανέβηκε τα δυο τρία σκαλιά του ξενοδοχείου… Άλλα δωμάτια ήσαν στο ισόγειο και άλλα στον όροφο. Ευτυχώς της έτυχε ένα στον όροφο, που ήταν ψηλά και είχε ανοιχτό χώρο μπροστά του. 

Άρχισε να νυχτώνει. Η θέα από την  μπαλκονόπορτα του δωματίου της ήταν μαγευτική!... Ο ήλιος δεν είχε πολλήν ώρα που είχε δύσει και η  πορφύρα που είχε κατακλύσει τον ορίζοντα μάκραινε τη ματιά σε απύθμενα βάθη μεταφυσικών αναμνήσεων και οδηγούσε τις αισθήσεις σε τόπους παραμυθένιους! Νοσταλγικούς!... Τα ζωγραφισμένα σύννεφα προς τη δύση, πάνω από τη μισοσκότεινη θάλασσα της ελληνικής γης, άλλαζαν σε σχήματα, που έμοιαζαν να ζωντανεύουν τις ερωτικές περιπτύξεις του Έρωτα και της Ψυχής και τις περιπέτειες τους, μέχρι να κατακτήσουν τη θέση τους στον Θεϊκό Όλυμπο!... Αυτές οι εικόνες, μάγευαν τη νεαρή γυναίκα και οδηγούσαν τη σκέψη της σε άλλες εποχές, όπου όλα ήσαν στην αρχή τους!... Και περίμεναν την αμαζόνα Έφεσο να ξεκινήσει τη δημιουργία! Πόσο παράξενες γυναίκες ήσαν οι αμαζόνες!... Πώς κατάφερναν να νικούν τους στρατούς των αντρών! Το γυναικείο μυαλό είχε επινοήσει διάφορες  παραλλαγές στα συμβατικά όπλα της εποχής, που τα μετέτρεπαν σε ακαταμάχητα εργαλεία και τις βοηθούσαν τη στιγμή της μάχης, αντισταθμίζοντας τη φυσική μυϊκή τους αδυναμία απέναντι στους άντρες και τις έκαναν να τους επιβάλλονται!... Να μπορούσε να τις μιμηθεί!...

Η ξηρά στα αριστερά της προχωρούσε πολύ μακριά, βαθειά στη θάλασσα και από ένα σημείο και πέρα που δε διακρινόταν, πρέπει να ήταν το ελληνικό νησί, η Σάμος. Αχ να υπήρχε κάποια γέφυρα, να την περάσει και να βρεθεί στη μαγεία της ελευθερίας! Στη χώρα του Μιχάλη! Του κυρίαρχου της καρδιάς της!... Αύριο, υποσχέθηκε στον εαυτό της, ότι θα ξυπνήσει όσο πιο νωρίς μπορέσει και θα πάει στις αρχαίες κολώνες! Στον ιερό χώρο που σκορπίζει την αύρα του χιλιάδες χρόνια τώρα, σ’ αυτόν τον αέρα που φυσάει ανάλαφρος, της χαϊδεύει το πρόσωπο και τον αναπνέει την κάθε στιγμή! Και από εκεί θα ψάξει το πέρασμα προς τη Σάμο. 

Ξάπλωσε νωρίς στο κρεβάτι και καθώς η σκέψη της βρισκόταν λουσμένη με την αγνότητα του πανάρχαιου κόσμου, την πήρε ο ύπνος πολύ γρήγορα. Τυλιγμένη στο τρισευτυχισμένο σεντόνι της χωρίς αυτή να υποψιάζεται την ευτυχία του, αυτό το μικρό χαριτωμένο ανθρώπινο μυαλουδάκι ξεκουραζόταν ανυποψίαστο για το τι νιώθει το σεντόνι της καθώς αγκαλιάζει το σώμα της για το ποιος περνά έξω, στο σκοτεινό και έρημο δρόμο, ποιος κοντοστέκεται και κοιτά προς το μπαλκόνι της!...

… Σε μια στιγμή, λέει το όνειρο, άκουσε σούσουρο έξω στο δρόμο!... Σα να μαζεύονταν σιγά-σιγά άνθρωποι και μίλαγαν για κάτι σοβαρό που συμβαίνει, στην αρχή ψιθυριστά και καθώς όλο και μεγάλωνε το πλήθος, οι ψίθυροι έγιναν πιο δυνατοί! Προσπάθησε να καταλάβει τι έλεγαν αλλά δεν τα κατάφερνε σα να μιλούσαν κάποιαν άλλη γλώσσα ή διάλεκτο! Ο θόρυβος από τις ομιλίες τους δυνάμωνε μέχρι που μερικοί φώναζαν και κάτι απαιτούσαν που είχε σχέση μ’ αυτήν! Ήθελαν να την βγάλουν έξω στο δρόμο! Αλλά γιατί; Ήθελαν να την δει η περίπολος που θα περνούσε σε λίγο, για αναγνώριση! Μα γιατί; Δεν είχε κάνει κάποιο έγκλημα! Το μόνο της έγκλημα ήταν ότι δεν ήταν πια παρθένα! Και ότι τους είχε πει ψέματα ότι είχε έρθει για χαρτογράφηση και για κάποια εργασία του καθηγητή της για τα αρχαία και ότι είχε σκοπό να δραπετεύσει από την πατρίδα της και να αλλάξει τη θρησκεία της! Θα γινόταν ένας εξωμότης! Αχ θεέ μου, θα την λιθοβολούσαν! Έπρεπε να σηκωθεί αμέσως να ξεφύγει! Να γλυτώσει!... Οι φωνές έγιναν πολύ άγριες: Η περίπολος! Νά την! Πλησιάζει! Έφτανε! Έπρεπε ν’ ανεβούν επάνω να την κατεβάσουν για αναγνώριση! Έπρεπε να προλάβουν, πριν η περίπολος διαβεί και φύγει! Γρήγορα! Γρήγορα!  

Έκανε να σηκωθεί αλλά αργούσε! Το σώμα της το ένοιωθε βαρύ και τις κινήσεις της μουδιασμένες, ενώ αντίθετα τα βήματά τους ακούγονταν γρήγορα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά! Ήταν χαμένη!...  

-Μπαμπάαα!... Φώναξε σπαραχτικά μ’ όλη της τη δύναμη και πετάχτηκε από το μαξιλάρι… Άνοιξε τα μάτια γεμάτη φόβο, στηρίχτηκε στα χέρια της πάνω στο στρώμα και βάλθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ν’ αφουγκράζεται και να στριφογυρνάει το βλέμμα της μέσα στο δωμάτιο λαχανιασμένη, μήπως αντιληφθεί να συμβαίνει κάτι…

….Όλα ήσαν σιωπηλά, έρημα και σκοτεινά!...

 Όταν τελικά βεβαιώθηκε ότι παντού επικρατεί ησυχία και ότι δεν ήταν παρά ένα όνειρο, την έπιασαν τα κλάματα… Άναψε το φως και σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι κρεμώντας τα πόδια της στο πλάι του. Γρήγορα συνήλθε από την αγωνία του ονείρου. Άναψε τότε κι ένα  τσιγαράκι για να παρηγορηθεί και να ηρεμήσει τελείως και αφού το κάπνισε μέχρι το τέλος του, ξάπλωσε πάλι στο κρεβατάκι της…       

Πρωί-πρωί ξύπνησε ορεξάτη και ζωηρή. Ετοιμάστηκε χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση και βγήκε στο δρόμο. Κατευθύνθηκε  προς το λεωφορείο του πρακτωρίου, που είχε φροντίσει να μάθει από τον υπάλληλο της ρεσεψιόν προς ποια κατεύθυνση ήταν. Το μικρό χωριουδάκι που ήσαν τα αρχαία λεγόταν Αγιασολούκ. Άγιος Θεολόγος. Από το όνομα του καλλίτερου μαθητή του Χριστού! Είχε πάει στο μέρος εκείνο μαζί με τη μητέρα του Χριστού, που όπως λένε πέθανε εκεί. Όμως τον αρχαιολογικό χώρο τον αποτελούσαν τα ερείπια της της αρχαίας ελληνικής πόλης Εφέσου. 

