Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

                           5. Αλφειός και Αρέθουσα.
 
 
 
Όταν έφτασε στη μεγάλη πολιτεία, όλα τα βρήκε όπως τα είχε α-φήσει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει ρυθμό και η καθημερινότητα κυλούσε με μια σιγουριά, που τις πρώτες μέρες την ανακούφιζε, την ξεκούραζε από τις δυνατές συγκινήσεις που δοκίμασε τις τελευταίες μέρες στην αναζήτηση της διεξόδου για τη λύση στο πρόβλημά της, αλλά μετά από ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ολίγων ημερών, της προκα-λούσε πλήξη!... Επιδόθηκε λοιπόν στη μελέτη των μαθημάτων της, σε διάφορες έρευνες και εργασίες που φρόντισε να αναλάβει και μετατό-πισε το ενδιαφέρον της προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πρώτο βέβαια που έκανε ήτανε να γράψει γράμμα στο Μιχάλη και να του εξιστορεί όλα όσα πέρασε στο ταξίδι της μέχρις ακόμα και το όνειρο που είδε στο ξενοδοχείο του Κουσάντασι. Αλλά όταν δίπλω-σε το τεράστιο σεντόνι που ήταν το γράμμα της και το έβαλε στο φά-κελο, αυτός σκίστηκε από τον μεγάλο όγκο του και σκέφτηκε ότι και μεγαλύτερο φάκελο αν χρησιμοποιούσε θα κινούσε υποψίες ότι περιέ-χει χαρτονομίσματα και θα το άνοιγαν, με αποτέλεσμα να το πέταγαν και να μην έφτανε ποτέ στον προορισμό του! Έτσι προτίμησε να το φυλάξει, για να του το δώσει η ίδια στα χέρια του, όταν θα τον συνα-ντούσε στην Αθήνα και του έγραψε άλλο γράμμα πιο μικρό ζητώντας του να την περιμένει στο σπίτι του στην Αμφιάλη, γιατί δε θα μπορού-σαν να ζήσουν στη χώρα της, όπως φανταζόταν ότι θα ζούσαν στην Ελλάδα…    
Ένα πρωινό, στην είσοδο του τμήματός της, συνάντησε τον Οζάλ με δυο συμμαθητές της να συζητούν. Η Γιουλμπαχάρ αφού τους χαιρέτι-σε μ’ εγκαρδιότητα κυρίως τον Οζάλ που είχε αρκετές ημέρες να τον δει, κανόνισε να συναντηθούν το μεσημέρι για φαγητό και μπήκε στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσει την παράδοση…
Στη φοιτητική λέσχη η Γιουλμπαχάρ γευμάτιζε παρέα με τον Οζάλ και δυο φίλους τους… Αισθανόταν άνετα καθώς άκουγε τους αμέρι-μνους νέους να φλυαρούν για διάφορα θέματα που της προκαλούσαν μέτριο ενδιαφέρον γύρω από τις υποχρεώσεις τους, τα μαθήματα και τον τρόπο της εξέτασής τους από μερικούς εκκεντρικούς καθηγητές και πώς θα τους ξεγελάσουν για να περάσουν το μάθημα με όσο το δυνατόν λιγότερο διάβασμα!... Ο Οζάλ ήταν μεγαλύτερος και μιλούσε λιγότερο απ’ όλους… Γιατί, ήταν στη λέσχη αυτός; Εφ’ όσον είχε την οικογένειά του στην πόλη, γιατί προτιμούσε να τρώει πάντα παρέα με τη Γιουλμπαχάρ;
Σε καθέναν που ενδιαφερόταν για την Γιουλμπαχάρ, ήταν φως φα-νάρι ότι κάτι έτρεχε ανάμεσά τους! Τον Οζάλ δεν τον απασχολούσαν οι σκέψεις τους και τα κουτσομπολιά τους! Άλλα ήσαν τα προβλήματα που ζητούσαν τη λύση τους μέσα στο μυαλό του. Άλλωστε δεν είχε να δώσει σε κανέναν λογαριασμό… Παράλληλα όμως, εξυπηρετούσαν και την κοπελιά! Γιατί δεν την ενοχλούσαν πια και τόσο πολύ διάφοροι συμφοιτητές της με τις προτάσεις τους να τη συνοδεύουν και με τις προσπάθειές τους να ανοίξουν μαζί της κάποια συζήτηση και να της κάνουν παρέα. Είχε κάπως ησυχάσει από τις πολλές ενοχλητικές πα-ρεμβάσεις στις δημόσιες εμφανίσεις της, στα αμφιθέατρα και στη φοι-τητική εστία.
-Πώς πέρασες στη Μόσχα; Πώς τα είδες τα πράγματα;
Ήταν η Γιουλμπαχάρ που άλλαξε τη συζήτηση, απευθυνόμενη προς τον Οζάλ.
-Καλά τα πέρασα. Είδα κι άκουσα πολλά… Αλλά τι να σου πω; Τώρα τα πράγματα έχουν κάπως στρώσει και η καθεστωτική αλλαγή αρχίζει και βρίσκει τους κανονικούς ρυθμούς της. Μέχρι πριν από λίγον καιρό επικρατούσε χάος απροσμέτρητο!... Ο Λένιν τότε αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις απόψεις του!... Οι δυτικές δυνάμεις δεν αφήνουν παιδί μου το ρωσικό λαό να διευθετήσει τα του οίκου του! Χρηματοδο-τούσαν και διοργάνωναν από την αρχή της επικράτησης της οκτωβρι-ανής επανάστασης, το δεκαοκτώ,  αντεπαναστατικούς πυρήνες για να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς! Της φεουδαρχίας!... Απόμαχοι στρατηγοί, έκπτωτοι… Νοσταλγοί του παρελθόντος! Της οπισθοδρό-μησης!...
-Και ο λαός; πώς και δεν τους απομονώνει;
-Ο λαός πεινάει! Πάει με όποιον του δώσει ένα κομμάτι ψωμί! Και αυτό το συδαύλισαν πάλι οι δυτικοί με τον οικονομικό αποκλεισμό της σοβιετικής Ρωσίας και τη μυστική και φανερή οικονομική βοήθεια προς τους διάφορους παράγοντες της αντίδρασης…
-Και τι γίνεται με τη ντόπια παραγωγή; Δε φτάνει για την εσωτερική κατανάλωση;
-Οι κουλάκοι και οι αστοί, αντιδρούσαν στην επαναστατική τακτική της ανακατανομής της γης και της κοινωνικοποίησης των μέσων πα-ραγωγής, ώστε να αποκτήσουν και οι ακτήμονες ένα κομμάτι γης για να θρέψουν τις οικογένειές τους! Αντιδρούν επίσης και στις μεθοδεύ-σεις της κυβέρνησης με νομοθετική ρύθμιση, ώστε η εργασία να μην είναι προϊόν εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο!...
-Και τα προϊόντα τι γίνονταν; Τι τα έκαναν; Με ποιο τρόπο δρούσαν οι αντιδραστικοί;
-Τα έκρυβαν στις αποθήκες και τ’ άφηναν να σαπίσουν!...
-Κατάλαβα!...
Είπε με φανερή απογοήτευση η Γιουλμπαχάρ. Και συμπλήρωσε:
-Κάνουν την πείνα σύμμαχό τους για να πνίξουν την επανάσταση!...
-Έτσι είναι Γιούλυ μου! Οι ταξικοί εχθροί είναι οι πιο χειρότεροι απ’ όλους τους εχθρούς!...
Απάντησε ο Οζάλ κουνώντας το κεφάλι… Όλοι οι παρευρισκόμε-νοι συμφοιτητές τους, παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση. Ο Οζάλ συνέχισε:
-Έτσι ο Λένιν εφήρμοσε τη νέα οικονομική πολιτική. Δηλαδή επέ-τρεψε στους κουλάκους να πουλάνε σε τιμές ελεγχόμενες από ειδικές επιτροπές εμπορευματικού ελέγχου όλα τα προϊόντα τους κι έτσι να αποκτούν κάποιο κέρδος! Δηλαδή κάνοντας μια φιλελεύθερη κλίση επέτρεψε σε κάθε προϊόν να αποκτήσει κάποια μικρή, ελεγχόμενη υ-περαξία…
-Άλλαξε δηλαδή το βασικότερο άρθρο του επαναστατικού μανιφέ- στου!...
-Δε γινόταν αλλιώς όπως υποστήριξε: Ο καπιταλισμός είναι κακός σε σχέση με τον σοσιαλισμό, αλλά οπωσδήποτε καλλίτερος από τον φεουδαρχισμό!... Και στη Ρωσία μέχρι τώρα είχανε μια από τις χειρότε-ρες μορφές του φεουδαρχισμού!... Ο τσιφλικάς είχε απόλυτο δικαίωμα πάνω στη ζωή και την τιμή των υποτακτικών του!... Έκανε λοιπόν στην πολιτική του, έναν έξυπνο ελιγμό: Αυτήν την προσωρινή φιλελεύ-θερη κλίση, μέχρι να αναπτυχθεί η βιομηχανία της χώρας και να τε-θούν κάτω από κρατικό έλεγχο οι μεγαλοπαραγωγοί των αγροτικών προϊόντων.
-Μεγαλειώδης η σκέψη του!...
Είπε η Γιουλμπαχάρ φανερά εντυπωσιασμένη. Και συνέχισε:
-Άλλωστε ο Μαρξ δε θεωρούσε τη Ρωσία και την ιδανικότερη χώρα για να αρχίσει να εφαρμόζεται η θεωρεία του. Ιδανικές, θεωρούσε χώ-ρες με πλούσια βιομηχανική ανάπτυξη και ισχυρό εργατικό δυναμικό. Όπως την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία…
-Ακριβώς…
-Πες μου Οζάλ: Αυτή η νέα οικονομική πολιτική έδωσε καρπούς; Απέδωσε γενικά;
-Ναι! Φαίνεται ότι ξεκίνησε να αποδίδει. Οι κρυφές αποθήκες φα-νερώθηκαν και τα τρόφιμα άρχισαν να πουλιόνται… Ο πολίτης είδε την οικογένειά του να χορταίνει, αλλά ταυτόχρονα και οι πυρήνες οι  αντεπαναστατικοί, σβήνουν ένας - ένας απ’ τον Κόκκινο στρατό!... Τον στρατό της προλεταριακής επανάστασης!...
-Πολύ ωραία! Η κατάσταση εξομαλύνεται σταδιακά… Να σε ρω-τήσω όμως και κάτι άλλο: Με τόσα προβλήματα ασφαλώς δε θα έ-βρισκαν το χρόνο και τα μέσα, ώστε να φροντίσουν και για τη λαϊκή παιδεία…
-Αντίθετα! Εδώ λάμπει το μεγαλείο της μαρξιστικής πραγματικότη-τας!
Είπε ενθουσιασμένος ο Οζάλ και συνέχισε:
-Η λαϊκή παιδεία είναι το πρώτο μέλημα των λαϊκών επιτροπών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση!... Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βαθειά αν-θρωπιστική και αξιολογική διαφορά ανάμεσα στην αστικού τύπου δημοκρατία και τον κομμουνισμό, δηλαδή το τελικό και οριστικό στα-διο που οφείλει να καταλήξει η σοσιαλιστική μεταβατικότητα: Η τελειοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και ποια είναι αυτή η διαφορά; Ενώ ο καπιταλισμός, δηλαδή η αστική δημοκρατία, θέλει τον απλό πολίτη αμόρφωτο και αστοιχείωτο, με μυαλό στείρο και ευκο-λόπιστο, δηλαδή κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη του οικονο-μικού παρασιτισμού και την οικοδόμηση της κοινωνικής ανισότητας, ο σοσιαλισμός θεωρεί τη λαϊκή παιδεία, τον στυλοβάτη της ίδιας του της ύπαρξης και φροντίζει ώστε και ο πιο ανειδίκευτος εργάτης να αποκτήσει ζηλευτή γενική μόρφωση ώστε να οικοδομήσει μια φιλοσο-φία, που θα τον κάνει άτρωτο στην παραπλάνηση που πάντα θα ε-πιχειρείται από τη μαύρη καπιταλιστική προπαγάνδα!...
Η Γιουλμπαχάρ ένοιωσε κάτι μέσα της να εξυψώνεται και να γεμίζει την ύπαρξή της, μετά από την τόσο εποικοδομητική συζήτηση της με τον Οζάλ. Σκεφτόταν πόσο χρήσιμο ήταν το ταξίδι του στη Μόσχα και πόσο θα βοηθιόταν ο λαός από την παρουσία τέτοιων ανθρώπων σαν αυτόν, στην πολιτική ζωή και την εξέλιξη της ηθικής τάξης στη χώρα της! Από σήμερα, ο θαυμασμός κι ο σεβασμός που αισθανόταν γι’ αυ-τόν τον άντρα είχεν αναβαθμιστεί φτάνοντας, πάνω από κάθε προη-γούμενη εκτίμησή της…
…Όταν η Γιουλμπαχάρ γύρισε στο δωμάτιό της νωρίς το απόγευμα την περίμενε το γράμμα του Ναζίμ…
«Γλυκιά μου Γιούλυ!...
»Μην απορείς για την προσφώνησή μου αυτή, γιατί νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να σε αποκαλώ έτσι, όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος, μάρτυρας, αυτού του παράλογου θάρρους μου, να σε νοιώθω μ’ αυτόν τον τρόπο!...
»Το δικαίωμα, το απέκτησα, από τότε που μπήκες μέσα στην ψυχή μου!... Μια τόσο ξαφνική και αναπότρεπτη εισβολή, που δεν μπόρεσα να αντιτάξω καμιά άμυνα, καμιά αντίσταση και επιφύλαξη!… Νιώθω νικημένος από την ύπαρξή σου! Ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε αυ-τόβουλα!... Απόλυτα εξαρτημένος από σένα, μια και η εμπιστοσύνη μου στην καρδιά και την ψυχή σου, είναι απεριόριστη!... Είδα τα πάντα γύρω μου, με τα μάτια της αλήθειας! Σαν παρουσίες! Γιατί έλαμψε ξαφ-νικά μπροστά μου η Ουσία!... Η ουσία της ζωής!... Και η λάμψη αυτή που με φώτισε, ήσουν εσύ!...  
»Τώρα, η ζωή μου κυλάει μέσα στην βασανιστική πλήξη, να περιμέ-νω ένα σημάδι από σένα. Ένα σου γράμμα, να μου λες να έρθω στην Ά-γκυρα, να σε συνοδεύσω σε μια βόλτα σε κάποιο πάρκο, σ’ ένα εστια-τόριο, σ’ ένα καφενείο και τις άλλες ώρες, να μείνω εκεί, περιμένοντας τις στιγμές που θα έρθεις να με δεις, όταν θα έχεις τελειώσει τα μα-θήματά σου και όλες τις άλλες υποχρεώσεις σου, που μπορεί να μη σταματούν, να μην εξαντλούνται μόνο, μέσα στις καθημερινές σου ασχολίες, αλλά να επεκτείνονται και σε βαθύτερες επιθυμίες που σου ζητά η καρδούλα σου. Γιατί υπάρχουν και αυτά που μας ζητά η καρ-διά, που τα θέλει όλα δικά της!...
»Όμως εγώ, θα περιμένω μόνος μου σε μια φωλιά, ένα σου νεύμα, ή ένα σου βλέμμα, που ίσως θα μπορέσεις να μου χαρίσεις, χωρίς να νιώσεις ότι προδίδεις την καρδούλα σου!... 
»Αυτά που σου γράφω δεν είναι, παρά μόνον η περιγραφή, ενός ποι-ήματος! Αυτό που μ’ έχεις κάνει να νιώσω, που είναι ένα με σένα την ίδια, είναι το ίδιο το ποίημα! Έτσι το αισθάνομαι μέσα στο νου μου… Ποίημα!... Ένα ποίημα που μπορεί να μεταμορφωθεί σε παραλήρημα αγάπης… 
»…Αν θα βρεθώ δίπλα σου, δε θα έχω καμία σχέση μ’ αυτόν που σου γράφει αυτά τα λόγια… Θα είμαι το ίδιο συγκαταβατικός όπως ήμουν εκεί!... Όταν σε είχα απέναντί μου στο εστιατόριο, στη βόλτα μας στην προβλήτα του λιμανιού, στο χορό σου, στο κλάμα σου, κα-θώς άκουγες τον αμανέ, στο παραπάτημά σου στο δρόμο, στον πόνο σου στο γόνατο, στη στήριξή σου πάνω στον ώμο μου, στον χαιρετι-σμό σου μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου σου, και στο φτερωτό φιλί σου, που έπεσε από τον ουρανό μου… Να ξέρεις: Θα είμαι το ίδιο ψύχραιμος και ακίνδυνος για σένα, όπως την άγρυπνη νύχτα του χωρι-σμού μας και τις μέρες που ζω με το όραμά σου, όλες τις μέρες μου… Θα σε κοιτάζω μόνο, θα πίνω την παρέα σου και θα είμαι ήσυχος, σαν το σφυγμό ενός νεκρού!...» 
Η Γιουλμπαχάρ δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε κάτω από το μα-ξιλάρι της. Στην αρχή ένιωσε μέσα της ευαρέσκεια ανάμικτη με κού-ραση!... Σιγά - σιγά όμως τα συναισθήματά της έγιναν πιο έντονα, ώ-στε να μετατραπούν σε μια φρικτήν ικανοποίηση, ανακατωμένη με μιαν ανυπόφορη κατάπτωση, που ήταν έκδηλη σ’ όλο της το κορμί και έφτανε μέχρι βαθειά την καρδιά της σαν καρφί, που την εμπόδιζε να κάνει την παραμικρή σκέψη! Έπεσε σ’ έναν ύπνο, που κράτησε πολλές ώρες!...
Όταν ξύπνησε, είχε πια σκοτεινιάσει. Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν προχωρημένη. Ο Οζάλ θα είχε βαρεθεί να την περιμένει όπως είχαν κανονίσει, στη λέσχη, που άλλωστε θα είχε κλείσει… Ένιωσε εγκαταλειμμένη από κάθε ανθρώπινη συμπαράσταση! Μόνη της α-πέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις της ψυχής της, τις αδυσώπητες και φοβερές!... Ήταν ο Ναζίμ δικός της άνθρωπος; Μα αυτή ήταν έτοιμη να προδώσει την αγνή του ψυχή! Να τον χρησιμοποιήσει για τα σχέδιά της! Ήταν αυτό αποφασιστικότητα; Ή έγκλημα; 
Άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα!... Ποιος να είναι άραγε; Μάλλον θα ήταν η σπιτονοικοκυρά της, σκέφτηκε. Θα ήρθε να της φέρει γάλα από την κατσίκα της. Από το απογευματινό άρμεγμα… Τους συλλογισμούς της όμως τους διέκοψε μια διακριτική αντρική φωνή, πριν αυτή προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της:
-Γιούλη!... Εγώ είμαι! Ο Οζάλ!...
Κέρωσε! Ποιος του είχε δώσει το δικαίωμα να την επισκέπτεται στο σπίτι της!
-Τι θέλεις Οζάλ;
-Τίποτα κορίτσι μου!... Είσαι καλά;
-Καλά είμαι…
-Εντάξει!... Καληνύχτα σου…
Να ένα ανθρώπινο χέρι που απλώνεται να την βοηθήσει! Τι πρέπει να κάνει; Αν αφήσει τη σιωπή ν’ αποφασίσει αυτήν τη στιγμή, παίρνει απάνω της όλη την ευθύνη της απομόνωσης, που πριν από λίγες στιγ-μές την είχε κάνει να νιώσει τόσην απελπισία!...
-Στάσου!...
Τα βήματα που είχαν αρχίσει να ακούγονται, καθώς ο νεαρός αν-τρας απομακρυνόταν, σταμάτησαν απότομα στο κεφαλόσκαλο. Πετά-χτηκε από το κρεβάτι και τακτοποίησε πρόχειρα το φουστάνι και τα μαλλιά της.  
-Περίμενε να σου ανοίξω!…
Όταν του άνοιξε την πόρτα τον είδε να στέκεται στο περβάζι, μ’ έ-να διάπλατο χαμόγελο:
-Δε θα μπω… Απλά ήρθα γιατί ανησύχησα λίγο…
-Και γιατί ανησύχησες;
Ο Οζάλ είδε το ύφος και την εικόνα της Γιουλμπαχάρ και δεν του ήταν πια εύκολο να εξακολουθήσει να χαμογελά!...
-Έτσι… Επειδή δεν ήρθες στη λέσχη…
Η γυναίκα κόμπιασε, δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί.
-Πέρασε μέσα…
Του είπε μουδιασμένα και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του δωματίου. Δεν αξιολόγησε καθόλου τη στιγμιαία της επιφύλαξη για το τι θα σκεφτόταν η κυρία αν ερχόταν να της φέρει το γάλα της, ούτε τι θα σκεφτόταν ο πατέρας της αν το μάθαινε… Τίποτα… Ήταν πια μια ελεύθερη γυναίκα!... Που μπορούσε να κάνει ότι θέλει τη ζωή της…  Όμως τι να την κάνει αυτήν την ελευθερία! Δεν της χρησίμευε σε τίποτα! Ο Μιχάλης ήταν αλλού! Τι ήταν όμως ο Μιχάλης; Η ουτοπία; …Ο άντρας ήταν αυτή τη στιγμή μες το σπίτι της! Αυτός που της εγ-γυόταν για τα πάντα! Όχι μόνο, για τους σχολιασμούς των πράξεών της από την κυρία που της νοίκιαζε το δωμάτιο, αλλά και για την ανακούφιση του τόσο αδικημένου από τη μοίρα πατέρα της! Να την έχει για στήριγμα στα γεράματά του. Ή μήπως ο Οζάλ δεν ήταν εγγύ-ηση και για την υπόλοιπη ζωή της; Και ήταν τόσο όμορφος!… Τόσο ποθητός!... Δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι της και  να τον πάρει! Να τον κάνει δικό της!...
-Λοιπόν;
Ο Οζάλ στεκόταν όρθιος, δίπλα σε μια καρέκλα μπροστά στο τρα-πεζάκι που χρησιμοποιούσε η Γιουλμπαχάρ αντί για γραφείο.
-Γιατί δεν ήρθες στη λέσχη; Σε πήρε ο ύπνος;
-Ναι! Μόλις είχα ξυπνήσει όταν χτύπησες την πόρτα…
Θυμήθηκε ότι δεν είχε ούτε καν χτενίσει τα μαλλιά της και ήρθε σε αμηχανία.
-Περίμενε να πάω στο μπάνιο, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου…
Όταν γύρισε στο δωμάτιο έλαμπε από ομορφιά!... Το ύφος της είχε πάρει τη συνηθισμένη του γλύκα! Έσταζε μέλι!... Όμως αυτή της η αλ-λαγή, δεν κατάφερε να σβήσει από τη μνήμη του Οζάλ την εικόνα του προσώπου της, όταν του είχε ανοίξει την πόρτα!… Γιατί είχε κάτι το παράξενο! Που δε δικαιολογιόταν από το ότι μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι… Μόλις είχε ξυπνήσει… Κάτι άλλο… βαθύτερο, καθρεφτι-ζόταν στο πρόσωπό της εκείνη τη στιγμή, που δεν του ήταν εύκολο να το προσδιορίσει. Μα γρήγορα όλες αυτές οι σκέψεις οι λεπτοφυείς, ξεθώριασαν μπροστά σ’ αυτόν τον ήλιο που φώτισε το δωμάτιο και το μυαλό του μαζί!...
-Ήρθα Οζάλ μου!
Του είπε πρόσχαρα μπαίνοντας.
-Σ’ έκανα να περιμένεις πολύ;
-Όχι και τόσο!
Της απάντησε χαμογελώντας.
-Πολύ όμορφο το δωματιάκι σου!... Μικρό αλλά πολύ ζεστό!... Φι-λόξενο!... Έτσι εξηγείται που σε τραβάει τόσο και σε χάνουμε από τις παρεούλες μας…
-Μου αρέσει να μένω μόνη μου εδώ μέσα… Να διαβάζω και να σκέ-φτομαι…
-Τι να σκέφτεσαι Γιούλη;
-Όλα όσα διαβάζω στα βιβλία μου, ξέρεις πόση εφαρμογή έχουν στην απλή καθημερινή ζωή! Στη ζωή μου! Στη δική σου τη ζωή!... Θέ-λεις να σου βάλω ένα ποτό;
-Ναι! Θέλω να πιω ένα ποτό μαζί σου. Αλλά δε θα ήταν πιο λογικό να πάμε να το πιούμε κάπου αλλού;
Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, με τον αντίλαλο της τελευταίας του φράσης στο μυαλό της και χωρίς να απαντήσει, κατευθύνθηκε σκε-πτική προς το κουζινάκι. Τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο, κο-ντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του:
-Μπράντι θα σου βάλω. Δεν έχω τίποτα άλλο εδώ!... Του είπε χα-μογελώντας λίγο αμήχανα. 
-Ένα μπράντι είναι ότι πρέπει.
Της απάντησε ήρεμα. Καθώς γύριζε με τα δύο ποτήρια στα χέρια, του μιλούσε:
-Πιο λογικό… να πάμε αλλού… Ναι! Έτσι φαίνεται, να είναι… Είναι λογικό, γιατί πίσω από αυτό, υπάρχει κάτι παράλογο… που το κάνει να φαίνεται λογικό!...
-Δηλαδή;
Κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Τον κοίταξε κατάματα… Αυτός κοιτούσε το ποτήρι, που το κρατούσε κάτω από τα χείλη της χωρίς να πίνει. Καθώς αυτή έμενε σκεπτική και σιωπηλή, αυτός της επανέλαβε την ερώτηση.
-Τι έχεις στο μυαλό σου; 
-Να… Αν έρθει τώρα η σπιτονοικοκυρά να μου φέρει το γάλα μου, όπως κάνει αρκετά συχνά τέτοιαν ώρα και σε δει εδώ, μπορεί να μου κάνει έξωση!... Αυτό δεν είναι παράλογο;
-Σίγουρα… Δε νομίζω όμως ότι θα φτάσει ως εκεί… 
-Αυτό λοιπόν το παράλογο στέκεται πίσω από το λογικό, να πάμε κάπου αλλού να πιούμε το ποτό μας, και το κάνει λογικό… Αν δεν υ-πήρχε η παράλογη απειλή της έξωσης, ή της απλής παρεξήγησης αν θέλεις, θα ήταν λογικό να πάμε κάπου αλλού να πιούμε το ποτό μας, αφού μας αρέσει να το πιούμε εδώ, οι δυο μας, σ’ αυτό το ζεστό δω-ματιάκι, με την υπέροχη θέα, τού φωτισμένου πάρκου που έχουμε α-πό το παράθυρο; Για κοίτα!...
Του είπε απλώνοντας το χέρι της προς το μοναδικό παράθυρο που διέθετε το μικρό δωμάτιο… Ο Οζάλ που καθόταν με γυρισμένη την πλάτη του προς το παράθυρο, γύρισε, κοίταξε προς τα εκεί και κατό-πιν σηκώθηκε και πλησίασε ακουμπώντας τα χέρια του στο περβάζι, κοιτώντας έξω το φωτισμένο από τα μικρά φανάρια πάρκο… Έβρε-χε… Μερικοί διαβάτες βάδιζαν βιαστικοί για τις δουλειές τους ενώ αυτός θαύμαζε την πυκνή βλάστηση του ομορφότερου πάρκου της πόλης τους…
-Πράγματι. Έχεις υπέροχη θέα από το παραθύρι σου!... Τυχερή εί-σαι!
Και συμπλήρωσε γελώντας:
-Και θα είσαι πολύ άτυχη αν σου κάνει έξωση η σπιτονοικοκυρά σου…
Γέλασε κι αυτή.
-Θα κάνω ότι μπορώ να την αποφύγω…
-Και το πρώτο που θα κάνεις είναι να με διώξεις!
Της είπε γελώντας.
-Όχι! Το πρώτο που θα κάνω θα είναι, να έρθω μαζί σου για μιαν απολαυστική βόλτα, κάτω απ’ τη βροχή! Είναι αρκετά νωρίς ακόμα. Τι λες;
-Σοφή η πρότασή σου! Δέχομαι…
Όταν αποτελείωσαν το ποτό τους, η Γιουλμπαχάρ έριξε πάνω της ένα αδιάβροχο, τοποθέτησε με προσοχή την κουκούλα στα μαλλιά της και βγήκαν στη βροχή… Ο Οζάλ χρησιμοποίησε την ομπρέλα του. Περ-πατούσαν αργά στη λιθόστρωτη πλατεία. Όλα ήσαν καθαρά και έλα-μπαν στα νεανικά μάτια τους. Συζητούσαν ανέμελα για τα μαθήματα, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και για το μέλλον που ο Οζάλ της το περιέγραφε εξαιρετικά αισιόδοξο, μια και όλα τα είχε ετοιμάσει ο πα-τέρας του και δεν απέμενε καμιά άλλη υποχρέωση γι αυτόν, παρά μονάχα να πάρει το πτυχίο του…
Η κοπέλα στην αρχή μιλούσε για όλα τα θέματα που αφορούσαν τις σπουδές της, από κάποια στιγμή όμως κι έπειτα περισσότερο άκουγε τον Οζάλ να της περιγράφει τα επαγγελματικά του όνειρα και τον ζή-λευε, ώσπου ξαφνικά, άθελά της φαντάστηκε τον εαυτό της δίπλα του, παντρεμένη μαζί του και ένιωσε αποστροφή!... Χωρίς να δώσει καιρό στον εαυτό της να εξετάσει την προέλευση αυτού του αισθή-ματος, σκέφτηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της και να καθίσει να γράψει γράμμα στον Ναζίμ!... Άλλωστε περπατούσαν ήδη αρκετή ώρα, οι διαβάτες είχαν αραιώσει και ήταν δικαιολογημένη η επιστροφή τους στα σπίτια τους.
-Οζάλ δε γυρίζουμε τώρα; Κάνει ψύχρα! Κρυώνω!...
-Ναι κούκλα μου! Να γυρίσουμε. Έπρεπε να φορέσεις κάτι πιο ζεστό μέσα από το αδιάβροχο. Δεν είναι και τόσο αργά και πώς θα σε πάρει ο ύπνος, τόσο που κοιμήθηκες το μεσημέρι;
-Από δουλειά έχω μπόλικη! Αν δε μου κολλάει ύπνος θα είναι ευκαι-ρία να προχωρήσω μιαν εργασία που πρέπει να παραδώσω το συντο-μότερο…
-Εντάξει… Ας γυρίσουμε τότε…
Όταν βρέθηκε μόνη μέσα στο δωμάτιό της, ένιωσε ένα φούντωμα στην καρδιά και ο νους της πέταξε σαν πουλί σε κορυφές απάτητες από πόδι ανθρώπου! Ξεπέρασε τα όρια του ανθρώπινου και έφτασε στην κορυφή της ύπαρξής της! Πήρε στα χέρια της το μολύβι και το χαρτί, έφερε στη σκέψη της το γράμμα του Ναζίμ λέξη προς λέξη και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να του γράψει την απάντησή της. 
Όταν τέλειωσε το γράμμα έπεσε εξουθενωμένη μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι της! Ήθελε να κάνει έρωτα με τον Μιχάλη! Το κορμί της ήταν ανατριχιασμένο και ένιωθε μέσα στην κοιλιά της ένα τεράστιο κενό που ήθελε να γεμίσει! Δεν άντεχε άλλο! Αυτή η αναμονή την είχεν εξουθενώσει!... Είχε αλλοτριώσει όλον τον εσωτερικό της κόσμο!...
 
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς ο Ναζίμ να λαβαίνει κάποιαν απάντηση από τη Γιουλμπαχάρ, στο γράμμα που της είχε στείλει, αλλά και από την πλευρά τής Εμινέ δεν υπήρχε καμία εξέλιξη, γιατί δεν του ζήτησε καμιά εξήγηση για την αλλαγή της συμπεριφοράς του απέναντί της… Η κοπέλα αφοσιώθηκε πια στη μελέτη των μαθημάτων της και στη λέσχη καθόταν πάντα στο τραπέζι με δύο συμμαθήτριές της, πάντα τις ίδιες, χωρίς πια να ψάχνει με το βλέμμα να δει αν ο Ναζίμ είχεν έρθει, ούτε να την απασχολεί, αν έτρωγε κάπου μόνος του ή με κάποια παρέα!...
Αυτός, έμπαινε μέσα στη λέσχη σκυφτός πάντα, με τα χέρια στις τσέπες και την τσάντα παραμάσχαλα, απέφευγε συστηματικά να φέ-ρει γύρω το βλέμμα, μήπως συναντήσει κανένα γνωστό για να γευμα-τίσουν παρέα, καθόταν σε οποιοδήποτε τραπέζι ήταν τελείως άδειο από συνδαιτυμόνες, αντίθετα προς την προτίμηση όλων των φοιτη-τών, που διάλεγαν να τρώνε παρέα με άλλους συναδέλφους τους, ώστε ν’ ανταλλάσουν απόψεις και πληροφορίες για τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, έτρωγε με τα μάτια καρφωμένα στο πιάτο του και το τραπεζομάντηλο, κάπνιζε το τσιγάρο του με τη σκέψη ότι πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι, για να κοιτάξει αν είχε έρθει επιτέλους το πολυπόθητο γράμμα και έφευγε με τον ίδιο μοναχικό τρόπο που είχεν έρθει!... Το γράμμα όμως αργούσε να φανεί…
Ένα μεσημέρι, καπνίζοντας το καθιερωμένο πλέον τσιγάρο του με-τά το φαγητό, ξεκάρφωσε το σκυμμένο βλέμμα του από το τραπέζι και το έφερε γύρω κοιτώντας μέσα στη μεγάλη  αίθουσα σαν κάτι να έψαχνε!... Και σα να μην τό ’βρισκε αυτό που έψαχνε, ήταν έτοιμος να σβήσει το τσιγάρο που είχε φτάσει στο τέρμα του, για να φύγει. Όμως, την τελευταία στιγμή, καθώς πλησίαζε στην πόρτα της εξόδου από την αίθουσα, είδε σ’ ένα τραπέζι εκεί κοντά, την Εμινέ με τις φίλες της να τρώγουν και να γελούν και φάτσα προς αυτόν έναν άντρα να τους μιλά, δίνοντάς του την εντύπωση ότι αυτός ήταν  ο υπεύθυνος για τη χαρά τους!... «Παράξενο!... Πώς είναι δυνατόν!...» σκέφτηκε. «Από πού ξεφύτρωσε πάλι ετούτος;» …Αλλά πάλι, τι τον ένοιαζε αυτόν; Αρκετά δεν είχε καθυστερήσει η παρουσία κάποιου άλλου στη ζωή της; Αυτό που ήθελε να είχε συμβεί στην Εμινέ ήρθε με κάποια καθυστέρηση. Αλ-λά και τώρα που ήρθε, τον διευκόλυνε. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Που λέει κι ο λαός…Η σημερινή του διαπίστωση ήταν μια ανακούφιση γι αυτόν…   
Την άλλη μέρα, είδε σε κάποιο τραπέζι να κάθονται ο άντρας με τις δύο φίλες της Εμινέ και να τρώγουν… Έψαξε να βρει μέσα στην αίθουσα την ίδια την Εμινέ αλλά δεν υπήρχε πουθενά!... Κάποια δου-λειά θα της έτυχε σκέφτηκε… Άρα, ο κύριος θα ενδιαφέρεται για μια απ’ τις δύο φίλες. Μια απ’ αυτές τις δυο θα τον τραβούσε στην παρέα τους… Όμως αυτές οι φίλες ούτε η μια ούτε η άλλη φαίνονταν όπως η Εμινέ να μπορούν να τραβήξουν κάποιον στην παρέα τους!... Κι όταν ή Εμινέ μπήκε στην αίθουσα μετά από λίγο και κατευθύνθηκε με το γνωστό γρήγορο και καμαρωτό βήμα της χαμογελώντας προς την πα-ρέα της, είδε τον νεαρό να σηκώνεται σκουπίζοντας το στόμα του, για να την υποδεχτεί και κατάλαβε…
Έσβησε το τσιγάρο του και βγήκε βιαστικός από την αίθουσα. Α-πομακρύνθηκε από το χώρο της λέσχης και όταν έφτασε στο γνωστό του ερημικό αλσάκι, κάθισε σ’ ένα παγκάκι και άναψε με την ησυχία του ένα νέο τσιγάρο… Έπρεπε να είναι αρκετά ικανοποιημένος από την τροπή που έδειχναν να παίρνουν τα πράγματα… Ένα καραβάκι με ανοιχτά τα πανιά του, περνούσε απέναντι, ενώ ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα… Ό νεαρός φαινόταν να ενδιαφέρεται για την Εμινέ… Για την ίδια δεν μπορούσε να ξέρει, πάντως φαίνεται ότι είχε παρη-γορηθεί αρκετά σύντομα από την απώλεια του δικού του ενδιαφέρο-ντος και της παρέας του… Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής θυ-μήθηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, για την πιθανότητα να έχει έρθει σήμερα η απάντηση της Γιουλμπαχάρ. Σηκώθηκε και κατευ-θύνθηκε με γρήγορο βήμα προς τα ’κει…
Την άλλη μέρα, την ώρα που φεύγοντας από τη λέσχη κατέβαινε τα σκαλιά, έχοντας σταματήσει λίγο για ν’ ανάψει τσιγάρο, άκουσε πίσω του βήματα. Γύρισε και είδε την Εμινέ να βγαίνει από την πόρτα μιλώ-ντας ευχάριστα καθώς γυρνούσε το κεφάλι προς τα πίσω, σε κάποιον που προφανώς την ακολουθούσε… και να, που βγαίνοντας από την πόρτα εμφανίστηκε και ήταν ό ίδιος νεαρός που έτρωγε πάντα μαζί της, από τότε που τον είχε πρωτοδεί. Ήσαν μόνοι τους… Δεν τους συντρόφευαν οι δύο συμμαθήτριες!... Περνώντας δίπλα του και χωρίς καθόλου να σταματήσει, τον χαιρέτισε, σηκώνοντας με χάρη το χέρι της…
-Γεια σου Ναζίμ!...
-Γεια σου Εμινέ!...
Έμεινε να την κοιτάζει καθώς προσπερνώντας τον απομακρυνό-ταν, κρατώντας το σπίρτο μετέωρο μπροστά στο σπιρτόκουτο, τρα-βώντας δυνατές ρουφηξιές με το τσιγάρο στο στόμα, μέχρι τη γωνία, που έστριψαν και χάθηκαν από τα μάτια του… Το πρώτο που ένιωσε ήταν το αίσθημα της μοναξιάς! Δεν είχε κανέναν ν’ ακουμπήσει! Ούτε έναν φίλο! Είχε την Εμινέ…  Αλλά τώρα… Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα… την έχασε!... Άναψε το τσιγάρο και προχώρησε με βήμα αργό και κουρασμένο, ψάχνοντας να βρει μια κατεύθυνση, για ν’ ακο-λουθήσουν τα βήματά του!...
Περπατούσε όλο το απόγευμα ώσπου ήρθε το σούρουπο, που τον βρήκε μπροστά σ’ ένα ύποπτο καπηλειό. Ήθελε να μπει μέσα αλλά τον εμπόδιζε η συνείδησή του!... Κάθισε λίγην ώρα απ’ έξω καπνίζοντας και σκεφτόταν αν ήταν σωστό να διαβεί αυτό το κατώφλι. Βιαζόταν να τελειώσει το τσιγάρο, γιατί την απόφαση την πήρε από τις πρώτες ρουφηξιές και περίμενε να τελειώσει η προθεσμία της γνωστής, ύστε-ρής του γνώσης!... Η απόφαση όμως είχε ληφθεί! Και δεν υπήρχε καμία μορφή καθωσπρεπισμού και επιφυλακτικότητας που να είχε τη δύνα-μη να την αναβάλει. Ήθελε να πιει!... Είχε μιαν αναπόφευκτη ανάγκη να μεθύσει!...
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα στο μαγαζί, που ήταν τελείως άδειο από πελάτες. Πίσω από τον ξύλινο πάγκο του μπαρ, στον αμυ-δρό κοκκινωπό φωτισμό που δημιουργεί ερωτική ατμόσφαιρα και διεγείρει τις αισθήσεις και τη φαντασία, διέκρινε έναν νεαρό και πάνω σε κάτι ψηλά σκαμπό μπροστά στον πάγκο, κάθονταν δυο γυναίκες, καπνίζοντας τσιγάρα στηριγμένα σε πίπες. Όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος του εξεταστικά. Από την κορφή ως τα νύχια των πο-διών. Προχώρησε προς το βάθος του μαγαζιού και κάθισε σ’ ένα γωνι-ακό τραπεζάκι. Δεν είχε προλάβει να στρογγυλοκαθίσει στο κάθισμά του και ν’ ακουμπήσει την τσάντα του κάτω απ’ το τραπεζάκι και η μια από τις δυο ήρθε και κάθισε δίπλα του!
-Γεια σου αγόρι!... Μήπως σ’ ενοχλώ;
Τι να της απαντήσει; Ήταν τόσο άσχημη, που δεν ήταν δυνατόν να της ομολογήσει την αλήθεια!... Αν της έλεγε ότι θέλει να μείνει μόνος, αυτή θα καταλάβαινε την απέχθεια που του προκαλούσε η όψη της και αυτό θα την στενοχωρούσε.
-Όχι!... Παρακαλώ! Καθίστε!...
Της απάντησε. Κατευθείαν η ερώτηση στο ψητό:
-Τι θα πιεις;
Σκέφτηκε λίγο…
-Ένα μπράντυ…
-Θα με κεράσεις κι εμένα ένα ποτό;
-Πολύ ευχαρίστως!...
Της απάντησε με ύφος ευγενικά βαριεστημένο και ψυχρό. Αυτή, χωρίς να δείξει ότι πρόσεξε καθόλου τις διαθέσεις του, που προφανώς δεν ήσαν ικανές να της ανακόψουν τον επαγγελματικό της ζήλο, ση-κώθηκε αμέσως για να εκτελέσει την παραγγελία. Βιαζόταν να εκτελέσει την παραγγελία, ίσως και για να μην προλάβει να αλλάξει γνώμη ο πελάτης της! Κατευθύνθηκε προς το μπαρ και σε δύο λεπτά επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της δυο ποτήρια. Κάθισε απέναντί του ντυμένη με το πιο γλυκό της χαμόγελο, που όμως ήταν γι’ αυτόν που το αντίκριζε, τόσο αποκρουστικό, ώστε άθελά του αναρωτήθηκε μήπως η προσπάθεια που κατέβαλε για να φανεί όμορφη, την ασχή-μαινε περισσότερο!...
-Πρώτη φορά σε βλέπουμε στα μέρη μας! Από πού είσαι αγόρι μου;
-Από το Κουσάντασι…
Ακολούθησαν κι άλλες ερωτήσεις που ο Ναζίμ αισθανόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να της απαντά, όμως ταυτόχρονα σκεφτόταν να βρει τρόπο να απαλλαγεί από την παρουσία της, χωρίς να φανεί αγενής, ή μάλλον, χωρίς να την κάνει να νιώσει απογοητευμένη… Υποτιμημέ-νη… Όταν την άκουσε να του λέει:
- Θα με κεράσεις άλλο ένα;
«Πολύ γρήγορα το ήπιε!» σκέφτηκε.
-Ναι…
Της απάντησε βαριεστημένα και την είδε να αρπάζει και το δικό του ποτήρι που  δεν είχε προλάβει ακόμη να πιει ούτε το μισό!...
-Μη σε παρακαλώ! Δεν το ήπια ακόμα το ποτό μου!...
-Αχ συγνώμη γλυκό μου αγοράκι! Δεν το πρόσεξα!...
Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι κι έφυγε ολοταχώς προς το μπαρ του μαγαζιού, για να γεμίσει το δικό της. Πολύ σύντομα δυστυ-χώς για τον Ναζίμ επέστρεψε και στρογγυλοκάθισε απέναντί του.
-Πάντως εσύ έχεις κάποια στενοχώρια!...
Του είπε κουνώντας του το δάχτυλο, παίρνοντας ξαφνικό θάρρος από το τίποτα! Και συμπλήρωσε:
-Βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γυναίκες!... Και δεν ξέρεις ποιαν από τις δύο να διαλέξεις!...
Ο Ναζίμ ξαφνιάστηκε, σα να ενεργοποιήθηκε μέσα του κάτι που τον υποχρέωνε να της απαντήσει!... Μα ήταν δυνατόν; Να απαντήσει σε μια τόσο αδιάκριτη ερώτηση και μάλιστα σε μιαν άγνωστη γυναίκα; Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι αυτό το «κάτι», τον υποχρέωνε να απα-ντήσει όχι σ’ αυτή, αλλά στον ίδιο του τον εαυτό!... Μα τι σόι ερώτηση ήταν αυτή; Πώς θα μπορούσε να διαλέξει τη Γιουλμπαχάρ; Μήπως ήταν στο χέρι του; Τώρα πια, είχε χάσει και τη δυνατότητα επιλογής της Εμινέ!... Σ’ αυτές τις σκέψεις ένιωσε μια ξαφνική κούραση. Ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία αυτής της φάτσας απέναντί του και σ’ αυτό τον διευκόλυνε η ίδια.
-Θα με κεράσεις άλλο ένα;
Του είπε με κάτι ανάμεσα σε γλύκα και επιφύλαξη…
-Όχι!... Δεν μπορώ να σε κεράσω άλλο και θέλω να με αφήσεις μόνο μου. Αν μπορείς φέρε μου καμιά οκά κρασί  και κάνε μου το  λογαρια-σμό γιατί μόλις το πιω, θα φύγω…   
Η γυναίκα πήρε το άδειο ποτήρι της αμίλητη και έφυγε. Αυτός έ-μεινε μόνος νιώθοντας κάτι σαν τύψεις, γιατί ίσως να την είχε στε-νοχωρήσει… Στο μεταξύ, πριν από λίγα λεπτά είχαν μπει στο μαγαζί  δύο ηλικιωμένοι άντρες και είχαν πιάσει ένα τραπεζάκι… Ή άσχημη ανέλαβε τώρα υπηρεσία στην παρέα των ηλικιωμένων και η άλλη κοπέλα του μπαρ, η ομορφούλα, προχώρησε προς το μέρος του, με άνετο και προκλητικό αργό βάδισμα, κουνώντας τους γοφούς της σα να χόρευε καρσιλαμά, κάνοντας φανερό σ’ όποιον την έβλεπε να περ-πατά έτσι, ότι ήταν απόλυτα σίγουρη για τη σαγήνη της και κρατώ-ντας στα χέρια της ένα μπουκάλι κρασί κι ένα ποτήρι. Όταν έφτασε από πάνω του, αφού ακούμπησε αυτά που κρατούσε πάνω στο τρα-πεζάκι, έσκυψε πλησιάζοντας το έντονα βαμμένο της πρόσωπο πολύ κοντά στο δικό του, λέγοντάς του μ’ ένα ύφος μυστηριώδες και ονει-ροπόλο, σα να ήταν εδώ και πολύν καιρό, απελπισμένα ερωτευμένη μαζί του!…
-Θα με κεράσεις κι εμένα αγόρι γλυκό, ένα ποτάκι;
-Θέλω να μείνω μόνος.
Της απάντησε κοφτά. Και αμέσως, επειδή του φάνηκε πολύ απότο-μη η άρνησή του συμπλήρωσε:
-Άλλωστε δεν κρατάω πάνω μου αρκετά χρήματα…
-Καλά. Δε θα σ’ ενοχλήσει κανείς! Να είσαι σίγουρος!... Μήπως έχεις καμιά προτίμηση να βάλω στο γραμμόφωνο;
Ο Ναζίμ της χαμογέλασε.
-Όχι καλή μου. Όλα τα τραγούδια που έχεις βάλει μέχρι τώρα μου αρέσουν… Συνέχισε λοιπόν με το ίδιο ρεπερτόριο…
Του χαμογέλασε με ερωτική στοργή και έφυγε όπως είχεν έρθει… 
Ο Ναζίμ για πρώτη φορά κοίταξε προσεκτικά γύρω του την αίθου-σα. Αυτό που του έκανε εντύπωση, ήταν οι βαθειά κόκκινες βαριές κουρτίνες που έκρυβαν το σκοτάδι της νύχτας, χωρίζοντάς το από το σκοτάδι του εσωτερικού χώρου!... «Το σκοτάδι της φύσης, από το σκοτάδι της ψυχής! Το σκοτάδι της Εμινέ, από το σκοτάδι της Γιουλ-μπαχάρ!...» σκέφτηκε…
Κάποια στιγμή που η κοπέλα άλλαζε πλάκα στο γραμμόφωνο και έγινε σιωπή, ακούστηκε ο ήχος της βροχής. «Να που το σκοτάδι της φύσης κλαίει…» σκέφτηκε. «Ίσως αν πήγαινα να πιω στο ταβερνάκι πάνω στο ύψωμα που είχαμε γευματίσει με την Εμινέ, να την έβλεπα να δειπνεί τώρα με το νέο της εραστή!... Ίσως να του έχει δοθεί κιό-λας!...» Ένιωσε μιαν ανατριχίλα να τον διαπερνάει σαν κεραυνός και ταυτόχρονα ήρθαν στη σκέψη του τα στήθη της!... Ήσαν τόσο ποθη-τή ακόμα και η ανάμνησή τους, που αναρωτήθηκε πώς είχε συγκρα-τηθεί και δεν την είχε κάνει δική του!...
Όσο η ώρα περνούσε και η στάθμη στο μπουκάλι κατέβαινε, τόσο πιο σφριγηλό ένιωθε το κορμί του τα μπράτσα του δυνατά και το νου του λαγαρό και αισιόδοξο, χωρίς όμως να μπορεί να βρει από πού πη-γάζει ή τουλάχιστον να δώσει μιαν εξήγηση γι’ αυτήν την αισιοδοξία! Τα μαθήματά του πήγαιναν χάλια. Τους φίλους του, τους είχε απομα-κρύνει η συμπεριφορά του και στον έρωτα βάδιζε πάνω σ’ ένα τεντω-μένο σκοινί!... Όμως ήταν σίγουρος ότι όλα θα πήγαιναν καλά! Θα έφευγε για το βοριά! Για την αιώνια νύχτα!... «Τι ήταν πάλι αυτό που σκέφτηκα!...» απόρησε.
Σ’ ένα ακόμη διάλειμμα του γραμμοφώνου, ξανάκουσε τη μουσική της βροχής, που του φάνηκε τώρα, πιο μελωδική απ’ ότι προηγουμέ-νως! Σκέφτηκε να βγει έξω για να την απολαύσει καλλίτερα. Άλλωστε το μπουκάλι είχε πια στραγγίξει και την τελευταία του σταγόνα μέσα στην ψυχή του, γεμίζοντάς την με μια παράξενη μορφή ζωής που έ-ψαχνε να βρει κάπου να αναλωθεί…
Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του που την είχε ακουμπημένη κάτω, δίπλα του, πλησίασε στον πάγκο και έβγαλε όσα λεφτά είχε μέσα στις τσέπες του! Δεν ήξερε αν του έφταναν να πληρώσει και έμεινε λίγην ώρα μετέωρος περιμένοντας το νεαρό να τελειώσει το μέτρημα των ψιλών… Όταν τον είδε να του σκάει ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο ικα-νοποίηση, κατάλαβε ότι ήταν όλα εντάξει, χαιρέτησε και βγήκε έξω. Στάθηκε για λίγο κάτω από το υπόστεγο της πόρτας και άναψε τσι-γάρο. Ο αέρας ήταν καθαρός, πολύ υγρός και παγωμένος. Η νύχτα θεοσκότεινη χωρίς αστραπές, αλλά και χωρίς καμία λάμψη ψυχική! «Τι ψυχική;» αναρωτήθηκε πάλι…
Τέλειωσε το τσιγάρο του, έβαλε την τσάντα πάνω απ’ το κεφάλι του για να βρέχεται όσο το δυνατόν λιγότερο και ξεκίνησε για το σπί-τι. Παντού λάσπη! Η περιοχή γύρω από το φτωχό και απομονωμένο καπηλειό, δεν ήξερε τι θα πει λιθόστρωτο! Τα πόδια του βούλιαζαν και ή λάσπη κυλούσε μέσα στα παπούτσια του!... Ένιωθε ζαλισμένος από το πολύ κρασί και ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Η βροχή είχε δυναμώσει και σε μια στιγμή γλιστρώντας σε μια πέτρα, κυλίστηκε μέσα στη λάσπη!...  
Όταν έφτασε στο σπίτι του ήταν σε άθλια κατάσταση! Πέταξε τα ποτισμένα από τη λάσπη και τη βροχή ρούχα του, σκούπισε με μια πετσέτα το μουσκεμένο του κορμί, σωριάστηκε στο κρεβάτι μόλις προφταίνοντας να σκεπαστεί με τις κουβέρτες και βυθίστηκε σ’ έναν βαθύ λήθαργο χωρίς όνειρα…
Το δωμάτιο απόμεινε βουβό και μόνον ο ήχος της βροχής θα έφτανε μελωδικός, σε κάποιο όν, που θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου εκεί μέσα και να τον ακούει μόνο του, περιμένοντας την αυγή, για να συνα-ντήσει αυτόν τον άντρα, που είχε δει σ’ αυτά τα χάλια και σ’ αυτόν τον ξεπεσμό, μια και δεν είχε αυτό το ον τη δυνατότητα να κάνει κάποιαν ενέργεια για να τον ξυπνήσει… Το αγόρι πια δεν ένιωθε τίποτα! Ούτε τη μελωδία της βροχής, που τόσο ήθελε να βγει από το καπηλειό για να την απολαύσει, ούτε την παγερή μοναξιά του δωματίου, ούτε την παρουσία αυτού του όντος μέσα στο δωμάτιο, ούτε το κατάντημα της αθώας καρδιάς του! Ο ύπνος του, ήταν το θανατερό συναπάντημα του έρωτα και της απόγνωσης… 
Το πρωί ξύπνησε με ελαφρό πονοκέφαλο και όταν δοκίμασε ν’ α-νοίξει τα μάτια, είδε το ταβάνι να γυρίζει, ώστε αναγκάστηκε να τα ξα-νακλείσει. Ίσως χθες τη νύχτα η Εμινέ να έκανε έρωτα σκέφτηκε και αμέσως μετάνιωσε γι αυτή του τη σκέψη και έμεινε λίγην ώρα ήρε- μος…Τι σχέση είχε πια αυτός με τον έρωτα της Εμινέ;
Σηκώθηκε αργά καθιστός, κρεμώντας τα πόδια του έξω από το κρε-βάτι και αντίκρισε το δωμάτιό του, με τα πεταμένα παπούτσια πάνω στα ρούχα του και παντού σκόρπιες μαύρες λάσπες, που έφερναν γύρους μες απ’ τη ζάλη του, από το πάτωμα ως το ταβάνι!... Το μυαλό του γύριζε κι αυτό σαν πλανήτης γύρω από τον άξονά του!... Κάτι άσ-πριζε μισοσκεπασμένο απ’ τις λάσπες και μισοπατημένο από τ’ άρ-βυλά του, μπροστά στην πόρτα, που ακολουθούσε κι αυτό τις κυκλο-τερείς τροχιές των υπόλοιπων αντικειμένων του δωματίου… «Καμιά ειδοποίηση από τη σπιτονοικοκυρά.» Σκέφτηκε… Το είχε πια χάσει το σημερινό μάθημα…
Προχώρησε προς το κουζινάκι στηρίζοντας το τεράστιο ζαλισμέ-νο κορμί του με τα χέρια, πάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες ακόμα και στους τοίχους, για να φτιάξει καφέ, μήπως αυτός τον συνεφέρει λίγο και περιμένοντας να ψηθεί καθιστός σε μια καρέκλα με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο νεροχύτη και τις παλάμες να στηρίζουν το κεφά-λι του, προσπάθησε να κάνει έστω και μια σκέψη. Του στάθηκε αδύ-νατο!... Το κρανίο του ήταν γεμάτο από κοκκινέλι! Δεν υπήρχε καθό-λου χώρος για σκέψεις…
Ήπιε μονορούφι τον καφέ, ξαναγύρισε αργά στο κρεβάτι κι έπεσε μπρούμυτα πάλι πάνω σ’ αυτό. Αν ήταν η Εμινέ να του δροσίζει το πρόσωπο, θα ένιωθε μια πραγματικήν ευτυχία! Ήταν τόσο πλούσιο το σώμα της! Θα μπορούσε να πει ατελείωτο!... Τα πόδια της μακριά, πό-σο θα μπορούσε να τα χαϊδέψει!... Θα μπορούσε να αισθανθεί λατρεία μόνο για τα πόδια της! …Και τα ματοτσίνορά της!... Όταν τα ανοι-γόκλεινε την ώρα που της φιλούσε το στήθος!... 
Τον ξύπνησαν κτυπήματα στην πόρτα. Κατάφερε να σηκωθεί και άνοιξε. Ήταν η σπιτονοικοκυρά του.
-Παιδί μου!...
Άρχισε να του λέει. Σταμάτησε όμως και άνοιξε διάπλατα το στόμα της μόλις αντίκρισε την κατάσταση που επικρατούσε στο δωμάτιο. Κάτι άλλο προφανώς είχεν έρθει να του πει αλλά μόλις είδε και την όψη του, άλλαξε θέμα:
-Παιδί μου τι έπαθες;
-Τίποτα κυρία. Μην ανησυχείτε… Χθες έβρεχε κι ο δρόμος ήταν γε-μάτος λάσπες. Θα τα καθαρίσω όμως όλα εγώ μόνος μου. Μην ασχο-λείστε!...
-Αγόρι μου έκανες και εμετό; Τι’ ν’ αυτό; …είσαι άρρωστος και δε μας ειδοποίησες;… και αυτό τι είναι;
Έσπρωξε με το πόδι της το χαρτί που ήταν πεταμένο στο πάτωμα για να το βγάλει μες απ’ τις λάσπες που το κάλυπταν, έσκυψε, το κοί-ταξε, το σήκωσε στα χέρια της, τίναξε από πάνω του τα ξεραμένα χώ-ματα και είπε:
-Ένα γράμμα προφανώς από τη μανούλα σου!...
«Ένα γράμμα από τη μανούλα μου, που όμως δεν ξέρει να γράφει!» Σκέφτηκε ο Ναζίμ γελώντας μέσα του, καθώς προχωρούσε προς το κρεβάτι του για να καθίσει…
Η γυναίκα το ξεσκόνισε ακόμα λίγο, το καθάρισε και το απόθεσε στο μικρό τραπέζι, πάνω σ’ ένα πάκο βιβλία μια και δεν υπήρχε κενός χώρος να το ακουμπήσει.
-Θες να σου φτιάξω ένα ζεστό γάλα;
-Φτιάξτε μου, ότι θέλετε.
Της απάντησε τονίζοντας μια - μια τις λέξεις. Ηπαρουσία της άρχισε να του γίνεται πρόβλημα.
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα απορημένη για το τι συνέβαινε στον νεαρό της νοικάρη και μετά προχώρησε προς το κουζινάκι για να βρά-σει το γάλα που του είχε φέρει από χθες το απόγευμα… Ο Ναζίμ καθι-σμένος στην καρέκλα του μικρού του γραφείου κάπνιζε κοιτώντας έξω από το μικρό του παράθυρο. Ο καιρός ήταν άσχημος και ταιρια-στός με την ψυχή του! Είχε ομίχλη. Δε διέκρινε απολύτως τίποτα έξω! Κι όμως… εξακολουθούσε έξω να κοιτά!... Γιατί; …Όλα  ήσαν λευκά!... Και του άρεσε να τα κοιτάζει!... Να κοιτάζει το χρώμα το λευκό!... Ένοιωθε θαμμένος μες το χιόνι…
Γύρισε το βλέμμα του στα βιβλία που ήσαν στοιβαγμένα πάνω στο τραπέζι. Τα είχε παραμελήσει και ποια ήταν η αιτία; Το είδε γραμμένο πάνω σ’ ένα χαρτί: Γιουλμπαχάρ. Έγραφε… Τί ’ταν αυτό; Ήταν ένα γράμμα!... Ήταν αυτό που περίμενε τόσον καιρό και να που τώρα, τον περίμενε τόσες ώρες!... Όλην τη νύχτα!... Του έκανε παρέα όλην τη νύχτα, ενώ αυτός κοιμώταν αναίσθητος από το πολύ πιοτό! Το άνοιξε με λαχτάρα και η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, καθώς την έβλεπε μπροστά του να του λέει!... 
«Καλέ μου Ναζίμ…
»Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσες να με νοιώσεις μ’ αυ-τόν τον τόσο ευγενικό τρόπο κι έτσι δυσκολεύομαι απερίγραπτα να σου απαντήσω. Όταν ήμουν μαζί σου, δίπλα σου, μπροστά σου, όταν περπατούσαμε πλάι - πλάι, ένοιωθα πιο άνετα απ’ ότι τώρα, μπροστά σ’ ετούτο σου το γράμμα!... Αυτά που γράφεις, μου προκάλεσαν ένα σκίρτημα στην καρδιά, που δεν μπορώ να εντοπίσω το ποιόν του! Όμως το ένοιωσα σαν μουσική!...  Σα μια παράξενη μουσική, που συ-νοδεύει ένα ποίημα όπως κι εσύ το χαρακτηρίζεις, που αλάφρυνε την καρδιά μου…
»Κι εγώ εδώ μη νομίζεις ότι κάνω τη μεγάλη ζωή. Από το σπίτι στα μαθήματα κι απ’ τα μαθήματα στο σπίτι. Ούτε έχω τις σπουδαίες παρέες που θα μπορούσαν να μου προσφέρουν κάποιες σχετικά ενδιαφέρουσες στιγμές διασκέδασης. Αν δεν εύρισκα εξαιρετικά αξι-όλογες τις γνώσεις που αποκτώ με τη μελέτη των μαθημάτων μου, θα έπληττα πολύ. 
»Το γράμμα που μου έστειλες το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω και κάθε φορά με αναστατώνει και περισσότερο!... Δε με είχες αφήσει, ή δεν είχα εγώ κατορθώσει να καταλάβω, ότι μπορούσες να αισθανθείς για μένα τόσο υπέροχα συναισθήματα! Είχα νιώσει μόνο ότι με ποθούσες. Αλλά με έναν πόθο συνεσταλμένο, που σκύβει το κεφάλι του με σεβα-σμό, μπροστά στο κοινωνικό κατεστημένο!... Έναν πόθο αναιμικό!... Όμως εσύ τώρα με το γράμμα σου μου έδειξες ότι  έκανα λάθος! Ο σεβασμός σου ήταν για κάτι άλλο! Σεβόσουν τον ίδιο σου τον πόθο! Μ’ ένα σεβασμό που ψηλώνει και χάνεται μέσα στον ουρανό!... …Με αγαπούσες!... 
»Χόρεψα μπροστά σου νιώθοντας πάνω μου το βλέμμα σου, όμως χόρεψα μόνο για την αγάπη! Την ερωτική, τη σπάνια  και αιώνια!... Δε χόρευα έτσι στις διάφορες γιορτές. Ούτε στα πανηγύρια του χωριού μου, ούτε στις διάφορες φοιτητικές εκδηλώσεις που με καλούσαν οι συνάδελφοί μου στην Άγκυρα. Τις ελάχιστες βέβαια φορές, που έχω πάει…
»Χόρεψα μπροστά σου, για να σου απαντήσω σ’ αυτά που μου έ-λεγες σιωπηλά, μόνο με το βλέμμα σου!... Για να απαντήσω στον πόθο σου με το δικό μου πόθο!... Δε φαντάστηκα ότι με αγαπούσες!... Σ’ έβλεπα σαν φύλακα του κορμιού μου κι ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που είχες γίνει! Αισθανόμουν ότι το κορμί μου σου ανήκει! Κι αυτό με παραξένευε πολύ!...
»Όταν πήγα στο χωριό μου, είχα μια παράξενη σχέση με τον μπα-μπά μου… Και μια τρυφερή επίσκεψη από τον κόσμο που έχει για πά-ντα χαθεί! Από τον κόσμο της αγαπημένης μου μητέρας!... Σου φαίνο-νται παράξενα τα λόγια μου και τα νοήματά τους, αλλά όταν  θα βρε-θούμε ό ένας κοντά στον άλλο, θα σου περιγράψω αυτήν τη μοναδική νύχτα! Τη νύχτα της αποκάλυψης του μυστικού της υπόστασής μου, που το ένιωθα μέσα στα κύτταρα, μέσα στο αίμα, να μου καίει τις φλέβες, αλλά δεν είχε περάσει ποτέ από το νου μου! Ούτε καν από την πιο τολμηρή φαντασίωσή που έχω κάνει, ή από το πιο αλλοπρόσαλλο όνειρο που έχω δει!...  
»…Σου ζητώ να με βοηθήσεις! Δυο φορές βρέθηκες δίπλα μου σε στιγμές που μόνη μου, δε θα μπορούσα να τα καταφέρω τόσο καλά, όσο τα κατάφερα μαζί σου. Και θέλω να σταθείς ακόμα μια φορα δίπλα μου, για ν’ ανταπεξέλθω σε ένα καθήκον μου, που έχει να κάνει με τη δουλειά μου στη σχολή. Ο καθηγητής μου, έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ακριβή περιγραφή του αρχαιολογικού χώρου του Πυθαγόρειου, του αρχαίου θεάτρου και των ευρημάτων που εκθέ-τονται στο μουσείο και θέλει να την περιλάβει σε κάποιαν εργασία, που συμμετέχω κι εγώ. Αλλά δεν κατάφερε να μου βγάλει την άδεια από το υπουργείο, για να περάσω νόμιμα στην Ελλάδα. Δήλωσε ότι μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη να του περιγράψω τα αρχαιολογικά ευρήματα και πρέπει να με περάσεις στη Σάμο εσύ! Θέλω όσο το δυ-νατόν πιο σύντομα να συναντηθούμε στο Κουσάντασι. Αν θες πιο πριν γράψε μου για τον τρόπο που θα τα καταφέρουμε… 
»Θα μου προκαλούσε όμως μεγάλη χαρά, αν αντί να μου γράψεις, ερχόσουν να με βρεις όταν θα τελειώσουν τα μαθήματά σου, και θα παραμείνω λίγες μέρες εδώ περιμένοντάς σε, για να σε ξεναγήσω στα αξιοθέατα της πρωτεύουσας, αν και θα ήθελα αντίθετα να ερχόμουν εγώ στην Πόλη σου, που έχω ακούσει από πάρα πολλούς, ότι είναι απερίγραπτης ομορφιάς!... Όμως ας το αφήσουμε αυτό για την επό-μενη φορά που θα συναντηθούμε… Σε περιμένω λοιπόν…
 
                                                                                   Γιούλυ…»
 
…Ώστε όχι μόνο τον θυμόταν ακόμα, αλλά είχε νιώσει τον έρωτά του και τον ενθάρρυνε! Τον αγαπούσε κι αυτή!... Δεν ήξερε πόσο… αλλά ήταν πια σίγουρος ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο αίσθημα στη ζωή της, γιατί αν υπήρχε, είτε δε θα του απαντούσε, είτε η απάντησή της θα ήταν τελείως διαφορετική. Κι αν δεν ήθελε να του αποκαλύψει ότι έχει κάποιο δεσμό, θα του έγραφε ότι τον βλέπει σαν απλό φίλο και θα απέφευγε να συναντηθεί μαζί του… Όμως αυτή ήθελε να τον συναντήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε! Αλλά γιατί ήθελε αυτή τη γρήγορη συνάντηση; Γι’ αυτόν; Ή για την εργασία της στο πανε-πιστήμιο; Και ποια ήταν αυτή η αποκάλυψη του πατέρα της, που την έχει αναστατώσει τόσο;
Ένιωσε μιαν αγαλλίαση και μόνο που η γυναίκα που αγαπούσε ε-πανεμφανίστηκε στη ζωή του μ’ αυτό της το γράμμα και έδωσε τέλος στη βασανιστική αβεβαιότητα που τον τυραννούσε μέχρι τώρα και παρέλυε κάθε δραστηριότητα στη ζωή του και κυρίως στις φοι-τητικές του υποχρεώσεις. Από αύριο θα ξεκινούσε την προσπάθεια να αναπληρώσει ότι έχασε από την αμέλειά του και να περάσει όσο πιο πολλά μαθήματα μπορούσε για να μη χάσει το χρόνο και ξαναρχίσει το φθινόπωρο στην ίδια τάξη.
Με τις πρώτες διακοπές των μαθημάτων του, θα πήγαινε στην Ά-γκυρα να τη βρει και θα της εξηγούσε τον τρόπο που θα την βοηθού-σε να λύσει το πρόβλημά της, αλλά αυτό που του έδινε τη μεγαλύτερη ζωντάνια, ήταν που θα ξαναβρισκόταν δίπλα της! Που θα την συ-νόδευε παντού! Θα γινόταν η σκιά της! Θα ανάσαινε το άρωμα των μαλλιών της και θα μιλούσε ακούγοντας να του απαντά η γοητευτική της φωνή… που η ανάμνησή της και μόνο, τον μάγευε με τη βαθειά μελωδία της!... Είχε ξεμεθύσει τελείως από το κρασί! Είχε παραδοθεί στο γλυκύτερο μεθύσι: Στο μεθύσι της νιότης…
 
Στο τέλος της άνοιξης, η πόλη της Άγκυρας αποκτά την πιο όμορ-φην εικόνα της! Η μυρωδιά των αποξηραμένων λουλουδιών που φυ-τρώνουν σχεδόν μόνο στα υψίπεδα της Γαλατίας, σκορπάει σ’ όλην την περιοχή μιαν ανήσυχη σαγηνευτική γαλήνη… Το χρώμα του ήλιου όσο πλησιάζει προς τη δύση του, αποκτά την πιο μαγευτικήν απόχρω-ση του κόκκινου, το διάφανο κόκκινο χρώμα, περνώντας μες από τα αραιά φίλτρα των διάφορων γύρεων, που το αεράκι φυσώντας διακρι-τικά πάντα εκείνην την εποχή, τις ξεσηκώνει από τους ωριμασμένους πια στήμονες των λουλουδιών και τις αφήνει μετέωρες στην α-τμόσφαιρα να διαλέξουν τα ταίρια τους για να γίνει τέλεια η γονι-μοποίηση!... Τα άλλα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι ακριβώς εκείνην την ίδια εποχή παρακινούνται και κάνουν το ίδιο… Η μελαγχολία απλώνεται μαβιά σα σκιά στα βλέφαρα των κοριτσιών και τα παλικά-ρια ξυπνούν κάθε πρωί με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια τους, με μια βαρυθυμία έκδηλη, σα να δούλευαν ολονυχτίς και σωριάζονται στους οντάδες για πολλήν ώρα, χωρίς να μιλούν, με βλέμμα ακίνητο, νυσταγμένο, αφαιρεμένο και τη σκέψη τους στο νοητό κενό… 
Μέσα στο ήσυχο καφενείο ο Ναζίμ κοιτούσε αφηρημένος τις παλιές λεπτές κουρτίνες τις βαμμένες στο χρώμα της πορφύρας, που άφηναν τον ήλιο να τις διαπερνά, να έρχεται και να πέφτει πάνω στο πρόσωπό του, να τον θαμπώνει και να του θολώνει το νου… δεν ήθελε όμως να πάει πιο πέρα, να τραβήξει την καρέκλα του προς τη σκιά! Δεν ήθελε να συνέλθει!  Δεν είχε ποτέ του αναπνεύσει παρόμοια βαριά μυρωδιά! Όλη η φύση απόπνεε κάτι σαν μαγγανεία… Ένιωθε σα να τον τραβού-σε ένα αόρατο σχοινί προς μέρη άγνωστα και μαυλιστικά που ήσαν τόσο όμορφα, ώστε απολησμονούσε κανείς τα πάντα και πριν απ’ όλα το φευγιό. Την επιστροφή. Την απαγκίστρωση!...
Κι όταν ξαφνικά ο ήλιος έπεσε κι οι κουρτίνες έγιναν γκρίζες, μια απότομη σκοτεινιά πλημύρισε την αίθουσα σαν να τέλειωσε ο κόσμος αιφνίδια, που έκανε τον νεαρό να νιώσει την αναπνοή του να κόβεται σα να του συνέθλιβε το στήθος ένας απροσδιόριστος φόβος! Ο φόβος του παντοτινού σκοταδιού!... Τινάχτηκε από το κάθισμά του, πήρε μια βαθειάν ανάσα και έβγαλε με ορμή τον αέρα μες απ’ τα πνευμόνια του, σα να έδιωχνε βίαια από μέσα του έναν βραχνά! Ένα κακό όνειρο! Τότε συνήλθε τελείως από το μάργωμα που τον είχε πιάσει και το μυαλό του γύρισε στη Γιουλμπαχάρ!... «Όπου να ’ναι θα φανεί» σκέφτηκε… «Και χθες, περίπου τέτοιαν ώρα ήρθε και συναντηθήκαμε…»
Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του, το άναψε, ρούφηξε δυνατά τον καπνό μέσα του και μετά τον ά-φησε να βγει αργά από το στόμα, κοιτώντας από το ανοιχτό παράθυ-ρο το βάθος του δρόμου. Χθες το βράδυ της έπιασε τα δυο της χέρια καθώς αυτή τα είχε ακουμπισμένα πάνω σ’ αυτό το ίδιο τραπεζάκι  από μέταλλο και μάρμαρο …και αυτή δεν τα τράβηξε!... Τον κοιτούσε κατάματα με σφιγμένα τα χείλη, παράξενα σοβαρή και γοητευτική κι ούτε χαμήλωσε ή γύρισε αλλού τη ματιά της, όπως έκανε μέχρι τώρα, κάτω από το δικό του επίμονο ερωτικό βλέμμα που το ένιωθε να βγά-ζει φωτιές!... 
Ένα αχνό σύννεφο διάφανο σαν ομίχλη σεργιανούσε πάνω στο δρόμο που κατά τόπους πύκνωνε και αραίωνε αλλάζοντας αργά θέ-σεις, κρύβοντας και φανερώνοντας το τοπίο, όταν τη διέκρινε από  το βάθος του δρόμου, να αχνοφαίνεται, σιλουέτα λεπτή ψηλή λυγε- ρόκορμη να βαδίζει με γρήγορο βήμα,  τυλιγμένη στο σούρουπο… Όταν πλησίασε στο μαγαζί, την είδε να γυρνάει το κεφάλι της προς τα πίσω, δεξιά και αριστερά στη διασταύρωση, σα να φοβόταν μην την πάρει κάποιο μάτι τη στιγμή που θα έμπαινε μέσα!... Σηκώθηκε, έσβησε το τσιγάρο και προχώρησε προς την πόρτα. 
Της άνοιξε, την ώρα που άπλωνε το χέρι της να πιάσει το πόμολο. Εκεί, δίπλα  στην είσοδο του καφενείου, τέσσερις άντρες καθιστοί έ-παιζαν τη μοίρα τους στα ζάρια! Άλλοι πέντ’ έξι  όρθιοι γύρω τους παρακολουθούσαν τα γυρίσματα των καιρών. Μόλις ένιωσαν την πόρτα ν’ ανοίγει και κοίταξαν, είδαν τον νέο να στέκεται στο κατώ-φλι και τη γυναίκα να μπαίνει σαν τρυφερός σίφουνας σε μιαν άδεια ζωή! Του χαμογέλασε χαιρετώντας τον ψιθυριστά κι αυτός την οδή-γησε προς το βάθος του μαγαζιού, στο τραπεζάκι που καθόταν προη-γουμένως και την περίμενε, δίπλα στο παράθυρο. Όταν πια το νεαρό ζευγάρι κάθισε στη θέση του, γύρισαν αργά όλα τα κεφάλια προς το τραπέζι που παιζόταν η τιμή ανάμεσα σε δυο αντιπάλους… Μερικοί δεν παρέλειψαν γυρνώντας το κεφάλι ταυτόχρονα, να το κουνήσουν και υποτιμητικά: «πού μας κατάντησαν οι νεωτερισμοί! Γέμισαν τα καφενεία με γυναίκες!...»…
-Πώς πέρασες τη μέρα σου;
-Μια χαρούλα!...
Του απάντησε πρόσχαρο το κορίτσι τοποθετώντας την τσάντα της σε μια κενή καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της. Κάρφωσε πάνω του τα μάτια της και το χαμόγελό της.   
-Εσύ; Που είσαι και μοναχούλης σου; Έπληξες; 
Τι να της απαντήσει; Ότι στην κατάσταση που βρισκόταν από τη μέρα που ήρθε στην Άγκυρα και τη βρήκε, η πλήξη δεν μπορούσε να εισχωρήσει στη ζωή του; Ότι δεν τον έφταναν οι ώρες της μέρας να τη σκέφτεται;
-Καθόλου! Δε χορταίνω να περπατώ και να σκέφτομαι!... Να βλέπω άγνωστους δρόμους, άγνωστους ανθρώπους και να δοκιμάζω πρω-τόγνωρες σκέψεις!...
-Τους άγνωστους δρόμους τους καταλαβαίνω. Αφού μου είπες ότι έρχεσαι πρώτη φορά στην πόλη. Αλλά οι πρωτόγνωρες σκέψεις;…
Η Γιουλμπαχάρ κόπηκε!... Ίσως να μην έπρεπε να οδηγήσει τη συζή-τηση προς αυτήν την κατεύθυνση!... Ο Ναζίμ το διαισθάνθηκε και έμει-νε για λίγο σιωπηλός…
-Τελειώσατε; Έκλεισε η σχολή;
-Ναι! Σήμερα. Έγραψα και στον μπαμπά ότι θα πάω σε κάποια δου-λειά, για να μην ανησυχεί που θα καθυστερήσω να γυρίσω στο σπίτι… και είμαι έτοιμη… Πότε λες να φύγουμε;…
-Όποτε θέλεις… Αν υπάρχει θέση για αύριο το βράδυ… Θα πάω το πρωί να βγάλω τα εισιτήρια…
Της απάντησε ο Ναζίμ σκεφτικός.
-Ναι καλέ μου! Να τελειώνουμε!
Του είπε τότε αυτή με αδημονία.
Οι καφέδες ήρθαν αχνιστοί. Ο Ναζίμ άναψε αφηρημένος τσιγάρο, ενώ η Γιουλμπαχάρ, έβαλε σταυροπόδι κάτω από το τραπεζάκι, γύρι-σε και κοίταξε γύρω στην άδεια αίθουσα και πίσω της την παρέα των αντρών που ήσαν αφοσιωμένοι στα ζάρια, ακούμπησε τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι και τύλιξε τα μάγουλά της μέσα στις παλάμες της… Τον κοίταξε γλυκά χαμογελώντας παρακλητικά και μισοκλείνοντας τα βλέφαρα.
-Δώσε μου και μένα… 
Ο Ναζίμ γέλασε πιο πολύ για να κρύψει τον αιφνιδιασμό του για την τόλμη της να καπνίσει σε δημόσιο χώρο, παρά για την αφηρημάδα του και της προσέφερε από το πακέτο του.
-Άναψέ μου το εσύ και θα το καπνίσω κρυφά. Δε θέλω να με δούνε οι άλλοι!... 
Πήρε το τσιγάρο που της άναψε και το ρούφαγε σκύβοντας προς το τραπεζάκι μ’ ένα πονηρό χαμόγελο σαν ένα παιδάκι που σκαρώνει μια συνομωσία πίσω απ’ την πλάτη των μεγάλων! Ο Ναζίμ την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος…
-Περίμενε λίγο!
Του λέει ψιθυριστά και σκύβει προς το μέρος του ακόμα πιο πολύ κοντά στο πρόσωπό του.
-Όταν θα ρουφάω εγώ θα ρουφάς κι εσύ! Και όταν θα βγάζω τον καπνό εγώ, θα τον βγάζεις κι εσύ για μη με καταλάβουν! Να νομίζουν ότι όλος ο καπνός είναι δικός σου! Χιχιχι!...Εντάξει;
-Ναι!...
Είχε χάσει τη μιλιά του! Γιατί αυτό που ένιωθε βλέποντας τις κι-νήσεις της και ακούγοντας τη φωνή της, δεν μπορούσε αυτός να το εισπράξει αλλιώς παρά σαν μια ερωτική πράξη της μαζί του!... Αυτό του έβγαινε…
-Έτσι θα σε καταλάβουν ματάκια μου ότι καπνίζεις…
Άκουσε παραξενεμένος τη φωνή του να της λέει με μια πρωτάκου-στη τρυφερότητα.
-Και τι θα μου κάνουν;
Του απάντησε σουφρώνοντας τα χείλη σαν ένα πεισματάρικο παιδί που δεν μπορεί να διανοηθεί το νόημα αυτών που λέει…  Δε φάνηκε να την παραξενεύει ο τόνος της φωνής του, σα να την περίμενε αυτήν την τρυφερότητα, τη δεχόταν, της άρεσε και δεν της προκάλεσε κανέ-να αίσθημα επιφυλακτικότητας…
-Τίποτα το ιδιαίτερο… Απλά θα μας διώξουν απ’ το μαγαζί…   
Της απάντησε για να την πειράξει.
-Δε θέλω να φύγω ακόμα…
-Θα σου πω εγώ έναν τρόπο που δε θα καταλάβει κανείς ότι κα-πνίζεις…
-Πες μου τον Ναζίμ! Γιατί δε μου τον είπες τόσην ώρα;
-Γιατί τώρα τον σκέφτηκα!...
-Αχ πες μου τον λοιπόν!...
Η ανυπομονησία της θηλυκής ερωτικής αγνότητας, σε όλο της το μεγαλείο! Πώς μπορεί κάποιος γραφιάς να δώσει τις εικόνες που περ-νούσαν μπροστά από τα μάτια του νέου, εκείνες τις στιγμές;
Έγειρε μπροστά, ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι και πλησία-σε το πρόσωπό του ακόμα πιο κοντά στο δικό της. Οι πνοές τους εί-χαν πια ενωθεί.
-Οι άνθρωποι βρίσκονται ακριβώς πίσω σου. Δε βλέπουν πόσο κο-ντά είναι τα πρόσωπά μας. Θα βγάζεις λοιπόν τον καπνό μέσα στο στο-μα μου και μετά εγώ θα γυρνώ προς το παράθυρο και θα τον βγάζω έξω! Πώς σου φαίνεται;
Η Γιουλμπαχάρ με μιας σοβαρεύτηκε. Τράβηξε τα χέρια της από το τραπέζι και ακούμπησε αργά την πλάτη της στο κάθισμα απομακρύ-νοντας το πρόσωπό της από το πρόσωπο του Ναζίμ.
-Μα πώς θα γίνει αυτό; Θα πρέπει να σμίξουν τα χείλη μου με τα δικά σου!...
Ο Ναζίμ τη μιμήθηκε. Απομακρύνθηκε κι αυτός και έφερε τα χέρια του προς τα πίσω αγκαλιάζοντας την πλάτη της καρέκλας του.
-Ναι Αυτό πρέπει να γίνει …λογικά…
Της απάντησε κοιτώντας έξω από το παράθυρο σκεφτικός, τη σκο-τεινή νύχτα. …Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
-Καλά… θα το δοκιμάσουμε στο επόμενο τσιγάρο…
Του απάντησε σβήνοντας το τσιγάρο της που είχε ήδη τελειώσει στο σταχτοδοχείο.
-Γιατί αυτό μου τελείωσε…
Συμπλήρωσε…
Ο Ναζίμ την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αυτή εξακολουθούσε να τον κοιτάει σοβαρή, μ’ εκείνο το παράξενο σφίξιμο των χειλιών της που τον κοιτούσε και χθες. Τι να σκεφτόταν άραγε εκείνη τη στιγμή! Χθες το είδε αυτό το σφίξιμο, καθώς της κρατούσε τα χέρια κι είχε καρφωμένο το βλέμμα του στα μάτια της γεμάτος έρωτα! Μα σήμερα; Θ’  ακουμπούσε τα δικά του χείλη  πάνω στα δικά της!... Δεν ήταν το ίδιο πράγμα…
Δεν πέρασε αρκετή ώρα κι ήθελε να ανάψει πάλι τσιγάρο. Να του πει να πάνε σε κάποια ερημιά; Ή να το καπνίσει από τα χείλη του εδώ μέσα, που δεν υπήρχε κίνδυνος να εξελιχθεί σε κάτι άλλο; Κι αν το κάπνιζε από τα χείλη του… Αυτά τα σαρκώδη μαραμένα από τον έρω-τα χείλη, ήταν σίγουρο ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος;
Έσκυψε προς το μέρος του ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και του έκανε νεύμα να πλησιάσει κι αυτός. Όταν πλησίασαν τα πρόσωπά τους το ένα κοντά στο άλλο του είπε:
-Έχεις κάνει κάποιο πλάνο, πώς θα περάσουμε απέναντι;
Ο Ναζίμ την κοιτούσε στα μάτια… Απομακρύνθηκε από κοντά της ξαπλώνοντας στην καρέκλα του και γύρισε το πρόσωπο προς το σκο-τάδι του παραθύρου.
-Το πρόβλημά μας Γιούλη μου δεν ειν’ αυτό!... Θα σε περάσω με τη βάρκα μας στο Πυθαγόρειο… Έχω ψαρέψει άπειρες φορές σ’ αυτά τα νερά και τα ξέρω… Θα σε αφήσω στην αμμουδιά.... Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα κάνουμε… Θα γυρίσω πίσω στο χωριό μου; Και πότε θα σε ξαναφέρω πίσω;
-Α! Μην ανησυχείς διόλου γι’ αυτό καλέ μου!...
Του απάντησε η Γιουλμπαχάρ με φανερή ανακούφιση.
-Έχω μια φίλη που μένει στο Βαθύ! Στο μεγάλο λιμάνι του νησιού. Ήταν συγχωριανή μου! Από αυτήν έμαθα να μιλάω ελληνικά!... Με την ανταλλαγή πληθυσμών έφυγε μαζί με όλην της την οικογένεια και τώρα μένει εκεί σε σπίτι μιας οικογένειας μουσουλμάνων που ήρθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό μου, στο δικό της το σπίτι. Μου έστειλε ένα γράμμα και ξέρω τη διεύθυνσή της. Εκεί θα μείνω τις δυο τρεις μέρες που θα μου χρειαστούν… Μετά… θα δω τι θα κάνω… Θα πάω στο προξενείο και θα ζητήσω να με ξαναγυρίσουν στην πατρίδα μου… Ή θα μπλεχτώ σε κάποιαν τουριστικήν ομάδα που θα επισκεφτεί την αρ-χαία Έφεσο και θα περάσω λαθραία… Μπορεί να υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος, που θα μου τον υποδείξει κάποιος από ’κεί… Όπως ο μπαμπάς της φίλης μου, που πολύ με συμπαθούσε!... …Πρέπει να την κάνω αυτήν την εργασία καλέ μου!... Θα με βοηθήσει πολύ στην καριέρα μου!...
Ο Ναζίμ την κοιτούσε καθώς του ανέλυε τα σχέδιά της μ’ αυτήν την παιδική αφέλεια!... Και την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα, σα να καμάρωνε το κουράγιο αυτού του κοριτσιού που η φύση το είχε προικίσει με το-ση δυναμικότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα όση και ντελικάτη και εύθραυστη θηλυκή χάρη!… Όταν τελείωσε και σταμάτησε να του μιλά, έμεινε να την κοιτά και τα βλέμματά τους αγκαλιασμένα στροβι-λίζονταν μέσα στους καιρούς για λίγην ώραν ανέμελα, παρ’ όλους τους σοβαρούς και καθόλου ακίνδυνους προβληματισμούς τους: η Γιουλ-μπαχάρ τον παρακαλούσε κι αυτός προσπαθούσε να ανταποκριθεί, υπερβάλλοντας πάρα πολύ τις δυνατότητες του εαυτού του ή μάλλον υποτιμώντας την επικινδυνότητα του τολμήματός τους…
-Στο γράμμα σου μου ανέφερες ότι θα μου διηγηθείς μιαν παράξενη νύχτα που πέρασες με τον πατέρα σου όταν αυτός σου αποκάλυψε κάτι για την τύχη της μητέρας σου…
Το βλέμμα της με μιας σκοτείνιασε, καθώς η σκέψη της οδηγήθηκε στην ιστορία του τραγικού τέλους της μητέρας της, όμως αυτό δεν την εμπόδισε να διηγηθεί στο Ναζίμ τα πάντα. Από τα στοιχεία της φύσης που είχαν αφηνιάσει καθώς ο μπαμπάς της πρόφερε τις λιγοστές λέξεις περιγράφοντας τα γεγονότα που του ήσαν γνωστά, μέχρι τις μεταφυσικές εικόνες, γεννήματα του δικού της μυαλού και της ενορα-τικής της φαντασίας.
-Πόσο άσχημο είναι να θεωρείται κάποιος προδότης επειδή ακο-λούθησε το δρόμο της φύσης…
Πρόφερε ο Ναζίμ υπόκωφα, κουρασμένα, με φανερή τη θλίψη και την απογοήτευση ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του. Η Γιουλμπαχάρ έμενε σιωπηλή, χαμένη μέσα στους κόσμους της διήγησής της. Ο Ναζίμ άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Δύο λαοί γειτονικοί, ζυμωμένοι τόσους αιώνες στην ίδια σκάφη, στην κοινή τους ζωή, και δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους, να ξεχωρίσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε φυλής, και να συμβιώσουν αρμονικά, να μιλούν μια κοινή γλώσσα, να διαμορ-φώσουν τα ήθη και τα έθιμά τους συνδυάζοντας επιστημονικά τις λα-ογραφίες τους, και να δημιουργήσουν ένα ομόσπονδο κράτος, πανί-σχυρο, μια νέα μεγάλη δύναμη, που να δεσπόζει στην ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, κόντρα στα συμφέ-ροντα των μεγάλων δυνάμεων… 
Η Γιουλμπαχάρ παρακολουθούσε προσεκτικά αυτά που της έλεγε ο Ναζίμ και τα εύρισκε πολύ ενδιαφέροντα.
- Θα μπορούσε η γλώσσα μας σ’ αυτή της την αλλαγή που έγινε πρόσφατα από το αραβικό αλφάβητο, να πάρει σαν πρότυπο το ελ-ληνικό αντί για το λατινικό…
Του είπε διστακτικά, περιμένοντας ν’ ακούσει τη γνώμη του.  
-Έχω ακούσει ότι η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη, αλλά είναι πολύ εκφραστική. Την έχει διαμορφώσει η ελληνική φιλοσοφία. Είσαι τυ-χερή αν μπορείς να σκέφτεσαι σ’ αυτήν τη γλώσσα. Κολυμπάς στα βα-θειά νερά της πανανθρώπινης σκέψης…
-Δεν μπορώ να σκέφτομαι σ’ αυτή τη γλώσσα… Ακόμα… Αλλά αν ιδρυθεί τμήμα ελληνικών σπουδών στη σχολή μου, θα είμαι από τις πρώτες που θα ακολουθήσει αυτόν τον κλάδο…    
-Το ελληνικό πνεύμα θα μπορούσε να μας κυβερνάει αυτή τη στιγ-μή. Στην Πόλη υπάρχει μια ελληνική συνοικία που λέγεται Φανάρι. Εκεί παλιά, κατοικούσαν οι φαναριώτες σοφοί που είχαν φτάσει να κυβερνούν την Οθωμανική αυτοκρατορία, γιατί ο τότε σουλτάνος εί-χεν αναγνωρίσει την αξία τους και τους είχε τοποθετήσει σε θέσεις – κλειδιά, παρά το ότι ήσαν Έλληνες.
-Ναι. Το ξέρω κι εγώ αυτό. Την εποχή εκείνη πολλοί Έλληνες είχαν διορισθεί σε ανώτατα κρατικά αξιώματα.
- Όλ’ αυτά δεν ξέφυγαν από την προσοχή των Άγγλων, που φοβή-θηκαν τη νέα μεγάλη δύναμη που γεννιόταν.
-Και μας κήρυξαν τον πόλεμο…
-Δε θέλανε την Ελλάδα και την Τουρκία ενωμένες, αλλά αντίθετα, να τις χωρίζει άσβηστο μίσος, για να μπορούν εναλλάξ, να τις εκμεταλ-λεύονται και τις δυο.
-Διαίρει και βασίλευε…
Πήρε ένα ακόμα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και πριν να το ανάψει γύρισε και την κοίταξε. Το βλέμμα της καθώς τον κοιτούσε έλαμπε πα-ράξενα αλλά δε στάθηκε σ’ αυτό. Πρόσεξε τις κινήσεις τόσο του κορ-μιού της, όσο και των χεριών της, που τον παρακαλούσαν!... Του γεν-νούσαν μια συγκίνηση ερωτική όλα τα στοιχεία εκείνης της βραδιάς!... Άναψε το τσιγάρο, ρούφηξε τον καπνό και τότε του μίλησε…
-Μη βγάλεις τον καπνό από το στόμα σου! Δώσε μού τον εμένα! Στο δικό μου στόμα!...
Είχε σκύψει με όλο το πάνω μέρος του κορμιού της προς το μέρος του!... Ο Ναζίμ της χαμογέλασε αλλά δεν κινήθηκε να την πλησιάσει. Ζούσε ένα όνειρο καθώς έβλεπε να του προσφέρεται ένα δώρο, που τον συγκινούσε όσο τίποτα άλλο, εκείνη τη στιγμή!... Όμως κάτι τον εμπόδιζε ν’ απλώσει το χέρι του να το πάρει! Κάτι σα μια μυστήρια αίσθηση ότι ήταν αέρας! Ότι η Γιουλμπαχάρ βρισκόταν κάπου αλλού! Και αυτό που έβλεπε μπροστά του να τον μαγεύει, ήταν κάποιο ομοί-ωμά της, που ανεξερεύνητες μυστικές δυνάμεις το έφτιαξαν για να τον παραπλανήσουν!...Έμεινε ακίνητος να την κοιτά στα μάτια! Το βλέμμα της καθώς τον κοιτούσε, τον τύλιξε σαν ένα σύννεφο και τον μετέ-φερε κάπου αλλού! Σ’ έναν άγνωστο τόπο, όπου βασίλευε η αιωνιό-τητα σαν μια παγερή σκοτεινή ακινησία!...
Μια παρέα νεαρών ανδρών που ανάμεσά τους ήταν και μια γυναί-κα, μπήκαν κάνοντας  θόρυβο συζητώντας δυνατά και διαφωνώντας σε κάποιο θέμα, ήρθαν και κάθισαν ακριβώς δίπλα τους. Η Γιουλ-μπαχάρ γύρισε αργά και τους κοίταξε διακριτικά έναν - έναν… Όταν είδε ότι ήσαν όλοι άγνωστοι, γύρισε καθησυχασμένη προς τον Ναζίμ. Παρ’ όλ’ αυτά, έκδηλη ήταν η απογοήτευση και στων δύο τα πρόσω-πα, από την ξαφνική εισβολή της παρέας στον κόσμο τους, μια και εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό τραπεζάκι, που τους χάλασε τη σχε-τική απομόνωση ανατρέποντας τα χαριτωμένα σχέδιά και τη ζεστή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους…   
-Πάμε να φύγουμε; Κάνουν πολλή φασαρία!...
Του πρότεινε φανερά απογοητευμένη από την τροπή που πήραν τα πράγματα. Σηκώθηκαν, πλήρωσαν τους καφέδες και βγήκαν.
Από τα πρώτα τους βήματα, μόλις βρέθηκαν έξω από το καφενείο, οι δυο νέοι ένιωσαν την καθαρή ατμόσφαιρα της όμορφης βραδιάς, που τους άλλαξε αμέσως τη διάθεση. Η κοπέλα έβαλε με θάρρος το χέρι της μέσα στην τσέπη του σακακιού του που είχε δει να τοποθετεί τα τσιγάρα και παίρνοντας ένα μελιστάλαχτο ύφος του είπε:
-Αγενέστατε κύριε! Δεν καταλάβατε ότι η δεσποινίδα που συνο-δεύετε…
Και χοντραίνοντας τη φωνή της για να την κάνει όσο πιο πολύ μπορούσε να μοιάζει αντρική και μάγκικη:
-…έχει χαρμανιάσει για καπνό;  
Γέλασαν κι οι δυο με όλη τους την καρδιά. Ο Ναζίμ της άναψε το τσιγάρο, στάθηκαν όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλο σ’ ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου και κάπνιζαν. Πρώτη η κοπέλα για να τον πειράξει του φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο. Ο Ναζίμ καμώθηκε ότι τον ενόχλησε η κίνησή της.
-Ααα δεσποινίς μου, δεν έχετε καθόλου καλούς τρόπους! Δεν γνωρίζεται τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και τώρα θα σας τους διδάξω…
Και παίρνοντας το ύφος πανεπιστημιακού καθηγητή συμπλήρωσε:
-…αυτοπροσώπως!...
Ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο του και πηδώντας μπροστά της ά-δειασε τον καπνό στο προσωπάκι της! Η Γιουλμπαχάρ δεν πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί έγκαιρα και καθώς την έπιασαν τα γέλια πνίγηκε, από τον καπνό που τύλιξε το πρόσωπό της και άρχισε να βήχει…
-Βάναυσε!...
Του φώναξε πνιγμένη στο βήχα.
-Ο Ναζίμ σταμάτησε να γελά, την πλησίασε και ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη της
-Γιούλη μου!...
Αυτή με ορθάνοιχτα μάτια έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Και μόλις έ-νιωσε το ανήσυχο πρόσωπό του στο πλάι πολύ κοντά, γύρισε απότο-μα το κεφάλι της και πριν αυτός προλάβει ν’ απομακρυνθεί του έδω-σε ένα σκαστό ρουφηχτό φιλί στα χείλη του!... Στάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και κοιτάζονταν μεταξύ τους άγρια, έτοιμοι να άλλη-λοσπαραχτούν, σα να ζυγιάζονταν δύο προαιώνιοι εχθροί, πριν να χυθούν ο ένας εναντίον του άλλου σ’ ένα θανατερό πάλεμα!... 
Και όρμησαν. Ο Ναζίμ την άρπαξε απ’ τη μέση και την έσφιξε πάνω του δυνατά, ενώ αυτή άπλωσε τα χέρια γύρω απ’ το λαιμό του α-γκαλιάζοντας το κεφάλι του και σφίγγοντας τα χείλια του πάνω στα δικά της! Σε λίγο οι γλώσσες τους τρίβονταν η μια πάνω στην άλλη με τα χείλη του κοριτσιού ρουφηγμένα μέσα στο στόμα του αγοριού!... Πολύ γρήγορα η Γιουλμπαχάρ κατάλαβε ότι σε λίγο θα ήταν πολύ αργά να αναστρέψει το φυσικό που θα ακολουθούσε σ’ αυτή την ερημιά, καθώς ένιωσε τον πόθο του άντρα που την κρατούσε φυ-λακισμένη μέσα στην αγκαλιά του να γιγαντώνεται και αυτήν να χά-νει τη δυνατότητα να προβάλει την παραμικρή αντίσταση!...
Τράβηξε το πρόσωπό της προς τα πίσω, μάζεψε τα χέρια της από το λαιμό του, άπλωσε τις παλάμες της στα στήθια του, γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, χαμήλωσε το βλέμμα προς το έδαφος… Και καθώς αυτός εξακολουθούσε να την φιλά με πάθος στον τρυφερό της λαιμό ψιθύρισε:
Όχι Ναζίμ!... Δε θέλω!... Δεν πρέπει!...
Ο Ναζίμ έμεινε ακίνητος…
Με αργές κινήσεις, τράβηξε το ένα του χέρι και άφησε μόνο το άλ-λο, γύρω από τη μέση της. Γύρισε κι αυτός προς το πλάι και κάρφωσε το βλέμμα του στην πηχτή νύχτα!... Μια σκέψη τσίμπησε ακαριαία το μυαλό του: Πόσο δικό του ήταν αυτό το σκοτάδι που είχε μπροστά του! Και πόσο μακρινές και ξένες ήσαν η Γιουλμπαχάρ και η Εμινέ γι’ αυτόν!...

ΑΛΦΕΙΟΣ: Μαζί σου ερωτεύομαι και υποφέρω από την πολλήν ηδονή!
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Τότε να μη μιλάμε...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Γιατί να μη μιλάμε; Είναι τόσο μελωδικός ο ήχος της φωνής σου!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Δε θέλω να μου λες ότι σε κάνω να υποφέρεις.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Δε θες να υποφέρω;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Εμένα η ηδονή δε με κάνει να υποφέρω. Με κάνει να χαί-ρομαι τη ζωή!
ΑΛΦΕΙΟΣ: Κι εγώ τη χαίρομαι. Ιδίως όταν ολοκληρώνεται.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Και πότε θεωρείς ότι ολοκληρώνεται;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Με το σωματικό έρωτα! Εσύ πότε θεωρείς ότι ολοκληρώνε-ται;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Εγώ πιστεύω ότι η ζωή αποτελείται από πολλά μικρά κομ-ματάκια ολοκληρωμένα.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Αυτό είναι το μόνο σίγουρο! Απλά …εγώ μίλησα για τον έρωτα.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Δηλαδή πιστεύεις ότι αν κάνουνε μια φορά έρωτα, θα ολοκληρωθεί;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Όχι βέβαια… Μπορεί να υπάρξει και συνέχεια!
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Και πότε θα θεωρήσεις ότι ολοκληρώθηκε;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Δεν υπάρχει κανόνας.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ακριβώς αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ: ότι η ολοκλήρωση ουσιαστικά δεν υπάρχει!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Με το νόημα που λες ότι μετά την ολοκλήρωση θα έλθει η κατηφόρα; Δεν είναι απαραίτητο μετά την ολοκλήρωση να ακολου-θήσει η φθορά.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το ξέρω. Δεν εννοούσα αυτό.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η απόλυτη έννοια της ολοκλήρωσης δεν υπάρχει.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Μετά την ολοκλήρωση - αν ονομάζεις ολοκλήρωση την πρώτη φορά που θα κάνουμε έρωτα - τη δεύτερη φορά, πώς θα την πεις; Ολοκλήρωση εις το τετράγωνο; Διπλή ολοκλήρωση;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Επανάληψη της ολοκλήρωσης. Θα ζήσουμε μέσα στο κενό της λύτρωσης!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Κι αν εσύ θέλεις πολύ την επανάληψη της ολοκλήρωσης κι εγώ σου την αρνηθώ, δε θα νιώσεις ότι η ολοκλήρωση έμεινε ανο-λοκλήρωτη;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Τότε θα μείνει ανεκπλήρωτη η επανάληψη και όχι η ολοκλή-ρωση. Αλλά μπορεί να πονέσει περισσότερο…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ο πόνος δεν σημαίνει απουσία; Άρα η ολοκλήρωση δεν τε-λειώνει ποτέ. Κι επειδή ό,τι υπάρχει στον κόσμο των φαινομένων τε-λειώνει, η ολοκλήρωση απλά δεν υπάρχει...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η απόλυτη ολοκλήρωση δεν είναι ορατή. Κομματιάζεται σε ανεξάρτητες ολοκληρώσεις που η μια συμπληρώνει την άλλην επ’ άπει-ρον!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Η ολοκλήρωση συντελείται στο άπειρο! Σε κάποιο μυ-στικό βυθό. Κρυμμένη από του κόσμου τις ροές! Βυθισμένη σε μυστη-ριακές κατακόμβες!...
 
Μόλις ξύπνησε το πρωί η Γιουλμπαχάρ πήγε στην τράπεζα που της έστελνε ο μπαμπάς της εμβάσματα για τα έξοδα των σπουδών της και απέσυρε όλες τις πενιχρές καταθέσεις της, αγοράζοντας λίρες στερ-λίνες. Αγόρασε ένα μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι και τις έδεσε μ’ ένα λεπτό ζωνάκι κατάσαρκα γύρω από τη μέση της. Τώρα δεν έμενε παρά να προμηθευτεί συνάλλαγμα σε δραχμές για τα έξοδά της στην Ελ-λάδα, μέχρι να φτάσει στον Μιχάλη. Αυτό έπρεπε αν της ήταν δυνατό να το εξασφαλίσει όσο μπορούσε πιο άμεσα για να της φύγει κι αυτό το άγχος και να συγκεντρωθεί στα σημαντικότερα ζητήματα… Όμως γρήγορα εξάντλησε όλες τις πιθανές πηγές, χωρίς να βρει καμιά λύση στο πρόβλημά της… Όλες οι ελπίδες της τώρα εναποτέθηκαν στο φί-λο της τον Οσμάν, αν τον έβρισκε βέβαια στο σπίτι του στο Κουσά-ντασι. 
    Το μεσημεριανό τους καφέ θα τον έπιναν στο καφενείο που ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο του Ναζίμ. Αυτός μόλις είχε καθίσει γυρ-νώντας από το σταθμό του τραίνου, όταν αντίκρισε τη λεπτή της κορ-μοστασιά να προβάλει από το βάθος του δρόμου. Καθόταν στο ακρι-ανό τραπεζάκι απ’ αυτά που ήσαν παραταγμένα στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί και την κοιτούσε καθώς πλησίαζε προς το μέρος του καμαρώνοντας το διακριτικά λικνιστικό περπάτημά της, που ανάδει-χνε όλην την ομορφιά του κορμιού της και τονίζοντας ιδιαίτερα, τα στοιχεία του ερωτισμού πάνω της, ξεκλείδωνε νοερά κάθε αντρική  αγκαλιά για να το δεχτεί… Το πρόσωπό της όταν πλησίασε, έλαμπε μέσα στη μεσημεριανή λάμψη του, σαν χαμόγελο ανατολίτικης άνοι-ξης. Ο δρόμος ήταν έρημος εκτός από μια χοντρή γυναίκα που ήταν αφοσιωμένη να διαλέγει ντομάτες από ένα καφάσι του κοντινού μανάβικου και τον μανάβη, που τους είχε γυρισμένη την πλάτη.
-Γεια σου Ναζίμ!...
Του είπε και του έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
-Γεια σου Γιούλυ…
-Μέσα έχει κόσμο;
Τον ρώτησε δείχνοντάς του μ’ ένα της νεύμα προς το εσωτερικό του μαγαζιού.
-Όχι. Είναι σχεδόν άδειο. Θέλεις να πάμε μέσα να καθίσουμε;
-Ναι μάτια μου. Να μη μας βλέπει ό κάθε διερχόμενος…
Μπήκαν στην αίθουσα κι έπιασαν ένα τραπεζάκι ως συνήθως σε μιαν άκρη δίπλα στο παράθυρο. Καθώς καθόταν η Γιουλμπαχάρ στο κάθισμά της είδε από το άνοιγμα του παραθύρου τον Οζάλ να περνά βιαστικός απέναντι το δρόμο. Στην επόμενη γωνία ήσαν τα γραφεία του πατέρα του και κατευθυνόταν προς τα ’κει…
-Τα εισιτήριά μας είναι έτοιμα. Σε λίγες ώρες αναχωρούμε για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα!...
Της είπε γελώντας…
-Αχ βρε αγόρι μου! Λες να μας συμβεί κανένα απρόοπτο με τη βάρκα; Χθες τη νύχτα το σκεφτόμουν με αγωνία! Και καλά να συμβεί σε μένα. Εσένα δε θέλω να βάλω σε μπελάδες…
-Δε θα μας συμβεί απολύτως τίποτα… Όπως δε συμβαίνει και σε άλλους ψαράδες που παραβιάζουν τα σύνορα για να πάνε ανάλογα με τον καιρό, στους πιο κατάλληλους ψαρότοπους… Μην το σκέφτεσαι. Έχουμε μπροστά μας ένα ταξίδι πολλών ωρών… Σου αρέσουν τα ταξίδια; Ή σε ζαλίζει το κούνημα του τραίνου;
-Καθόλου! Μόνον ώρες - ώρες αυτός ο μονότονος ήχος του, τσαφ - τσουφ με κάνει και νυστάζω. Μου αρέσει όμως πολύ να βλέπω ερη-μικά τοπία να εναλλάσσονται το ένα μετά το άλλο! Έχεις εισιτήριο δίπλα στο παράθυρο;
-Ναι το ένα από τα δυο είναι δίπλα στο παράθυρο…
-Αχ καλέ μου θα καθίσεις εσύ εκεί; Ή θα μ’ αφήσεις να καθίσω εγώ σ’ αυτή τη θέση;
-Τι μου ζητάς να σ’ αφήσω; Το δικό σου, εισιτήριο είναι δίπλα στο παράθυρο! Όχι το δικό μου!...
Γέλασαν κι οι δυο μ’ εκείνον το νεανικό αυθορμητισμό που γελούν τα παιδιά μπροστά στο φευγιό του ταξιδιού, ανέμελα για το τι πήγαι-ναν να κάνουν, χωρίς η αγωνία να κατορθώσει να τους δηλητηριάσει την απλή χαρά της αλλαγής των παραστάσεων που προσφέρει ένα α-πλό ταξίδι αναψυχής.    
-Άρα… αγαπητέ μου κύριε, μόλις πιούμε τον καφέ μας, θα πάμε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας, μετά θα έρθω να σε πάρω από εδώ με τη βαλιτσούλα μου, για να πάμε κάπου να γευματίσουμε και ύστερα, κατ’ ευθείαν στο σταθμό για το ταξίδι μας!...
Του είπε ανυποψίαστα χαμογελαστή και αμέσως μετά σοβαρεύτη-κε!...
-Ναι μικρό μου…
Της απάντησε χαμογελώντας κι αυτός, με μια υποψία πίκρας όμως στο δικό του χαμόγελο… Η Γιουλμπαχάρ έσκυψε κοντά του και του είπε με μυστηριακή σοβαρότητα:
-Αχ καρδιά μου! Πόσο μ’ αρέσει που θα πάω ταξίδι μαζί σου!... Θα εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ!...
Έμειναν και οι δυο μετέωροι, σ’ ένα κενό παράδοξα γεμάτο από έκπληξη και γλύκα!... Δεν περνούσε καμιά σκέψη από το μυαλό τους και δεν επιθυμούσαν να κάνουν τίποτα! Ούτε την παραμικρή κίνηση των βλεφάρων! Αυτός με την πλάτη ακουμπισμένη πίσω στο κάθισμα και αυτή σκυφτή μπροστά με τους αγκώνες ανοιχτούς και τα στήθη της ν’ ακουμπούν πάνω στο τραπέζι. Ένα αγέρι τραγουδιστό τους βαλσάμωνε σαν ένα ζευγάρι αητών στην κορυφή της γης! Που ακι-νητούν μες την αιωνιότητα, αόρατοι στα μάτια όλων των άλλων όντων!...
Στο σταθμό συνάντησαν κοσμοσυρροή και κάθισαν όρθιοι σε μια γωνιά χωρίς να μιλούν, περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες του συρ-μού, ώστε να επιβιβαστούν και να αναζητήσουν τις θέσεις τους. Μέσα σε μια παρέα αγοριών ήταν κι ένας συμπατριώτης της.
-Γιούλυ φεύγεις για την πατρίδα; Καλό ταξίδι να ’χεις! Μεθαύριο έρχομαι κι εγώ θα τα πούμε εκεί… Θα το γλεντήσουμε κατάλληλα φέ-τος! Σύμφωνοι;
-Σ’ ευχαριστώ Ασλάν! Επίσης! Σύμφωνοι!...
Ευτυχώς ακολούθησε αμέσως τους άλλους. Η Γιουλμπαχάρ κοίταξε τον Ναζίμ που στεκόταν κοντά της και του χαμογέλασε γεμάτη τρυφερότητα. Αυτός της έκλεισε πονηρά το μάτι. Άνοιξαν οι πόρτες και χίμηξαν όλοι μαζί να μπουν με φωνές, κλάματα παιδικά, μητρικές στριγκλιές και πατρικές αγριοφωνάρες!... Επιτέλους κάθισαν στις θέσεις τους όλοι και η Γιουλμπαχάρ διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι από τους συνταξιδιώτες της δεν ήταν κανείς γνωστός της. Βολεύτηκε στο κάθισμά της πλάι στο παράθυρο και βάλθηκε να παρακολουθεί τον Ναζίμ που όρθιος τακτοποιούσε τις βαλίτσες τους. «Έχει πολύ ωραίο σώμα» σκέφτηκε «ακριβώς όπως τον φανταζόμουν γυμνό χθες τη νύχτα στο κρεβάτι μου!»
Κάθισε δίπλα της, γύρισε και της χαμογέλασε ικανοποιημένος, ενώ αυτή πήρε το χέρι του μέσα στα δικά της και το βύθισε ανάμεσα στα πόδια της! Γύρισε το πάνω μέρος του σώματός της προς το μέρος του ακουμπώντας το δεξί της ώμο στην πλάτη του καθίσματος και του χαμογέλασε με μισόκλειστα βλέφαρα. Ο Ναζίμ γύρισε μπροστά το κεφάλι. Απέναντί τους καθόταν μια γυναίκα μ’ ένα παιδί δίπλα της και συνομιλούσε κάθε τόσο με κάποιον κύριο που καθόταν με άλλα δυο παιδιά στα καθίσματα που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του διαδρόμου ακριβώς απέναντι. Αυτά κάθονταν το ένα απέναντι στο άλλο πλάι στο παράθυρο και την τετράδα συμπλήρωνε ένας νεαρός άντρας. Το τραίνο σφύριξε μακρόσυρτα και άρχισε να κινείται. Ο Ναζίμ γύρισε και της χαμογέλασε τρυφερά.
-Καλό μας ταξίδι κουκλίτσα μου!...
Η Γιουλμπαχάρ ακούμπησε τα χείλη της στον ώμο του κλείνοντας τα μάτια, ενώ το τραίνο σιγά - σιγά ανέπτυσσε ταχύτητα και διασχί-ζοντας την κατοικημένη περιοχή μέχρι να βγει από την πόλη σφύριζε συχνά, ιδίως στις διασταυρώσεις. Όμως, στη σκέψη της, αυτό το σφύ-ριγμα έπαιρνε τη μορφή της φωνής της και φάνταζε σαν αποχαιρε-τισμός! Σαν ένα παντοτινό αντίο!... Η Γιουλμπαχάρ! Η εκλεκτή της πολιτείας! Το στολίδι της! Αποχαιρετούσε αυτήν την τόσο αγαπημένη της πόλη για πάντα!... Πόσην ελευθερία ένιωθε όταν σεργιανούσε στους δρόμους της! Είτε μόνη της είτε με φίλες, στα πιο ερημικά σοκάκια, στις μακρινές γειτονιές της, τις τόσο φιλόξενες!... Και αυτά τα αγόρια της! Με την αγαθότητα, την εξυπνάδα και το χιούμορ τους, πόση εμπιστοσύνη ενέπνεαν στα κορίτσια!... Πόση χαρά, πόσο γέλιο και βαθιούς προβληματισμούς μοιραζόταν ανεπιφύλακτα ανενδοί-αστα και άφοβα μαζί τους!... Με κάθε σφύριγμα του τραίνου αποχαι-ρετούσε κι έναν φίλο, κάποιον γνωστό, μια παρέα, μια εικόνα… μια κατάσταση…Μια μικρούλα ζωή…
Κάποια στιγμή γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Τα φώτα των φαναριών στους δρόμους είχαν αραιώσει, καθώς είχαν βγει στην ύπαιθρο, ενώ το σκοτάδι ήταν πια πυκνό και δεν διέκρινε σχεδόν τίποτα… Χθες τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί! Η αίσθηση των φιλιών του Ναζίμ δεν ξεκολλούσε από το μυαλό της και φανταζόταν τα δυνατά του χέρια να τη σφίγγουν και τις παλάμες του να περιδια-βάζουν όλο της το κορμί! Από την πλάτη και το στήθος ως τους γο-φούς και τα μπούτια!... Όσο κι αν αγωνιζόταν να στρέψει τη σκέψη της προς τα τόσα προβλήματα σχετικά με το τολμηρό εγχείρημά της, του παράνομου περάσματός της στην Ελλάδα, αυτή ξαναγυρνούσε μα-γνητισμένη στην πράξη που έμεινε ανολοκλήρωτη εξ αιτίας της, πριν από λίγες ώρες στον έρημο δρόμο… Και κάθε φορά που ξαναγυρνούσε σ’ αυτή τη φαντασίωση, ένιωθε το κορμί της να βρίσκεται όλο και πιο κοντά στη νοερή ολοκλήρωση!...
Έφτανε σε απόγνωση στη σκέψη ότι δε θα μπορούσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα και στο αυριανό ταξίδι θα ήταν άσχημη στα μάτια του με τα σημάδια της αϋπνίας στο πρόσωπό της και άρχισε να το χαϊδεύει όπως θα το έκανε εκείνος! Τα χέρια της ήσαν τα χέρια του! Τα δάχτυλά της ήσαν τα χείλη του και ο φαλλός του! Τριβόταν παντού! Σε όλο της το σώμα στα φανερά και τα μυστικά της σημεία που εκείνος τα ήξερε, όσο τα ήξερε κι αυτή και ένιωσε τόσο έντονα την παρουσία του Ναζίμ πάνω στο κρεβάτι της, πάνω της, κάτω της, μπροστά της, πίσω της, μέσα της!... Παντού… σ’ όλο της το είναι… Ο Ναζίμ… Αυτό το αγόρι!...
Πόση γλύκα ένιωσε μετά τον οργασμό! Είχαν λιώσει… Είχαν δι- αλυθεί πια όλες οι αγωνίες και οι αντιστάσεις της στον Μορφέα! Σ’ αυτόν τον Θεό του εξαγνισμού που φέρνει τον ύπνο! Είχαν γίνει τόσο αγνά όλα μέσα της! Το σώμα της. Η καρδιά της, ο νους και η ψυχή της, που παραδόθηκε εξαντλημένη από τον έρωτα, σε βαθύν ύπνο χωρίς όνειρα…
Ο Ναζίμ ένιωσε το γυναικείο κορμί δίπλα του να βαραίνει καθώς ακουμπούσε στο πλευρό του και το κεφάλι της να στηρίζεται πάνω στον ώμο του. Την κοίταξε. Είχε αποκοιμηθεί… Πόσο όμορφο ήταν το πρόσωπό της έτσι, όπως επάνω του είχε απλωθεί η γαλήνη!... Γύρισε με αργές κινήσεις για να μην την ξυπνήσει, το σώμα του προς το μέρος της και την έβαλε να ξαπλώσει με την πλάτη της και το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. Ανάπνευσε την μυρωδιά του κορμιού της όπως αναδυόταν από το μπλουζάκι της που είχε ανοίξει καθώς είχε τραβηχτεί προς τα κάτω και ταράχτηκε! Ζαλίστηκε! Αυτό που αι-σθάνθηκε… αυτό το θαύμα, τού ήταν πρωτόγνωρο! Τι ήταν αυτή η γυναίκα;
Η νύχτα προχωρούσε αργά όπως το τραίνο στην ανηφόρα…  Και όλοι γύρω είχαν αποκοιμηθεί…  Ο Ναζίμ λαγοκοιμόταν πια, όταν η Γιουλμπαχάρ μάζεψε τα πόδια της τα ανέβασε πάνω στο κάθισμα και γυρνώντας μέσα στον ύπνο της από τη μέση και κάτω στο πλάι και από τη μέση και πάνω μπρούμυτα, έσπρωξε με τους ώμους της τους γοφούς του εκτοπίζοντάς τον προς στην άκρη και γυρνώντας τα οπίσθιά της προς την πλάτη του καθίσματος με τα γόνατά της προς την πλευρά της κυρίας, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και ακού-μπησε, χωρίς να έχει ξυπνήσει, το πρόσωπό της πάνω στο εφήβαιό του, χρησιμοποιώντας το σαν μαξιλάρι!... 
Αυτός ξύπνησε τελείως και κοίταξε γύρω του… Όλους τους είχε πάρει ο ύπνος. Τι θα γινόταν όμως αν έκανε πως ξυπνούσε η κυρία απέναντι κι έβλεπε τη Γιουλμπαχάρ σ’ αυτή τη στάση; Δεν τον ενδι-έφερε! Δε θα τους έπαιρναν το κεφάλι βέβαια, εφ’ όσον η κοπέλα κοι-μόταν! Κι αυτός δεν μπορούσε να την ξυπνήσει για ν’ αλλάξει στάση, επειδή θα θίγονταν εικονικά τα χρηστά της ήθη!... Άλλωστε του άρεσε πολύ η στάση που είχαν πάρει οι γοφοί της και πιο πολύ το γλυκό της το πρόσωπο!... Ένιωσε την ανάγκη ν’ απλώσει το χέρι του και να το βάλει ανάμεσα στο κάθισμα και τα καλλίγραμμα καπούλια της, καθώς με το άλλο του χέρι της χάιδευε απαλά τα μαλλιά!...
Η γαλήνη του ύπνου που είχε απλωθεί σε όλο το βαγόνι, τα χαμη-λωμένα φώτα και το κούνημα του τραίνου, που έκανε αυτό το θεϊκό πρόσωπο να τρίβεται στο πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός του, πο-λύ γρήγορα έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα… Ο Ναζίμ αισθάν-θηκε ότι βρισκόταν σε πολύ ηδονική, αλλά και δύσκολη θέση!... Η μια του παλάμη ζωγράφιζε διαρκώς το ιδανικό σχήμα του υπέροχου κώλου της και η άλλη, περιπλανιόταν στα μαλλιά στα αυτάκια, στο λαιμό και στα μάγουλα του πλάσματος που είχε αγιάσει την ύπαρξή του!...
Πλέον είχε απελευθερώσει τελείως τον εαυτό του! Έπαψε να υπολο-γίζει τους ανθρώπους γύρω του, καθώς η νεανική του δύναμη έσφυζε τόσο δυνατά, που ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της γλυκιάς του ερωμέ-νης! Είχε ξυπνήσει; Ακόμα κοιμόταν; Δεν τον ενδιέφερε τίποτα!... Ούτε σκεφτόταν ότι εκμεταλλεύεται τον ύπνο του νεαρού κοριτσιού για τη δική του και μόνο ικανοποίηση! Για να εκτονώσει τις δικές του και μό-νον ορμές!... Κατά κάποιον παράξενο και ανεξήγητο τρόπο ήταν σίγου-ρος ότι η Γιούλυ του, συμμετείχε έστω υποσυνείδητα! Μεταφυσικά! Σε όλην αυτήν την ηδονή που τόσο απλόχερα του προσέφερε!...
Με την άκρη του ματιού του έπιασε μιαν κινητικότητα στην κυρία απέναντί του! Πρόλαβε και τράβηξε τα χέρια του, όταν αυτή ξύπνησε και βλέποντας το ζευγάρι απέναντί της, γούρλωσε τα μάτια της!... Πό-σο ωραία φάνταξε στον Ναζίμ μ’ αυτό το βλέμμα που του έριξε!... Αυ-τός σήκωσε τα χέρια του ψηλά σα να τον σημαδεύανε με όπλο!...
-Τι να κάνουμε; Κοιμάται…
Ψέλισε… Την ώρα εκείνη η Γιουλμπαχάρ ξύπνησε, ανασήκωσε το κεφάλι και τον ρώτησε:
- Αχ αγάπη μου! Πού βρισκόμαστε;
Ο Ναζίμ έδειξε στην κυρία την κατάσταση της κοπέλας με τις παλά-μες του σαν απολογία και ξαναμπήκαν οι βολβοί των οφθαλμών της μέσα στις κόγχες τους. Η Γιουλμπαχάρ χωρίς να περιμένει απάντηση, άλλαξε πλευρό γυρνώντας τα οπίσθιά της στην κυρία και κολλώντας τα γόνατά της στην πλάτη του καθίσματος για να μην πέσει, ακού-μπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της, που το ακουμπούσε και προη-γουμένως, με γυρισμένο αυτή τη φορά το πρόσωπό της προς την κοι-λιά του…               
Η κυρία σηκώθηκε από το κάθισμά της και κατευθύνθηκε προς τον άντρα της που ροχάλιζε, παραπατώντας από τη ζαλάδα του ύπνου και τα κουνήματα του συρμού, στηρίζοντας το βαρύ κορμί της στις προε-ξοχές που υπήρχαν στο εσωτερικό του τραίνου. Τον ξύπνησε σκου-ντώντας τον, κάτι του είπε και τότε αυτός σηκώθηκε και ήρθε να κα-θίσει στη θέση της γυναίκας του, παραχωρώντας τη δική του σ’ αυτήν. Τυλίχτηκε στη ζακέτα του και πριν να τον ξαναπάρει ο ύπνος είπε κοι-τώντας τον Ναζίμ:
-Νιόπαντροι; Νιόπαντροι;
Ο Ναζίμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του… Τότε αυτός του χα-μογέλασε συγκαταβατικά,  έριξε μια παρατεταμένη ματιά στα οπίσθια της Γιουλμπαχάρ που ήσαν ακριβώς μπροστά του καθώς αυτή κοιμό-ταν αμέριμνη γυρισμένη στο άλλο πλευρό και έκλεισε τα μάτια του… Σε λίγο ξανάρχισε τη σονάτα του ύπνου για έγχορδα…
Χάραζε όταν ο νέος άντρας αποκοιμήθηκε. Και αποκοιμήθηκε κρα-τώντας την αγαπημένη του μέσα στη αγκαλιά του!… Ήσαν και οι δυο τους γυρισμένοι προς το παράθυρο… Η κοπέλα ακουμπούσε την πλά-τη της στο φαρδύ στήθος του και αυτός την είχε τυλίξει μέσα στα χέ-ρια του… Το πρωινό αγιάζι έφερνε στο κορίτσι ανατριχίλες και ξαφ-νικά ρίγη και το ανάγκαζε να στριφογυρίζει κάθε τόσο μέσα στον ύ-πνο του, για να μπει όλο και πιο βαθιά στην ζεστή αγκαλιά του αγα-πημένου της αγοριού! Να αναζητήσει όλη τη θαλπωρή που θα μπορού-σε να της προσφέρει!...
Όταν άνοιξε τα μάτια του, την είδε το να στέκεται όρθιο ακουμπώ-ντας τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου, κοιτώντας έξω, και έχοντας δίπλα της το αγοράκι να συνομιλούν και να γελούν μεταξύ τους… Το τραίνο ήταν σταματημένο σε κάποιον σταθμό. Έβλεπε τη σιλουέτα της αγαπημένης γυναίκας μισοξαπλωμένος στο κάθισμα και τη μαρκίζα του παλιού σταθμού. Ανασηκώθηκε και είδε την πλατφόρ-μα σχεδόν άδεια, με μερικούς μικροπωλητές να προσπαθούν να πεί-σουν τους επιβάτες ν’ αγοράσουν κάτι από τα ευτελή είδη που που-λούσαν, για να μπορέσουν να ζήσουν!... Ποιος ξέρει… Μόνον αυτοί; Ή υπήρχαν και άλλοι που εξαρτιόνταν από αυτούς; Σηκώθηκε βαρύς και την πλησίασε. Ήσαν στο Αφιόν.
-Καλημέρα…
-Αχ…
Γύρισε ξαφνιασμένη.
-Ξύπνησες ματάκια μου; 
- Ναι… Ξύπνησα καρδούλα μου…. Τι κοιτάς;
-Τίποτα το ιδιαίτερο… Περίμενα να ξυπνήσεις.
Η Γιουλμπαχάρ γύρισε το βλέμμα προσπαθώντας να βρει ένα κομ-μάτι ουρανού πάνω από τη στέγη του σταθμού, που θα έπρεπε να κα-τέβη κανονικά για να πάει στον μπαμπά της… Στο σπίτι της… Στο χωριό της… Ίσως όμως μέσα στη σκευοφόρο του τραίνου να ήταν το αποχαιρετιστήριο γράμμα που του έγραψε. Θα κατέβαινε αυτό αντί γι’ αυτήν στο σταθμό. Μάλιστα μόλις πριν από λίγο πέρασαν από μπροστά της δύο υπάλληλοι που κουβαλούσαν κάτι δέματα. Ίσως μέσα σ’ αυτά να ήταν και το δικό της γράμμα. Το νεκρό σώμα της. Το κουφάρι της. Τώρα θα το φόρτωναν στο λεωφορείο για να το πάνε στο σπίτι να το κηδέψουν! Όμως η ζωή με όλους τους χυμούς της έσφυζε μες το κορμί της! Θα την έπαιρνε λοιπόν μαζί της τη ζωή, μα-κριά! Δεν είχε δικαίωμα πλέον να κάνει τέτοιες σκέψεις. Το ταξίδι της θα συνεχιζόταν προς τα ’κει που είχε ορίσει η μοίρα… Δεν μπορούσε να εναντιωθεί πια…. Γύρισε και τον κοίταξε με λατρεία.
-Τα ματάκια σου είναι λίγο πρησμένα. Δε σ’ άφησα να κοιμηθείς γιατί απλωνόμουν. Γιατί δε με ξύπναγες να μαζευτώ;
-Γιατί μου άρεσε, να σε βλέπω απλωμένη!...
Της χαμογέλασε ανοίγοντας τα χέρια του προς τα πλάγια για να ξεμουδιάσει απ’ τον ύπνο… Ήταν ένα μουντό πρωινό. Ο ουρανός ξη-μέρωσε συννεφιασμένος και φορτωνόταν διαρκώς με καινούρια γκρι-ζόμαυρα σύννεφα που προμήνυαν βροχή. Το τραίνο είχε μεγάλες κα-θυστερήσεις, γιατί παρέμενε πολλήν ώρα ακινητοποιημένο, περιμέ-νοντας να φτάσουν συρμοί που κινούνταν προς την αντίθετη κα-τεύθυνση και τα σημεία των σιδηροδρομικών γραμμών όπου θα μπο-ρούσε να γίνει η διασταύρωσή τους, ήσαν λίγα. Αγόρασαν μερικά κε-μπάπ, φρούτα και σάμαλι για το μεσημεριανό γεύμα τους και πε-ρίμεναν να ξεκινήσει το τραίνο… Άλλοι από τους επιβάτες μπαινοβγαί-νοντας στο βαγόνι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση στο σταθ-μάρχη ή σε άλλους υπάλληλους του σταθμού όποτε εμφανίζονταν στην πλατφόρμα και άλλοι όπως το νεαρό μας ζευγάρι, κάθονταν αμή-χανοι προσπαθώντας να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα για το πότε ε-πιτέλους θα ξεκινήσει ο συρμός…
Όταν το τραίνο ξεκίνησε, η Γιουλμπαχάρ πνιγμένη μέσα στη πάχνη της ψυχής της και την διαπλοκή των συναισθημάτων της, δεν μπο-ρούσε να συνειδητοποιήσει πού πηγαίνει, ενώ ο Ναζίμ είχε μια πα-ράξενη σκοτεινή αίσθηση, ότι πορεύεται προς το χάος!... Μια μυστη-ριώδης αχλή κάλυπτε το τοπίο, τα χωράφια, τα βουνά και τα δάση και πιρούνιαζε τη συνείδησή τους με καταχνιά, μαργώνοντάς την και αφή-νοντας το μεγαλύτερο χώρο της ελεύθερο στις θολές υποσυνείδητες σκέψεις, να ξετρυπώσουν από τα σκοτεινά τους υπόγεια, να προβά-λουν ύπουλα στο φώς με θαμπωμένα μάτια και να οργώνουν το νου τους!...
Η κοπέλα απομακρυνόταν από τον τόπο της, το σπίτι της, την οι-κογένειά της, τον αγαπημένο της πατέρα και σκεφτόταν: Ήταν πραγ-ματικός της πατέρας; Αν ναι, τότε γιατί δεν κατόρθωσε να κρατήσει τη μητέρα της δίπλα της, παρά έτρεχε σαν απελπισμένος ταγός να τη βρει και να την επαναφέρει στη τάξη της; Και τώρα το ίδιο επα-ναλαμβάνεται με την κόρη του… Μήπως η φύση του ανθρώπου, το κύτταρό του, σκέφτεται διαφορετικά από το νου του; Δε θα υπήρχαν άραγε άλλες ελληνίδες που τούρκεψαν, αλλά παρέμειναν στις οι-κογένειές τους μέχρι το φυσικό τους θάνατο; Τι ήταν αυτό που ώθησε τη μάνα της να εγκαταλείψει όλες τις υποχρεώσεις της, τις χαρές της και να πορευτεί για να συναντήσει τη μοίρα της;
Το τραίνο μες από αδιάκοπες καθυστερήσεις έφτασε τελικά στον προορισμό του  προς το τέλος της μέρας. Τα δύο παιδιά σκοτωμένα από την κούραση και την αϋπνία κατέλυσαν η Γιουλμπαχάρ στο ίδιο, το γνωστό της ξενοδοχείο και ο Ναζίμ στο σπίτι του το πατρικό. Κα-μία σκέψη δε στάθηκε ικανή να καθυστερήσει τον ύπνο, ούτε του ε-νός, ούτε του άλλου! Αντίθετα μάλιστα, όλες αυτές οι μυστηριώδεις διαισθήσεις, μαζί με την κούραση του ταξιδιού, τους οδήγησαν και τους δύο σε λήθαργο!... Σε μιαν απόλυτη λησμονιά!...
Η Γιουλμπαχάρ είχε βάλει το ξυπνητήρι να την ξυπνήσει νωρίς για να προλάβει τον Όσμάν πριν φύγει από το σπίτι του για τις δουλείες του. Πράγματι τον πρόλαβε την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του.
-Γεια σου Οσμάν! Καλή σου μέρα…
-Γιουλμπαχάρ!... Δεν μπορώ να το πιστέψω! Εσύ μπροστά στην πόρ-τα του φτωχικού μου; Και μάλιστα τόσο πρωινή; Καλημέρα. Κα-λημέρα, και πολλές ακόμα καλημέρες… Μη μου πεις ότι δεν περνού-σες τυχαία… Ότι ήρθες για να με δεις εμένα δηλαδή…
-Τι κάνεις; Πώς πάνε οι δουλειές σου;
- Οι δικές μου πάνε καλά. Τρεχάματα πολλά, αλλά και ανάλογα κέρδη… Οι δικές σου;
-Αχ βρε Οσμάν μου καλέ! Με ειδοποίησε ο άντρας μου για μια παρτίδα εξαιρετικής ποιότητας εσωρούχων φίρμας επώνυμης γαλ-λικής στον Πειραιά και μου ήρθε τόσο ξαφνικό, που δεν έχω συνάλ-λαγμα ούτε για τα εισιτήριά μου. Στέρεψαν όλες οι πηγές μου! Αν δεν τα δω εγώ, το στυλ τους, τη φόρμα τους, που ξέρω τις προτιμήσεις των γυναικών εδώ στη χώρα μας, δεν μπορώ να τα κλείσω στα τυφλά και φοβάμαι ότι θα με προλάβουν άλλοι… Πρέπει να βιαστώ. Να φύγω το γρηγορότερο…
-Αν κατάλαβα καλά θέλεις δραχμές…
-Εγώ θα σου δώσω λίρες στερλίνες κι εσύ θα μου δώσεις δραχμές…
-Να ξέρεις: Η μόνη πηγή σου που δε στερεύει είναι ο Οσμάν… Όχι μόνο σε συνάλλαγμα όλων των νομισμάτων, βέβαια των πιο κοινόχρη-στων, αλλά και σε άλλες υποθέσεις… Αυτός ο άντρας σου είναι αόρα-τος! Μήπως αντί για πράκτορας γυναικείων εσωρούχων είναι μυστι-κός πράκτορας της Σ.Ι.Α.; Χαχαχα…
-Χιχιχι… Η δουλεία του μάτια μου είναι ανώτερος υπάλληλος της πρεσβείας μας στην Αθήνα…
-Μμ… Δε μου το ’χες πει… Πολύ σπουδαία θέση… Μα και βέβαια έχω δραχμές… Όχι πολλές βέβαια, αλλά θα σου φτάσουν για τα εισι-τήριά σου και θα σου περισσέψουν… Πέρασε μέσα να γνωρίσεις και τη μάνα μου…   
 
Περασμένα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά και τις θάλασσες, αφήνοντας για μοναδικό μάρτυρα το σκοτάδι. Νύ-χτα καλοκαιριού γλυκιά, με απανεμιά και θάλασσα γαλήνια, τρυφερή, καθώς η βαρκούλα κυλούσε αθόρυβα κοντά στην ακτή με τους δύο νέους καθισμένους στην κουπαστή, με τις αισθήσεις τους σε επιφυ-λακή, για να διαφύγουν από την προσοχή των αρχών και να επιτελέ-σουν το μεγάλο έγκλημα, που ήταν μια απλή και ανθρώπινη επιθυμία, όχι μόνο τελείως άβλαβη για τους άλλους ανθρώπους, αλλά συνάμα, σε πλήρη συμφωνία και αρμονία με τη φύση σαν σύνολο! Η μηχανή δούλευε στο ρελαντί και ο Ναζίμ κρατούσε το τιμόνι…  
Η Γιουλμπαχάρ σκεφτόταν πόσο αγαπούσε αυτό το παιδί, που δι-ακινδύνευε τη ζωή του για να τη βοηθήσει σε κάτι που ίσως ο ίδιος να μην καταλάβαινε το νόημά του, αλλά ήταν τόσον αγνός και κατά συνέπεια διακριτικός, που δεν της έκανε καμιάν επιπλέον ερώτηση, καθώς θεώρησε αρκετές τις λιγοστές εξηγήσεις που του είχε δώσει πριν από λίγες μέρες στην Άγκυρα, μια και το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε όπως ήταν ολοφάνερο, ήταν να πραγματοποιηθεί η δική της επιθυμία…
Άθελά της σκέφτηκε, πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή δίπλα του! Για πάντα!... Ένιωσε ένα κύμα τρυφερότητας να την πλημμυρίζει και ά-πλωσε το χέρι της πιάνοντάς του το δικό του, αυτό που κρατούσε το τιμόνι και το έσφιξε με αγάπη! Εκείνος, γύρισε και της χαμογέλασε. Και το αγνό του χαμόγελο χαράχτηκε μέσα στο κορμί της!... Το κορί-τσι ανατρίχιασε καθώς έκανε τη σκέψη ότι δεν ήθελε να την αφήσει σε μιαν ερημιά ολομόναχη και να φύγει! Φοβόταν ότι κάτι κακό θα της συμβεί άραγε; Γιατί έκανε τούτη τη σκέψη;
Η βάρκα τώρα μόλις είχε προσεγγίσει τον θεοσκότεινο όγκο της βραχονησίδας και άρχισε να την παρακάμπτει παράλληλα προς τη δυτική της ακτή. Όλα ήσαν ήσυχα και αόρατα στα μάτια των κοινών θνητών. Τώρα περνούσαν δίπλα από το βράχο… πέρασαν… την ά-φησαν πίσω τους και τα νυχτερινά φώτα του Πυθαγόρειου πλησία-σαν πιο κοντά τους φιλόξενα… Ο Ναζίμ αύξησε λίγο την ταχύτητα, τόσο, όσο ο θόρυβος της μηχανής να μην ακούγεται πολύ μακριά και σε λίγο πλησίασαν την αμμουδιά της Σάμου. Έσβησε τη μηχανή και η βαρκούλα με τη φόρα που είχε, έφτασε, σύρθηκε με την πλώρη της και ακινητοποιήθηκε πάνω στην αμμουδιά… Έπιασε από το χέρι την Γιουλμπαχάρ για να τη βοηθήσει να πηδήξει στην ακτή. Αυτή, δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του! Δεν κοιτούσε μπροστά της! Ένας λυγμός πλάνταζε το στήθος της! Παραπάτησε, γλίστρησε και  βρέθηκε μέσα στη θάλασσα όρθια με το νερό ως τα γόνατα, οπότε ο Ναζίμ πηδώντας δίπλα της τη σήκωσε στην αγκαλιά του πάνω από την επιφάνεια του νερού και την έβγαλε περπατώντας έξω…
Όταν την άφησε να πατήσει στη στεριά η γυναίκα δεν ξεκόλλησε από πάνω του! Πέταξε τα παπούτσια της που ήταν μουσκεμένα και έμεινε ξυπόλητη να τον φιλά με δάκρυα στα μάτια της!...
-Σ’ αγαπώ Ναζίμ! Σε θέλω πάντα δίπλα μου! …Σε θέλω!...
Η ερωτική αγωνία έκανε τη φωνή της να βγαίνει κοφτή, τρεμάμε-νη, λαχανιασμένη και την ανάσα της καυτή να χύνεται στο πρόσωπο του νέου θολώνοντας του το μυαλό!
-Κορίτσι μου! Γιούλη μου! Αγάπη μου! Θα σε περιμένω με λαχτάρα να ξαναγυρίσεις και θα μείνω για πάντα κοντά σου, όσο με θέλεις εσύ!...
-Όχι! Όχι! Όχι!...
Η Γιουλμπαχάρ, με το ένα της χέρι τον κρατούσε από το λαιμό και με το άλλο έβγαζε το σαλβάρι της που ήταν κι αυτό βρεγμένο.
-Σε θέλω αγόρι μου! Σε θέλω τώρα!...
Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο δάκρυα και τα χείλη της αναζητού-σαν τα δικά του επίμονα, με έντονο ερωτικό πάθος! Τα χέρια της α-φαιρούσαν από πάνω της σπασμωδικά, όλα της τα ρούχα, μέχρι που έμεινε τελείως γυμνή μέσα στην αγκαλιά του! Ο Ναζίμ ένιωσε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει… Αυτός καλωσόριζε τον έρωτα της αγαπημένης του γυναίκας, ενώ αυτή έβγαζε κάτι …σαν αιώνιο αποχαιρετισμό! Σα να ήθελε μ’ έναν ορισμένο τρόπο, με την ερωτική πράξη, να του πει ένα παντοτινό αντίο! Η σαρκική ένωσή τους που γι’ αυτόν θα ήταν η αρχή, για τη Γιούλυ του, φάνταζε στο μυαλό του σα νά ’ταν το τέλος!...
-Βγάλε τα ρούχα σου! Κόλλησε πάνω μου αγαπημένο μου κορμί! Κάνε με δική σου!...
Του τραβούσε χωρίς ντροπή τα ρούχα, το πουκάμισο, το παντελό-νι… ώσπου την έσφιξε στην αγκαλιά του νιώθοντας το καυτό άρωμα των μυστικών πηγών της να του παίρνει τη λαλιά και το νου!... Η γυ-μνή επαφή του μαζί της δεν άφηνε πια τίποτα από τη σκέψη του να λειτουργήσει και τη φιλούσε ασταμάτητα παντού, χαϊδεύοντας δυνα-τά όλο της το κορμί. Η Γιουλμπαχάρ ήταν γαντζωμένη πάνω του. Στήριζε τα μπράτσα της πάνω στους ώμους του και έσφιγγε το κε-φάλι του στο λαιμό και τα βυζιά της, ενώ είχε ανοίξει τελείως τα πό-δια της και είχε τυλίξει μ’ αυτά τους γοφούς του, σφίγγοντάς τον πά-νω της με πάθος! Αυτός τη φιλούσε αχόρταγα συνεπαρμένος από τις κινήσεις και τη φλόγα του κορμιού της που σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά του έρμαιο των τολμηρών χαδιών του κι αυτή του ψιθύριζε λόγια έρωτα ακατανόμαστα καθώς τριβόταν πάνω του με ανενδοία-στη ερωτική μανία, όταν σε μια στιγμή που άνοιξε τυχαία τα μάτια της, είδε μια στενή λουρίδα φωτός να κινείται στον ουρανό, ακριβώς από πάνω τους.
-Τι ’ν’ αυτό αγάπη μου;
Ο Ναζίμ σήκωσε λίγο το κεφάλι και ακολούθησε το βλέμμα της. Ταυτόχρονα άρχισε να ακούγεται ο μακρινός ήχος μιας βενζινάκατου που δε φαινόταν γιατί κινιόταν πίσω ακριβώς από το χαμηλό μικρό ακρωτήρι. 
-Το ελληνικό λιμενικό!...
Της απάντησε με έκδηλη την ξαφνική αλλαγή της συναισθηματικής του κατάστασης στη φωνή και την όψη του, από τον ερωτικό πόθο στην υπαρξιακή αγωνία.
Γλίστρησε από πάνω του παραλυμένη από το φόβο και στάθηκε μπροστά του.
-Τι θα κάνουμε τώρα;
Τον ρώτησε με φανερή απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της καθώς η ερωτική γλύκα των χειλιών της μεταλλασσόταν απότομα παίρνοντας το σχήμα μάσκας αρχαίας τραγωδίας!... 
-Θα δουν τη βάρκα και θα μας πιάσουν και τους δυο! Φεύγω! Κρύψου πίσω από το θάμνο και καθώς θα με κυνηγούν, εσύ ν’ απομα-κρυνθείς όσο μπορείς από την ακτή, γιατί θα βγουν έξω και θα σε συλ-λάβουν για κατασκοπία!
Είπε, έτρεξε στη βάρκα, την έσπρωξε στη θάλασσα και πήδησε μέσα.
-Πρόσεξε αγάπη μου!...
Του φώναξε σπαρακτικά. Άρπαξε το φουστάνι της αφήνοντας τα εσώρουχά της πάνω στην άμμο, έτρεξε θεόγυμνη στον κοντινότερο θάμνο και λούφαξε πίσω του, σφίγγοντας στο στήθος της το ρούχο και παρακολουθώντας με αγωνία τον Ναζίμ.
Αυτός είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή. Ακούστηκε ένα φοβερό μουγκρητό καθώς είχε πατήσει τέρμα το γκάζι  και άρχισε ν’ απομα-κρύνεται από την ακτή με μεγάλη ταχύτητα. Οι προβολείς έπεσαν α-μέσως πάνω του και το σκάφος του λιμενικού όρμησε προς το μέρος του… Ακούστηκε μια φωνή από τη ντουντούκα:
-Αλτ… Πυροβολώ…
Η Γιουλμαχάρ τινάχτηκε όρθια, πέταξε το φουστάνι της μακριά και τρέχοντας προς την άκρη της θάλασσας, στρίγγλισε με όλην τη δύναμη της ψυχής της:
-Στάσου!... Αγάπη μου!... Στάσου!...
Τα λόγια της βέβαια δεν μπορούσαν να φτάσουν στ’ αυτιά του με τον τόσο θόρυβο που έκανε η μηχανή. Η βάρκα του, όχι μόνο δεν έ-κοψε καθόλου ταχύτητα, αλλά  εξακολουθούσε να τρέχει δαιμονισμέ-να, με κατεύθυνση προς την απέναντι ακτή!...  Η άμοιρη κοπέλα ά-κουσε κάτι βροντές και είδε το σώμα του αγοριού φωτισμένο από τους προβολείς, να γέρνει και να σωριάζεται στο εσωτερικό της βάρ-κας, ο θόρυβος της μηχανής ελαττώθηκε ξαφνικά και η βάρκα ακι-νητοποιήθηκε…
Ένας λυγμός υπόκωφος, μουντός έσκισε τα στήθη του νεαρού κο-ριτσιού. Τα πόδια της λύγισαν και γονάτισε στην άμμο. Τα χέρια μα-ζεύτηκαν και οι παλάμες της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό της. Κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία και την αναπνοή της κομμένη. Τη βάρκα κοιτούσε… που κινιόταν κυκλικά γύρω από ένα απροσδιόριστο κέντρο…
Το σκάφος πλησίασε επιφυλακτικά με τους προβολείς του πάνω στο βαρκάκι. Κάτι φωνές ακούστηκαν σε λίγο: «Πρόσεχε γιατί μπορεί να κάνει τον πεθαμένο και να σου την ανάψει». Ένας άντρας πήδησε μέσα στη βάρκα του Ναζίμ και κάτι έψαχνε… «Τι έγινε;» ρώτησε μια φωνή από το σκάφος. «Νεκρός!... Τον έκανες κόσκινο.» Ήταν η απά-ντηση…  «Είναι τελείως γυμνός!... Και δε βρίσκω πουθενά τα ρούχα του...».
Το ξαπλωμένο κορμί, πεσμένο στο βάθος της βάρκας, δε φαινόταν. Μόνο το κρεμασμένο έξω από την κουπαστή χέρι του, της έστελνε ακίνητο, μαρμαρωμένο, τον τελευταίο χαιρετισμό του…
Η Γιουλμπαχάρ έπεσε μπρούμυτα πάνω στο χώμα και έπαψε να αισθάνεται… 
    
ΑΛΦΕΙΟΣ: Είμαι το σκοτάδι και είσαι το φως, στην απόλυτη πα-ράνοια του κενού!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ένα παιχνίδι! Μια αστραπή, πέρα από τα σύνορα της σκέψης!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Βαθειά πολύ!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: …Εκεί που μια σατανική μηχανή μπαίνει θριαμβεύτρια στο νησί των μακάρων!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Μήπως δεν ένιωσα ότι είμαι ένας ποταμός που ερω-τεύτηκε την πηγή του;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Θα σμίξουμε βαθιά, κάτω από τη θάλασσα! Στο βυθό που μας προσμένει η ολοκλήρωση!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: …Εκεί που η Ιστορία τελειώνει και αρχίζει η Μυθολο-γία!... 
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το ταξίδι που δεν έγινε, θα υπάρχει μέσα σ’ όλα τα ταξί-δια …
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η θλίψη της ύπαρξης θα γίνει η δόξα της…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το πονηρό χαμόγελο του Διόνυσου!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Ο αιώνιος χαιρετισμός των Θεών!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ένα μετέωρο πονηρό χαμόγελο…
ΑΛΦΕΙΟΣ: …Στην αρχή, στο τέλος και στην Αιωνιότητα της Σκά-λας… 
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Στα περιβόλια που θ’ ανθίζεις θα είμαι η γύρη σου…
ΑΛΦΕΙΟΣ: Στα χωράφια που θα καρποφορείς θα είμαι το νερό σου…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Συνουσιάζομαι για να βαθαίνουν οι ρίζες σου!...

ΑΛΦΕΙΟΣ: Χάνομαι… πάνω στον πιο απρόοπτο σπασμό σου!... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου