Ο καπετάν Μέγας Α΄ Μικρασία. (β΄ μέρος Κεφάλαια από 4 έως 7)

4. Αποκάλυψη.
 
 
 
Η Γιουλμπαχάρ παραζαλισμένη από το τόσο κρασί που είχε πιει α-ποβραδίς, έφτασε καθυστερημένη στο σιδηροδρομικό σταθμό και δεν πρόλαβε το πρωινό δρομολόγιο του τραίνου για το χωριό της. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένη να περιμένει το βραδινό και να προσπαθεί να σκοτώσει την ώρα της στην αποβάθρα του σταθμού. Παρά την πλήξη που ένιωθε στην σκέψη ότι θα έπρεπε να έχει στραμμένη την προσοχή της γύρω, για το ενδεχόμενο κάποιας απρόβλεπτης και ανεπιθύμητης κατάστασης που θα ήταν πιθανό να της παρουσιαστεί με όλους αυ-τούς τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στο σταθμό και δε θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στις δικές της τις σκέψεις, αισθανόταν να ξεπηδά από μέσα της κάτι σαν αισιοδοξία! Σα να είχε ακούσει καλά μαντάτα, χωρίς να της ήταν δυνατόν να προσδιορίσει ακριβώς ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά!...
Βέβαια, από το ολιγοήμερο ταξίδι της είχε μερικά θετικά στοιχεία. Με κυριότερο το «μπορώ» του Ναζίμ! Αυτήν τη μονολεκτική απάντη-ση, στην τόσο σοβαρή και επικίνδυνη χάρη που του ζήτησε!... Όμως είχε εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον άντρα! Κάθε άλλο παρά επιπόλαιο τον θεωρούσε. Και πίστευε ακόμα ότι εξασκούσε γοητεία πάνω του! Ότι θα διακινδύνευε για να της κάνει τη χάρη!... Ένιωσε μια περίεργη συγκίνηση σ’ αυτή τη σκέψη… Το αγάπησε αυτό το παλικάρι! Σαν αδελφό της! Όχι όμως με την ίδια μορφή αγάπης που αγαπούσε τον αδελφούλη της τον Μεμέτη. Όχι! Δεν είχε τόσην εμπιστοσύνη στον Μεμέτη όσην είχε στον Ναζίμ!... Κάπως έτσι μάλλον ήταν τα πράγμα-τα!... Αλλά πώς ακριβώς!...
Όμως αυτός ο τύπος ο αγριομούτσουνος που μόλις τον έπιασε να την κοιτά ακουμπισμένος στην κολώνα, τι δουλειά έχει με τις δικές της τις σκέψεις; Σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν, πήρε το βαλι-τσάκι της και με αργό βηματισμό κατευθύνθηκε προς το εκδοτήριο των εισιτηρίων. «Αχ πόσο αργά περνά η ώρα!» Σκέφτηκε με ανυπομο-νησία. Κάθε τόσο κοιτούσε το μικρό ρολογάκι της και της φαινόταν, πότε ότι είχε σταματήσει να λειτουργεί και πότε ότι έπαιζε μαζί της! Αδιαφορούσε για τους φόβους και την πλήξη της! Με τι προσμονή περίμενε το τραίνο, ν’ ανέβη στην κουκέτα της να μείνει τελείως μόνη και να παραδοθεί χωρίς όρους στα όνειρά της! Στο ρυθμικό κούνημα της πορείας της προς το άγνωστο, που ήταν, ότι μέχρι τώρα της ήταν γνωστό! Στο χωριουδάκι της, στον μπαμπάκα της και στον αδελφούλη της!... 
Όμως ο κακομούτσουνος άνθρωπός του σταθμού, την είχε διακό-ψει από τη σκέψη, που την καλούσε να αναζητήσει τον λόγο της αι-σιόδοξης διάθεσης που ένιωθε και ακόμα νιώθει!... Δεν ήταν μόνο το «μπορώ» του Ναζίμ. Το μεγάλο της πρόβλημα είναι, το πού βρίσκεται τώρα ο Μιχάλης! Τι έχει γίνει ο άντρας της! Ο κίνδυνος που είχε διατρέ-ξει για να προλάβει να συναντήσει τη μονάδα του και να γυρίσει σώος στο σπίτι του, της ήταν γνωστός. Βέβαια δεν ήξερε για τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί από τους τσέτες και τους άλλους φανατικούς, γιατί δεν κοινοποιούνταν στο ευρύ κοινό!
Αντίθετα. Οι εφημερίδες και γενικά, η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, κατεύθυναν την κοινή γνώμη όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, να πιστεύει ότι όλ’ αυτά τα «καημένα» τα στρατιωτάκια που συλλαμβάνονταν, τα θεωρούσαν αιχμάλωτους πολέμου και εφάρμοζαν ότι προέβλεπαν οι διεθνείς συμβάσεις γι’ αυ-τές τις περιπτώσεις. Αυτό την ανακούφιζε κάπως… Απ’ την άλλη με-ριά όμως, μερικές φήμες που έπεφταν στην αντίληψή της, για παραβί-αση των αρχών του διεθνούς δικαίου και εκδικητική εγκληματική συμπεριφορά των συγγενών των θυμάτων της ελληνικής βίας, πάνω στους Έλληνες που συλλαμβάνονταν, την έκαναν να νιώθει φρίκη και σπαραγμό στη σκέψη ότι θα ήταν δυνατόν, αυτά που άκουγε να είχαν συμβεί στον αγαπημένο της!...
Σήμερα όμως, είχε από το πρωί, μόλις άνοιξε τα μάτια της, μια αισιόδοξη διαίσθηση, ότι όλα πήγαν καλά και ο Μιχάλης της βρίσκεται στο σπιτάκι του στην Αμφιάλη! Μέσα στην αγκαλιά, τής αγαπημένης του μανούλας!... Αν μπορούσε να του στείλει ένα γράμμα! Θα δοκίμαζε μόλις θα πατούσε το πόδι της στο δωμάτιό της στην Άγκυρα. Κι αν ήταν τυχερό το γράμμα της, θα περνούσε τα σύνορα και θα έφτανε στα χέρια του! Ειδεμή θα έπεφτε μέσα στη θάλασσα και θα γινόταν τροφή για κάποιο πεινασμένο ψαράκι… 
Καθόταν όρθια δίπλα στα εκδοτήρια των εισιτηρίων και παρακο-λουθούσε αφηρημένα την κίνηση… Εκεί αισθανόταν πιο ασφαλής α-πό τις πονηρές ματιές και τις σιχαμερές βέβηλες σκέψεις των σεξου-αλικά πεινασμένων ανθρώπων! Τους λυπόταν βέβαια, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να τους σιχαίνεται ταυτόχρονα.
Επιτέλους το τραίνο μπήκε στο σταθμό, άδειασε από τους επιβάτες που είχαν φτάσει στον προορισμό τους και άρχισε να γεμίζει μ’ αυτούς που έφευγαν γι’ άλλους προορισμούς… Η κουκέτα της ήταν μικρή και χαριτωμένη! Ακούμπησε τη βαλίτσα της, κάθισε στην άκρη του κρεβα-τιού και βάλθηκε να παιδεύει μέσα στο μυαλό της μια σκέψη, που την απασχόλησε για πρώτη φορά σήμερα, αν και ήταν πάρα πολύ σπου-δαία και σημαντική!...
Αν ό αδελφός της ερωτευόταν μιάν Ελληνίδα κι αυτή ερχόταν από την Ελλάδα στην Τουρκία και αφού άλλαζε τη θρησκεία της και γινό-ταν μουσουλμάνα, την παντρευόταν ο αδελφός της, αυτόματα θα έπαιρνε την τούρκικη υπηκοότητα και όλα θα ήσαν μέλι γάλα!... Τώρα όμως που αυτή, ερωτεύτηκε έναν Έλληνα, αν αυτός έρθει στην Τουρ-κία, αλλάξει τη θρησκεία του και την παντρευτεί, θα δικαιούται να αποκτήσει ταυτόχρονα με το γάμο τους ο Μιχάλης την τούρκικη υπη-κοότητα; Όχι βέβαια!... Αυτή δεν έχει τα ίδια δικαιώματα με τον αδελ-φό της!... Δε θα εξασφάλιζε στον άντρα της την υπηκοότητα αυτόμα-τα όπως θα την εξασφάλιζε ο αδελφός της για τη γυναίκα του! Η γυ-ναίκα δεν είναι ίση με τον άντρα στη χώρα της!... Είναι υποδεέστερο ον η γυναίκα στην Τουρκία!... Άρα, δεν είχε κανένα νόημα να έρθει ο Μι-χάλης να την βρει! Όλο το βάρος πέφτει πάνω της! Πρέπει να πάει εκεί-νη να τον βρει στην Ελλάδα!...      
Έπρεπε οπωσδήποτε να του στείλει ένα γράμμα, που εξάπαντος να φτάσει στα χέρια του, ώστε να την περιμένει στον Πειραιά ή έστω στη Σάμο, για να μην μπερδευτούν τα πράγματα…  Πώς θα το κατάφερνε όμως αυτό; Υπήρχαν τόσα προβλήματα στο μυαλό της γιατί ήσαν τόσο πολύπλοκα και μπερδεμένα τα πράγματα! Δεν ήξερε τι να σκεφτεί πια!... Το βλέμμα της γύρισε τυχαία προς το παραθύρι της κουκέτας που ήταν πια σκοτεινό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι που καθόταν καθι-στή και πλησίασε στο παράθυρο κοιτώντας προς τα έξω. Είχε νυχτώ-σει και δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά κάτω απ’ το αμυδρό φως του φεγγαριού που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, και των άστρων, που τα τύλιγε μια παράξενη ομίχλη, τα τοπία που από μέσα τους περ-νούσε το τραίνο, όμως σκέφτηκε ότι από τα ίδια μέρη που ταξίδευε αυτή τη στιγμή, ίσως να είχε περάσει και ο Μιχάλης της, με τα πόδια και χωρίς κρεβάτι για να ξαποστάσει, κυνηγημένος, διψασμένος και νηστικός!...
Έτσι όπως ήταν ντυμένη πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι και τότε η σκέψη της πέρασε στη μαγεία του παραμυθιού! Θα μπορούσε να  ήταν κι αυτή μαζί του στις μεγάλες περιπλανήσεις του και να τους κυνηγού-σαν και τους δυο σ’ αυτές τις άγριες ερημιές! Με τους λύκους και τα τσακάλια να ουρλιάζουν ασταμάτητα και σε κάθε τους ουρλιαχτό να σταματά η καρδιά της από φόβο! Να κρύβεται τότε μέσα στο κάστρο της αγκαλιάς του αγαπημένου της άντρα!... Πόσο πιο ζεστός και γλυ-κός θα ήταν εκείνος ο κίνδυνος και πόσο αδιάφορη και παγερή της φαινόταν τώρα μ’ αυτήν τη σκέψη που έκανε ετούτη η καμπίνα, που μόλις την είχε δει της είχε φανεί τόσο χαριτωμένη!... Με τις σκέψεις αυτές, την πήρε ένας βαθύς, γλυκός, λυτρωτικός ύπνος, χωρίς όνειρα, που κράτησε μέχρι το πρωί…
Θα κοιμόταν κι άλλο αν δεν την τρόμαζαν τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και η φωνή, που την ειδοποιούσε ότι σε λίγα λεπτά θα έ-φταναν στο σταθμό της. Πετάχτηκε όρθια, τακτοποίησε πρόχειρα τα μαλλιά της έφτιασε το τσαλακωμένο της φουστάνι, σήκωσε τη μικρή της βαλίτσα και βγήκε έξω στο διάδρομο, κατευθυνόμενη προς την έξοδο. Μπροστά στην πόρτα της εξόδου περίμεναν και άλλοι επιβάτες που θα κατέβαιναν στον ίδιο σταθμό μ’ αυτήν, που για κακή της τύχη ανάμεσα τους βρισκόταν και ένας εξάδελφός της. Λίγα δευτερόλεπτα πριν να την δει αυτός, αν είχε προλάβει να τον δει πρώτη, θα κατόρθω-νε μάλλον να του κρυφτεί πίσω από τόσον κόσμο. Η επιστροφή στα οικεία είχεν αρχίσει…    
Πολύ οικείος άλλωστε ήταν και ο τόνος που της μίλησε αντί για μια νυσταγμένη καλημέρα.
-Πού γυρνάς εσύ μουσίτσα μου; 
-Καλημέρα Χασάν!...
Του απάντησε γελώντας νυσταγμένα με το πειραχτικό προσωνύμιο που της κόλλησε και συμπλήρωσε:
-Άστα ταλαιπωρίες πολλές!... Αλλά τι να κάνουμε; Το υπεστήκαμε κι αυτό!...
-Πάλι καλά που μας θυμήθηκες ότι υπάρχουμε και σε περιμένουμε να μάθουμε νέα από την πρωτεύουσα! Αλλά απ’ ότι βλέπω εσύ από αλ-λού μας έρχεσαι!...
-Ναι βρε παιδί μου. Αυτό δε σου λέω; Ήμουν σε ειδική αποστολή: Μελέτη του αρχαιολογικού χώρου του Αγιασολούκ…
-Τι; …Και πού ’ν’ αυτό;
-Μακριά! Στο Κουσάντασι!...
-Αα! Για τη σχολή σου δηλαδή ταξίδεψες!...
-Ε! Για τι άλλο να ταξίδευα;
-Είπα κι εγώ…
- Τι είπες; …Για πες μου να μάθω κι εγώ!...
Του είπε με προσποιητή έντονη αυστηρότητα, υψώνοντας την πα-λάμη της σε σχήμα χαστουκιού!... Γέλασαν κι οι δυο με τα χωρατά τους και κατέβηκαν κεφάτοι και ζωηροί από το τραίνο. Καθώς κατευ-θύνονταν προς το σταθμό του λεωφορείου, περνώντας μπροστά από το καφενείο του σταθμού της είπε:
-Το λεωφορείο φεύγει σε λίγα λεπτά και το επόμενο σε δύο ώρες. Θέλεις να καθίσουμε να πιούμε ένα καφέ και να πάμε με το επόμενο;
-Όχι Χασάν μου!... Πάμε να τον πιούμε στο σπίτι μου παρέα με τον μπαμπάκα μου!... Αφού καταλαβαίνεις πόσο τον έχω επιθυμήσει!... Έχω να τον δω τόσον καιρό…
Του είπε παρακλητικά.
-Και πώς θα τα πούμε βρε κορίτσι μου μπροστά στον μπάρμπα μου τα μυστικά μας; Θα μας κυνηγήσει!...
-Είσαι πονηρός κι ακάθαρτος!... Για τις νυφούλες σου θες να μου μιλήσεις; Και ποιος σου είπε ότι ο μπαμπάς μου θα σε παραξηγήσει;  
Του είπε μουτρωμένη.
-Εγώ δεν μπορώ να τα λέω αυτά μπροστά του… Μου κρατάει μού-τρα. Άλλο εσύ! Εσένα σου έχει αδυναμία...
-Καλά! Καλά! Θα μου τα πεις μες το λεωφορείο…
Του κάνει για να τον ξεφορτωθεί. «Ευτυχώς που μου κουβαλάει τουλάχιστον τη βαλίτσα» σκέφτηκε. Και ανέβηκε τα σκαλιά του αυ-τοκινήτου… Σ’ όλη τη διαδρομή την κούρασε αρκετά το αυθόρμητο χωριατόπαιδο με την αγνή καρδιά και το αγαθό κουτοπόνηρο μυαλό του, όμως σε ορισμένες στιγμές την έκανε να γελά ο αφελής τρόπος που έπαιρνε τα πράγματα. Σε γενικές γραμμές όμως ήταν φανερή η διαφορά του τρόπου που έβλεπε τη γυναίκα και την αποστολή της από τον Μιχάλη, τον Οζάλ και τον Ναζίμ!... Θα έβρισκε μιαν ανάλογη χωριατοπούλα και θα έκαναν πολλά παιδιά…
Καθώς πλησίαζαν στο χωριό, ένιωσε την καρδιά της να αλλάζει ρυθ-μό!... Περίεργο όμως! Η αιτία δεν ήταν ο μπαμπάς της που είχε καιρό να τον δει!... Όσο κι αν αισθανόταν να τον έχει επιθυμήσει!... Ήταν κά-τι άλλο! Που δυσκολεύτηκε λίγο να το εντοπίσει!... Είχε να κάνει με το σπίτι της, τη μοναξιά της, το χώμα του αγροκτήματος, το πηγάδι, το δωμάτιό της… τον Μιχάλη!...
Έφτασαν… Την πήγε μέχρι το σπίτι της και έφυγε για να συνεχίσει τη φλυαρία του, στο καφενεδάκι του χωριού. Η Γιουλμπαχάρ διέσχισε το μονοπάτι της μπροστινής αυλής χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε καμίαν απάντηση. Έβγαλε μες απ’ τη βαλίτσα της τα κλειδιά, ξεκλεί-δωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το σπίτι ήταν άδειο. Ο μπαμπάς της έλειπε. Μάλλον θα ήταν για δουλειές κάπου στο αγρόκτημα. Ακούμπη-σε τη βαλίτσα δίπλα στο κρεβάτι της… Το σπίτι ήταν θεόκλειστο… μι-σοσκότεινο… Ένιωσε κάτι να παραλύει μέσα της!... Όρθια μπροστά στο κρεβάτι της το κοιτούσε με βλέμμα απλανές… Ήταν τελείως ά-δειο… Άχρωμο… Παγωμένο… Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, βγήκε στην αυλή και στάθηκε μπροστά στο πηγάδι… Ήταν τελείως έρημο… Χωρίς το γέλιο και την ευτυχία των δύο εραστών που ξέπλεναν τα γυμνά τους κορμιά από το χώμα!... Προχώρησε πιο πέρα και έφτασε στο σημείο που γεννήθηκε η ζωή… Ο Έρωτας!... το χώμα ήταν φρε-σκοσκαμμένο αλλά τελείως ξερό… 
 Γύρισε στο σπίτι, κάθισε σε μια καρέκλα τής κουζίνας και άναψε τσιγάρο… Ήταν τελείως μόνη!... Σε λίγο θα έρθει ο μπαμπάς και ο αδελφός της… Όμως αυτή θα παραμείνει απομονωμένη! Αποκομμέ-νη!... Μετά από δυο τρεις μέρες θα πήγαινε στο δωμάτιό της στην Ά-γκυρα… Στο σχολείο της, τους συμμαθητές της και στον Οζάλ… Θα ζούσε στην απόλυτη μοναξιά!... Κι αυτό ως πότε; Μάλλον για πάντα! …Δεν μπορούσε άλλο πια να κρατηθεί!... Άρχισε να κλαίει γοερά! Σπα-ρακτικά! Δεν έκλαιγαν μόνο τα μάτια της… Έκλαιγαν μαζί, το κορμί της, τα σπλάχνα της, ο νους και η ψυχή της!... Οι στεναγμοί και οι γόοι της ακούγονταν σαν σιγανό θρηνητικό τραγούδι της φύσης! Σα να ερχόταν από τα δέντρα! Από τον ουρανό! Από το χώμα!...
Ξάφνου ένιωσε ένα χέρι να ακουμπά μαλακά πάνω στο κεφάλι της και τινάχτηκε όρθια. Γυρνώντας είδε τον πατέρα της να στέκεται ακί-νητος και να την κοιτά κατά πρόσωπο… Δεν του μίλησε… Δεν του εί-πε τίποτα απ’ αυτά που του έλεγε άλλες φορές! Συνεχίζοντας το κλά-μα της, κύλησε αργά μέσα στην αγκαλιά του και το μάγουλό της έγειρε στο λαιμό του…
Ο γέρος με τον παλμό του τραγικού της θρήνου αποτυπωμένο στις αισθήσεις του, και μάλιστα με το πρώτο συναπάντημά τους, που το θεώρησε σημάδι μοιραίο, σημάδι αποχωρισμού, ένιωσε τη θέση του να κλονίζεται… Την ψυχή του να θολώνει… Τη σκέψη του να γεμίζει με μαύρα σύννεφα! Το λουλούδι του ήταν μαραμένο! Δε μιλούσε πια! Το έτρωγε το μαράζι! Και αυτό το μαράζι ήταν κάτι μεγάλο! Κάτι ανίκητο! Αφού είχε καταβάλει τη Γιουλμπαχάρ! Την απρόσβλητη! Το καμάρι της ύπαρξής του!...
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον ανίκανοι να ανταλλάξουν την παραμικρή κουβέντα… Είχαν ακουμπισμένα τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι και επικοινωνούσαν με τα μάτια… Ο γέρος παρατηρούσε τη μορφή της με δέος: Ματιά λυπημένη… νικημένη… Μάτια μισόκλει-στα… χαμένα…  Πρόσωπο χλωμό… χείλη μαραμένα… Η Γιουλμπαχάρ έσκυψε το κεφάλι… Η σκέψη του έψαχνε να βρει μιαν εξήγηση… μια διέξοδο κι έβγαλε από το πακέτο του ένα τσιγάρο για να καπνίσει, χωρίς να πάψει να έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω της ούτε στιγ-μή. Τα μαραμένα χείλη μισάνοιξαν χαμογελώντας και το χέρι της α-πλώθηκε προς τον μπαμπά της ικετευτικά… Κι ο μπαμπάς… άνοιξε πάλι το πακέτο του και προσέφερε στην κορούλα του… τσιγάρο!... Κάπνιζαν αμίλητοι, όταν ξαφνικά άνοιξε η εξώπορτα και η Γιουλ-μπαχάρ γύρισε το βλέμμα της προς το διάδρομο. Ακούστηκαν μερικά βήματα και ξεπρόβαλε στην κουζίνα ο κανακάρης τους!...
-Μαανάρι μου γλυκό!... Καπνίζεις σουπιά! Μπράβο σου!... Και μπρο-στά στον γέρο σου ε; Δυο φορές μπράβο σου!...
Η Γιουλμπαχάρ σκασμένη στα γέλια, σηκώθηκε όρθια, έσβησε το τσιγάρο της και πλησίασε τον αδελφό της, που την περίμενε με ανοι-χτά τα χέρια… Αυτός την άρπαξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του το-σο δυνατά, που ένιωσε ένα τρίξιμο στη ραχοκοκαλιά της!
Ααχ! Μη!...
Του φώναξε. Μάταια όμως! Την κρατούσε και τη φίλαγε απανωτά στα μάγουλά της…
-Πώς ομόρφυνες έτσι μωρή;
Της είπε αλλάζοντας το ύφος του προσώπου του και κοιτώντας την σοβαρά… Η Γιουλμπαχάρ είχε ακουμπήσει τις παλάμες της στο στη-θος του και τον απωθούσε. Ένιωθε να της κόβει την αναπνοή! Επιτέ-λους την άφησε και γύρισε προς τον πατέρα του:
-Καλώς τη δέχτηκες γέρο μου την πέρδικά σου! Πάρτη λοιπόν στα γόνατά σου να την κανακέψεις!...
Και χωρίς να πάρει το  βλέμμα του από τον πατέρα του, πλησιάζο-ντας το πρόσωπό του στο πρόσωπο της Γιουλμπαχάρ συμπλήρωσε δήθεν συνωμοτικά:
-Είν’ ερωτευμένος μαζί σου ο μπαμπάκας σου Γιούλυ μου! Τον έχει φάει το μαράζι πότε να έρθεις να σε δει! 
Η αντίδραση από τους δύο άλλους ήρθε άμεσα και ταυτόχρονα:
-Μη λες τέτοια λόγια Μεμέτη μου! Το παράκανες πια!
Του είπε η Γιουλμπαζάρ με ύφος αποδοκιμασίας.
-Αρκετά!
Φώναξε ο πατέρας σε τόνο επίπληξης, αν και ήταν ευχαριστημένος κατά βάθος που ο γιος του με τις ανοησίες του έκανε την αδελφή του να γελάσει.
-Εντάξει ρε πατέρα δε σε κατηγορώ. Άλλωστε ποιος μπορεί ν’ α-ντισταθεί σε δυο μέτρα γυναίκα σαν τη Γιούλη μας και να μη φάει την τουβλιά! Ο μόνος που την έχει σκαπουλάρει είμ’ εγώ δόξα στον Αλλάχ!
Και γυρνώντας στη Γιουλμπαχάρ πρόσθεσε:
-Τον ξαδελφούλη σου στο καφενείο να έβλεπες! Έχεις αλλάξει λέει και κολάζεις και άγιο! Πού την είδε την αλλαγή, δεν καταλαβαίνω! Αλλά για έλα δω! Πες μου: Τι έκανες στο Κουσάντασι; Στ’ αρχαία λέει πήγες για να εργαστείς! Τι; …Αρχαιολόγος μας το παίζεις τώρα;
-Γιατί; Δε σου γεμίζω το μάτι;
-Μωρ’ μου το γεμίζεις το μάτι! Δε λέω!... Αλλά βρε κορίτσι μου δεν μπορούσες να μας το γράψεις να το ξέρουμε; Από το καφενείο θα μαθαίνουμε που βαρά η φτέρνα σου; …Κι εμείς θα μένουμε με το στόμα ανοιχτό; Δεν είναι σωστό γλυκούλα μου… Για σένα δηλαδή… Έχουν τόσα να λένε! Μην τους δίνουμε κι άλλα δικαιώματα… Βέβαια εγώ έκανα πως το ήξερα… Ότι δηλαδή, κάτι μου είχε πει ο πατέρας ότι του είχες γράψει… 
Τι έκανε τώρα ο αδελφός της; Γύρισε προς τον πατέρα της… Στεκό-ταν ακίνητος με μια παράξενη γαλήνη στα ευγενικά χαρακτηριστικά του προσώπου του, που όμως είχε χλομιάσει μετά από τα τελευταία λόγια του γιου του! Το βλέμμα του ακινητούσε σε κάποιο σημείο του πατώματος… Ο αδελφός της δεν ήξερε γι αυτά που είχαν ειπωθεί α-νάμεσα σ’ αυτήν και τον μπαμπά της πριν από λίγα λεπτά στη γλώσσα της σιωπής! Έτσι δεν μπορούσε να του αποδώσει καμία ευθύνη γι αυ-τά που αποκάλυψε.
-Τρεις μέρες κάθισα αγόρι μου στο Κουσάντασι! Αν έστελνα γράμμα από την Άγκυρα πριν να φύγω, εγώ θα ερχόμουν πιο γρήγορα από το γράμμα μου!...
-Σωστό αυτό. Τι έχεις ρε πατέρα και δε μιλάς; Σα να έχεις χλομιάσει! Τι έπαθες; Παρεξηγήθηκες μ’ αυτά που έλεγα πριν;
-Κάμε δουλειά σου…
-Α ρε πατέρα… Δεν έχεις αίσθηση του χιούμορ! Αλλά ξεχάστηκα μω-ρέ παιδιά και δεν έβγαλα φαΐ να φάμε!
Είπε και σηκώθηκε ορθός. Η Γιουλμπαχάρ τον πρόλαβε:
-Κάτσε κάτω. Θα βγάλω εγώ φαΐ…
Ο Μεμέτης κάθισε στο κάθισμά του και άρχισε να σφυρίζει ένα σκο-πό… Καθώς η Γιουλμπαχάρ έβαζε στα πιάτα το φαγητό και σε όλη τη διάρκεια που έτρωγαν, σκεφτόταν ποια δύναμη ήταν αυτή που την έκανε να ξεχάσει την πόρτα τής κουζίνας ανοιχτή, ώστε ο πατέρας της να μπει χωρίς να τον αντιληφθεί και να την πιάσει πάνω στο ξεχείλι-σμα της απόγνωσης που την είχε καταλάβει!... Βέβαια, πάνω στην α-πελπισία που αισθανόταν να την κυριεύει, με τη συνειδητοποίηση ό-λης της κατάστασης και των δυσκολιών που είχε ν’ αντιμετωπίσει ο-λομόναχη, δικαιολογείται μια απροσεξία της.  Να ξεχάσει δηλαδή την πόρτα ανοιχτή… Μήπως όμως δεν ήταν απλή απροσεξία, αλλά η ενστι-κτώδης εκτέλεση της επιθυμίας της, της ανάγκης της, να μοιραστεί ό-λα τα μυστικά της με αυτό το πρόσωπο, τον πατέρα της, που διαρκώς το ανέβαλε; 
Το απόγευμα μαζεύτηκαν στο σπίτι δύο φίλες της, μάλλον συγχω-ριανές της θα ήταν καλλίτερα να πούμε, η έστω φίλες παλιές… Παι-δικές…  Μετά από λίγο ήρθε και η θεία της, με τις τρεις εξαδέλφες της. Ο μπαμπάς κι ο αδελφός της είχαν φύγει από νωρίς για δουλειές στο αγρόκτημα. Όλες ήσαν χαρούμενες και μαζί τους χαρούμενη έδειχνε και η Γιουλμπαχάρ. «Λόγια πολλά, χαρούλες εγκάρδιες… αλλά ούτε στα λόγια κάποια ουσία, ούτε στις χαρές κάτι χαρμόσυνο!» Σκέφτηκε σε μια στιγμή… Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί! Τις άκουγε να μι-λούν και μόλις ξεσπούσαν οι άλλες σε γέλια, γέλαγε κι αυτή συγκα-ταβατικά, από ευγένεια! Όταν μιλούσαν σοβαρά προσπαθούσε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά δεν έβγαζε πάντα κάποιο νόημα και ποτέ κάτι το σημαντικό! Τουλάχιστον αξιόλογο νόημα που να την ικανοποι-ούσε σαν τέτοιο και ν’ αξίζει τον κόπο να την απασχολήσει συζητώ-ντας το μαζί τους!...
Αυθόρμητα έκανε τη σκέψη: «Πόσο έχω αλλάξει θεέ μου!» Μέχρι πριν από λίγον καιρό, πόσο έδενε η παρέα τους με τη δική της! Πόσο  ευχάριστα ένιωθε ανάμεσά τους… και με τι ενθουσιασμό παραδινό-ταν ανεπιφύλακτα, στις απλοϊκές σκέψεις τους που της φαίνονταν σπουδαία προβλήματα και τα συζητούσε με ευχαρίστηση κι ενδιαφέ-ρον μαζί τους, τις αγνές τους χαρές, που την έκαναν κι αυτήν να χαί- ρεται και τα φτωχά τους αστειάκια, που την ξεκάρδιζαν στα γέλια!... Τώρα, ήρθαν να δουν τη Γιούλυ τους που έλειπε τόσον καιρό μακριά τους και πάλι θα έφευγε πολύ σύντομα και διασκέδαζαν αναμεταξύ τους, μιλούσαν η μία στην άλλη, χωρίς να απευθύνουν σ’ αυτήν κά-ποιο λόγο, γιατί αυτή δεν έβρισκε κάτι ν’ απαντήσει στις ανησυχίες τους, έχοντας έτσι απομονωθεί στη γωνιά της, χωρίς εκείνες να το προσέξουν αυτό καθόλου! Χωρίς να το κάνουν από πρόθεση, αλλά τελείως ασυναίσθητα!... Σα να ήταν κάτι φυσικό! Μόνον αυτή το αι-σθανόταν αφύσικο… Ένιωθε τη διαφορά!... Και πονούσε!... Πονούσε πολύ, γιατί μπορούσε να μαντέψει, ότι θα ήταν η τελευταία φορά που τις έβλεπε! Ήταν η χαμένη της παιδικότητα! Και όχι μόνον αυτές οι κοπέλες… Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε το χωριό της! Το ίδιο της το σπίτι!...
Σουρούπωνε όταν γύρισαν οι άντρες από τις δουλειές τους. Είχεν έρ-θει πια η ώρα του δείπνου στο χωριό της… Οι γυναίκες χαιρέτησαν ευγενικά τον μπαμπά της και τον αδελφό της τη φίλησαν, της είπαν καληνύχτα και όνειρα γλυκά και …θα «τα ξαναπούν» πάλι αύριο και έφυγαν για να στρώσουν το τραπέζι στους δικούς τους άντρες, στα δικά τους σπιτικά. Η Γιουλμπαχάρ έκανε το ίδιο στο σπίτι της και ο αδελφός της, αφού σκούπισε το στόμα του από το φαγητό, τούς άφη-σε γεια και εξαφανίστηκε για τη νυχτερινή του εκτόνωση: Στην ταβέρ-να του Μεμέτ Αγά με τους φίλους του…
Έμειναν μόνοι τους… Η Γιουλμπαχάρ μάζεψε τα αποφάγια, σκούπι-σε το τραπέζι και ο πατέρας της έφερε από το κατώι μια νταμιτζάνα γεμάτη κρασί…
-Μπαμπά! Γιατί έφερες τόσο κρασί πάνω;
-Γιατί θέλω να σκεφτώ Γιούλυ μου…
- Και δεν μπορείς να σκεφτείς με λιγότερο κρασί;
-Και βέβαια! Γιατί; Μη θαρρείς ότι θα το πιω όλο εγώ;
-Και για ποιον άλλον το ’φερες;
-Τι θα πει για ποιον άλλον; Για να υπάρχει εδωνά πρόχειρο, στη δι-άθεση όποιου θέλει να καθαρίσει το μυαλό του από τις περιττές σκέ-ψεις!...
Η Γιουλμπαχάρ βρέθηκε σε κάποιαν αμηχανία. Προτίμησε να μη συ-νεχίσει την ανάκριση, που στην ουσία της ήταν ένας απαγορευτικός έλεγχος προς τον πατέρα της… Ο γέρος γέμισε το ποτήρι και άρχισε να πίνει… Άναψε κι ένα τσιγάρο… Αυτή δεν είχε πια τι να κάνει! Έπρεπε να πάει στο κρεβάτι της και να προσπαθήσει να κοιμηθεί… Έκανε ότι τα-κτοποιούσε τα σκεπάσματα του κρεβατιού της, αλλά κάτι δεν της πήγαινε καλά…  Κάτι την τριβέλιζε. Γδύθηκε, έβαλε το νυχτικό της και ξάπλωσε. Γιατί δεν τη ρώτησε τίποτα για τη ζωή της; Δεν του έκανε καμία εντύπωση τίποτα πάνω στη συμπεριφορά της; Δεν κατάλαβε τίποτα από το γοερό κλάμα της που το έκανε μόνο γι αυτόν; Για να του αποκαλύψει το πόσο ήταν δύσκολη η θέση της σ’ αυτήν την κρίσι-μη και αποφασιστική στιγμή της ζωής της!... Για να τον προειδοποι-ήσει με σπαραγμό, ότι έφευγε για πάντα! Ότι τον εγκατέλειπε! Κι όχι μόνον αυτόν, αλλά και τον προηγούμενο εαυτό της!... 
Αλλά κι αν τη ρώταγε λεπτομέρειες, τι θα μπορούσε να του απαντή-σει; Μόνο με ψέματα θα μπορούσε να γυροφέρει, να ντύσει την αλήθει-α! Τη γυμνή αλήθεια και μάλιστα έτσι απότομα, δε θα μπορούσε να την αντέξει ο πατέρας της. Ήταν ικανή να τον σκοτώσει. Μήπως δεν το ήξερε αυτό ο κύρης της; Μήπως δεν ήθελε να τη φέρει σ’ αυτό το σημείο; Μήπως την αγαπούσε πιο πολύ απ’ όσο αυτή φανταζόταν; Ένιωσε ξάφνου την ανάγκη να κάνει αυτό που τόσο ονειρευόταν. Να καθίσει απέναντί του και να καρφώσει το βλέμμα της στα αγαπημένα ματάκια του! Να την ρωτά και να του απαντά με το βλέμμα! Όπως έγι-νε το μεσημέρι με το κλάμα της! Έχει κι αυτή τόσο πολλά να τον ρωτή-σει!... Ξαφνικά είχε αυτήν την αίσθηση: Ότι είχε κι αυτή πολλά να μά-θει απ’ αυτόν. Όμως τι ήθελε αυτή να μάθει; Αφού δεν είχε να τον ρω-τήσει τίποτα!... Δεν είχε ποτέ περάσει απ’ τη σκέψη της, ότι της χρω-στάει κάποιαν απάντηση σε κανένα θέμα ο μπαμπάς της… Πώς λοι-πόν της ήρθε ξαφνικά αυτή η ιδέα; Σηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού…
Ο γέρος άρχισε τον απολογισμό του με την εικόνα και το τραγικό τραγούδι της κόρης, του μεσημεριού. Όλες αυτές τις ώρες δεν το σκέφτηκε καθόλου! Το άφηνε ανέγγιχτο μέσα του να μεστώσει σαν παλιό κρασί!... Τώρα πια το ένιωθε να τον καίει μες τις φλέβες καθώς κυλάει ποτίζοντας, όλο του το σώμα!...
Έβλεπε τα όρια τού είναι του να στενεύουν, καθώς πλάταινε ο ορί-ζοντας του κοριτσιού, εδώ και πολύν καιρό! Σήμερα όμως είχε φτάσει το αποκορύφωμα!... Είχαν κλείσει όλα μπροστά του και δεν έβλεπε παρά μόνο το ποτήρι και τα τσιγάρα του!...  Δεν είχε χρονίσει η κόρη του όταν για πρώτη φορά τον είπε μπαμπά και από τότε δεν έπαψε ποτέ να τον αποκαλεί έτσι, μέχρι σήμερα το μεσημέρι που του μίλησε σε κάποιαν άλλη γλώσσα, που την άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή του! Αλλά και το απόγευμα, όταν τον φώναξε για να του δώσει τα τσιγάρα του, που τα είχε ξεχάσει καθώς έφευγε για το κτήμα, δεν τον αποκάλεσε «μπαμπά», αλλά του είπε: «Πατέρα! Ξέχασες τα τσιγάρα σου»!...   
Συμπύκνωνε στη σκέψη του τις καταστάσεις, τις πληροφορίες,  όπως ότι η κόρη του ερχόταν απ’ τη Σμύρνη αντί να έρθει από την Άγκυρα όπου σπούδαζε, τη Σμύρνη την ελληνική!... Και όπως του δικαιολογήθηκε η ίδια, ερχόταν από τα αρχαία ελληνικά ερείπια.... Από κάποια έρευνα που έκανε στην επιστήμη της… Τι όμως την οδήγησε σε αυτήν την έρευνα; Τι είχε διαισθανθεί η Γιουλμπαχάρ και σε ποια βάθη έφτασε η διαίσθησή της; Από πού ερχόταν αυτή η αγάπη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τι σχέση είχαν όλ’ αυτά, που θα μπορούσε να εξηγήσει το μαράζι που του αποκάλυψε με τη μεσημεριανή θρηνωδία της; Αφού δεν ήξερε τίποτα από το μακρινό παρελθόν!...
Συνέθετε την ιδεατή με την απτή πραγματικότητα που έζησε αυτές τις ώρες με το αγαπημένο του κοριτσάκι και προσπαθούσε να αποκα-ταστήσει μέσα στο νου του τη συνέχεια του χρόνου. Δηλαδή να ενοποι-ήσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είχε οπωσδήποτε φτάσει η ώρα να της τα αποκαλύψει όλα… Αυτό ήταν ιερό καθήκον του, που το είχε παραμελήσει… Είχε όμως πράγματι, κάτι διαισθανθεί; Ίσως… …Το ενδιαφέρον, ακόμα και η απλή αγάπη για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν ήταν αρκετή για να εξηγήσουν την κατάστασή της, όπως παρουσιάστηκε μπροστά του, με τη μεσημεριανή απελπισμένη παρου-σία της. Άρα, ο βαθμός της διαίσθησής της είχεν εισχωρήσει πιο βαθειά από τα αρχαία ελληνικά ερείπια… Σε βάθη καταστροφικά γι αυτόν τον ίδιο…    
Είχε μήπως έρθει η ώρα να πληρώσει αυτό που είχε κάνει σε κά-ποιον άλλον πατέρα, χωρίς να το θέλει, όταν ήταν νέος; Τότε που η φύ-ση είχε φυσήξει πάνω στον αντρισμό του και τον είχε απογειώσει σε δυσθεώρητα ύψη, ώστε δεν κατάφερε ο νους του να μην καμφθεί από την επίμονη παρακίνηση, την απροσμέτρητη τόλμη και την τόσο μαυλιστική παράκληση της γυναίκας της ζωής του!... Να την κλέψει. Να κλεφτούν!... Να την πάρει μακριά από το σπίτι της, από το χωριό της… Να την αρπάξει από τους σεβαστούς γονείς της. Από εκείνον τον πατέρα, που τόσην  κατανόηση του έδειξε στη συνεργασία τους στην ομοσπονδία των γεωργικών συνεταιρισμών και τόση συμπάθεια, που τον φιλοξένησε για μιαν εβδομάδα στο σπίτι του. Κι αυτός… για να του δείξει την ευγνωμοσύνη του, έφυγε νύχτα κλέβοντας το βλαστάρι του!... Και του άφησε για συντροφιά, το μεγάλο πόνο, στη θέση της χαμένης του κόρης… Της γυναίκας του!... Της μάνας της Γιουλμπα-χάρ!...
-Μπαμπά! Να σου κάνω παρέα;
Ο γέρος ανασήκωσε το σκυμμένο κεφάλι του και την αντίκρισε να στέκεται στον παραστάτη της πόρτας ακουμπώντας το χέρι της στο πόμολο, και να του μιλάει κοιτώντας τον διστακτικά. Απόρησε, πώς ήταν δυνατό σ’ αυτόν, να ζήσει χωρίς την παρουσία της!... Της απάντη-σε με ένα κούνημα του κεφαλιού καταφατικά, γιατί την ήθελε!... Πάρα πολύ την ήθελε κοντά του σήμερα!...
Στηριγμένη στην πόρτα τον κοιτούσε, μ’ ένα μικρό στίγμα κενού στο χαμόγελό της, γι’ αυτά που πρόκειται να πουν; Δεν ξέρει… Ακόμα δεν τα βρήκε στο ρυθμό του λόγου, που βαδίζει πριν απ’ τη σκέψη της, πολύ πιο πριν, που ίσως ν’ αποκαλύπτει το δικό της ρυθμό· τον εαυτό της… Πήγε και κάθισε απέναντι του, βάζοντας τα πόδια της σταυ-ροπόδι κάτω από το τραπέζι… Ακούμπησε τα χέρια της πάνω σ’ αυτό και τον κοίταζε στα μάτια κάμποσην ώρα… Σήκωσε το κεφάλι και βάλθηκε να την κοιτάζει κι αυτός…
Η Γιουλμπαχάρ κοιτάει αυτό το πρόσωπο το τόσο αγαπημένο, κο-ντινό και μακρινό ταυτόχρονα και κάτι σαν δάχτυλα φωτιάς και δρο-σιάς περνούν διαδοχικά στο στήθος της, γράφοντας ομόκεντρους κύ-κλους ανιχνευτικούς, ατέλειωτους, γύρω από μια κραυγή, γύρω από μια μαχαιριά, με το μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά της! Έχοντας για κέντρο την καρδιά της!...
-Έλπιζα ότι θα ερχόμουν μια φορά το χρόνο και θα σ’ έβλεπα με τον άντρα σου και τα παιδιά σου!...
Της είπε… Αυτή τον κοιτούσε ήρεμα κι ανέκφραστα χωρίς να μιλά, ίσως μετά τον αιφνιδιασμό της από τα τελευταία λόγια του, η σκέψη της να επεξεργαζόταν το νόημά τους, ή μάλλον το πώς αναρριχήθηκε τόσο πολύ το μυαλό του!...  Πώς οδηγήθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα: ότι ήταν έτοιμη να φύγει μακριά; Και μάλιστα τόσο μακριά, που δε θα μπορούσε ούτε μια φορά το χρόνο να την επισκέπτεται για να τη βλέ-πει; Εξακολουθούσε αμίλητη να τον κοιτά… Ίσως να περίμενε να συ-νεχίσει…  Αλλά τι άλλο έμενε να πει; Μ’ αυτή τη μικρή φράση του, τα είχε πει σχεδόν όλα…
Σηκώθηκε, πήρε από τον μπουφέ ένα ποτήρι και το τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Μετά σήκωσε την νταμιτζάνα από το δάπεδο και την ακούμπησε δίπλα στο ποτήρι της, όπου διαπίστωσε ότι έλειπε πάρα πολύ κρασί! Όλο αυτό το κρασί, το είχε πιει μόνος του μέσα σε λίγην ώρα!... Προσπάθησε να γεμίσει το ποτήρι της, αλλά η νταμιτζάνα ήταν βαριά, δεν υπολόγισε σωστά και το υπερχείλισε, με αποτέλεσμα να χυθεί μια μικρή ποσότητα πάνω στο τραπέζι. Ο γέρος τότε σηκώθη-κε, γέμισε ένα μπουκάλι με κρασί από τη νταμιτζάνα και το απόθεσε δίπλα της. Κανείς από τους δύο δεν πρόσεξε το χυμένο στο τραπέζι κρασί!...
Ο λύχνος, πάνω στον μπουφέ, ήταν ό μόνος μάρτυρας για τα τε-κταινόμενα, με το διακριτικό μυστηριακό φωτισμό του, τον εναγκα-λισμό της σκιάς με το φως. Μια μικρή φλόγα που μετατρέπει τις πνοές του δωματίου σε κίνηση και δυο ζευγάρια μάτια που μιλάνε, και ξα-ναφέρνουν στους χαμένους το νόστο!...
-Ποια είναι η Ζεχρά;
-Μα έτσι δεν έλεγαν τη μαμά;
Το παράθυρο άνοιξε μ’ ένα δυνατό κρότο! Έξω ο άνεμος που είχε δυναμώσει, λυσσομανούσε και το δωμάτιο γέμισε σκιές που κολυ-μπούσαν στο φώς!... Η Γιουλμπαχάρ ένιωσε κάτι σαν φόβο! Δεν κινή-θηκε από τη θέση της.
-Πρέπει να μάθεις να πλένεσαι μόνη σου! Έχεις μεγαλώσει αρκετά! Και πιο πολύ στις μασχάλες στο πουλάκι και το κωλάκι σου. Θα βάζεις μπόλικο σαπούνι και θα το τρίβεις. Όχι έξω - έξω! Βαθειά! Οι κοπέλες δεν πρέπει να μυρίζουν άσχημα…
Της φάνηκε ότι άκουσε μια γυναικεία φωνή από το σαλόνι του σπι-τιού στο βάθος, κάτι να λέει!... Αφουγκράστηκε… Μάλλον άκουγε παι-δικές φωνές!... Μπα… μάλλον πάλι έκανε λάθος… Ήταν το σφύριγμα του ανέμου…
-Ήταν κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια ένας ήρωας, που τον έλεγαν Θησέα. Μια μέρα, γέμισε το καράβι του με τα πιο δυνατά παλληκάρια του χωριού του και πήγαν σ’ ένα νησί, που ο γιος του βασιλιά λεγόταν Πόλεμος! Αυτός ο Πόλεμος Γιούλυ μου, είχε σώμα σαν ενός δυνατού άντρα, αλλά το κεφάλι του ήταν κεφάλι ταύρου με πολύ μεγάλα και σουβλερά κέρατα! Δεν μπορούσε να ζήσει με άλλη τροφή εκτός από ανθρώπους!...
-Και γιατί δεν έτρωγε χορταράκια μαμά; Ή ψωμάκι και τυράκι με  αυγουλάκια;
-Γιατί μ’ αυτά δε χόρταινε το στομάχι του πουλάκι μου! Αν δεν έ-τρωγε και ανθρώπους θα πέθαινε από την πείνα!...
-Μαμά όταν θα πάμε με το πλοιαράκι στην Ελλάδα, την εκδρομή που λέγαμε ντε! Δεν το ξέχασες μανούλα μου! Έτσι δεν είναι; Λοιπόν, θα σου θυμίσω τον κακό τον Πόλεμο, για να μην περάσουμε κοντά από το νησί του!... Εντάξει;
-Μη φοβάσαι κουκλίτσα μου. Γιατί τον Πόλεμο, τον νίκησε ο ήρωας Θησέας και τον σκότωσε!... Δεν υπάρχει πια!... 
Άρχισαν να ακούγονται δυνατές βροντές από κεραυνούς και σε λί-γο έπιασε δυνατή βροχή. Το παράθυρο είχε παραμείνει ανοιχτό, γιατί κανείς από τους δύο δε σηκώθηκε από τη θέση του για να το κλεί-σει… Οι σταγόνες της βροχής κατά διαστήματα έμπαιναν μέσα στο δωμάτιο ανάλογα με το φύσημα του ανέμου και μερικές έφταναν με-χρις αυτούς!...
-Ο πόλεμος άρχισε! Και μαζί μ’ αυτόν άρχισαν κι οι διωγμοί … Που γυρνά η κυράτσα σου; Δεν πας να τη μαζέψεις; Θες να μείνουν τα παι-διά σου ορφανά; Πώς θα τα κουμαντάρεις;
-Μα… Τι λες πατέρα;
-Αυτό που σου λέω ’γω!... Ο πατέρας της είναι Γιουνάνης!... Μην το λησμονάς!... Δεν ξέρω πού είναι ανακατεμένος! Να πας να τη φέρεις πίσω και να μην την αφήκεις να ξαναπάει τέτοιες επισκέψεις, αν δεν αλλάξουν τα πράματα!...
Ένα δυνατό φύσημα του ανέμου έσβησε το λύχνο που τους φώτιζε. Με μιας όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Ο γέρος τότε σηκώθηκε και ψη-λαφητά, με τη βοήθεια των συχνών αστραπών πλησίασε τον μπουφέ, άναψε πάλι το λύχνο και τον τοποθέτησε σε μιαν άλλη θέση πιο απά-γκια, ώστε να προστατεύεται από τις ριπές του ανέμου.  
-Θεία μου!... Πότε θα τη φέρει τη μαμά ο μπαμπάς;
-…
-Γιατί κλαις; Δε μας αγαπάνε; Δε θα ματαέρθουνε στο σπίτι μας;
Ένιωσε κάτι κρύο ψηλά ανάμεσ’ απ’ τα πόδια της! Το κρασί που είχε χυθεί προηγουμένως πάνω στο τραπέζι, είχε κυλίσει και έσταζε πάνω της, αφήνοντας κόκκινες κηλίδες στο νυχτικό της.
-Μπαμπά μου! Γιατί δεν έφερες και τη μαμά μαζί σου; δεν ήθελε να έρθει; Δε μας αγαπάει πια;
-…
-Πάντως, αν τη δεις εσύ, πες της ότι έμαθα πια να το πλένω όπως μου είπε εκείνη!...
-Ποιο καρδούλα μου;
-Μα… το πουλάκι μου βρε μπαμπά! Δεν το ξέρεις εσύ; Οι κοπέλες δεν πρέπει να μυρίζουν άσχημα…
Το σκοτεινό πρόσωπο του πατέρα απέναντι χαμογελούσε! Τα μά-τια του κάρφωναν το βλέμμα τους, ίσια στα δικά της μάτια… Μια βροντή τράνταξε συθέμελα το σπίτι και σε δευτερόλεπτα άστραψε, φωτίζοντας άσπλαχνα το πρόσωπο της Γιουλμπαχάρ, που ήταν ζω-γραφισμένη η έκπληξη γι αυτό που είχε νιώσει και η φρίκη για το τι μάντευε ότι θ’ ακολουθήσει! Σε μια τραγική μάσκα είχε μεταμορφω-θεί το πρόσωπό της!...
-Μπαμπά!...
Έσκυψε, κόλλησε το μέτωπό της στο τραπέζι και αγκάλιασε το κε-φάλι της με τα δυο της χέρια! Τα δάκρυα ανακατώθηκαν με το χυμένο κρασί και έγινε το κράμα όπως το όρισαν οι θεοί!... Ο πατέρας απένα-ντί της ακίνητος, σκοτεινός, αδυσώπητος, συνέχισε να έχει καρφωμέ-νο το διαπεραστικό βλέμμα του, πάνω της…
-Οι Έλληνες αναδιοργάνωσαν το στρατό τους και έχουν πνίξει στο αίμα την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τώρα βαδίζουν προς τη Θεσσαλο-νίκη! Οι κεμαλικές συμμορίες φυσικό είναι να έχουν πάρει τα όπλα και να χτυπούν το αναρχικό ελληνικό στοιχείο όπου το βρουν! Ο πεθερός σας, δυστυχώς γι αυτόν και την οικογένειά του, ήταν μπλεγμένος σε ύποπτους ανατρεπτικούς κύκλους… Ήταν μάλιστα ηγετικό στέλεχος στην περιοχή μας. Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτα σε τέτοιου είδους εγκλήματα!...
-Μα η γυναίκα μου ήταν μουσουλμάνα και είχε την τουρκική υπη-κοότητα! Ήταν τελείως νομοταγής, δεν είχε πουθενά ανακατευτεί και ήρθε απλά για να δει τους γονείς της, που είχε πολύν καιρό να τους επισκεφθεί. Αυτό είναι όλο κι όλο… Όμως, έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μέρες! Τι έχει γίνει; Ψάχνουν γι αυτήν οι αρχές;
-Το ξέρουμε αυτό. Από τις διάφορες μαρτυρίες… Είχε φτάσει στο σπίτι του πατέρα της, μιαν εβδομάδα πριν από τη νύχτα της σφαγής. Την έχουμε στους εξαφανισθέντες. Η παρακρατική ομάδα που έδρασε στην περίπτωσή σας, δεν τις πειράζει τις μουσουλμάνες που έχουν την τουρκικήν υπηκοότητα, όποια σχέση κι αν έχουν με χριστιανούς, αλλ’ αντίθετα τις σέβεται. Εκτός βέβαια αν τους κρύβουν, ή τους φυγαδεύ-ουν. Η σύζυγός σας δε νομίζω ότι θα μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο για τους δικούς της, γιατί το χτύπημα ήταν αιφνίδιο.  Κάποιο λάθος θα έγινε και θα την πήραν μαζί τους. Κάνουμε ότι μπορούμε για να εντο-πίσουμε τα ίχνη της… Λυπάμαι πολύ! Ήταν άτυχη, αλλά υπάρχουν πολλές ελπίδες να βρεθεί! Κάντε υπομονή… 
Το κορίτσι είχε σηκώσει το κεφάλι και κοίταγε κατάματα τον πατέ-ρα του. Το ανεμοβρόχι είχε δυναμώσει! Οι βροντές ήσαν σχεδόν συνε-χείς και εκκωφαντικές και οι αλλεπάλληλες αστραπές, με το λευκό, παγερό, εκτυφλωτικό φως τους, μετέτρεπαν τη ζοφερή νύχτα σε εφι-αλτική μέρα!...
…-Τι μου το ’φερες ρε χαμένε το χανουμάκι σε τούτες τις άγριες ερμιές να το κάνω; Θες να με κολάσεις; Να δοκιμάσεις τις αντοχές μου;
-Ότι θες εσύ αφέντη! Εγώ δεν ξέρω! Εσύ θ’ αποφασίσεις!... Εγώ μια φορά… σου τό ’φερα απείραχτο!
-Βρε γελοίο υποκείμενο, αφού έχει καθαρά χαρτιά! Μουσουλμάνα, τουρκικής υπηκοότητας! Παντρεμένη με παιδιά! Σε μπελάδες θες να με βάλεις;
-Να το πάω πίσω από ’κει που το ’φερα τότες…
-Χάσου από μπροστά μου άθλιε!... Πρόσεξε!... Είσαι μπελάς! Θα σε στείλω από ’κει που ήρθες!... Χανούμ!... Έγινε λάθος. Να μας συγχω-ρείς… Θα σε κλειδώσω στο διπλανό δωμάτιο για δική σου ασφάλεια και το πρωί θα σε πάω εγώ ο ίδιος, στο σιδηροδρομικό σταθμό, να σε αφήσω εκεί κι εσύ, πήγαινε όπου θέλεις!… Εγώ σα μεγαλύτερος όμως, σε συμβουλεύω να ξεχάσεις το παρελθόν! Έσβησε άλλωστε… Οι δικοί σου, μόνοι τους το φάγανε το κεφάλι τους!... Να πάς λοιπόν στον αν-τρα σου και τα παιδιά σου και να τα αναθρέψεις όπως επιβάλει το νέο καθήκον σου: Σαν νέους Τούρκους!... Λεφτά έχεις; Ή σου τ’ άρπαξε αυτό το τσογλάνι που σε ταλαιπώρησε άδικα, κουβαλώντας σε ’δώ πάνω;  
Οι φυσικές δυνάμεις πάλευαν μεταξύ τους; Ή μήπως, ενωμένες αγω-νίζονταν ενάντια στην εισβολή κάποιας άγνωστης ξενικής δύναμης; Μεταφυσικής!... Τα παραθυρόφυλλα ανοιγόκλειναν, βροντούσαν κι αυτά στο δικό τους ρυθμό, ενώ σταγόνες βροχής έμπαιναν στο δωμά-τιο και έβρεχαν τα πρόσωπά τους… Το σπίτι ήταν πια ακατοίκητο από ανθρώπους αυτής της ζωής. Πατέρας και κόρη είχαν μείνει μόνο πνεύματα! Κάθε υλικό στοιχείο πάνω τους είχε ναρκωθεί. Η ανθρώπι-νη παρουσία είχε παραχωρήσει τη θέση της, στην επιστροφή των χα-μένων σκιών!...
-Δε γνωρίζουμε τίποτα για την τύχη της συζύγου σας κύριέ μου… Τα μαντάτα είναι άσχημα και για εσάς, όπως και για εμάς. Χθες τη νύχτα, γιουνάνηδες ληστοσυμμορίτες, επιτέθηκαν αιφνιδίως στη δική μας παρακρατική ομάδα, στο λημέρι τους, τους έσφαξαν όλους και έβαλαν φωτιά στο σπίτι. Εμείς, όταν φτάσαμε στο σημείο, βρεθήκαμε μπροστά σε αποκαΐδια… 
Και να! Τώρα διακρίνεται η κορμοστασιά της ξαφνικά μέσα στο χω-ροχρόνο!... Ψηλή στητή αξιοζήλευτη! Το βλέμμα της, χωρίς να κοιτά, χάνεται για λίγο στο σπίτι πού τόσο αγάπησε!... Το σπίτι που γέρασε χωρίς την παρουσία της! Και νιώθει το ξύπνημά του! Το κάλεσμά του!... Κάθισε ανάμεσα στον άντρα της και το δημιούργημά της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά τους… Τα μάτια τους τη ρωτούσαν και τα δικά της τους απαντούσαν! Μαρτυρούσαν για τις τελευταίες ώρες της ταπεινής της ζωής!...
-Τελειώσαμε…
-Τους σφάξατε όλους;
-Δεν ξέρω πόσοι ήσαν. Εγώ μέτρησα εφτά… Την κόρη του τι να την κάνουμε; Να την αφήσουμε λεύτερη;
-Την κόρη του!.. Αυτή η πουτάνα υπέπεσε στο κακούργημα της εκούσιας εξωμοσίας!... Πρόδωσε τον πατέρα της, το έθνος της και τη θρησκεία της!... Κι όλα αυτά… για του μουνιού της το χαβά!... Λες και δεν υπήρχαν Ελληνόπουλα να χορτάσουν την καύλα της!...
-Ναι, αλλά ο πατέρας της τη συχώρεσε… Την δέχτηκε και τη φιλοξε-νούσε μια βδομάδα τώρα…
-Τον συχωρεμένο τον σέβομαι. Γι αυτό άλλωστε κινδυνεύουμε τώ-ρα. Για να εκδικηθούμε για την ύπουλη σφαγή του… Και τον εκτέλε-σαν παράνομα!... Γιατί δεν είχαν στοιχεία εναντίον του… Αλλά βρε μαλάκα σκοπεύεις να βγεις αντάρτης στα βουνά; Αν αυτή η κουφάλα περιγράψει τη μουτσούνα σου στην αστυνομία, αύριο πρωί θα μπου-κάρει η πολίτσια στο μαγαζί σου και πριν καλά - καλά να το καταλά-βεις, θα βρεθείς με τις χειροπέδες δεμένος χεροπόδαρα! Ήδη μας υ-ποψιάζονται και μας παρακολουθούν! Δεν τά ’χουμε πει; Άντε να του δίνουμε πριν πλακώσουν οι πολιτσμάνοι…
-Κι αυτήν;…
-Αν προλάβαινα θα της έδειχνα την ελληνική γλύκα. Καλλίτερα όμως έτσι, γιατί αυτή μπορεί να σου ταρακουνήσει τα μυαλά… Κολάζει και άγιο! Και τα μυαλά μας αυτόν τον καιρό τα θέλουμε στη θέση τους… Κλείδωσέ την  στο σπίτι και βάλε του φωτιά…
Τώρα ακουγόταν ένα δυνατό βουητό. Έπεφτε χαλάζι! Ο ουρανός πετροβολούσε τη γη! Τη γη των ανθρώπων!... Οι χοντρές υδάτινες μπάλες ανακλούσαν στο περβάζι του παράθυρου, έπεφταν πάνω στις τρεις σκιές που κάθονταν γύρω στο τραπέζι της κουζίνας και έλιωναν, υγραίνοντας τις διψασμένες υποστάσεις τους!...   
Ζεχρά φτωχή μου ύπαρξη. Ταπεινή μου γυναίκα. Να λοιπόν, που ο Θησέας ήταν ένας μύθος. Δε σκότωσε τον Πόλεμο, τον άντρα με το ταυρίσιο κεφάλι, έτσι όπως το εννόησες εσύ. Σαν ένα απλό παραμύθι. Τον σκοτώνει συνεχώς κι αυτός ξαναζωντανεύει! Και τώρα έφαγε και σένα. Μόνο τα παραμύθια έχουν τέλος. Συμβαίνουν μόνο μια φορά σε κάποια στιγμή του χρόνου. Οι μύθοι ζουν στους αιώνες, και επαναλαμ-βάνονται συνέχεια. Θησαυρός για τους ανθρώπους όλων των εποχών. Άμοιρη μητέρα μου… Η Ελλάδα δε σ’ απολησμόνησε. Το λυπημένο παλληκάρι προσευχόταν κάτω απ’ το φεγγάρι: «Ζεχρά… Πίστεψέ με Ζεχρά… Πώς πονώ κι υποφέρω… Δε σε λησμονώ…» Και ήρθε από μακριά, από τη μακρινή ελληνική γη, στα βάθη της Μικρασίας καβάλα πάνω στον Πόλεμο, να σε αναστήσει… Να σου δώσει σάρκα και οστά. Να σε μεταμορφώσει και πάλι σε ύλη! Και να σε πάρει πίσω. Εκεί που ανήκεις…
Και ο πατέρας πώς το μάντεψε; Πώς το ένοιωσε; Πώς το κατάλαβε; Πώς βίωσε αυτήν την τόσον οδυνηρή γι’ αυτόν πραγματικότητα; Ότι σε κρατούσε δανική!...  Μήπως του μίλησες για το μεγάλο σου μυστικό και δεν το θυμάσαι; Μήπως του είπες όλα όσα έχουν συμβεί με το Μιχάλη κι αυτός σου απάντησε αποκαλύπτοντας τη γονιδιακή σου υπόσταση; Μοιάζει σα να σου έδωσε σήμερα φανερά την ευχή του. Σου ευχήθηκε να πας εκεί που ανήκεις. Σου έδειξε, πως το μάντεψε ότι ανήκες αλλού. Ποιος του τα διηγήθηκε όλα; Όπως ήθελες να το κάνεις εσύ, αλλά δίσταζες…
Και γιατί δεν έψαξες μέσα στο πλήθος όπως έκανες συνήθως, από τότε που γνώρισες τον έρωτα, σήμερα το πρωί μέσα στο τραίνο, κα-θώς περιμένατε όλοι, τόσος κόσμος, όρθιοι να σταματήσει στο στα-θμό για να κατεβείτε; Δε θα μπορούσες να δεις πρώτη τον εξάδελφό σου και να κρυφτείς πίσω απ’ τους άλλους επιβάτες, ωσότου βγείτε από το τραίνο και να του φανερωθείς έπειτα, στην πλατφόρμα του σταθμού, ή έξω στο δρόμο, ώστε να μην πάει το μυαλό του ότι κατέβη-κες από το τραίνο της Σμύρνης, λέγοντάς του ότι μόλις έφτασες από την Άγκυρα; Μήπως αυτός ήταν ένας έμμεσος τρόπος διήγησης, που χρησιμοποίησε το υποσυνείδητό σου, για να τα αποκαλύψεις όλα στον πατέρα σου χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της σιωπής;… 
…Η νταμιτζάνα του γέρου είχε πλέον αδειάσει… Το ίδιο και το μπουκάλι της γυναίκας… Η βροχή είχε κοπάσει και η νύχτα άρχισε να αποκτά τη σιγαλιά και τη σιωπή που της ταιριάζει, όπως κάνει συνή-θως, μετά απ’ όλες τις μεγάλες καταιγίδες!... Ο γέρος σηκώθηκε, με κουρασμένες κινήσεις έκλεισε το παράθυρο, την καληνύχτισε και α-ποσύρθηκε στο δωμάτιό του… Η Γιουλμπαχάρ σωριάστηκε πάνω στο κρεβάτι της…
Η επόμενη μέρα ήταν μια μέρα ερημιάς… Ο πατέρας της είχε φύγει μακριά, για το συνέδριο του τοπικού συνεταιρισμού. Ο αδελφός της έλειπε και θα έλειπε όλην την ημέρα στα κτήματα και αυτή ειδοποίησε τη θεία της, ότι δε θα πήγαινε να τη δει όπως είχαν κανονίσει, γιατί εί-χε να ετοιμάσει τη βαλίτσα της για την αναχώρησή της. Έπρεπε να φύ-γει αύριο, διότι την ειδοποίησαν ότι τα μαθήματα είχαν αρχίσει από χθες. Ποιος την ειδοποίησε; Κανείς… Όμως δεν της ήταν δυνατό να κάνει αλλιώς. Δεν μπορούσε να πάρει σήμερα το γελαστό και ανέμελο ύφος, που θα ταίριαζε με τις χαρωπές ξαδερφούλες της. Στη ζωή της αλήθειας που είχε διαλέξει να ζήσει, το ψέμα θα ήταν πια το ισχυρότε-ρο όπλο της!...
Τι αντίθεση κι αυτή!... Όταν οι μεγάλες αλήθειες αμφισβητούνται σκόπιμα από τους ανθρώπινους καταπέλτες, είτε αυτοί λέγονται κε-φαλαιοκράτες, είτε διαπλεκόμενοι «σοφοί», οι οργανώσεις των αγωνι-στών της Αλήθειας χρειάζονται όπλα. Και τα όπλα τους τα παίρνουν, τα αρπάζουν από τους αντιπάλους τους! Οι νικηφόρες μάχες κερδί-ζονται από αγωνιστές που ξέρουν να χρησιμοποιούν, να χειρίζονται τα όπλα των αντιπάλων τους. Δε θα ’πρεπε να μιλήσει στις ξαδέλφες της για τον έρωτά της για το Μιχάλη; Πώς θα το άκουγαν αυτές όμως; Δε θα έφτανε στ’ αυτιά τους σαν έγκλημα; Δε θα την πολεμούσε τότε η καθεμιά τους με τον τρόπο της;
Αυτή όμως, είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με άλλες μάχες και διαφο-ρετικούς πολέμους… Δε θεωρούσε σκόπιμο να κατασπαταλήσει τη σκέψη και το κουράγιο της, τις ψυχικές της εφεδρείες, σ’ αυτές τις α-νούσιες αψιμαχίες. Θα μπορούσε βέβαια να τις επισκεφτεί, φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ψέμα όμως δεν θα ήταν κι αυτό; Αυτή διάλεξε το ψέμα που της ταίριαζε: Ότι την ειδοποίησαν για την έναρξη των μα-θημάτων της και έπρεπε να φύγει αύριο για την Άγκυρα. Άλλωστε αυ-τό είναι αλήθεια. Αύριο σκοπεύει να φύγει. Δεν την κρατάει πια τίποτα στο χώρο αυτό…
Όλα γύρω της ήσαν γερασμένα!... Τώρα που φεύγει χωρίς να ξέρει πού πάει κι αν θα την οδηγήσουν πάλι κάποτε εδώ τα βήματά της, βλέ-πει το σπίτι σαν ένα πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, να την παρακαλάει να μείνει και μοιάζει να γέρασε ξαφνικά αυτό το πρόσωπο, εξ αιτίας του χωρισμού!... Όμως… όπως θ’ ανοίγει για τελευταία φορά την πόρτα προς το άγνωστο, τι υπέροχος θα είναι ο ήχος της!... Και τι μεγάλη αί-σθηση αυτή, μιας πόρτας που κλείνεις πίσω σου, σα να φυλάς κάπου, όλα όσα έζησες μέχρι τώρα!... 
 
Όταν παρουσιάστηκαν στη στρατολογία στο Βαθύ, η διαδικασία για τον Φάνη ήταν απλή. Πήρε το απολυτήριό του από το στρατό με άριστα, του δώσανε και τους μισθούς που του χρωστούσαν και την άλ-λη μέρα, αφού αποχαιρέτησε τον Μιχάλη, αναχώρησε για τον Πειραιά. Εκεί, στην Καλλιθέα εκτός από τους αγαπημένους γονείς του και τ’ αδέλφια του με τις οικογένειές τους, τον περίμενε ένα δίπλωμα Πολιτι-κού Μηχανικού και έπρεπε απαραίτητα να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Ο Μιχάλης όμως τι δουλειά θα έκανε με την τόση ανεργία που μάστιζε τους νέους;
Στη ιδιαίτερα θερμή πρόταση λοιπόν του επικεφαλής της στρατιω-τικής διοίκησης του νησιού για μονιμοποίησή του, απάντησε καταφα-τικά. Έπρεπε λοιπόν να τηρηθούν μερικές διαδικασίες, που θα τον ανάγκαζαν να μείνει στο νησί για δυο ή τρεις ημέρες, όσο κι αν τις επίσπευδαν οι αρμόδιοι συνάδελφοί του, που ένιωθαν θαυμασμό για το κατόρθωμα του και κατανόηση για την αδημονία του, να δει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τους γονείς του!...
Όμως η καρδιά του Μιχάλη ήταν τόσο γεμάτη, που δε χωρούσε ού-τε ίχνος αδημονίας, προσμονής ή κάποιου άλλου συναισθήματος!... Για κανέναν δεν ενδιαφερόταν, δεν ασχολιόταν με τίποτα! Έβαζε όλες τις υπογραφές που του ζητούσαν να βάλει, χωρίς να διαβάζει τι υπογρά-φει!... Μετά ανηφόριζε το μονοπάτι που ανέβαινε στο ύψωμα πάνω από την πόλη και καθόταν σ’ ένα βράχο καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ατενίζοντας τα βουνά της ανατολής! Τα μακρινά πλέ-ον βουνά της πατρίδας του! Έτσι  τα ένιωθε!... Μ’ αυτή τη φράση ήσαν χαραγμένα μέσα στην καρδιά του!... Κι έτσι όπως τα τύλιγε η πάχνη του πελάγους έμοιαζαν με όνειρο ενός μικρού παιδιού! Ή ενός μαραζο-μένου αγγέλου!... 
Όταν σουρούπωνε, έπαιρνε το μονοπάτι του γυρισμού. Την ώρα που έφτανε στην πόλη, η ταβέρνα που ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο του ήταν άδεια από φαντάρους και πολίτες και αυτό του άρεσε, γιατί έτρωγε το φαγητό του ήσυχος, αφοσιωμένος στις σκέψεις του, χωρίς κανείς να τον ενοχλεί με τις καθιερωμένες πια ερωτήσεις και να τον αναγκάζει να δίνει πάντα τις ίδιες απαντήσεις για να ικανοποιήσει την περιέργειά τους… Μετά, έπινε το κρασί του και παραδινόταν στις φαντασιώσεις του, σα να ταξίδευε πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί ανάμεσα στα σύννεφα, που έπαιρναν το σχήμα του δικού του κόσμου και ξα-ναέφερναν μπροστά του τις αγαπημένες στιγμές!... Κι όταν ερχόταν η ώρα του βραδινού φαγητού, που η ταβέρνα γέμιζε από τους ενοχλητι-κούς συναδέλφους του, εφοδιαζόταν με μια νταμιτζάνα γεμάτη και α-νέβαινε στο δωμάτιό του… 
Εκεί, χωμένος μέσα στην απόλυτη μοναξιά, έπλαθε με τη σκέψη του διάφορες ιστορίες! Προσπαθούσε να φανταστεί, πώς περνούσε τις με-ρες της στην Άγκυρα, την έβλεπε να μιλά με τις συμμαθήτριές της, να επισκέπτεται τα υπουργεία και να ψάχνει να βρει κάποιον τρόπο να περάσει στην Ελλάδα, για να έρθει να τον βρει!... Την έβλεπε να κινεί-ται ανάμεσα σε άλλους άντρες, που την κοιτούσαν με τα μάτια τα δικά του και η καρδιά του πονούσε στη σκέψη ότι ίσως κάποιος απ’ αυτούς να την έκανε να τον ξεχάσει!...       
Όμως ξαφνικά βρισκόταν σ’ αυτό το ίδιο ξενοδοχείο μετά από ένα μήνα, με το διαβατήριο για την Τουρκία στην τσέπη του, να περιμένει με αγωνία πότε θα ξημερώσει, για να πάρει το καραβάκι για το Κουσά-ντασι, το τραίνο για τη Σμύρνη και μετά, στη Άγκυρα στο δωμάτιό της απέξω έτοιμος να της χτυπήσει την πόρτα!... Περιμένει λίγα δευτερόλε-πτα, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες… η καρδιά του πεταρίζει, όμως της χτυπάει! Μια, δυο, τρεις φορές …ακούγονται από μέσα βηματά-κια.
-Ποιος είναι;
-Κούκλα μου! Αγάπη μου! Εγώ είμαι! Ο Μιχάλης!
-Αχ θεέ μου! Μιχάλη μου!...
Ανοίγει η πόρτα… Και να!... Η θεά του μπροστά στην αγκαλιά του! Ο ήλιος που ανέτειλε μετά από τόσους μήνες απόλυτου σκοταδιού!... Πέφτει στην αγκαλιά του! Κλαίει με λυγμούς τρέχουν δάκρυα και από τα δικά του τα μάτια! Τη σφίγγει δυνατά πάνω του! Τη φιλά στο λαιμό! Στα χείλη! Μένουν στα χείλη!... Ώρες! Ώρες ολόκληρες μένουν στα χείλη…     
Η νταμιτζάνα κοντεύει ν’ αδειάσει. Πρέπει μόλις φτάσει να βρει έναν
τρόπο να μάθει την τούρκικη γλώσσα! Θα ασπαστεί τη μουσουλμανι-κή θρησκεία και θα παντρευτούν!... Θα δουλέψει εκεί… Μπορεί κάτι να σπουδάσει κιόλας… Νιώθει μιαν απέραντην ευτυχία τώρα! Έτσι θα γίνουν τα πράγματα! Και πολύ σύντομα μάλιστα!...
…Κι εκείνο το πρωινό πλύθηκε, ξυρίστηκε ντύθηκε και αφού επέσ-τρεψε την άδεια νταμιτζάνα στον ταβερνιάρη, πέρασε όπως κάθε πρωί από το διοικητήριο. Όταν τον είδαν, του είπαν χαρούμενοι ότι τα χαρ-τιά του ήσαν έτοιμα και μπορούσε το ίδιο βράδυ να αναχωρήσει για τον Πειραιά. Δεν έδειξε κανέναν ενθουσιασμό κι αυτό έκανε τους συ-ναδέλφους του να κοιταχτούν μεταξύ τους με απορία. Εκείνος βέβαια, χωρίς να δώσει καμιά σημασία σ’ αυτό, τους αποχαιρέτισε έναν - έναν μ’ ένα χαμόγελο πικρό, πήρε τα χαρτιά του και το φύλο πορείας και γύρισε στο ξενοδοχείο… Ετοίμασε τη βαλίτσα του και ξεκίνησε για την καθιερωμένη του βόλτα…
Ήρθε και το βράδυ, μέσα στο πλοίο, το μακρόσυρτο τριπλό καθιε-ρωμένο από παλαιά, βραχνό σφύριγμα και το παγερό αιγαιοπελαγίτι-κο αεράκι, καθώς τα ισχνά φώτα της μικρής πόλης απομακρύνονταν, για να χαθούν πολύ σύντομα, πίσω από τα βουνά του νησιού… Μερι-κοί άγνωστοι φαντάροι τον φώναξαν στην παρέα τους. Τον γνώριζε πολύς κόσμος και αυτό δεν του άρεσε… Πάντως πήγε και κάθισε για λίγο στο σαλόνι μαζί τους, έμαθε και μερικές λεπτομέρειες από τη δίκη και καταδίκη των έξι, που θεωρήθηκαν οι φυσικοί αυτουργοί και άμε-σοι υπεύθυνοι της τραγικής καταστροφής ενός ολόκληρου λαού, και μετά αποσύρθηκε, αφού αγόρασε ένα μπουκάλι μπράντι να το πιεί μα-ζί με τη Γιούλυ του στην καμπίνα τους!... Χαμογέλασε μέσα του μ’ αυ-τή του τη σκέψη. Θεέ και Κύριε… Να τον περίμενε στην καμπίνα του αυτή η γυναίκα!...
Το Ικάριο ήταν ανταριασμένο! Έβαλε το πρώτο ποτό του, άναψε τσιγάρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι… Τώρα που είχε ανοιχτεί μεσοπέλα-γα το πλοίο κλυδωνιζόταν πολύ! Ο θόρυβος της μηχανής κάθε τόσο ανακατευόταν με το σπάσιμο των κυμάτων πάνω στο τοίχωμα της καμπίνας, σα να αγωνιζόταν να ανοίξει κάποιο ρήγμα και να μπει μέσα να ζεσταθεί!... Φαντάστηκε σε μια στιγμή, να δει μπροστά του το τοί-χωμα να σπάει, να ανοίγει και ένα τεράστιο κύμα να πλημμυρίζει την καμπίνα του! Άθελά του ο νους ταξίδεψε πριν από τέσσερις μέρες στο πέρασμα του στενού και στην τεράστια δύναμη του θαλάσσιου ρεύμα-τος, που λίγο έλειψε να τους παρασύρει και να τους πνίξει! Πόσον κα-ταστροφικές δυνάμεις κρύβει μέσα της η θάλασσα… Όση γλύκα κι αν δίνει σε άλλες στιγμές, σε στιγμές ηρεμίας και γαλήνης!
Στη σκέψη του ήρθε η τεράστια μυϊκή δύναμη της Γιουλμπαχάρ! Έ-τσι την έβλεπε και την αξιολογούσε εκείνη τη στιγμή: Τεράστια μυϊκή δύναμη! «Πόση δύναμη είχε θεέ μου αυτό το κορίτσι!» Σκέφτηκε. Έφε-ρε στο νου, την πάλη του μαζί της πάνω στο κρεβάτι και χωρίς καλά - καλά να το καταλάβει, τη συνέκρινε με τη δύναμη του θαλασσινού ρεύματος στο στενό πέρασμα της Σάμου!... Όταν τον έβαζε κάτω και έπεφτε πάνω του δυσκολευόταν να πάρει αναπνοές, δεν μπορούσε να την κουμαντάρει, σαν να πάλευε με ένα μυστηριώδη εχθρό, που ενώ μπορούσε να του κάνει κακό γιατί ήταν πολύ δυνατός, δεν του έδινε κανένα χτύπημα! Αντίθετα! Του προσέφερε απέραντη γλύκα!... Και κάθε τόσο η αγριότητά της έφτανε στον κατακόρυφο οργασμό, που τους στριφογύριζε και τους δυο στη δίνη του, στην παραζάλη της υπέρτατης ευδαιμονίας και τώρα σκέφτεται, ότι αν ήθελε σ’ αυτές τις στιγμές, θα μπορούσε να τον πνίξει, να του κλείσει την αναπνοή, ή να του κάνει κάποιο άλλο κακό, με τα στήθη της ή τους γοφούς της, χωρίς αυτός να μπορέσει όση δύναμη και να βάλει να ελευθερώσει την αναπνοή του από το σφιχταγκάλιασμα της!... 
Το ίδιο τώρα έκανε και η θάλασσα! Κάθε τόσο ηρεμούσε για μερικά δευτερόλεπτα και κατόπιν το κύμα δυνάμωνε σιγά - σιγά ώσπου έφτα-νε στο ζενίθ της δύναμής του, τα χτυπήματα των κυμάτων πάνω στο τοίχωμα της καμπίνας είχαν φοβερή δύναμη σα να έφτανε κι αυτή σε οργασμό!... Μετά πάλι υποχωρούσε η δίνη αλλά ξαναρχόταν συνέχεια! αμέτρητες φορές!... Αχ αυτή η υπέροχη ανεπανάληπτη πάλη, που κρά-τησε μιαν ολόκληρη νύχτα!...          
Άργησε πολύ να κοιμηθεί!... Το μπουκάλι είχε σχεδόν αδειάσει από το περιεχόμενό του και αυτός ταξίδευε πια στους κόσμους της λήθης, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον στροβιλίζονται παίρνοντας το ένα τη θέση του άλλου, στα δαιδαλώδη μαρμαρένια αλώνια του συμπαντι-κού νου!... Τότε που το τέλος γίνεται αρχή και θυμάσαι το μέλλον σου σα να είναι παρελθόν σου!... Δεν ψάχνεις να βρεις το θάνατό σου! Γιατί τον ξέρεις! Τον έχεις ζήσει! Έχεις πολλές αναμνήσεις από αυτόν!... Ψά-χνεις απεγνωσμένα τα παιδικά σου χρόνια! Τον τόπο που γεννήθηκες και περιμένεις τον επόμενο στροβιλισμό για να φανερωθούν μπροστά σου, στην αλυσίδα της αιώνιας επιστροφής!...
Όμως, όταν έρθει ο ύπνος χωρίς όνειρα και ξυπνήσεις το πρωί, δε θυμάσαι τίποτα! Ότι έγινε την περασμένη νύχτα, σού το έχει αφαιρέ-σει ο Μορφέας, που έκτος των άλλων έχει και αυτήν την αποστολή: Να σου διαμορφώσει το πεδίο της συνείδησης έτσι, ώστε να παραδοθείς ακέραιος στην καινούργια μέρα, για να κλείσει αρμονικά και αυτός ο κύκλος της παρούσας σου ζωής και να μη βγεις από τη σιδηροτροχιά, που σε πάει γραμμή στο μεγάλο σκοπό…
Όταν ξύπνησε και ετοιμάστηκε, η μέρα ήταν πολύ προχωρημένη. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και πλησίασε στη δεξιά πλευρά του πλοίου, που φαινόταν η στεριά. Ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Άναψε τσιγάρο, ακούμπησε τους αγκώνες στην κουπαστή και κοίταγε αφηρημένα τα βουνά και τη θάλασσα. Περνούσαν μπροστά από το Σούνιο… Δυο δελ-φίνια έπαιζαν μπροστά του κάνοντας βουτιές δίπλα στο πλοίο, αλλά αυτός δεν τα είχε προσέξει!... Προσπαθούσε να θυμηθεί τι σκεφτόταν τη χθεσινή νύχτα, ιδίως την τελευταία ώρα πριν να τον πάρει ο ύπνος, γιατί ήταν σκέψεις παράξενες και ήθελε οπωσδήποτε να τις ξαναφέρει στο μυαλό του… Αλλά δεν μπορούσε να το καταφέρει!... Δε θυμόταν απολύτως τίποτα!... Μια παρέα εγκαταστάθηκε σε πολύ κοντινή α-πόσταση πίσω του κάνοντας πηγαδάκι και μιλώντας δυνατά, παρέσυ-ρε τη σκέψη του στο πουθενά…
Σε λίγο θα έφταναν στον Πειραιά. Θα έπαιρνε το λεωφορείο και θα πήγαινε να βρει τα καημένα τα γερόντια του. Είχε να μάθει νέα τους σχεδόν ένα χρόνο! Τι να έκαναν άραγε; Θα ήσαν καλά στην υγεία τους; Είχε πια φτάσει στο τέλος το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του, που λέγε-ται πόλεμος και γέννησε ένα τρισχαριτωμένο αγγελούδι: Την καθαυτό ενσάρκωση της ιδέας της αγάπης…
 