Στο λεωφορείο αυτή τη φορά δεν ταξίδευαν πολλοί συμπατριώτες της. Υπήρχαν και πολλοί ξένοι που μίλαγαν διάφορες γλώσσες! Κάτι ήταν κι αυτό. Έβλεπε και άλλους ανθρώπους, από άλλες χώρες… Οι κοπέλες φορούσαν όμορφα και πολύχρωμα ρούχα, εφαρμοστά στη μέση και  τους γοφούς και σχεδιασμένα με τρόπο, που προσέφερε στην ομορφιά τους κάτι θετικό, τονίζοντας τη θηλυκότητά τους! Δεν ήσαν κι άσχημα! Της άρεσαν και θα ’θελε να ντυνόταν κι αυτή έτσι!... Ήσαν ευρωπαϊκά ρούχα και όταν θα πήγαινε κι αυτή στην Ελλάδα θα της δινόταν η ευκαιρία να κυκλοφορεί στους δρόμους σαν Ευρωπαία!...

Σε μια στιγμή μια ξανθιά παχιά σαραντάρα με αγριωπό πρόσωπο που έτυχε να κάθεται δίπλα της, κάτι της είπε σε ερωτηματικό τόνο που δεν κατάλαβε, γιατί μιλούσε μάλλον στα αγγλικά. Η Γιουλμπαχάρ της χαμογέλασε και της έκανε νόημα ότι δεν καταλαβαίνει, μα αυτή της απάντησε με έναν απορριπτικό μορφασμό γεμάτο περιφρόνηση που όχι μόνο δεν φρόντισε να κρύψει, αλλά αντίθετα τον τόνισε προκλητικά!... Ήσαν τόσο άνετοι οι Ευρωπαίοι;  

Έφτασαν στο χωριό και όλοι οι ξένοι πήραν αμέσως κάποια κατεύθυνση. Η Γιουλμπαχάρ ρώτησε τον οδηγό του λεωφορείου κατά που ήσαν τα αρχαία και αυτός τη συμβούλεψε να ακολουθήσει τους ξένους, γιατί κι εκείνοι στα αρχαία πήγαιναν. Τους πήρε από πίσω και προχωρούσε με γρήγορο βήμα. Όλοι ήσαν βιαστικοί. Ο ήλιος ήταν αρκετά ψηλά και έκαιγε!...

Ενώ στη διαδρομή μιλούσαν μεγαλόφωνα, μόλις μπήκαν στον αρχαιολογικό χώρο, έμειναν όλοι σιωπηλοί! Περιεργάζονταν τις αρχαίες πέτρες μελετώντας κάτι βιβλιαράκια και είχαν αφοσιωθεί σ’ αυτά… Η Γιουλμπαχάρ μετά από λίγην ώρα βαρέθηκε. Βρισκόταν ανάμεσα σε ερείπια! Λίγα σκόρπια κομμάτια από σπασμένες κολώνες εδώ κι εκεί, που δε θύμιζαν καθόλου τις σχηματικές αναπαραστάσεις των ναών, των θεάτρων και των ανάγλυφων που είχε δει σε κάποιο βιβλίο!...

Δεν περίμενε να έχει περάσει από αυτόν τον τόσο ιερό χώρο τέτοιος βανδαλισμός! Τέτοια καταστρεπτικότητα! Βέβαια υπήρχαν και οι φυσικοί παράγοντες που επιδρούσαν δυόμισι χιλιάδες χρόνια πάνω σ’ αυτά τα αρχαία κτίσματα, θεομηνίες, σεισμοί, προσχώσεις του ποταμού που περνούσε πολύ κοντά στην αρχαία αυτή πόλη… Όμως τα ερείπια που σκορπίστηκαν όταν πιθανόν γκρεμίστηκαν τα κτήρια τι έγιναν; Όλ’ αυτά τα μάρμαρα που υποτίθεται ότι έπεσαν, πού πήγαν; Μόνο λίγα κομμάτια μιας κολόνας του ναού της Άρτεμης από τις δεκάδες κολόνες που στήριζαν τη στέγη του είχαν απομείνει! Και το άγαλμα της Θεάς με τον λευκό χιτώνα που της έφτανε ως τα γόνατα  και το ελαφάκι της στο πλάι, που είχε δει στο βιβλίο; Πού βρισκόταν; Ίσως σε κάποιο μουσείο κάποιας ευρωπαϊκής χώρας!... Μακριά από το αιθερικό του περιβάλλον που θα του έδινε ψυχή! Άψυχο, στη θέα στεγνών θεατών, που δεν μπορούσε να δώσει κάποια έμπνευση, κάποια πνοή, μια και αυτοί, τις εμπνεύσεις τους και τις πνοές τους τις έπαιρναν από αλλού. Από τον δικό τους αιθέρα και τις δικές τους θεές… 

Σε λίγο ο οδηγός φώναξε τους επιβάτες να μπουν στο λεωφορείο για να τους μεταφέρει νοτιότερα σε κάποιον άλλον αρχαιολογικό χώρο όπως όριζε το πρόγραμμα. Στα ερείπια της αρχαίας πόλης Πριήνης. Η Γιουλμπαχάρ ήξερε και γι αυτήν την πόλη των σοφών και των Θεών. Δεν μπορούσε να διακρίνει όμως μέσα σ’ αυτά τα ερείπια που ήσαν σκορπισμένα παντού γύρω της τους ναούς της Δήμητρας της Περσεφόνης και της Αθηνάς; Έτσι αφέθηκε να ακολουθεί τους άλλους, περπατώντας σε μονοπάτια, ανάμεσα σε βράχους και θάμνους και σταματώντας μπροστά σε μερικά κομμάτια μάρμαρου, σαν να αντιπροσώπευαν την ουσία αυτών των θεοτήτων και τις μεταφυσικές επιρροές που θα μπορούσαν να έχουν στις ψυχές και τις συμπεριφορές των ανθρώπων! Όπως το νόημα της Περσεφόνης… Οι αρχαίες κοινωνίες είχαν καταργήσει τους φραγμούς ακόμα και ανάμεσα στον επάνω και τον κάτω κόσμο. Και τώρα αυτή δεν μπορούσε να διαβεί λίγα χιλιόμετρα, γιατί την εμπόδιζε ο φραγμός της σύγχρονης πνευματικής παρακμής!...      

Δεν ήξερε τι αντιπροσώπευε το κάθε σημείο γιατί δεν είχε κάποιον οδηγό να της εξηγεί, ο ήλιος εν τω μεταξύ έκαιγε αφόρητα και καθώς είδε ένα δέντρο σε μια αρκετά μεγάλη απόσταση, πήγε προς τα ’κει να κάτσει για λίγο στη σκιά να δροσιστεί. Κάθισε πάνω σε μια πέτρα που βρισκόταν κάτω από το δέντρο και άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε τις πρώτες ρουφηξιές, σήκωσε το κεφάλι και τότε την είδε!... Τη Σάμο! Την Ελλάδα!... Χωριζόταν από την ξηρά, με μια λωρίδα θάλασσας, απίστευτα στενής!... Δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ήταν πολύ πιο κοντά στην ξηρά η Σάμος απ’ ότι η Χίος!...

Από το σημείο που βρισκόταν το κορίτσι, η Σάμος ξεχώριζε τελείως από την ξηρά. Μια λωρίδα θάλασσας κατέβαινε από τα βόρεια, από το Κουσάντασι, γύριζε προς τα δυτικά και έφτανε στο στενότερο σημείο της, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το μέρος που βρισκόταν αυτή και παρατηρούσε! Στη μέση υπήρχε και ένα νησάκι. Και απέναντι, στη Σάμο δύο φανταστικές αμμουδιές, που τις χώριζε ένα χαμηλό ακρωτήριο. Φαίνονταν και πάρα πολλά σπιτάκια πάνω από τις δυο αμμουδιές… Το τοπίο ήταν μαγευτικό!... Δε χόρταινε να το βλέπει και να το ανασαίνει καθώς της ερχόταν από τη μεριά της Σάμου ένα τρυφερό αεράκι σαν φιλί, που μοσχοβολούσε από τη θάλασσα!... Άραγε να ήξερε κολύμπι; Θα μπορούσε άραγε να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού και να προχωράει με τις κινήσεις των χεριών και των ποδιών της; Ίσως ναι ίσως και όχι. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ!...

Προχώρησε όσο της επέτρεπαν οι αγκαθωτοί θάμνοι προς τη στενωπό και της φάνηκε ότι κάτω από το ύψωμα που βρισκόταν, τα νερά ρήχαιναν πολύ και ίσως αν μπορούσε να πάει πιο κοντά στη παραλία, να βεβαιωνόταν αν υπήρχε ή όχι αμμουδιά και στην από ’δω μεριά της θάλασσας. Δεν φαινόταν να απέχει πολύ από εκεί που βρισκόταν, η ακτή που ήταν απέναντι από το νησάκι. Αλλά υπήρχαν πολύ πυκνοί θάμνοι και δεν μπορούσε να περάσει!...

Πόσο όμορφα ένιωθε!... Άναψε κι άλλο τσιγάρο και το κάπνιζε όρθια, ονειροπολώντας! Εκεί που βρισκόταν τώρα ήταν πλήρης ερημιά και δεν την έβλεπε κανείς… Δεν την έβλεπε κανείς!... Ούτε αυτή έβλεπε κανέναν!...

 Έπρεπε όμως να προχωρήσει κι άλλο! Πήδηξε πάνω από ένα θάμνο, τράβηξε από το διάβα της το κλαδί ενός άλλου και βρέθηκε πάνω σε γυμνούς βράχους που της επέτρεψαν να προχωρήσει άλλα λίγα μέτρα, μέχρι το σημείο που ήταν ξεχασμένο ένα κομμάτι από μια αρχαία κολώνα!... Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν αδιάβατος! Δεν υπήρχε πέρασμα από πουθενά! Οι θάμνοι ήσαν πιο ψηλοί και πυκνοί και τα κλαριά τους μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο…

Ήταν κουρασμένη και κάθισε πάνω στην αρχαία κολώνα. Άναψε το τσιγάρο της και κοίταξε προς το στενό. Ήταν αρκετά μακριά ακόμα και είχε ματώσει ήδη το χέρι και το πόδι της από τα αγκάθια των θάμνων. Από την παραλία αναδυόταν καπνός! Ίσως κάποιοι ψαράδες να έψηναν μερικά από τα ψάρια για να κολατσίσουν. Η Γιουλμπαχάρ ένιωσε την ανάγκη να τους συντροφέψει και της φάνηκε αψυχολόγητη και παράξενη αυτή η ανάγκη!... Κοιτούσε τον καπνό που ανέβαινε σιγά-σιγά προς τον ουρανό σα μαγνητισμένη και σκεφτόταν ότι αυτοί δεν ήσαν ψαράδες!... Μα τότε τι ήταν αυτός ο καπνός; Και αυτή πώς θα μάθαινε τι ήταν; Δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε ένα μέτρο πια προς την κατεύθυνσην εκείνη! Ένιωσε τότε, μιαν απελπισίαν αναιτιολόγητη!... Και άρχισε να κλαίει ήσυχα, σα να την εγκατέλειψαν όλες της οι δυνάμεις, σα να έχασε όλη την εμπιστοσύνη που είχε στον εαυτό της, σα να παραδόθηκε στην παραίτηση! Σα να άδειασε εδώ, δίπλα στην αρχαία κολώνα, όλο το ενδιαφέρον της για κάθε τι στη ζωή!...