Αγραία Ποίηση

Όλες σου αυτού του είδους οι εικόνες


Δεν είν’ τα χρόνια τα είκοσι, που ζήσαμε μαζί.
Δεν είν’ οι νύχτες οι άπειρες, στου έρωτα τα νύχια,
ούτ’ οι συγκρούσεις μας οι ζοφερές,
που μαστιγώναν τα κορμιά μας και τα ’δέναν˙
που μαστιγώναν τις ψυχές μας και τις ’κάναν,
παρθένο δάσος, συμπαγές και αξεχώριστο!...

Δεν είν’ τα μέρη που γυρίσαμε μαζί,
στης λήθης, μες το πέπλο, τυλιγμένοι,
ούτε που πάνω στο φορείο του χειρουργείου,
είδα τα μάτια μου, να με κοιτούν,
πάνω απ’ τα χείλια μου,
μες του προσώπου του δικού σου το περίγραμμα
και μες του φόβου την ομίχλη,
για χωρισμό αλλοπρόσαλλο κι αφύσικο!...

Είναι που μ’ έκανες ζωγράφο,
να ζωγραφίζω από παλιά,
όλες σου, αυτού του είδους, τις εικόνες!...




Το τραγούδι του Νίτσε.


Κρυώνω...
Η αναιμία της δύναμής μου, με παραλύει !...
Λιώνω...
Η γροθιά της ψυχής μου, με τυλίγει !...
Πώς να ξεφύγω απ’ τη θάλασσα που με ζητά ;

Τι να γράψω – τι να πω ;
Τι να θέλω – τι να ζητήσω ;
Τη μνήμη ; Την απάτη ;
Τη φθορά ; Τη δύναμη ;

Από σένα ζητώ την αγάπη˙
κι αν δεν τη βρω, τραγουδώ !
Απ’ το πιοτό ζητώ την ανησυχία˙
κι αν δεν τη βρω, καγχάζω.
Απ’ τη ζωή ζητώ τη δύναμη˙
κι αν δεν τη βρω,
στη νυσταγμένη αϋπνία παραδίνομαι !

Κι απ’ της τεχνολογίας τα επιτεύγματα,
ζητώ τα δέντρα και τον ουρανό˙
ζητώ τις λίμνες και τη θάλασσα˙
τον έρωτα και τον ηρωισμό...
Και τη θυσία...

Κι ύστερα,
όταν κοιμάμαι,
βλέπω στον ύπνο μου,
ανείπωτες μεταβολές˙
κι ανέμους διαφορετικούς. Χρωματιστούς !
Να μου φυσούν το μέτωπο
και να τραβούν τα χέρια μου,
κατά της σκέψης μου τ’ αχνάρια...

Ζήτησα απ’ τη ζωή μου,
να μου δώσει μια θάλασσα !
Κι αυτή, μου ξέρανε τα χείλια !
Γιατί λοιπόν, να της μιλώ στη γλώσσα της ;
Μιαν άλλη γλώσσα πια θα χρησιμοποιώ,
στις ώρες της μεγάλης χαράς :
τη γλώσσα της τρελής πεταλούδας !

Απ’ τα λουλούδια ως τ’ άστρα θα πετώ,
πίνοντας νέκταρ !
Και θα γράφω την ιστορία μου,
με πένα από νύχια νυχτερίδας,
τροχισμένη στα πορνεία της πόλης μου
και βουτηγμένη σε μελάνι ανούσιου έρωτα,
φόρο τιμής,
που κάθε καλός οικογενειάρχης,
θα μού δίνει, απ’ το περίσσευμά του.

Από τον πλανήτη της νίκης,
αιώνια θα επιστρέφω,
για ν’ αποκαταστήσω τη διαστρέβλωση
του ορθολογισμού και της αγάπης,
που δίδαξα,
στις προηγούμενες ζωές μου !...

Νίκησα στη μάχη της ομορφιάς.
Νίκησα στη μάχη του χειμώνα.
Και περιμένω την πλατίνα της αυγής,
να ξασπρίσει τη μαυρίλα
του ανοιχτού μου παράθυρου.

Ντυμένος στα χρώματα του μεσημεριού,
περιμένω τη Νύφη για τη Μεγάλη Πομπή !...

Είμαι ο πρόγονος,
μιας νέας γενιάς :
της γενιάς του Υπεράνθρωπου !...




Σούμπερτ.


΄Οταν οι λέξεις – νότες αγωνίζονται,
κάτω απ’ τον ασφυκτικό κλοιό της Εκδήλωσης,
ν’ αποπνεύσουν τον αιθέρα του Πάνα,
θα μένουν ημιτελείς οι εκφράσεις μου,
χαμένες στον ορίζοντα,
του θεϊκού μου οράματος !...

Ας ακολουθήσουμε όμως το μύθο :
Η νεαρή κοπέλα, αποχωρεί
από το πεδίο της όρασής μου˙
βαδίζοντας με ρυθμό στρατιωτικού εμβατηρίου,
ανεμόδαρτες σκάλες !...
Οι φίλοι μου μ’ εγκαταλείπουν για τις «σπουδές» τους...
Μόνος μου, μονολογώ, στη μονομέρειά μου !...

Ο γλυκός ήχος της θαλπωρής,
ακούγεται μόνο,
στο εσωτερικό μου αυτί,
σαν κλαγγή μάχης !...
και οι νυχτόβατες μέρες μου,
οδηγούν στην ημιτέλεια...

Ο θρύλος του έρωτα, στην ψυχή μου,
γεννά ανάγκες, αναμμένες, ανώτερες...
Τα φθαρτά, κρύβονται πίσω από τους θάμνους˙
κι η δύναμή μου, λυγίζει κάτω από το βάρος Σου !

Η νίκη αργεί να έρθει˙ και χώνομαι στο χώμα !
Οχυρώνομαι στα σκουπίδια !
Και κοιτώ με μάτια τεράστια,
τις οθόνες της Δημιουργίας !...

Τα δάκρυα,
γίνονται λέξεις, νότες, συνειρμός...
Η αδελφοσύνη γερνάει στους ώμους μου
και το τέλος, εγκαταλείπεται στα χέρια Σου !...

Η «φιλοσοφική μου θεώρηση» χαμένη στην ειμαρμένη,
φιλονικεί, πού να με κατατάξει !
Ανεβασμένος στο άρμα μου,
ακολουθώ σημειώνοντας και αποσκοπώντας.

Η λύπη, αυτή η ηδονή,
με συνεπαίρνει τώρα και με καλεί να επέμβω,
να συνειδητοποιήσω το χαμό
και να χαθώ !...

Λίγα λόγια για τους άλλους
και τα πολλά για ’Κείνον !
Αυτή τη συνταγή θ’ ακολουθήσω, μέχρι το τέλος˙
κι η ειρωνεία της «αναγνώρισης» δεν με πτοεί.

Τα βήματα
κι αν σταματάνε,
είναι στη φύση τους.
Εγώ όμως προχωράω !...

Κι αν σταματήσουνε,
κάπου τα βήματά μου,
κρυμμένο μυστικό :
η εντελέχεια στην ημιτέλειά μου!...



Το Πάσχα.


Μακριά... μακριά!...
Πέρα απ’ τα μέρη εκείνα,
που τον Θεό τους, κάθε χρόνο, Τον σταυρώνουν!...
Τον Θεό τους, που καμώνονται πως αγαπούν
και την επαύριον, με κρότους και με κύμβαλα,
σφετεριστές της Θείας Του Αγάπης,
τη διαπομπεύουνε σε δρόμους και πλατείες,
μάτια, που ξεχειλίζουν δήθεν απ’ αυτήν,
στόματα, που την αποπνέουν σαν μπόχα...

Τον ανασταίνουν γρήγορα, την άλλη μέρα,
για να Τον έχουν δίπλα τους και πρόχειρο,
στου χρόνου όλου το πέρασμα,
να Τον σταυρώνουν, καθημερινά !...

Μακριά !... Μακριά !...
Πέρα απ’ τα μέρη εκείνα,
που ατίθασο θεριό, της ματαιοδοξίας η πίκρα,
γλυκαίνει, μόνο μ’ αίμα Εσταυρωμένου !...

Μακριά ...πολύ μακριά !...
Πέρα απ’ τα μέρη εκείνα,
που η άγνοια,
συνήθεια στους ανθρώπους έγινε μακάβρια
και δυο χιλιάδες χρόνια, δεν διδάχθηκαν,
να σταματήσουν, να σταυρώνουν το Θεό τους !...

Μακριά!... Πολύ μακριά!...
Στα μέρη της Ανατολής!
Εκεί που ο ήλιος, κυβερνάει τη θάλασσα,
με αρμονία και γαλήνη...
Και τίποτα ίδιο δε συμβαίνει,
κάποια στιγμή...

Όλα, πορεία γραμμική ακολουθούν•
το κάθε τι, είναι καινούριο !
Χωρίς, επαναλήψεις, ένοχες !...

Μακριά ...μακριά ...πέρα απ’ τα μέρη εκείνα,
που η απάνθρωπη ψυχή,
τα θεοκτόνα ένστικτά της,
έχει αναγάγει σε γιορτή
και τ’ αναπαραγάγει κάθε χρόνο,
μ’ ανίερη αναίδεια ποτισμένη!...

Στα μέρη της Ανατολής !
Που το φεγγάρι λούζει,
με φως ελευθερίας, καθαρό !...
Κι ο νους, το ένστικτο αγκαλιάζει, με Αγάπη...
σε μια Λατρεία,
που τον άνθρωπο, κοντά της τον καλεί.
Μακριά ...πολύ μακριά απ’ το Φόνο!...




Στην Ποίηση.


Πώς να σε βγάλω όμορφη πνοή,
που κάπου κατοικείς μες το κορμί μου
και βγαίνεις κάποτε και συζητάς μαζί μου
και τόσες μύχιες σκέψεις μελετάς
και τόσους πλάνους κόσμους πλάθεις
και χάνομαι μέσα σ’ αυτούς!...

Να σ’ ονομάσω «μούσα»;
Ή «δίψα»;
Ή «δύναμη»;
Όπως κι αν σ’ ονομάσω,
παραδομένος σε παρακαλώ,
τις λίγες τις στιγμές σου πύκνωσε,
ώσπου μέσ’ το μεθύσι σου,
να τυλιχτεί όλη η ζωή μου!...

*** *** ***

Γερή γροθιά στα στήθια σου βαρέσανε,
μ’ ακλόνητη αντικρίζεις,
τους φιλοσόφους τους πολέμιους,
την πλάνη, που αφήσαν οδηγό τους!

Γροθιά κι απ’ τους πολιτικούς, που ορέχτηκαν,
τα σπλάχνα του λαού να φάνε!
Στο στήθος σου το δυνατό
και τρυφερό συγχρόνως!...
Μα η μουσική που ηχεί,
μες απ’ αυτό το στήθος,
μεγάλωσε στ’ αυτιά μου πια•
την αφουγκράζομαι,
σ’ όποιο σημείο της γης κι αν ξεκινάει!...
Φτάνει σε μένα μαγική
και με τραβάει για ’κει!...

Για τα ψηλά βουνά και για τις θάλασσες,
τις ανοιχτές, τις μακρινές κι ειρηνεμένες...
Για τα θεριά, τους ήρωες, τα νιάτα,
τα χαμογελαστά•
που περπατούν στο φως,
τη σφαίρα του Βουλγαροκτόνου σφίγγοντας
στο χέρι τους τ’ αριστερό και λένε:
«Καλή η τιμή• μα απ’ τη ζωή,
κατώτερή ’ναι !...
Γιατί ’ναι μέρος της•
κομμάτι της μικρό˙
και καθορίζεται από φιλοσόφους και πολιτικούς.
Κι είν’ η ζωή, η ποίηση μονάχα!...
Όποιος την ποίηση δεν τρυγάει,
νεκρός απ’ τη ζωή περνάει !...»

Και με τραβά η μουσική απ’ τις ρίμες,
βαθιά, μες τα παρθένα δάση˙ και της γης
και της ψυχής˙
στην ευωδιά των λουλουδιών
και στων χειλιών τη γλύκα˙
στην ομορφάδα των ματιών,
που ξέρουν να γελάνε,
μα και να κλαίνε ξέρουνε
κι ακόμα ν’ αγαπάνε,
σαν ένα, σώμα και ψυχή !...

Ήρθανε πάλι,
μάτια, μύτη, χείλια˙
σχήμα προσώπου, σαν του απείρου ζωγραφιά˙
μαλλιά, σαν φωτοστέφανο άγιας δύσης,
το κουρασμένο μου μυαλό,
σαν λείψανα προγονικά,
να μαραζώσουν !

Το κλάμα, σέρνεται απ’ τα σπλάχνα μου˙
σιγά-σιγά κλωθογυρίζει
κι ύστερα βγαίνει σαν τραγούδι,
crecendo, γοερό, σπαραχτικό
και λέει τα λόγια τα παλιά,
με ήχους του αγέρα,
που μαστιγώνει πελαγίσιος, χειμωνιάτικος,
της Αμοργού την ΄Αγιαν ΄Αννα :
«Μόνο οι στιγμές αξίζουνε.
΄Ολη η ζωή,
καμιά δεν έχει αξία˙
γιατί πνιγμένη στην καθημερινότητα,
μάς μαστιγώνει την ψυχή,
με οδύνες κι ασχολίες,
μακριά από την ποίηση κρατώντας μας...»

Μια ανάσα, θέλω πια να πάρω,
μια ανάσα, λυτρωμού βαθιά...
Θέλω να ξεσκεπάσω τη ζωή μου,
απ’ τις ντροπές της καθημερινής της ουτοπίας˙
να την ξεπλύνω,
απ’ τις εμπειρίες της πλήξης !...

*** *** ***

- Γλυκιά πνοή μου, πού με σέρνεις, πού με τραβάς ;
-Στην παγερή ερημιά σε πάω, να ξαποστάσεις !
Σού δίνω θέση : στο μαυσωλείο, των ποιητών !...
Μακριά από φίλους και ερωμένες˙ κοντά σ’ αγάπες,
παλιές˙ που σβήσαν και δεν γυρνάνε σ’ αυτά τα μέρη !...

-Γλυκιά πνοή μου, θέλω το γέλιο της πάλι ν’ ακούσω˙
μέλι απ’ το στόμα της, θέλω στα χείλη μου, να αισθανθώ˙
όπως πολύ παλιά, να την κρατήσω στην αγκαλιά μου˙
να ξεκινήσω, ταξίδι έρωτα, νοσταλγικό !...

-΄Ολα θα τά ’χεις τα παλιά δικά σου.
Οι μνήμες σου, θα σου κρατάνε συντροφιά˙
μέσα σ’ αυτές, θα ζεις και θα κινείσαι˙
θα σε ζεσταίνουν, μες την παγερή τους τη φωτιά !...




Αποχαιρετισμός.


Αγάπη μου, γεια σου! Φεύγω μακριά!
Αφήνω φάρους και φαροφύλακες•
αφήνω αγρούς και αγροφύλακες•
αφήνω θρίαμβους κι υποκατάστατα!...

Μήπως είμ’ ο ποιμένας,
που εγκαταλείπει το ποιμνίο του ;
Μήπως είμαι το ποιμνίο,
που άκουσε το κάλεσμα, του Νιτσεϊκού Χριστού ;

Αγάπη μου, γεια σου !
Είσαι, η παλιά μου ζωή•
η ζωή μου, στο κύτος!...
Ξέφυγα απ’ αυτό !...

Ο θάνατος των ηρώων:
η συγκίνηση του μικροαστού,
που ανακουφίζει τους Μαύρους !...
Τους Μαύρους, που πίνουν αίμα !...

Υπάρχουν «΄Αλλοι»,
που σου δείξανε το δρόμο μου !
Μα εσύ κωφεύοντας, βαυκαλιζόσουνα,
πως θα γεράσεις, στην ανώδυνη αφάνεια !...
Πως θ’ αρκεστείς, στην αφελή τη βεβαιότητα !...
Όμως,
θα ’ρθει η συνέχεια,
σαν έκπληξη, στα μάτια σου,
σα δάσκαλος, στην άπειρη ψυχή σου,
να σε ξυπνήσει, απ’ όλα τούτα τα δεσμά !

Τότε και μόνο τότε,
θα υπογραμμίσεις,
μέσα στο βίο σου τον αλλοπρόσαλλο,
τη ΜΙΑ πορεία•
προς την «Ακόλαστη» ζωή•
που δεν υπάρχει, σε κανέναν η δικαίωση,
να την κολάσει !...

Τότε και μόνο τότε,
θα μεταλλάξεις τη ζωή σου
και θα νικήσεις του θανάτου, την απατηλότητα!...




Ένα «αντίο».


΄Ενα «αντίο»... Πόσο βαρύ να είναι !...
΄Οσο ένας πήχης ;
΄Οσο ένα βουνό ;
΄Οσο μια αστραπή ;

΄Ενα «αντίο»... Σε ποιόν να το απευθύνεις !...
Στον χαμένο φίλο ;
Στην πορνευόμενη σύζυγο του επιστήμονα ;
Στον καθρέφτη ;

Βαρέθηκα να ζω, το ρόλο του παλιάτσου˙
το ρόλο που μου «εξασφάλισες» ζωή !
Βαρέθηκα να ζω, τις Κυριακές σου...
Τ’ απομεσήμερά σου˙ τα βαρέθηκα˙
τις νύχτες σου τις εφιαλτικές, έχω χορτάσει...

Τη στερεμένη σου πηγή, ζωή αναθεματίζω
και σε κοιτώ, απ’ το μπαλκόνι μου ψηλά,
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό κι ειρωνικό...
Μ’ ένα τσιγάρο στο δεξί
κι ένα ποτό στ’ αριστερό το χέρι.

Δεν θέλω το αντίο-αστραπή,
ούτε τ’ αντίο-βουνό,
ούτε τ’ αντίο-πήχη˙
θέλω το αντίο το αργό ...ηδονικό ...μαρτυρικό !
Που να κρατήσει μια ζωή !... Να το απολαμβάνω !...

Μαζί κι εσέ ζωή να κλαις !
Μ’ ένα άσπρο κλάμα γοερό...
τη λεβεντιά που τήκεται
και σου χαμογελάει !...




Ο νέος του πάρκου.


Θέλοντας να γράψω ένα ποίημα,
που να ’χει
και την προχειρότητα του στίχου
και την πολυπλοκότητα συγγράμματος,
θ’ ασχοληθώ, με τον ωραίο νέο,
που τραγουδώντας - παίζοντας στο πάρκο,
να διασκεδάσει προσπαθούσε, τα παιδιά :

Περνάει ο στρατηγός και τον λυπάται.
Περνά η κυρία και τον προσπερνά.
Περνά ο διανοούμενος μ’ αδιαφορία.
Κι ο «ποιητής», περνάει και ξερνά !...

Δημοδιδάσκαλοι και σύμβουλοι δημοτικοί,
μεμψιμοιρούν, ρυμοτομούν και χτίζουν...
Μα η ζωή, τούς αγνοεί και δεν θρηνεί,
πάνω στα σώματά τους, που σαπίζουν !...

Τρέχει η ζωή˙ ελάφι σε κοιλάδα˙
ας την κοιτούν αυτοί μ’ αποτροπιασμό˙
σκύβει πίνει νερό, γελά, βρυχάται...
και ας μιλούν, γι’ αναισχυντία και βδελυγμό...

Τρέχει η ζωή ...με προσπερνάει και μένα˙
πού ’χω γεμάτη μάτια την ψυχή !
Μα είναι τα βήματά μου κουρασμένα,
από αυτό, που ονομάζουν λογική!...




Κλάμα.


΄Εχασα !...
Θανάτωσα τις ψυχές των ηρώων !
Ξερίζωσα τις αρχές της προστασίας μου !
Ξεδίπλωσα τις φωτιές των φτωχών
κι αφοσιώθηκα,
στα περιοδικά γυρίσματα των καιρών !

Χάθηκα, μακριά !...
Σ’ αγύριστους δρόμους !
Σε φωνές ανελέητες !
Σε δάση με φίδια !
΄Ελιωσα στο κέντρο της γης,
μακριά από σένα προορισμέ μου !

Τρέχω,
στο νοτισμένο καιρό μου,
ανάμεσα, στα δέντρα που φωνάζουν,
σε μονοπάτια ατέλειωτα !...

Οι λόφοι κι οι κάμποι, που περνούν κάτω απ’ τα πόδια μου,
χάνονται στην μνήμη μου.
Σε κάθε βήμα μου,
θάβω, κι ένα κομμάτι της ψυχής μου !...

Η μάνα μου με ξέχασε˙
και τώρα πασχίζει να με ξεχάσει, κι ο εαυτός μου !
Οι φίλοι γίνανε, βουνίσιο αγέρι˙
και η χαρά μου,
καντήλι που τρεμοσβήνει,
στο ξεχασμένο ερημοκλήσι της αγάπης !...

Στον πλειστηριασμό του κορμιού μου,
τα μάτια θα πάρουν οι ψαράδες
και τα πόδια μου, οι οικογενειάρχες αγωνιστές.
Τα χέρια μου, οι εραστές˙
που γυρνούν από κορμί σε κορμί, μακάριοι...

Την ψυχή μου,
δεν θα την δεχθεί κανείς !
Θα μείνει, αντίλαλος του ανέμου,
στους πύργους των ιπποτών !...




Πρωινό φεγγάρι.


Η γήινη αλήθεια,
είναι μια ευθεία,
στην επιφάνεια μιας σφαίρας•
στην αρχή νομίζεις...
Αν όμως συνεχίσεις να την ακολουθείς,
η κατεύθυνση αντιστρέφεται...

Γι’ αυτό η αλήθεια η γήινη,
είναι στρογγυλή!...
Σαν το φίδι,
που δαγκώνει την ουρά του !...

Η Έμφυτη Αλήθεια,
είναι η εφαπτόμενη της σφαίρας˙
εγκαταλείπει την επιφάνεια,
γιατί έχει πραγματικά ευθεία κατεύθυνση.
Δεν θα σε οδηγήσει, στην ουρά σου !...

Μη χαράσσεις «ευθείες»
πάνω στη «γη» !...
Απογειώσου,
για να διαπεράσεις το «Σύμπαν» !...




Ο γρύλος.


Διάβασα ’κείνους που ασχολήθηκαν,
να βρουν του κόσμου τα ευαίσθητα σημεία˙
κι όταν τα βρήκαν, πέταξαν από χαρά !
Και μια ζωή αφοσιώθηκαν σ’ αυτά˙
τα εκμεταλλεύτηκαν και ’βγάλαν χρήματα !
Ζήσαν κενά, μέσα στα πλούτη τους...

Διάβασα κι άλλους που ασχολήθηκαν,
να βρουν του κόσμου τα ευαίσθητα σημεία˙
κι όταν τα βρήκαν, θρήνησαν με πάθος !
Και μια ζωή θρηνούσανε τον άνθρωπο !
Ζήσαν ρηχά, μέσα στους θρήνους τους...

΄Υστερα πήρα την ψυχή μου μες τα χέρια μου !
Τα δάχτυλά μου τις χορδές της δόνησαν
και άρχισα να τραγουδώ,
γεμίζοντας τη νύχτα ροδοπέταλα,
αγάπης κι έρωτα !...

΄Ωρες ολόκληρες άκουγα τη φωνή μου,
να διώχνει το κενό της νύχτας,
ξυπνώντας χελιδόνια, περιστέρια
και ζωγραφίζοντας χαμόγελο στον ουρανό !...

Ύστερα, τέλειωσε η φωνή μου...
Και το σκοτάδι αγκάλιασε
κι έπνιξε το χαμόγελο και τα πουλιά !
Και μείνανε τα μάτια ορθάνοιχτα,
γεμάτα δέος κι έκπληξη μεγάλη !...

Και η κιθάρα μες την αγκαλιά μου,
άχρηστη, ν’ αφουγκράζεται,
του γρύλου το τραγούδι˙
του άρχοντα του κενού, το μοιρολόι !...




Εμβυθίζομαι.


Το κατασπαραγμένο μου πρόσωπο,
το βρίσκουν τα ερπετά
και ασχολούνται μαζί του...
Εγώ, ταξιδεύω αλλού, για να υπάρξω !...

Εμβυθίζομαι...
Η γη που με γέννησε, έχει χάσει τα ίχνη μου !...
Η χώρα που μ’ ανάθρεψε,
απώλεσε τους καρπούς του μόχθου της !...
Της τους έκλεψαν,
οι γενεές των επερχόμενων
Χριστικών Φιλοσόφων !...
Κι έτσι, στο στεγνό δώμα με τα τηλέφωνα,
δεν επικοινωνεί κανείς...

΄Αντεξα το βάρος της κοινωνικής προσφοράς˙
τα πιστοποιητικά της γέννησής μου,
τα εξετάσανε και μ’ απορρίψανε !...
Γλύτωσα !...

Μ’ αποτροπιασμό με χαρακτήρισαν,
«Κάντιο», «Χριστό» και «Βούδα» !...
Κι έτσι
βίωσα την έννοια της λευτεριάς !...

Εμβυθίζομαι,
στον Υπεράνθρωπο του Νίτσε˙
στον Διονυσιακό Άνθρωπο !...
Σ’ αυτόν, που βρίσκει τις εκφράσεις του
και διστάζει !
Σ’ αυτόν, που δεν τις βρίσκει
και προχωρά !
Σ’ αυτόν, που χάνεται απ’ τα μάτια
και ξαναφαίνεται απ’ το ένστικτο !...

Χάθηκε η επικοινωνία˙
κι εγώ εμβυθίζομαι,
στην ΄Υπαρξη !...

΄Επιασα δουλειά,
σαν ταχυδρόμος του σκοταδιού
κι ερμηνευτής του ονείρου :
δελεάζω τους αγουροξυπνημένους
και παραπλανώ τους νυχτόβιους !

΄Ομως,
πάντα πετυχαίνω το σκοπό μου :
μόλις με βλέπουν,
όλοι τους, φωνάζουν,
άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν !...
΄Ετσι μπορώ,
να προσεύχομαι στον Χριστό !...




Ο διαμελισμός.
(Αφιέρωμα στον Κούρδο Οτσαλάν και την ελληνική προδοσία.)

Ο πραίτορας του σατανά, θριαμβολογεί :
«Οι συνεργάτες των τρομοκρατών,
έτσι τιμωρούνται !
Με το στίγμα της προδοσίας !...»

Όταν το ένα σου πόδι πατάει στη Δύση
και τ’ άλλο στην Ανατολή,
διαμελίζεσαι !...
Ο Σίνης ο Πιτυοκάμπτης,
σ’ όλο του το μεγαλείο !...
Κι ο Θησέας, τι έκανε ;
...Οι Ήρωες ανήκουν στο παρελθόν!...

*** *** ***

Ο ΄Αντρας απέναντι στους άνανδρους !
Προσπαθούν να τον φτύσουν,
να τον χαστουκίσουν,
να τον λοιδορήσουν !...

Τα μάτια και τα χέρια δεμένα˙
το αετίσιο βλέμμα ελεύθερο˙ πύρινο !...
Τρυπά τους επιδέσμους
και φτιάχνει μια τάφρο φωτιάς,
γύρω απ’ το Ιερό Τέμενος της Ανδρείας !...

Η γαλλίδα κυρία αναλύει :
«Ο αγωνιστής της ελευθερίας και της ισότητας,
πολεμάει τον στρατοκράτη» λέει,
«που τρομοκρατεί τους δύο λαούς :
τον ένα με την υποδούλωση,
τον άλλο με τη φτώχεια !

»Που τρομοκρατεί τις δύο μάνες :
τη μία με τη σφαγή, τής γενιάς της,
την άλλη με τη σφαγή, τού λεβέντη της !

»Που τρομοκρατεί τις δύο κοινωνίες :
τη μία με την υλική της εξόντωση,
την άλλη με την πνευματική της ανυπαρξία !...»

΄Ομως,
ο αγωνιστής ΄Αντρας προδόθηκε !...

Ο Σίνης ο Πιτυοκάμπτης,
με κάλεσε κοντά του και μου είπε :
«Δούλε εσύ, των δυο κυρίων˙
ήρθε η ώρα τώρα, να πληρώσεις !...

»Το μύθο των τριάντα αργυρίων,
στην Ιστορία να τον εφαρμόσεις˙
και την αλλήθωρη ματιά σου, με το στίγμα
της προδοσίας, να την στεφανώσεις !...»

Πού ’ναι η Ελληνική Μυθολογία,
απ’ το φρικτό διαμελισμό να με γλυτώσει ;
Έχει από μένα ξεχαστεί !...
Πού ’ναι οι Εγελιανοί διαλογισμοί,
που τ’ αντιθετικά πατήματα συνθέτουν,
σε ανοδική πορεία εξελικτική ;
΄Ολα τά ’χει διαβρωμένα η νωθρότητα !...

Κι έτσι, το ανηφορικό το μονοπάτι του Σισύφου,
σκυφτός και κάθιδρος ακολουθώ,
της άγνοιας το βράχο κουβαλώντας
στην πλάτη : την κατάρα απ’ τον Χριστό,
στο είδος του ανθρώπου, που εξακολουθεί,
να Τον Σταυρώνει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια,
είτε σαν να ’ναι Ιούδας, είτε Φαρισαίος,
είτε σαν Πόντιος Πιλάτος, σαν Εβραίος,
είτε σαν να ’ναι Αμερικάνος, είτε Τούρκος,
είτε σαν να ’ναι «Έλληνας - Βρούτος» !...

Όμως ο ήρωας, κρατείται απ’ τους αλλοφύλους,
που τον μισούν˙ τους ομοφυλοφίλους˙
που προσπαθούν να τον εξευτελίσουν και κομπάζουν˙
τα δυο του μάτια όμως, τους τρομάζουν !

Γι’ αυτό και τονε λένε τρομοκράτη˙
γιατί από μέσα τους, τους βγάζει κάτι,
που έχουνε από παλιά λησμονημένο,
μέσα στη ματαιοδοξία τους θαμμένο :
Ότι ο Χριστός, είναι η ίδια η ψυχή τους,
που κάθε μέρα, τη Σταυρώνει το κορμί τους !...

΄Ομως ο ΄Ηρωας, οδηγείται στην αγχόνη˙
κι εδώ, τ’ ανθρώπινο το είδος τελειώνει˙
τ’ ανθρώπινο το είδος το καταραμένο !

Και το κορμί του ΄Ηρωα - το χώμα το αγιασμένο -
φεύγει για εκεί, που η καρδιά μπορεί να ονομάσει:
για να θυμάται ουρανό,
ή γη, για να ξεχάσει !...




Θεία ονόματα.


Με τη φιλοσοφία του σαλονιού, θ’ ασχοληθούμε τώρα,
που σε αβρά και μαλακά καθίσματα στηρίζεται
και μοιάζει στην προετοιμασία
του εφηβαίου των τριχών, της έφηβης,
καθώς με προσοχή χτενίζεται,
για τη ζωή τη σεξουαλική προετοιμαζόμενη !

Όμοια κι αυτή, του πενηντάρη στοχαστή, την ενασχόληση
-της γης ανάγκη και σκοπό της ανασφάλειας και της δειλίας,
γι’ αυτό που αρχίζει στον ορίζοντα να αναφαίνεται-
προετοιμασία τ’ ονομάζω,
για το λημέρι του θανάτου !...

Και τι να πρωτοπώ, γι’ αυτή τη γριά πόρνη,
με τα φκιασίδια και τα στοκαρίσματα,
την παρφουμαρισμένη κουφιοδόντα,
που όλοι οι δειλοί την αξιώνουνε,
με θεία ονόματα!

Μπορώ μ’ αυτή και να χορέψω βαλς όλη τη νύχτα˙
και χορεύοντας,
να ξεκαρδίζομαι στα γέλια με τ’ αστεία της
και στο λαιμό να την φιλώ
και τα παχιά πλευρά της να τα γαργαλίζω
και αγκαλιά στο τέλος,
σαν αδελφάκια να κοιμόμαστε...

Όμως, ο Έρωτας θα ’ρθεί,
μόνο σαν η Θεά Αφροδίτη,
«γυμνή», μες το δωμάτιό σου εμφανισθεί!...
΄Η της Σοφίας τη Θεά,
πάλι «γυμνή» σαν αντικρίσεις,
να λούζεται στη λίμνη την αιθέρια !...

Μα ας είναι...
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά,
εγώ θα μαραζώνω,
μες της κραιπάλης τις κλαγγές !
Και θα μιλάω για τις γριές τις πόρνες,
με τα ονόματα τα θεϊκά !...




Η ιερή ερημιά.


΄Ηγγηκεν η ώρα, της ιερής ερημιάς...
Ο Αποδιοπομπαίος,
μάζεψε τα διάσπαρτα μέλη του
και πάει να χαθεί στη φωλιά του...
Ο κατά κόσμον χαμένος, μες τη Σοφία διάγει !
Σ’ εμάς δεν μένει,
παρά να υμνήσουμε τη στιγμή !

«Κύριε, κύριε, άσχημα τα μαντάτα˙
ο συρμός ξεκίνησε νωρίτερα !
Χωρίς το σφύριγμα του θανάτου !...
Τρέχει ιλιγγιωδώς,
στις σιδηροτροχιές του αφανισμού
κι ο Θεός ανελέητος,
απολαμβάνει τον όλεθρο !...»

Ο ποιητής,
με τις μυστικές ενοχές του,
απομονωμένος στη σπηλιά του Ζαρατούστρα,
σκεπάζει τις γυμνές τύψεις του,
με πάπυρους !...

Πετάει το κομμένο ποδάρι του
στους λύκους για να τον αγαπήσουν !...
Μα τι να κάνεις, με τους πεινασμένους λύκους ;
Αφού η χάρη,
έστρεψε το πρόσωπό της,
μη βαστώντας, την κόλασή σου ;

Η ανατολή του ήλιου,
είν’ η σωτηρία του ποιητή !
Η ανατολή του ήλιου,
στην παραλία της Αριάδνης !...
Εκεί που δέθηκε με την Αφροδίτη
κι έμεινε δοσμένος
στον ΄Ερωτα της ΄Υπαρξης !...

΄Ομως,
το θύμα, δεν πρέπει να μιλάει !...
Πρέπει πιστά ν’ ακούει,
τους θύτες και τους δήμιους !...
΄Ετσι !...
Για να συντελεστεί η ανακύκλωση,
των χαμένων πολιτισμών !...

Και κάθε φορά που συνθέτει,
ένα ποίημα, για την αποσύνθεση,
το γλεντάει με τους τσοπαναραίους,
πίνοντας και τραγουδώντας :

«Γέννησα κι απόψε, τούτο το κομμάτι˙
της ψυχής μου αλάφρωσε λίγο το γινάτι !
Μα η εποχή μου και η ενοχή μου,
ύπνο δεν μ’ ασφάλισε, σ’ άδολο κρεβάτι !...»




Πολιορκία.


Αυτές οι δυνάμεις οι αδιόρατες,
που το παλιό απ’ το νέο ξεχωρίζουνε,
σάρκες απ’ το ίδιο κορμί...
Κι ύστερα, οι αναμνήσεις φέρνουνε
δώρα μακάβρια της οδύνης
και στολίζουνε τα φτερά της ψυχής,
της δικασμένης να ζει στον Αιώνα...

Αυτές οι δυνάμεις οι αδιόρατες
κι οι αναρίθμητες στρατιές των αναμνήσεων,
που ερημώνουν πολιτείες,
με το σπαθί του χρόνου όπλο τους φοβερό,
τα οχυρά του νου μου πολιορκούνε
επίμονα και αδυσώπητα,
μ’ ένα σκοπό :
τα φτερά της ψυχής να βαρύνουν...




Η ζωή του ποιητή.


Εγώ,
ο ερωτευμένος με την εγκατάλειψη,
κωφεύω στις ωδίνες του τοκετού των καιρών.
Σαν τον Αισχύλο˙ που ζει ακόμη,
στο μικρότερο χωριό της Ρούμελης,
απομακρυσμένος από τους κατοίκους του !...

Εγώ,
ο εγκαταλειμμένος από τον έρωτα,
αγορεύω μονάχος μαθήματα,
διδάσκοντας τα βράχια να σκέπτονται,
τις σαύρες να τραγουδάνε
και τους απόκοσμους κολπίσκους,
να φιλοξενούν Νηρηίδες και Τρίτωνες !...

Κι εγώ,
με τη μορφή της νέγρας,
της στολισμένης με μαργαριτάρια,
ικέτης στο ναό του Διονύσου,
προσεύχομαι,
μπροστά στην τεράστια πένα μου
και τ’ ακριβά της νοήματα !...

Όμως, ακούω θόρυβο, στην αυλή του σπιτιού μου !...
Μήπως η νύχτα, άπλωσε τα πλοκάμια της,
στην υπαρκτή δύναμή μου ;
Μήπως ο θάνατος της στιγμής,
θέλει να με μεταμορφώσει σε κάτι άλλο ;

Αφουγκράζομαι τα μηνύματα των πλανητών
κι ανατριχιάζω από χαρά,
καθώς ετοιμάζω τις αποσκευές μου,
για το επόμενο ταξίδι !...

Η ζωή του ποιητή, διαρκεί αιώνια !
Από το παρελθόν, ως το μέλλον της ανθρωπότητας !
Η ύπαρξή του, ακολουθεί αδιάκοπα,
την ατελεύτητη πορεία, της Θεϊκής ματιάς !...

Τα πρόσωπά του,
μυριάδες,
εναλλάσσονται, θαμπώνοντας τα μάτια
των εφήμερων όντων !...
Και οι σχέσεις του,
τραβούν μακριά˙
απ’ την αρχή, ως το τέλος της δημιουργίας !...

΄Ετσι, ο θάνατος του ποιητή,
είν’ ο θάνατος της ΄Υπαρξης !...




Προσκύνημα.


Κάτω απ’ τους αμπελώνες της ζωής,
στην παραλία «Στελάρας»,
με μιαν ελιά, στη μια την άκρη της
και ένα βράχο, στην άλλη της την άκρη,
ο θάνατος, με βρήκε, του τραγουδιστή,
της ΄Υπαρξης τη θλίψη, που τραγούδησε...

Αυτός που μού ’δωσε τα πρώτα τα μαθήματα,
στης Μεταφυσικής Ποιητικής,
τους σκοτεινούς λειμώνες,
έπαψε να υπάρχει
και, σαν ύλη,
αλλά και, σαν συνέχεια του έργου του...

Πώς να δακρύσεις, μπροστά στον θάνατό σου ;
πού να βρεις χρόνο, να στενοχωρηθείς,
κάτω από την απειλητική του τη ρομφαία ;
τα δάκρυα, γίνανε λέξεις˙
η στενοχώρια, στοχασμός˙
και τότε αρχίζει η μεγάλη μάχη :

Η περασμένη μου εφηβεία ζητά εκδίκηση !
Χύνεται με νύχια και με δόντια,
καταπάνω στο θάνατό της !...
Μα με μοναδικό όπλο τις αναμνήσεις,
ο αδυσώπητος χάρος – ο χρόνος –
δεν μπορεί να νικηθεί˙
δεν μπορείς να τον σταματήσεις !...

Η παραλία «Στελάρας»,
η σπαρμένη με αγάλματα φυτεμένα στη χρυσή άμμο,
τελείως έρημη...
Ο ήλιος καίει˙ η θάλασσα είναι γλυκιά...
Η σορός του τραγουδιστή, πάνω στο σωρό των ξύλων,
γίνεται προσκύνημα, για τα χιλιάδες πρόσωπα του ποιητή !

Παλιές εικόνες καταφτάνουν, για τον τελευταίο ασπασμό,
ενώ ο Θεός Διόνυσος μεταμορφωμένος σε νέο,
αποκοιμιέται στην άκρη της παραλίας, γυμνός !...
Να καταφύγω κι εγώ, στο όπλο της τρέλας ;
Να γίνω σαν κι αυτούς, που φαντάζονται τη συνέχεια,
σε «άλλες» ζωές ;

΄Οχι. Θα πορευτώ την οδό της ελευθερίας :
Μακριά απ’ τον φόβο και την ελπίδα,
εκμηδενίζοντας τον χρόνο και καταλύοντας τα όρια,
θα καταλάβω όλο το χώρο, της Αιωνιότητας !...




Το τραγούδι του Οθέλλου.


Τα νιάτα μου τα ονόμασα με τ’ όνομά σου !...
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων,
ένα χαμόγελο γλυκό,
δίπλα μου πάντα, με μαγνήτιζε...

Δυο χέρια, τρυφερά και δυνατά,
κρατούσανε τα χέρια μου...
Δυο μάτια, παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου...
Μια τρυφερή ψυχή, έκλαιγε για μένα...
Μια φωτιά, έκαιγε,
για να μου ζεσταίνει το κορμί !...

Κι εγώ,
πολεμιστής ορκισμένος,
μαχόμουν για την «ειρήνη»...
Με ιπποκόμο τον Δον Τζιοβάνι,
ξεκίνησα, να κατακτήσω τα λημέρια του !...
Ποιός θα μπορούσε, να μου κλείσει το δρόμο !...
Και τόλμησες εσύ !...
Στάθηκες μπροστά μου,
ικέτιδα στο ναό, του Θεού του Πολέμου !...

Τα νιάτα μου τα ονόμασα με τ’ όνομά σου !...
Του δέρματος η γεύση, στα χείλια μου...
Το απαλό βάρος του χεριού, στο αντιβράχιό μου...
Κι ο αέρας... η θάλασσα...

Χείλια μου ματωμένα! Στόμα μου γλυκό!
Εικόνα της σφαγμένης μου καρδιάς!...
΄Οταν η αγάπη, έσπασε το δέρμα μου,
έγινε καυτός αέρας και μού ’καψε τα σωθικά !...

Χείλια μου ματωμένα! Στόμα μου γλυκό!
Θολό το βλέμμα σας βλέπει
κι από μέσα η ψυχή σας φωνάζει
τα λόγια τ’ απόκοσμα, τα παλιά,
που όμως τώρα, δεν φτάνουν !...

Ματωμένα μου χείλια, δόλια μου ζωή!
Τα φιλιά μου, κυλήσαν στο χώμα,
’γίναν λάσπη μ’ αυτό κι απλωθήκαν,
στο λαιμό σου ...στα μάγουλα...

Η φωνή σου πνιχτή ανεβαίνει,
στη θηλιά που με προσμένει να με στείλει,
στο μπουντρούμι που ησυχάζει τους λύκους !...

Και η άνοιξη μπαίνει...
Κι η εικόνα γελάει
-το γλυκό σου το πρόσωπο-
μ’ ένα γέλιο αλλιώτικο, κι ίδιο˙
χαρισμένο αλλού, μα δικό μου !...

Τ’ αντικρύζω από ’κεί
που μεθούν τ’ αγριολούλουδα,
πετρωμένος χιονιάς !...




Το μανιφέστο του επαναστάτη.


Εγλίστρησε το ανθρώπινο, μες απ’ τα χέρια μου τα δυο˙
σαν ένα φίδι παγερό,
που την ουρά του δάγκωσε
και ψόφησε...

Δεν έχω νόμο, ούτε γραφές !
Κατάργησα και τη «δημοκρατία» !
Κατέρριψα τις δέκα εντολές !
Συνέτριψα το κράτος και τη βία !

Μπορώ ν’ αρπάξω, να μοιράσω κι έχω
κάθε επιθυμία μου, νικήσει˙
γιατί είμαι γεννημένος βουδιστής :
καμιά σκουριά, δεν μ’ έχει συγκινήσει !...

Κράτησα μόνο μια εντολή˙ μονάχα μία.
Ποντάρω στο Θεό˙ τον Αρχηγό μου !
Γι’ αυτό στου κόσμου το σκοινί ακροβατώ
και ζω στον κίνδυνο, μ’ Αυτόν για οδηγό μου !

Μπορώ και να σκοτώσω αν θέλω ακόμα !
Γιατί σε μένα ανήκει, όλη η γη !
Είναι Αυτός, μοναδικό μου κόμμα˙
αντλία δύναμης και βούλησης πηγή !...

Κι αν με καταβροχθίσουνε τ’ αρκούδια
κι αν με καταπλακώσουν οι σπιουνιές,
αυτά τα ποιητικά μου τα γονίδια,
θα κληροδοτηθούνε στις γενιές !...

Μα η ύπαρξή μου είναι γεμάτη θλίψη !
Αφού μονάχος, μες τις έρημες σπηλιές,
δεν βρίσκω τι, τα χείλη να δροσίσει,
δεν έχω αυτό, που δένει τις καρδιές !

Γιατί τα πετεινά κι οι αλεπούδες,
-οι αριβίστες και οι εκμεταλλευτές-
έχουν φωλιές, σκηνές, σπίτια και βίλες,
για να χωθούν και να ’χουν όλες τις βολές.

Μα οι Γιοι του Ανθρώπου, πού να γείρουν το κεφάλι
δεν έχουν˙ ούτε σπίτι τούς χωρεί !
Άγρυπνοι ψάχνουν, της ζωής το χάλι,
να βρούνε τρόπο, να διορθωθεί...




Το τραγούδι του Αλσέστ. (Του μισάνθρωπου του Μολιέρου)


Πάλι ήρθε η ώρα ν’ απολογηθώ,
στους κάφρους που το πνεύμα «υπηρετούνε»
και για τα σοβαρά τα χωρατά μου με ρωτούνε,
που απευθύνω στους παρευρισκόμενους φαρμακερά.

Και ψάχνω μέσα μου να βρω,
ποιος είν’ ο λόγος !...
Η αμφιβολία !...
Ο λόγος ύπαρξης
του υπαρξιστή !...

Πάλι θα σπείρω λέξεις ιερές,
σε σκύλους που αλυχτούνε την ψυχή μου,
αφήνοντας έρμαιο το κορμί μου,
στης Χάρυβδης τα δίχτυα να ταφεί !...

Πόσα μεθύσια μου επήγανε χαμένα,
μες της νεροποντής το θολό ρέμα,
θυσία στην ανθρώπινη γενιά !

Μα απ’ την καρδιά μου, βγαίνει φύσημα κι αγέρας,
που καθαρίζει τον αχό της κάθε μέρας
κι απλώνονται του νου μου τα πανιά,

σαν ύμνος διθυραμβικός του θείου Διονύσου,
με προστατεύει από το χείλος της αβύσσου
και συνεχίζω τη ζωή στη σκοτεινιά !...

Σ’ αυτή την άγρια σκοτεινιά μου, που έχω χρέος,
να συνεχίσω τη ζωή μου ως το τέλος,
του «ανθρωπισμού» νικώντας την απανθρωπιά !...




Το μαράζι του Ιούδα.


Μέσα στο μικρό μου δωμάτιο,
πλακωμένος απ’ το ταβάνι του,
κουβαλάω το βάρος απ’ τις αγάπες όλου του κόσμου,
πάνω στο στήθος μου !...

Μετρώντας,
την ατέλειωτη τούτη αγωνία
σε δευτερόλεπτα,
διψάω για εκείνη !...

Η μέρα κι η νύχτα, περνάνε απαρατήρητες !
Ο ήλιος και τ’ αστέρια, μιλούν μόνο στους ανθρώπους˙
δεν έχει σχέση μ’ όλα αυτά
ο τυφλοπόντικας του πόθου !...

Μέσα στον τάφο μου αυτόν,
χώθηκα πριν λίγες μέρες.
Κάσα μου, ένας καναπές ευλογημένος,
από το χάδι του αποχαιρετισμού,
ενός χεριού προδομένου !
Λουλούδια γύρω μου,
οι έρωτες όλης της γης !
Κι η μοναξιά μου,
νεκρική ευωδιά, που πλημμυρίζει το σύμπαν !...

΄Οταν θά ’ρθεις, το ξέρεις :
θα βρεις μονάχα ένα κουφάρι ξεπλυμένο,
που θα σιχαίνεται τις ώρες της ρουτίνας !
Η αναμονή μονάχα, είσαι εσυ˙
το ξέρεις !
Γι’ αυτό κι αργείς !...
Όμως εγώ σε θέλω !
Πιο πολύ, απ’ ό,τι θέλω τη γη˙
απ’ ό,τι θέλω τη χαρά και την ευτυχία !...

Και σε περιμένω...
Ανυπόφορος κι ακίνητος !
Και τεράστιος, όσο ένα βουνό,
στη μέση του ωκεανού !...

*** *** ***

Όταν βγήκα στο μπαλκόνι, είχε πια νυχτώσει...
Η μαγεία της νύχτας με συνεπήρε...
Και ξαφνικά, η λέξη «περιμένω»
έχασε τις διαστάσεις της.
΄Εγινε απέραντη !
Τόσο, που την έχασα στην αιωνιότητα !...

Ο θάνατος, άναψε τον εκτυφλωτικό προβολέα του,
απέναντί μου !
Οι τοίχοι ράγισαν˙
κι απ’ τις ραγισματιές, πετάχτηκαν όλα τ’ αγρίμια της γής,
να μου φάνε τα μάτια !...

*** *** ***

Ο τάφος μου, γεμάτος καλοσύνη,
με αγκάλιαζε με τη σιωπή του˙
οι αισθήσεις μου, τεντωμένες, δουλεύανε μόνο
για ένα σημάδι του ερχομού της,
όπως οι μηχανές ενός πλοίου,
που αγωνίζονται να το απομακρύνουν απ’ την καταιγίδα.
Προχωράω πάνω στους χτύπους του ρολογιού
κι από πίσω,
η δύναμη της ψυχής μου μ’ ακολουθεί,
νικημένος στρατός !...
Ο ύπνος και ο δήμιος, μοιράσανε τα σπίτια :
το δικό μου, το πήρε ο δήμιος !...

Και καθώς τ’ ανοιξιάτικα κλαδιά,
παίρνανε το βραδινό τους μπάνιο στο φεγγάρι,
στα μάτια μου έλαμψε,
η κόψη του ξυραφιού !...

΄Οταν η νύχτα τέλειωσε το έργο της,
μπήκες εσύ στο δωμάτιο.
Αμέσως, η οδύνη σμίλεψε στο πρόσωπό σου,
Ηλέκτρες κι Οιδίποδες !...
Δεμένη με της μοίρας το σκοινί
κι ανήμπορη να κάνεις οτιδήποτε,
γέμισες όλο το δωμάτιο,
με το δικό σου σπαραγμό !...

Και καθώς το αίμα μου άλλαζε δρόμους
και η συνείδησή μου χανότανε στο άπειρο,
το τελευταίο βουητό μες το μυαλό μου, ήταν,
«ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθης» !
Και το τελευταίο όραμα,
τα λουλούδια που με στόλιζαν
και ο αγιασμένος καναπές
να καίγονται μόλις τα έλουζε το αίμα μου
και οι αχνοί να σχηματίζουν
πολιτείες και ήθη και νόμους,
όπου η λέξη «προδοσία»
να είναι άγνωστη !...




Το φονικό.


Ντύθηκα κι απόψε τη στολή της νύχτας˙
κι ακράτητος χιμάω
στο τόσο έντονα άσβηστο παρελθόν!
Ξαναγράφω με πνεύματα,
περισπωμένες και στίγματα,
στα χαμένα τετράδια,
με ξεχασμένα μολύβια !...
Ξαναγυρνάω,
στα παλιά κι άγνωστα της λήθης τραγούδια !...
Δίνω αναφορά για τη ζωή μου
και ντρέπομαι !...
Γιατί δεν κατόρθωσα να καταστρέψω
τη λεβεντιά μου !...
Τόσες προσπάθειες της ομήγυρης,
δεν με βοήθησαν...

Ντύθηκα κι απόψε τη στολή της νύχτας˙
και χιμάω στα περιβόλια της ψυχής μου !...
Νέες ιδέες ντυμένες στα μαύρα,
δεν με κλονίζουν.
Οι κυβερνήτες μας, μάς ωθούν :
«μπορείτε να παρασκευάσετε
πορνογραφικό υλικό» !
Εγώ ψάχνω,
γι’ αυτό πού ’χει απομείνει...

Ο θάνατος πήρε, φίλους και καταστάσεις˙
μια πηγή μοναδική στέρεψε˙
και το παρόν,
αγοράκι τρισχαριτωμένο,
μου χάρισε μια στολή Δον Κιχώτη
και δεκάδες χιλιάδων Σάντσους,
να διαλέξω έναν για σύντροφο !...
΄Ομως εγώ, ακλόνητος,
αισθάνομαι εγγονός του Μαγιακόβσκη !...

Οι γύπες γύρω πληθύνανε !
Ξύνουνε με τα τεχνοκρατικά νύχια τους
το κοκάλινο κέλυφος που καλύψανε τη γη μου,
για να μην αναπνέω !
Κι εγώ,
σάρκινη Ακρόπολη,
αργοπεθαίνω ατρόμητος !...
Χαμένος μέσα στο πέλαγος
της αφουρτούνιαστης θάλασσας,
γράφω την αναφορά μου...

Ποιά παρηγοριά μπορεί να υπάρχει για τον νικητή ;
Ποιό τραγούδι βάλσαμο στην πληγή του ;
Ο θάνατος είναι το πεπρωμένο των ηρώων...
Μα οι νεκρές παρουσίες ζουν μέσα μου !
Το φονικό που τους έκαναν,
δεν μ’ αφήνει κι απόψε να ησυχάσω !...




Ο άνθρωπος κι ο Διόνυσος.


Και τώρα που υπόταξα τη φύση ολόγυρά μου
και όλα με υπηρετούν, όλα στο πρόσταγμά μου,
πώς θα μπορέσω να ορθωθώ, μ’ όλο το ανάστημά μου,
να φτάσω ως τον ουρανό, στ’ αστέρια, τη χαρά !...

Που κύρτωσα τη ράχη μου, τα χόρτα να υποτάξω
κι έχω καιρό, πολύν καιρό, το βλέμμα ν’ ανατάξω,
να δω τα επιτεύγματα με την τεχνολογία
νάνους, μπροστά στα θαύματα με την αγνή μαγεία !...
Να μπω κι εγώ να μαγευτώ κι απ’ όλους να γλυτώσω,
που με τραβούν μαζί μ’ αυτούς, τη φύση να προδώσω !...

Τόσοι και τόσοι μάκρυναν και βρήκαν τον Θεό μου !...
Κι εγώ να παραμένω εδώ, που κάθε ιερό μου
στυγνά το ποδοπάτησαν, σαν να ’τανε χαμίνι,
συντρίψαν τις φτερούγες του και στου χαμού τη δίνη,
γυαλίσανε λιθόστρωτες αυλές και μονοπάτια,
με τα Σωκρατικά μυαλά και του Χριστού τα μάτια !...

Μες των καιρών το στρόβιλο, έγινα τεχνοκράτης,
να προσκυνώ τις μηχανές, αντί αρχαίος μάντης,
που τύλιγε την ύπαρξη, μέσα στις δυο παλάμες
κι έπλαθεν απ’ αυτήν σκιές, ήρωες, μύθους, νύμφες,
που γαληνεύανε το νου του ανθρώπου, που θωρούσε,
πως το θεϊκό το σχέδιο πάντα υπηρετούσε...

΄Ομως, ο κόσμος γύρισε, στο μέσα μου το μάτι
και κίνησα της λησμονιάς δύσβατο μονοπάτι,
που μ’ οδηγεί να υποταχτώ στη ζωογόνα φύση
και να χαθώ, στου Διόνυσου το θεϊκό μεθύσι !...




Rex tremendae


Η δίκη έγινε δυο μέρες πριν.
Σε μέναν αναθέσανε την υπεράσπισή σου οι Κυρίαρχοι...
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο.

*** *** ***

Κατήγοροί σου απέναντι, οι δυο μαθήτριές σου:
Η «Ελευσίνοος η Ελληνίς» κι η «Κίκα η Ισπανίδα».
Κατηγορίας μάρτυρας, η «Πολυτίμη η Φρύνη»,
γυμνόστηθη εμφανίστηκε, τους δικαστές να πείσει!...

Η πολιτεία κι ο βίος σου την αίθουσα γεμίσαν,
για να βροντοφωνάξουνε ένα καινούριο «άρον...»!...
Είχες και δύο μάρτυρες, να σ’ «υπερασπιστούνε»!
Την Αρετούσα τη Θεανώ και τη μικρή Νατάσα!

Για ένορκοι ορίστηκαν οι άλλοι μαθητές σου.
Και στις σκιές των δικαστών, πελώριοι φαντάζαν,
οι Κυριάρχοι του Φωτός και των Λευκών Ορέων!...

*** *** ***

Με θάρρος αντιμίλησα˙ κι άρχισα να ματώνω,
στων κατηγόρων τις ριπές και τη βουή του πλήθους˙
και στων ενόρκων τις ματιές, του σκοταδιού το μάτι!...
-Εσύ ’σουν που τους διάλεξες αυτούς για μαθητές σου!...-

Το βήμα πισωπάτησα, την πλάτη να στηρίξω
και με την άκρη του φτερού, το αίμα της ψυχής μου,
να το τινάξω μην το ’δουν κι αναθαρρέψουν κι άλλο...

Πήρα ανάσα απ’ την καρδιά και φλόγα απ’ το κεφάλι:
Τα νιάτα θυμηθήκανε τις μέρες τις γενναίες,
με τη ρομφαία του έρωτα και το μειλίχιο κάλλος.

Και είπα για τον δαίμονα που μας γυρνάει στους λόφους˙
μας ανεβάζει στα βουνά και τα ψηλά λημέρια
του λόγου και του στοχασμού και της βαθιάς της σκέψης...

Τους μίλησα για το μικρό της Αφροδίτης φίλο,
που μας τινάζει άξαφνα στα χιονοσκέπαστα όρη,
στις ουρανοστεφάνωτες κορφές του μεγαλείου...

«Ο Έρωτας του Πλάτωνα, δικάζεται...» τους είπα...
...Σιωπή και πισωπάτημα, γι’ αυτούς που σε «δικάζαν»...
Σιωπή και ανασύνταξη, γι’ αντίθεση στη θέση...

Του κατηγόρου σου η φωνή, άρχισε να κεντάει
με βελονιά αιματόβρεχτη, στης μοίρας τον καμβά σου,
την άχαρη πορεία σου στης δοκιμής τον ζόφο!...

Και φτάσαν οι συνέπειες της σύγκρουσης του πλήθους
με την ορμή του ζηλωτή που ξεπερνά το θάρρος
κι απ’ τα σταφύλια τ’ άγουρα, θέλει κρασί να φτιάξει!...

Πέτρες κυλήσανε βαριές! Πήραν τις δυο καρδιές μας
με βια, και τις συνθλίψανε στης πολιτείας τον τοίχο˙
κι η πονεμένη ανάσα τους, αίμα γουλιά στη σάλα !...

Ξεσκόνισα τα ρούχα μου, σταύρωσα το σακάκι
και λαγαρά αναφώνησα του Νίτσε άγριο στίχο:
«Αν θες το δέντρο της ζωής να στείλει τα κλαριά του
πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα, πιο πάνω κι απ’ τον ήλιο,
φρόντισε για τις ρίζες του, βαθιά στη γη να φτάνουν!...

»Στο μονοπάτι του Θεού βαδίζοντας μονάχος,
αν βρεις μπροστά σου λασπουριά πλατιά και γύρω βράχους
απόκρημνους κι αδιάβατους που δεν παραμερίζουν,
τα πόδια σου τα καθαρά και τα καινούρια ρούχα,
μην καθηλώσουν το μυαλό κι εσύ σταθείς και βλέπεις,
μπροστά στα μάτια λασπουριά και στην ψυχή θολούρα.

»Βούτηξε ως τα γόνατα, ως το λαιμό σου ακόμα,
στην άλλη όχθη για να βγεις, έστω και λασπωμένος!
Τη λάσπη πίσω σου άφησε˙ συνέχισε το βήμα!...

»‘‘Καλύτερα μονόφθαλμος στην αγκαλιά του ήλιου,
παρά τα δυο τα μάτια σου στης γέενας το σκοτάδι’’
Λόγια γλυκά του Άχραντου, κάτασπρα περιστέρια,
φτερούγισαν και φώτισαν την καταχνιά των νόμων !...

Λαμπύρισεν η αίθουσα κι οι νυχτερίδες σκύψαν
να κρύψουνε τα μάτια τους, να μην τα φάει ο ήλιος!…
Ο αέρας μοσχομύρισε και πλανηθήκαν νότες
γλυκές˙ κι εσύ αναθάρρεψες και σήκωσες τους ώμους!...

Μα οι κατηγόροι γύρισαν με σταθερό το χέρι
σελίδα απ’ το βιβλίο τους και δώσανε συνέχεια…
Το πελαγίσιο κύμα τους, σαν αγκαλιά μάς πήρε !...

Μίλησαν για αυταρχισμό˙ και για «πολυβολεία»
που έστησες˙ και για ηθμούς, που τους καλούς κρατούσαν
και ύστερα τους πέταγες στους δρόμους˙ για να μείνουν
τα νεροζούμια˙ οι μαθητές οι άβουλοι˙ για να ’χεις
κόλακες στον ναρκισσισμό και τον δεσποτισμό σου !...

«Και τώρα» η Ελευσίνοος είπε, «ήρθε και τ’ άλλο :
Ο ηδονισμός˙ που και τα δυο βαριά κατηγορούσε
από το βήμα το ψηλό, μα στη ζωή, τον τρώγουν !…
Του καταπίνουν το μυαλό !… Και χάνει την ιδέα !…

»Κι αίμα ξερό, στους μαθητές, γι’ αγία κοινωνία
προσφέρει˙ κι όλο τούς ζητά˙ και χρήμα και δουλεία !…
Και της γριάς τη σύνταξη˙ γιατί αυτή δεν πρέπει
κρέας να τρώει˙ και αυτός, όλα να τα μαζεύει !…»

Πλήθος βουή˙ κι αλαλαγμοί ! Και της ζωής μου το αίμα
άλλαζε δρόμους˙ κι έσταζε στη ματωμένη αρένα !…
Οι νυχτερίδες όρθιες. Τους τρέχανε τα σάλια :
«Θα πιούμε αίμα όλο ζωή !», σιγοψιθυριζόταν !…

Το μέτωπο σφουγγίζοντας και την καρδιά κρατώντας,
«Θα δώσω τη ρανίδα μου αίμα, την τελευταία»
σκέφτηκα˙ και στηρίχτηκα στου τραπεζιού την άκρη…

«Θα κόψω από μένανε τώρα ένα κομμάτι
και μάρτυρα υπεράσπισης μπροστά σας θα το φέρω:
ότι κι εγώ πλανεύτηκα κάποτε σαν κι ετούτον
που σήμερα δικάζουμε, πικρά θα ομολογήσω !

»Γιατί ο καθένας μας βαθιά στα σωθικά του κρύβει
κακό στοιχειό, που έχει σκοπό, να τονε πονηρεύει:
Του Πλάτωνα τον έρωτα, γυμνόστηθη κοπέλα
να τον περνούν τα μάτια του και να τον ξεγελάνε˙

ώσπου τα μάτια βγαίνουνε και μένει η ματιά του !
Και διακρίνει καθαρά, τα λόγια της Διοτίμας !
Κι όλο ανεβαίνει αναβαθμό και φτάνει στην κορφή τους !…

Κι εδώ εμείς δικάζουμε του Διόνυσου τον μύθο !
Γιατί σαν την γυμνόστηθη κοπέλα ενεφανίσθη
και τον Θεό που κρύβεται στην προσφιλή του μάσκα,
πασχίζουμε να δέσουμε, μ’ ανθρώπινα σχοινάκια !…»

Η Ελευσίνοος ζήτησε τον λόγο ανταρεμένη !
Τους ζήτησε να δικαστώ κι εγώ μαζί μ’ εκείνον !
Να πάρουν τη ρανίδα μου αίμα, την τελευταία !…
Ακούστηκε τότε η φωνή, το τέλος να διατάζει…

*** *** ***

Είναι της υπεράσπισης χρέος, ν’ ανακοινώνει,
τις αποφάσεις του Φωτός, στους κατηγορουμένους.
Για να λαβαίνει, της χαράς ή της οδύνης, μέρος.

Την τρίτη μέρα στείλανε τη χρησμική την πλάκα
σε μέναν οι Κυρίαρχοι… και κρύφτηκεν ο ήλιος !…
Ο Μότσαρντ μού την έφερε, με το αγνό του γέλιο,
βρεγμένος από την βροχή˙ κι από τ’ αστροπελέκια,
με καπνισμένο πρόσωπο και μαύρη την καρδιά του !…

Την άφησε στα χέρια μου, ζεστή κι αχνοβολούσα,
απ’ τη σφραγίδα του Χριστού κι απ’ τη γραφή του Βούδα !
Η ζέστη από τα χέρια μου, έφτασε στην καρδιά μου !…
Χαμήλωσα τα μάτια μου, κοίταξα τα γραφτά της
κι έχασα την ελπίδα μου για τη μικρή ζωή σου !…

*** *** ***
Μες το σαλόνι το πλατύ και ροδοστολισμένο,
συγκέντρωσα τα πρόσωπα την τελετή να κάμω.
Η Ελευσίνοος η Ελληνίς κι η Κίκα η Ισπανίδα,
Η Πολυτίμη Φρύνη μας κι ο Πόντιος Πιλάτος
και η Νατάσα η λυγερή, η μορφονιά απ’ τη Σμύρνη.

Ο αγέρας κατακίτρινος περίμενεν εκείνον˙
τον παιδικό τον φίλο μου, που μ’ έλουζε μ’ αγάπη !
Αυτόν, που γεννηθήκαμε πιασμένοι χέρι-χέρι
κι η δίκη μάς λευτέρωσε, μαζί κι αντάμα-αντάμα !…

Μπήκε και με χαιρέτισε, βλέμμα συννεφιασμένο…
Βλέμμα απ’ ανείπωτη χαρά που όλους μαζί μάς βλέπει
και σύννεφα απ’ την αλμυρή του έρωτα θυσία…
Και κάθησε και ρώτησε, πουλί λαχταρισμένο :
«Γιατί αυτή η ένταση; Τι πρόκειται να γίνει;»…




«Αυτά τα χρόνια».


«Αυτά τα χρόνια» δεν μπορείς να τα ζήσεις,
μέσα σε χάρτινους πύργους, χτισμένους στην άμμο...
«Αυτά τα χρόνια» δεν μπορείς να τ’ αντέξεις,
μέσα σε μαντρωμένες αυλές...
«Αυτά τα χρόνια» είναι το μόνο «δικό σου»!...

Χάθηκα μέσα στους ατέλειωτους
δρόμους της σκέψης μου!
Περνώντας διάφορα μονοπάτια,
αντικρίζω πολλές αλήθειες.

Πέρασα
κι απ’ το χωράφι των τρελών δέντρων!
Των δέντρων με τα μπλεγμένα κλαδιά˙
που καθώς περνάς ανάμεσά τους,
ξεσκίζουν μέσ’ από τις σάρκες σου,
τα χαρτιά της πολιτείας!...

Πέρασα
και μέσ’ από τη λίμνη της φωτιάς!
Τη λίμνη με τα πύρινα νερά!
Που καθώς κολυμπάς να την διασχίσεις,
καίει μέσ’ από τα σωθικά σου,
τις αυταπάτες που σε γαλούχησαν!...

Κι έμεινε στο κορμί μου,
μόνον η γη της αλήθειας...

Έτσι έφτασα στην πεδιάδα τ’ ουρανού,
να γράψω τα ποιήματά μου:
απέβαλα όλες τις θλίψεις της πόλης˙
έμεινα μόνο με τη θλίψη της γης˙
μόνο γι’ αυτή θα γράφω πια!...

Κι «Αυτά τα χρόνια»
έτσι μονάχα μπορείς να τα ζήσεις...




Διχασμός.


Η ψυχή μου έχει μεταναστέψει
στην παραλία ενός νησιού του Ειρηνικού!
Το κορμί μου περιμένει την πρόσκληση
και θα πάει!...

Επιστολές,
μου στέλνει η ψυχή μου!
Μου τις φέρνουν τα μικρά πουλιά
με τα μεγάλα ονόματα!
Μου γράφει πως είναι καλά
και περιμένει το ζευγάρωμα μ’ αγωνία!...

Οι έμποροι των ψυχών εδώ,
αγωνιούν να με κάνουν δικό τους!
Μα δεν μπορούν...
Είμαι άψυχος!...
Η ψυχή μου είναι αλλού!...
Πολύ μακριά!...




Η αλλαγή των εποχών.


Αλλάξανε οι εποχές.
Το Πάσχα το γιορτάζουμε τις Απόκριες!
Η καταστροφή ήρθε!...
Την εποχή των παγετώνων,
πώς να ντύσεις τα παιδιά;

Τα πουλιά φύγανε•
και τα δέντρα ξεριζώθηκαν από τον Βοριά...
Η γη παγώνει γυμνή!...
Ο Ουρανός της αρνήθηκε τη ζεστή αγκαλιά του...
Η ευλογία του Χριστού στην ανθρωπότητα
θεωρείται πλέον κατάρα!...

Γι’ αυτό οδεύω προς τον θάνατο
με το κεφάλι ψηλά:
ο ποιητής, αγκαλιά με τον ηρωινομανή νεαρό
και τον φονιά υπουργό!...

Επιτέλους!...
η Αποκάλυψη του Ιωάννη ερμηνεύτηκε...
Δεν τους κρίνω «ίνα μη κριθώ»˙
τους αγκαλιάζω και καταφρονώντας τους,
τους ακολουθώ!...




Το τραγούδι του Ινδιάνου.


Η σειρήνα του Μισισιπή!
Αυτή με μάγεψε απόψε, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού...
Η χώρα των Ινδιάνων...
Που οι τυχοδιώκτες την μετέτρεψαν
σε πόρνη ηλεκτρονική!...
Να συνθλίβει,
μέσα στον μεταλλικό κόλπο της,
τα τραγανά πέη των ποιητών!...

Οι ποιητές, είχαν για πατρίδα τους,
τα μονοπάτια με τα δέντρα, τις νύμφες και τις νεράιδες!
Εκεί ’γράφαν τις τροχιές τους:
κάτω απ’ το χαμόγελο του Θεού!...

Κι εγώ, που τους έχασα απ’ τα μάτια μου
ακολουθώντας το χαμόγελο της κοινωνικής προσφοράς,
ένιωσα την εγκατάλειψη,
αμέσως μόλις επιτέλεσα το καθήκον μου!...

Είχα γεράσει πια και δεν έβλεπα
πίσω απ’ τα επτά πέπλα της Σαλώμης!...
Μ’ ένα κινητό καρτοτηλέφωνο στο χέρι μου,
νόμιζα πως βάδιζα στο δρόμο της Αρετής!...
Κι όταν τη συνάντησα στο τρίστρατο,
ντυμένη πόρνη του δεκάτου έκτου αιώνα,
τη σκότωσα!...
Όπως ο Οιδίποδας τον πατέρα του!...

Πώς λοιπόν να μην συνεχίσω την ζωή μου,
σαν θλιβερός φοιτητής,
χαμένος μέσα στα πολυδαίδαλα
μονοπάτια της ψευδαίσθησης;

Όμως,
πώς μπορούν ν’ αντικρίζουν το βλέμμα μου
τ’ αδέλφια μου, οι φίλοι μου κι οι συγγενείς μου;
Πώς δεν τους καίει η λάβα της συνθλιμμένης μου ψυχής;

Πώς ανέχονται τον φόνο,
σαν αρουραίοι που βόσκουν σε λιβάδια υγρά
από δάκρυα Πλειάδων;
Δεν φοβούνται το «Άγνωστο»;
Την Εκδίκηση;

Θα ξαναφανερωθώ, πέντε χρόνια
μετά τον θάνατό μου!...
Και οι λέξεις μου, θ’ ανάψουν την φλόγα,
που θα κάψει τη γη!...

*** *** ***

Τέλειωσε το διήγημα•
κι ο Παπαδιαμάντης αναπαύεται
στη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου,
μαυλίζοντας διακοσμητές βιβλιοθηκών...

Η γη καίγεται στις φράσεις του!
Κι εγώ, φοίνικας!...
Να δροσίζω τους βεδουίνους,
που θα καούν,
στις δικές μου τις πυρκαγιές!...




Μοίρα - Εκάτη.


Μοίρα του ανθρώπου!... Φιλήδονο θηλυκό!
Που μες τον κόλπο σου χάνεται η δόξα!...
Ήρθες μεσάνυχτα στ’ αρχοντικό μου,
μ’ ενδυμασία πόρνης για να μ’ ερεθίσεις
και με διανόηση υπουργική να μου θυμίσεις,
τα παλικάρια τα περήφανα απόψε να υμνήσω,
που ’χάσαν τη ζωή μέσα στα πέλαγα
και στους στρατώνες των κακούργων!...
Κι από τους κάπηλους τοιχοκολλήθηκαν,
ή στις ιδεολογίες αναλωθήκαν!...

*** *** ***

Όταν τις αλυσίδες και τα νήματα
που σε κρατάνε δέσμιο στον Ήλιο,
μόνος σου βρεις το θάρρος και τα κόψεις,
μες το κακό της νύχτας το σκοτάδι,
αρχίζει η περιπλάνησή σου, η ζοφερή!...

Πετά η ψυχή, σε ουρανόν ανταριασμένο•
καθώς τα βήματά σου ισορροπούν,
πάνω από χάος τρομερό κι αβυσσαλέο
και μόνο οι δάδες της Εκάτης σ’ οδηγούν!...

Και στο κακό της νύχτας το σκοτάδι,
μ’ ακολουθεί ο παιδικός μου φίλος,
παίζοντας σαν μικρό παιδί• αν και μεγάλος
και σαραντάρης και νεκρός και ενταφιασμένος!...

Κι όταν το τρυφερό κορμί της μοίρας
μες από τις παλάμες μου που τ’ αγκαλιάζουν
του νου τις πύλες στο Άγνωστο ανοίγει,
ο φίλος πλάι παίζοντας ξυλίκι
μέσα στου χωματένιου δρόμου
τον πνιγηρό τον κουρνιαχτό,
γι’ αυτό που κάνω με περιγελά!...

Έτσι
κι εγώ από Βρούτο χτυπημένος Καίσαρας,
μέσα στα δροσερά σαλόνια
με τα φοινικόδεντρα,
κυλώ σαν άμμος στην κλεψύδρα,
πέφτοντας, από τις μικροσκοπικές τρυπούλες της χαράς,
μες την αφάνεια της επανάληψης του Κίρκεγκωρ!...

Κόβω λοιπόν το νήμα της φιλίας
και της Ρωμαϊκής της Ιστορίας
και μόνος πια αγκαλιά με την Εκάτη,
στο μυστηριακό το μονοπάτι,
απ’ το πυκνό της νύχτας το σκοτάδι,
εισβάλλω μέσα στ’ άδυτα του Άδη!...

*** *** ***

Χαροκαμένη μάνα τώρα εσύ,
το γιό, το λατρευτό σου το βλαστάρι,
καμάρωσέ τονε γυμνό σφαχτάρι,
στα χέρια του στυγνού εκμεταλλευτή!...

Μα εμείς που μάθαμε την ύπαρξη καλά,
τον τρόπο ξέρουμε τον ήρωα να τιμούμε
και στα συμπόσια τα μυσταγωγικά,
δεν παραλείπουμε κι αυτόν να τον καλούμε!...




Το τραγούδι του Αβατάρα.


Δεν ανεβαίνω στα βουνά• δεν τρώγω αμβροσία•
ανούσια συνομιλώ και ζω στην κοινωνία!
Μα ο ψηλός συμβολισμός πού ’χουν τα ποιήματά μου,
τους άνθρωπους ποιμνίο μου κάνουν και όχημά μου!...

Δεν έχω πλέον όνειρα, ούτε ψηλές αξιώσεις•
με πνεύματα ασχολούμαι πια και φτιάχνω δεξιώσεις,
για Ντέβας κι όντα ξωτικά! Και φοβερές μαγείες!
Που δεν αρμόζουν σε «στοές» και ηδονοβλεψίες...

Μα μόνο σε αγάλματα κι ουράνιες Αφροδίτες!
Και σε θνητούς, που καίγονται σαν μακρινοί κομήτες!...
Κι όλο κοιτώ να βρω ψωμί να φάω να αντρειέψω,
τη θεϊκή κορμοστασιά να τηνε σαγηνέψω!

Ν’ αντλήσω γάλα απ’ τους μαστούς της Άρτεμης Θεάς μου,
για να ταΐσω τα παιδιά της άστοργης γενιάς μου.
Που θυσιάζουν στο Θεό τις Θεϊκές αξίες
κι αυτά κρατούνε πρόθυμα της νύχτας τις μοιχείες!

Για να βοσκήσουν στης ζωής τα πλανερά τα δίχτυα
και ν’ αστοχήσουν στης ψυχής τα μαγικά ξενύχτια,
που φτιάχνουνε τους Αχιλλείς, τους μαγικούς προγόνους,
που δεν κατασκευάζονται με τους απαίσιους γόνους,

όπου μας εμφανίζονται με μαεστρία και χάρη,
σαν τέκνα άξια της βουλής, της αγοράς καμάρι,
της «επιστήμης» λειτουργοί, του «δίκαιου» ασπίδες
και του «μοντέρνου ποιητή» τις μαυρομάτες μύγες!...




Αφορισμοί.


Γιατί οι ανθρώποι του πολιτισμένου κόσμου,
που κάθε βράδυ πλένουνε τα δόντια τους,
έχουν σ’ αυτά σαπίλες και κουφάλες,
ενώ Αφγανοί, Ιρακινοί και Πέρσες,
που δεν γνωρίζουνε βουρτσάκι τι θα πει,
έχουν το στόμα καθαρό σαν την ψυχή τους;

Γιατί οι Αμερικανοί κι οι Ευρωπαίοι
καθηγητές, δεν ημπορούν να θεραπεύσουν
αρρώστους, παρά μόνο τα δισέγγονά τους
να αποκαταστήσουν οικονομικά,
ενώ οι Ιρακινοί γιατροί, τυχαίνει
να υπηρετούν μ’ επιτυχία την Υγεία;

Γιατί οι πολιτισμένοι, τους νεκρούς τους
με τόσες θάβουνε τιμές, μα χωρίς δάκρυ,
ενώ οι Αφγανοί, τούς κλαίνε απλώς;

Διότι, οι ανθρώποι του πολιτισμένου κόσμου
δεν ζούνε τη ζωή του ανθρώπου!
Μόνο σαν όνειρο τη βλέπουνε, των ποιητών!...
Και σαν υπάνθρωποι πορεύονται απορρίπτοντας
τη Χριστική διδασκαλία!...

Ενώ οι Αφγανοί, πιστοί προς τον Χριστό
-αφού ο Μωάμεθ μαθητής Του ήτανε-
έχουν την ευλογία Του και πορεύονται
στ’ αχνάρια που άφησε στην άγια Του πορεία
ο Πρώτος απ’ τους Φιλοσόφους!...

*** *** ***

Κλαίω, πίσω απ’ το συρματόπλεγμα
του στρατοπέδου που με κατατάξανε!
Του στρατοπέδου των αθέων!...

Και ονειρεύομαι να δραπετεύσω!
Να εγκαταλείψω φίλους κι αδελφούς!
Να τους αφήσω έρμαια της κόλασης!...

Να ζήσω τις καταβολές που με γεννήσανε!
Γιατί δεν γίνεται κανένας να σωθεί,
εκτός απ’ τον Χριστό, που μέσα μου πλαντάζει!...

Χέρι βοήθειας δεν παίρνουν οι αλλόφρονες•
έχουν χαθεί μέσα στη μοίρα του μυαλού τους•
τι κι αν ανθρώποι μοιάζουν και αδελφοί!...

Σαν τις Σειρήνες, απειλούν να με κατασπαράξουνε,
αν ευσπλαχνία δείξω και συμπόνια,
ή πίστη, σε ειμαρμένη φιλική!...

Γι’ αυτό,
όσο πικρό κι αν είναι το αποχαιρέτισμα,
ξεκίνα για της νιότης το ταξίδι!
Μακριά από φίλους κι από συγγενείς κι αγάπες,
που πια δεν πεθυμούν!...
Προς φίλους και προς συγγενείς κι αγάπες,
που μες από το ένστικτό σου, σε καλούν!...




Ο άνθρωπος του Πνεύματος.


Το θέμα είναι,
το κλείσιμο του παράθυρου στο σκοτάδι•
ώστε το φως, να μην χάνεται,
φωτίζοντας τον έξω κόσμο.

Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να δει!
Αυτός είναι πλασμένος,
για να μη βλέπει•
αυτή είναι η αποστολή του!...

Ο κόσμος μου εφύρανε!
σε λίγο θα φτωχέψει!
αλλά εγώ θα καταχωρηθώ
στο Πάνθεο των Οδυσσέων!...

Πόσο θ’ αντέξει το κορμί να πίνει Διόνυσο,
για να κατεβάζει Γάλα και Μέλι;
Η ειμαρμένη είν’ η ερωμένη μου!
Το πεπρωμένο, το πεδίο της δράσης μου!
Και τα φτερά στους αστραγάλους των ποδιών μου,
η αποστολή μου!...

Κανείς πια δεν δοξάζει το εφήβαιό μου...
Έτσι, η δόξα του μεγαλύνεται!...
Η Σαπφώ και η Άρτεμις, η Αθηνά και η Αφροδίτη
με συντροφεύουν, στα Διονυσιακά Όργιά μου!...




Διονυσιακοί ύμνοι.


Συνθλίφτηκα μέσα στις συμπληγάδες πέτρες:
την μάνα μου και τον πατέρα μου...
Κι απ’ την κακόηχη βρόμα των εντέρων που ξεκοιλιάζονται,
ξεπρόβαλε ο Θεός !...

Ο ιππότης που παίζει σκάκι με το Χάρο,
γράφει τον πρώτο διονυσιακό,
για να τον αφήσει να ζήσει
και να γράψει τον δεύτερο, τον τρίτο...

Όμως, τι νόημα έχει να γράφεις διονυσιακούς ύμνους,
μες το πέλαγος της ζωής, της αμύητης;
Σπας και τελειώνεις τούς κονδυλοφόρους,
που πουλάνε οι φτωχές γριούλες και οι ανάπηροι ζητιάνοι...
Τα προβλήματα, άλυτα ...

Το δέρμα, που συγκρατεί την ύλη
πού ’χει για μοίρα της την αποσύνθεση, έσπασε!...
Και τα σωθικά μου κύλησαν στο πέλαγος!...
Ο Ποσειδώνας τα αφομοίωσε!...
Κι αυτό που έμεινε,
το καμαρώνουν οι Πλειάδες με υπερηφάνεια...
Γιατί τους ανήκει!...
Η νύχτα μου τελειώνει με τη μέρα σας...
Μα η ζωή μου διαρκεί στους αιώνες!...

Η θλίψη τριγυρνάει στο σαπισμένο μυαλό σου,
σαν γεράκι στην έρημο της Σαχάρας!...
Κι ο Σατανάς, που παρακυβερνάει τις νέες ακροπόλεις,
είναι ο ίδιος, που διαστρέβλωνε και τις παλιές!...
Αυτός, που παραλλάσει τα τρισήλια!...




Οι τρεις νέες.


Μεγάλη μέρα σήμερα για τη Νέα Ακρόπολη!
Μεγάλη νύχτα σήμερα για τη Νέα Εποχή!
Μεγάλη στιγμή σήμερα για τη Νέα Ασκληπιάδα!...
Κι ο γηραιός κραταιός,
ενεργοποιώντας τις τρεις απ’ όλες του τις υποστάσεις,
μετέχει!...

Μέθεξη πρώτη: Νέα Ακρόπολη.
Όλοι τριγυρίζουν με φράκα και σμόκιν!...
Φιλοφρονούν στους θεατές χαμηλόμισθους,
βγάζοντας τ’ απωθημένα τους από άλλες καταστάσεις
κι ανεκπλήρωτες ανάγκες του αφανούς εγωισμού!...
-Ο μουσάτος με τις ψείρες
της πλατείας Ομονοίας
τι έχει να πει για όλ’ αυτά; -

Οι τροτέζες συναγωνίζονται τις λευκοθέες•
και τα σπουργίτια, τριγυρνάνε, μαζεύοντας τα ψίχουλα,
για να εξασφαλίσουν την καθαριότητα
της μισής αρχοντιάς!...

Τα φράκα κι οι τροτέζες...
Τα σμόκιν και οι λευκοθέες...
Κι ανάμεσά τους ...ένας με σκελέες!...
Αυτός πού ’δωσε το μισό του σώμα,
για να ευτυχίσουν!
Και δεν κατάφερε παρά
να τον περιφρονήσουν!...
Να τριγυρνάει ανάμεσά τους,
να τους θυμίζει τη σιχασιά τους!...

Μέθεξη δεύτερη: Νέα Εποχή.
Ο τύπος με το μουστακάκι και το μούσι,
φορώντας το μπλου-τζιν του
με το πουλόβερ της γιαγιάς του,
βαδίζει μελαγχολικά, με στόμφο,
ανάμεσα από τα περάσματα του κόσμου
της λαϊκής γιορτής,
του κινηματογράφου των Αμπελοκήπων...

Στ’ αριστερό του χέρι η πορτοκαλάδα
και στο δεξί του το βιβλίο του Τολστόι.
Ήρθε να διαλογιστεί με Καζαντζίδη,
χωρίς να χάνει από τα μάτια το ρολόι!...
Ο Άγγελος του ψιθυρίζει στο αυτί του
λόγια γλυκά:
για τη ζωή του στρατοπέδου του Μεγαλέξανδρου,
εικοσιδυό αιώνες πριν,
μες της ανατολής τις οραματικές διαδικασίες...
Μ’ αυτός αρνείται να ακούσει...
Ζει μες της εποχής το πούσι!...

Μέθεξη Τρίτη: Νέα Ασκληπιάδα.
Οι απόγονοι του θείου Ασκληπιού,
οι επιστήμονες της νέας Ελλάδας,
συναθροισμένοι,
υπό τα έξοδα των δωροδόκων εταιρειών,
θα ανατάξουν τις ψυχές,
στης φύσης της ζωοδότρας τα πλουμίδια!...

Εκεί, με τις συμβίες και τα τέκνα τους
τα προετοιμασμένα για την άσωτη ζωή,
φόρο τιμής θα αποτίσουν
στου Ιπποκράτη τα λιγόλογα αστεία!...

Κι εγώ, σπαρμένος Καδμείος Δράκος,
ανάμεσα στα πόδια τους θα τους θυμίζω,
τις μελιστάλακτες αυγές!...
Την Ιστορία και τις συνέπειές της!...

Αυτός που σφάζει με την ποίηση, χαϊδεύει με τα χέρια!...




Σατυρικό δράμα.


Η γλώσσα της αλήθειας δεν είναι εύκολο να λυθεί.
Την περιγράφεις
και γίνεσαι ανώμαλος• τρελός!...
Την παραλλάσσεις
κι είσαι ακατανόητος• παρεξηγημένος!...
Η γλώσσα της αλήθειας δεν είν’ εύκολο να λυθεί...

Γι’ αυτό καλύτερα ασχολήσου
μ’ όλες του ψέματος τις γλώσσες:
τις γλώσσες των πολυεθνικών εταιρειών!
Κι άσε την ελπίδα να παραδέρνει
και το Θεό να κλαίει
χρώματα κόκκινα και μαύρα,
στις παρυφές των κορυφών των μακρινών!...

Η Νίκη δεν στεφάνωσε το μέτωπό μου με δάφνες!
Το ατιμωτικό φυτό πού ’χουν καθιερώσει στα σαλόνια!...
Τ’ αγκάθια όπου μου ταιριάζουν τα προτίμησε
και μου απόδωσε το δίκιο!...

*** *** ***

Μ’ εγκατέλειψες Χριστέ μου, με τ’ αγκάθινο στεφάνι!
Όπως και σε σένα ίδια, ο Πατέρας σου είχε κάνει!
Κι οι ζωές μας τριγυρίζουν μες τη λάσπη σαν βατράχια!...

Τσακισμένα βράχια, τη χαρά σαλπίζουν!
Και τη νύχτα βρίζουν, που βρομιές προβάλλει,
μέσα στον καθρέφτη, που νικά η κραιπάλη!...

Τη νεκρή ζωή μου, πώς θα αναστήσω
αν δεν την ποτίσω με φωτιά και λαύρα!...
Τα αβρά σου χέρια αν δεν τα οπλίσω
πύρινη ρομφαία και θανάτου σκάγια!...
Να νεκραναστήσω τη θεϊκή σου φύση,
που θα τους θυμίσει τα φιλιά σου τ’ άγια!...

Κι η δική σου Αγάπη, μέσα στην ψυχή μου
να μετουσιώσει του κορμιού την αύρα...
Να σ’ ακολουθήσω, Σάτυρος κοντά σου,
ζώντας στη ζωή μου, το δικό μου δράμα...




Οι αποφάσεις.


Στην παγερή ερημιά που τώρα ζω,
ξέρω : τον θάνατό μου, πολλοί θα τον θρηνήσουνε...
Μα είναι οι θρήνοι αυτοί άξιοι τάχα,
να επηρεάσουνε τις αποφάσεις μου;

Είναι οι θρήνοι τάχα αυτοί, θρήνοι Αιάντων;
Ή θρήνοι Ορλάνδων; Που βαθιά
τούς τρύπησε το βέλος του χαμού,
και χύθηκε το μέσα τους στο έξω;

Όχι βεβαίως...
Οι αποφάσεις μου ευθύς,
το φως της δημοσιότητας σαν δουν,
οι αντιδράσεις θα ξεπεραστούν...
Και οι πληγές θα σβήσουνε συντόμως!...

Δεν έχω τύψεις για τους συγγενείς και για τους φίλους,
που με εγκαταλείψανε νωρίς.
Μόνο έχω τύψεις για τους Συγγενείς και για τους Φίλους,
που με καλούν κι εγώ μακριά τους στέκομαι,
σαν στήλη άλατος!...

Και ποιοί ’ναι αυτοί οι Φίλοι και οι Συγγενείς;
Τα πυκνοβλάσταρα λαγκάδια
και οι παρθένες ρεματιές!...
Που η Πνοή ποτίζει τη ζωή
και κατευθύνει τις ενέργειες!

Βαρέθηκα να ζω στων φαντασμάτων μας τον κόσμο!
Θέλω να πίνω, να μεθώ•
και του νερού τις ψείρες
να τρέπω σε φυγή!

Θέλω να πίνω, να μεθώ•
και τις αρρώστιες, όπου τις βρω να τις γιατρεύω!
Κι όπου με βρουν να φεύγουν και να χάνονται...
Θέλω να συζητώ με την Περγαμηνή!
Την ερωμένη των αιώνων!...

Ω Ουρανέ!
Πότε θα φτάσει η στιγμή,
που θ’ απλωθεί η ποίηση,
στο βάθος της καρδιάς της ανθρωπότητας!...

Ω Ουρανέ!
Πότε θα φτάσει εκείνη η ώρα,
που θα σκιστούνε τα συμπλέγματα της ταπεινώσεως,
που εξυπηρετούνε τη χλιδή της βιοπάλης
και θ’ ανατείλει η ακτίνα του Υπεράνθρωπου!...

Όλο γι’ αυτό θα σας μιλώ ανθρώποι...
Άλλοτε με το ύφος του ταπεινότερου ζητιάνου της Αγάπης
κι άλλοτε με το ύφος του Θεού!...

Ετούτη την ώρα αρχίζω και κλαίω!
Το ημερολόγιό μου απόψε σας λέω:
ο επισκέπτης μου σαν νυχτερίδα,
μόλις μου σχίζει την εσχάτη σελίδα!...




Το ασυνείδητο ενός διαφθορέα.


Ποιο είναι το τίμημα που πληρώνει
αυτός που βλέπει το καλό μες απ’ το κακό;
Τι του κάνουν οι άνθρωποι,
όταν μες απ’ το κακό, προσπαθεί να τούς δώσει;
Τον δηλητηριάζουν!
Τον σταυρώνουν!
Ή τον κρεμάνε!...

Έτσι κρέμασες το ληστή, που σε αλάφρυνε απ’ τα πλούτη!...
Έτσι σταύρωσες τον Χριστό, που σου έμαθε τον Θεό!...
Έτσι δηλητηρίασες τον Σωκράτη, που σ’ οδήγησε στη Φιλοσοφία!...

Κι εγώ, που προσπαθώ,
μες απ’ την κιθάρα μιας γυναίκας,
να βρω τον έρωτα,
προσπαθώ να μη σε μιμηθώ...




Ολονύχτια μακαριά.


Τα πρόβατά σου είν’ ελεύθερα στο λιβάδι να βοσκήσουν...
Κι η θάλασσα από λέξεις, που κατέκλυζε τη ζωή,
στέρεψε!...
Λάσπη στεγνή χαρακωμένη•
λίμνης ξεραμένης βυθός!...

Οριζόντιες και κάθετες γραμμικές φράσεις,
επαναλαμβανόμενες, δίχως νόημα...
Μοίρα σου, που σιγά-σιγά
παγώνει την ύπαρξη!...

Πώς προχώρησες τόσο γρήγορα,
φίλε, παιδικέ μου, αγαπημένε!...
Σ’ εκείνη τη χώρα που ζεις, δεν με θυμάσαι!
Σε τούτη τη χώρα που ζω, δε σε ξεχνώ!
Νύχτα πυκνή τα πάντα διαφεντεύει
και μ’ εμποδίζει να σε λησμονώ...
Πώς προχώρησες τόσο γρήγορα,
φίλε, παιδικέ μου, αγαπημένε!...

Τα κομμάτια της ψυχής, περιμένουν την ένωση!...
Δεν δίνω νόημα σε κανέναν!
Αυτόβουλοι σχεδιασμοί μπαίνουν στο ρέμα,
για την απέραντη θάλασσα!...

Κι όταν ο ρυθμός της ανθρωπότητας επικρατήσει,
θα μπορέσω να παρευρίσκομαι απλός θεατής...
«Τα κορίτσια του μπαρ, όμορφα, ελκυστικά,
μα ο φτωχούλης του Θεού, απλός θεατής!...»
Ταύτιση πικρή και πειρασμού κουβέντες!...
Λόγια μαγικά θύμησης μακρινής
και λήθης που ξαναγυρνά και ξαναζωντανεύει!...

Θεριό σωστό η γριά Παρθένα,
που τρώει τις σάρκες των πιστών
και την ψυχή τούς πίνει !...
Σκόρπιες κουβέντες, που κανείς
σωστό δεν είναι να ακούει
κι από του Διόνυσου τα καταγώγια,
προβάλλουν μοχθηρές κι αντιανθρώπινες!...

Μα έχει κι η γη μιλιά• κι ο ήλιος•
κι όλα τ’ αστέρια• κι έχουνε κι ανάσα•
κι έχουν κι ανάσα, που όλα τ’ αφανίζει!...

Κι αν είμαι εγώ τ’ αστέρια και κοιτάξω;
Κι αν είμαι εγώ τ’ αστέρια και ακούσω;
Κι αν είμαι εγώ τ’ αστέρια κι ανασάνω;
Όλα θα τ’ αφανίσω! Και μαζί κι Εμένα!...

Η αντοχή του σώματος!
Η αντοχή του σώματος, που σε ακολασίες θα αναλωθεί!...
Η αντοχή του σώματος, που σε ακολασίες θα αναλωθεί,
αυτή ’ναι η φταίχτρα!...

Θα αντιγράψω το σημείωμα!
Θα αντιγράψω το σημείωμα!
Θα αντιγράψω το σημείωμα, των περασμένων μου ζωών!...
Κι όταν θα φτάσω στο αξίωμα,
τότε θα φτάσω στην Ανάφη!...




Ο υπεκφεύγων.


Λένε ότι τα ποιήματά μου, δεν έχουνε αξία περισσή!...
Το λένε «γιόγκι» και «φιλόσοφοι» μεγάλοι, από τη δύση μέχρι την ανατολή!...
Γιατί υμνούν την άχρηστη ζωή μου...
Αυτήν, την άφατη, ανάξια, σκοτεινή...

Όμως, στη θέση των χεριών δεν έχουν χέρια!
Ούτε με πόδια περπατούν τη γη!...
Ίσως στα στήθια τους καρδιά δεν πάλλει
και τα γραπτά τους, η ψυχή δεν τα δονεί!...

Και τώρα καθώς κλαίν’ τα δυο μου μάτια,
μέσα στης απουσίας σου το κενό,
δεν είν’ οι θρηνωδίες μου γινάτια•
παρηγοριά, δεν έχει ανάγκη το μυαλό!...
Ορθώνονται σαν ύμνος στη ζωή μου,
που την κατάπιε γάργαρο νερό!...

Κι’ οι μεταφυσικές των γεραμάτων,
ρίχνουν τα δίχτυα τους στη λεβεντιά
κι’ αντί για συμβουλάτορες των νιάτων,
να τα μεταποιήσουν θέλουν, σε φρικιά!...




Το τραγούδι του Γύφτου.


Πλήρης ερημιά!...
Χάος στον κόσμο της ύλης!...
Ο χοντρός γύφτος κοιμάται στο πεζούλι της λαχαναγοράς,
έντεκα η ώρα το μεσημέρι!...
Πώς να το ανεχτεί αυτό, ένας φασίστας ηρωινομανής!!!
...Και η ψυχή των ηρώων, ακόμα αγωνίζεται, ν’ αποδώσει δικαιοσύνη!...
Ο Έρωτας χορεύει στα σαλόνια της φαντασίας του!...
Και η ζωή κυκλώνει την Ύπαρξη, που ασφυκτιά!...

Ερημιά και χάος!...
Η μοναξιά, η μόνη σωτηρία.
Ένα παιδί πενήντα τριών χρονών, περπατάει στους Δρόμους μιας μεγαλούπολης.
Έτσι, δημιουργεί ο Θεός σήμερα!...
Το τραγούδι, το τραγουδάνε οι απόκληροι!...
Έτσι,
σταυρώνεται ο Χριστός, το δύο χιλιάδες!
Όπως σταυρώθηκε την εποχή,
του Ιωάννη του Ερημίτη ...

***
Ξεπλήρωσα το χρέος μου στη ματαιοδοξία της νιότης.
Πορεύομαι στην ερημιά των γηρατειών...
Στα παρθένα δάση, που συναντάς τους παιδικούς σου φίλους!...
Παίζεις μαζί τους ξυλίκι και ποδόσφαιρο
κι’ ερωτεύεσαι ξανά τις συμμαθήτριές σου,
στην τελειότητα της έβδομης γης!...

Όσο μέσα σ’ αυτό το σώμα, η ύπαρξή μου πορεύεται,
τόσο βυθίζομαι, στη μεταφυσική ζωή του Πλάτωνα και των ιδεών του!...
Κι’ αυτή η ζωή, έχει περισσότερη ζωή, απ’ τη ζωή των ζώων!...

Απολογούμαι; Εξομολογούμαι; Σκέπτομαι;
Δεν ξέρω τι απ’ τα τρία κάνω,
όταν πατάω το λαρύγγι του ηγούμενου κι’ αναφωνώ:
« Θέλω να πιω, να μεθύσω, και να πω! »

Όμως,
στην ερημιά του δάσους του παρθένου
σα θα βρεθώ,
η απάντηση στο τρίλημα, μ’ ένα καινούργιο ποίημα
θ’ αναδυθεί!...




Το τραγούδι του Λάκη.


Πάντα υπάρχει ένα «πρέπει» που μας καθηλώνει, στη ζωή!...

Ο τρομερός πονοκέφαλος.
Ο φίλος.
Που σε πάει στο σπίτι και σου προτείνει να σε πάει στο νοσοκομείο.
Εσύ.
Που του αρνείσαι λέγοντας, πως δεν θέλεις να σε κλείσουν
στα μπουντρούμια της επιστήμης...
Κι’ ύστερα...
Ο φίλος, που σου τηλεφωνεί,
εσύ, που του μιλάς για τη ζωή σου...
Κι’ αυτός, που τα παίρνει για ασυναρτησίες...

Έρχεται και σου χτυπάει την πόρτα σου...
Εσύ δυσκολεύεσαι να του ανοίξεις...
Αυτός χτυπάει επίμονα...
...Στο τέλος του ανοίγεις γιατί,
πάντα υπάρχει ένα «πρέπει» που μας καθηλώνει,
σ’ αυτή τη ζωή!...

***

Που είν’ οι γονείς μου, τ’ αδέλφια μου;
Που ’ν’ η γυναίκα μου; Πού τα παιδιά μου;
Όλα θυσιασμένα στο βωμό της σάρκας!...
Οι φίλοι, δεν κατάφεραν ν’ ακολουθήσουν αυτή τη φθορά...
Δικαίωσαν την επιλογή μου στα πρόσωπά τους...
Με σώσαν απ’ το θάνατο, για να ζω και να τους ευγνωμονώ!...
Όμως,
δεν άφησαν τη ζωή μου να γίνει ποίημα!...

***

Ο Δαβουρλής, το ποδόσφαιρο!...
Μέσα στο σύννεφο του ηρωισμού!...
Πετάς και διαφεντεύεις!...
Γίνεσαι σημαιοφόρος της Νιτσεϊκής δύναμης!...
Διαφεντεύεις και δυναστεύεις!...

***

Σε κατατροπώνουν οι αδύνατοι.
Σε κατηγορούν οι ανήμποροι.
Μα εσύ,
«γράφεις την ιστορία της ζωής σου με πέννα,
τροχισμένη στα πορνεία της πόλης σου»
μακριά από τους τροβαδούρους της πολιτικής ουράς!...
Καταρρίπτεις την κοινωνία τους•
απορρίπτεις τις μεθόδους τους•
και καταφεύγεις «μέσα στο έρημο σπιτάκι» του Στέλιου Καζαντζίδη!...……
Εκεί ησυχάζεις,
σαν τους περιφρονημένους Μουσουλμάνους,
στο έρημο Τζαμί.

***

Η ηδονή, έχει καταβροχθισθεί απ’ το Χρόνο.
Η ανησυχία, έχει χαθεί στις ερημιές της διαβίωσης.
Πού να στηριχθεί ο ερημίτης, για ν’ απευθυνθεί στο συνάνθρωπο;
...Και τότε καταφθάνει ο θάνατος, ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει!!!...

***

Ο ερωτευμένος Νηλέας. Ο ιερός έρωτας του ανθρώπου.
Ο ποιητής και ο Νηλέας. Ξεκίνησαν την εκδρομή τους.
Ποιός ξέρει πόσους θα καταποντίσουν στο διάβα τους;
Όμως, μόνον αυτοί θα δείξουν την αξία του Λάκη!
Ο Λάκης Πέθανε!... «Μέσα στο έρημο σπιτάκι»!...
Κι’ αυτοί,
συγκεντρώνουν τις ελπίδες των λαών...
Κατατρώγουν ανθρώπους, εν ονόματι της ανθρωπότητος!
Καταπατούν δικαιώματα, χάριν της δικαιοσύνης!
Και στεφανώνουν το μέτωπο του Χριστού
με πράξεις αισχρές
για τους δολοφόνους, τους εκμεταλλευτές,
και τους φτηνούς διανοούμενους!...

***

Ξεδιπλώνουν την πράξη του Βουδισμού και της Γιόγκα!
Και μαθαίνουν στον άνθρωπο την Αλήθεια της Φύσης του!
Κόντρα στους «γνώστες» και τους ξερακιανούς επιστήμονες...

***

Σ’ ευγνωμονώ φίλε Λάκη, αίμα μου,
που μου ενέπνευσες αυτό το ποίημά μου.
Έφερες την ώρα της μεγάλης αλήθειας:
Θα παρουσιαστεί στον κόσμο μου η υπόστασή μου,
για να μείνει η Ύπαρξή μου
χαραγμένη στους αιώνες!
Όχι όπως του Θερβάντες ή του Κάντιου.
Όχι όπως του Χριστού ή του Μωάμεθ.
Αλλά όπως του Θεού!...




Μεταξουργείο.


Εκεί που γράφτηκαν αυτά τα τραγούδια (Απόκληρος σ’ αυτή την κοινωνία)
στην πράξη!...
Εκεί η ψυχή μου, σαν τον αητό του Δία,
στάθηκε σήμερα!...

...Οι νίκες και οι πλάνες παρέα παίζανε!...
Ο θούριος του Ρήγα, δηλαδή η σάρκα,
πανηγύριζε κλαίγοντας τη θλίψη της Ύπαρξης!...
Κι’ ο ήρωας του έργου, σερνότανε παίζοντας
με τις ρόγες μιας νιόπαντρης!...
Ο ηρωισμός, στο μεγαλύτερό του απάνθισμα!...

Ο εγκλωβισμός των ελπίδων του νέου,
στα πλούσια καστανά μαλλιά της νέας!...
Η περιπλάνηση της φιλίας, στα καταγώγια του χάρου!...
Και οι αξίες ριγμένες στη διάθεση των καταστροφέων!...

Ταλαίπωρε τραγουδιστή! Δάσκαλε Πυθαγόρα!...
Αν δεν υπήρχαν όλ’ αυτά,
παρέα θα γκρεμοτσακιζότανε η άχραντή σας δύναμη,
στην κόλασή σας: την ανυπαρξία!...

Κι’ εγώ που πέρασα υποτίθεται, μέσ’ απ’ τις σάρκες σας,
τριγυρνώ μονάζοντας, στα καλντερίμια της πόλης,
ψάχνοντας την ακολασία, της οικουμενικής παραδοχής!...
Τι ειρωνεία Θεέ μου! Θεέ του Πλωτίνου!...

Σ’ ευχαριστώ που έστειλες τη γυναίκα δίπλα μου.
Με τα τραγούδια της,
μου στολίζει την ψυχή!...
Οι κασέτες των εραστών της,
μου φλογίζουν το αίμα!...
Και το αίμα μου καίγεται!...
Χαρίζεται στο Θεό των Ταοϊστών!...
Στην αρμονία του Λι!...

Ο εγωισμός μου αποσυντίθεται στα στοιχεία του!...
Κι’ εξαντλημένος κοιμάμαι κάθε νύχτα,
τον ύπνο του θανάτου!...




Η επόμενη μέρα.


Δεν έχουν ανάγκη να γράφεις ποιήματα!...
Οι λευκές σελίδες είναι προτιμότερες!... Μα τι να κάνεις;
Στην ανάγκη τη δική σου, πάντα υποτάσσεσαι!...

«Ο κόσμος όταν τέλειος θά ’ναι, τότε θα πάψουν να υπάρχουν ποιητές!...»
Κάποτε είχα σκεφτεί• και τώρα το θυμήθηκα!... Γιατί!...
Τι σχέση έχει με το παραπάνω;

Έχει τη σχέση την εξής:
Τόσο είν’ ο κόσμος τώρα ατελής, που είναι ανίκανος την ποίηση να νοιώσει!...
Πόσο απέχουμε’ απ’ την εποχή εκείνη,
που ο κόσμος τόσο τέλειος θά ’ναι, που δεν θα έχει χρεία της ποίησης,
γιατί άλλη τελειότητα, δεν θα υπάρχει να κατακτηθεί!...

***

Η επόμενη μέρα που ορκίστηκα πρωθυπουργός,
ήταν η μέρα των συλλυπητηρίων, από συγγενείς και φίλους!...
Ο καιρός της καλυτέρευσης της χώρας τους, είχε φτάσει.
Κι’ αυτός που θα πλήρωνε το τίμημα, ήμουν εγώ!...
Το λιώσιμο του κορμιού μου θα προσπόριζε ενέργεια γι’ αυτή τη δουλειά!...

Πράγματι. Μέσα σ’ ένα μήνα, γκρέμισα το ενενήντα τοις εκατό των οικοδομών!...
Μέσα σε δυο μήνες, φύτεψα δάση!...
Μέσα σε τρείς μήνες, έφερα πουλιά κι’ αγρίμια•
και γέμισα τη γύρω περιοχή!...

Η πλατεία της Ομόνοιας έγινε τεράστια!...
Τίγρεις, λιοντάρια και φαρμακερά φίδια
τριγυρνούσαν ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα της!...
Κόμπρες, κροταλίες και βόες σφιγκτήρες απειλούσαν το κάθε σου βήμα!...

Οι άνθρωποι, τις νύχτες,
εκοιμούντο σε στενά δωμάτια, κατά δεκάδες!...
Και τις μέρες, γυρνούσαν ευτυχισμένοι ανάμεσα στα λουλούδια,
στεφανωμένοι με κλαδάκια ελιάς ή βελανιδιάς!...

Οι γυναίκες, ολόγυμνες,
προσεφέροντο για ακόλαστες νύχτες!...
Και οι άντρες, φερέλπιδες, δυνατοί κι’ ωραίοι,
χαμογελούσαν στα σπουργίτια, χαϊδεύοντας τα φυτά!...

Νεαροί, στεφανωμένοι με χρυσάνθεμα,
χαριεντίζονταν πάνω στα νερά της ήρεμης λίμνης!...
Κι’ ο χάρος είχε χάσει τα πασχάλια του!...
Ο ήλιος χαμογελούσε ερωτευμένος στη γη•
κι’ εγώ κλαίγοντας, αναφωνούσα λόγους στην Πνύκα!...

Η ώρα της γενικής χαράς είχε φτάσει!
Κι’ απ’ το κορμί μου, δεν είχε λιώσει παρά μονάχα
το αριστερό μου πόδι, συμπαρασύροντας τον αριστερό μου όρχι
και το λαγόνιο τ’ αριστερό και το γλουτό μέχρι τη μέση μου!...
Η απειλή, δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στον ορίζοντα...

***

Ο Θεός ζητάει πολλά από μένα!...
Τού ’δωσα τα χέρια μου και τα πόδια μου!...
Τού ’δωσα τα γεννητικά μου όργανα και τους γλουτούς μου!...
Τού ’δωσα την κοιλιά μου και τα πνευμόνια μου!...
Μ’ Αυτός θέλει,
το κεφάλι μου και την καρδιά μου !!!...




Θέλω να πιω να μεθύσω και να πω.


Ο περήφανος κόκορας, γράφει το ποίημά του!...
Είν’ ελαφριά η γραφίδα μου και γράφει, σαν το χώμα που με σκεπάζει!...
Και γράφει, για γεγονότα που μας θάβουν,
κάτ’ από χώμα τόνους βαρύ!...

Και γράφει,
για γεγονότα που γύρω μας συμβαίνουν κι’ είναι πολύ μακριά,
μα και γι’ αυτά που μέσα μας συμβαίνουν κι’ είναι πολύ κοντά,
γιατί κανείς δεν ασχολείται, ούτε με ’κείνα, ούτε μ’ αυτά!...

Σαν τους Εσκιμώους της Αλάσκας,
γύρω απ’ τις φωτιές του Ηφαίστου,
τις παγωμένες νύχτες, με τη μεγάλη ζεστασιά!...

Πάντα έψαχνα για την «ανθρώπινη», την εσωτερική τη ζεστασιά!...
Ντύθηκα γυναίκα, για να συγκινήσω τους άντρες! Και άντρας, για να συγκινήσω τις γυναίκες!...
Όμως δεν ήμουν, ούτε άντρας, ούτε γυναίκα!
Ήμουν Χριστός!...
Ντύθηκα Οθέλος, για να συγκινήσω τις Δεισδαιμόνες!...
Ντύθηκα Κικέρων, για να συγκινήσω τους Καίσαρες!...
Όμως δεν ήμουν, ούτε Οθέλος, ούτε Κικέρων!
Ήμουν Βούδας!...
Και τώρα σας ζητώ μοναχοί - βουλευτές,
να αποχωρήσετε, αφήνοντάς μου το πεδίο ελεύθερο!...

Όταν κλείνουμε το Χριστό στη φυλακή
κι’ εμείς οι υπόλοιποι κυκλοφορούμε ’λεύτεροι,
τότε η ζωή μας είναι φυλακή κι’ η ψυχοπάθεια μας περιστοιχίζει!...

***

Ο νεαρός καλόγερος βάδιζε στα κοχλάδια της παραλίας
κι’ άκουγε τους ήχους των βημάτων του.
Έβλεπε τα ράσα του να τρέχουν
από τους ώμους του στα πόδια του, σκληρά.
Άλλοτε, οι ίδιοι ήχοι συνοδεύονταν
από εξωτερικές οπτασίες της ηδονής!
Όταν γυμνός κυκλοφορούσε, στις έρημες κοχλαδιαστές παραλίες!...
Τώρα συνέβαινε κάτι άλλο!...
Κουλουριάστηκε στους αμμόλοφους της άκρης της παραλίας
και χώματα πέσανε στο πρόσωπό του!...

***

Οι πόρτες ανοιχτές κι’ ο νεαρός καλόγερος
μπαίνει στο προαύλιο του μοναστηριού.
Οι μοναχοί, σαν βουλευτές στον απογευματινό τους περίπατο,
γύρισαν απ’ την πλήξη τους με μιας και τον κοίταξαν όλοι!...

Άγριο το πρόσωπό του!...
Απ’ το χώμα, το κλάμα και τον ιδρώτα, ποιό ήταν το πιο αλμυρό;
Ο ηγούμενος και οι δύο βαστάζοι του,
όρθιοι στη βεράντα του ανώγειου ψηλά,
γύρισαν και τον κοίταξαν...

Ο νεαρός καλόγερος, προχώρησε τρία βήματα
και στάθηκε τραντάζοντας το δάπεδο!
«Θέλω να πιω, να μεθύσω και να πω!...» είπε...
Ο ηγούμενος και οι δύο βαστάζοι του συνοφρυώθηκαν...
Μισή ώρα σιγή επακολούθησε!...
Τέλος, «φέρτε του να πιεί» είπ’ ο ηγούμενος•
και του ’φέραν νερό να πιεί τα μοναχοπαίδια!...




Οι μεταμορφώσεις του μεταξοσκώληκα.


Ποτέ δεν ήμουν ποιητής.
Ένα παράθυρο ήταν πάντα η ποίησή μου,
στο κλειστό οικοδόμημα της ζωής!...
Έτσι, κατάφερα να ξεπεράσω την ημερομηνία της λήξης μου!...

Πορεύομαι σεσηπώς, την πορεία της ισοπέδωσης!...
Ορθόπλωρες, πρυμνοπόθητες, ορθοβίζες, ψηλοκάπουλες υπάρξεις, με βελούδινους μηρούς,
πάντα αποτελούσαν
το αντικείμενο του πόθου μου!...

Έτσι,
διέτρεξα τίμια το δρόμο του χειρουργείου,
για να τις συναντήσω μαραμένες,
να πλέουν σαν βατράχια, στη λάσπη της φθοράς!...

Πισωπάτησα!... Λοξοδρόμησα!...
Πώς ν’ αντικρίσεις το νεκρωμένο σου πόδι;
Πώς ν’ αντέξεις τον πόνο του νυστεριού;
Αποφάσισα να στηλιτεύσω τις αξίες!...
Χαρακτήρισα το Νίτσε υστερικό!... Και τους εχθρούς του,
κατασκευάσματα σκοπιμοτήτων!...
Κατέρριψα τα κατεστημένα όσια και ιερά
και δημιούργησα τον κόσμο της ύπαρξης!...
με τη θλίψη του, τις χαρές του και την καταστροφή μου!...

Είδα τη μορφή μου ν’ αλλάζει, μέσα στην αιωνιότητα
και μετέφερα κατά γράμμα, τις μεταμορφώσεις του μεταξοσκώληκα!...
Έφτασα έτσι περιηγητής,
στη Στυμφαλία του χίλια διακόσια προ Χριστού!...
Οι άνθρωποι τότε είχαν ουρά!...
Και τα ούρα τους, τα πίνανε για να ξεδιψάσουν!...

Οι νύμφες δεν φορούσαν νυφικά•
στο χνούδι του κορμιού τους, χαίρονταν οι θεοί!...
Και τότε, ξεπρόβαλεν ο Ηρακλής, για να χαράξει το μονοπάτι
της ανθρώπινης βεβήλωσης !...




Το παράπονο.


Όταν ο μεγάλος ρήτορας Δημοσθένης, τέλειωσε την αγόρευσή του «δει δε χρημάτων...»
μετά τα χειροκροτήματα της Αννούλας, σιγή θανάτου ακούστηκε!...
Κι’ ύστερα, ένα μεγάλο, βροντερό, βαρύ Αχ!
Από το στόμα του Σωκράτη, του Ληστή και του Χριστού!...




Μότσαρτ.


Αδελφέ μου!...
Σου γράφω από το δύο χιλιάδες!...
Όλα είναι όπως τότε.
Ο πόνος κι’ η χαρά, κάνουν έρωτα μες την ψυχή μου!...
Κάτι καινούργια ζώα βγήκαν μόνο, απ’ της τεχνολογίας τη μήτρα
και γαργαλάνε τις πατούσες μου!...

Θα σου δώσω το χέρι μου, να χορέψουμε το χορό της αλλοφροσύνης!...
Η μοίρα μου θάφτηκε στο μνήμα σου•
μαζί μ’ όλους τους άλλους, που κάποτε ζούσανε!...
Ω θύμα Αισχύλε!... Ω θύτη Θεέ!...
Έπλασες το πέρασμα, σαν χώμα!...

Η πορεία είναι γοργή, σαν καλπασμός αλόγου...
Κι’ αυτό που μένει, κρύβει την απόγνωση...
Έπλασες το μέλλον, χώμα!...
Να σκεπάζει την ύπαρξη, όπως τα κόκκαλα το χώμα!...
Κι’ οι μορφές που ζούσανε, να χάνονται!...
Να μεταμορφώνονται σε κάτι ξένο...
Η μύγα σε κριάρι• κι’ ο κιθαρωδός σε μικρόβιο!...

Όμως η δύναμη θα σε νικήσει!...
Το χώμα σου, θα γίνει αέρας!...
Θα σκορπιστεί,
τη μέρα που θα ξαναγεννηθώ!...




Μαγιακόφσκυ.


Πώς βολευτήκατε εσείς εκεί,
πάνω σε πέτρες μυτερές, να ξεκουράζετε τους πισινούς σας,
πάνω σ’ αγκάθια γαϊδουράγκαθα, τα γυμνά πόδια σας ν’ απλώνετε!...
Και τα παιδάκια σας, σαν δυό κουφέτα στη μασχάλη,
από πορνό βιβλία να εκπαιδεύετε!...

Πώς βολευτήκατε εσείς εκεί,
μπροστά στα πυρωμένα βέλη των ματιών μου,
που ξεχωρίζουνε τα μέλη σας
κι’ αποσυνθέτουνε τις πρώτες ύλες του μυαλού σας!...

Είναι σωστό να βολευτείτε κάποτε...
Περιμαζεύοντας τα ράκη σας,
να ζήσετε κι’ εσείς, σαν κάποιο είδος!...
Κι’ εγώ, στα ανεμοδαρμένα άγρια βουνά να τριγυρνώ μονάχος,
τις χειμωνιάτικες βραδιές,
με τ’ άγιασμα του άγριου θεϊκού αγέρα στο μέτωπο
και τη λεβέντικη τη σκέψη την παλιά:
«Ανάμεσ’ απ’ τα πεύκα, σ’ αντίκρισα πολλές φορές!
Μα μέσα στους ανθρώπους, σ’ έχανα!...
Στα πεύκα ήσουν πεύκο και στους ανθρώπους, άνθρωπος!...»

***

Είμ’ ένα μωσαϊκό από ιερές κινήσεις:
Ο συνδυασμός του αθλητισμού με τον αλκοολισμό!
Ο συνδυασμός του καπνίσματος με την υγεία!...
Στις φυλακές του πανελλήνιου σοσιαλιστικού,
βλέπω τον κόσμο του... και θαυμάζω!...

Ο έρωτας ανθεί, στην υπηρεσία της σπερματέγχυσης!
Οι ανήλικοι, καθηγητές πια στα έδρανα,
με τα ίδια ρούχα που φόραγαν μαθητές!...
Τα θαυμαστικά, ερωτηματικά, στίγματα και τελείες,
που υπηρετούσαν τον αισθησιασμό, απορρίφτηκαν!...
Ο αφανισμός τον καταπλάκωσε!... Θάφτε τον!...

Αδελφωμένοι αγρότες και αντάρτες περπατήστε!...
Τα παιδιά σας παθαίνουν περιτονίτιδες!...
Οι γονείς σας σιγολιώνουν στα γηροκομεία!...
Και η φωτιά της ορθοβίζας κορασίδας,
σβήνει σιγά σιγά στις χούφτες της, ανάμεσ’ από δείκτη και αντίχειρα!...

***

Γκόργκυ, Χατζής Δημήτρης, Καζαντζάκης•
Έσε, Χατζής Κώστας, Καζαντζίδης•
Μόρρισον, Ιησούς, Βούδας!...
Κλείνω το βιβλίο• κλείνει η μέρα• κλείνει κι’ ο χρόνος• κλείν’ η ζωή!...
Ανοίγει το βιβλίο• ανοίγει η μέρα• ανοίγει κι’ ο χρόνος• ανοίγ’ η ζωή!...

Μέσα στη ζωή του κρύβετ’ η αλήθεια• κι’ όχι σ’ αυτά που λέει!...
Μα πώς ν’ ανοίξεις την ανθρώπινη ψυχή;
Αλλά και τι σε ενδιαφέρει;
Αφού η δική σου η ψυχή είν’ ανοιχτή σε σένα; δε σου φτάνει;

Γέμισε την ψυχή σου θάνατο!... Μη σ’ ενδιαφέρει για τίποτα!...
Δεν αξίζει η παρούσα ζωή!... Πήγαινε να κατακτήσεις τη μέλλουσα!...
Την αδιόρατη!... Την παραγραμμένη!...
Τη ζωή της φρίκης και της ακολασίας!...

«Τά ’χεις με τη ζωή;» Με ρώτησαν τα δέντρα!...
«Τά ’χεις με τους ανθρώπους;» Με ρώτησαν οι βουλευτές!...
Δεν τά ’χω εγώ με τη ζωή• ούτε με τους ανθρώπους!...
Τά ’χω με μία νιούτσικη γυναίκα μορφονιά!...
Που στάζουν γάλα τα βυζιά και μέλι της ο κόλπος!...
Μα ψαχουλεύει την αντρειά κι’ όπου τη βρει την παίρνει!...




Ο αθλητής.


Αγαπημένη μου γυναίκα!...
Χάθηκες μέσα στην άβυσσο των χρόνων!...
Εξανεμίστηκες στη λαίλαπα των χαμένων γνωριμιών μου!...
Αγαπημένη μου ζωή!...
Χαραμίστηκες μέσα στο σύστημα του ανθρώπου!...
Στο σύστημα της πραγματικότητας...
Το σύστημα του ονείρου, καταποντίστηκε από όλους!...
Και τις γυναίκες και τους πολιτικούς...

Dum spiro spero!...
Οι καινούργιες πολιτείες (πάνω στα πρότυπα των παλιών)
ξαναγεννάνε εμένα!...
Δεν πεθαίνω, δεν γερνάω!...
Μένω στους αιώνες αναλλοίωτος!...
Τα νιάτα μου εξουσιάζουν όποιον βρουν!...
Όλοι οι έρωτες, όλων των ανθρώπων, ανήκουν σε μένα!...
Μες από μένα ερωτεύονται οι νέοι του σήμερα!...
Μες από μέναν ανασαίνουνε οι άνθρωποι του καθεστώτος!...

Πόσο αγάπησα όλους τους ανθρώπους
και ιδιαίτερα αυτούς που γνώρισα,
όσο κακό κι’ αν μου κάνανε!
Όσο μίσησα αυτήν τη ζωή μου• όσα καλά κι’ αν μού ’δωσε!...

Ο θρύλος μου ποτέ δε θα σβήσει!...
Όλοι οι μουσουργοί μόνον αυτόν ύμνησαν!...
Η σκέψη τους ήταν στη ζωή μου όταν δημιουργούσαν!...
Τους ευχαριστώ!...
Αυτοί με γεννήσανε!...
Είμαι απόγονος των αρχαίων ιπποτών!...

Ψάχνοντας το άδικο πονώ μάταια!...
Βλέποντας τις ατέλειες των ανθρώπινων όντων,
υποκλίνομαι στο δημιουργό τους!...
Ζω τη ζωή μου, έξω απ’ την αισχύνη της αθλιότητας!...

Η νιότη μου, παρούσα δίπλα μου, ως τα βαθειά γηρατειά!...
Το νεανικό της κορμί, σπαρταρούσε από ηδονή
κάτω απ’ το βάρος, του ογδοντάρη ερωτικού της συντρόφου!...
Μέσα στα μπαρ, όλοι τον γνώριζαν!...
Ογδόντα χρόνια, δεν έλειπε από κανένα, κάθε νύχτα!...

Πόσο τρομαχτική ήταν όθεν η απουσία του, εκείνη τη νύχτα!...
Όλες οι γυφτοπούλες της Θήβας, τον θρηνούσαν χρόνια ολόκληρα!...
Δεν μπορούσαν να ξεσυνηθίσουν, το πλάκωμα της σάρκας του!...
Μ’ αυτός κοιμήθηκε...
Τον νανούρισαν οι μουσικές του Διόνυσου!...
Τα σταυρωμένα του χέρια,
οι Μαινάδες στολίσανε!...
Και οι μετανάστες της βόρειας Αμερικής
αυτόν πίστεψαν για θεό τους!...

Ύστερα, η γη αναμίχθηκε με τη φωτιά!...
Οι ιστορικοί, δεν μπορούσαν να περιγράψουν τα φαινόμενα!...
Η πένα μου, έμεινε μετέωρη μέσα σ’ αυτή τη βιβλική καταστροφή!...
Τα τραγούδια, τά ’πνιξ’ η λάβα!...
Στα μπαρ, οι γυναίκες,
αποχαυνώθηκαν, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας!...
Κι’ έφτασ’ ο Απρίλης,
χίλια εννιακόσια ογδόντα εφτά χρόνια, μετά τη γέννησή του...

***

Στην ωχρή συνοικία της αρρώστιας,
ο Θεός ρίχνει ακόμα,
λίγες από των λουλουδιών του τις ευωδιές!...
Ο ουρανός, πάλι ανοιξιάτικος,
χαμογελάει πάνω απ’ τα λιγοστά, ροδαλά, ερωτιάρικα συννεφάκια!...
Και ξαφνικά,
μέσα στη σιγαλιά της Μοσχατιώτικης γειτονιάς,
ακούγεται και πάλι,
η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη!...

Η ζωή ξαναγυρνάει!...
Μαζί με τον έρωτα, με τα φιλιά, με τα γινάτια των ερωτευμένων,
με τα αισθήματα της παλιάς αγνής βαθιάς φιλίας,
Τη λαχτάρα και τον πόνο της απιστίας!...

Ο έρωτας κι’ ο θάνατος,
το κόκκινο και το μαύρο,
αδελφωμένα χορεύουν
το χορό του κεφιού!...




Οσάμα Μπεν Λάντεν.


Ζω μέσα σ’ έναν
και περιστοιχίζομαι από έναν
εκχυδαϊσμένο λαό!...
Τα προσωπικά του αντικείμενα μ’ αηδιάζουν!...
Ενώ υπάρχουν άλλοι λαοί, που μπορούν να δικαιώσουν την ύπαρξή μου!...

***
Μήπως είμαι Νίτσε;
Κράτησα τον κόσμο και στέκομαι κοσμοκράτορας,
χαζεύοντας με τα καμώματα των νάνων πλανηταρχών!...
Η θεϊκή δύναμη -η δύναμή μου- μόνη σύντροφος της μοναξιάς μου!...
Κι’ εγώ, μοναδικό αντάξιο τέκνο του υιού τού Θεού!...

Η αποστολή μου εξετελέσθη!... Τετέλεσται!...
Είμαι ελεύθερος να παρουσιάσω στον εαυτό μου την πραγματικότητα!...
Είμαι ελεύθερος να εγκαταλείψω τους συνειρμούς που με άνδρωσαν
και ν’ αφοσιωθώ στο «παράλογο» που με τραβά!...

Θ’ αλυσοδέσω τον κέρβερο της ύλης που με φρουρεί
και θ’ απλώσω τα φτερά της δύναμής μου, στο μύθο!...
Η νίκη, θα διατηρηθεί πάνω στο δάφνινο κεφάλι μου
και θα μείνω κάτοχος του τίτλου της αιώνιας νιότης!...

Έτσι μόνο κατορθώνονται τα ακατόρθωτα!...
Οι χαρές, οι ευτυχίες και οι ειρήνες...
Με τον πόλεμο που σε περιβάλλει!...
Με τη μαχητικότητα που κινεί τα νήματα της ψυχής σου!...
Με την καθαρότητα που καθορίζει τις κινήσεις σου!...

Έτσι μόνο καταχτιέται η γαλήνη
και η θρησκευτική νιρβάνα του μεγαλείου της ύπαρξης!...
Η ανθρωπότητα είπε: «θα νικήσω!»
Και νίκησε!...




Το ασυνείδητο ενός πλανητάρχη.


Αναρριχήθηκα στις χαρές της ύπαρξης• και τώρα,
γέρος πια και απομονωμένος στις σπηλιές του πρωτογονισμού,
Διοικώ τη γη:
Δίνω χάρη στους απατεώνες, κατακρεουργώ τα βρέφη!....
Βομβαρδίζω τις χώρες, κόβω τα πόδια των γέρων!...
Χαίρομαι και απολαμβάνω την ανοχή του Θεού!...

Κάποιος βγήκε κι’ είπε:
«Σε λίγο θα πεθάνει• οι σάρκες και τα κόκκαλά του θα λιώσουν!...
Τα παιδιά του, τα εγγόνια του,
θα πληρώσουν για τη λεηλασία της ανθρωπότητας:
Θα σαπίσουν, στην υπηρεσία της κτηνωδίας!...»

Όμως εγώ, περήφανος, χιμάω να κατακτήσω την ποταπότητα!...
Κρεμασμένος ανάποδα,
απ’ το νύχι του μεγάλου δαχτύλου του δεξιού μου ποδιού,
χειρονομώ κωφάλαλος,
μπροστά στους μελαμψούς ρήτορες,
που θα δικάσουν το γόνο μου!...

Γύφτοι φτύνουν τα σωθικά μου,
καθώς συνεχίζουν την πορεία του Ανθρώπου,
αγνοώντας την παρουσία μου και πατώντας πάνω στα μάγουλά μου,
χύνοντας τα μυαλά μου, στο βούρκο των εγκλημάτων μου!...

Μα τα κύτταρα της φθοράς,
μόνο μέσα εκεί γονιμοποιούνται!...
Και θα γυρίσουν ξανά κάποτε,
για να καταστρέψουν την ευτυχία και τη χαρά!....

Είμαι αιώνιος• κι’ εγώ, σαν το Χριστό και το Βούδα!...
Καταλύτης της συμφοράς,
για να διακρίνεται στα πισωπατήματά μου,
η ευδαιμονία και η γαλήνη!...

Αποστολή μου, να δηλητηριάζω!...
Και βραβείο μου, η φτυσιά του αγρότη
και η διαπόμπευση μου στην κοινή γνώμη!...
Δέχομαι τον τίτλο της κοινής γυναίκας!...
Το όνομά μου είναι,
πρόεδρος Σοτσιρχίτνα!...




Παράφορος έρωτας.


Αυτή αρέσκεται της μετά βουτύρου φρυγανιάς.
Της αρέσει να ξυπνά αργά το πρωί
και να γίνεται υποχείριο του καθενός που βρίσκεται δίπλα της!...
Ξυπνά πάντα με όρεξη για δουλειά
και κάνει και τα πάνω και τα κάτω! Ό,τι της ζητήσεις!...

Όμως το βράδυ, είναι ένα παθητικό κορμί!...
Της κάνεις ό,τι θελήσεις!...
Το άρωμα τού νου της, έχει τη δροσιά της άνοιξης!...
Και του κορμιού της, τη ζεστασιά που έχει το τζάκι του έρημου ορεινού σπιτιού,
στα λαγκάδια της Πίνδου!...

Όμως, πάλι όμως, στο ενδιάμεσο διάστημα της ημέρας,
στη δραστήρια εργασία της,
(είναι υπάλληλος της πεμπτογενιάτικης κομπιουτεριστικής εταιρείας
«ας μην ξεχνιόμαστε και να πηδιόμαστε»)
κυκλοφορεί συνέχεια με σούπερ μίνι, με τα χυμώδη μακριά πόδια της,
με λεπτό κουνιστό ταχύ βάδισμα,
και σαγηνεύει τους πάντες, πετυχαίνοντας ό,τι θέλει!
(Είναι διαφημιστικός πράκτορας της εταιρείας).

Είναι ο μεσσίας της ζωής μου!...
Τα μάτια του προσώπου της και της κοιλιάς της,
συναγωνίζονται σε φωτεινότητα, με τα μάτια των γλουτών της!...
Το απαλό παρθένο ύφος της, ιεροεξεταστής,
που ματώνει τη σάρκα της ψυχής μου!...

Όταν κάποτε την πήρε κάποιος άλλος, το κορμί μου, άντρα που μάχεται,
λούφαξε, περιμένοντας το τέλειωμά της!...
Όταν κάποτε με πήρε κάποια άλλη,
τα μάτια της γέμισαν αίματα!...

Όταν πίνω το δάκρυ του κορμιού της, ο θεός πλάθει τον άνθρωπο!...
Κι’ όταν λούζομαι στον ιδρώτα της σκέψης της, ο άνθρωπος το θεό!...
Η ζωή μου έσβησε μακριά της!...
Γέρασα, μετρώντας τα παγούρια των διψασμένων βεδουίνων!...




Τραγουδιστής της αγάπης.


Τα θολωμένα τα μυαλά, παρατηρώ παρατηρώ,
πότε από ’κει, πότε από ’δω, τι κάνουνε!... Τι κάνουνε;...
Και τα νεανικά απλά και διαυγή και μαγικά,
τα φυσικά!... Τα ποταπά;... Τι κάνουνε!... Τι κάνουνε;...

Τραγουδιστής της αγάπης βαφτίστηκα, από το πέρασμα των ημερών και των χρόνων!...

Τους είπα τι θέλω και μού είπαν: « α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι » !...
Και τότε τους ρώτησα τι να θέλω και μού ’παν: «το τσιγάρο»!...

Και πέρασαν καιροί, όπως περνούν οι ώρες!...
Και βάλανε τον υπουργό τους, να τριγυρνά τις επαρχίες
κι’ ανεβασμένος πάνω στα μπαλκόνια,
Να τσαμπουνάει, να τσαμπουνάει, εναντίον του καπνίσματος!...

Μια μέρα καθώς τον είδα να μου μιλά, πήγε να με πείσει!...
Όμως τα μάτια του τα φλογισμένα, καθώς μου φώναζαν αγριεμένα, να μην καπνίζω,
με παρακάλαγαν ενδόμυχα και μυστικά, να συνεχίσω το τσιγάρο μανιακά,
γιατί αλλιώς, αυτά που θέλω εγώ να ικανοποιήσω,
θα μ’ αναγκάσουν να τον εκθρονίσω!!!
Και πώς θα γίνει αυτός να μείνει πίσω!...

Κι’ εγώ,
το κώνειο το σημερινό μου πίνω,
που είν’ ένα ουίσκι τελευταίο
και θα με ρίξει μες το θάνατο του ύπνου,
της μέρας της σημερινής μου το μοιραίο!...




Ο συνταγματάρχης Σαμπέρ: το μεταίχμιο.


Αυτός που όλα τα ’χει και μένει με το τίποτα!...
Η αυτολεηλασία της ανθρωπότητας!...

Το ποίημά μου βούλιαξε με ηδυπάθεια, μέσα στην αγκαλιά του χάους μου!...
Το κατάπια όπως ο Κρόνος τα παιδιά του!...
Τίποτα δεν έμεινε απ’ αυτό για να γραφτεί!...
Το άρωμά του; Μήπως έμεινε για να γραφτεί;
Όχι!... Το ρούφηξα κι’ αυτό στα σπλάχνα μου!...
Το ρούφηξα μες την καρδιά μου, εισχωρώντας μέσα του!...

Κι’ έτσι απόμεινε μόνος του ο συνταγματάρχης Σαμπέρ!...
Ο αρχιτέκτονας της ματαιοδοξίας!...
Κι’ έφτιαξε το πρόσωπο του Ντεπαρντιέ, να μας θυμίζει τον Αισχύλο!...

Δεν έχω να μιλήσω και να πω τίποτα στην ανθρωπότητα!...
Όμως αυτοί έχουν ανάγκη τη σιωπή μου!...
Ξεχάστηκα σε βατολίβαδα σπαρμένα,
πάνω σε οροπέδια της Πίνδου, ακατοίκητα από ανθρώπους!...
Γύρω μου μαζευτήκανε αρκούδες και λύκοι και τσακάλια
κι’ ακούσανε το έργο μου το Χριστικό:
«Εκφυλισμένο είδος! Τι γεννάς ακόμη; Τα φίδια τα παιδιά σου, θα χαθούν!...»

Τα λιοντάρια θα γίνουν το πιο εξελιγμένο είδος στη γη!...
Οι γύπες, οι δούλοι των αετών, θα σπαράζουν τις ανθρώπινες σάρκες,
κάτω απ’ το βλέμμα των αρχόντων τους!...
Αετοί και λιοντάρια, θα δοξάσουν τα δάση από πεύκα και αμάραντους,
πάνω στον πλανήτη μου!...

Όταν θ’ αρχίσω τη νέα ανθρωπότητα,
η λέξη άνθρωπος θα έχει ξεχαστεί!...





Περιεχόμενα.
Σελ.
1. Όλες σου αυτού του είδους οι εικόνες. (1987) ………...…………. 1.
2. Το τραγούδι του Νίτσε. (1980) …………………………………….. 1.
3. Σούμπερτ (1991) …………………………………………….. 2.
4. Το Πάσχα. (1996) ……………………………………………… 3.
5. Στην Ποίηση. (1987) ..………………………………….………… 4.
6. Αποχαιρετισμός. (1994) …………………………………... 6.
7. Ένα αντίο. (1987) ……………………………………... 7.
8. Ο νέος του πάρκου. …………………………………………. 8.
9. Κλάμα. (1980) ……………………………………... 8.
10. Πρωινό φεγγάρι. (1992) ………………………………... 9.
11. Ο γρύλος. (1985) …………………………………… 10.
12. Εμβυθίζομαι. (1999) ………………………………………….. 10.
13. Ο διαμελισμός. (1999) ………………………………………… 11.
14. Θεία ονόματα. (1993) ………………………………………… 13.
15. Η ιερή ερημιά. (2001) ………………………………………. 14.
16. Πολιορκία. (2001) ………………………………………… 15.
17. Η ζωή του ποιητή. (2001) ……………………………………. 15.
18. Προσκύνημα. (2001) ………………………………………. 16.
19. Το τραγούδι του Οθέλλου. (1984) …………………………….. 17.
20. Το μανιφέστο του επαναστάτη. (2002) ………………………… 18.
21. Το τραγούδι του Αλσέστ. (του μισάνθρωπου του Μολιέρου)(2002) 19.
22. Το μαράζι του Ιούδα. (1981) ………………………………... 20.
23. Το φονικό. (1984) ………………………………………….. 21.
24. Ο άνθρωπος κι ο Διόνυσος. (2002) …………………….……… 22.
25. Rex tremendae. ……………………………………………… 23.
26. «Αυτά τα χρόνια». (1981) ……………………………………… 26.
27. Διχασμός. …………………………………………………..... 27.
28. Η αλλαγή των εποχών. ……………………………………. 27.
29. Το τραγούδι του Ινδιάνου. (2001) ……………………….. 28.
30. Μοίρα - Εκάτη. (1988) …………………….……………… 29.
31. Το τραγούδι του Αβατάρα. …………………………….. 30.
32. Αφορισμοί. (2001) ………………………….……………. 30.
33. Ο άνθρωπος του Πνεύματος. (2000) …………………… 32.
34. Διονυσιακοί ύμνοι. (1992) ………………………………. 32.
35. Οι τρεις νέες. (1992) …………………………………… 33.
36. Σατυρικό δράμα. (1991) ………………………………... 34.
37. Οι αποφάσεις. ……………………………………………. 35.
38. Το ασυνείδητο ενός διαφθορέα. (1992) ………………………. 36.
39. Ολονύχτια μακαριά. (1990) ……………………………………… 36.
40. Ο υπεκφεύγων. (2002) ……………………………………….. 37.
41. Το τραγούδι του Γύφτου. (2000) ……………………………. 38.
42. Το τραγούδι του Λάκη. (2005) ……………………………………. 39.
43. Μεταξουργείο. ……………………………………………….. 40.
44. Η επόμενη μέρα. (1992) ……………………………………………. 41.
45. Θέλω να πιω να μεθύσω και να πω. …………………………. 42.
46. Οι μεταμορφώσεις του μεταξοσκώληκα. (2000) ………………….. 44.
47. Το παράπονο. (1993)………………………………………………… 44.
48. Μότσαρτ. (2000) ………………………………………………. 44.
49. Μαγιακόφσκυ. (2001) ……………………………………………… 45.
50. Ο αθλητής. ………………………………………………… 46.
51. Οσάμα Μπεν Λάντεν. (2001) ………………………………... 48.
52. Το ασυνείδητο ενός πλανητάρχη. (2001) …..……………….. 48.
53. Παράφορος έρωτας. ………………………………………. 49.
54. Τραγουδιστής της αγάπης. …………………………….. 50.
55. Ο συνταγματάρχης Σαμπέρ: το μεταίχμιο. (1995) ………………. 51.