Όταν ο Ναζίμ έστριψε στη γωνία ένιωσε μιαν τέτοιαν ανακούφιση που κατάφερε να μην κάνει καμιά τρέλα μπροστά στη Γιουλμπαχάρ με τόσο κρασί που είχε πιει και τόσο πάθος που ένιωθε γι αυτήν, ώστε ακούμπησε στον τοίχο και πήρε μερικές βαθιές ανάσες ανακούφι-σης… Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα σπουδαίο αυτό το κατόρθωμά του, αφού το μεγαλύτερο πρόβλημά του ήταν ο α-νεκπλήρωτος έρωτας που ένιωθε γι’ αυτήν, αφού εξακολουθούσε να έχει την αίσθηση, ότι ανήκε σε κάποιον άλλον!...
«Αχ βρε Ναζίμ!...» Είπε στον εαυτό του. «Ίσως να φταίει αυτό που νιώθεις!... Ο φόβος σου γι’ αυτήν! Ο φόβος σου μήπως τη χάσεις! Ίσως και να μην υπάρχει κανένας άλλος στη ζωή της…»  Έβαλε τα χέρια με-σα στις τσέπες του και προχώρησε σκυφτός με αργό βήμα προς το σπί-τι του.
Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, ήρθε η μητέρα του και τον ξύ-πνησε, για να γευματίσει μαζί τους. Δεν είχε κοιμηθεί όλην τη νύχτα. Το μυαλό του σκορπιζόταν σε διάφορες εικασίες και σενάρια. Είχε ξημερώσει πια η μέρα όπως τον πληροφόρησε το ανοιχτό του παράθυ-ρο, όταν βυθίστηκε στον ύπνο χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και πήγε στην τραπεζαρία, όπου βρή- κε τον πατέρα του να τον περιμένει. Η καλημέρα του Ναζίμ ήταν βαριά γιατί μόλις είχε ξυπνήσει. Αλλά του πατέρα η καλημέρα; Γιατί ήταν πιο βαριά ακόμη; Άργησε τάχα να ξυπνήσει κι αυτός; Τέλος πάντων… Τι τον ένοιαζαν τώρα αυτόν οι βαριές καλημέρες του ενός και του άλ-λου!... Εδώ είχε βαρύνει η ίδια του η ζωή και έπρεπε να δει πώς θα την κουμαντάρει πια… και θα κάθεται ν’ ασχολείται με τους βαρετούς χαι-ρετισμούς των άσχετων; Κάθισε στη θέση του σιωπηλός. Η μητέρα όρ-θια ετοίμαζε το τραπέζι, στολίζοντάς το με διάφορα πιάτα, ορεκτικά και εδέσματα. Ο Ναζίμ βαρύθυμος άρχισε να τσιμπολογάει γιατί πει-νούσε πολύ.
-Ξεμέθυσε το πουλάκι μου;
Ήταν η μαμά που μίλησε μ ’αυτή την προσποιητή τρυφερότητα. Ο Ναζίμ γύρισε αιφνιδιασμένος και την κοίταξε. Που ήξερε ότι χθες το βράδυ είχε πιει λίγο παραπάνω;
-Ε καλά… Χθές μπλέξαμε με τους Γιουσούφηδες… Κι όταν βρεθείς παρέα μ’ αυτούς… το καλαμπούρι και το κρασί πάνε μαζί, όπως το ψωμοτύρι…
Της απάντησε δήθεν χαμογελώντας.
-Ααα με τους Γιουσούφηδες!... Μάλιστα…
Απάντησε η γυναίκα με φανερή δόση ειρωνείας στη φράση και το ύφος της. Ο Ναζίμ κατάλαβε ότι δεν ωφελούσε σε τίποτα το να εξα-κολουθεί να προσποιείται, γιατί ήταν φως φανάρι ότι είχε κάποιον αυτόπτη πληροφοριοδότη και προτίμησε να μη μιλήσει, αλλά έσκυψε στο πιάτο και εξακολουθούσε να τρώει σιωπηλός. Όμως η μαμά συ-νέχισε το στρίμωγμά της:   
-Και ποια ήταν η μορφονιά που μέθαγες και γλεντοκοπούσες μαζί της μέχρι το πρωί;
-Μια φοιτήτρια αρχαιολόγος που ήρθε για δουλειά στις αρχαίες κο-λώνες και γνωριστήκαμε τυχαία…
Της απάντησε χωρίς να επιχειρήσει να κρύψει τη δυσανασχέτησή του για το αδιάκριτο ενδιαφέρον της μητέρας του.
-Αα κατάλαβα!…  Και μετά τη δουλειά της το ρίχνει στο γλέντι με τον πρώτο τυχόντα!... Και πότε τελειώνει τη δουλειά της;
-Την τέλειωσε και έφυγε σήμερα το πρωί…  
Κάτι σαν ανακούφιση ελάφρυνε τη σκέψη των δύο γονιών μετά α-πό αυτήν την τελευταία απάντηση του γιου τους, αλλά ο ίδιος και μό-νο που την πρόφερε, ένοιωσε το παγωμένο σύννεφο της απόγνωσης του χωρισμού να τυλίγει την καρδιά του. Τέλειωσε το φαγητό και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του για να ετοιμάσει τη βαλίτσα του. Αύριο θα έφευγε για την Πόλη. Δεν ήξερε πώς θα αισθανόταν εκεί, αλλά εδώ, δεν τον σήκωνε πια ο τόπος…    
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, μέσα στο τραίνο, άρχισε να αισθά-νεται κάπως πιο ξεκούραστη την ψυχή του! Ήταν η εναλλαγή των το-πίων που την παρέσυρε να ξεκολλάει από το σαράκι που την έτρωγε και να  ξεγελιέται κάπως, όταν όμως έφτασε στο δωμάτιό του και ακούμπησε τη βαλίτσα του δίπλα στο ντουλαπάκι, ένιωσε τους τέσ-σερις τοίχους να κλείνουν και να τον συνθλίβουν αργά και βασανιστι-κά!... Σηκώθηκε πλανταγμένος και βγήκε έξω στο δρόμο, χωρίς να έχει στο μυαλό του κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή  προορισμό. Προχωρούσε στην τύχη χωρίς να σκέφτεται τίποτα… Και μόνον όταν τα βήματά του τον οδήγησαν, μάλλον από συνήθεια – έτσι το αιτιολό-γησε μες το μυαλό του -  μπροστά στο διαμέρισμα της Εμινέ την έφερε στο μυαλό του και τάχυνε το βήμα να απομακρυνθεί, στη σκέψη ότι ίσως να τύχαινε να την συναντήσει!...
Είχε να την δει μερικές μόνο μέρες αλλά όλα είχαν αλλάξει μέσα του γι αυτήν και έπρεπε να της το πει. Του ήταν όμως τόσο δύσκολο!... Πώς θα πλήρωνε με θλίψη, όλα όσα του είχε προσφέρει με την παρου-σία της στη ζωή του, τόσους μήνες που έκαναν παρέα!... «Ευτυχώς που δεν είχαμε ολοκληρωμένες σχέσεις» σκέφτηκε. Τότε θα βρισκόταν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση μια και θα του ήταν σχεδόν αδύνατο να της πει, ότι ήθελε να χωρίσουν και θα αναγκαζόταν να ζει δίπλα της και να σκέφτεται άλλην!... Στη σκέψη αυτή ένιωσε κάτι που έμοιαζε με απέ-χθεια… Όταν γύρισε στο δωμάτιό του ήταν γεμάτος από τη Γιουλμπα-χάρ!... Με λίγο απ’ αυτό που πλημμύριζε όλο του το είναι, πότισε ένα κομμάτι χαρτί, το τύλιξε σ’ ένα φάκελο και το έστειλε στη διεύθυνση που του είχε δώσει…
Την άλλη μέρα στη σχολή ήταν παρών μόνο σωματικά! Το παράξενο ήταν, ότι δεν τον εμπόδιζε καθόλου ο ρυθμικός βόμβος της φωνής του καθηγητή, που μιλούσε συνέχεια παραδίδοντας το μάθημα, να φέρνει μπροστά στα μάτια του τη Γιουλμπαχάρ και να την ακούει να του μι-λάει με τις χαρακτηριστικές κινήσεις του προσώπου, των χεριών και του σώματός της ακόμα, που τόσο τον γοήτευαν! Και γίνονταν τόσο συναρπαστικές και απολαυστικές οι παραδόσεις, που τις παρακολου-θούσε ανελλιπώς και με μεγάλη του ευχαρίστηση!...  
Είχαν περάσει λίγες μέρες αφότου γύρισε από το χωριό του στα μα-θήματά του και απόφευγε να τρώει στη λέσχη για να μη συναντήσει την Εμινέ, περιμένοντας και καθυστερώντας τη στιγμή της εξήγησής του για τη νέα κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί, μήπως και κάτι συμβεί ή κάτι καινούριο σκεφτεί, για να αμβλύνει την ένταση της στιγ-μής του χωρισμού τους. «Ποιος ξέρει;» σκεφτόταν «ίσως να είχε γίνει κάτι και στη δική της τη ζωή κατά τη διάρκεια των διακοπών, που να διευκολύνει κάπως τα πράγματα!...»
Εκείνο το μεσημέρι, βγήκε από το εργαστήριο σχολώντας και κα-τευθύνθηκε προς την αυλόπορτα της σχολής περνώντας από ένα χαλι-κόστρωτο δρομάκι του μικρού πάρκου που στόλιζε την αυλή, σκυ-φτός, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, την τσάντα του κάτω από τη μασχάλη και το βλέμμα καρφωμένο στη γη μπροστά στα πόδια του, όταν άκουσε τη φωνή τής Εμινέ να τον καλεί: 
-Ναζίμ!...
Σταμάτησε, γύρισε και την είδε να στέκεται όρθια μπροστά σ’ ένα παγκάκι μαζί με μια συμμαθήτριά της. Πήγε προς το μέρος τους και τις χαιρέτισε χαμογελαστός.
-Γεια σας!... Πώς περάσατε στις διακοπές;
-Μμ! Έτσι κι έτσι…
Απάντησε ή συμμαθήτρια.
-Πλήτταμε!... Εσύ; Πέρασες καλά;
Του απάντησε η Εμινέ χαμογελώντας του κι αυτή πρόσχαρα.
-Ε, όχι και τόσο! Τον περισσότερο καιρό έπληττα κι εγώ. Απάντησε ο Ναζίμ αδιάφορα, στρέφοντας το βλέμμα, αφηρημένα προς την αυ-λόπορτα.
-Πότε γύρισες;
Τον ρώτησε η Εμινέ καρφώνοντας βαθειά μέσα στα μάτια του, το μελαγχολικό της βλέμμα.
-Πριν από τρεις μέρες. Της απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια και έσκυψε το κεφάλι. Η Εμινέ ένιωσε την ανάγκη να τον ρωτήσει:
-Γιατί δεν τρως στη λέσχη όπως άλλοτε;
Πώς ειπώθηκε αυτή η ερώτηση; Πώς ήχησε; Ήταν ερώτηση; Πα-ράπονο; Κακό προαίσθημα; Ή τραγούδι θλιβερό; Κι αυτός; Τι να της απαντήσει; Ότι ήθελε να αναβάλει την όποια συνάντησή του μαζί της; …Θα μπορούσε να βρει και να της πει κάποια δικαιολογία… Ότι είχε και τον πατέρα του… Όμως, δεν ένιωθε ικανός να της πει ψέμα!... Άλλωστε, αν άρχιζε μ’ ένα ασήμαντο ψέμα για να μην τη στενοχωρή-σει, πώς θα μπορούσε να προχωρήσει, στη σημαντική αλήθεια που θα την πλήγωνε πολύ περισσότερο; Τις σκέψεις του πρόλαβε και διέκοψε η συμμαθήτρια:
-Εμένα παιδιά να με συγχωρείτε, γιατί φιλοξενώ τους δικούς μου για λίγες μέρες και πρέπει να είμαι κοντά τους για το μεσημεριανό φαγη-τό. Θα σας δω αύριο. Γεια σας…
Είπε και απομακρύνθηκε βιαστική. Όταν έμειναν μόνοι τους ένιω-σαν ο καθένας, τούς δικούς του προβληματισμούς να έρχονται σε α-ντίθεση με τη σκέψη του άλλου και απόμειναν σιωπηλοί, γιατί κανέ-νας από τους δυο, δεν τολμούσε να προβάλει τις σκέψεις του στον άλλο!... Ο Ναζίμ προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί νοερά και αντίκρισε τούς δυο τους… από απόσταση!... Είδε λοιπόν ένα δυστυχισμένο πλά-σμα, τον εαυτό του, να είναι έτοιμο να ακτινοβολήσει την αύρα της δυστυχίας του, σε ένα άλλο, αγνό πλάσμα, που δεν είχε κανένα φταίξι-μο για  οτιδήποτε συνέβαινε στον ίδιον!... Ήταν αυτό νομοτελειακή δι-καιοσύνη; Ή ανθρώπινη αδικία;
Η Εμινέ, με την αναπάντητη ερώτησή που είχε κάνει, να της κεντά την καρδιά, περίμενε κάτι από το νέο που είχε διαλέξει ανάμεσα σε το-σους άλλους… Κάτι …που όμως αργούσε!... Και όσο πέρναγαν οι στιγ-μές, μετέωρες, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τόσο τα όμορφα μεγά-λα μαύρα μάτια της σκοτείνιαζαν, το κορμί της τύλιγε η παγωνιά της απόρριψης και τα πόδια της αρνιούνταν να αποδεχτούν τη ζωντάνια της ζωής και τη νεανική τους υπόσταση! …Κάθισε στο παγκάκι που βρισκόταν πίσω της…   
Το μεσημέρι ήταν προχωρημένο. Ο χώρος γύρω τους είχεν αδειάσει από τους φοιτητές, που μόλις τέλειωσε και το τελευταίο τους μάθημα έφυγαν βιαστικοί κατά παρέες για το μεσημεριανό φαγητό κι έτσι α-πόμειναν πια τελείως μόνοι τους, με την επιφόρτιση να λύσουν τα προαιώνια μυστηριακά προβλήματα, που από την φύση τους θα πα-ρέμεναν για πάντα άλυτα όσο και να κρατούσε η ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη…
Τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά της είχαν καλύψει το σκυμμένο της πρόσωπο. Είχε ανάψει τσιγάρο και το κάπνιζε ακουμπώντας τους αγκώνες της στα ανοιγμένα της πόδια. Το φουστάνι της είχε σηκωθεί ψηλά και άφηνε να φανεί το τρυφερό καλλίγραμμο γόνατό της, ενώ ο άντρας εξακολουθούσε πάντα να στέκεται ορθός, περιμένοντας… τη θεία πρόνοια!...
Η Εμινέ, περίμενε κι αυτή… Και περιμένοντας, το τσιγάρο της έσβη-σε, τα γόνατά της άνοιξαν ακόμα πιο πολύ, οι αγκώνες της βυθίστη-καν ανάμεσα στους μηρούς της, το φουστάνι της τραβήχτηκε κι αυτό ψηλότερα και όλο το σώμα της, τρανταζόταν, σα να παρακαλούσε για κάτι απροσδιόριστο, κάποιον, που θα είχε την τύχει, να βρεθεί δίπλα της!... 
-Εμινέ!...
Της είπε ο νέος τρυφερά. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι και τον κοί-ταξε με βλέμμα που κρεμόταν από τα λόγια του, σκουπίζοντας μερικά δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Αυτός συνέχισε:
-…Θέλεις να πάμε στο ταβερνάκι που με μάγεψε, σ’ αυτό που γευ-ματίζω τελευταία, να δεις πόσο θα σου αρέσει και σένα;
Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι καταφατικά και σηκώθηκε.
-Ναι! Το θέλω…
Η ταβέρνα που έτρωγε τις τελευταίε ς μέρες ο Ναζίμ ήταν πραγματι-κά υπέροχη! Χτισμένη σε ύψωμα, είχε θέα πανοραμική το Βόσπορο και την Προποντίδα σε μεγάλη έκταση, ενώ το περιβάλλον μέσα στην αί-θουσα ήταν διακριτικό και στολισμένο με παραδοσιακό ρυθμό, ώστε ο νεαρόκοσμος που συνήθως μαζευόταν εκεί, ξεχνούσε τη φυσική δειλία σαν πρωτόβγαλτος στη ζωή και μπορούσε να διασκεδάσει με όλην του την άνεση και έμπνευση.
Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και μέχρι να έρθει ο σερβιτόρος να το καθαρίσει από τα υπολείμματα των προηγούμενων πελατών, κοιτούσαν έξω και πιο πολύ η Εμινέ, που την είχε θαμπώσει η ομορφιά του τοπίου. Κάθε τόσο γυρνούσε προς το μέρος του σχολιά-ζοντας και δείχνοντας στο φίλο της τα διάφορα γνωστά και στους δύο κτήρια, πάρκα και πλατείες που έβλεπαν από ψηλά, σα να κοιτούσαν σ’ ένα μπροστά τους απλωμένο χάρτη… Κι όμως… παρά το ότι ένιωθε άνεση δίπλα στο αγόρι της, σε ένα μέρος πολύ πιο όμορφο από τη βλο-συρή τραπεζαρία της φοιτητικής λέσχης, κάθε τόσο αισθανόταν σαν τσίμπημα μέσα της, ένα δυσάρεστο αίσθημα, από κάτι που πλανιόταν ανάμεσά τους και τους χώριζε… 
Η ατμόσφαιρα σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος δεν εξελισσόταν το-σο θερμή όσο θα περίμενε η Εμινέ, παρά τις δικές της προσπάθειες, που της φαινόταν ότι δεν τύχαιναν ανταπόκρισης από αυτόν που κα-θόταν απέναντί της, σ’ ένα μέρος που δεν υπήρχαν άλλοι γνωστοί τους, αλλά της θύμιζε τη συμπεριφορά του ενός προς  τον άλλο στο περιβάλλον της φοιτητικής λέσχης, όπου τηρούσαν όλα τα προσχήμα-τα! Γιατί; Αναρωτήθηκε. Αυτή είχε όλην την διάθεση να ενδώσει σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία του συνοδού της, είτε εκδήλωνε τρυφερό-τητα είτε ερωτική διάθεση! Αυτός όμως ευγενικός και περιποιητικός απέναντί της, δεν της είχε αγγίξει ούτε το χέρι!...
Αυτό, επιδρούσε σιγά – σιγά ανασταλτικά στο κλίμα της συντρο-φιάς τους και έκανε και την ίδια πιο επιφυλακτική στις πρωτοβουλίες της. Ένοιωσε το δυσάρεστο συναίσθημα, ότι αν συνέχιζε έτσι, ίσως να ξεπερνούσε κάποιο ακαθόριστο σ’ αυτήν όριο και να γινόταν πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε διαχυτική και στο τέλος ενοχλητική, με αυτού του είδους τις εκδηλώσεις της αντίδρασής της!...
Κάθε άλλο παρά την είχε συνηθίσει σε τόσον αβρή και  μελιστάλα-κτη συμπεριφορά και διαγωγή! Ήταν πάντα τόσο τολμηρός κι ορμη-τικός, που ορισμένες φορές που βρίσκονταν μόνοι τους σε ερημικά μέρη, με δυσκολία τον συγκρατούσε στην ερωτική του επιθυμία, που αν ενέδιδε κι αυτή, ίσως οι σεξουαλικές σχέσεις τους να είχαν φτάσει στην ολοκλήρωση. Μήπως τώρα ήρθεν ο καιρός να δικαιωθεί αυτή, που δεν εμπιστευόταν τη σχέση τους; Η επιφυλακτικότητά της να του δοθεί ολοκληρωτικά, μήπως τελικά ήταν σωτήρια γι’ αυτήν, γλυτώνο-ντάς την από τη συμβίωση με έναν επιπόλαιο συναισθηματικά χαρα-κτήρα; Μήπως βρήκε κάποιαν άλλη γυναίκα που του δόθηκε με το πρώτο και τον έχει πια μαγέψει η σεξουαλική πράξη μαζί της; Μήπως αν του είχε δοθεί πιο πριν αυτή, θα τον εμπόδιζε να επιθυμήσει αυτήν την υποτιθέμενην άλλη και θα τον κρατούσε για πάντα δικό της; Πώς να απαντήσει το γλυκό άβγαλτο κοριτσάκι σ’ αυτά τα ερωτήματα, που ήσαν φτιαγμένα μόνο για να βασανίζουν τους νεαρούς ερωτευμέ-νους ανθρώπους, μια και  δεν είχαν απαντηθεί από κανέναν σοφό πά-νω στη γη, στους αιώνες τους άπαντες…
Αυτός που έβλεπε όμως σήμερα… σκεφτόταν η Εμινέ, δεν ήταν ο παλαιός Ναζίμ!... Εκείνος που ήξερε μέχρι τώρα… Αυτός που είχε μπροστά της τώρα, αυτή τη στιγμή, ήταν ένα ντροπαλό, δειλό, ευγενικό, φοβισμένο, ανέκφραστο, αναποφάσιστο ανθρωπάκι!...   Κάτι είχε πάθει ο φίλος της! Κάποια βασκανία, τού είχε κλειδώσει το νου!... 






                    5. Αλφειός και Αρέθουσα.
 
 
 
Όταν έφτασε στη μεγάλη πολιτεία, όλα τα βρήκε όπως τα είχε α-φήσει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει ρυθμό και η καθημερινότητα κυλούσε με μια σιγουριά, που τις πρώτες μέρες την ανακούφιζε, την ξεκούραζε από τις δυνατές συγκινήσεις που δοκίμασε τις τελευταίες μέρες στην αναζήτηση της διεξόδου για τη λύση στο πρόβλημά της, αλλά μετά από ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ολίγων ημερών, της προκα-λούσε πλήξη!... Επιδόθηκε λοιπόν στη μελέτη των μαθημάτων της, σε διάφορες έρευνες και εργασίες που φρόντισε να αναλάβει και μετατό-πισε το ενδιαφέρον της προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πρώτο βέβαια που έκανε ήτανε να γράψει γράμμα στο Μιχάλη και να του εξιστορεί όλα όσα πέρασε στο ταξίδι της μέχρις ακόμα και το όνειρο που είδε στο ξενοδοχείο του Κουσάντασι. Αλλά όταν δίπλω-σε το τεράστιο σεντόνι που ήταν το γράμμα της και το έβαλε στο φά-κελο, αυτός σκίστηκε από τον μεγάλο όγκο του και σκέφτηκε ότι και μεγαλύτερο φάκελο αν χρησιμοποιούσε θα κινούσε υποψίες ότι περιέ-χει χαρτονομίσματα και θα το άνοιγαν, με αποτέλεσμα να το πέταγαν και να μην έφτανε ποτέ στον προορισμό του! Έτσι προτίμησε να το φυλάξει, για να του το δώσει η ίδια στα χέρια του, όταν θα τον συνα-ντούσε στην Αθήνα και του έγραψε άλλο γράμμα πιο μικρό ζητώντας του να την περιμένει στο σπίτι του στην Αμφιάλη, γιατί δε θα μπορού-σαν να ζήσουν στη χώρα της, όπως φανταζόταν ότι θα ζούσαν στην Ελλάδα…    
Ένα πρωινό, στην είσοδο του τμήματός της, συνάντησε τον Οζάλ με δυο συμμαθητές της να συζητούν. Η Γιουλμπαχάρ αφού τους χαιρέτι-σε μ’ εγκαρδιότητα κυρίως τον Οζάλ που είχε αρκετές ημέρες να τον δει, κανόνισε να συναντηθούν το μεσημέρι για φαγητό και μπήκε στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσει την παράδοση…
Στη φοιτητική λέσχη η Γιουλμπαχάρ γευμάτιζε παρέα με τον Οζάλ και δυο φίλους τους… Αισθανόταν άνετα καθώς άκουγε τους αμέρι-μνους νέους να φλυαρούν για διάφορα θέματα που της προκαλούσαν μέτριο ενδιαφέρον γύρω από τις υποχρεώσεις τους, τα μαθήματα και τον τρόπο της εξέτασής τους από μερικούς εκκεντρικούς καθηγητές και πώς θα τους ξεγελάσουν για να περάσουν το μάθημα με όσο το δυνατόν λιγότερο διάβασμα!... Ο Οζάλ ήταν μεγαλύτερος και μιλούσε λιγότερο απ’ όλους… Γιατί, ήταν στη λέσχη αυτός; Εφ’ όσον είχε την οικογένειά του στην πόλη, γιατί προτιμούσε να τρώει πάντα παρέα με τη Γιουλμπαχάρ;
Σε καθέναν που ενδιαφερόταν για την Γιουλμπαχάρ, ήταν φως φα-νάρι ότι κάτι έτρεχε ανάμεσά τους! Τον Οζάλ δεν τον απασχολούσαν οι σκέψεις τους και τα κουτσομπολιά τους! Άλλα ήσαν τα προβλήματα που ζητούσαν τη λύση τους μέσα στο μυαλό του. Άλλωστε δεν είχε να δώσει σε κανέναν λογαριασμό… Παράλληλα όμως, εξυπηρετούσαν και την κοπελιά! Γιατί δεν την ενοχλούσαν πια και τόσο πολύ διάφοροι συμφοιτητές της με τις προτάσεις τους να τη συνοδεύουν και με τις προσπάθειές τους να ανοίξουν μαζί της κάποια συζήτηση και να της κάνουν παρέα. Είχε κάπως ησυχάσει από τις πολλές ενοχλητικές πα-ρεμβάσεις στις δημόσιες εμφανίσεις της, στα αμφιθέατρα και στη φοι-τητική εστία.
-Πώς πέρασες στη Μόσχα; Πώς τα είδες τα πράγματα;
Ήταν η Γιουλμπαχάρ που άλλαξε τη συζήτηση, απευθυνόμενη προς τον Οζάλ.
-Καλά τα πέρασα. Είδα κι άκουσα πολλά… Αλλά τι να σου πω; Τώρα τα πράγματα έχουν κάπως στρώσει και η καθεστωτική αλλαγή αρχίζει και βρίσκει τους κανονικούς ρυθμούς της. Μέχρι πριν από λίγον καιρό επικρατούσε χάος απροσμέτρητο!... Ο Λένιν τότε αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις απόψεις του!... Οι δυτικές δυνάμεις δεν αφήνουν παιδί μου το ρωσικό λαό να διευθετήσει τα του οίκου του! Χρηματοδο-τούσαν και διοργάνωναν από την αρχή της επικράτησης της οκτωβρι-ανής επανάστασης, το δεκαοκτώ,  αντεπαναστατικούς πυρήνες για να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς! Της φεουδαρχίας!... Απόμαχοι στρατηγοί, έκπτωτοι… Νοσταλγοί του παρελθόντος! Της οπισθοδρό-μησης!...
-Και ο λαός; πώς και δεν τους απομονώνει;
-Ο λαός πεινάει! Πάει με όποιον του δώσει ένα κομμάτι ψωμί! Και αυτό το συδαύλισαν πάλι οι δυτικοί με τον οικονομικό αποκλεισμό της σοβιετικής Ρωσίας και τη μυστική και φανερή οικονομική βοήθεια προς τους διάφορους παράγοντες της αντίδρασης…
-Και τι γίνεται με τη ντόπια παραγωγή; Δε φτάνει για την εσωτερική κατανάλωση;
-Οι κουλάκοι και οι αστοί, αντιδρούσαν στην επαναστατική τακτική της ανακατανομής της γης και της κοινωνικοποίησης των μέσων πα-ραγωγής, ώστε να αποκτήσουν και οι ακτήμονες ένα κομμάτι γης για να θρέψουν τις οικογένειές τους! Αντιδρούν επίσης και στις μεθοδεύ-σεις της κυβέρνησης με νομοθετική ρύθμιση, ώστε η εργασία να μην είναι προϊόν εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο!...
-Και τα προϊόντα τι γίνονταν; Τι τα έκαναν; Με ποιο τρόπο δρούσαν οι αντιδραστικοί;
-Τα έκρυβαν στις αποθήκες και τ’ άφηναν να σαπίσουν!...
-Κατάλαβα!...
Είπε με φανερή απογοήτευση η Γιουλμπαχάρ. Και συμπλήρωσε:
-Κάνουν την πείνα σύμμαχό τους για να πνίξουν την επανάσταση!...
-Έτσι είναι Γιούλυ μου! Οι ταξικοί εχθροί είναι οι πιο χειρότεροι απ’ όλους τους εχθρούς!...
Απάντησε ο Οζάλ κουνώντας το κεφάλι… Όλοι οι παρευρισκόμε-νοι συμφοιτητές τους, παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση. Ο Οζάλ συνέχισε:
-Έτσι ο Λένιν εφήρμοσε τη νέα οικονομική πολιτική. Δηλαδή επέ-τρεψε στους κουλάκους να πουλάνε σε τιμές ελεγχόμενες από ειδικές επιτροπές εμπορευματικού ελέγχου όλα τα προϊόντα τους κι έτσι να αποκτούν κάποιο κέρδος! Δηλαδή κάνοντας μια φιλελεύθερη κλίση επέτρεψε σε κάθε προϊόν να αποκτήσει κάποια μικρή, ελεγχόμενη υ-περαξία…
-Άλλαξε δηλαδή το βασικότερο άρθρο του επαναστατικού μανιφέ- στου!...
-Δε γινόταν αλλιώς όπως υποστήριξε: Ο καπιταλισμός είναι κακός σε σχέση με τον σοσιαλισμό, αλλά οπωσδήποτε καλλίτερος από τον φεουδαρχισμό!... Και στη Ρωσία μέχρι τώρα είχανε μια από τις χειρότε-ρες μορφές του φεουδαρχισμού!... Ο τσιφλικάς είχε απόλυτο δικαίωμα πάνω στη ζωή και την τιμή των υποτακτικών του!... Έκανε λοιπόν στην πολιτική του, έναν έξυπνο ελιγμό: Αυτήν την προσωρινή φιλελεύ-θερη κλίση, μέχρι να αναπτυχθεί η βιομηχανία της χώρας και να τε-θούν κάτω από κρατικό έλεγχο οι μεγαλοπαραγωγοί των αγροτικών προϊόντων.
-Μεγαλειώδης η σκέψη του!...
Είπε η Γιουλμπαχάρ φανερά εντυπωσιασμένη. Και συνέχισε:
-Άλλωστε ο Μαρξ δε θεωρούσε τη Ρωσία και την ιδανικότερη χώρα για να αρχίσει να εφαρμόζεται η θεωρεία του. Ιδανικές, θεωρούσε χώ-ρες με πλούσια βιομηχανική ανάπτυξη και ισχυρό εργατικό δυναμικό. Όπως την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία…
-Ακριβώς…
-Πες μου Οζάλ: Αυτή η νέα οικονομική πολιτική έδωσε καρπούς; Απέδωσε γενικά;
-Ναι! Φαίνεται ότι ξεκίνησε να αποδίδει. Οι κρυφές αποθήκες φα-νερώθηκαν και τα τρόφιμα άρχισαν να πουλιόνται… Ο πολίτης είδε την οικογένειά του να χορταίνει, αλλά ταυτόχρονα και οι πυρήνες οι  αντεπαναστατικοί, σβήνουν ένας - ένας απ’ τον Κόκκινο στρατό!... Τον στρατό της προλεταριακής επανάστασης!...
-Πολύ ωραία! Η κατάσταση εξομαλύνεται σταδιακά… Να σε ρω-τήσω όμως και κάτι άλλο: Με τόσα προβλήματα ασφαλώς δε θα έ-βρισκαν το χρόνο και τα μέσα, ώστε να φροντίσουν και για τη λαϊκή παιδεία…
-Αντίθετα! Εδώ λάμπει το μεγαλείο της μαρξιστικής πραγματικότη-τας!
Είπε ενθουσιασμένος ο Οζάλ και συνέχισε:
-Η λαϊκή παιδεία είναι το πρώτο μέλημα των λαϊκών επιτροπών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση!... Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βαθειά αν-θρωπιστική και αξιολογική διαφορά ανάμεσα στην αστικού τύπου δημοκρατία και τον κομμουνισμό, δηλαδή το τελικό και οριστικό στα-διο που οφείλει να καταλήξει η σοσιαλιστική μεταβατικότητα: Η τελειοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και ποια είναι αυτή η διαφορά; Ενώ ο καπιταλισμός, δηλαδή η αστική δημοκρατία, θέλει τον απλό πολίτη αμόρφωτο και αστοιχείωτο, με μυαλό στείρο και ευκο-λόπιστο, δηλαδή κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη του οικονο-μικού παρασιτισμού και την οικοδόμηση της κοινωνικής ανισότητας, ο σοσιαλισμός θεωρεί τη λαϊκή παιδεία, τον στυλοβάτη της ίδιας του της ύπαρξης και φροντίζει ώστε και ο πιο ανειδίκευτος εργάτης να αποκτήσει ζηλευτή γενική μόρφωση ώστε να οικοδομήσει μια φιλοσο-φία, που θα τον κάνει άτρωτο στην παραπλάνηση που πάντα θα ε-πιχειρείται από τη μαύρη καπιταλιστική προπαγάνδα!...
Η Γιουλμπαχάρ ένοιωσε κάτι μέσα της να εξυψώνεται και να γεμίζει την ύπαρξή της, μετά από την τόσο εποικοδομητική συζήτηση της με τον Οζάλ. Σκεφτόταν πόσο χρήσιμο ήταν το ταξίδι του στη Μόσχα και πόσο θα βοηθιόταν ο λαός από την παρουσία τέτοιων ανθρώπων σαν αυτόν, στην πολιτική ζωή και την εξέλιξη της ηθικής τάξης στη χώρα της! Από σήμερα, ο θαυμασμός κι ο σεβασμός που αισθανόταν γι’ αυ-τόν τον άντρα είχεν αναβαθμιστεί φτάνοντας, πάνω από κάθε προη-γούμενη εκτίμησή της…
…Όταν η Γιουλμπαχάρ γύρισε στο δωμάτιό της νωρίς το απόγευμα την περίμενε το γράμμα του Ναζίμ…
«Γλυκιά μου Γιούλυ!...
»Μην απορείς για την προσφώνησή μου αυτή, γιατί νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να σε αποκαλώ έτσι, όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος, μάρτυρας, αυτού του παράλογου θάρρους μου, να σε νοιώθω μ’ αυτόν τον τρόπο!...
»Το δικαίωμα, το απέκτησα, από τότε που μπήκες μέσα στην ψυχή μου!... Μια τόσο ξαφνική και αναπότρεπτη εισβολή, που δεν μπόρεσα να αντιτάξω καμιά άμυνα, καμιά αντίσταση και επιφύλαξη!… Νιώθω νικημένος από την ύπαρξή σου! Ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε αυ-τόβουλα!... Απόλυτα εξαρτημένος από σένα, μια και η εμπιστοσύνη μου στην καρδιά και την ψυχή σου, είναι απεριόριστη!... Είδα τα πάντα γύρω μου, με τα μάτια της αλήθειας! Σαν παρουσίες! Γιατί έλαμψε ξαφ-νικά μπροστά μου η Ουσία!... Η ουσία της ζωής!... Και η λάμψη αυτή που με φώτισε, ήσουν εσύ!...  
»Τώρα, η ζωή μου κυλάει μέσα στην βασανιστική πλήξη, να περιμέ-νω ένα σημάδι από σένα. Ένα σου γράμμα, να μου λες να έρθω στην Ά-γκυρα, να σε συνοδεύσω σε μια βόλτα σε κάποιο πάρκο, σ’ ένα εστια-τόριο, σ’ ένα καφενείο και τις άλλες ώρες, να μείνω εκεί, περιμένοντας τις στιγμές που θα έρθεις να με δεις, όταν θα έχεις τελειώσει τα μα-θήματά σου και όλες τις άλλες υποχρεώσεις σου, που μπορεί να μη σταματούν, να μην εξαντλούνται μόνο, μέσα στις καθημερινές σου ασχολίες, αλλά να επεκτείνονται και σε βαθύτερες επιθυμίες που σου ζητά η καρδούλα σου. Γιατί υπάρχουν και αυτά που μας ζητά η καρ-διά, που τα θέλει όλα δικά της!...
»Όμως εγώ, θα περιμένω μόνος μου σε μια φωλιά, ένα σου νεύμα, ή ένα σου βλέμμα, που ίσως θα μπορέσεις να μου χαρίσεις, χωρίς να νιώσεις ότι προδίδεις την καρδούλα σου!... 
»Αυτά που σου γράφω δεν είναι, παρά μόνον η περιγραφή, ενός ποι-ήματος! Αυτό που μ’ έχεις κάνει να νιώσω, που είναι ένα με σένα την ίδια, είναι το ίδιο το ποίημα! Έτσι το αισθάνομαι μέσα στο νου μου… Ποίημα!... Ένα ποίημα που μπορεί να μεταμορφωθεί σε παραλήρημα αγάπης… 
»…Αν θα βρεθώ δίπλα σου, δε θα έχω καμία σχέση μ’ αυτόν που σου γράφει αυτά τα λόγια… Θα είμαι το ίδιο συγκαταβατικός όπως ήμουν εκεί!... Όταν σε είχα απέναντί μου στο εστιατόριο, στη βόλτα μας στην προβλήτα του λιμανιού, στο χορό σου, στο κλάμα σου, κα-θώς άκουγες τον αμανέ, στο παραπάτημά σου στο δρόμο, στον πόνο σου στο γόνατο, στη στήριξή σου πάνω στον ώμο μου, στον χαιρετι-σμό σου μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου σου, και στο φτερωτό φιλί σου, που έπεσε από τον ουρανό μου… Να ξέρεις: Θα είμαι το ίδιο ψύχραιμος και ακίνδυνος για σένα, όπως την άγρυπνη νύχτα του χωρι-σμού μας και τις μέρες που ζω με το όραμά σου, όλες τις μέρες μου… Θα σε κοιτάζω μόνο, θα πίνω την παρέα σου και θα είμαι ήσυχος, σαν το σφυγμό ενός νεκρού!...» 
Η Γιουλμπαχάρ δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε κάτω από το μα-ξιλάρι της. Στην αρχή ένιωσε μέσα της ευαρέσκεια ανάμικτη με κού-ραση!... Σιγά - σιγά όμως τα συναισθήματά της έγιναν πιο έντονα, ώ-στε να μετατραπούν σε μια φρικτήν ικανοποίηση, ανακατωμένη με μιαν ανυπόφορη κατάπτωση, που ήταν έκδηλη σ’ όλο της το κορμί και έφτανε μέχρι βαθειά την καρδιά της σαν καρφί, που την εμπόδιζε να κάνει την παραμικρή σκέψη! Έπεσε σ’ έναν ύπνο, που κράτησε πολλές ώρες!...
Όταν ξύπνησε, είχε πια σκοτεινιάσει. Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν προχωρημένη. Ο Οζάλ θα είχε βαρεθεί να την περιμένει όπως είχαν κανονίσει, στη λέσχη, που άλλωστε θα είχε κλείσει… Ένιωσε εγκαταλειμμένη από κάθε ανθρώπινη συμπαράσταση! Μόνη της α-πέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις της ψυχής της, τις αδυσώπητες και φοβερές!... Ήταν ο Ναζίμ δικός της άνθρωπος; Μα αυτή ήταν έτοιμη να προδώσει την αγνή του ψυχή! Να τον χρησιμοποιήσει για τα σχέδιά της! Ήταν αυτό αποφασιστικότητα; Ή έγκλημα; 
Άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα!... Ποιος να είναι άραγε; Μάλλον θα ήταν η σπιτονοικοκυρά της, σκέφτηκε. Θα ήρθε να της φέρει γάλα από την κατσίκα της. Από το απογευματινό άρμεγμα… Τους συλλογισμούς της όμως τους διέκοψε μια διακριτική αντρική φωνή, πριν αυτή προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της:
-Γιούλη!... Εγώ είμαι! Ο Οζάλ!...
Κέρωσε! Ποιος του είχε δώσει το δικαίωμα να την επισκέπτεται στο σπίτι της!
-Τι θέλεις Οζάλ;
-Τίποτα κορίτσι μου!... Είσαι καλά;
-Καλά είμαι…
-Εντάξει!... Καληνύχτα σου…
Να ένα ανθρώπινο χέρι που απλώνεται να την βοηθήσει! Τι πρέπει να κάνει; Αν αφήσει τη σιωπή ν’ αποφασίσει αυτήν τη στιγμή, παίρνει απάνω της όλη την ευθύνη της απομόνωσης, που πριν από λίγες στιγ-μές την είχε κάνει να νιώσει τόσην απελπισία!...
-Στάσου!...
Τα βήματα που είχαν αρχίσει να ακούγονται, καθώς ο νεαρός αν-τρας απομακρυνόταν, σταμάτησαν απότομα στο κεφαλόσκαλο. Πετά-χτηκε από το κρεβάτι και τακτοποίησε πρόχειρα το φουστάνι και τα μαλλιά της.  
-Περίμενε να σου ανοίξω!…
Όταν του άνοιξε την πόρτα τον είδε να στέκεται στο περβάζι, μ’ έ-να διάπλατο χαμόγελο:
-Δε θα μπω… Απλά ήρθα γιατί ανησύχησα λίγο…
-Και γιατί ανησύχησες;
Ο Οζάλ είδε το ύφος και την εικόνα της Γιουλμπαχάρ και δεν του ήταν πια εύκολο να εξακολουθήσει να χαμογελά!...
-Έτσι… Επειδή δεν ήρθες στη λέσχη…
Η γυναίκα κόμπιασε, δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί.
-Πέρασε μέσα…
Του είπε μουδιασμένα και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του δωματίου. Δεν αξιολόγησε καθόλου τη στιγμιαία της επιφύλαξη για το τι θα σκεφτόταν η κυρία αν ερχόταν να της φέρει το γάλα της, ούτε τι θα σκεφτόταν ο πατέρας της αν το μάθαινε… Τίποτα… Ήταν πια μια ελεύθερη γυναίκα!... Που μπορούσε να κάνει ότι θέλει τη ζωή της…  Όμως τι να την κάνει αυτήν την ελευθερία! Δεν της χρησίμευε σε τίποτα! Ο Μιχάλης ήταν αλλού! Τι ήταν όμως ο Μιχάλης; Η ουτοπία; …Ο άντρας ήταν αυτή τη στιγμή μες το σπίτι της! Αυτός που της εγ-γυόταν για τα πάντα! Όχι μόνο, για τους σχολιασμούς των πράξεών της από την κυρία που της νοίκιαζε το δωμάτιο, αλλά και για την ανακούφιση του τόσο αδικημένου από τη μοίρα πατέρα της! Να την έχει για στήριγμα στα γεράματά του. Ή μήπως ο Οζάλ δεν ήταν εγγύ-ηση και για την υπόλοιπη ζωή της; Και ήταν τόσο όμορφος!… Τόσο ποθητός!... Δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι της και  να τον πάρει! Να τον κάνει δικό της!...
-Λοιπόν;
Ο Οζάλ στεκόταν όρθιος, δίπλα σε μια καρέκλα μπροστά στο τρα-πεζάκι που χρησιμοποιούσε η Γιουλμπαχάρ αντί για γραφείο.
-Γιατί δεν ήρθες στη λέσχη; Σε πήρε ο ύπνος;
-Ναι! Μόλις είχα ξυπνήσει όταν χτύπησες την πόρτα…
Θυμήθηκε ότι δεν είχε ούτε καν χτενίσει τα μαλλιά της και ήρθε σε αμηχανία.
-Περίμενε να πάω στο μπάνιο, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου…
Όταν γύρισε στο δωμάτιο έλαμπε από ομορφιά!... Το ύφος της είχε πάρει τη συνηθισμένη του γλύκα! Έσταζε μέλι!... Όμως αυτή της η αλ-λαγή, δεν κατάφερε να σβήσει από τη μνήμη του Οζάλ την εικόνα του προσώπου της, όταν του είχε ανοίξει την πόρτα!… Γιατί είχε κάτι το παράξενο! Που δε δικαιολογιόταν από το ότι μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι… Μόλις είχε ξυπνήσει… Κάτι άλλο… βαθύτερο, καθρεφτι-ζόταν στο πρόσωπό της εκείνη τη στιγμή, που δεν του ήταν εύκολο να το προσδιορίσει. Μα γρήγορα όλες αυτές οι σκέψεις οι λεπτοφυείς, ξεθώριασαν μπροστά σ’ αυτόν τον ήλιο που φώτισε το δωμάτιο και το μυαλό του μαζί!...
-Ήρθα Οζάλ μου!
Του είπε πρόσχαρα μπαίνοντας.
-Σ’ έκανα να περιμένεις πολύ;
-Όχι και τόσο!
Της απάντησε χαμογελώντας.
-Πολύ όμορφο το δωματιάκι σου!... Μικρό αλλά πολύ ζεστό!... Φι-λόξενο!... Έτσι εξηγείται που σε τραβάει τόσο και σε χάνουμε από τις παρεούλες μας…
-Μου αρέσει να μένω μόνη μου εδώ μέσα… Να διαβάζω και να σκέ-φτομαι…
-Τι να σκέφτεσαι Γιούλη;
-Όλα όσα διαβάζω στα βιβλία μου, ξέρεις πόση εφαρμογή έχουν στην απλή καθημερινή ζωή! Στη ζωή μου! Στη δική σου τη ζωή!... Θέ-λεις να σου βάλω ένα ποτό;
-Ναι! Θέλω να πιω ένα ποτό μαζί σου. Αλλά δε θα ήταν πιο λογικό να πάμε να το πιούμε κάπου αλλού;
Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, με τον αντίλαλο της τελευταίας του φράσης στο μυαλό της και χωρίς να απαντήσει, κατευθύνθηκε σκε-πτική προς το κουζινάκι. Τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο, κο-ντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του:
-Μπράντι θα σου βάλω. Δεν έχω τίποτα άλλο εδώ!... Του είπε χα-μογελώντας λίγο αμήχανα. 
-Ένα μπράντι είναι ότι πρέπει.
Της απάντησε ήρεμα. Καθώς γύριζε με τα δύο ποτήρια στα χέρια, του μιλούσε:
-Πιο λογικό… να πάμε αλλού… Ναι! Έτσι φαίνεται, να είναι… Είναι λογικό, γιατί πίσω από αυτό, υπάρχει κάτι παράλογο… που το κάνει να φαίνεται λογικό!...
-Δηλαδή;
Κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Τον κοίταξε κατάματα… Αυτός κοιτούσε το ποτήρι, που το κρατούσε κάτω από τα χείλη της χωρίς να πίνει. Καθώς αυτή έμενε σκεπτική και σιωπηλή, αυτός της επανέλαβε την ερώτηση.
-Τι έχεις στο μυαλό σου; 
-Να… Αν έρθει τώρα η σπιτονοικοκυρά να μου φέρει το γάλα μου, όπως κάνει αρκετά συχνά τέτοιαν ώρα και σε δει εδώ, μπορεί να μου κάνει έξωση!... Αυτό δεν είναι παράλογο;
-Σίγουρα… Δε νομίζω όμως ότι θα φτάσει ως εκεί… 
-Αυτό λοιπόν το παράλογο στέκεται πίσω από το λογικό, να πάμε κάπου αλλού να πιούμε το ποτό μας, και το κάνει λογικό… Αν δεν υ-πήρχε η παράλογη απειλή της έξωσης, ή της απλής παρεξήγησης αν θέλεις, θα ήταν λογικό να πάμε κάπου αλλού να πιούμε το ποτό μας, αφού μας αρέσει να το πιούμε εδώ, οι δυο μας, σ’ αυτό το ζεστό δω-ματιάκι, με την υπέροχη θέα, τού φωτισμένου πάρκου που έχουμε α-πό το παράθυρο; Για κοίτα!...
Του είπε απλώνοντας το χέρι της προς το μοναδικό παράθυρο που διέθετε το μικρό δωμάτιο… Ο Οζάλ που καθόταν με γυρισμένη την πλάτη του προς το παράθυρο, γύρισε, κοίταξε προς τα εκεί και κατό-πιν σηκώθηκε και πλησίασε ακουμπώντας τα χέρια του στο περβάζι, κοιτώντας έξω το φωτισμένο από τα μικρά φανάρια πάρκο… Έβρε-χε… Μερικοί διαβάτες βάδιζαν βιαστικοί για τις δουλειές τους ενώ αυτός θαύμαζε την πυκνή βλάστηση του ομορφότερου πάρκου της πόλης τους…
-Πράγματι. Έχεις υπέροχη θέα από το παραθύρι σου!... Τυχερή εί-σαι!
Και συμπλήρωσε γελώντας:
-Και θα είσαι πολύ άτυχη αν σου κάνει έξωση η σπιτονοικοκυρά σου…
Γέλασε κι αυτή.
-Θα κάνω ότι μπορώ να την αποφύγω…
-Και το πρώτο που θα κάνεις είναι να με διώξεις!
Της είπε γελώντας.
-Όχι! Το πρώτο που θα κάνω θα είναι, να έρθω μαζί σου για μιαν απολαυστική βόλτα, κάτω απ’ τη βροχή! Είναι αρκετά νωρίς ακόμα. Τι λες;
-Σοφή η πρότασή σου! Δέχομαι…
Όταν αποτελείωσαν το ποτό τους, η Γιουλμπαχάρ έριξε πάνω της ένα αδιάβροχο, τοποθέτησε με προσοχή την κουκούλα στα μαλλιά της και βγήκαν στη βροχή… Ο Οζάλ χρησιμοποίησε την ομπρέλα του. Περ-πατούσαν αργά στη λιθόστρωτη πλατεία. Όλα ήσαν καθαρά και έλα-μπαν στα νεανικά μάτια τους. Συζητούσαν ανέμελα για τα μαθήματα, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και για το μέλλον που ο Οζάλ της το περιέγραφε εξαιρετικά αισιόδοξο, μια και όλα τα είχε ετοιμάσει ο πα-τέρας του και δεν απέμενε καμιά άλλη υποχρέωση γι αυτόν, παρά μονάχα να πάρει το πτυχίο του…
Η κοπέλα στην αρχή μιλούσε για όλα τα θέματα που αφορούσαν τις σπουδές της, από κάποια στιγμή όμως κι έπειτα περισσότερο άκουγε τον Οζάλ να της περιγράφει τα επαγγελματικά του όνειρα και τον ζή-λευε, ώσπου ξαφνικά, άθελά της φαντάστηκε τον εαυτό της δίπλα του, παντρεμένη μαζί του και ένιωσε αποστροφή!... Χωρίς να δώσει καιρό στον εαυτό της να εξετάσει την προέλευση αυτού του αισθή-ματος, σκέφτηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της και να καθίσει να γράψει γράμμα στον Ναζίμ!... Άλλωστε περπατούσαν ήδη αρκετή ώρα, οι διαβάτες είχαν αραιώσει και ήταν δικαιολογημένη η επιστροφή τους στα σπίτια τους.
-Οζάλ δε γυρίζουμε τώρα; Κάνει ψύχρα! Κρυώνω!...
-Ναι κούκλα μου! Να γυρίσουμε. Έπρεπε να φορέσεις κάτι πιο ζεστό μέσα από το αδιάβροχο. Δεν είναι και τόσο αργά και πώς θα σε πάρει ο ύπνος, τόσο που κοιμήθηκες το μεσημέρι;
-Από δουλειά έχω μπόλικη! Αν δε μου κολλάει ύπνος θα είναι ευκαι-ρία να προχωρήσω μιαν εργασία που πρέπει να παραδώσω το συντο-μότερο…
-Εντάξει… Ας γυρίσουμε τότε…
Όταν βρέθηκε μόνη μέσα στο δωμάτιό της, ένιωσε ένα φούντωμα στην καρδιά και ο νους της πέταξε σαν πουλί σε κορυφές απάτητες από πόδι ανθρώπου! Ξεπέρασε τα όρια του ανθρώπινου και έφτασε στην κορυφή της ύπαρξής της! Πήρε στα χέρια της το μολύβι και το χαρτί, έφερε στη σκέψη της το γράμμα του Ναζίμ λέξη προς λέξη και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να του γράψει την απάντησή της. 
Όταν τέλειωσε το γράμμα έπεσε εξουθενωμένη μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι της! Ήθελε να κάνει έρωτα με τον Μιχάλη! Το κορμί της ήταν ανατριχιασμένο και ένιωθε μέσα στην κοιλιά της ένα τεράστιο κενό που ήθελε να γεμίσει! Δεν άντεχε άλλο! Αυτή η αναμονή την είχεν εξουθενώσει!... Είχε αλλοτριώσει όλον τον εσωτερικό της κόσμο!...
 
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς ο Ναζίμ να λαβαίνει κάποιαν απάντηση από τη Γιουλμπαχάρ, στο γράμμα που της είχε στείλει, αλλά και από την πλευρά τής Εμινέ δεν υπήρχε καμία εξέλιξη, γιατί δεν του ζήτησε καμιά εξήγηση για την αλλαγή της συμπεριφοράς του απέναντί της… Η κοπέλα αφοσιώθηκε πια στη μελέτη των μαθημάτων της και στη λέσχη καθόταν πάντα στο τραπέζι με δύο συμμαθήτριές της, πάντα τις ίδιες, χωρίς πια να ψάχνει με το βλέμμα να δει αν ο Ναζίμ είχεν έρθει, ούτε να την απασχολεί, αν έτρωγε κάπου μόνος του ή με κάποια παρέα!...
Αυτός, έμπαινε μέσα στη λέσχη σκυφτός πάντα, με τα χέρια στις τσέπες και την τσάντα παραμάσχαλα, απέφευγε συστηματικά να φέ-ρει γύρω το βλέμμα, μήπως συναντήσει κανένα γνωστό για να γευμα-τίσουν παρέα, καθόταν σε οποιοδήποτε τραπέζι ήταν τελείως άδειο από συνδαιτυμόνες, αντίθετα προς την προτίμηση όλων των φοιτη-τών, που διάλεγαν να τρώνε παρέα με άλλους συναδέλφους τους, ώστε ν’ ανταλλάσουν απόψεις και πληροφορίες για τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, έτρωγε με τα μάτια καρφωμένα στο πιάτο του και το τραπεζομάντηλο, κάπνιζε το τσιγάρο του με τη σκέψη ότι πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι, για να κοιτάξει αν είχε έρθει επιτέλους το πολυπόθητο γράμμα και έφευγε με τον ίδιο μοναχικό τρόπο που είχεν έρθει!... Το γράμμα όμως αργούσε να φανεί…
Ένα μεσημέρι, καπνίζοντας το καθιερωμένο πλέον τσιγάρο του με-τά το φαγητό, ξεκάρφωσε το σκυμμένο βλέμμα του από το τραπέζι και το έφερε γύρω κοιτώντας μέσα στη μεγάλη  αίθουσα σαν κάτι να έψαχνε!... Και σα να μην τό ’βρισκε αυτό που έψαχνε, ήταν έτοιμος να σβήσει το τσιγάρο που είχε φτάσει στο τέρμα του, για να φύγει. Όμως, την τελευταία στιγμή, καθώς πλησίαζε στην πόρτα της εξόδου από την αίθουσα, είδε σ’ ένα τραπέζι εκεί κοντά, την Εμινέ με τις φίλες της να τρώγουν και να γελούν και φάτσα προς αυτόν έναν άντρα να τους μιλά, δίνοντάς του την εντύπωση ότι αυτός ήταν  ο υπεύθυνος για τη χαρά τους!... «Παράξενο!... Πώς είναι δυνατόν!...» σκέφτηκε. «Από πού ξεφύτρωσε πάλι ετούτος;» …Αλλά πάλι, τι τον ένοιαζε αυτόν; Αρκετά δεν είχε καθυστερήσει η παρουσία κάποιου άλλου στη ζωή της; Αυτό που ήθελε να είχε συμβεί στην Εμινέ ήρθε με κάποια καθυστέρηση. Αλ-λά και τώρα που ήρθε, τον διευκόλυνε. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Που λέει κι ο λαός…Η σημερινή του διαπίστωση ήταν μια ανακούφιση γι αυτόν…   
Την άλλη μέρα, είδε σε κάποιο τραπέζι να κάθονται ο άντρας με τις δύο φίλες της Εμινέ και να τρώγουν… Έψαξε να βρει μέσα στην αίθουσα την ίδια την Εμινέ αλλά δεν υπήρχε πουθενά!... Κάποια δου-λειά θα της έτυχε σκέφτηκε… Άρα, ο κύριος θα ενδιαφέρεται για μια απ’ τις δύο φίλες. Μια απ’ αυτές τις δυο θα τον τραβούσε στην παρέα τους… Όμως αυτές οι φίλες ούτε η μια ούτε η άλλη φαίνονταν όπως η Εμινέ να μπορούν να τραβήξουν κάποιον στην παρέα τους!... Κι όταν ή Εμινέ μπήκε στην αίθουσα μετά από λίγο και κατευθύνθηκε με το γνωστό γρήγορο και καμαρωτό βήμα της χαμογελώντας προς την πα-ρέα της, είδε τον νεαρό να σηκώνεται σκουπίζοντας το στόμα του, για να την υποδεχτεί και κατάλαβε…
Έσβησε το τσιγάρο του και βγήκε βιαστικός από την αίθουσα. Α-πομακρύνθηκε από το χώρο της λέσχης και όταν έφτασε στο γνωστό του ερημικό αλσάκι, κάθισε σ’ ένα παγκάκι και άναψε με την ησυχία του ένα νέο τσιγάρο… Έπρεπε να είναι αρκετά ικανοποιημένος από την τροπή που έδειχναν να παίρνουν τα πράγματα… Ένα καραβάκι με ανοιχτά τα πανιά του, περνούσε απέναντι, ενώ ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα… Ό νεαρός φαινόταν να ενδιαφέρεται για την Εμινέ… Για την ίδια δεν μπορούσε να ξέρει, πάντως φαίνεται ότι είχε παρη-γορηθεί αρκετά σύντομα από την απώλεια του δικού του ενδιαφέρο-ντος και της παρέας του… Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής θυ-μήθηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, για την πιθανότητα να έχει έρθει σήμερα η απάντηση της Γιουλμπαχάρ. Σηκώθηκε και κατευ-θύνθηκε με γρήγορο βήμα προς τα ’κει…
Την άλλη μέρα, την ώρα που φεύγοντας από τη λέσχη κατέβαινε τα σκαλιά, έχοντας σταματήσει λίγο για ν’ ανάψει τσιγάρο, άκουσε πίσω του βήματα. Γύρισε και είδε την Εμινέ να βγαίνει από την πόρτα μιλώ-ντας ευχάριστα καθώς γυρνούσε το κεφάλι προς τα πίσω, σε κάποιον που προφανώς την ακολουθούσε… και να, που βγαίνοντας από την πόρτα εμφανίστηκε και ήταν ό ίδιος νεαρός που έτρωγε πάντα μαζί της, από τότε που τον είχε πρωτοδεί. Ήσαν μόνοι τους… Δεν τους συντρόφευαν οι δύο συμμαθήτριες!... Περνώντας δίπλα του και χωρίς καθόλου να σταματήσει, τον χαιρέτισε, σηκώνοντας με χάρη το χέρι της…
-Γεια σου Ναζίμ!...
-Γεια σου Εμινέ!...
Έμεινε να την κοιτάζει καθώς προσπερνώντας τον απομακρυνό-ταν, κρατώντας το σπίρτο μετέωρο μπροστά στο σπιρτόκουτο, τρα-βώντας δυνατές ρουφηξιές με το τσιγάρο στο στόμα, μέχρι τη γωνία, που έστριψαν και χάθηκαν από τα μάτια του… Το πρώτο που ένιωσε ήταν το αίσθημα της μοναξιάς! Δεν είχε κανέναν ν’ ακουμπήσει! Ούτε έναν φίλο! Είχε την Εμινέ…  Αλλά τώρα… Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα… την έχασε!... Άναψε το τσιγάρο και προχώρησε με βήμα αργό και κουρασμένο, ψάχνοντας να βρει μια κατεύθυνση, για ν’ ακο-λουθήσουν τα βήματά του!...
Περπατούσε όλο το απόγευμα ώσπου ήρθε το σούρουπο, που τον βρήκε μπροστά σ’ ένα ύποπτο καπηλειό. Ήθελε να μπει μέσα αλλά τον εμπόδιζε η συνείδησή του!... Κάθισε λίγην ώρα απ’ έξω καπνίζοντας και σκεφτόταν αν ήταν σωστό να διαβεί αυτό το κατώφλι. Βιαζόταν να τελειώσει το τσιγάρο, γιατί την απόφαση την πήρε από τις πρώτες ρουφηξιές και περίμενε να τελειώσει η προθεσμία της γνωστής, ύστε-ρής του γνώσης!... Η απόφαση όμως είχε ληφθεί! Και δεν υπήρχε καμία μορφή καθωσπρεπισμού και επιφυλακτικότητας που να είχε τη δύνα-μη να την αναβάλει. Ήθελε να πιει!... Είχε μιαν αναπόφευκτη ανάγκη να μεθύσει!...
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα στο μαγαζί, που ήταν τελείως άδειο από πελάτες. Πίσω από τον ξύλινο πάγκο του μπαρ, στον αμυ-δρό κοκκινωπό φωτισμό που δημιουργεί ερωτική ατμόσφαιρα και διεγείρει τις αισθήσεις και τη φαντασία, διέκρινε έναν νεαρό και πάνω σε κάτι ψηλά σκαμπό μπροστά στον πάγκο, κάθονταν δυο γυναίκες, καπνίζοντας τσιγάρα στηριγμένα σε πίπες. Όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος του εξεταστικά. Από την κορφή ως τα νύχια των πο-διών. Προχώρησε προς το βάθος του μαγαζιού και κάθισε σ’ ένα γωνι-ακό τραπεζάκι. Δεν είχε προλάβει να στρογγυλοκαθίσει στο κάθισμά του και ν’ ακουμπήσει την τσάντα του κάτω απ’ το τραπεζάκι και η μια από τις δυο ήρθε και κάθισε δίπλα του!
-Γεια σου αγόρι!... Μήπως σ’ ενοχλώ;
Τι να της απαντήσει; Ήταν τόσο άσχημη, που δεν ήταν δυνατόν να της ομολογήσει την αλήθεια!... Αν της έλεγε ότι θέλει να μείνει μόνος, αυτή θα καταλάβαινε την απέχθεια που του προκαλούσε η όψη της και αυτό θα την στενοχωρούσε.
-Όχι!... Παρακαλώ! Καθίστε!...
Της απάντησε. Κατευθείαν η ερώτηση στο ψητό:
-Τι θα πιεις;
Σκέφτηκε λίγο…
-Ένα μπράντυ…
-Θα με κεράσεις κι εμένα ένα ποτό;
-Πολύ ευχαρίστως!...
Της απάντησε με ύφος ευγενικά βαριεστημένο και ψυχρό. Αυτή, χωρίς να δείξει ότι πρόσεξε καθόλου τις διαθέσεις του, που προφανώς δεν ήσαν ικανές να της ανακόψουν τον επαγγελματικό της ζήλο, ση-κώθηκε αμέσως για να εκτελέσει την παραγγελία. Βιαζόταν να εκτελέσει την παραγγελία, ίσως και για να μην προλάβει να αλλάξει γνώμη ο πελάτης της! Κατευθύνθηκε προς το μπαρ και σε δύο λεπτά επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της δυο ποτήρια. Κάθισε απέναντί του ντυμένη με το πιο γλυκό της χαμόγελο, που όμως ήταν γι’ αυτόν που το αντίκριζε, τόσο αποκρουστικό, ώστε άθελά του αναρωτήθηκε μήπως η προσπάθεια που κατέβαλε για να φανεί όμορφη, την ασχή-μαινε περισσότερο!...
-Πρώτη φορά σε βλέπουμε στα μέρη μας! Από πού είσαι αγόρι μου;
-Από το Κουσάντασι…
Ακολούθησαν κι άλλες ερωτήσεις που ο Ναζίμ αισθανόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να της απαντά, όμως ταυτόχρονα σκεφτόταν να βρει τρόπο να απαλλαγεί από την παρουσία της, χωρίς να φανεί αγενής, ή μάλλον, χωρίς να την κάνει να νιώσει απογοητευμένη… Υποτιμημέ-νη… Όταν την άκουσε να του λέει:
- Θα με κεράσεις άλλο ένα;
«Πολύ γρήγορα το ήπιε!» σκέφτηκε.
-Ναι…
Της απάντησε βαριεστημένα και την είδε να αρπάζει και το δικό του ποτήρι που  δεν είχε προλάβει ακόμη να πιει ούτε το μισό!...
-Μη σε παρακαλώ! Δεν το ήπια ακόμα το ποτό μου!...
-Αχ συγνώμη γλυκό μου αγοράκι! Δεν το πρόσεξα!...
Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι κι έφυγε ολοταχώς προς το μπαρ του μαγαζιού, για να γεμίσει το δικό της. Πολύ σύντομα δυστυ-χώς για τον Ναζίμ επέστρεψε και στρογγυλοκάθισε απέναντί του.
-Πάντως εσύ έχεις κάποια στενοχώρια!...
Του είπε κουνώντας του το δάχτυλο, παίρνοντας ξαφνικό θάρρος από το τίποτα! Και συμπλήρωσε:
-Βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γυναίκες!... Και δεν ξέρεις ποιαν από τις δύο να διαλέξεις!...
Ο Ναζίμ ξαφνιάστηκε, σα να ενεργοποιήθηκε μέσα του κάτι που τον υποχρέωνε να της απαντήσει!... Μα ήταν δυνατόν; Να απαντήσει σε μια τόσο αδιάκριτη ερώτηση και μάλιστα σε μιαν άγνωστη γυναίκα; Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι αυτό το «κάτι», τον υποχρέωνε να απα-ντήσει όχι σ’ αυτή, αλλά στον ίδιο του τον εαυτό!... Μα τι σόι ερώτηση ήταν αυτή; Πώς θα μπορούσε να διαλέξει τη Γιουλμπαχάρ; Μήπως ήταν στο χέρι του; Τώρα πια, είχε χάσει και τη δυνατότητα επιλογής της Εμινέ!... Σ’ αυτές τις σκέψεις ένιωσε μια ξαφνική κούραση. Ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία αυτής της φάτσας απέναντί του και σ’ αυτό τον διευκόλυνε η ίδια.
-Θα με κεράσεις άλλο ένα;
Του είπε με κάτι ανάμεσα σε γλύκα και επιφύλαξη…
-Όχι!... Δεν μπορώ να σε κεράσω άλλο και θέλω να με αφήσεις μόνο μου. Αν μπορείς φέρε μου καμιά οκά κρασί  και κάνε μου το  λογαρια-σμό γιατί μόλις το πιω, θα φύγω…   
Η γυναίκα πήρε το άδειο ποτήρι της αμίλητη και έφυγε. Αυτός έ-μεινε μόνος νιώθοντας κάτι σαν τύψεις, γιατί ίσως να την είχε στε-νοχωρήσει… Στο μεταξύ, πριν από λίγα λεπτά είχαν μπει στο μαγαζί  δύο ηλικιωμένοι άντρες και είχαν πιάσει ένα τραπεζάκι… Ή άσχημη ανέλαβε τώρα υπηρεσία στην παρέα των ηλικιωμένων και η άλλη κοπέλα του μπαρ, η ομορφούλα, προχώρησε προς το μέρος του, με άνετο και προκλητικό αργό βάδισμα, κουνώντας τους γοφούς της σα να χόρευε καρσιλαμά, κάνοντας φανερό σ’ όποιον την έβλεπε να περ-πατά έτσι, ότι ήταν απόλυτα σίγουρη για τη σαγήνη της και κρατώ-ντας στα χέρια της ένα μπουκάλι κρασί κι ένα ποτήρι. Όταν έφτασε από πάνω του, αφού ακούμπησε αυτά που κρατούσε πάνω στο τρα-πεζάκι, έσκυψε πλησιάζοντας το έντονα βαμμένο της πρόσωπο πολύ κοντά στο δικό του, λέγοντάς του μ’ ένα ύφος μυστηριώδες και ονει-ροπόλο, σα να ήταν εδώ και πολύν καιρό, απελπισμένα ερωτευμένη μαζί του!…
-Θα με κεράσεις κι εμένα αγόρι γλυκό, ένα ποτάκι;
-Θέλω να μείνω μόνος.
Της απάντησε κοφτά. Και αμέσως, επειδή του φάνηκε πολύ απότο-μη η άρνησή του συμπλήρωσε:
-Άλλωστε δεν κρατάω πάνω μου αρκετά χρήματα…
-Καλά. Δε θα σ’ ενοχλήσει κανείς! Να είσαι σίγουρος!... Μήπως έχεις καμιά προτίμηση να βάλω στο γραμμόφωνο;
Ο Ναζίμ της χαμογέλασε.
-Όχι καλή μου. Όλα τα τραγούδια που έχεις βάλει μέχρι τώρα μου αρέσουν… Συνέχισε λοιπόν με το ίδιο ρεπερτόριο…
Του χαμογέλασε με ερωτική στοργή και έφυγε όπως είχεν έρθει… 
Ο Ναζίμ για πρώτη φορά κοίταξε προσεκτικά γύρω του την αίθου-σα. Αυτό που του έκανε εντύπωση, ήταν οι βαθειά κόκκινες βαριές κουρτίνες που έκρυβαν το σκοτάδι της νύχτας, χωρίζοντάς το από το σκοτάδι του εσωτερικού χώρου!... «Το σκοτάδι της φύσης, από το σκοτάδι της ψυχής! Το σκοτάδι της Εμινέ, από το σκοτάδι της Γιουλ-μπαχάρ!...» σκέφτηκε…
Κάποια στιγμή που η κοπέλα άλλαζε πλάκα στο γραμμόφωνο και έγινε σιωπή, ακούστηκε ο ήχος της βροχής. «Να που το σκοτάδι της φύσης κλαίει…» σκέφτηκε. «Ίσως αν πήγαινα να πιω στο ταβερνάκι πάνω στο ύψωμα που είχαμε γευματίσει με την Εμινέ, να την έβλεπα να δειπνεί τώρα με το νέο της εραστή!... Ίσως να του έχει δοθεί κιό-λας!...» Ένιωσε μιαν ανατριχίλα να τον διαπερνάει σαν κεραυνός και ταυτόχρονα ήρθαν στη σκέψη του τα στήθη της!... Ήσαν τόσο ποθη-τή ακόμα και η ανάμνησή τους, που αναρωτήθηκε πώς είχε συγκρα-τηθεί και δεν την είχε κάνει δική του!...
Όσο η ώρα περνούσε και η στάθμη στο μπουκάλι κατέβαινε, τόσο πιο σφριγηλό ένιωθε το κορμί του τα μπράτσα του δυνατά και το νου του λαγαρό και αισιόδοξο, χωρίς όμως να μπορεί να βρει από πού πη-γάζει ή τουλάχιστον να δώσει μιαν εξήγηση γι’ αυτήν την αισιοδοξία! Τα μαθήματά του πήγαιναν χάλια. Τους φίλους του, τους είχε απομα-κρύνει η συμπεριφορά του και στον έρωτα βάδιζε πάνω σ’ ένα τεντω-μένο σκοινί!... Όμως ήταν σίγουρος ότι όλα θα πήγαιναν καλά! Θα έφευγε για το βοριά! Για την αιώνια νύχτα!... «Τι ήταν πάλι αυτό που σκέφτηκα!...» απόρησε.
Σ’ ένα ακόμη διάλειμμα του γραμμοφώνου, ξανάκουσε τη μουσική της βροχής, που του φάνηκε τώρα, πιο μελωδική απ’ ότι προηγουμέ-νως! Σκέφτηκε να βγει έξω για να την απολαύσει καλλίτερα. Άλλωστε το μπουκάλι είχε πια στραγγίξει και την τελευταία του σταγόνα μέσα στην ψυχή του, γεμίζοντάς την με μια παράξενη μορφή ζωής που έ-ψαχνε να βρει κάπου να αναλωθεί…
Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του που την είχε ακουμπημένη κάτω, δίπλα του, πλησίασε στον πάγκο και έβγαλε όσα λεφτά είχε μέσα στις τσέπες του! Δεν ήξερε αν του έφταναν να πληρώσει και έμεινε λίγην ώρα μετέωρος περιμένοντας το νεαρό να τελειώσει το μέτρημα των ψιλών… Όταν τον είδε να του σκάει ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο ικα-νοποίηση, κατάλαβε ότι ήταν όλα εντάξει, χαιρέτησε και βγήκε έξω. Στάθηκε για λίγο κάτω από το υπόστεγο της πόρτας και άναψε τσι-γάρο. Ο αέρας ήταν καθαρός, πολύ υγρός και παγωμένος. Η νύχτα θεοσκότεινη χωρίς αστραπές, αλλά και χωρίς καμία λάμψη ψυχική! «Τι ψυχική;» αναρωτήθηκε πάλι…
Τέλειωσε το τσιγάρο του, έβαλε την τσάντα πάνω απ’ το κεφάλι του για να βρέχεται όσο το δυνατόν λιγότερο και ξεκίνησε για το σπί-τι. Παντού λάσπη! Η περιοχή γύρω από το φτωχό και απομονωμένο καπηλειό, δεν ήξερε τι θα πει λιθόστρωτο! Τα πόδια του βούλιαζαν και ή λάσπη κυλούσε μέσα στα παπούτσια του!... Ένιωθε ζαλισμένος από το πολύ κρασί και ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Η βροχή είχε δυναμώσει και σε μια στιγμή γλιστρώντας σε μια πέτρα, κυλίστηκε μέσα στη λάσπη!...  
Όταν έφτασε στο σπίτι του ήταν σε άθλια κατάσταση! Πέταξε τα ποτισμένα από τη λάσπη και τη βροχή ρούχα του, σκούπισε με μια πετσέτα το μουσκεμένο του κορμί, σωριάστηκε στο κρεβάτι μόλις προφταίνοντας να σκεπαστεί με τις κουβέρτες και βυθίστηκε σ’ έναν βαθύ λήθαργο χωρίς όνειρα…
Το δωμάτιο απόμεινε βουβό και μόνον ο ήχος της βροχής θα έφτανε μελωδικός, σε κάποιο όν, που θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου εκεί μέσα και να τον ακούει μόνο του, περιμένοντας την αυγή, για να συνα-ντήσει αυτόν τον άντρα, που είχε δει σ’ αυτά τα χάλια και σ’ αυτόν τον ξεπεσμό, μια και δεν είχε αυτό το ον τη δυνατότητα να κάνει κάποιαν ενέργεια για να τον ξυπνήσει… Το αγόρι πια δεν ένιωθε τίποτα! Ούτε τη μελωδία της βροχής, που τόσο ήθελε να βγει από το καπηλειό για να την απολαύσει, ούτε την παγερή μοναξιά του δωματίου, ούτε την παρουσία αυτού του όντος μέσα στο δωμάτιο, ούτε το κατάντημα της αθώας καρδιάς του! Ο ύπνος του, ήταν το θανατερό συναπάντημα του έρωτα και της απόγνωσης… 
Το πρωί ξύπνησε με ελαφρό πονοκέφαλο και όταν δοκίμασε ν’ α-νοίξει τα μάτια, είδε το ταβάνι να γυρίζει, ώστε αναγκάστηκε να τα ξα-νακλείσει. Ίσως χθες τη νύχτα η Εμινέ να έκανε έρωτα σκέφτηκε και αμέσως μετάνιωσε γι αυτή του τη σκέψη και έμεινε λίγην ώρα ήρε- μος…Τι σχέση είχε πια αυτός με τον έρωτα της Εμινέ;
Σηκώθηκε αργά καθιστός, κρεμώντας τα πόδια του έξω από το κρε-βάτι και αντίκρισε το δωμάτιό του, με τα πεταμένα παπούτσια πάνω στα ρούχα του και παντού σκόρπιες μαύρες λάσπες, που έφερναν γύρους μες απ’ τη ζάλη του, από το πάτωμα ως το ταβάνι!... Το μυαλό του γύριζε κι αυτό σαν πλανήτης γύρω από τον άξονά του!... Κάτι άσ-πριζε μισοσκεπασμένο απ’ τις λάσπες και μισοπατημένο από τ’ άρ-βυλά του, μπροστά στην πόρτα, που ακολουθούσε κι αυτό τις κυκλο-τερείς τροχιές των υπόλοιπων αντικειμένων του δωματίου… «Καμιά ειδοποίηση από τη σπιτονοικοκυρά.» Σκέφτηκε… Το είχε πια χάσει το σημερινό μάθημα…
Προχώρησε προς το κουζινάκι στηρίζοντας το τεράστιο ζαλισμέ-νο κορμί του με τα χέρια, πάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες ακόμα και στους τοίχους, για να φτιάξει καφέ, μήπως αυτός τον συνεφέρει λίγο και περιμένοντας να ψηθεί καθιστός σε μια καρέκλα με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο νεροχύτη και τις παλάμες να στηρίζουν το κεφά-λι του, προσπάθησε να κάνει έστω και μια σκέψη. Του στάθηκε αδύ-νατο!... Το κρανίο του ήταν γεμάτο από κοκκινέλι! Δεν υπήρχε καθό-λου χώρος για σκέψεις…
Ήπιε μονορούφι τον καφέ, ξαναγύρισε αργά στο κρεβάτι κι έπεσε μπρούμυτα πάλι πάνω σ’ αυτό. Αν ήταν η Εμινέ να του δροσίζει το πρόσωπο, θα ένιωθε μια πραγματικήν ευτυχία! Ήταν τόσο πλούσιο το σώμα της! Θα μπορούσε να πει ατελείωτο!... Τα πόδια της μακριά, πό-σο θα μπορούσε να τα χαϊδέψει!... Θα μπορούσε να αισθανθεί λατρεία μόνο για τα πόδια της! …Και τα ματοτσίνορά της!... Όταν τα ανοι-γόκλεινε την ώρα που της φιλούσε το στήθος!... 
Τον ξύπνησαν κτυπήματα στην πόρτα. Κατάφερε να σηκωθεί και άνοιξε. Ήταν η σπιτονοικοκυρά του.
-Παιδί μου!...
Άρχισε να του λέει. Σταμάτησε όμως και άνοιξε διάπλατα το στόμα της μόλις αντίκρισε την κατάσταση που επικρατούσε στο δωμάτιο. Κάτι άλλο προφανώς είχεν έρθει να του πει αλλά μόλις είδε και την όψη του, άλλαξε θέμα:
-Παιδί μου τι έπαθες;
-Τίποτα κυρία. Μην ανησυχείτε… Χθες έβρεχε κι ο δρόμος ήταν γε-μάτος λάσπες. Θα τα καθαρίσω όμως όλα εγώ μόνος μου. Μην ασχο-λείστε!...
-Αγόρι μου έκανες και εμετό; Τι’ ν’ αυτό; …είσαι άρρωστος και δε μας ειδοποίησες;… και αυτό τι είναι;
Έσπρωξε με το πόδι της το χαρτί που ήταν πεταμένο στο πάτωμα για να το βγάλει μες απ’ τις λάσπες που το κάλυπταν, έσκυψε, το κοί-ταξε, το σήκωσε στα χέρια της, τίναξε από πάνω του τα ξεραμένα χώ-ματα και είπε:
-Ένα γράμμα προφανώς από τη μανούλα σου!...
«Ένα γράμμα από τη μανούλα μου, που όμως δεν ξέρει να γράφει!» Σκέφτηκε ο Ναζίμ γελώντας μέσα του, καθώς προχωρούσε προς το κρεβάτι του για να καθίσει…
Η γυναίκα το ξεσκόνισε ακόμα λίγο, το καθάρισε και το απόθεσε στο μικρό τραπέζι, πάνω σ’ ένα πάκο βιβλία μια και δεν υπήρχε κενός χώρος να το ακουμπήσει.
-Θες να σου φτιάξω ένα ζεστό γάλα;
-Φτιάξτε μου, ότι θέλετε.
Της απάντησε τονίζοντας μια - μια τις λέξεις. Ηπαρουσία της άρχισε να του γίνεται πρόβλημα.
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα απορημένη για το τι συνέβαινε στον νεαρό της νοικάρη και μετά προχώρησε προς το κουζινάκι για να βρά-σει το γάλα που του είχε φέρει από χθες το απόγευμα… Ο Ναζίμ καθι-σμένος στην καρέκλα του μικρού του γραφείου κάπνιζε κοιτώντας έξω από το μικρό του παράθυρο. Ο καιρός ήταν άσχημος και ταιρια-στός με την ψυχή του! Είχε ομίχλη. Δε διέκρινε απολύτως τίποτα έξω! Κι όμως… εξακολουθούσε έξω να κοιτά!... Γιατί; …Όλα  ήσαν λευκά!... Και του άρεσε να τα κοιτάζει!... Να κοιτάζει το χρώμα το λευκό!... Ένοιωθε θαμμένος μες το χιόνι…
Γύρισε το βλέμμα του στα βιβλία που ήσαν στοιβαγμένα πάνω στο τραπέζι. Τα είχε παραμελήσει και ποια ήταν η αιτία; Το είδε γραμμένο πάνω σ’ ένα χαρτί: Γιουλμπαχάρ. Έγραφε… Τί ’ταν αυτό; Ήταν ένα γράμμα!... Ήταν αυτό που περίμενε τόσον καιρό και να που τώρα, τον περίμενε τόσες ώρες!... Όλην τη νύχτα!... Του έκανε παρέα όλην τη νύχτα, ενώ αυτός κοιμώταν αναίσθητος από το πολύ πιοτό! Το άνοιξε με λαχτάρα και η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, καθώς την έβλεπε μπροστά του να του λέει!... 
«Καλέ μου Ναζίμ…
»Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσες να με νοιώσεις μ’ αυ-τόν τον τόσο ευγενικό τρόπο κι έτσι δυσκολεύομαι απερίγραπτα να σου απαντήσω. Όταν ήμουν μαζί σου, δίπλα σου, μπροστά σου, όταν περπατούσαμε πλάι - πλάι, ένοιωθα πιο άνετα απ’ ότι τώρα, μπροστά σ’ ετούτο σου το γράμμα!... Αυτά που γράφεις, μου προκάλεσαν ένα σκίρτημα στην καρδιά, που δεν μπορώ να εντοπίσω το ποιόν του! Όμως το ένοιωσα σαν μουσική!...  Σα μια παράξενη μουσική, που συ-νοδεύει ένα ποίημα όπως κι εσύ το χαρακτηρίζεις, που αλάφρυνε την καρδιά μου…
»Κι εγώ εδώ μη νομίζεις ότι κάνω τη μεγάλη ζωή. Από το σπίτι στα μαθήματα κι απ’ τα μαθήματα στο σπίτι. Ούτε έχω τις σπουδαίες παρέες που θα μπορούσαν να μου προσφέρουν κάποιες σχετικά ενδιαφέρουσες στιγμές διασκέδασης. Αν δεν εύρισκα εξαιρετικά αξι-όλογες τις γνώσεις που αποκτώ με τη μελέτη των μαθημάτων μου, θα έπληττα πολύ. 
»Το γράμμα που μου έστειλες το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω και κάθε φορά με αναστατώνει και περισσότερο!... Δε με είχες αφήσει, ή δεν είχα εγώ κατορθώσει να καταλάβω, ότι μπορούσες να αισθανθείς για μένα τόσο υπέροχα συναισθήματα! Είχα νιώσει μόνο ότι με ποθούσες. Αλλά με έναν πόθο συνεσταλμένο, που σκύβει το κεφάλι του με σεβα-σμό, μπροστά στο κοινωνικό κατεστημένο!... Έναν πόθο αναιμικό!... Όμως εσύ τώρα με το γράμμα σου μου έδειξες ότι  έκανα λάθος! Ο σεβασμός σου ήταν για κάτι άλλο! Σεβόσουν τον ίδιο σου τον πόθο! Μ’ ένα σεβασμό που ψηλώνει και χάνεται μέσα στον ουρανό!... …Με αγαπούσες!... 
»Χόρεψα μπροστά σου νιώθοντας πάνω μου το βλέμμα σου, όμως χόρεψα μόνο για την αγάπη! Την ερωτική, τη σπάνια  και αιώνια!... Δε χόρευα έτσι στις διάφορες γιορτές. Ούτε στα πανηγύρια του χωριού μου, ούτε στις διάφορες φοιτητικές εκδηλώσεις που με καλούσαν οι συνάδελφοί μου στην Άγκυρα. Τις ελάχιστες βέβαια φορές, που έχω πάει…
»Χόρεψα μπροστά σου, για να σου απαντήσω σ’ αυτά που μου έ-λεγες σιωπηλά, μόνο με το βλέμμα σου!... Για να απαντήσω στον πόθο σου με το δικό μου πόθο!... Δε φαντάστηκα ότι με αγαπούσες!... Σ’ έβλεπα σαν φύλακα του κορμιού μου κι ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που είχες γίνει! Αισθανόμουν ότι το κορμί μου σου ανήκει! Κι αυτό με παραξένευε πολύ!...
»Όταν πήγα στο χωριό μου, είχα μια παράξενη σχέση με τον μπα-μπά μου… Και μια τρυφερή επίσκεψη από τον κόσμο που έχει για πά-ντα χαθεί! Από τον κόσμο της αγαπημένης μου μητέρας!... Σου φαίνο-νται παράξενα τα λόγια μου και τα νοήματά τους, αλλά όταν  θα βρε-θούμε ό ένας κοντά στον άλλο, θα σου περιγράψω αυτήν τη μοναδική νύχτα! Τη νύχτα της αποκάλυψης του μυστικού της υπόστασής μου, που το ένιωθα μέσα στα κύτταρα, μέσα στο αίμα, να μου καίει τις φλέβες, αλλά δεν είχε περάσει ποτέ από το νου μου! Ούτε καν από την πιο τολμηρή φαντασίωσή που έχω κάνει, ή από το πιο αλλοπρόσαλλο όνειρο που έχω δει!...  
»…Σου ζητώ να με βοηθήσεις! Δυο φορές βρέθηκες δίπλα μου σε στιγμές που μόνη μου, δε θα μπορούσα να τα καταφέρω τόσο καλά, όσο τα κατάφερα μαζί σου. Και θέλω να σταθείς ακόμα μια φορα δίπλα μου, για ν’ ανταπεξέλθω σε ένα καθήκον μου, που έχει να κάνει με τη δουλειά μου στη σχολή. Ο καθηγητής μου, έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ακριβή περιγραφή του αρχαιολογικού χώρου του Πυθαγόρειου, του αρχαίου θεάτρου και των ευρημάτων που εκθέ-τονται στο μουσείο και θέλει να την περιλάβει σε κάποιαν εργασία, που συμμετέχω κι εγώ. Αλλά δεν κατάφερε να μου βγάλει την άδεια από το υπουργείο, για να περάσω νόμιμα στην Ελλάδα. Δήλωσε ότι μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη να του περιγράψω τα αρχαιολογικά ευρήματα και πρέπει να με περάσεις στη Σάμο εσύ! Θέλω όσο το δυ-νατόν πιο σύντομα να συναντηθούμε στο Κουσάντασι. Αν θες πιο πριν γράψε μου για τον τρόπο που θα τα καταφέρουμε… 
»Θα μου προκαλούσε όμως μεγάλη χαρά, αν αντί να μου γράψεις, ερχόσουν να με βρεις όταν θα τελειώσουν τα μαθήματά σου, και θα παραμείνω λίγες μέρες εδώ περιμένοντάς σε, για να σε ξεναγήσω στα αξιοθέατα της πρωτεύουσας, αν και θα ήθελα αντίθετα να ερχόμουν εγώ στην Πόλη σου, που έχω ακούσει από πάρα πολλούς, ότι είναι απερίγραπτης ομορφιάς!... Όμως ας το αφήσουμε αυτό για την επό-μενη φορά που θα συναντηθούμε… Σε περιμένω λοιπόν…
 
                                                                                   Γιούλυ…»
 
…Ώστε όχι μόνο τον θυμόταν ακόμα, αλλά είχε νιώσει τον έρωτά του και τον ενθάρρυνε! Τον αγαπούσε κι αυτή!... Δεν ήξερε πόσο… αλλά ήταν πια σίγουρος ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο αίσθημα στη ζωή της, γιατί αν υπήρχε, είτε δε θα του απαντούσε, είτε η απάντησή της θα ήταν τελείως διαφορετική. Κι αν δεν ήθελε να του αποκαλύψει ότι έχει κάποιο δεσμό, θα του έγραφε ότι τον βλέπει σαν απλό φίλο και θα απέφευγε να συναντηθεί μαζί του… Όμως αυτή ήθελε να τον συναντήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε! Αλλά γιατί ήθελε αυτή τη γρήγορη συνάντηση; Γι’ αυτόν; Ή για την εργασία της στο πανε-πιστήμιο; Και ποια ήταν αυτή η αποκάλυψη του πατέρα της, που την έχει αναστατώσει τόσο;
Ένιωσε μιαν αγαλλίαση και μόνο που η γυναίκα που αγαπούσε ε-πανεμφανίστηκε στη ζωή του μ’ αυτό της το γράμμα και έδωσε τέλος στη βασανιστική αβεβαιότητα που τον τυραννούσε μέχρι τώρα και παρέλυε κάθε δραστηριότητα στη ζωή του και κυρίως στις φοι-τητικές του υποχρεώσεις. Από αύριο θα ξεκινούσε την προσπάθεια να αναπληρώσει ότι έχασε από την αμέλειά του και να περάσει όσο πιο πολλά μαθήματα μπορούσε για να μη χάσει το χρόνο και ξαναρχίσει το φθινόπωρο στην ίδια τάξη.
Με τις πρώτες διακοπές των μαθημάτων του, θα πήγαινε στην Ά-γκυρα να τη βρει και θα της εξηγούσε τον τρόπο που θα την βοηθού-σε να λύσει το πρόβλημά της, αλλά αυτό που του έδινε τη μεγαλύτερη ζωντάνια, ήταν που θα ξαναβρισκόταν δίπλα της! Που θα την συ-νόδευε παντού! Θα γινόταν η σκιά της! Θα ανάσαινε το άρωμα των μαλλιών της και θα μιλούσε ακούγοντας να του απαντά η γοητευτική της φωνή… που η ανάμνησή της και μόνο, τον μάγευε με τη βαθειά μελωδία της!... Είχε ξεμεθύσει τελείως από το κρασί! Είχε παραδοθεί στο γλυκύτερο μεθύσι: Στο μεθύσι της νιότης…
 
Στο τέλος της άνοιξης, η πόλη της Άγκυρας αποκτά την πιο όμορ-φην εικόνα της! Η μυρωδιά των αποξηραμένων λουλουδιών που φυ-τρώνουν σχεδόν μόνο στα υψίπεδα της Γαλατίας, σκορπάει σ’ όλην την περιοχή μιαν ανήσυχη σαγηνευτική γαλήνη… Το χρώμα του ήλιου όσο πλησιάζει προς τη δύση του, αποκτά την πιο μαγευτικήν απόχρω-ση του κόκκινου, το διάφανο κόκκινο χρώμα, περνώντας μες από τα αραιά φίλτρα των διάφορων γύρεων, που το αεράκι φυσώντας διακρι-τικά πάντα εκείνην την εποχή, τις ξεσηκώνει από τους ωριμασμένους πια στήμονες των λουλουδιών και τις αφήνει μετέωρες στην α-τμόσφαιρα να διαλέξουν τα ταίρια τους για να γίνει τέλεια η γονι-μοποίηση!... Τα άλλα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι ακριβώς εκείνην την ίδια εποχή παρακινούνται και κάνουν το ίδιο… Η μελαγχολία απλώνεται μαβιά σα σκιά στα βλέφαρα των κοριτσιών και τα παλικά-ρια ξυπνούν κάθε πρωί με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια τους, με μια βαρυθυμία έκδηλη, σα να δούλευαν ολονυχτίς και σωριάζονται στους οντάδες για πολλήν ώρα, χωρίς να μιλούν, με βλέμμα ακίνητο, νυσταγμένο, αφαιρεμένο και τη σκέψη τους στο νοητό κενό… 
Μέσα στο ήσυχο καφενείο ο Ναζίμ κοιτούσε αφηρημένος τις παλιές λεπτές κουρτίνες τις βαμμένες στο χρώμα της πορφύρας, που άφηναν τον ήλιο να τις διαπερνά, να έρχεται και να πέφτει πάνω στο πρόσωπό του, να τον θαμπώνει και να του θολώνει το νου… δεν ήθελε όμως να πάει πιο πέρα, να τραβήξει την καρέκλα του προς τη σκιά! Δεν ήθελε να συνέλθει!  Δεν είχε ποτέ του αναπνεύσει παρόμοια βαριά μυρωδιά! Όλη η φύση απόπνεε κάτι σαν μαγγανεία… Ένιωθε σα να τον τραβού-σε ένα αόρατο σχοινί προς μέρη άγνωστα και μαυλιστικά που ήσαν τόσο όμορφα, ώστε απολησμονούσε κανείς τα πάντα και πριν απ’ όλα το φευγιό. Την επιστροφή. Την απαγκίστρωση!...
Κι όταν ξαφνικά ο ήλιος έπεσε κι οι κουρτίνες έγιναν γκρίζες, μια απότομη σκοτεινιά πλημύρισε την αίθουσα σαν να τέλειωσε ο κόσμος αιφνίδια, που έκανε τον νεαρό να νιώσει την αναπνοή του να κόβεται σα να του συνέθλιβε το στήθος ένας απροσδιόριστος φόβος! Ο φόβος του παντοτινού σκοταδιού!... Τινάχτηκε από το κάθισμά του, πήρε μια βαθειάν ανάσα και έβγαλε με ορμή τον αέρα μες απ’ τα πνευμόνια του, σα να έδιωχνε βίαια από μέσα του έναν βραχνά! Ένα κακό όνειρο! Τότε συνήλθε τελείως από το μάργωμα που τον είχε πιάσει και το μυαλό του γύρισε στη Γιουλμπαχάρ!... «Όπου να ’ναι θα φανεί» σκέφτηκε… «Και χθες, περίπου τέτοιαν ώρα ήρθε και συναντηθήκαμε…»
Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του, το άναψε, ρούφηξε δυνατά τον καπνό μέσα του και μετά τον ά-φησε να βγει αργά από το στόμα, κοιτώντας από το ανοιχτό παράθυ-ρο το βάθος του δρόμου. Χθες το βράδυ της έπιασε τα δυο της χέρια καθώς αυτή τα είχε ακουμπισμένα πάνω σ’ αυτό το ίδιο τραπεζάκι  από μέταλλο και μάρμαρο …και αυτή δεν τα τράβηξε!... Τον κοιτούσε κατάματα με σφιγμένα τα χείλη, παράξενα σοβαρή και γοητευτική κι ούτε χαμήλωσε ή γύρισε αλλού τη ματιά της, όπως έκανε μέχρι τώρα, κάτω από το δικό του επίμονο ερωτικό βλέμμα που το ένιωθε να βγά-ζει φωτιές!... 
Ένα αχνό σύννεφο διάφανο σαν ομίχλη σεργιανούσε πάνω στο δρόμο που κατά τόπους πύκνωνε και αραίωνε αλλάζοντας αργά θέ-σεις, κρύβοντας και φανερώνοντας το τοπίο, όταν τη διέκρινε από  το βάθος του δρόμου, να αχνοφαίνεται, σιλουέτα λεπτή ψηλή λυγε- ρόκορμη να βαδίζει με γρήγορο βήμα,  τυλιγμένη στο σούρουπο… Όταν πλησίασε στο μαγαζί, την είδε να γυρνάει το κεφάλι της προς τα πίσω, δεξιά και αριστερά στη διασταύρωση, σα να φοβόταν μην την πάρει κάποιο μάτι τη στιγμή που θα έμπαινε μέσα!... Σηκώθηκε, έσβησε το τσιγάρο και προχώρησε προς την πόρτα. 
Της άνοιξε, την ώρα που άπλωνε το χέρι της να πιάσει το πόμολο. Εκεί, δίπλα  στην είσοδο του καφενείου, τέσσερις άντρες καθιστοί έ-παιζαν τη μοίρα τους στα ζάρια! Άλλοι πέντ’ έξι  όρθιοι γύρω τους παρακολουθούσαν τα γυρίσματα των καιρών. Μόλις ένιωσαν την πόρτα ν’ ανοίγει και κοίταξαν, είδαν τον νέο να στέκεται στο κατώ-φλι και τη γυναίκα να μπαίνει σαν τρυφερός σίφουνας σε μιαν άδεια ζωή! Του χαμογέλασε χαιρετώντας τον ψιθυριστά κι αυτός την οδή-γησε προς το βάθος του μαγαζιού, στο τραπεζάκι που καθόταν προη-γουμένως και την περίμενε, δίπλα στο παράθυρο. Όταν πια το νεαρό ζευγάρι κάθισε στη θέση του, γύρισαν αργά όλα τα κεφάλια προς το τραπέζι που παιζόταν η τιμή ανάμεσα σε δυο αντιπάλους… Μερικοί δεν παρέλειψαν γυρνώντας το κεφάλι ταυτόχρονα, να το κουνήσουν και υποτιμητικά: «πού μας κατάντησαν οι νεωτερισμοί! Γέμισαν τα καφενεία με γυναίκες!...»…
-Πώς πέρασες τη μέρα σου;
-Μια χαρούλα!...
Του απάντησε πρόσχαρο το κορίτσι τοποθετώντας την τσάντα της σε μια κενή καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της. Κάρφωσε πάνω του τα μάτια της και το χαμόγελό της.   
-Εσύ; Που είσαι και μοναχούλης σου; Έπληξες; 
Τι να της απαντήσει; Ότι στην κατάσταση που βρισκόταν από τη μέρα που ήρθε στην Άγκυρα και τη βρήκε, η πλήξη δεν μπορούσε να εισχωρήσει στη ζωή του; Ότι δεν τον έφταναν οι ώρες της μέρας να τη σκέφτεται;
-Καθόλου! Δε χορταίνω να περπατώ και να σκέφτομαι!... Να βλέπω άγνωστους δρόμους, άγνωστους ανθρώπους και να δοκιμάζω πρω-τόγνωρες σκέψεις!...
-Τους άγνωστους δρόμους τους καταλαβαίνω. Αφού μου είπες ότι έρχεσαι πρώτη φορά στην πόλη. Αλλά οι πρωτόγνωρες σκέψεις;…
Η Γιουλμπαχάρ κόπηκε!... Ίσως να μην έπρεπε να οδηγήσει τη συζή-τηση προς αυτήν την κατεύθυνση!... Ο Ναζίμ το διαισθάνθηκε και έμει-νε για λίγο σιωπηλός…
-Τελειώσατε; Έκλεισε η σχολή;
-Ναι! Σήμερα. Έγραψα και στον μπαμπά ότι θα πάω σε κάποια δου-λειά, για να μην ανησυχεί που θα καθυστερήσω να γυρίσω στο σπίτι… και είμαι έτοιμη… Πότε λες να φύγουμε;…
-Όποτε θέλεις… Αν υπάρχει θέση για αύριο το βράδυ… Θα πάω το πρωί να βγάλω τα εισιτήρια…
Της απάντησε ο Ναζίμ σκεφτικός.
-Ναι καλέ μου! Να τελειώνουμε!
Του είπε τότε αυτή με αδημονία.
Οι καφέδες ήρθαν αχνιστοί. Ο Ναζίμ άναψε αφηρημένος τσιγάρο, ενώ η Γιουλμπαχάρ, έβαλε σταυροπόδι κάτω από το τραπεζάκι, γύρι-σε και κοίταξε γύρω στην άδεια αίθουσα και πίσω της την παρέα των αντρών που ήσαν αφοσιωμένοι στα ζάρια, ακούμπησε τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι και τύλιξε τα μάγουλά της μέσα στις παλάμες της… Τον κοίταξε γλυκά χαμογελώντας παρακλητικά και μισοκλείνοντας τα βλέφαρα.
-Δώσε μου και μένα… 
Ο Ναζίμ γέλασε πιο πολύ για να κρύψει τον αιφνιδιασμό του για την τόλμη της να καπνίσει σε δημόσιο χώρο, παρά για την αφηρημάδα του και της προσέφερε από το πακέτο του.
-Άναψέ μου το εσύ και θα το καπνίσω κρυφά. Δε θέλω να με δούνε οι άλλοι!... 
Πήρε το τσιγάρο που της άναψε και το ρούφαγε σκύβοντας προς το τραπεζάκι μ’ ένα πονηρό χαμόγελο σαν ένα παιδάκι που σκαρώνει μια συνομωσία πίσω απ’ την πλάτη των μεγάλων! Ο Ναζίμ την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος…
-Περίμενε λίγο!
Του λέει ψιθυριστά και σκύβει προς το μέρος του ακόμα πιο πολύ κοντά στο πρόσωπό του.
-Όταν θα ρουφάω εγώ θα ρουφάς κι εσύ! Και όταν θα βγάζω τον καπνό εγώ, θα τον βγάζεις κι εσύ για μη με καταλάβουν! Να νομίζουν ότι όλος ο καπνός είναι δικός σου! Χιχιχι!...Εντάξει;
-Ναι!...
Είχε χάσει τη μιλιά του! Γιατί αυτό που ένιωθε βλέποντας τις κι-νήσεις της και ακούγοντας τη φωνή της, δεν μπορούσε αυτός να το εισπράξει αλλιώς παρά σαν μια ερωτική πράξη της μαζί του!... Αυτό του έβγαινε…
-Έτσι θα σε καταλάβουν ματάκια μου ότι καπνίζεις…
Άκουσε παραξενεμένος τη φωνή του να της λέει με μια πρωτάκου-στη τρυφερότητα.
-Και τι θα μου κάνουν;
Του απάντησε σουφρώνοντας τα χείλη σαν ένα πεισματάρικο παιδί που δεν μπορεί να διανοηθεί το νόημα αυτών που λέει…  Δε φάνηκε να την παραξενεύει ο τόνος της φωνής του, σα να την περίμενε αυτήν την τρυφερότητα, τη δεχόταν, της άρεσε και δεν της προκάλεσε κανέ-να αίσθημα επιφυλακτικότητας…
-Τίποτα το ιδιαίτερο… Απλά θα μας διώξουν απ’ το μαγαζί…   
Της απάντησε για να την πειράξει.
-Δε θέλω να φύγω ακόμα…
-Θα σου πω εγώ έναν τρόπο που δε θα καταλάβει κανείς ότι κα-πνίζεις…
-Πες μου τον Ναζίμ! Γιατί δε μου τον είπες τόσην ώρα;
-Γιατί τώρα τον σκέφτηκα!...
-Αχ πες μου τον λοιπόν!...
Η ανυπομονησία της θηλυκής ερωτικής αγνότητας, σε όλο της το μεγαλείο! Πώς μπορεί κάποιος γραφιάς να δώσει τις εικόνες που περ-νούσαν μπροστά από τα μάτια του νέου, εκείνες τις στιγμές;
Έγειρε μπροστά, ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι και πλησία-σε το πρόσωπό του ακόμα πιο κοντά στο δικό της. Οι πνοές τους εί-χαν πια ενωθεί.
-Οι άνθρωποι βρίσκονται ακριβώς πίσω σου. Δε βλέπουν πόσο κο-ντά είναι τα πρόσωπά μας. Θα βγάζεις λοιπόν τον καπνό μέσα στο στο-μα μου και μετά εγώ θα γυρνώ προς το παράθυρο και θα τον βγάζω έξω! Πώς σου φαίνεται;
Η Γιουλμπαχάρ με μιας σοβαρεύτηκε. Τράβηξε τα χέρια της από το τραπέζι και ακούμπησε αργά την πλάτη της στο κάθισμα απομακρύ-νοντας το πρόσωπό της από το πρόσωπο του Ναζίμ.
-Μα πώς θα γίνει αυτό; Θα πρέπει να σμίξουν τα χείλη μου με τα δικά σου!...
Ο Ναζίμ τη μιμήθηκε. Απομακρύνθηκε κι αυτός και έφερε τα χέρια του προς τα πίσω αγκαλιάζοντας την πλάτη της καρέκλας του.
-Ναι Αυτό πρέπει να γίνει …λογικά…
Της απάντησε κοιτώντας έξω από το παράθυρο σκεφτικός, τη σκο-τεινή νύχτα. …Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
-Καλά… θα το δοκιμάσουμε στο επόμενο τσιγάρο…
Του απάντησε σβήνοντας το τσιγάρο της που είχε ήδη τελειώσει στο σταχτοδοχείο.
-Γιατί αυτό μου τελείωσε…
Συμπλήρωσε…
Ο Ναζίμ την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αυτή εξακολουθούσε να τον κοιτάει σοβαρή, μ’ εκείνο το παράξενο σφίξιμο των χειλιών της που τον κοιτούσε και χθες. Τι να σκεφτόταν άραγε εκείνη τη στιγμή! Χθες το είδε αυτό το σφίξιμο, καθώς της κρατούσε τα χέρια κι είχε καρφωμένο το βλέμμα του στα μάτια της γεμάτος έρωτα! Μα σήμερα; Θ’  ακουμπούσε τα δικά του χείλη  πάνω στα δικά της!... Δεν ήταν το ίδιο πράγμα…
Δεν πέρασε αρκετή ώρα κι ήθελε να ανάψει πάλι τσιγάρο. Να του πει να πάνε σε κάποια ερημιά; Ή να το καπνίσει από τα χείλη του εδώ μέσα, που δεν υπήρχε κίνδυνος να εξελιχθεί σε κάτι άλλο; Κι αν το κάπνιζε από τα χείλη του… Αυτά τα σαρκώδη μαραμένα από τον έρω-τα χείλη, ήταν σίγουρο ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος;
Έσκυψε προς το μέρος του ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και του έκανε νεύμα να πλησιάσει κι αυτός. Όταν πλησίασαν τα πρόσωπά τους το ένα κοντά στο άλλο του είπε:
-Έχεις κάνει κάποιο πλάνο, πώς θα περάσουμε απέναντι;
Ο Ναζίμ την κοιτούσε στα μάτια… Απομακρύνθηκε από κοντά της ξαπλώνοντας στην καρέκλα του και γύρισε το πρόσωπο προς το σκο-τάδι του παραθύρου.
-Το πρόβλημά μας Γιούλη μου δεν ειν’ αυτό!... Θα σε περάσω με τη βάρκα μας στο Πυθαγόρειο… Έχω ψαρέψει άπειρες φορές σ’ αυτά τα νερά και τα ξέρω… Θα σε αφήσω στην αμμουδιά.... Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα κάνουμε… Θα γυρίσω πίσω στο χωριό μου; Και πότε θα σε ξαναφέρω πίσω;
-Α! Μην ανησυχείς διόλου γι’ αυτό καλέ μου!...
Του απάντησε η Γιουλμπαχάρ με φανερή ανακούφιση.
-Έχω μια φίλη που μένει στο Βαθύ! Στο μεγάλο λιμάνι του νησιού. Ήταν συγχωριανή μου! Από αυτήν έμαθα να μιλάω ελληνικά!... Με την ανταλλαγή πληθυσμών έφυγε μαζί με όλην της την οικογένεια και τώρα μένει εκεί σε σπίτι μιας οικογένειας μουσουλμάνων που ήρθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό μου, στο δικό της το σπίτι. Μου έστειλε ένα γράμμα και ξέρω τη διεύθυνσή της. Εκεί θα μείνω τις δυο τρεις μέρες που θα μου χρειαστούν… Μετά… θα δω τι θα κάνω… Θα πάω στο προξενείο και θα ζητήσω να με ξαναγυρίσουν στην πατρίδα μου… Ή θα μπλεχτώ σε κάποιαν τουριστικήν ομάδα που θα επισκεφτεί την αρ-χαία Έφεσο και θα περάσω λαθραία… Μπορεί να υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος, που θα μου τον υποδείξει κάποιος από ’κεί… Όπως ο μπαμπάς της φίλης μου, που πολύ με συμπαθούσε!... …Πρέπει να την κάνω αυτήν την εργασία καλέ μου!... Θα με βοηθήσει πολύ στην καριέρα μου!...
Ο Ναζίμ την κοιτούσε καθώς του ανέλυε τα σχέδιά της μ’ αυτήν την παιδική αφέλεια!... Και την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα, σα να καμάρωνε το κουράγιο αυτού του κοριτσιού που η φύση το είχε προικίσει με το-ση δυναμικότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα όση και ντελικάτη και εύθραυστη θηλυκή χάρη!… Όταν τελείωσε και σταμάτησε να του μιλά, έμεινε να την κοιτά και τα βλέμματά τους αγκαλιασμένα στροβι-λίζονταν μέσα στους καιρούς για λίγην ώραν ανέμελα, παρ’ όλους τους σοβαρούς και καθόλου ακίνδυνους προβληματισμούς τους: η Γιουλ-μπαχάρ τον παρακαλούσε κι αυτός προσπαθούσε να ανταποκριθεί, υπερβάλλοντας πάρα πολύ τις δυνατότητες του εαυτού του ή μάλλον υποτιμώντας την επικινδυνότητα του τολμήματός τους…
-Στο γράμμα σου μου ανέφερες ότι θα μου διηγηθείς μιαν παράξενη νύχτα που πέρασες με τον πατέρα σου όταν αυτός σου αποκάλυψε κάτι για την τύχη της μητέρας σου…
Το βλέμμα της με μιας σκοτείνιασε, καθώς η σκέψη της οδηγήθηκε στην ιστορία του τραγικού τέλους της μητέρας της, όμως αυτό δεν την εμπόδισε να διηγηθεί στο Ναζίμ τα πάντα. Από τα στοιχεία της φύσης που είχαν αφηνιάσει καθώς ο μπαμπάς της πρόφερε τις λιγοστές λέξεις περιγράφοντας τα γεγονότα που του ήσαν γνωστά, μέχρι τις μεταφυσικές εικόνες, γεννήματα του δικού της μυαλού και της ενορα-τικής της φαντασίας.
-Πόσο άσχημο είναι να θεωρείται κάποιος προδότης επειδή ακο-λούθησε το δρόμο της φύσης…
Πρόφερε ο Ναζίμ υπόκωφα, κουρασμένα, με φανερή τη θλίψη και την απογοήτευση ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του. Η Γιουλμπαχάρ έμενε σιωπηλή, χαμένη μέσα στους κόσμους της διήγησής της. Ο Ναζίμ άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Δύο λαοί γειτονικοί, ζυμωμένοι τόσους αιώνες στην ίδια σκάφη, στην κοινή τους ζωή, και δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους, να ξεχωρίσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε φυλής, και να συμβιώσουν αρμονικά, να μιλούν μια κοινή γλώσσα, να διαμορ-φώσουν τα ήθη και τα έθιμά τους συνδυάζοντας επιστημονικά τις λα-ογραφίες τους, και να δημιουργήσουν ένα ομόσπονδο κράτος, πανί-σχυρο, μια νέα μεγάλη δύναμη, που να δεσπόζει στην ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, κόντρα στα συμφέ-ροντα των μεγάλων δυνάμεων… 
Η Γιουλμπαχάρ παρακολουθούσε προσεκτικά αυτά που της έλεγε ο Ναζίμ και τα εύρισκε πολύ ενδιαφέροντα.
- Θα μπορούσε η γλώσσα μας σ’ αυτή της την αλλαγή που έγινε πρόσφατα από το αραβικό αλφάβητο, να πάρει σαν πρότυπο το ελ-ληνικό αντί για το λατινικό…
Του είπε διστακτικά, περιμένοντας ν’ ακούσει τη γνώμη του.  
-Έχω ακούσει ότι η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη, αλλά είναι πολύ εκφραστική. Την έχει διαμορφώσει η ελληνική φιλοσοφία. Είσαι τυ-χερή αν μπορείς να σκέφτεσαι σ’ αυτήν τη γλώσσα. Κολυμπάς στα βα-θειά νερά της πανανθρώπινης σκέψης…
-Δεν μπορώ να σκέφτομαι σ’ αυτή τη γλώσσα… Ακόμα… Αλλά αν ιδρυθεί τμήμα ελληνικών σπουδών στη σχολή μου, θα είμαι από τις πρώτες που θα ακολουθήσει αυτόν τον κλάδο…    
-Το ελληνικό πνεύμα θα μπορούσε να μας κυβερνάει αυτή τη στιγ-μή. Στην Πόλη υπάρχει μια ελληνική συνοικία που λέγεται Φανάρι. Εκεί παλιά, κατοικούσαν οι φαναριώτες σοφοί που είχαν φτάσει να κυβερνούν την Οθωμανική αυτοκρατορία, γιατί ο τότε σουλτάνος εί-χεν αναγνωρίσει την αξία τους και τους είχε τοποθετήσει σε θέσεις – κλειδιά, παρά το ότι ήσαν Έλληνες.
-Ναι. Το ξέρω κι εγώ αυτό. Την εποχή εκείνη πολλοί Έλληνες είχαν διορισθεί σε ανώτατα κρατικά αξιώματα.
- Όλ’ αυτά δεν ξέφυγαν από την προσοχή των Άγγλων, που φοβή-θηκαν τη νέα μεγάλη δύναμη που γεννιόταν.
-Και μας κήρυξαν τον πόλεμο…
-Δε θέλανε την Ελλάδα και την Τουρκία ενωμένες, αλλά αντίθετα, να τις χωρίζει άσβηστο μίσος, για να μπορούν εναλλάξ, να τις εκμεταλ-λεύονται και τις δυο.
-Διαίρει και βασίλευε…
Πήρε ένα ακόμα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και πριν να το ανάψει γύρισε και την κοίταξε. Το βλέμμα της καθώς τον κοιτούσε έλαμπε πα-ράξενα αλλά δε στάθηκε σ’ αυτό. Πρόσεξε τις κινήσεις τόσο του κορ-μιού της, όσο και των χεριών της, που τον παρακαλούσαν!... Του γεν-νούσαν μια συγκίνηση ερωτική όλα τα στοιχεία εκείνης της βραδιάς!... Άναψε το τσιγάρο, ρούφηξε τον καπνό και τότε του μίλησε…
-Μη βγάλεις τον καπνό από το στόμα σου! Δώσε μού τον εμένα! Στο δικό μου στόμα!...
Είχε σκύψει με όλο το πάνω μέρος του κορμιού της προς το μέρος του!... Ο Ναζίμ της χαμογέλασε αλλά δεν κινήθηκε να την πλησιάσει. Ζούσε ένα όνειρο καθώς έβλεπε να του προσφέρεται ένα δώρο, που τον συγκινούσε όσο τίποτα άλλο, εκείνη τη στιγμή!... Όμως κάτι τον εμπόδιζε ν’ απλώσει το χέρι του να το πάρει! Κάτι σα μια μυστήρια αίσθηση ότι ήταν αέρας! Ότι η Γιουλμπαχάρ βρισκόταν κάπου αλλού! Και αυτό που έβλεπε μπροστά του να τον μαγεύει, ήταν κάποιο ομοί-ωμά της, που ανεξερεύνητες μυστικές δυνάμεις το έφτιαξαν για να τον παραπλανήσουν!...Έμεινε ακίνητος να την κοιτά στα μάτια! Το βλέμμα της καθώς τον κοιτούσε, τον τύλιξε σαν ένα σύννεφο και τον μετέ-φερε κάπου αλλού! Σ’ έναν άγνωστο τόπο, όπου βασίλευε η αιωνιό-τητα σαν μια παγερή σκοτεινή ακινησία!...
Μια παρέα νεαρών ανδρών που ανάμεσά τους ήταν και μια γυναί-κα, μπήκαν κάνοντας  θόρυβο συζητώντας δυνατά και διαφωνώντας σε κάποιο θέμα, ήρθαν και κάθισαν ακριβώς δίπλα τους. Η Γιουλ-μπαχάρ γύρισε αργά και τους κοίταξε διακριτικά έναν - έναν… Όταν είδε ότι ήσαν όλοι άγνωστοι, γύρισε καθησυχασμένη προς τον Ναζίμ. Παρ’ όλ’ αυτά, έκδηλη ήταν η απογοήτευση και στων δύο τα πρόσω-πα, από την ξαφνική εισβολή της παρέας στον κόσμο τους, μια και εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό τραπεζάκι, που τους χάλασε τη σχε-τική απομόνωση ανατρέποντας τα χαριτωμένα σχέδιά και τη ζεστή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους…   
-Πάμε να φύγουμε; Κάνουν πολλή φασαρία!...
Του πρότεινε φανερά απογοητευμένη από την τροπή που πήραν τα πράγματα. Σηκώθηκαν, πλήρωσαν τους καφέδες και βγήκαν.
Από τα πρώτα τους βήματα, μόλις βρέθηκαν έξω από το καφενείο, οι δυο νέοι ένιωσαν την καθαρή ατμόσφαιρα της όμορφης βραδιάς, που τους άλλαξε αμέσως τη διάθεση. Η κοπέλα έβαλε με θάρρος το χέρι της μέσα στην τσέπη του σακακιού του που είχε δει να τοποθετεί τα τσιγάρα και παίρνοντας ένα μελιστάλαχτο ύφος του είπε:
-Αγενέστατε κύριε! Δεν καταλάβατε ότι η δεσποινίδα που συνο-δεύετε…
Και χοντραίνοντας τη φωνή της για να την κάνει όσο πιο πολύ μπορούσε να μοιάζει αντρική και μάγκικη:
-…έχει χαρμανιάσει για καπνό;  
Γέλασαν κι οι δυο με όλη τους την καρδιά. Ο Ναζίμ της άναψε το τσιγάρο, στάθηκαν όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλο σ’ ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου και κάπνιζαν. Πρώτη η κοπέλα για να τον πειράξει του φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο. Ο Ναζίμ καμώθηκε ότι τον ενόχλησε η κίνησή της.
-Ααα δεσποινίς μου, δεν έχετε καθόλου καλούς τρόπους! Δεν γνωρίζεται τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και τώρα θα σας τους διδάξω…
Και παίρνοντας το ύφος πανεπιστημιακού καθηγητή συμπλήρωσε:
-…αυτοπροσώπως!...
Ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο του και πηδώντας μπροστά της ά-δειασε τον καπνό στο προσωπάκι της! Η Γιουλμπαχάρ δεν πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί έγκαιρα και καθώς την έπιασαν τα γέλια πνίγηκε, από τον καπνό που τύλιξε το πρόσωπό της και άρχισε να βήχει…
-Βάναυσε!...
Του φώναξε πνιγμένη στο βήχα.
-Ο Ναζίμ σταμάτησε να γελά, την πλησίασε και ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη της
-Γιούλη μου!...
Αυτή με ορθάνοιχτα μάτια έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Και μόλις έ-νιωσε το ανήσυχο πρόσωπό του στο πλάι πολύ κοντά, γύρισε απότο-μα το κεφάλι της και πριν αυτός προλάβει ν’ απομακρυνθεί του έδω-σε ένα σκαστό ρουφηχτό φιλί στα χείλη του!... Στάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και κοιτάζονταν μεταξύ τους άγρια, έτοιμοι να άλλη-λοσπαραχτούν, σα να ζυγιάζονταν δύο προαιώνιοι εχθροί, πριν να χυθούν ο ένας εναντίον του άλλου σ’ ένα θανατερό πάλεμα!... 
Και όρμησαν. Ο Ναζίμ την άρπαξε απ’ τη μέση και την έσφιξε πάνω του δυνατά, ενώ αυτή άπλωσε τα χέρια γύρω απ’ το λαιμό του α-γκαλιάζοντας το κεφάλι του και σφίγγοντας τα χείλια του πάνω στα δικά της! Σε λίγο οι γλώσσες τους τρίβονταν η μια πάνω στην άλλη με τα χείλη του κοριτσιού ρουφηγμένα μέσα στο στόμα του αγοριού!... Πολύ γρήγορα η Γιουλμπαχάρ κατάλαβε ότι σε λίγο θα ήταν πολύ αργά να αναστρέψει το φυσικό που θα ακολουθούσε σ’ αυτή την ερημιά, καθώς ένιωσε τον πόθο του άντρα που την κρατούσε φυ-λακισμένη μέσα στην αγκαλιά του να γιγαντώνεται και αυτήν να χά-νει τη δυνατότητα να προβάλει την παραμικρή αντίσταση!...
Τράβηξε το πρόσωπό της προς τα πίσω, μάζεψε τα χέρια της από το λαιμό του, άπλωσε τις παλάμες της στα στήθια του, γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, χαμήλωσε το βλέμμα προς το έδαφος… Και καθώς αυτός εξακολουθούσε να την φιλά με πάθος στον τρυφερό της λαιμό ψιθύρισε:
Όχι Ναζίμ!... Δε θέλω!... Δεν πρέπει!...
Ο Ναζίμ έμεινε ακίνητος…
Με αργές κινήσεις, τράβηξε το ένα του χέρι και άφησε μόνο το άλ-λο, γύρω από τη μέση της. Γύρισε κι αυτός προς το πλάι και κάρφωσε το βλέμμα του στην πηχτή νύχτα!... Μια σκέψη τσίμπησε ακαριαία το μυαλό του: Πόσο δικό του ήταν αυτό το σκοτάδι που είχε μπροστά του! Και πόσο μακρινές και ξένες ήσαν η Γιουλμπαχάρ και η Εμινέ γι’ αυτόν!...

ΑΛΦΕΙΟΣ: Μαζί σου ερωτεύομαι και υποφέρω από την πολλήν ηδονή!
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Τότε να μη μιλάμε...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Γιατί να μη μιλάμε; Είναι τόσο μελωδικός ο ήχος της φωνής σου!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Δε θέλω να μου λες ότι σε κάνω να υποφέρεις.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Δε θες να υποφέρω;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Εμένα η ηδονή δε με κάνει να υποφέρω. Με κάνει να χαί-ρομαι τη ζωή!
ΑΛΦΕΙΟΣ: Κι εγώ τη χαίρομαι. Ιδίως όταν ολοκληρώνεται.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Και πότε θεωρείς ότι ολοκληρώνεται;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Με το σωματικό έρωτα! Εσύ πότε θεωρείς ότι ολοκληρώνε-ται;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Εγώ πιστεύω ότι η ζωή αποτελείται από πολλά μικρά κομ-ματάκια ολοκληρωμένα.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Αυτό είναι το μόνο σίγουρο! Απλά …εγώ μίλησα για τον έρωτα.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Δηλαδή πιστεύεις ότι αν κάνουνε μια φορά έρωτα, θα ολοκληρωθεί;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Όχι βέβαια… Μπορεί να υπάρξει και συνέχεια!
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Και πότε θα θεωρήσεις ότι ολοκληρώθηκε;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Δεν υπάρχει κανόνας.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ακριβώς αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ: ότι η ολοκλήρωση ουσιαστικά δεν υπάρχει!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Με το νόημα που λες ότι μετά την ολοκλήρωση θα έλθει η κατηφόρα; Δεν είναι απαραίτητο μετά την ολοκλήρωση να ακολου-θήσει η φθορά.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το ξέρω. Δεν εννοούσα αυτό.
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η απόλυτη έννοια της ολοκλήρωσης δεν υπάρχει.
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Μετά την ολοκλήρωση - αν ονομάζεις ολοκλήρωση την πρώτη φορά που θα κάνουμε έρωτα - τη δεύτερη φορά, πώς θα την πεις; Ολοκλήρωση εις το τετράγωνο; Διπλή ολοκλήρωση;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Επανάληψη της ολοκλήρωσης. Θα ζήσουμε μέσα στο κενό της λύτρωσης!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Κι αν εσύ θέλεις πολύ την επανάληψη της ολοκλήρωσης κι εγώ σου την αρνηθώ, δε θα νιώσεις ότι η ολοκλήρωση έμεινε ανο-λοκλήρωτη;
ΑΛΦΕΙΟΣ: Τότε θα μείνει ανεκπλήρωτη η επανάληψη και όχι η ολοκλή-ρωση. Αλλά μπορεί να πονέσει περισσότερο…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ο πόνος δεν σημαίνει απουσία; Άρα η ολοκλήρωση δεν τε-λειώνει ποτέ. Κι επειδή ό,τι υπάρχει στον κόσμο των φαινομένων τε-λειώνει, η ολοκλήρωση απλά δεν υπάρχει...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η απόλυτη ολοκλήρωση δεν είναι ορατή. Κομματιάζεται σε ανεξάρτητες ολοκληρώσεις που η μια συμπληρώνει την άλλην επ’ άπει-ρον!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Η ολοκλήρωση συντελείται στο άπειρο! Σε κάποιο μυ-στικό βυθό. Κρυμμένη από του κόσμου τις ροές! Βυθισμένη σε μυστη-ριακές κατακόμβες!...
 
Μόλις ξύπνησε το πρωί η Γιουλμπαχάρ πήγε στην τράπεζα που της έστελνε ο μπαμπάς της εμβάσματα για τα έξοδα των σπουδών της και απέσυρε όλες τις πενιχρές καταθέσεις της, αγοράζοντας λίρες στερ-λίνες. Αγόρασε ένα μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι και τις έδεσε μ’ ένα λεπτό ζωνάκι κατάσαρκα γύρω από τη μέση της. Τώρα δεν έμενε παρά να προμηθευτεί συνάλλαγμα σε δραχμές για τα έξοδά της στην Ελ-λάδα, μέχρι να φτάσει στον Μιχάλη. Αυτό έπρεπε αν της ήταν δυνατό να το εξασφαλίσει όσο μπορούσε πιο άμεσα για να της φύγει κι αυτό το άγχος και να συγκεντρωθεί στα σημαντικότερα ζητήματα… Όμως γρήγορα εξάντλησε όλες τις πιθανές πηγές, χωρίς να βρει καμιά λύση στο πρόβλημά της… Όλες οι ελπίδες της τώρα εναποτέθηκαν στο φί-λο της τον Οσμάν, αν τον έβρισκε βέβαια στο σπίτι του στο Κουσά-ντασι. 
    Το μεσημεριανό τους καφέ θα τον έπιναν στο καφενείο που ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο του Ναζίμ. Αυτός μόλις είχε καθίσει γυρ-νώντας από το σταθμό του τραίνου, όταν αντίκρισε τη λεπτή της κορ-μοστασιά να προβάλει από το βάθος του δρόμου. Καθόταν στο ακρι-ανό τραπεζάκι απ’ αυτά που ήσαν παραταγμένα στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί και την κοιτούσε καθώς πλησίαζε προς το μέρος του καμαρώνοντας το διακριτικά λικνιστικό περπάτημά της, που ανάδει-χνε όλην την ομορφιά του κορμιού της και τονίζοντας ιδιαίτερα, τα στοιχεία του ερωτισμού πάνω της, ξεκλείδωνε νοερά κάθε αντρική  αγκαλιά για να το δεχτεί… Το πρόσωπό της όταν πλησίασε, έλαμπε μέσα στη μεσημεριανή λάμψη του, σαν χαμόγελο ανατολίτικης άνοι-ξης. Ο δρόμος ήταν έρημος εκτός από μια χοντρή γυναίκα που ήταν αφοσιωμένη να διαλέγει ντομάτες από ένα καφάσι του κοντινού μανάβικου και τον μανάβη, που τους είχε γυρισμένη την πλάτη.
-Γεια σου Ναζίμ!...
Του είπε και του έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
-Γεια σου Γιούλυ…
-Μέσα έχει κόσμο;
Τον ρώτησε δείχνοντάς του μ’ ένα της νεύμα προς το εσωτερικό του μαγαζιού.
-Όχι. Είναι σχεδόν άδειο. Θέλεις να πάμε μέσα να καθίσουμε;
-Ναι μάτια μου. Να μη μας βλέπει ό κάθε διερχόμενος…
Μπήκαν στην αίθουσα κι έπιασαν ένα τραπεζάκι ως συνήθως σε μιαν άκρη δίπλα στο παράθυρο. Καθώς καθόταν η Γιουλμπαχάρ στο κάθισμά της είδε από το άνοιγμα του παραθύρου τον Οζάλ να περνά βιαστικός απέναντι το δρόμο. Στην επόμενη γωνία ήσαν τα γραφεία του πατέρα του και κατευθυνόταν προς τα ’κει…
-Τα εισιτήριά μας είναι έτοιμα. Σε λίγες ώρες αναχωρούμε για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα!...
Της είπε γελώντας…
-Αχ βρε αγόρι μου! Λες να μας συμβεί κανένα απρόοπτο με τη βάρκα; Χθες τη νύχτα το σκεφτόμουν με αγωνία! Και καλά να συμβεί σε μένα. Εσένα δε θέλω να βάλω σε μπελάδες…
-Δε θα μας συμβεί απολύτως τίποτα… Όπως δε συμβαίνει και σε άλλους ψαράδες που παραβιάζουν τα σύνορα για να πάνε ανάλογα με τον καιρό, στους πιο κατάλληλους ψαρότοπους… Μην το σκέφτεσαι. Έχουμε μπροστά μας ένα ταξίδι πολλών ωρών… Σου αρέσουν τα ταξίδια; Ή σε ζαλίζει το κούνημα του τραίνου;
-Καθόλου! Μόνον ώρες - ώρες αυτός ο μονότονος ήχος του, τσαφ - τσουφ με κάνει και νυστάζω. Μου αρέσει όμως πολύ να βλέπω ερη-μικά τοπία να εναλλάσσονται το ένα μετά το άλλο! Έχεις εισιτήριο δίπλα στο παράθυρο;
-Ναι το ένα από τα δυο είναι δίπλα στο παράθυρο…
-Αχ καλέ μου θα καθίσεις εσύ εκεί; Ή θα μ’ αφήσεις να καθίσω εγώ σ’ αυτή τη θέση;
-Τι μου ζητάς να σ’ αφήσω; Το δικό σου, εισιτήριο είναι δίπλα στο παράθυρο! Όχι το δικό μου!...
Γέλασαν κι οι δυο μ’ εκείνον το νεανικό αυθορμητισμό που γελούν τα παιδιά μπροστά στο φευγιό του ταξιδιού, ανέμελα για το τι πήγαι-ναν να κάνουν, χωρίς η αγωνία να κατορθώσει να τους δηλητηριάσει την απλή χαρά της αλλαγής των παραστάσεων που προσφέρει ένα α-πλό ταξίδι αναψυχής.    
-Άρα… αγαπητέ μου κύριε, μόλις πιούμε τον καφέ μας, θα πάμε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας, μετά θα έρθω να σε πάρω από εδώ με τη βαλιτσούλα μου, για να πάμε κάπου να γευματίσουμε και ύστερα, κατ’ ευθείαν στο σταθμό για το ταξίδι μας!...
Του είπε ανυποψίαστα χαμογελαστή και αμέσως μετά σοβαρεύτη-κε!...
-Ναι μικρό μου…
Της απάντησε χαμογελώντας κι αυτός, με μια υποψία πίκρας όμως στο δικό του χαμόγελο… Η Γιουλμπαχάρ έσκυψε κοντά του και του είπε με μυστηριακή σοβαρότητα:
-Αχ καρδιά μου! Πόσο μ’ αρέσει που θα πάω ταξίδι μαζί σου!... Θα εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ!...
Έμειναν και οι δυο μετέωροι, σ’ ένα κενό παράδοξα γεμάτο από έκπληξη και γλύκα!... Δεν περνούσε καμιά σκέψη από το μυαλό τους και δεν επιθυμούσαν να κάνουν τίποτα! Ούτε την παραμικρή κίνηση των βλεφάρων! Αυτός με την πλάτη ακουμπισμένη πίσω στο κάθισμα και αυτή σκυφτή μπροστά με τους αγκώνες ανοιχτούς και τα στήθη της ν’ ακουμπούν πάνω στο τραπέζι. Ένα αγέρι τραγουδιστό τους βαλσάμωνε σαν ένα ζευγάρι αητών στην κορυφή της γης! Που ακι-νητούν μες την αιωνιότητα, αόρατοι στα μάτια όλων των άλλων όντων!...
Στο σταθμό συνάντησαν κοσμοσυρροή και κάθισαν όρθιοι σε μια γωνιά χωρίς να μιλούν, περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες του συρ-μού, ώστε να επιβιβαστούν και να αναζητήσουν τις θέσεις τους. Μέσα σε μια παρέα αγοριών ήταν κι ένας συμπατριώτης της.
-Γιούλυ φεύγεις για την πατρίδα; Καλό ταξίδι να ’χεις! Μεθαύριο έρχομαι κι εγώ θα τα πούμε εκεί… Θα το γλεντήσουμε κατάλληλα φέ-τος! Σύμφωνοι;
-Σ’ ευχαριστώ Ασλάν! Επίσης! Σύμφωνοι!...
Ευτυχώς ακολούθησε αμέσως τους άλλους. Η Γιουλμπαχάρ κοίταξε τον Ναζίμ που στεκόταν κοντά της και του χαμογέλασε γεμάτη τρυφερότητα. Αυτός της έκλεισε πονηρά το μάτι. Άνοιξαν οι πόρτες και χίμηξαν όλοι μαζί να μπουν με φωνές, κλάματα παιδικά, μητρικές στριγκλιές και πατρικές αγριοφωνάρες!... Επιτέλους κάθισαν στις θέσεις τους όλοι και η Γιουλμπαχάρ διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι από τους συνταξιδιώτες της δεν ήταν κανείς γνωστός της. Βολεύτηκε στο κάθισμά της πλάι στο παράθυρο και βάλθηκε να παρακολουθεί τον Ναζίμ που όρθιος τακτοποιούσε τις βαλίτσες τους. «Έχει πολύ ωραίο σώμα» σκέφτηκε «ακριβώς όπως τον φανταζόμουν γυμνό χθες τη νύχτα στο κρεβάτι μου!»
Κάθισε δίπλα της, γύρισε και της χαμογέλασε ικανοποιημένος, ενώ αυτή πήρε το χέρι του μέσα στα δικά της και το βύθισε ανάμεσα στα πόδια της! Γύρισε το πάνω μέρος του σώματός της προς το μέρος του ακουμπώντας το δεξί της ώμο στην πλάτη του καθίσματος και του χαμογέλασε με μισόκλειστα βλέφαρα. Ο Ναζίμ γύρισε μπροστά το κεφάλι. Απέναντί τους καθόταν μια γυναίκα μ’ ένα παιδί δίπλα της και συνομιλούσε κάθε τόσο με κάποιον κύριο που καθόταν με άλλα δυο παιδιά στα καθίσματα που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του διαδρόμου ακριβώς απέναντι. Αυτά κάθονταν το ένα απέναντι στο άλλο πλάι στο παράθυρο και την τετράδα συμπλήρωνε ένας νεαρός άντρας. Το τραίνο σφύριξε μακρόσυρτα και άρχισε να κινείται. Ο Ναζίμ γύρισε και της χαμογέλασε τρυφερά.
-Καλό μας ταξίδι κουκλίτσα μου!...
Η Γιουλμπαχάρ ακούμπησε τα χείλη της στον ώμο του κλείνοντας τα μάτια, ενώ το τραίνο σιγά - σιγά ανέπτυσσε ταχύτητα και διασχί-ζοντας την κατοικημένη περιοχή μέχρι να βγει από την πόλη σφύριζε συχνά, ιδίως στις διασταυρώσεις. Όμως, στη σκέψη της, αυτό το σφύ-ριγμα έπαιρνε τη μορφή της φωνής της και φάνταζε σαν αποχαιρε-τισμός! Σαν ένα παντοτινό αντίο!... Η Γιουλμπαχάρ! Η εκλεκτή της πολιτείας! Το στολίδι της! Αποχαιρετούσε αυτήν την τόσο αγαπημένη της πόλη για πάντα!... Πόσην ελευθερία ένιωθε όταν σεργιανούσε στους δρόμους της! Είτε μόνη της είτε με φίλες, στα πιο ερημικά σοκάκια, στις μακρινές γειτονιές της, τις τόσο φιλόξενες!... Και αυτά τα αγόρια της! Με την αγαθότητα, την εξυπνάδα και το χιούμορ τους, πόση εμπιστοσύνη ενέπνεαν στα κορίτσια!... Πόση χαρά, πόσο γέλιο και βαθιούς προβληματισμούς μοιραζόταν ανεπιφύλακτα ανενδοί-αστα και άφοβα μαζί τους!... Με κάθε σφύριγμα του τραίνου αποχαι-ρετούσε κι έναν φίλο, κάποιον γνωστό, μια παρέα, μια εικόνα… μια κατάσταση…Μια μικρούλα ζωή…
Κάποια στιγμή γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Τα φώτα των φαναριών στους δρόμους είχαν αραιώσει, καθώς είχαν βγει στην ύπαιθρο, ενώ το σκοτάδι ήταν πια πυκνό και δεν διέκρινε σχεδόν τίποτα… Χθες τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί! Η αίσθηση των φιλιών του Ναζίμ δεν ξεκολλούσε από το μυαλό της και φανταζόταν τα δυνατά του χέρια να τη σφίγγουν και τις παλάμες του να περιδια-βάζουν όλο της το κορμί! Από την πλάτη και το στήθος ως τους γο-φούς και τα μπούτια!... Όσο κι αν αγωνιζόταν να στρέψει τη σκέψη της προς τα τόσα προβλήματα σχετικά με το τολμηρό εγχείρημά της, του παράνομου περάσματός της στην Ελλάδα, αυτή ξαναγυρνούσε μα-γνητισμένη στην πράξη που έμεινε ανολοκλήρωτη εξ αιτίας της, πριν από λίγες ώρες στον έρημο δρόμο… Και κάθε φορά που ξαναγυρνούσε σ’ αυτή τη φαντασίωση, ένιωθε το κορμί της να βρίσκεται όλο και πιο κοντά στη νοερή ολοκλήρωση!...
Έφτανε σε απόγνωση στη σκέψη ότι δε θα μπορούσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα και στο αυριανό ταξίδι θα ήταν άσχημη στα μάτια του με τα σημάδια της αϋπνίας στο πρόσωπό της και άρχισε να το χαϊδεύει όπως θα το έκανε εκείνος! Τα χέρια της ήσαν τα χέρια του! Τα δάχτυλά της ήσαν τα χείλη του και ο φαλλός του! Τριβόταν παντού! Σε όλο της το σώμα στα φανερά και τα μυστικά της σημεία που εκείνος τα ήξερε, όσο τα ήξερε κι αυτή και ένιωσε τόσο έντονα την παρουσία του Ναζίμ πάνω στο κρεβάτι της, πάνω της, κάτω της, μπροστά της, πίσω της, μέσα της!... Παντού… σ’ όλο της το είναι… Ο Ναζίμ… Αυτό το αγόρι!...
Πόση γλύκα ένιωσε μετά τον οργασμό! Είχαν λιώσει… Είχαν δι- αλυθεί πια όλες οι αγωνίες και οι αντιστάσεις της στον Μορφέα! Σ’ αυτόν τον Θεό του εξαγνισμού που φέρνει τον ύπνο! Είχαν γίνει τόσο αγνά όλα μέσα της! Το σώμα της. Η καρδιά της, ο νους και η ψυχή της, που παραδόθηκε εξαντλημένη από τον έρωτα, σε βαθύν ύπνο χωρίς όνειρα…
Ο Ναζίμ ένιωσε το γυναικείο κορμί δίπλα του να βαραίνει καθώς ακουμπούσε στο πλευρό του και το κεφάλι της να στηρίζεται πάνω στον ώμο του. Την κοίταξε. Είχε αποκοιμηθεί… Πόσο όμορφο ήταν το πρόσωπό της έτσι, όπως επάνω του είχε απλωθεί η γαλήνη!... Γύρισε με αργές κινήσεις για να μην την ξυπνήσει, το σώμα του προς το μέρος της και την έβαλε να ξαπλώσει με την πλάτη της και το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. Ανάπνευσε την μυρωδιά του κορμιού της όπως αναδυόταν από το μπλουζάκι της που είχε ανοίξει καθώς είχε τραβηχτεί προς τα κάτω και ταράχτηκε! Ζαλίστηκε! Αυτό που αι-σθάνθηκε… αυτό το θαύμα, τού ήταν πρωτόγνωρο! Τι ήταν αυτή η γυναίκα;
Η νύχτα προχωρούσε αργά όπως το τραίνο στην ανηφόρα…  Και όλοι γύρω είχαν αποκοιμηθεί…  Ο Ναζίμ λαγοκοιμόταν πια, όταν η Γιουλμπαχάρ μάζεψε τα πόδια της τα ανέβασε πάνω στο κάθισμα και γυρνώντας μέσα στον ύπνο της από τη μέση και κάτω στο πλάι και από τη μέση και πάνω μπρούμυτα, έσπρωξε με τους ώμους της τους γοφούς του εκτοπίζοντάς τον προς στην άκρη και γυρνώντας τα οπίσθιά της προς την πλάτη του καθίσματος με τα γόνατά της προς την πλευρά της κυρίας, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και ακού-μπησε, χωρίς να έχει ξυπνήσει, το πρόσωπό της πάνω στο εφήβαιό του, χρησιμοποιώντας το σαν μαξιλάρι!... 
Αυτός ξύπνησε τελείως και κοίταξε γύρω του… Όλους τους είχε πάρει ο ύπνος. Τι θα γινόταν όμως αν έκανε πως ξυπνούσε η κυρία απέναντι κι έβλεπε τη Γιουλμπαχάρ σ’ αυτή τη στάση; Δεν τον ενδι-έφερε! Δε θα τους έπαιρναν το κεφάλι βέβαια, εφ’ όσον η κοπέλα κοι-μόταν! Κι αυτός δεν μπορούσε να την ξυπνήσει για ν’ αλλάξει στάση, επειδή θα θίγονταν εικονικά τα χρηστά της ήθη!... Άλλωστε του άρεσε πολύ η στάση που είχαν πάρει οι γοφοί της και πιο πολύ το γλυκό της το πρόσωπο!... Ένιωσε την ανάγκη ν’ απλώσει το χέρι του και να το βάλει ανάμεσα στο κάθισμα και τα καλλίγραμμα καπούλια της, καθώς με το άλλο του χέρι της χάιδευε απαλά τα μαλλιά!...
Η γαλήνη του ύπνου που είχε απλωθεί σε όλο το βαγόνι, τα χαμη-λωμένα φώτα και το κούνημα του τραίνου, που έκανε αυτό το θεϊκό πρόσωπο να τρίβεται στο πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός του, πο-λύ γρήγορα έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα… Ο Ναζίμ αισθάν-θηκε ότι βρισκόταν σε πολύ ηδονική, αλλά και δύσκολη θέση!... Η μια του παλάμη ζωγράφιζε διαρκώς το ιδανικό σχήμα του υπέροχου κώλου της και η άλλη, περιπλανιόταν στα μαλλιά στα αυτάκια, στο λαιμό και στα μάγουλα του πλάσματος που είχε αγιάσει την ύπαρξή του!...
Πλέον είχε απελευθερώσει τελείως τον εαυτό του! Έπαψε να υπολο-γίζει τους ανθρώπους γύρω του, καθώς η νεανική του δύναμη έσφυζε τόσο δυνατά, που ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της γλυκιάς του ερωμέ-νης! Είχε ξυπνήσει; Ακόμα κοιμόταν; Δεν τον ενδιέφερε τίποτα!... Ούτε σκεφτόταν ότι εκμεταλλεύεται τον ύπνο του νεαρού κοριτσιού για τη δική του και μόνο ικανοποίηση! Για να εκτονώσει τις δικές του και μό-νον ορμές!... Κατά κάποιον παράξενο και ανεξήγητο τρόπο ήταν σίγου-ρος ότι η Γιούλυ του, συμμετείχε έστω υποσυνείδητα! Μεταφυσικά! Σε όλην αυτήν την ηδονή που τόσο απλόχερα του προσέφερε!...
Με την άκρη του ματιού του έπιασε μιαν κινητικότητα στην κυρία απέναντί του! Πρόλαβε και τράβηξε τα χέρια του, όταν αυτή ξύπνησε και βλέποντας το ζευγάρι απέναντί της, γούρλωσε τα μάτια της!... Πό-σο ωραία φάνταξε στον Ναζίμ μ’ αυτό το βλέμμα που του έριξε!... Αυ-τός σήκωσε τα χέρια του ψηλά σα να τον σημαδεύανε με όπλο!...
-Τι να κάνουμε; Κοιμάται…
Ψέλισε… Την ώρα εκείνη η Γιουλμπαχάρ ξύπνησε, ανασήκωσε το κεφάλι και τον ρώτησε:
- Αχ αγάπη μου! Πού βρισκόμαστε;
Ο Ναζίμ έδειξε στην κυρία την κατάσταση της κοπέλας με τις παλά-μες του σαν απολογία και ξαναμπήκαν οι βολβοί των οφθαλμών της μέσα στις κόγχες τους. Η Γιουλμπαχάρ χωρίς να περιμένει απάντηση, άλλαξε πλευρό γυρνώντας τα οπίσθιά της στην κυρία και κολλώντας τα γόνατά της στην πλάτη του καθίσματος για να μην πέσει, ακού-μπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της, που το ακουμπούσε και προη-γουμένως, με γυρισμένο αυτή τη φορά το πρόσωπό της προς την κοι-λιά του…               
Η κυρία σηκώθηκε από το κάθισμά της και κατευθύνθηκε προς τον άντρα της που ροχάλιζε, παραπατώντας από τη ζαλάδα του ύπνου και τα κουνήματα του συρμού, στηρίζοντας το βαρύ κορμί της στις προε-ξοχές που υπήρχαν στο εσωτερικό του τραίνου. Τον ξύπνησε σκου-ντώντας τον, κάτι του είπε και τότε αυτός σηκώθηκε και ήρθε να κα-θίσει στη θέση της γυναίκας του, παραχωρώντας τη δική του σ’ αυτήν. Τυλίχτηκε στη ζακέτα του και πριν να τον ξαναπάρει ο ύπνος είπε κοι-τώντας τον Ναζίμ:
-Νιόπαντροι; Νιόπαντροι;
Ο Ναζίμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του… Τότε αυτός του χα-μογέλασε συγκαταβατικά,  έριξε μια παρατεταμένη ματιά στα οπίσθια της Γιουλμπαχάρ που ήσαν ακριβώς μπροστά του καθώς αυτή κοιμό-ταν αμέριμνη γυρισμένη στο άλλο πλευρό και έκλεισε τα μάτια του… Σε λίγο ξανάρχισε τη σονάτα του ύπνου για έγχορδα…
Χάραζε όταν ο νέος άντρας αποκοιμήθηκε. Και αποκοιμήθηκε κρα-τώντας την αγαπημένη του μέσα στη αγκαλιά του!… Ήσαν και οι δυο τους γυρισμένοι προς το παράθυρο… Η κοπέλα ακουμπούσε την πλά-τη της στο φαρδύ στήθος του και αυτός την είχε τυλίξει μέσα στα χέ-ρια του… Το πρωινό αγιάζι έφερνε στο κορίτσι ανατριχίλες και ξαφ-νικά ρίγη και το ανάγκαζε να στριφογυρίζει κάθε τόσο μέσα στον ύ-πνο του, για να μπει όλο και πιο βαθιά στην ζεστή αγκαλιά του αγα-πημένου της αγοριού! Να αναζητήσει όλη τη θαλπωρή που θα μπορού-σε να της προσφέρει!...
Όταν άνοιξε τα μάτια του, την είδε το να στέκεται όρθιο ακουμπώ-ντας τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου, κοιτώντας έξω, και έχοντας δίπλα της το αγοράκι να συνομιλούν και να γελούν μεταξύ τους… Το τραίνο ήταν σταματημένο σε κάποιον σταθμό. Έβλεπε τη σιλουέτα της αγαπημένης γυναίκας μισοξαπλωμένος στο κάθισμα και τη μαρκίζα του παλιού σταθμού. Ανασηκώθηκε και είδε την πλατφόρ-μα σχεδόν άδεια, με μερικούς μικροπωλητές να προσπαθούν να πεί-σουν τους επιβάτες ν’ αγοράσουν κάτι από τα ευτελή είδη που που-λούσαν, για να μπορέσουν να ζήσουν!... Ποιος ξέρει… Μόνον αυτοί; Ή υπήρχαν και άλλοι που εξαρτιόνταν από αυτούς; Σηκώθηκε βαρύς και την πλησίασε. Ήσαν στο Αφιόν.
-Καλημέρα…
-Αχ…
Γύρισε ξαφνιασμένη.
-Ξύπνησες ματάκια μου; 
- Ναι… Ξύπνησα καρδούλα μου…. Τι κοιτάς;
-Τίποτα το ιδιαίτερο… Περίμενα να ξυπνήσεις.
Η Γιουλμπαχάρ γύρισε το βλέμμα προσπαθώντας να βρει ένα κομ-μάτι ουρανού πάνω από τη στέγη του σταθμού, που θα έπρεπε να κα-τέβη κανονικά για να πάει στον μπαμπά της… Στο σπίτι της… Στο χωριό της… Ίσως όμως μέσα στη σκευοφόρο του τραίνου να ήταν το αποχαιρετιστήριο γράμμα που του έγραψε. Θα κατέβαινε αυτό αντί γι’ αυτήν στο σταθμό. Μάλιστα μόλις πριν από λίγο πέρασαν από μπροστά της δύο υπάλληλοι που κουβαλούσαν κάτι δέματα. Ίσως μέσα σ’ αυτά να ήταν και το δικό της γράμμα. Το νεκρό σώμα της. Το κουφάρι της. Τώρα θα το φόρτωναν στο λεωφορείο για να το πάνε στο σπίτι να το κηδέψουν! Όμως η ζωή με όλους τους χυμούς της έσφυζε μες το κορμί της! Θα την έπαιρνε λοιπόν μαζί της τη ζωή, μα-κριά! Δεν είχε δικαίωμα πλέον να κάνει τέτοιες σκέψεις. Το ταξίδι της θα συνεχιζόταν προς τα ’κει που είχε ορίσει η μοίρα… Δεν μπορούσε να εναντιωθεί πια…. Γύρισε και τον κοίταξε με λατρεία.
-Τα ματάκια σου είναι λίγο πρησμένα. Δε σ’ άφησα να κοιμηθείς γιατί απλωνόμουν. Γιατί δε με ξύπναγες να μαζευτώ;
-Γιατί μου άρεσε, να σε βλέπω απλωμένη!...
Της χαμογέλασε ανοίγοντας τα χέρια του προς τα πλάγια για να ξεμουδιάσει απ’ τον ύπνο… Ήταν ένα μουντό πρωινό. Ο ουρανός ξη-μέρωσε συννεφιασμένος και φορτωνόταν διαρκώς με καινούρια γκρι-ζόμαυρα σύννεφα που προμήνυαν βροχή. Το τραίνο είχε μεγάλες κα-θυστερήσεις, γιατί παρέμενε πολλήν ώρα ακινητοποιημένο, περιμέ-νοντας να φτάσουν συρμοί που κινούνταν προς την αντίθετη κα-τεύθυνση και τα σημεία των σιδηροδρομικών γραμμών όπου θα μπο-ρούσε να γίνει η διασταύρωσή τους, ήσαν λίγα. Αγόρασαν μερικά κε-μπάπ, φρούτα και σάμαλι για το μεσημεριανό γεύμα τους και πε-ρίμεναν να ξεκινήσει το τραίνο… Άλλοι από τους επιβάτες μπαινοβγαί-νοντας στο βαγόνι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση στο σταθ-μάρχη ή σε άλλους υπάλληλους του σταθμού όποτε εμφανίζονταν στην πλατφόρμα και άλλοι όπως το νεαρό μας ζευγάρι, κάθονταν αμή-χανοι προσπαθώντας να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα για το πότε ε-πιτέλους θα ξεκινήσει ο συρμός…
Όταν το τραίνο ξεκίνησε, η Γιουλμπαχάρ πνιγμένη μέσα στη πάχνη της ψυχής της και την διαπλοκή των συναισθημάτων της, δεν μπο-ρούσε να συνειδητοποιήσει πού πηγαίνει, ενώ ο Ναζίμ είχε μια πα-ράξενη σκοτεινή αίσθηση, ότι πορεύεται προς το χάος!... Μια μυστη-ριώδης αχλή κάλυπτε το τοπίο, τα χωράφια, τα βουνά και τα δάση και πιρούνιαζε τη συνείδησή τους με καταχνιά, μαργώνοντάς την και αφή-νοντας το μεγαλύτερο χώρο της ελεύθερο στις θολές υποσυνείδητες σκέψεις, να ξετρυπώσουν από τα σκοτεινά τους υπόγεια, να προβά-λουν ύπουλα στο φώς με θαμπωμένα μάτια και να οργώνουν το νου τους!...
Η κοπέλα απομακρυνόταν από τον τόπο της, το σπίτι της, την οι-κογένειά της, τον αγαπημένο της πατέρα και σκεφτόταν: Ήταν πραγ-ματικός της πατέρας; Αν ναι, τότε γιατί δεν κατόρθωσε να κρατήσει τη μητέρα της δίπλα της, παρά έτρεχε σαν απελπισμένος ταγός να τη βρει και να την επαναφέρει στη τάξη της; Και τώρα το ίδιο επα-ναλαμβάνεται με την κόρη του… Μήπως η φύση του ανθρώπου, το κύτταρό του, σκέφτεται διαφορετικά από το νου του; Δε θα υπήρχαν άραγε άλλες ελληνίδες που τούρκεψαν, αλλά παρέμειναν στις οι-κογένειές τους μέχρι το φυσικό τους θάνατο; Τι ήταν αυτό που ώθησε τη μάνα της να εγκαταλείψει όλες τις υποχρεώσεις της, τις χαρές της και να πορευτεί για να συναντήσει τη μοίρα της;
Το τραίνο μες από αδιάκοπες καθυστερήσεις έφτασε τελικά στον προορισμό του  προς το τέλος της μέρας. Τα δύο παιδιά σκοτωμένα από την κούραση και την αϋπνία κατέλυσαν η Γιουλμπαχάρ στο ίδιο, το γνωστό της ξενοδοχείο και ο Ναζίμ στο σπίτι του το πατρικό. Κα-μία σκέψη δε στάθηκε ικανή να καθυστερήσει τον ύπνο, ούτε του ε-νός, ούτε του άλλου! Αντίθετα μάλιστα, όλες αυτές οι μυστηριώδεις διαισθήσεις, μαζί με την κούραση του ταξιδιού, τους οδήγησαν και τους δύο σε λήθαργο!... Σε μιαν απόλυτη λησμονιά!...
Η Γιουλμπαχάρ είχε βάλει το ξυπνητήρι να την ξυπνήσει νωρίς για να προλάβει τον Όσμάν πριν φύγει από το σπίτι του για τις δουλείες του. Πράγματι τον πρόλαβε την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του.
-Γεια σου Οσμάν! Καλή σου μέρα…
-Γιουλμπαχάρ!... Δεν μπορώ να το πιστέψω! Εσύ μπροστά στην πόρ-τα του φτωχικού μου; Και μάλιστα τόσο πρωινή; Καλημέρα. Κα-λημέρα, και πολλές ακόμα καλημέρες… Μη μου πεις ότι δεν περνού-σες τυχαία… Ότι ήρθες για να με δεις εμένα δηλαδή…
-Τι κάνεις; Πώς πάνε οι δουλειές σου;
- Οι δικές μου πάνε καλά. Τρεχάματα πολλά, αλλά και ανάλογα κέρδη… Οι δικές σου;
-Αχ βρε Οσμάν μου καλέ! Με ειδοποίησε ο άντρας μου για μια παρτίδα εξαιρετικής ποιότητας εσωρούχων φίρμας επώνυμης γαλ-λικής στον Πειραιά και μου ήρθε τόσο ξαφνικό, που δεν έχω συνάλ-λαγμα ούτε για τα εισιτήριά μου. Στέρεψαν όλες οι πηγές μου! Αν δεν τα δω εγώ, το στυλ τους, τη φόρμα τους, που ξέρω τις προτιμήσεις των γυναικών εδώ στη χώρα μας, δεν μπορώ να τα κλείσω στα τυφλά και φοβάμαι ότι θα με προλάβουν άλλοι… Πρέπει να βιαστώ. Να φύγω το γρηγορότερο…
-Αν κατάλαβα καλά θέλεις δραχμές…
-Εγώ θα σου δώσω λίρες στερλίνες κι εσύ θα μου δώσεις δραχμές…
-Να ξέρεις: Η μόνη πηγή σου που δε στερεύει είναι ο Οσμάν… Όχι μόνο σε συνάλλαγμα όλων των νομισμάτων, βέβαια των πιο κοινόχρη-στων, αλλά και σε άλλες υποθέσεις… Αυτός ο άντρας σου είναι αόρα-τος! Μήπως αντί για πράκτορας γυναικείων εσωρούχων είναι μυστι-κός πράκτορας της Σ.Ι.Α.; Χαχαχα…
-Χιχιχι… Η δουλεία του μάτια μου είναι ανώτερος υπάλληλος της πρεσβείας μας στην Αθήνα…
-Μμ… Δε μου το ’χες πει… Πολύ σπουδαία θέση… Μα και βέβαια έχω δραχμές… Όχι πολλές βέβαια, αλλά θα σου φτάσουν για τα εισι-τήριά σου και θα σου περισσέψουν… Πέρασε μέσα να γνωρίσεις και τη μάνα μου…   
 
Περασμένα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά και τις θάλασσες, αφήνοντας για μοναδικό μάρτυρα το σκοτάδι. Νύ-χτα καλοκαιριού γλυκιά, με απανεμιά και θάλασσα γαλήνια, τρυφερή, καθώς η βαρκούλα κυλούσε αθόρυβα κοντά στην ακτή με τους δύο νέους καθισμένους στην κουπαστή, με τις αισθήσεις τους σε επιφυ-λακή, για να διαφύγουν από την προσοχή των αρχών και να επιτελέ-σουν το μεγάλο έγκλημα, που ήταν μια απλή και ανθρώπινη επιθυμία, όχι μόνο τελείως άβλαβη για τους άλλους ανθρώπους, αλλά συνάμα, σε πλήρη συμφωνία και αρμονία με τη φύση σαν σύνολο! Η μηχανή δούλευε στο ρελαντί και ο Ναζίμ κρατούσε το τιμόνι…  
Η Γιουλμπαχάρ σκεφτόταν πόσο αγαπούσε αυτό το παιδί, που δι-ακινδύνευε τη ζωή του για να τη βοηθήσει σε κάτι που ίσως ο ίδιος να μην καταλάβαινε το νόημά του, αλλά ήταν τόσον αγνός και κατά συνέπεια διακριτικός, που δεν της έκανε καμιάν επιπλέον ερώτηση, καθώς θεώρησε αρκετές τις λιγοστές εξηγήσεις που του είχε δώσει πριν από λίγες μέρες στην Άγκυρα, μια και το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε όπως ήταν ολοφάνερο, ήταν να πραγματοποιηθεί η δική της επιθυμία…
Άθελά της σκέφτηκε, πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή δίπλα του! Για πάντα!... Ένιωσε ένα κύμα τρυφερότητας να την πλημμυρίζει και ά-πλωσε το χέρι της πιάνοντάς του το δικό του, αυτό που κρατούσε το τιμόνι και το έσφιξε με αγάπη! Εκείνος, γύρισε και της χαμογέλασε. Και το αγνό του χαμόγελο χαράχτηκε μέσα στο κορμί της!... Το κορί-τσι ανατρίχιασε καθώς έκανε τη σκέψη ότι δεν ήθελε να την αφήσει σε μιαν ερημιά ολομόναχη και να φύγει! Φοβόταν ότι κάτι κακό θα της συμβεί άραγε; Γιατί έκανε τούτη τη σκέψη;
Η βάρκα τώρα μόλις είχε προσεγγίσει τον θεοσκότεινο όγκο της βραχονησίδας και άρχισε να την παρακάμπτει παράλληλα προς τη δυτική της ακτή. Όλα ήσαν ήσυχα και αόρατα στα μάτια των κοινών θνητών. Τώρα περνούσαν δίπλα από το βράχο… πέρασαν… την ά-φησαν πίσω τους και τα νυχτερινά φώτα του Πυθαγόρειου πλησία-σαν πιο κοντά τους φιλόξενα… Ο Ναζίμ αύξησε λίγο την ταχύτητα, τόσο, όσο ο θόρυβος της μηχανής να μην ακούγεται πολύ μακριά και σε λίγο πλησίασαν την αμμουδιά της Σάμου. Έσβησε τη μηχανή και η βαρκούλα με τη φόρα που είχε, έφτασε, σύρθηκε με την πλώρη της και ακινητοποιήθηκε πάνω στην αμμουδιά… Έπιασε από το χέρι την Γιουλμπαχάρ για να τη βοηθήσει να πηδήξει στην ακτή. Αυτή, δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του! Δεν κοιτούσε μπροστά της! Ένας λυγμός πλάνταζε το στήθος της! Παραπάτησε, γλίστρησε και  βρέθηκε μέσα στη θάλασσα όρθια με το νερό ως τα γόνατα, οπότε ο Ναζίμ πηδώντας δίπλα της τη σήκωσε στην αγκαλιά του πάνω από την επιφάνεια του νερού και την έβγαλε περπατώντας έξω…
Όταν την άφησε να πατήσει στη στεριά η γυναίκα δεν ξεκόλλησε από πάνω του! Πέταξε τα παπούτσια της που ήταν μουσκεμένα και έμεινε ξυπόλητη να τον φιλά με δάκρυα στα μάτια της!...
-Σ’ αγαπώ Ναζίμ! Σε θέλω πάντα δίπλα μου! …Σε θέλω!...
Η ερωτική αγωνία έκανε τη φωνή της να βγαίνει κοφτή, τρεμάμε-νη, λαχανιασμένη και την ανάσα της καυτή να χύνεται στο πρόσωπο του νέου θολώνοντας του το μυαλό!
-Κορίτσι μου! Γιούλη μου! Αγάπη μου! Θα σε περιμένω με λαχτάρα να ξαναγυρίσεις και θα μείνω για πάντα κοντά σου, όσο με θέλεις εσύ!...
-Όχι! Όχι! Όχι!...
Η Γιουλμπαχάρ, με το ένα της χέρι τον κρατούσε από το λαιμό και με το άλλο έβγαζε το σαλβάρι της που ήταν κι αυτό βρεγμένο.
-Σε θέλω αγόρι μου! Σε θέλω τώρα!...
Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο δάκρυα και τα χείλη της αναζητού-σαν τα δικά του επίμονα, με έντονο ερωτικό πάθος! Τα χέρια της α-φαιρούσαν από πάνω της σπασμωδικά, όλα της τα ρούχα, μέχρι που έμεινε τελείως γυμνή μέσα στην αγκαλιά του! Ο Ναζίμ ένιωσε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει… Αυτός καλωσόριζε τον έρωτα της αγαπημένης του γυναίκας, ενώ αυτή έβγαζε κάτι …σαν αιώνιο αποχαιρετισμό! Σα να ήθελε μ’ έναν ορισμένο τρόπο, με την ερωτική πράξη, να του πει ένα παντοτινό αντίο! Η σαρκική ένωσή τους που γι’ αυτόν θα ήταν η αρχή, για τη Γιούλυ του, φάνταζε στο μυαλό του σα νά ’ταν το τέλος!...
-Βγάλε τα ρούχα σου! Κόλλησε πάνω μου αγαπημένο μου κορμί! Κάνε με δική σου!...
Του τραβούσε χωρίς ντροπή τα ρούχα, το πουκάμισο, το παντελό-νι… ώσπου την έσφιξε στην αγκαλιά του νιώθοντας το καυτό άρωμα των μυστικών πηγών της να του παίρνει τη λαλιά και το νου!... Η γυ-μνή επαφή του μαζί της δεν άφηνε πια τίποτα από τη σκέψη του να λειτουργήσει και τη φιλούσε ασταμάτητα παντού, χαϊδεύοντας δυνα-τά όλο της το κορμί. Η Γιουλμπαχάρ ήταν γαντζωμένη πάνω του. Στήριζε τα μπράτσα της πάνω στους ώμους του και έσφιγγε το κε-φάλι του στο λαιμό και τα βυζιά της, ενώ είχε ανοίξει τελείως τα πό-δια της και είχε τυλίξει μ’ αυτά τους γοφούς του, σφίγγοντάς τον πά-νω της με πάθος! Αυτός τη φιλούσε αχόρταγα συνεπαρμένος από τις κινήσεις και τη φλόγα του κορμιού της που σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά του έρμαιο των τολμηρών χαδιών του κι αυτή του ψιθύριζε λόγια έρωτα ακατανόμαστα καθώς τριβόταν πάνω του με ανενδοία-στη ερωτική μανία, όταν σε μια στιγμή που άνοιξε τυχαία τα μάτια της, είδε μια στενή λουρίδα φωτός να κινείται στον ουρανό, ακριβώς από πάνω τους.
-Τι ’ν’ αυτό αγάπη μου;
Ο Ναζίμ σήκωσε λίγο το κεφάλι και ακολούθησε το βλέμμα της. Ταυτόχρονα άρχισε να ακούγεται ο μακρινός ήχος μιας βενζινάκατου που δε φαινόταν γιατί κινιόταν πίσω ακριβώς από το χαμηλό μικρό ακρωτήρι. 
-Το ελληνικό λιμενικό!...
Της απάντησε με έκδηλη την ξαφνική αλλαγή της συναισθηματικής του κατάστασης στη φωνή και την όψη του, από τον ερωτικό πόθο στην υπαρξιακή αγωνία.
Γλίστρησε από πάνω του παραλυμένη από το φόβο και στάθηκε μπροστά του.
-Τι θα κάνουμε τώρα;
Τον ρώτησε με φανερή απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της καθώς η ερωτική γλύκα των χειλιών της μεταλλασσόταν απότομα παίρνοντας το σχήμα μάσκας αρχαίας τραγωδίας!... 
-Θα δουν τη βάρκα και θα μας πιάσουν και τους δυο! Φεύγω! Κρύψου πίσω από το θάμνο και καθώς θα με κυνηγούν, εσύ ν’ απομα-κρυνθείς όσο μπορείς από την ακτή, γιατί θα βγουν έξω και θα σε συλ-λάβουν για κατασκοπία!
Είπε, έτρεξε στη βάρκα, την έσπρωξε στη θάλασσα και πήδησε μέσα.
-Πρόσεξε αγάπη μου!...
Του φώναξε σπαρακτικά. Άρπαξε το φουστάνι της αφήνοντας τα εσώρουχά της πάνω στην άμμο, έτρεξε θεόγυμνη στον κοντινότερο θάμνο και λούφαξε πίσω του, σφίγγοντας στο στήθος της το ρούχο και παρακολουθώντας με αγωνία τον Ναζίμ.
Αυτός είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή. Ακούστηκε ένα φοβερό μουγκρητό καθώς είχε πατήσει τέρμα το γκάζι  και άρχισε ν’ απομα-κρύνεται από την ακτή με μεγάλη ταχύτητα. Οι προβολείς έπεσαν α-μέσως πάνω του και το σκάφος του λιμενικού όρμησε προς το μέρος του… Ακούστηκε μια φωνή από τη ντουντούκα:
-Αλτ… Πυροβολώ…
Η Γιουλμαχάρ τινάχτηκε όρθια, πέταξε το φουστάνι της μακριά και τρέχοντας προς την άκρη της θάλασσας, στρίγγλισε με όλην τη δύναμη της ψυχής της:
-Στάσου!... Αγάπη μου!... Στάσου!...
Τα λόγια της βέβαια δεν μπορούσαν να φτάσουν στ’ αυτιά του με τον τόσο θόρυβο που έκανε η μηχανή. Η βάρκα του, όχι μόνο δεν έ-κοψε καθόλου ταχύτητα, αλλά  εξακολουθούσε να τρέχει δαιμονισμέ-να, με κατεύθυνση προς την απέναντι ακτή!...  Η άμοιρη κοπέλα ά-κουσε κάτι βροντές και είδε το σώμα του αγοριού φωτισμένο από τους προβολείς, να γέρνει και να σωριάζεται στο εσωτερικό της βάρ-κας, ο θόρυβος της μηχανής ελαττώθηκε ξαφνικά και η βάρκα ακι-νητοποιήθηκε…
Ένας λυγμός υπόκωφος, μουντός έσκισε τα στήθη του νεαρού κο-ριτσιού. Τα πόδια της λύγισαν και γονάτισε στην άμμο. Τα χέρια μα-ζεύτηκαν και οι παλάμες της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό της. Κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία και την αναπνοή της κομμένη. Τη βάρκα κοιτούσε… που κινιόταν κυκλικά γύρω από ένα απροσδιόριστο κέντρο…
Το σκάφος πλησίασε επιφυλακτικά με τους προβολείς του πάνω στο βαρκάκι. Κάτι φωνές ακούστηκαν σε λίγο: «Πρόσεχε γιατί μπορεί να κάνει τον πεθαμένο και να σου την ανάψει». Ένας άντρας πήδησε μέσα στη βάρκα του Ναζίμ και κάτι έψαχνε… «Τι έγινε;» ρώτησε μια φωνή από το σκάφος. «Νεκρός!... Τον έκανες κόσκινο.» Ήταν η απά-ντηση…  «Είναι τελείως γυμνός!... Και δε βρίσκω πουθενά τα ρούχα του...».
Το ξαπλωμένο κορμί, πεσμένο στο βάθος της βάρκας, δε φαινόταν. Μόνο το κρεμασμένο έξω από την κουπαστή χέρι του, της έστελνε ακίνητο, μαρμαρωμένο, τον τελευταίο χαιρετισμό του…
Η Γιουλμπαχάρ έπεσε μπρούμυτα πάνω στο χώμα και έπαψε να αισθάνεται… 
    
ΑΛΦΕΙΟΣ: Είμαι το σκοτάδι και είσαι το φως, στην απόλυτη πα-ράνοια του κενού!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ένα παιχνίδι! Μια αστραπή, πέρα από τα σύνορα της σκέψης!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Βαθειά πολύ!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: …Εκεί που μια σατανική μηχανή μπαίνει θριαμβεύτρια στο νησί των μακάρων!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Μήπως δεν ένιωσα ότι είμαι ένας ποταμός που ερω-τεύτηκε την πηγή του;
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Θα σμίξουμε βαθιά, κάτω από τη θάλασσα! Στο βυθό που μας προσμένει η ολοκλήρωση!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: …Εκεί που η Ιστορία τελειώνει και αρχίζει η Μυθολο-γία!... 
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το ταξίδι που δεν έγινε, θα υπάρχει μέσα σ’ όλα τα ταξί-δια …
ΑΛΦΕΙΟΣ: Η θλίψη της ύπαρξης θα γίνει η δόξα της…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Το πονηρό χαμόγελο του Διόνυσου!...
ΑΛΦΕΙΟΣ: Ο αιώνιος χαιρετισμός των Θεών!...
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Ένα μετέωρο πονηρό χαμόγελο…
ΑΛΦΕΙΟΣ: …Στην αρχή, στο τέλος και στην Αιωνιότητα της Σκά-λας… 
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Στα περιβόλια που θ’ ανθίζεις θα είμαι η γύρη σου…
ΑΛΦΕΙΟΣ: Στα χωράφια που θα καρποφορείς θα είμαι το νερό σου…
ΑΡΕΘΟΥΣΑ: Συνουσιάζομαι για να βαθαίνουν οι ρίζες σου!...

ΑΛΦΕΙΟΣ: Χάνομαι… πάνω στον πιο απρόοπτο σπασμό σου!... 






                                   6. Βερεκυντία.



Οι άγρυπνοι φρουροί των ελληνικών συνόρων! Μπορεί να είναι ανίκανοι να εμποδίσουν έναν Τούρκο και μια Τουρκοπούλα να μπουν στην Ελλάδα, αλλά είναι ικανότατοι, ώστε να μην τον αφήσουν να βγει από αυτήν! Σα να θέλουν να συνεχίσει την «κατασκοπική δράση» του στη χώρα τους!...
Κι αυτά τα σεμινάρια του λιμενικού σώματος!... «Αν δε υπακούσει κάποιος και δε σταματήσει ώστε να υποστεί τον έλεγχο, αλλ’ αντίθετα απομακρύνεται για να τον αποφύγει… θα τον εκτελείτε πάραυτα!...» Ακόμα κι αν είναι ένα παιδί!... Οι εγγυητές της ακεραιότητας του έθνους!... Που οδηγούν στη σφαγή εκατοντάδες χιλιάδες αθώων πολι-τών και σα να μην τους φτάνει αυτό, διατάζουν δύο νέους άντρες με οικογένειες και παιδιά, που με δυσκολία κατάφεραν να διορισθούν στο λιμενικό, να αφαιρούν ανθρώπινες ζωές αν δε θέλουν να τους απολύσουν και να πεινάσουν! Να πεινάσουν όχι μόνον αυτοί. Αλλά και τα παιδιά τους!
Να δολοφονούν αγνές ψυχές!... Γιατί μόνον αγνές ψυχές σαν του Ναζίμ και της Γιουλμπχάρ, είναι μεταφυσικοί επαναστάτες και πέ-φτουν στα χέρια τους σε καιρό «ειρήνης»! Τους άλλους, εκείνους τους υποταγμένους, τους ραγιάδες στο κορμί και τη σκέψη, τους θερίζουν μαζικά σε καιρούς πολέμων!... Γιατί οι υποταγμένοι, ξέρουν να φυλά-γονται στους καιρούς της «ειρήνης» από τον έρωτα και τη φύση, βα-φτίζοντάς τα «αμαρτία»!... Και όλα αυτά, τα έχουν θεσπίσει οι εθνοσω-τήρες… Που όταν πετύχουμε έναν απ’ αυτούς σε κάποια συνεστίαση, σκύβουμε ταπεινά το κεφάλι: «Τα σέβη μου κύριε υπουργέ!...» μηρυ-κάζουμε!... Παραλογισμέ!... Προσκυνώ με δέος το μεγαλείο σου!...
Ετούτη η νύχτα έπρεπε να κρατήσει πιο πολύ από τις άλλες! Δε θα μπορούσε το κοκόρι ν’ αποξεχαστεί; Ο ήλιος… δε θά ’πρεπε να λυπη-θεί τη γη και τους ανθρώπους της; Να σταθεί για λίγο στο κατώφλι της αυγής, πίσω από τα όρη της μακρινής ανατολής… να μη βγει στο φως… να μη φανερωθεί το ανθρώπινο όνειδος; Μια γυμνή ψυχή χωρίς ρούχα και κορμί ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω στο χώμα!...
Όμως αυτός ο κόσμος δε θέλει συμπόνια! Δεν τη χρειάζεται άλλω-στε. Θέλει αλλαγή! Χρειάζεται επανάσταση! Μέσα στην εξέγερση, οι αγωνιστές ζουν πραγματική ζωή! Ενώ οι λαθρόβιοι ψευτοζούν… Όσα, μικρά ή μεγάλα εγκλήματα κι αν κάνουν, για να κατορθώσουν να ζήσουν τη ζωή τους πνιγμένη μέσα στη ματαιοδοξία τους!... Κι όταν η επανάσταση επικρατήσει και οι πολίτες όλοι ανεξαιρέτως, συνηθίσουν να ζουν αυτήν την πραγματική ζωή, θα πάψουν να επιτελούνται τα μικρά και τα μεγάλα εγκλήματα και το ανθρώπινο όνειδος λίγο – λίγο θα λησμονηθεί.
Όμως αυτός ο ίδιος, ο παλιός ο κόσμος ακόμα ζει και βασιλεύει μέσα στην προκατάληψη και το σκοταδισμό του και η Γιουλμπαχάρ ένιωσε ένα σκούντημα και σήκωσε αργά το κεφάλι. Ήταν ένας έφη-βος. Ταυτόχρονα άκουσε μια γεροντική λαχανιασμένη φωνή από κάποια μικρή απόσταση:
-Στάσου Παύλο παιδί μου! Μην πλησιάζεις! Έλα ’δω… Πω πω πω! Γύρν’ από την άλλη! Είναι ο σατανάς! Αερικό! Θα σου πάρει τη μιλιά!...
Πλησίασε κουτσαίνοντας τον Παύλο του και άρχισε να τον σπρώ-χνει να κάνει μεταβολή για να μην του πάρει τη μιλιά η γυμνή γυναίκα, που είχε σηκωθεί όρθια και γύριζε απαθής το βλέμμα της γύρω ψάχνο-ντας για το φουστάνι της. Όταν το εντόπισε στα ριζά του βράχου κο-ντά στη θάλασσα, προχώρησε προς τα ’κει αδιάφορα, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν, σα να μην υπήρχε τίποτα μέσα στη ζωή και με αργές κινήσεις το φόρεσε…  
- Μην κοιτάς αγόρι μου και σου πάρει τα μυαλά… 
Μουρμούριζε στον εγγονό του, που κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι προς την κοπέλα, καθώς απομακρύνονταν προς τη βάρκα τους. Και συμπλήρωσε:
-Μπορεί να είναι και Λοντρέζα… Μάλλον Λοντρέζα είναι! Ναι, ναι! Α τις ξετσίπωτες!...
Έφυγαν και η ατμόσφαιρα καθάρισε. Πήρε το βαλιτσάκι της και σκαρφάλωσε τον ανήφορο ανάμεσα από πέτρες και αγκάθια, ώσπου έφτασε στο ψήλωμα, κοντά στο δρόμο που πήγαινε προς το Πυθαγό-ρειο. Τοπίο ξερό. Ερημικό… Άπνοια πλήρης. Κάθισε σε μια πέτρα, άναψε τσιγάρο και το κάπνιζε ακουμπώντας τους αγκώνες στα ανοι-χτά γόνατά της… Το βλέμμα της ήταν καθηλωμένο μέσα στη θάλασ-σα κοντά στην ακτή που αντανακλούσε ο ήλιος και την τύφλωνε… Ήσαν τα μάτια της μισόκλειστα και το πρόσωπό της αποστεωμένο. Ανέκφραστο. Τώρα, κάθε αντίσταση είναι αδύνατη! Η θύμηση, είχε χάσει την ευωδιά της! Δεν είχε ούτε ν’ αποχαιρετήσει ούτε να καλω-σορίσει κάποιο άτομο, ή μιαν κατάσταση!... Ζούσε μέσα σε μια πα-ράξενη απελευθέρωση! Και δεν αισθανόταν τίποτα πιο ανυπόφορο, από τα δάκρυα και τους θρήνους!... Δεν είχε ανάγκη να απολογηθεί για το έγκλημά της! Να υπερασπίσει τον εαυτό της! Να ελαφρύνει την ποινή της!... Άλλωστε δεν υπήρχε κανένα ελαφρυντικό, αλλά και καμία ποινή… 
Πού θα μπορούσε να πάει τώρα; Να γυρίσει στο Κουσάντασι; Που αυτή η ίδια είχε σπείρει την καταστροφή; Στο θρήνο δυο γονιών για το χαμό του λεβέντη τους, τι θέση είχε αυτή; Ή μήπως να γυρίσει στον πατέρα της… που αυτή τη στιγμή, θα είχε διαβάσει το γράμμα που του είχε στείλει; Θα τον συναντούσε στην κηδεία της κόρης του, μόνο του στην κουζίνα με τη νταμιτζάνα δίπλα στα πόδια του… Θα τον εύρισκε άραγε ακόμα ζωντανό; Θα μπορούσε να τον μαλώσει γιατί πίνει πολύ;
Είχε μια διεύθυνση στις αποσκευές τής συνείδησής της… Βερε-κυντίας 2 Αμφιάλη Πειραιάς… Τι ήταν όμως αυτή η κατεύθυνση; Τι θα εύρισκε εκεί; Τα υπόγεια ενός μηδενικού; Τι ήταν ο Μιχάλης γι’ αυτήν; Μια σκιά των περασμένων. Ο δικός της κόσμος βρισκόταν αλλού. Το βασίλειό της ήταν πια το βασίλειο των νεκρών. Ο άντρας της, που η μοίρα τής τον άρπαξε ακριβώς πάνω στο αποκορύφωμα της ένωσής τους. Τη στιγμή που τον κρατούσε πιο σφικτά από κάθε άλλη φορά μέσα στην αγκαλιά της…
Κι αυτή πάλι; Τι ήταν για τον Μιχάλη; Μια αμοιβαία υπόσχεση, που μόνο για τη δική της πλευρά ήταν σίγουρη ότι τη διατηρούσε μέσα στο είναι της και προσπάθησε να την τηρήσει. Αυτός, ίσως να είχε αποξε-χαστεί στη νέα του ζωή και να την είχε σταδιακά υποβαθμίσει αυτήν την υπόσχεση, ίσως και να την είχε ακυρώσει, μπροστά στις δυσκολίες της πραγματοποίησής της… Ποιος ξέρει… ίσως και να ’χε μπει στη ζωή του κάποια άλλη γυναίκα και να τον είχε βοηθήσει να την ξεχάσει τελείως αυτήν… Μπορεί όμως και να του συνέβη κάτι το τελείως διαφορετικό! Να ένοιωσε για κάποιαν άλλη γυναίκα ότι ένοιωσε κι αυτή για τον Ναζίμ!… Υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. …Να μην του την πήρε όμως ο πόλεμος… Όπως της πήρε τον Ναζίμ… Να την έχει ακόμα δίπλα του και να ζει μαζί της ευτυχισμένος… Ακόμα όμως και σ΄ αυτήν την περίπτωση, όλα όσα έγιναν, όσα πέρασε, όλη αυτή η προσπάθεια που έκανε για να πάει να τον βρει, αξίζει, απλά και μόνο, για να του δώσει το χέρι της και να του ευχηθεί με όλη της την καρδία, να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της…
«Όμως αχ θεέ μου.» τρύπησε την καρδιά της η ζοφερή σκέψη: «Άραγε θα βρίσκεται στη ζωή κι αυτό το αγόρι;» Δεν πήρε καμιάν απάντηση στο γράμμα που του είχε στείλει. Μα ίσως και να μην έ-φτασε ποτέ στα χέρια του εκείνο το γράμμα…  Όμως αυτή, ζούσε α-κόμα. Και στην προσπάθειά της, να τηρήσει την υπόσχεσή της, ερω-τεύτηκε, αγάπησε έναν άλλον άντρα, που την αγάπησε κι αυτός και που αυτή η ίδια τον οδήγησε στην καταστροφή. Τον σκότωσε για μιαν ουτοπία…
Η Γιουλμπαχάρ βάδιζε πια πάνω στο τεντωμένο σχοινί του πα-ραλογισμού. Τα βήματά της χόρευαν το χορό της απόγνωσης, καθώς πλησίασε στην πλατεία του χωριού και ανακατώθηκε με το πλήθος. Η στάση του σώματός της και το ύφος του προσώπου της, είχαν πάρει το σχήμα της παραζάλης. Ήταν κι αυτός ο παράξενος κόσμος γύρω της, ο ενοχλητικός, που την κοιτούσε με περιέργεια, γιατί έψαχνε επίμονα μες το πλήθος να βρει τον εξακέφαλο σύντροφό της που είχε γίνει άφαντος…
Μπήκε στο λεωφορείο ακριβώς μόλις συμπληρώθηκαν οι θέσεις και στάθηκε όρθια. Σε λίγο, πριν ακόμα αυτό ξεκινήσει ξάπλωσε στο πάτωμα. Όχι δεν ξάπλωσε. Σκέφτηκε να ξαπλώσει αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ένας κύριος με τραγιάσκα, σηκώθηκε και της προσέφερε τη θέση του. Τι να είδε άραγε πάνω της, που τον έκανε να φερθεί με τόσην ευγένεια; Ή μήπως δεν ήταν ευγένεια αυτό που έδειξε με τη συμπε-ριφορά του αλλά οίκτος; Κάθισε μηχανικά και έτριξε το αριστερό της γόνατο… Το λεωφορείο ξεκίνησε. Πού πήγαινε όμως; Δεν είχε ρωτήσει κανέναν, γιατί ήξερε τον προορισμό του: Εκεί που δεν υπήρχε τίποτα πια. Εκεί που πήγαινε κι αυτή… 
Στο βουνό το Βερέκυντο. Στο σκοτεινό ελαιόδασος. Που έφυγε από τη Φρυγία, την πατρίδα της και πορεύτηκε προς τη δύση με καλυμ-μένα, κρυμμένα κάτω από χοντρές βελέντζες τα μυστήρια της μοίρας του αιώνιου όντος, με τον εξακέφαλο θεό, το σύντροφο του ανθρώ-που στην επίγεια ζωή του…
-Πώς σε λένε κοπέλα μου; 
-Βερεκυντία…
-Πρώτη μου φορά ακούω αυτό το όνομα…
Ήταν ο υπάλληλος του πρακτορείου των πλοίων της γραμμής Βαθύ - Καρλόβασι - Πειραιάς. Έκοψε το εισιτήριο και τής το ’δωσε μ’ ένα χα-μόγελο.
-Έτοιμη…
-Ευχαριστώ πολύ…
Βγήκε από το πρακτορείο και στάθηκε για λίγο στο πεζοδρόμιο. Φύλαξε προσεκτικά σε μια τσέπη της τσάντας της το εισιτήριο και σή-κωσε το κεφάλι. Δίπλα από το πρακτορείο σ’ ένα μαγαζί που που-λούσε καρτ ποστάλ, είδε ζωγραφισμένο πάνω σε μια χάρτινη αφίσα, τον άντρα με το κεφάλι του ταύρου. Από κάτω έγραφε: «Ξενοδοχείον ο Μινώταυρος»… Έμεινε για λίγην ώρα και τον κοιτούσε… Κάπως έτσι φανταζόταν τον Πόλεμο. Όπως περίπου τον έδειχνε η φωτογρα-φία. Αυτόν που δεν μπορούσε να ζήσει αν δεν έτρωγε ανθρώπους. Τώ-ρα, για να τον εξευμενίσουν, να τον καλοπιάσουν, έδωσαν το όνομά του σε κτήριο που ήταν ειδικά φτιαγμένο για να φιλοξενούνται και να ξεκουράζονται οι ταξιδευτές…  
 Παντού ερημιά. Όλος αυτός ο κόσμος που κυκλοφορούσε, άλλος βιαστικός, άλλος κόσμος αργοκίνητος κατά παρέες, κουβεντιάζοντας και γελώντας, τής ήταν άγνωστος και ξένος… Παντού… Όχι μόνον εδώ που βρισκόταν αυτήν τη στιγμή, αλλά όπου και να βρισκόταν, γύρω της, δε θα έβρισκε τίποτα!... Μόνο τα γύρω βουνά τής χαμογε-λούσαν φιλικά και την έκαναν να τα θεωρεί αδέλφια της, αγαπημένα όντα… και η θάλασσα που έσκαγε τα δυνατά αφρισμένα κύματά της στην προβλήτα μπροστά της, της μιλούσαν με συμπάθεια και την παρότρυναν, με ύφος γλυκό, να βρει ένα κατάλυμα, να κάνει μπάνιο, να πλύνει το πρόσωπό της από τις διάφορες αλμύρες που το θάμπω-ναν, να χτενίσει τα μαλλιά της, να χαμογελάσει σε κάποιον καθρέ-φτη… «Δεκαεννιά χρονών κοπέλα είσαι… Ο εξακέφαλος σύντροφός σου γρήγορα θα ξαναφανεί. Δεν πρέπει ν’ ανησυχείς…»
-Δεκαεννιά χρονών άντρας ήταν. Κι εκείνος. Όμως ο εξακέφαλος σύντροφός του αργοπόρησε… 
Περπατούσε ώρα πολλή μέσα στην μικρή πόλη. Κανένας δεν της μι-λούσε, κανένας δεν την έβλεπε… Μια τιμωρία είχε πέσει πάνω της σαν γεράκι και είχε φάει τη σάρκα του παρουσιαστικού της. Είχε αφορίσει την ομορφιά της. Τη δική της την ομορφιά. Την ομορφιά, τής κατασ-τροφής και του αφανισμού… 
Όμως αυτή του φώναξε, χωρίς να είχε το χρόνο να το σκεφτεί: «Στάσου!... Αγάπη μου!... Στάσου!...» Του φώναξε με όλην τη δύναμη της καρδιάς της, η φωνή του ενστίκτου! Ο εξακέφαλος θεός του, ακούστηκε, αλλά μόνον από αυτήν. Έκανε προσπάθεια να τον σώσει με τη δική της απελπισμένη κραυγή. Αλλ’ αυτός δεν τον άκουσε! Τον εμπόδισε ίσως ο ήχος, το μουγκρητό, της μηχανής. Ο εξακέφαλος ό-μως θεός μιλάει μέσα μας. Δεν είναι ικανό κανένα μουγκρητό να τον πνίξει. Έπρεπε μόνος του να σκεφτεί όπως σκέφτηκε αυτή.
Στη μέση της φράσης της, αλλά και στη χροιά της φωνή της, υπήρ-χε  μία σημαντική υπόσχεση: Τον είχε αποκαλέσει «αγάπη μου» με όλη της την ψυχή. Τι σήμαινε αυτό; Αν εκείνος σταματούσε και τους συλλάμβαναν οι λιμενικοί, δύο νέους που δεν είχαν απάνω τους, όχι μόνον όπλα ή διάφορα σύνεργα της κατασκοπείας, αλλά ούτε καν τα ρούχα τους φορούσαν, ήσαν και οι δύο ολόγυμνοι έτοιμοι να απολαύ-σουν το θείο τους έρωτα… αυτή ίσως δε θά ’φτανε ποτέ στον Μιχάλη. Δεν το διαισθάνθηκε όμως καθόλου αυτό ο Ναζίμ. Δεν είχε νοιώσει βαθειά μέσα του ότι την είχε κάνει δική του;  
Θα περνούσαν από δίκη και αργά ή γρήγορα θα καταρριπτόταν η επιφανειακή κατηγορία της κατασκοπίας. Θα φρόντιζαν γι αυτό και οι γονείς τους… Ιδίως ο πατέρας του, που απ’ ότι είχε καταλάβει ήταν σπουδαίο πρόσωπο στο Κουσάντασι, ίσως ήταν και δήμαρχος, μέσω της πρεσβείας τους στην Ελλάδα. Και θα τους ξαναγυρνούσαν οι αρχές στο Κουσάντασι. Και τι θα γινόταν κατόπιν; Πώς θα εξελισσόταν η σχέ-ση τους; Η Γιουλμπαχάρ θα εξακολουθούσε να επιθυμεί να περάσει στην Ελλάδα και να βρει τον Μιχάλη;
Ή μήπως ο Ναζίμ ήξερε πιο καλά απ’ αυτήν τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Ότι δηλαδή ο Μινώταυρος, αυτό το ανεγκέφαλο τέρας, δεν είναι ικανός να διακρίνει αθωότητες και ενοχές και έτρωγε ότι εύ-ρισκε μπροστά του για να χορτάσει τις αρρωστημένες ορέξεις του; Οπότε ούτε ο πατέρας του Ναζίμ ούτε οι πρεσβείες θα μπορούσαν να κάνουν κάτι γι’ αυτούς!...
Πέρασε μιαν ανοιχτή πόρτα και βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο τετράγωνο χολ με έναν τριθέσιο καναπέ στον απέναντι τοίχο. Στη δεξιά πλευρά, μια τετράφυλλη πόρτα ξύλινη με κρυστάλλινη τζαμαρία και ανοιχτά τα δύο μεσαία φύλλα της, άφηνε να διακρίνεται μια μεγαλύτερη αί-θουσα με λίγα τραπεζάκια σε στυλ εστιατόριου. Στην αριστερή πλευρά του χολ ήταν ένας πάγκος που πίσω του δούλευε σκυμμένος στα χαρ-τιά του ένας φαλακρός ηλικιωμένος άντρας. Τα πλαϊνά του μαλλιά στον αριστερό του κρόταφο, τα είχε αφήσει μακριά, για να τα κολλάει πάνω στη φαλάκρα του και να την καλύπτει.
Να όμως που ένα ελαφρό ρεύμα αέρος την ώρα ακριβώς που πλησί-αζε στον πάγκο η Γιουλμπαχάρ, ξεκόλλησε την τούφα των μαλλιών από την φαλάκρα και τη σήκωσε ψηλά κάνοντάς την να αιωρείται, μοιάζοντας να την καλησπερίζει χαιρετώντας την και να μετεωρίζεται σαν λοφίο τσαλαπετεινού, αφήνοντας τη γυαλιστερή καράφλα γυμνή, σ’ όλο της το μεγαλείο, να αντανακλά εκτυφλωτικά το φως του γλό-μπου που κρεμόταν από το ταβάνι ακριβώς πάνω του. Το κορίτσι τρό-μαξε! Δε συνηθίζονταν αυτού του είδους τα κουρέματα στη χώρα της, αλλά μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό και καθώς ο τύπος με μιαν αφηρημένη κίνηση του χεριού του διόρθωσε την κόμμωση του, πλησί-ασε δειλά στον γκισέ, ακούμπησε τη βαλίτσα στο δάπεδο και στάθηκε όρθια μπροστά στον πάγκο σφίγγοντας τη μια παλάμη της μέσα στην άλλη.
-Καλησπέρα…
Του είπε σχεδόν ψιθυριστά. Ο ξενοδόχος σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε αφηρημένα… Κάποιο έλεγχο έκανε μάλλον στα έσοδά του και έμεινε με το μετείκασμα του προβληματισμού του, να την κοιτά χωρίς να μιλά.
-Καλησπέρα σας!...
Της είπε επί τέλους, μετά από πολλούς στιγμιαίους δισταγμούς… και συμπλήρωσε αμέσως:
-Σε τι θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;
-Θα ήθελα ένα δίκλινο δωμάτιο.
-Για πόσες μέρες;
-Για μία ή δύο μέρες. Θα σας πληρώσω τώρα τη μία και αν χρειαστεί να μείνουμε και αύριο, θα μας κάνετε το λογαριασμό καθώς θα φεύ-γουμε…
-Δώστε μου σας παρακαλώ την ταυτότητά σας…
-Την έχει ο σύζυγός μου μαζί με τη δική του…
-Πού είναι ο σύζυγός σας;
-Θα έρθει αργά. Αυτή τη στιγμή, βρίσκεται σε μια σύσκεψη και ίσως να καθυστερήσει…
-Τι δουλειά κάνει;
-Είναι στρατιωτικός.
-Μάλιστα… Πρέπει όμως πριν να φύγετε να μου δώσετε μια από τις δύο ταυτότητες, ή τη δική σας ή του συζύγου σας, για να συμπληρώσω τα στοιχεία στο βιβλίο… Στις δώδεκα όμως θα ξαπλώσω… Θα αφήσω ξεκλείδωτη την πόρτα και το κλειδί πάνω στην κλειδαριά από την εσωτερική μεριά. Σας παρακαλώ όταν έρθει ο σύζυγος, να την κλειδώ-σετε από μέσα και να αφήσετε το κλειδί εδώ. Στον πάγκο. 
Της είπε και της έδειξε απλώνοντας το χέρι, εκεί, δίπλα από τις σκόρπιες αποδείξεις του, ένα κενό από χαρτιά, χώρο του πάγκου.
-Πώς λέγεστε;
-Βερεκυντία…
-Μικρασιάτισσα είστε;
-Όχι από την Πελοπόννησο…
Ποιος μιλούσε με τον ξενοδόχο και έδινε αυτές τις απαντήσεις; Ο εξακέφαλος σύντροφος! Ο ατομικός φύλακας άγγελος του γένους των ανθρώπων. Αυτός που δένει σφιχτά την ψυχή με το κορμί και περνάει πάνω από τα επικίνδυνα βάραθρα, τον προστατευόμενό του, στην απέναντι όχθη, για να συνεχίσει την πορεία στη ζωή. Την αποστολή του. Αυτός που παίρνει τις εντολές από τη μοίρα τού καθενός κι αλίμο-νο σ’ εκείνον, που οι εντολές που παίρνει ο εξακέφαλος σύντροφος και προστάτης του, είναι αρνητικές…
Η Γιουλμπαχάρ ανέβηκε τα σκαλιά και προχώρησε προς το δωμά-τιό της. Τυλιγμένη μέσα σ’ ένα άχρωμο σύννεφο, έκανε μηχανικά αυτά που έπρεπε να κάνει για τον εαυτό της. Στο τέλος κοιτάχτηκε στον κα-θρέφτη. Έπρεπε να διώξει το αρπακτικό που φώλιαζε στη ματιά της. Χτένισε τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της, μα το θηρίο εξακολουθούσε να την κοιτά με τα μάτια της… Ένοιωσε κάτι σα λιγοθυμιά κι έγειρε ξαπλώνοντας στο κρεβάτι.
Ήταν στη σπηλιά του εξιλασμού. Μια σκοτεινή σπηλιά.... Μα δεν ήταν μόνη. Στεκόταν όρθια στο κέντρο της, γυρισμένη προς την έξοδο και άκουγε από πίσω της χορωδίες αντρών προς τα αριστερά της και γυναικών από τα δεξιά. Μιλούσαν σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα κά-πως μεταξύ ομιλίας και τραγουδιού. Μια μικρή φράση από τις αντρι-κές φωνές, την ακολουθούσε  μια παρόμοια από τις γυναικείες, σαν αντίλαλος. Ήθελε να γυρίσει για να κοιτάξει, αλλά μια ρητή εσωτερική εντολή την υποχρέωνε να έχει καρφωμένο το βλέμμα στο εξαπτέρυγο που ήταν στημένο λίγο πριν από την έξοδο της σπηλιάς και έλαμπε εκτυφλωτικά μπροστά της, σε απόσταση λίγων μέτρων…     
Κάθε τόσο οι ψαλμωδίες σταματούσαν, ακουγόταν τίναγμα φτε-ρών κι ένα σκοτεινό πουλί μεγάλο σαν δεκοχτούρα, πέταγε πάνω από τα μαλλιά της, κατευθυνόταν προς το άνοιγμα της σπηλιάς και φτε-ρουγίζοντας χανόταν έξω. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα στα έγκατα του βουνού, είχε μια μυρωδιά μούχλας που της έφερνε στο μυαλό σαπισμέ-νους μενεξέδες και κρινάκια, που δεν την είχε αισθανθεί άλλη φορά στη ζωή της. Δεν μπορούσε όμως να πει ότι την ενοχλούσε… Οι ψαλ-μωδίες σιγά - σιγά δυνάμωναν. Τα σκοτεινά πουλιά φτερούγιζαν φεύ-γοντας όλο και συχνότερα, ώσπου στο τέλος ένα δαιμόνιο σμήνος από ιπτάμενα όρνεα πέταξαν φτεροκοπώντας δυνατά και βιαστικά σαν κυνηγημένα, σαν εξορκισμένα, προς την έξοδο. Μα πού ήσαν κουρνια-σμένα όλην αυτήν την ώρα τόσα πουλιά! Είχε λοιπόν κι αυτή η σπηλιά μυστικά διαμερίσματα, πιο σκοτεινά κι απ’ τη σκοτεινιά, σαν το μυαλό του ανθρώπου;
Εκεί, στην έξοδο του σπηλαίου, αφού  συνωστίστηκαν λίγα δευτε-ρόλεπτα μπροστά στο στενό πέρασμα, βγήκαν όλα έξω και εξαφανί-στηκαν…  Οι χορωδίες είχαν σωπάσει και η απόλυτη σιωπή απλωνό-ταν πλέον παντού. Τότε, μια σκοτεινή πελώρια σιλουέτα φάνηκε να μπαίνει μέσα στη σπηλιά, φορώντας κάτι που έμοιαζε με μακρύ φόρε-μα ή άμφιο, που έδινε την εντύπωση, πιο πολύ να κυλάει πλησιάζο-ντας παρά να βαδίζει και στάθηκε απέναντί της, ανάμεσα σ’ αυτήν και στο εξαπτέρυγο. …Η Βερεκιντύα!... Η σύνδεση με τις πηγές της ανθρώπινης μοίρας!… Το όνειρο του ανεκπλήρωτου, που σα μικρό γιασεμί ευωδιάζει μιαν άπειρα ελάχιστη στιγμή την ύπαρξη, για να εκπληρωθεί για πάντα κι όμως φευγαλαία… Η αλήθεια. Η αυστηρή μητέρα και προστάτης θεών και ανθρώπων, την είχε δεχτεί στους κόλπους της!... Πλησίασε κοντά στη Γιουλμπαχάρ, ακούμπησε το αριστερό χέρι της πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και κατόπιν εξαφανίστηκε, διαλύθηκε, σα νά ’ταν πλασμένη από ομίχλη!... Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ένας δυ-νατός θόρυβος σαν κανονιά από πολύ κοντινή απόσταση.       
-Ο Πόλεμος!
Φώναξε η Γιουλμπαχάρ. Τινάχτηκε κι ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι της. Ήταν ο κρότος της μπαλκονόπορτας που την άνοιξε ένα δυνατό φύσημα του ανέμου και τη βρόντησε με δύναμη, πάνω στην ξύλινη ντουλάπα που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το άνοιγμα της πόρτας του μπαλκονιού.
«Ο Πόλεμος!» σκέφτηκε. «Εκείνο το ταξίδι στο Αιγαίο που της είχεν υποσχεθεί η μαμά της να το κάνουν κάποτε μαζί, τώρα ήταν έτοιμη να το επιχειρήσει μόνη της. Μα πού ήταν τέλος πάντων αυτός ο Πόλεμος; Πού βρισκόταν το νησί του; Θα περνούσε άραγε το καράβι κοντά απ’ αυτό το νησί;». Σηκώθηκε για να κλείσει την πόρτα. Έξω φυσούσε δυ-νατός άνεμος. Βγήκε, στάθηκε όρθια στο μπαλκόνι κι άφησε το πρό-σωπό της να λουστεί μέσα σ’ αυτό το μυρωμένο αγέρι που ερχόταν από το πέλαγος. Έκλεισε τα μάτια κι αισθάνθηκε το μέτωπό της να ηρεμεί, να χαλαρώνει, να εξευγενίζεται… Ένοιωσε το χέρι της Θεάς Λύ-τρωσης να της χαϊδεύει αργά τα μαλλιά κι αφέθηκε χρόνο απροσδιόρι-στο στην έκσταση της παρουσίας της… 
 Όταν ένοιωσε τον εαυτό της να προσγειώνεται σιγά - σιγά στην πραγματικότητα, σκέφτηκε ότι όφειλε να κατέβει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, για να βάλει κάτι στο στόμα της. Ήταν ευκαιρία που βρέ-θηκε στον ίδιο χώρο, όχι μόνον το δωμάτιο που θα πέρναγε τη νύχτα της, μα και το εστιατόριο για το φαγητό της… Δεν πεινούσε, αλλά τι να κάνει; Έπρεπε να φροντίσει, για να μην την εγκαταλείψουν κάποια στιγμή οι δυνάμεις της, μπροστά στις τόσες απρόοπτες καταστάσεις που θα μπορούσαν να της παρουσιαστούν… Περνώντας  δίπλ’ από τον πάγκο, διαπίστωσε με μεγάλη της ευχαρίστηση, ότι ο ξενοδόχος απουσίαζε.
Στο εστιατόριο ήταν ο μόνος θαμώνας. Πίσω από το παραβάν ακούγονταν ήχοι σα να πλένει κάποιος πιατικά. Διάλεξε με την άνεσή της ένα τραπεζάκι κοντά στη τζαμαρία και κάθισε σ’ ένα κάθισμα δίπλα της. Από εκεί φαινόταν σ’ όλο της το μήκος και το πλάτος, μια ορθογώνια αυλή με πέτρινο πλακόστρωτο, περιτριγυρισμένη από πανύψηλους τοίχους, που άφηναν να φαίνεται ένα μικρό κομματάκι ουρανού. Έμοιαζε με προαύλιο φυλακής. Μπροστά στα μάτια της όμως, έξω από τη τζαμαρία, ένα παραμελημένο αναρριχόμενο που θύμιζε αγιόκλημα, πιανόταν και ανηφόριζε απελπισμένο πάνω στις σιδεριές… 
Τη στιγμή που έσβηνε το τσιγάρο της στο τσίγκινο τασάκι, έκανε την εμφάνισή της μια κοπέλα, φορώντας με χάρη ένα γλυκύτατο χαμόγελο και στάθηκε όρθια μπροστά της, κοιτώντας την ερωτηματικά στα μά-τια. Και τότε, τα μάτια της Γιουλμπαχάρ απέκτησαν την πράσινη λάμψη τους, αυτήν που έχουν τα καθαρά θαλασσινά νερά των βραχωδών κολ-πίσκων. Έδωσε την παραγγελία της και περιμένοντας να τη σερβίρουν άνοιξε λίγο τη τζαμαρία, σηκώθηκε όρθια και πλησιάζοντας το πρόσω-πό της σε ένα από τα λιγοστά λουλούδια του αγιοκλήματος ανάσανε την πνοή του. Αυτό το τόσο ευχάριστο άρωμα του άνθους της γης, γλύ-κανε την ψυχή της, δίνοντάς της πίσω κάτι συμβολικό, κάτι ελάχιστο απ’ αυτά που είχε στερηθεί. Ένα νεαρό ευτυχισμένο ζευγαράκι μπήκε μέσα στο χώρο και διάλεξε ένα τραπεζάκι στην άλλη άκρη της τζαμα-ρίας απέναντι από τη Γιουλμπαχάρ.
Όταν γδύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι της το μυαλό της είχε το σχή-μα και το περιεχόμενο του κενού. Έβαλε το μικρό της ξυπνητήρι να την ξυπνήσει στην ώρα που έπρεπε, για να κατέβη να κλειδώσει την ε-ξώπορτα του ξενοδοχείου και αποκοιμήθηκε αμέσως.
Ξύπνησε στις μία μετά τα μεσάνυχτα, και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, κατέβηκε στο χώρο της υποδοχής του ξενοδοχείου. Το κλειδί ήταν πάνω στην πόρτα όπως της είχε πει ο ξενοδόχος. Κλείδωσε κι έμεινε για λίγο σκεπτική. Τελικά το αποφάσισε. Δεν τοποθέτησε το κλειδί στη θέση που της είχε ορίσει ο ξενοδόχος. Υπήρχε πιθανότητα να ξυπνήσει και να το κρύψει κάπου αλλού, ώστε αυτή δε θα το εύρισκε, θα αναγκαζόταν να τον ξυπνήσει, θα της ζητούσε ταυτότητα και θα έμπλεκαν άσχημα τα πράγματα.  Το κράτησε στην τσέπη της ζακέτας της κι ανέβηκε στο δωμάτιό της. Ποιος την εφοδίαζε με τόσην προνο-ητικότητα τέτοιες στιγμές; Ο εξακέφαλος θεός. Το βαθύτερο από τα ένστικτα που έχουν σχέση με την αυτοσυντήρηση… Έβαλε πάλι το ξυ-πνητήρι να την ξυπνήσει την ώρα που έπρεπε να φύγει για το πλοίο και ξανακοιμήθηκε. Δεν είχε τίποτα να σκεφτεί…
Το ξυπνητήρι χτύπαγε δαιμονισμένα. Η Γιουλμπαχάρ έσκυψε το κε-φάλι, υπάκουσε στην εντολή του και τίναξε τον ύπνο από τα μάτια της. Σα ρομπότ άρχισε να κινείται παίρνοντας διαταγές από κάποιο άγνω-στο κέντρο εξουσίας, χωρίς αυτή η ίδια να μπαίνει στον κόπο να σκέ-φτεται… Έπλυνε το πρόσωπό της, ντύθηκε, χτενίστηκε, πήρε το βαλι-τσάκι της, βγήκε απ’ το δωμάτιό, όλα τα έκανε με κινήσεις μηχανικές. Σκοτάδι παντού. Στις σκάλες, στη ρεσεψιόν, έξω από τα τζάμια των πα-ραθύρων… Άφησε το κλειδί πάνω στην κλειδαριά και βγήκε στο δρό-μο… Δεν είχε ακόμα ξημερώσει… Με τα πρώτα της βήματα, έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, την υποδέχτηκε η αυγινή δροσερή, υγρή θαλασσινή αύρα, που έθεσε σε λειτουργία τη σκέψη της. Έπρεπε να πάει στο λιμάνι, στο σημείο που αγκυροβολεί το πλοίο για τον Πειραιά. Να ταξιδέψει για πρώτη φορά στη ζωή της με πλοίο…
Ένοιωσε τα πρώτα αχνάρια ομορφιάς μέσα στην καρδιά της. Ένα ταξίδι μέσα στη θάλασσα με άγνωστο προορισμό… Το παιδικό της όνει-ρο είναι έτοιμο να πραγματοποιηθεί… Μόνο που τώρα πια δεν ήταν παιδί. Ήταν μια ώριμη γυναίκα. Κι ούτε το χέρι της κρατιόταν με τρυφε-ρότητα από το μητρικό χέρι, που την έκανε τότε να νιώθει τόση εμπι-στοσύνη και σιγουριά. Αυτό, τής προκαλούσε μια πρωτόγνωρη ευδαι-μονία. Τώρα που έπαψε πια να στέκεται απέναντι στο θάνατο με βασα-νιστική αγωνία… Αλλά τον έβλεπε σαν ένα απλό ενδεχόμενο… όπως ήταν και η ευτυχία ή η αποτυχία… Πόσο ελεύθερος νοιώθει αυτός που αψηφά το θάνατο!… Πόσες ομορφιές που τις κρύβουν το άγχος και ο φόβος, εμφανίζονται μπροστά του, αν διώξει αυτά τα παρείσακτα συ-ναισθήματα που παρασιτούν τη ζωή του!...
Ο δρόμος ήταν έρημος και σκοτεινός, ώσπου πλησίασε στο σημείο της αποβίβασης των επιβατών. Εκεί, ήσαν μαζεμένοι αρκετοί άνθρωποι που θα τους είχε συντρόφους στο ταξίδι. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμέ-νος, καθώς άρχιζε να χαράζει η αυγή και φυσούσε δυνατός άνεμος. Ακούμπησε τη βαλίτσα της κάτω και κάθισε σ’ ένα χαμηλό πεζούλι για να περιμένει. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων δίπλα της συζητούσε, ήταν προβληματισμένο με τον καιρό.
-Αν έχει τόσον αέρα και τόσο κύμα εδώ μέσα στον κόλπο, στο λιμάνι, φαντάσου τι θα γίνεται όταν θα ξανοιχτούμε στο πέλαγο…
Έλεγε ο άντρας.
-Αν υπάρχει κίνδυνος, δε θα πρέπει να απαγορευτεί ο απόπλους;
Τον ρώτησε η γυναίκα φοβισμένη.
-Μάλλον προς τα ’κει το βλέπω το πράμα…
Της απάντησεν αυτός καθησυχαστικά. Θα έπρεπε τώρα, στην πε-ρίπτωση της απαγόρευσης του απόπλου, αυτή να ξαναγυρίσει στο ξε-νοδοχείο της; Και πώς θα αντιμετώπιζε τον ξενοδόχο, που θα απαιτού-σε να του δείξει την ταυτότητά της; Τώρα άρχισαν αγωνίες για τη Γιουλ-μπαχάρ. Η περίοδος χάριτος, πριν από λίγην ώρα,  που δεν την ένοιαζε τίποτα, που ένοιωθε τόσο απελευθερωμένη, που αισθανόταν την ομορ-φιά του θαλασσινού ανέμου, εξατμίστηκε με την πρώτη επαφή της με τους ανθρώπους. «Αχ! Πόσο μεταδοτική είναι η αρρώστια τους!» σκέ-φτηκε. Να γυρίσει στο ξενοδοχείο αποκλείεται… Θα ζαρώσει εδώ στη γωνιά της και θα περιμένει να τη φωνάξουν να μπει στο πλοίο. Όσο κι αν κρατήσει η απαγόρευση… 
Πέρασαν έτσι πολλές ώρες χωρίς οι λιμενικές αρχές να δώσουν καμία οδηγία στους ταξιδιώτες… Κατά το απόγευμα, ήρθαν δυο λιμενοφύλα-κες και κάλεσαν τους επιβάτες να επιβιβαστούν στο πλοίο. Η καρδιά της κοπέλας φτερούγισε. Άρπαξε το βαλιτσάκι της και όρμησε από τους πρώτους να παρουσιάσει το εισιτήριό της και να μπει στο πλοίο. Ένας καμαρότος την οδήγησε στην καμπίνα της και της έδωσε το κλει-δί. Η Γιουλμπαχάρ μπήκε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Εδώ μέσα, σ’ αυτό το μικρό και χαριτωμένο δωμα-τιάκι, η καρδιά κι ο νους της, η ψυχή και το σώμα της θα παλέψουν με τον Πόλεμο. Αυτή. Η μικρή και αδύναμη. Όχι πια με τον πόλεμο των ανθρώπων. Αυτόν φαίνεται ότι τον πέρασε τουλάχιστον στην πιο ε-πικίνδυνη καμπή του, με όλες τις τόσο καταστροφικές και οδυνηρές απώλειες που της επιφύλαξε. Τώρα όμως μπροστά της υψώνει το ανάστημά του, γιγαντόσωμος και πανίσχυρος, ένας άλλος πόλεμος. Ο Πόλεμος της Φύσης. Του υγρού στοιχείου της…
Ένα μικρό φιλιστρίνι της επέτρεπε να έχει κάποιαν επαφή με τον έξω κόσμο. Το τζάμι του ήταν αρκετά θαμπό από την αλμύρα και την πολυκαιρία, αλλά διέκρινε σχετικά καθαρά ποιος περνά και τι γίνεται στο κατάστρωμα του πλοίου, στη θάλασσα και στον ουρανό κι αυτό την ικανοποιούσε αρκετά. Μόλις λοιπόν το πλοίο βγήκε από τον κολπί-σκο που περιέβαλε το λιμάνι, στ’ ανοιχτά, άρχισε να κλυδωνίζεται και όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο. Τα κύματα ήσαν τεράστια, έσκαγαν το ένα πάνω στ’ άλλο και η θάλασσα αφρισμένη, αλλά η Γιουλ-μπαχάρ δε ζαλιζόταν καθόλου! Το κούνημα του πλοίου της προκαλούσε μια νηφαλιότητα, μια γαλήνη, που έφτανε και ξεπερνούσε τα όρια της υπνηλίας.
Ακούστηκαν στην πόρτα της μερικά χτυπήματα και ο καμαρότος την πληροφόρησε ότι είχε έρθει η ώρα σερβιρίσματος του βραδινού φα-γητού. Η επιθυμία της να μένει μόνη, η αποστροφή και η επιφυλακτικό-τητα που αισθανόταν για το συγχρωτισμό με άλλους ανθρώπους και τους κανονισμούς τους, πάλεψαν για λίγα δευτερόλεπτα μέσα της με την ανάγκη να βάλει κάτι στο στόμα της. Έπρεπε να κατέβη στην τρα-πεζαρία…
Εκεί, συνάντησε μεγάλο συνωστισμό και φασαρία, που τη βοήθησαν να περάσει ινκόγκνιτο την παρουσία της και συγχρόνως, απαρατήρητη, να επιτελέσει το καθήκον που είχε απέναντι στον εαυτό της: Να συντη-ρηθεί… Μόλις κλειδώθηκε πάλι στην καμπίνα της, ένοιωσε να ξαναβρί-σκει τον κόσμο της. Έριξε μια ματιά έξω από το φιλιστρίνι. Είχε πια νυ-χτώσει για τα καλά. Όλοι είχαν αράξει στις γωνιές τους, όχι μόνο λόγω της περασμένης ώρας, αλλά και γιατί το βάδισμα, με το κούνημα που έκανε το καράβι, ήταν δύσκολο και επικίνδυνο. Έκλεισε το κουρτινάκι και γδύθηκε. Κοίταζε κάμποση ώρα το γυμνό κορμί της στον καθρέφτη χωρίς να κάνει καμιά σκέψη, ώσπου την κυρίευσε ξανά η γαλήνια υπνη-λία και ξάπλωσε στο κρεβάτι… Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο λί-κνισμα του πλοίου και της θάλασσας… 
Πρώτη της φορά κοιμόταν στην παιδική κούνια της, από τότε που χάθηκε το μητρικό χέρι που τη νανούριζε κουνώντας την. Τώρα, το αόρατο χέρι της ελληνικής θάλασσας θύμιζε στα κύτταρα του κορμιού της το χαμένο χέρι της ελληνίδας μάνας, που τη συνόδευε σ’ αυτό το γλυκό βύθισμα, που αισθανόταν και τώρα όπως και τότε, πριν να χάσει την επαφή της με τον παιδικό της κόσμο και να παραδοθεί στον γλυ-κόπιοτο ύπνο. Κοιμόταν βαθειά η Γιουλμπαχάρ, απαλλαγμένη από τα άγχη, τις προσμονές, τους πόνους και τις αγωνίες, της ανήσυχης και αναζητητικής φύσης της. Περπατούσε στο άγνωστο χωρίς απαιτήσεις, χωρίς σχέδια, χωρίς στόχους κι έτσι κολυμπούσε σ’ έναν εξαγνιστικό ύπνο, θάνατο της ματαιοδοξίας και αποδοχή της μοίρας της όποια και να ’ταν: Στο πλευρό του Μιχάλη, ή στην αγκαλιά του Ναζίμ.  
Την ξύπνησαν μεγάλα τραντάγματα του πλοίου κωδωνοκρουσίες και φωνές που ακούγονταν από το διάδρομο.
-Όλοι στο σταθμό συγκεντρώσεως. Όλοι, χωρίς τις βαλίτσες, στο σταθμό συγκεντρώσεως των επιβατών…
Ντύθηκε και βγήκε στο διάδρομο. Ένας ανθρώπινος χείμαρρος περ-νούσε από μπροστά της, τρεκλίζοντας, όλοι τους προσπαθώντας να κρατηθούν από τα τοιχώματα του διαδρόμου, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα από την αίσθηση του τρόμου, πολλοί σέρνοντας τα μικρά παιδάκια τους, τραβώντας τα από το χέρι. Μια γυναίκα κρατούσε ένα παιδί στο δεξί της χέρι και δύο στ’ αριστερό. Καθώς προχωρούσε το ένα από τα δυο παιδικά χεράκια ξέφυγε από την παλάμη της μαμάς του και κυλίστηκε στο πάτωμα του διαδρόμου κλαίγοντας, μπροστά στα πόδια της Γιουλμπαχάρ. Αυτή έσκυψε, σήκωσε στην αγκαλιά της το μικρό, το έστησε πάλι όρθιο, το κράτησε από το χέρι και ακολούθησε τη γυναίκα, καθώς οι από πίσω προχωρούσαν βιαστικά και υπήρχεν ο κίνδυνος στην προσπάθειά τους να τους προσπεράσουν, να περάσουν από πάνω τους και να τους ποδοπατήσουν. Ο πανικός ήταν επικίνδυνα έντονος και όσο προχωρούσαν, ιδίως καθώς ανέβαιναν κάτι σκαλιά, γινόταν ακόμα μεγαλύτερος. Ευτυχώς κάποτε ανέβηκαν στο κατάστρωμα που ήσαν αρκετοί ναύτες που κρατούσαν την ψυχραιμία τους, μιλούσαν ήρεμα για να τους καθησυχάσουν, τους τοποθετούσαν σε διάφορες γωνιές και τους συμβούλευαν να ξαπλώσουν στο δάπεδο. Οι δυο γυναί-κες βολεύτηκαν καθιστές στο πάτωμα, ακουμπώντας τις πλάτες τους στην εξωτερική επιφάνεια ενός φουγάρου. Η Γιουλμπαχάρ κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον γύρω της. Η άγνωστη γυναίκα την ευχαρίστησε αρπάζοντας και φιλώντας της το χέρι.
Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη καθώς το πλοίο ανεβοκατέβαινε τα κύματα, τη μια βουτώντας στη θάλασσα και την άλλη πετώντας προς τον ουρανό. Δίπλα της ένας ηλικιωμένος άντρας πεσμένος μπρού-μυτα και δίπλα του η γυναίκα του κάτωχρη, ξερνούσε διαρκώς γεμίζο-ντας με τα εμέσματά της τα πάντα γύρω της. Η Γιουλμπαχάρ άναψε με αργές κινήσεις, τσιγάρο… Κλάματα, στριγκλιές, γόοι,  θρήνοι… Ένας καμαρότος πηγαίνοντας σε κάποια υπηρεσία, τρεκλίζοντας σαν μεθυ-σμένος με απλωμένα τα χέρια για να στηρίζεται στα σιδερένια κολονά-κια και τα τοιχώματα του καραβιού έκανε εμετό περπατώντας. Οι πόρ-τες της τουαλέτας και του εστιατορίου, ανασφάλιστες από τους σύρτες τους, ανοιγόκλειναν βροντώντας, ανάλογα με την κλίση του πλοίου. Και μέσα σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό που επικρατούσε, η Γιουλμπαχάρ γα-λήνια έβγαζε τον καπνό που ρουφούσε από το στόμα της καθώς κάπνι-ζε το τσιγάρο της, χαμογελώντας πικρά…
Σε μια στιγμή της φάνηκε ότι το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί, οι πρώτες αναλαμπές της αυγής διέγραφαν κάποια σχήματα στον ουρανό και σηκώθηκε όρθια με την περιέργεια να διακρίνει τι συνέβαινε έξω από το πλοίο, μέσα στη θάλασσα. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι αυτό που νομίζει ότι βλέπει είναι οφθαλμαπάτη. «Δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε. «Κάτι άλλο συμβαίνει. Τα μάτια μου με γελούν». Καθώς το χρώμα τ’ ουρανού ήταν πιο ανοιχτό από το χρώμα της θάλασσας, έβλε-πε κατά διαστήματα εναλλάξ πότε μόνο ουρανό χωρίς καθόλου τη θα-λασσα, και πότε μόνο τη θάλασσα μπροστά της και πάνω από το πλοίο λες και ήταν έτοιμα να χιμήξουν τα κύματά της και να σαρώσουν το κατάστρωμα παίρνοντας μαζί τους ότι ζωντανό υπήρχε πάνω σ’ αυτό. Κάθισε πάλι κάτω γιατί δεν μπορούσε να σταθεί όρθια.
Εδώ και αρκετή ώρα ο άντρας της μητέρας με τα τρία παιδιά είχε βρεθεί. Είχε φέρει μάλιστα κι ένα σκοινί και είχε δέσει χαλαρά την οι-κογένειά του, σε μια σιδερένια προεξοχή στο πλάι του φουγάρου. Το σκοινί περνούσε δίπλα από τη Γιουλμπαχάρ και το άρπαζε για να κρα-τηθεί κάθε φορά που ένοιωθε τους γοφούς της να γλιστράνε πάνω στο υγρό και λείο δάπεδο του καταστρώματος, από τα σταγονίδια που πετάγονταν από τα ψηλά κύματα και η υγρασία είχεν απλωθεί παντού.
Η γυναίκα ξαπλωμένη στο αριστερό πλάι, είχε κολλήσει στον δεξιό γοφό της Γιουλμπαχάρ. Όταν την αντιλήφθηκε να σηκώνεται με τόση ψυχραιμία όρθια, να παρατηρεί για λίγα δευτερόλεπτα τον καιρό και να κάθεται πάλι ανάβοντας ήρεμη τσιγάρο, θέλησε να πάρει λίγο από το κουράγιο της.
-Πώς τα βλέπεις κοπελίτσα μου εσύ τα πράγματα; Θα την γλυτώσου-με ή θα πνιγούμε;
Η Γιουλμπαχάρ δεν περίμενε τέτοιαν ερώτηση. Τά ’χασε. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Ότι πρώτη φορά στη ζωή της ταξίδευε με πλοίο; Και ίσως και τελευταία; Όμως αυτοστιγμεί ήρθε στο μυαλό της η Μεγάλη Μητέρα! Η Βερεκυντία! Το χρίσμα της, απωθημένο στο βαθύ ένστικτο, πρόβαλε ξαφνικά στη σκέψη της! Το άπλωμα του χεριού της πάνω στο κεφάλι της! Που γέννησε, μιαν άκρως αισιόδοξη σκέψη: «Δεν μπορεί να με συγχώρεσε η Θεά και να με δέχτηκε στους κόλπους της, για να μ’ αφήσει τώρα να πνιγώ… Άρα το πλοίο αποκλείεται να βουλιάξει…» 
-Μη φοβάσαι κυρία… Σε λίγην ώρα η καταιγίδα θα κοπάσει…
Αυτή ήταν που μίλησε με τόσην αποφασιστικότητα; Αναρωτήθηκε η Γιουλμπαχάρ… Και ανατρίχιασε… Αυτή η στεντόρεια φωνή που βγήκε από το στόμα της δεν έμοιαζε και τόσο με τη δική της!... Η γυναίκα την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια για την σιγουριά της, που πλησίαζε τα όρια της εντολής, της διαταγής προς τα φυσικά στοιχεία, και έμεινε άφωνη… Ύστερα γύρισε το κεφάλι της προς την άλλη πλευρά. Το ύφος που είχε πάρει το πρόσωπο της κι αυτή η αντίδραση της άγνωστης γυ-ναίκας προβλημάτισαν τη Γιουλμπαχάρ που βιάστηκε να συμπληρώσει αμέσως:
     -Ήθελα να πω καλή μου, ότι πιστεύω πως θα τη σκαπουλάρουμε κι αυτή τη φορά…
    Της μίλησε πλησιάζοντας κοντά στο αυτί της και μόλις αυτή γύρισε και την κοίταξε, η Γιουλμπαχάρ της χαμογέλασε συγκαταβατικά.
-Αχ απ’ το στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί κούκλα μου…
Της απάντησε ζεστά η γυναίκα, δείχνοντας ότι η πρώτη εντύπωσή της ξεχάστηκε.
-Πώς σε λένε χρυσή μου;
Η Γιουλμπαχάρ κόμπιασε. Το πρώτο όνομα που της ήρθε στο μυαλό ήταν της ηρωίδας ενός ελληνικού μυθιστορήματος.
-Ευανθία… Εσένα;
-Μαρία…  
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το κακό, γνωρίστηκαν η Ευανθία και η Μαρία. Η Γιουλμπαχάρ παρακολουθούσε πολλήν ώρα σιωπηλή, την πλώρη του πλοίου, που αγωνιζόταν να προχωρήσει σχίζοντας τα θεόρατα κύμα-τα. Δεξιά, εδώ και αρκετήν ώρα διακρινόταν ο σκούρος όγκος μιας ξηράς, που διαρκώς πλησίαζε προς το μέρος τους. Όσο πλησίαζαν στην ξηρά τόσο και η φουρτούνα λιγόστευε.
-Σε λίγο θα μπούμε στο απάγκιο της Τζιας και το κύμα θα πέσει τε-λείως.
Είπεν ευχαριστημένος ο άντρας της Μαρίας.
-Ο Θεός να δώσει…
Απάντησε η Μαρία ανακουφισμένη.
Πράγματι. Μετά από λίγο η θάλασσα ηρέμησε αρκετά. Οι επιβάτες ξεθαρρεύοντας σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να σκορπίζουν από το κατάστρωμα, καθώς η τραπεζαρία άρχισε να λειτουργεί. Σηκώθηκαν και οι τρεις, πήραν απ’ το χέρι από ένα μωρό και κατέβηκαν στην τρα-πεζαρία. Εκεί, αφού σερβιρίστηκαν, κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, όπου η Γιουλμπαχάρ ανέλαβε το χρέος να ταΐσει το μωρό που είχε θέσει κάτω από την προστασία της…
Περασμένα μεσάνυχτα τέλειωσαν το φαγητό και γύρισαν στις κα-μπίνες τους. Η Γιουλμπαχάρ, εξουθενωμένη από την κούραση, μόλις πρόλαβε να γδυθεί και να βγάλει τα παπούτσια της. Ο ύπνος έκανε την επέλασή του στα διάφανα βλέφαρά της, βαρύς σα μολύβι. Το πλοίο κυ-λούσε στον Σαρωνικό με αναμμένα τα φώτα του, περήφανο και κορ-δωτό για τη νίκη του, που κατάφερε να αντέξει τόσες ώρες στο ανή-λεο σφυροκόπημα των κυμάτων, στην τόσο άσπλαχνη, παντοδύναμη εκτόνωση της συντρόφισσάς του της θάλασσας.
Το πρωί, το γνωστό τριπλό χτύπημα του καμαρότου στην πόρτα.
-Εισήλθαμε στον λιμένα του Πειραιώς. Παρακαλούμε θερμώς να μη λησμονήσετε να παραδώσετε το κλειδί της καμπίνας σας στη ρεσε-ψιόν. Ευχαριστώ…
Ντύθηκε, χτενίστηκε, βγήκε στο διάδρομο και ακολούθησε τους άλ-λους επιβάτες, που περνούσαν από μπροστά της. Όταν τέλειωσε με τη ρεσεψιόν, ανέβηκε στο κατάστρωμα, πλησίασε το κιγκλίδωμα, άφησε τη βαλίτσα κάτω, δίπλα της, ακούμπησε τους αγκώνες στην κουπαστή και αφέθηκε να χαζεύει ένα γύρω τα κτήρια της πόλης που περιστοίχι-ζαν το λιμάνι. Ήταν πολύ μεγάλο κι αισθάνθηκε σα χαμένη παρατηρώ-ντας το. Σε μια στιγμή ένοιωσε ένα τράβηγμα στο φουστάνι της και γυρνώντας είδε τον μικρό της προστατευόμενο να την κοιτάει αμίλη-τος. Έσκυψε και το σήκωσε στην αγκαλιά της.
-Γιωργάκη μου, γλυκούλη μου, να σε φιλήσω… Τι μου κάνεις; Κοιμή-θηκες καλά;
Αντί για απάντηση ο Γιωργάκης άπλωσε το χεράκι του και της έδει-ξε προς τα πέρα. Η Γιουλμπαχάρ κοίταξε προς την κατεύθυνση που της έδειχνε και είδε τη Μαρία με τους άλλους, να της γνέφει. Κρατώ-ντας τον Γιωργάκη στην αγκαλιά της με το ένα χέρι πήρε με το άλλο τη βαλιτσούλα της και πήγε προς το μέρος τους. Βγήκαν από το πλοίο και κουβαλώντας τις βαλίτσες και τα παιδιά, πέρασαν έξω από το λιμάνι και στάθηκαν στο πεζοδρόμιο. Η Μαρία τη ρώτησε:
-Ευανθία μου, προς τα πού πας;
-Προς την Αμφιάλη. Στην οδό Βερεκυντίας 2…
Της απάντησε σαν χαμένη. Και συμπλήρωσε αμέσως:
Μήπως ξέρετε πού είναι;
Η Μαρία έδειξε έκπληξη. Γύρισε προς τον άντρα της που έψαχνε για ταξί.
-Αντώνη. Υπάρχει άλλη οδός Βερεκυντίας εκτός απ’ τη δικιά μας;
-Όχι. Στην Αμφιάλη δεν υπάρχει άλλη. Σε ποιον αριθμό πηγαίνεις κο-πέλα μου;  
Τη ρώτησε πλησιάζοντας. …Η καρδιά τής Γιουλμπαχάρ σκίρτησε…
-Δύο.
     Ο Αντώνης στάθηκε για λίγο σκεφτικός.
-Στου μπάρμπα - Φώτη πηγαίνεις;     
Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Μήπως ο μπάρμπα - Φώτης ήταν ο μπα-μπάς του Μιχάλη; Της είχε κοπεί η λαλιά! Η καρδιά της χτυπούσε δυνα-τά και γρήγορα. Είχεν έρθει η ώρα να μάθει για την τύχη του Μιχάλη; Της ήρθε σκοτοδύνη. «Αχ θεέ μου τι θ’ ακούσω τώρα;» σκέφτηκε. Ο Αντώνης συνέχισε:
-Στο σπίτι του ήρωα του Μιχάλη πας; …Που ήρθε κολυμπώντας απ’ τη Μικρασία;
Της λύθηκαν τα γόνατα. Σφάλισε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά προς τον ουρανό. Άρχισε να κλαίει πνιχτά με λυγμούς και να γελάει ταυτόχρονα!
-Θεέ μου σ’ ευχαριστώ!...
Ψιθύρισε. …Ο Αντώνης την κοιτούσε έκπληκτος. Κι η Μαρία  πα-ραξενεμένη, την έπιασε από το μπράτσο τρυφερά δακρύζοντας.
-Τι έχεις καρδούλα μου;
-Γύρισε… Μαρία μου… Γύρισε…
Μπόρεσε μόνο να πει. Ο κόμπος της χαράς που της έπνιγε το λαιμό δεν την άφηνε να αρθρώσει άλλες λέξεις.
-Δεν το ήξερες κουκλίτσα μου; Έλα, ηρέμησε… Δε νοιώθεις ωραία τώρα που το έμαθες;
Η Γιουλμπαχάρ χαμογελώντας της κούνησε πολλές φορές καταφα-τικά το κεφάλι σκουπίζοντας συγχρόνως με το μαντηλάκι της τα δά-κρυα της χαράς που την είχε συνεπάρει. Η Μαρία δεν ήξερε τι να υποθέσει. Ένοιωθε όμως, ότι δεν ήταν ώρα για άλλες ερωτήσεις. Της κρατούσε το χέρι και της έτριβε τρυφερά την πλάτη.
Μέσα στο ταξί, τής δόθηκε η ευκαιρία να συνέλθει και να σκεφτεί τη συνέχεια. Άλλη αγωνία πια, έπαιρνε σειρά μέσα στη σκέψη της. Θα ήταν ο Μιχάλης όπως τον είχε αφήσει; Ή θα είχε αλλάξει; Θα νοιώθει γι’ αυτήν τα ίδια συναισθήματα; Ή θα έχει βρει κάτι άλλο στη ζωή του; Να λοιπόν που η χθεσινή στωικότητα, ακόμα κι αν έφτανε στα όρια της απάθειας και της αδιαφορίας της νεαρής γυναίκας για όλα, εξατμί-στηκε, εξαϋλώθηκε μέσα σε λίγες ώρες, μετά απ’ αυτά τα γεγονότα που μεσολάβησαν. Ύστερα από τον φρενήρη ρυθμό που πήρε η πε-ριπέτεια της αναζήτησής της και έφτανε πια στο τέλος. Στη λύση της… Τα δρώμενα στην έξοδο.
Το ταξί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα σπίτι με αυλή. Ο Αντώνης κατέ-βασε τις αποσκευές, μετέφερε τις δικές τους μέσα στην αυλή και πήρε στο χέρι το βαλιτσάκι της Γιουλμπαχάρ.
-Έλα τώρα καλό μου κορίτσι, να σου δείξω το σπίτι του κυρίου Μι-χάλη…
-Αντώνη μου, άφησε την κοπέλα να πάει μόνη της. Δεν είναι σωστό να τη συνοδεύσεις εσύ. Είναι από τις περιπτώσεις που ο κάθε άνθρω-πος θέλει να είναι μόνος…
Και γυρνώντας προς τη Γιουλμπαχάρ.
-Όπως προχωράς είναι το τέταρτο σπίτι γλυκιά μου, αριστερά. Με τις βοκαμβίλιες…
-Ευχαριστώ πολύ κύριε Αντώνη. Έχει όμως δίκιο η Μαρία… Πρέπει να πάω μόνη μου… Γεια σου Μαρία μου…
-Γεια σου αγάπη μου… Ελπίζω πολύ γρήγορα να τα ξαναπούμε…
Της είπε η Μαρία συγκινημένη και τη φίλησε στο μάγουλο…
Η Γιουλμπαχάρ, έσκυψε, σήκωσε τη βαλίτσα της και ξεκίνησε να απομακρύνεται με αργό βήμα. Στα δεξιά της ήταν μια μεγάλη εκκλη-σία που έπιανε ολόκληρο το τετράγωνο. Στ’ αριστερά ήσαν σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, με τη μικρή του αυλίτσα το καθένα. Στο τέταρτο σπίτι ήταν η μικρή αυλή με τη μεγάλη βοκαμβίλια. Η Γιουλμπαχάρ, είχε φτάσει στον προορισμό της… Τώρα πια δεν έμενε παρά η απόληξη του δράματος: Η Κάθαρση. 
   
 


 
       









                7. Γυρισμός στο όνειρο, ή στο ψέμα…



 Το κεφαλάκι της Γιουλμπαχάρ πρόβαλε σαν λουλούδι ανάμεσ’ από τα κλαριά της βοκαμβίλιας, τα μπλεγμένα στα κάγκελα της αυλόπορ-τας, που έκλεινε τη μικρή πεντακάθαρη αυλή του φτωχικού σπιτιού τής Αμφιάλης, κάνοντας το σκυθρωπό πρόσωπο του ηλικιωμένου αν-τρα, που έπινε τον καφέ του καθισμένος δίπλα σε ένα μικρό στρογγυ-λό μεταλλικό τραπεζάκι, να φωτιστεί από ένα αγαθό χαμόγελο. Το κορίτσι ένιωσε ένα φούντωμα στο πρόσωπό της, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω καθώς σκέφτηκε ότι αυτός ο κύριος μάλλον θα ήταν ο πατέ-ρας του Μιχάλη, ήταν όμως αργά για οπισθοχώρηση, γιατί το βλέμμα του άντρα είχε καρφωθεί ερωτηματικά πάνω της.
-Μήπως είστε ο πατέρας του κύριου Μιχάλη;
Ρώτησε δειλά.
-Ολόκληρος!...
 «Τι θα πει ολόκληρος;» σκέφτηκε. «μήπως θα μπορούσε να ήταν ο μισός; Μάλλον για κάποιο ιδίωμα της γλώσσας θα πρόκειται!...»
-Μπορώ να τον δω;
-Και βέβαια μπορείς να τον δεις κορίτσι μου! Κι αν ήταν στο σπίτι, θα τον έβλεπες αμέσως. Δε γύρισε όμως ακόμα από τη δουλειά του… Γιατί τον καταζητείς όμως; Τι σου έκανε;
Της είπε μ’ ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Η κοπέλα κοκκίνισε και βιά-στηκε για να κρύψει την αμηχανία της να δηλώσει:
-Τίποτα δε μου έκανε! Απλά είμαστε φίλοι, μού είχε δώσει τη διεύ-θυνσή του και ήρθα να τον δω…
Ο γέρος άνοιξε την αυλόπορτα, την έπιασε από το χέρι και την οδή-γησε να καθίσει σε μια ψάθινη καρέκλα στην άλλη πλευρά του τραπε-ζιού. Ύστερα, κάθισε κι αυτός απέναντί της, στήριξε τα αντιβράχιά του πάνω στο τραπέζι γυρνώντας όλος προς το μέρος της και βάλθηκε να την κοιτά στο πρόσωπο. Το κορίτσι μην ξέροντας πώς να αντιδρά-σει, κοιτούσε προς το δρόμο…
-Από πού είσαι ουρί του παραδείσου; Μη μου πεις ότι ήρθες κατ’ ευθείαν από τον παράδεισο! Αυτό το ξέρω!...
Η Γιουλμπαχάρ ήταν λίγο σαστισμένη… Δεν απάντησε αμέσως… δίπλωνε αμήχανα την άκρη του μαντηλιού της και σκεφτόταν, ότι γι’ αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο, ένιωθε ένα αίσθημα τόσο ζεστό και τρυφερό που την έκανε να θέλει να …βάλει τα κλάματα!... Γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του και κοιτώντας τον στα μάτια, του είπε με αδύναμη φωνή που έτρεμε:
-Από την Τουρκία…
Μισόκλεισε τα βλέφαρα και τα πλημμυρισμένα της μάτια άδειασαν τα δάκρυά στα μάγουλά της. Ο γέρος έμενε σιωπηλός χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της. Μπορεί να πέρασε πάρα πολλή ώρα σ’ αυτή τη σιωπή που ήταν γεμάτη από νοήματα, κανένας όμως απ’ τους δυο δεν ένιωσε τη διάρκειά της… Η Γιουλμπαχάρ έσκυψε πάλι το κε-φάλι της και δε μιλούσε… Σε μια στιγμή ο γέρος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να ξαναγύρισε από ένα μακρινό ταξίδι σκέψεων στην πραγματικότητα και γυρνώντας κι αυτός προς το δρόμο, τη ρώ-τησε:
-Προσφυγάκι; Προσφυγάκι;
Τι ν’ απαντήσει; Μήπως δεν ήταν κι αυτή προσφυγάκι σαν όλους τους μικρασιάτες; Γύρισε, τον κοίταξε και με σφιγμένα από το πα-ράπονο χείλη, του έγνεψε με μια κίνηση του κεφαλιού της, ναι.
Ο γέρος δεν είχε πια καμία αμφιβολία για το τι συνέβαινε. Και τα δυο παιδιά ήσαν τόσο αγνά, που δεν μπόρεσαν να του κρύψουν την αλήθεια. Ο γιος του εδώ και πολλούς μήνες αγωνιζόταν να πάει στην Τουρκία με τις πρεσβείες, τα προξενεία και τις στρατιωτικές και δημό-σιες υπηρεσίες! Δεν του θεωρούσαν όμως το διαβατήριο για την Τουρ-κία γιατί κινδύνευε ο ίδιος, επειδή τα πνεύματα ήσαν οξυμμένα λόγω των γεγονότων του πολέμου! Έτσι του έλεγαν οι αρμόδιοι. Ότι ήθελαν να τον προστατεύσουν από τον αγανακτισμένο τουρκικό λαό!... Επει-δή, λέει, ήταν Έλληνας!... Θεώρηση έκαναν μόνο στους απάτριδες! Τους Έλληνες και Τούρκους επιχειρηματίες! Που θεωρούσαν για πατρί-δα τους το χρήμα και είχαν συμμαχήσει εναντίον των δύο λαών! Του Τούρκικου και του Ελληνικού!...
Έβλεπε λοιπόν τον γιο του που γυρνούσε απογοητευμένος στο σπί-τι τους. Δε μιλούσε, δε λαλούσε, και τελευταία το είχε ρίξει και στο πιο-τό! Όχι και κάθε μέρα βέβαια, αλλά αρκετά πιο συχνά από τον πρώτο καιρό που είχε επιστρέψει από την ξενιτιά. Ένιωσε μια περίεργη συγκί-νηση και γυρνώντας προς το μέρος της κοπέλας, με απέραντη τρυφε-ρότητα τη ρώτησε:
-Ποιο είναι το όνομά σου καρδούλα μου;
Η Γιουλμπαχάρ είχε προβλέψει αυτή την ερώτηση και είχε ήδη διαλέξει ένα νέο όνομα για τον εαυτό της. Ελληνικό. Που της άρεσε από παλαιά. Όταν είχε διαβάσει ένα μυθιστόρημα που είχε βρει στη βιβλιοθήκη της Ελληνίδας φίλης της και συγχωριανής της. Ευανθία!... Άλλωστε έμοιαζε τόσο η έννοιά του με την έννοια του δικού της ονό-ματος!...
-Ευανθία…
Του απάντησε δειλά. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βήματα από το εσωτερικό του σπιτιού, να πλησιάζουν προς τα έξω και μια γυναικεία φωνή να ρωτάει:
-Με ποια μιλάς Φώτη;
Η κοπέλα τινάχτηκε όρθια και γύρισε προς την πόρτα. Στο κα-τώφλι πρόβαλε μια λεπτή και ψηλή όμορφη ακόμα πενηντάρα γυναί-κα, που κάρφωσε, τη ματιά της, στη Γιουλμπαχάρ…
-Ποια είναι η κοπέλα;  
-Η Ευανθία!...
Της απάντησε με καμάρι ο μπάρμπα Φώτης. Η γυναίκα έσμιξε τα φρύδια μισοκλείνοντας τα μάτια της, κάρφωσε το βλέμμα της στη Γιουλμπαχάρ και βάλθηκε να την εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω!... Κά-τι έλεγε ο Φώτης, αλλά αυτή δε φαινόταν να τον ακούει!... Ήταν αφο-σιωμένη μόνο στις δικές της σκέψεις, που μάλλον της ομολογούσαν πιο πολλά…
Και τι της έλεγαν; Η γυναίκα που έβλεπε μπροστά της, ήταν μια καλλονή! Μόνο με το εξωτερικό παρουσιαστικό της, μπορούσε να κά-νει το γιο της όπως και κάθε απαιτητικό άντρα, να χάσει τα μυαλά του! Όσο για το βλέμμα της… Που μια κοιτούσε αυτήν, μια χαμήλωνε προς τα κάτω και μια στρεφόταν προς το Φώτη, σα να του ζητούσε τη βοήθειά του, της αποκάλυπτε με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αγνότη-τα της ψυχής της και ταυτόχρονα της έλυνε το γρίφο της συμπεριφο-ράς του γιου της, το τελευταίο διάστημα!...
Σαν αστραπή πέρασε μες απ’ τη σκέψη της, η ιδέα που της είχε καρ-φωθεί στο μυαλό τώρα τελευταία, ότι είχε χάσει τον αγαπημένο της γιο!... Με τη λογική δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτήν την έμμονη ιδέα, γιατί δεν έβρισκε κάτι συγκεκριμένο, που να το θεωρεί άξιο να της τον πάρει! Αυτό την καθησύχαζε κάπως, αλλά είχε πιο μεγάλη εμπιστοσύνη στο ένστικτό της παρά στη λογική. Εκείνο λοιπόν επέμε-νε! Ότι ο γιος της βρισκόταν αλλού! Κι αυτό, της είχε προκαλέσει μεγά-λο άγχος!...
Είχε περάσει τρία μαρτυρικά χρόνια, όχι μόνον αυτή, αλλά και ο μαύρος ο άντρας της, περιμένοντάς τον να γυρίσει από τον πόλεμο, με την αγωνία μήπως της τον στείλουν νεκρό! Έβλεπε γύρω της άλλες μα-νάδες, να μοιρολογούν τα παιδιά τους πάνω σε γεμάτα και άδεια φέρε-τρα! Γιατί υπήρχαν και άδεια φέρετρα! Γι’ αυτούς που είχαν εξαφανι-στεί!... Περίμενε λοιπόν κι αυτή τη σειρά της, με την ψυχή στο στόμα, να τρέμει μέρα νύχτα!... Όμως από την ήττα και έπειτα, η αγωνία είχε μετατραπεί σε εφιάλτη! Περίμενε κάθε μεσημέρι επί μήνες και μήνες τον άντρα της να γυρίσει από το υπουργείο με τη λίστα των αγνοου-μένων, που μέσα ήταν κι ο γιος της, μήπως τον έχουν σβήσει απ’ αυτήν την καταραμμένη, που θα σήμαινε ότι είχε δώσει σημεία ζωής! Ότι είχε γλυτώσει!...
Και ήρθε τελικά η λύτρωση! Ήρθε η μέρα που τον έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της! Η μέρα που είδε το φως της! Κι ας ήταν σούρουπο μιας μέρας σκοτεινής και βροχερής με τον ήλιο κρυμμένο πίσω από ένα μαύρο ουρανό! Ό δικός της ο ήλιος ήταν φανερωμένος. Κι έλαμπε μέσα στο ίδιο της το σπίτι!... 
Όμως από τη δεύτερη κιόλας μέρα, διάβασε στο μέτωπο του γιου της κάτι σαν προβληματισμό, σαν κάποια σκοτούρα να βασάνιζε το παιδί της… Σιγά - σιγά άρχιζε κάπως να ξεδιαλύνεται το μυστήριο, μετά από κάποιες συζητήσεις που είχε με τον πατέρα του, που τις μετέφερε σ’ αυτήν, μετά από επίμονη απαίτηση της, κατά γράμμα ο μπάρμπα Φώτης, κάτι ξεμοναχιάσματα μερικών μπιστικών του φίλων, αγνών παιδιών, που δεν μπορούν να κρύψουν εύκολα τις σκέψεις τους, κι έφτασαν με τον άντρα της στο συμπέρασμα ότι η αιτία βρί-σκεται σε κάποιο αίσθημα του γιου τους στην ξενιτιά!... Ε… νέος και ωραίος και λεβέντης ήταν ο γιος τους! Και ποιος ξέρει πόσες καρδιές κοριτσιών χτύπησαν τρελά γι’  αυτόν! Δε θα βρέθηκε και κάποια που να του αρέσει; Φυσικό λοιπόν ήταν να την σκέφτεται ακόμα… Όπως το ίδιο φυσικό είναι, γρήγορα να προσγειωθεί στη νέα πραγματικότη-τα και σιγά – σιγά να συνέλθει… Κι έτσι ησύχασαν…
Όσο περνούσε όμως ο καιρός, η κατάσταση αντί να βελτιώνεται, μια και όπως λέει η παροιμία: «μάτια που δε βλέπονται εύκολα λησμο-νιούνται», χειροτέρευε!... Τα πάρε δώσε του με τα υπουργεία και τις πρεσβείες και πιο πολύ η απογοήτευση που ακολουθούσε κάθε προ-σπάθειά του να βγάλει διαβατήριο με προορισμό την Τουρκία και κα-τέληγε να πίνει μόνος, είτε κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του ή σε μια γωνιά της αυλής και να σκέφτεται διαρκώς, χωρίς καμία διάθεση να μιλάει, ούτε με τους γονείς του, που όσες προσπάθειες κι αν έκαναν κι οι δυο, δεν μπορούσαν να του αποσπάσουν ούτε μια λέξη, πέρα από το ότι υπήρχε μια γυναίκα στη Μικρασία, αλλά ούτε με τους φίλους του, που τους είχε απομακρύνει, την είχαν ανησυχήσει πολύ!... Ώσπου, μιαν άγρυπνη νύχτα άκουσε καθαρά αυτήν τη μυστική φωνή του ένστικτου, που της έλεγε στο αυτί: «Μάρθα!... Τον έχασες το γιο σου! Σου τον πήρε εκείνη!...»
Και το αποκορύφωμα ήρθε σαν επιβεβαίωση της σκέψης της, πριν από τρεις μέρες, περασμένα μεσάνυχτα… Όταν ξύπνησε από κάποιον μακρινό υπόκωφο λυγμό, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της μπήκε στο δωμάτιο του γιου της και τον βρήκε να σπαράζει πεσμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του, μ’ ένα αδειανό μπουκάλι ούζου γερμένο στο πάτωμα… Ένα τεράστιο αντρικό κορμί, σφριγηλό, δυνατό… Πε-σμένο… Ανίσχυρο… Να θρηνεί για τη γυναίκα…   

…Περασμένα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά και τις θάλασσες αφήνοντας για μοναδικό μάρτυρα το σκοτάδι. Νύχτα καλοκαιριού γλυκιά, με απανεμιά και θάλασσα γαλήνια, τρυφε-ρή…
Ο Μιχάλης είχε αρχίσει να πίνει από νωρίς… Μόλις πήρε να σκοτει-νιάζει… Απομονώθηκε στη γωνιά του πίσω από τις περιπλοκάδες και τις βοκαμβίλιες της μικρής τους αυλής. Αόρατος σ’ όλους… Η ψυχή του… Το κορμί του… Πού να βρίσκονται τώρα; Τόσον καιρό… Μόνη της… Χωρίς αυτόν δίπλα της… Αυτή η γυναίκα…
Τόσοι πειρασμοί γύρω της… Καθημερινά… Να την βλέπουν… Να της μιλούν… Να τη χαίρονται καθώς τους απαντάει… Κι αυτός; Κρυμ-μένος πίσω από βουνά, χαμένος μέσα σε δάση, δαρμένος πάνω σε θα-λασσες… Ο άντρας του ελαιόδασους… Ο άντρας της μιας και μοναδι-κής νύχτας…
Ο χρόνος έχει ξεθωριάσει την εικόνα τη δική του, μέσα στη σκέψη του μικρού κοριτσιού… Γιατί δεν είναι μόνο σκέψη η Γιουλμπαχάρ… Είναι και καρδιά… Και η καρδούλα της τροφοδοτεί το νου και τη σκέ-ψη της… Είναι και κορμί… Που απαιτεί… Και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί ν’ αντισταθεί στις απαιτήσεις της… Και γιατί να μην έχει βρεθεί σήμερα κιόλας εκείνος που θα του τη πάρει; Πίνει… Πίνει πολύ σήμερα… Γιατί η Γιουλμπαχάρ, αρκετά αντιστάθηκε στη ζωή που την περιτριγυρίζει…
Σήμερα τη χάνει… Την έχασε… Χάθηκε μαζί και τ’ όνειρο… Χάθη-κε το ψέμα… Χάθηκε κι αυτός… Ο ψεύτικος κόσμος του… Η υπόσχε-ση η ανεκπλήρωτη… Πόσο σκοτεινή είναι η αλήθεια!... Κι όμως… αυ-τός νοιώθει τόσο φωτεινό το είναι του!... Μήπως είναι ψέμα το ότι υπάρχει; Μήπως δε γεννήθηκε ποτέ; 
…Περασμένα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά και τις θάλασσες αφήνοντας για μοναδικό μάρτυρα το σκοτά-δι…
Έπινε σιωπηλά… Έπινε κρυμμένος στο σκοτάδι… Στο μοναδικό μάρτυρα… Μα το σκοτάδι έγινε αυτός ο ίδιος… Και έβλεπε… Ήταν ο μοναδικός μάρτυρας…
Αυτός ο λυγμός που τον πνίγει στο στήθος… Έπινε… Για να τον καταπιεί… Να τον νικήσει… Έπινε και έβλεπε… Έβλεπε, γιατί ήταν το σκοτάδι που τύλιγε τη Γιουλμπαχάρ… Και σπάραζε η ψυχή του… Σπάραζε η ψυχή του παλικαριού… Γιατ’ ήταν παλικάρι ο Μιχάλης… Και πονούσε… Όχι μόνο για τον εαυτό του. Αλλά για όλα τα παλικάρια της γης πονούσε ο Μιχάλης… Και έπινε… Για όλα τα παλικάρια της γης…

Και τώρα; Πώς να φερθεί μπροστά σ’ αυτόν τον άγγελο; Που ήρθε δικαιωματικά να της πάρει την ψυχή; Έπρεπε να κρατήσει την ψυχραι-μία της. Από ’δω και πέρα, ο έλεγχος είχε αλλάξει χέρια! Είχε φύγει από τα χέρια της! Είχε περάσει στα χέρια των δικαιούχων…
-Και γιατί το κρατάς το κορίτσι στην αυλή μωρέ Φώτη; Πέρασε γλυ-κιά μου στο σαλονάκι μας, να καθίσεις να ξεκουραστείς και να ηρεμή-σεις κι ο φίλος σου δεν αργεί! Θα έχει σχολάσει εδώ και πολλήν ώρα από τη δουλειά του. Όπου να ’ναι θα φανεί… 
Η Γιουλμπαχάρ, που για λίγες στιγμές ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει σα φοβισμένο σπουργίτι, μπροστά σ’ αυτή τη δυναμική γυναίκα, την ένιωσε τώρα να ξαναγυρίζει στη θέση της!... Δρασκέλισε δειλά το κατώφλι της πόρτας και μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού, σ’ ένα σχετικά στενό χωλάκι με δύο κλειστές πόρτες δεξιά και αριστερά, που συνεχιζόταν οδηγώντας προς το βάθος του σπιτιού. Η Μάρθα της άνοιξε τη δεξιά πόρτα και χωρίς να πάψει να της χαμογελάει παραμέ-ρισε απλώνοντας ευγενικά το αριστερό της χέρι και δείχνοντάς της προς το εσωτερικό του δωματίου.
-Πέρασε ψυχούλα μου!
Και πλησιάζοντας πολύ κοντά στο αυτί της, της ψιθύρισε συνωμοτι-κά:
-Μην ανησυχείς για τίποτα! Όλα θα πάνε καλά!...
-Σας ευχαριστώ!...
Η Γιουλμπαχάρ κάθισε στην άκρη του καναπέ και περίμενε.
-Πώς τον πίνεις τον καφέ;
Τη ρώτησε στοργικά η Μάρθα.
-Όπως θέλετε!...
Της απάντησε βιαστικά το κορίτσι.  
-Ε, όχι και όπως θέλω! Όπως θέλω θα πιω τον δικό μου. Εσύ τον πί-νεις ελαφρύ, μέτριο ή βαρύ κουκλίτσα μου;
-Ελαφρύ.
Διάλεξε στην τύχη η Γιουλμπαχάρ. Δεν ήξερε για τι είδους καφέ πρόκειται.
Ο κύριος Φώτης εν τω μεταξύ είχε περάσει μέσα στο σαλόνι και είχε καθίσει στην πολυθρόνα που ήταν δίπλα από την αντίθετη άκρη του καναπέ απ’ αυτήν που καθόταν η κοπέλα, απέναντί της, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή. Η κυρα - Μάρθα βγήκε προς την κουζίνα για να ετοιμάσει τους καφέδες. Τότε η Γιουλμπαχάρ καθησυ-χασμένη πια από τη ζεστή αντιμετώπιση των γονέων του Μιχάλη και απαλλαγμένη από την αγωνία και το άγχος που τη διακατείχε μέχρις εκείνη τη στιγμή, βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει γύρω της.
Το μικρό σαλόνι ήταν επιπλωμένο με γούστο χωρίς ακριβά στολί-δια. Οι κουρτίνες του, άφηναν να μπαίνει ένα διακριτικό φώς από την αυλή, που σε έκανε να νιώθεις άνετα, χωρίς να σου δίνει την αίσθηση της έλλειψης αρκετού φωτισμού. Στο τραπεζάκι που απλωνόταν κατά μήκος, μπροστά στον καναπέ, ήταν τοποθετημένο ένα πήλινο βάζο ζωγραφισμένο με αρχαίες παραστάσεις από ελληνικούς μύθους και περιείχε ένα μάτσο από πέντε - έξι γαρύφαλλα που γέμιζαν με την μο-σχοβολιά τους όλο το δωμάτιο!...  Το βλέμμα της στάθηκε στο κάδρο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο απέναντί της. Εικονιζόταν το πρό-σωπο ενός ηλικιωμένου άντρα με κάτασπρα μαλλιά και τσιγκελωτά μουστάκια, με τις άκρες τους γυρισμένες προς τα πάνω. Ήταν ίδιος ο Μιχάλης!... Η Γιουλμπαχάρ γέλασε μέσα της, καθώς σκέφτηκε ότι έβλεπε μπροστά της τον Μιχάλη, όπως περίπου θα ήταν όταν πια θα είχε γεράσει!... Ο μπαρμπα - Φώτης πρόσεξε ότι το βλέμμα της είχεν ακινητοποιηθεί λίγην ώρα παραπάνω στο κάδρο και έσπευσε να κάνει τις συστάσεις:
-Ο πατέρας μου!...
-Ναι. Το κατάλαβα. Σας μοιάζει πολύ!
Του απάντησε η Γιουλμπαχάρ.
-Και στο γιο μου μοιάζει ακόμα πιο πολύ!...
Έσπευσε να τονίσει με καμάρι.
-Ναι. Αυτό βλέπω!...
Είπε το κορίτσι γελώντας… Μετά από μικρή σιωπή ο κυρ - Φώτης ρώτησε:
-Πότε μας κοπιάσατε στην Αθήνα;
Η Γιουλμπαχάρ κόμπιασε!... «Αχ δεν ξέρω τι να απαντήσω» σκέφτη-κε.
-Σήμερα τα χαράματα.
Απάντησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δε δικαιολογιόταν αργοπορία σε μιαν τόσο εύκολη ερώτηση, όσο παράξενη κι αν ακουγόταν στ’ αυτιά του γέρου.
Ο κυρ - Φώτης άνοιξε το στόμα του κάτι να πει, αλλά έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αναποφάσιστος, καθώς ακούστηκε η αυλόπορτα να κλείνει και δυο αντρικές φωνές να κουβεντιάζουν διασχίζοντας την αυλή.
-Ήρθεν ο Μιχάλης…
Είπε και σηκώθηκε για να τον προϋπαντήσει.
Η Γιουλμπαχάρ ένιωσε μια φωτιά να ανάβει ξαφνικά μέσα σ’ όλο της το κορμί! Έκανε να σηκωθεί όρθια, αλλά δεν μπορούσε, γιατί της δινόταν η εντύπωση ότι έτρεμαν τα πόδια της κι έτσι έμεινε καθιστή στη θέση της με τα μάτια καρφωμένα στην ανοιχτή πόρτα. Ο κυρ-Φώτης βγήκε στο χολ την ώρα που ο Μιχάλης είχε μπει και έκλεινε πίσω του την πόρτα.
-Γεια σου κυρ-Φώτη.
Ακούστηκε να λέει μια άγνωστη αντρική φωνή.
-Γεια σου Γιαννάκη.
Απάντησε ο κυρ-Φώτης. Και μιλώντας προς το γιό του: Μιχάλη κα-λώς τα δέχτηκες! Ήρθε να σε δει η φίλη σου η Ευανθία!... Έλα. Σε πε-ριμένει στο σαλόνι…
Λίγες στιγμές σιωπής… Δυο τρία βήματα… και στην πόρτα εμφανί-στηκε ο Μιχάλης…
Την είδε να σηκώνεται όρθια  και να στέκεται μπροστά στον κανα-πέ.
-Γιουλμπαχάρ!...
Είπε βραχνά…
-Γιουλμπαχάρ!...
Επανέλαβε μισοκλείνοντας τα μάτια και προχωρώντας αβέβαια προς το μέρος της, σα να μην πίστευε σ’ αυτό που έβλεπε μπροστά του.
-Μιχάλη!
Ίσα που ακούστηκε ξέπνοα σα στεναγμός, η φωνή της.
Πήρε το χέρι της στα δυο του χέρια, κοιτώντας τη, βαθειά στα μά-τια.
-Γιουλμπαχάρ! Καρδιά μου!...
Έφερε το χέρι της στα χείλη του και καθώς αυτή ταλαντεύθηκε με το κεφάλι της προς τα πίσω, παίρνοντας βαθύν ανασασμό μη μπορώ-ντας ν’ αντέξει άλλο την ένταση της στιγμής, την τράβηξε στην αγκα-λιά του, την έσφιξε δυνατά, κόλλησε το πρόσωπό του στο λαιμό της κι έμειναν έτσι, όρθιοι, ενωμένοι, ακίνητοι, έξω από το χώρο και το χρό-νο, αιώνιο σύμβολο του θριάμβου του αγνού Έρωτα, απέναντι στους καιρούς και τις ξηρές, στις θάλασσες και τις φουρτούνες, στα μίση και τους ανταγωνισμούς, στις θρησκείες και τις κρατικές βίες!...  
Οι τρεις αυτόπτες μάρτυρες της περίλαμπρης ερωτικής νίκης, α-ποσύρθηκαν σιωπηλοί, σιγά-σιγά προς την κουζίνα και κάθισαν γύρω από το τραπέζι περιμένοντας το ζευγάρι να συνέλθει από την έκσταση της απόλυτης ευτυχίας και να προσγειωθεί όσο μπορούσε πιο ομαλά στην πραγματικότητα. Μετά από μια λιγόλεπτη σιωπή, ο Γιάννης με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να εκδη-λώνει το θαυμασμό του για την πρώτη εικόνα που του είχε παρουσιά-σει η κουμπάρα του, όπως την είχε βαφτίσει! Όμως παράλληλα έδειχνε σα να του είχε φύγει κάποιο άγχος και προβληματισμός για την κα-τάσταση του Μιχάλη, που όπως έλεγε χαμογελώντας, «τον είχε φοβη-θεί το μάτι μου, μήπως, αφού δεν του έδιναν οι αρχές διαβατήριο, κά-νει καμιά τρέλα και ξεκινήσει να πάει κολυμπώντας από τον Πειραιά στην Έφεσο!».  
-Και πώς την είπε ρε συ Γιάννο;
Τον ρώτησε σε μια στιγμή ο μπαρμπα - Φώτης.
-…Γιουλμπαχάρ;
-Ναι.
Του απάντησε ο Γιάννης και το βλέμμα του καρφώθηκε μπροστά, πάνω στο ποτηράκι του ούζου του, που είχε ήδη απομείνει αδειανό, ενώ ένα αμυδρό ειρωνικό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του, πε-ριμένοντας να συνεχίσει την έκφραση της απορίας του ο γέρος…
-Και τι θα πει αυτό ρε συ Γιάννο μου; Τουρκάλα είναι η κοπέλα;
-Ναι.
Του απάντησε ο Γιάννης, εξακολουθώντας να μένει με την ίδια έκφραση στο πρόσωπό του.
- Και μένα γιατί μου είπε ψέματα ότι την έλεγαν Ευανθία;
-Δε σου είπε ψέματα μπαρμπα - Φώτη μου! Μην το αδικούμε το κο-ρίτσι! Στα Ελληνικά Γιουλμπαχάρ σημαίνει γιούλι, δηλαδή μενεξές, με ευωδιά πικάντικη! Ε, ποιο όνομα έχουμε στην Ελλάδα που να σημαίνει άνθος ευωδιαστό; Το όνομα Ευανθία! Δε θέλει και πολλή σκέψη… Εμέ-να όμως πιο πολύ μου αρέσει το όνομα Γιουλμπαχάρ, παρά  Ευανθία… Πιο πολύ ταιριάζει στο κορίτσι…
-Τι μου λες ρε συ Γιάννο μου!... Κι εσύ το ήξερες ότι ο γιος μου έχει μαραζώσει για μια Τουρκάλα;
Ο Γιάννης έκανε νόημα στην κυρα - Μάρθα να ξαναγεμίσει τα ποτή-ρια. Η Μάρθα τόσην ώρα καθόταν σιωπηλή σε μια καρέκλα, ακουμπώ-ντας πάνω στο τραπέζι τον αριστερό της αγκώνα, στηρίζοντας το κεφάλι στην παλάμη και άκουγε με αφηρημένη προσοχή τη συζήτηση που έκαναν οι δύο άντρες. Σα να την επανέφερε από τις σκέψεις της το νόημα του Γιάννη, σηκώθηκε βιαστικά, πήρε το μπουκάλι του ού-ζου από τον μπουφέ, γέμισε τα ποτήρια του άντρα της και του Γιάννη και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Στο δικό της ποτήρι δεν πρόσθεσε, γιατί δεν είχε πιει ακόμα το προηγούμενο. Σχεδόν ούτε το είχε αγγίξει. Ο Γιάννης σοβαρεύτηκε και αργούσε να απαντήσει στην ερώτηση του πατέρα. Στο τέλος του είπε διστακτικά:
-Ε… Κάτι είχα μυριστεί…
-Και γιατί βρε σερσέμη δε μου την ξεφούρνισες την πιατέλα να το μυριστώ κι εγώ;
-Και τι θα ωφελούσε βρε μπαρμπα - Φώτη μου αν σου το ’λεγα; Και πού ήξερα πώς θα το πάρεις; Αυτές τις μυρωδιές δεν τις αντέχει τόσο η δική σου η μύτη όσο η δική μου… Και τώρα δηλαδή τι μου λες; Λίγη σου πέφτει η νύφη σου;
Και σηκώνοντας το κεφάλι του προς το ταβάνι συμπλήρωσε:
-Αχ ρε πατέρα να ’χες κι εσύ την τύχη του μπάρμπα-Φώτη!...
Η Μάρθα χαμογέλασε φιλάρεσκα. Ο μπάρμπα-Φώτης σήκωσε το ποτήρι του, το έφερε στο στόμα του και ρουφώντας το ουζάκι με ηδυπάθεια δήλωσε σοβαρά:
-Καθόλου λίγη δε μου πέφτει!...   
Μετά από λίγην ώρα, ο Γιάννης άπλωσε το χέρι, πήρε το μπουκάλι και γέμισε πάλι τα ποτήρια που είχαν αδειάσει.
-Και γιατί βρε Γιάννη, μού είπες ότι στο κορίτσι μας ταιριάζει πιο πολύ να τη λέμε Γιουλμπαχάρ απ’ ότι Ευανθία;
-Αχ βρε μπάρμπα-Φώτη μου! Γιατί με ρωτάς πράγματα που τα νιώ-θεις; Γιατί το όνομα Ευανθία δεν εμπεριέχει την έννοια «πικάντικη» ευωδιά! Μπαχάρι… Ενώ το κορίτσι μας διαθέτει άφθονη…
Κούνησε το κεφάλι του με υπονοούμενα και σούφρωσε τα χείλη.
-Έλα. Έλα. Σταματήστε τώρα! Αρκετά! Ο ένας κόβει και ο άλλος ρά-βει! Αφήστε τα παιδιά ήσυχα στην καλή τους την τύχη. Δεν έχουν ανά-γκη από κριτικές… Και προ πάντων, δε θέλω να μου τα γλωσσοτρώ-τε… Και ο Μιχάλης μου όμορφος δεν είναι; Ή μήπως δεν είναι πικάντικος κι αυτός;
Ο Γιάννης έμεινε να απολαμβάνει χαμογελαστός την αντίδραση της Μάρθας. Ενώ ο μπάρμπα - Φώτης γύρισε και κοίταξε τον Γιάννη με προσποιητή υποψία.
-Ρε συ… δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να του τη φας;
Έσκασαν και οι τρεις στα γέλια… Ο θεός Διόνυσος είχε φέρει τα πά-ντα στα ζύγια τους… Σε λίγο ο μπάρμπα - Φώτης είπε κοιτώντας τη Μάρθα:
-Δεν πας να τους θυμίσεις ότι έχουν και στομάχι; Πέρασε η ώρα!...
Η Μάρθα πέρασε στο χολ και άνοιξε τη μισόκλειστη πόρτα. Τα παι-διά ήσαν στην ίδια θέση που τα είχαν αφήσει πριν από μιάμιση ώρα, με μόνη διαφορά, ότι είχαν καθίσει στον καναπέ. Δεν κατάλαβαν την πα-ρουσία της! 
-Παιδάκια μου…
Τους είπε σιγανά και τρυφερά, συμπληρώνοντας:
-Δεν ερχόσαστε σιγά - σιγά προς την κουζίνα; Το φαγητό μας άρχισε να κρυώνει…
-Ναι αμέσως! Ερχόμαστε!...
Απάντησε βιαστικά η Γιουλμπαχάρ… Και γυρνώντας προς τον Μι-χάλη:
-Έλα γλυκέ μου. Πάμε. Μας περιμένουν!...
Πέρασε μπροστά και ο Μιχάλης την ακολούθησε. Η Γιουλμπαχάρ ήταν γεμάτη χαρά! Μια μαγική χαρά που είχε δώσει μιαν ανείπωτη λάμψη στην ομορφιά της!... Κάθισε απέναντι στον Μιχάλη, δίπλα στη Μάρθα και μιλούσαν μεταξύ τους για διάφορα πράγματα του νοικοκυ-ριού. Οι τρεις άλλοι είχαν βουλιάξει σε μια παράξενη σιωπή! Σα να μην τολμούσαν να διακόψουν ένα όραμα που τους είχε επιβληθεί και δεν ήθελε κανείς τους να αλλάξει. Φοβόνταν και οι τρεις να μη χαλάσει η οπτασία της άγιας τούτης στιγμής!...
 Για τον Μιχάλη ήταν αβάσταχτο να την κοιτά! Ήταν δυνατόν να ήταν δικό του αυτό το πλάσμα; Αυτή η γυναίκα, θα ήταν πια συνεχώς πλάι του; Θα ανάσαινε το άρωμά της; Θα κοιμόταν μαζί της στο ίδιο κρεβάτι; Έτρωγε και τα μάτια του δεν ξεκόλλαγαν από πάνω της, κα-θώς μιλούσε με τη μάνα του χαρούμενη και δροσερή και έχοντας πια απαλλαγεί από κάθε επιφύλαξη, οι κινήσεις των χεριών της και οι εκφράσεις του προσώπου της, ήταν μια μαγεία! Δεν την είχε ξαναδεί αυτήν την εικόνα της!... Το γέλιο της και όλη της η συμπεριφορά είχαν μια θεϊκή επίδραση στην ψυχή του!...
Την ίδια νύχτα ο Μιχάλης την άρπαξε και χάθηκε μαζί της!... Πού πήγαν; Κανείς δεν μπορεί να υποθέσει!... Γιατί όσο και να φαίνεται αυ-τονόητο, είναι δύσκολο να πάει το μυαλό τόσο μακριά, όσο είναι το μέρος που την πήγε!... Γιατί την οδήγησε σε κάποιο απόμακρο αγρο-τόσπιτο και την ξάπλωσε σε κάποιο χώμα, κάτω από τη βαριά σκιά κάποιων  ελαιόδεντρων!...  

         




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Κεφάλαια.
 
 
 
                                                                                       Σελίδα
1) Η γέννηση της πεταλούδας.  ……………………..     7.
2) Στ’ αχνάρια της Αμαζόνας.  …………………….    60.
3) Στη σκιά της αρχαίας Θεάς. ……………………  113.
4) Αποκάλυψη. ……………………………………..  160.
5) Αλφειός και Αρέθουσα. …………………………  194.
6) Βερεκυντία. …………………………………….   245.
7) Γυρισμός στο όνειρο; Ή στο ψέμα;…………...    266.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ISBN   978-960-93-6483-6

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου