Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Γιώργος Κωστήρης

 
 
 
Ο  ΚΑΠΕΤΑΝ  ΜΕΓΑΣ
 
                 Α΄  ΜΙΚΡΑΣΙΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
-2014-
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
     ISBN    978-960-93-6483-6
 
Φωτογραφία εξώφυλλου: Η βραχονησίδα του στενού περάσματος, Μικρασίας – Σάμου.
 
 
 
 
 
 
 
 
Πιλάτος: …Λοιπόν είσαι βασιλιάς;
Ιησούς:  Εσύ, λες ότι είμαι βασιλιάς…
              Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο: 
              Για να μιλήσω  μέσα στην αλήθεια!...
              Καθένας που γεννήθηκε από την αλήθεια, ακούει τη  
              φωνή μου…              
   Πιλάτος: …Τι είναι αλήθεια;…
 
                                                                        (Ιωάννη ιη΄ 37)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πρόλογος.
 
 
 
 Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή. Και είναι αληθινή, γιατί είναι ιδεατή! Δηλαδή, δεν είναι πραγματική. Γιατί τίποτα το πραγμα-τικό δεν μαρτυρεί περί της αλήθειας! Γι’ αυτό πολλοί  αμφισβήτησαν  την πραγματικότητα της Καινής Διαθήκης… Γιατί η Καινή Διαθήκη είναι η ουσία της αλήθειας!...
Ήρωες σαν τον Μιχάλη Μάργαρη, υπήρξαν πολλοί. Ένας απ’ αυ-τούς ήταν και ο Μιχάλης. Ήταν πρόσωπο πραγματικό· δηλαδή όχι α-ληθινό!… Όμως αυτό το ίδιο πρόσωπο, ήταν ο καπετάν Μέγας! Που ήταν πρόσωπο αληθινό, άρα όχι πραγματικό!… Όταν η Ελληνίδα  ποι-ήτρια λέει: «Όλα είναι ένα ψέμα», εννοεί ότι όλα τα πραγματικά… αυ-τά  που  ανήκουν στην πραγματικότητα, που τα βλέπουμε με τα μάτια μας και γενικά τα αντιλαμβανόμαστε με τις πέντε αισθήσεις και τον κοινό νου, είναι ψεύτικα. Η φράση όμως «όλα είναι ένα ψέμα» είναι ιδεατή. Είναι ιδέα. Δεν ανήκει στην  πραγματικότητα… Γι’ αυτό ακρι-βώς, είναι αληθινή…
Και ο καπετάν Μέγας δεν είναι μόνον ο Μιχάλης Μάργαρης μέσα σ’ αυτήν την εξιστόρηση που έχεις στα χέρια σου αγαπητέ αναγνώστη. Αυτόν θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε μεταφορικά «στρα-τολόγο»… Γιατί είναι αυτός που στρατολόγησε, όλα τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Γνωστά του και άγνω-στα!... Κοντινά ή μάκρινά του. Πολλά απ’ απ’ αυτά τα πρόσωπα, δεν τα συνάντησε ποτέ στο δρόμο του!... Ο καπετάν Μέγας λοιπόν είναι,  όλα αυτά τα πρόσωπα…
 Ήρθε η ώρα, να δοκιμαστούμε, στην αποτελεσματικότητα του τρό-που που ο καθένας μας, θα συνδιάσει τα βιώματα και τις δεξιότητές του με την ψυχαγωγία που τον συνδράμει μες απ’ αυτήν την ιστορία και θα καταφέρει να φωτίσει κόσμους ενδότερους και σκοτεινούς. Να γίνει καπετάν Μέγας, για να μπορέσει να ταυτιστεί  με τον ήρωα, που γεννήθηκε   ακριβώς το 1900 (σημαδιακό έτος) και ζει  ακόμα!  Το 2.014!!!...
Γιατί ο καπετάν Μέγας διάλεξε μιαν εποχή από το  μακρινό παρελθόν και την προσάρμοσε στο σήμερα. Και μια και δεν είμαστε σαν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για να τον ζωντανέψουμε σαν εικόνα, κίνηση, ήχο, ας προσπαθήσουμε να τον βιώσουμε με λέξεις, προτάσεις, παραγράφους, κεφάλαια!... 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
1. Η γέννηση της πεταλούδας.
 
 
 
    Δεκαεννιά χρονών εθελοντής στη Μικρασία, το δεκαεννιά. Σμύρνη, ενδοχώρα, πρώτη γραμμή!... Γραφιάς δίπλα σε διοικητή τάγματος. Πα-ρών στο σχεδιασμό των επιθετικών επιχειρήσεων. Και όταν τέλειωνε η γραφική δουλειά, καβαλούσε το άλογο μαζί με δυο τρεις στρατιώτες  που τους ερέθιζε ο κίνδυνος και παίρνανε τους λόφους και τα φαράγ-για για αναγνώριση στόχων…
    Κάποιες φορές βούιξαν οι τούρκικες σφαίρες πάνω απ’ τα κεφάλια τους, κάποτε μάλιστα μια, τρύπησε το αυτί του αλόγου του…  Το κα-ημένο το αλογάκι! Χλιμίντρησε, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του δυο τρεις φορές και μετά έσκυψε το κεφάλι  και υπέμενε  τον πόνο του  σιωπηλό  και ακίνητο!... Τι να γίνει;  Θα σκεφτόταν. Το λίγο σανό και το νεράκι, που του προσέφερε το ελληνικό δημόσιο, θα έπρεπε να το πληρώσει  εκτός από τον ιδρώτα του  και  με το αίμα του και ίσως κά-ποτε και με τη ζωή του!...
Αλλά όλα αυτά, δεν μπορούμε βέβαια να πιστέψουμε ότι τα σκε-φτόταν το αλογάκι! Για ελληνικά κράτη και πληρωμές!...  Πού να τη βρει τη λογική για τέτοιους συλλογισμούς ένα άλογο; Εδώ δεν τα σκε-φτόταν ο φαντάρος, ακόμα και την ώρα που κρατούσε το αιμόφυρτο χέρι του με το άλλο, αφιονισμένος όπως τον είχαν καταντήσει οι «δι-αφωτιστές», με τους πατριωτισμούς και τις «μεγάλες ιδέες»!... Είναι πολύ εύκολο να κουρντίσεις έναν φαντάρο: Βαφτίζεις τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας του τόπου σου «πατριωτισμό» και τα μεγάλα διε-θνή συμφέροντα «μεγάλες ιδέες» κι από ’κει και πέρα, αλίμονο στα φανταράκια και τα αλογάκια τους!...               
    Εντόπιζε λοιπόν ο ήρωάς μας τις τούρκικες μυρμηγκιές και μετρούσε   τη δύναμη τους από απόσταση εκατοντάδων μέτρων με τα κιάλια,  σα να φώναζε προσκλητήριο!... Στον υπολογισμό του αυτόν, έπεφτε με-σα, με προσέγγιση συν - πλην δέκα!...  
-Πόση δύναμη φυλάει το πέρασμα της φωτιάς Μιχάλη;
Τον ρώταγε ο λοχαγός του δεύτερου λόχου που θα έκανε την επίθε-ση.
- Εκατόν είκοσι  άνδρες. 
Απαντούσε αυτός, αφού έριχνε μια γρήγορη ματιά με τα κιάλια. Ε λοιπόν, δεν θα ήταν λιγότεροι από εκατόν δέκα, ούτε περισσότεροι  από εκατόν τριάντα. Έστρωνε κατόπιν, όταν γυρνούσε στο στρα-τόπεδο, τους χάρτες και τα τοπογραφικά μπροστά στον ταγματάρχη και οι τρεις τους, δηλαδή μαζί με το λοχαγό, αποφάσιζαν το σχήμα, τη μορφή και το ποιόν της αυριανής τους ενέργειας…
Ακριβώς  σε αυτή τη φάση,  μετά από τις προτάσεις των  ανωτέρων του,  ο Μιχάλης έκανε τις δικές του παρατηρήσεις, που προκαλούσαν  στην αρχή κάποιαν έκπληξη στον ταγματάρχη για την ορθότητα του σκεπτικού τους και διαμόρφωναν το τελικό σχέδιο της επίθεσης, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν πολύ διαφορετικό από το αρχικά προτει-νόμενο από τους ανωτέρους του, δηλαδή σύμφωνο με τις παρατηρή-σεις του Μιχάλη! Μετά από την επανάληψη πολλών τέτοιων διαφο-ροποιήσεων στο αρχικό σχέδιο δράσης από τις παρεμβάσεις του νεα-ρού φαντάρου, ο ταγματάρχης έπαψε  να τηρεί τα προσχήματα, ζήτα-γε πρώτα να εκφράσει τη γνώμη του ο  Μιχάλης  και μετά απλά ο λο-χαγός κι αυτός συμφωνούσαν!...
    Ένα - ένα καταλαμβάνονταν τα υψώματα, οι θέσεις  του εχθρού, τα χωριουδάκια και χιμούσαν οι λιμασμένοι φαντάροι στη λεία τους, για να ξεδιψάσουν ό,τι ήταν διψασμένο μέσα τους!... Και δυστυχώς, ήσαν πολλές και ποικίλες οι δίψες τους… Ο πόλεμος αυτή τη δουλειά κά-νει… Δημιουργεί δίψες στους φαντάρους, που τις πληρώνουν οι αθώοι χωρικοί… Δράση, αντίδραση… Όλοι έχουν το δίκιο τους. Όχι μόνον τα στρατιωτάκια, αλλά και η αγροτιά… Το άδικο το έχουν μόνον εκεί-νοι που αποφασίζουν την αναγκαιότητα του πολέμου. Γιατί όπως λένε αυτοί οι «κύριοι», η «πατρίδα» έχει  πολύν καιρό να δοξαστεί. Και  δεν το αντέχουν αυτό οι κύριοι πατριδοκάπηλοι! Τους πέφτει βαρύ στο στομάχι και δεν τους αφήνει να χουζουρέψουν όσο πρέπει, μετά το μεσημεριανό φαγητό! Θέλουνε την «πατρίδα» τους να τη νιώθουν  διαρκώς δοξασμένη και τώρα ήρθε η ώρα, η παλαιά δόξα της να α-νανεωθεί!...  Οι περασμένες δόξες ξεθώριασαν! Οι παλιοί νεκροί… πάει …ξεχάστηκαν!... Νέο αίμα πρέπει να χυθεί  στα κρασοπότηρά τους. Η  καημένη η φτωχολογιά πολεμάει, τα παιδιά της θυσιάζονται στο βωμό της δόξας,  σφάζονται  και η πλουτοκρατία δοξάζεται και ταυτόχρονα γίνεται πλουτοκρατία εις το τετράγωνο!... Οι κηφήνες που τρέφονται μόνο με το αίμα των λαών!...  
    Τότε βγήκε και το παρατσούκλι του ήρωα. Μέγας στρατηγός!... Έτσι τον απεκάλεσε ο ταγματάρχης σ’ ένα τραπέζι με μπόλικο κρασί, πάνω σε μια στιγμή γενικής ευθυμίας. Δεν έχασαν λοιπόν καιρό οι φαντάροι  και του το κόλλησαν, γιατί όλοι τον αγαπούσαν, θεωρούσαν κολακευ-τικό αυτό το παρατσούκλι και προ πάντων ανταποκρινόμενο στην αλήθεια. Για διευκόλυνσή τους  και για συντομία μερικοί τον φώναζαν καπετάν Μέγα και σιγά - σιγά διαδόθηκε έτσι, χάριν ευκολίας, όπως συνηθίζει ο άνθρωπος και έτσι γεννιόνται τα πιο πετυχημένα πα-ρατσούκλια!...
Εν τω μεταξύ οι επιθετικές νίκες των Ελλήνων συνεχίζονταν, τα φανταράκια προχωρούσαν με ενθουσιασμό όλο και πιο βαθειά στο στόμα του λύκου και τα λάφυρα μοιράζονταν δίκαια ανάμεσά τους. Έλα όμως που οι Τουρκοπούλες ήσαν ξεροκέφαλες και δεν  πείθονταν να  αποδώσουν  «τιμές»  στους νικητές, παρά μόνο δεμένες, με ανοιχτά χέρια και πόδια!...
    Ο Μιχάλης αμέτοχος, παρακολουθούσε τις υπερβολές του υπάνθρω-που, που μπορεί να ήταν ένας ανδρείος μαχητής την ώρα της μάχης,  αλλά μετά τη νίκη μεταμορφωνόταν σε άνανδρο σφετεριστή της εξου-σίας, που σε μερικές περιπτώσεις, ξεπερνώντας κάθε όριο, έφτανε στο στυγνό έγκλημα… Αναρωτιόταν τότε, ποια ήταν η δική του ευθύνη!...  Ανακάλυψε κρυμμένη μέσα του μια φυσική δεξιότητα στην πολεμική στρατηγική, για να οδηγήσει στη νίκη; Ή σ’ αυτό το αίσχος που έβλεπε μπροστά του;  Σιγά - σιγά  συνειδητοποίησε  το παράδοξο: Η νίκη, αντί να μας εξυψώνει, μας δοκιμάζει! Ναι! Η επιτυχία γενικά είναι μια δο-κιμασία: Αν αντέχουμε να διατηρήσουμε τον έλεγχο που απαιτείται για να συγκρατηθούμε, ώστε να μην αποκαλυφθεί η βαρβαρότητα, που φωλιάζει μέσα στα βάθη της συνείδησής μας!...
    Ανέφερε στον ταγματάρχη τον προβληματισμό του κι αυτός έβγαλε μιαν ημερήσια διαταγή, ότι απαγορεύονται οι βιασμοί και οι δολοφο-νίες Τούρκων πολιτών!... Κανείς όμως εκτός απ’ αυτόν δεν κατήγγειλε κάποιον δικό μας, για βιασμό ή για φόνο!... Λες και σταμάτησαν ξαφνι-κά  να γίνονται!... Κι αυτοί οι δύο φαντάροι που ο ίδιος ο Μιχάλης σαν αυτόπτης  μάρτυρας κατήγγειλε, έφαγαν από ένα μήνα φυλακή ο καθένας, δηλαδή λούφα από τις φονικές μάχες, για έναν ολόκληρο μήνα!... Τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να στέλνουμε και στο στρατοδι-κείο τους «γενναίους» μαχητές μας!... Αρκετός είναι μόνον ένας μήνας φυλακή από τον διοικητή τους!...  
Η καρδιά του άρχισε να παγώνει κι όσο περνούσαν οι μέρες αδια-φορούσε όλο και περισσότερο για τα επιτελικά σχέδια επίθεσης και  προώθησης των ελληνικών στρατευμάτων προς την «κόκκινη μη-λιά»!... Ο μεταξοσκώληκας άρχισε τότε να υφαίνει το κουκούλι του και πολύ σύντομα κλείστηκε μέσα σ’ αυτό και περίμενε τη μεταμόρ-φωση.
Εκείνες τις μέρες,  ένας από τους τρεις λόχους του τάγματος,  βρι-σκόταν λίγο έξω από ένα χωριό στρατηγικής σημασίας και αγωνιζό-ταν να το καταλάβει. Οι υπερασπιστές του  κρατούσαν γερά.  Μετά όμως  από σκληρές μάχες  με τα τούρκικα  αποσπάσματα  για  πέντε  ολόκληρες μέρες,  οι Τούρκοι αντάρτες ανάμικτοι  με στρατιώτες,  λόγω των σημαντικών απωλειών που είχαν υποστεί, αναγκάστηκαν  να υποχωρήσουν  προς τα γύρω βουνά, το χωριό κατελήφθη από  τους  Έλληνες και οι στρατιώτες του λόχου, ανάμεσά τους κι ο Μιχάλης σκόρπισαν μέσα στο χωριό. Ήταν ένα χαριτωμένο χωριουδάκι με κα-μιά πενηνταριά σπίτια χτισμένα τα περισσότερα με πλίνθους από χώμα αναμιγμένο με άχυρα, παράλληλα προς το μοναδικό δρόμο του χωριού, ενώ πίσω από τα σπίτια απλώνονταν τα εύφορα χωράφια του.          
     Απομεσήμερο. Ο Μιχάλης μαζί με έξι συναδέλφους του είχαν α-ποφάει και είχαν πιει πολύ κρασί! Μετά τη νίκη όλα επιτρέπονται και δε θα επιτρέπεται το κρασάκι; Το πολύ κρασάκι όμως, κάνει κράμα  με τον χαρακτήρα αυτού  που το πίνει. Γι αυτό άλλωστε ονομάζεται και κρασί! Αυτό λοιπόν το μυστήριο που λέγεται κρασί, ό,τι βρει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου που το πίνει, το βγάζει έξω αδιαφορώντας για τις συνέπειες!... Άλλος όταν πίνει πολύ, κάνει εγκλήματα και άλλος ποιήματα!...  Άλλος  συνθέτει  εγκληματικά  ποιήματα και γελοίες πρά-ξεις και άλλος ποιητικά εγκλήματα  και  εμπνευσμένες σκέψεις και ε-νέργειες!... Στον Μιχάλη σήμερα άραγε, με τι θα κάνει κράμα το κρασί που ήπιε; Με το έγκλημα; Με το ποίημα; Ή με το ποιητικό έγκλημα; Τι θα βρει μέσα σ’ αυτό το παλικάρι ο θεός Διόνυσος, για να το φέρει στην εκδήλωση;
     Σηκώθηκε,  βγήκε  και άρχισε να  περπατάει  μόνος, τον  ανηφορικό χωματόδρομο του χωριού… Νεροσυρμές τον αυλάκωναν με απροσδι-όριστα σχήματα, πού όμως προσδιόρισαν μέσα στο μυαλό του, ότι εί-χε ξαναπεράσει απ’ αυτόν το δρόμο κάποτε! Ίσως όταν ήταν μικρός!...  «Αστεία πράγματα» σκέφτηκε  και  γέλασε  μέσα  του  μ’ αυτή  τη σκέ-ψη, γιατί αυτό ήταν αδύνατο να έχει συμβεί, αφού πρώτη φορά στη ζωή του είχε πατήσει σ’ αυτά τα χώματα. «Όταν το μυαλό μου το ζα-λίζει το πιοτό, οι λαγοί φοράνε πετραχήλια και οι παπάδες  γίνονται  στιφάδο!»  Γέλασε  δυνατά  και τάχυνε το βήμα τρεκλίζοντας, για να βρει την προχωρημένη περίπολο που έκανε το ξεκαθάρισμα των ε-λεύθερων  σκοπευτών  και  να  αστειευτεί λιγάκι μαζί τους μια και είχε τα κέφια του και ιδίως με το φίλο του τον  «Μπόλτσε».  Το  παρατσού-κλι, τού το είχε βγάλει αυτός ο ίδιος,  αλλά  του  το  έλεγε  ψιθυριστά στο αυτί για να μην τον ακούσει κανένας  άλλος  και τον στείλουν …στρατοδικείο! Κάποτε τον φώναξε δυνατά Μπολ, γιατί ποιος θα το πήγαινε τόσο μακριά ότι τον αποκαλούσε Μπολτσεβίκο!...  «Έχουν γνώση οι φύλακες»  του  είχε ψιθυρίσει τότε αυτός. «Πρόσεχε τα λόγια σου για να μη βρούμε κανέναν μπελά και τρέχουμε και δε φτάνου-με…» Σήμερα ήταν στην υπηρεσία περιπόλου και του άρεσαν οι σο-βαρές συζητήσεις μαζί του, αλλά κυρίως ταίριαζαν στο χιούμορ!...
Τα θεόκλειστα σπίτια κάποια στιγμή τέλειωσαν και μόνο χωράφια ερημικά απλώνονταν στα δεξιά και αριστερά του δρόμου, κατάφυτα από κληματαριές, μυγδαλιές, ελιές και διάφορα οπωροφόρα… «Ένα φρουτάκι πάει μετά από τόσο  κρασί»  σκέφτηκε και τέντωσε τα μέλη του για να ξεμουδιάσει. Πήδηξε το φράχτη και σωριάστηκε στο έδα- φος από το πολύ πιοτό.
Τότε, όπως ήταν ξαπλωμένος και καθώς η ορατότητά του δεν εμπο-διζόταν από  τα φύλλα  και τα κλαριά των δέντρων,  πίσω από ένα α-πομονωμένο αγροτόσπιτο χτισμένο με πέτρες, μέσα σ’ έναν πυκνό  και σκοτεινό ελαιώνα, αντίκρισε  ένα  κόκκινο  χρώμα  που κινιόταν!...   Ένιωσε  το αίμα του να χτυπά ξαφνικά στα μελίγγια, σα να χτυπούσε κάποιος συναγερμός! Κάποιος αόριστος κίνδυνος διαγραφόταν στον  ορίζοντα της στιγμής και κάτι έπρεπε να κάνει, γιατί αν έμενε αδρα-νής, θα χανόταν η ζωή του! Όλη του η ύπαρξη!... 
Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει μέσα στο χωράφι για να το προφτάσει, ερεθισμένος σαν ένας ταύρος μπροστά στο κόκκινο πα-νί!... Γιατί; Δεν ήξερε!... Το κόκκινο  άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη  κατεύθυνση. Ήταν άνθρωπος και ήθελε να του ξεφύγει! Όμως η α-πόσταση ανάμεσά τους διαρκώς μίκραινε καθώς αυτός  δεν  ελάττωσε  την ταχύτητά του… Ήταν γυναίκα!...
Κανονικά, σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, θα έπρεπε να σταμα-τήσει να τρέχει και να γυρίσει πίσω.  Ο σεβασμός του στο γυναικείο φύλο ήταν ορμέμφυτος. Τι δουλειά λοιπόν είχε να κυνηγάει μιαν ανυ-περάσπιστη ύπαρξη σε τούτες εδώ τις ερημιές; Αυτό όμως δεν έγινε, χωρίς  να μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό του το γιατί και συνέχισε να τρέχει στο κατόπιν της. Όταν έφτασε σε απόσταση ένα με δύο μέτρα η γυναίκα κουράστηκε, παραπάτησε, γλίστρησε κι έπεσε μπρούμυτα πάνω στο μαλακό χώμα, γυρνώντας το κεφάλι προς το διώκτη της, κοιτώντας τον μ’ ένα απελπισμένο και ικετευτικό βλέμμα! Ο Μιχάλης στάθηκε όρθιος μπροστά της λαχανιασμένος με ορθάνοιχτα μάτια, έκπληκτος  γι αυτό που έβλεπε!...
Τα μάτια της, τα μάγουλά της, τα χείλη της, τα μαλλιά της… Είχε μείνει άναυδος!... Σα να μην είχε ποτέ του βρεθεί μπροστά σε όμορφη γυναίκα! Κι όμως… είχε δει τόσες και τόσες… Μαγνητισμένος, την κοι-τούσε!... Η ανάσα του έβγαινε σαν να έβγαινε μαζί της κι η ψυχή του!... Και τα χέρια του, απλωμένα λίγο προς το μέρος της σαν ξερά κλαδιά, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να τα κουμαντάρει!...
Έμεινε αιώνες έτσι να την κοιτάζει, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση… Η κοπέλα  γύρισε  και  ανακάθισε  πάνω  στο χώμα  προσπαθώντας με την μαντήλα της  να  κρύψει  το  πρόσωπό της,  αφήνοντας μόνο τα μάτια της να ακτινοβολούν την απελπισμένην ικεσία!... «Αλήθεια…» σκέφτηκε ο Μιχάλης, «…τι τον παρακαλούσε; Τι θα μπορούσε να θέ-λει από αυτόν, αυτή η συγκεκριμένη ύπαρξη;»
Γονάτισε δίπλα της και γεμάτος δέος, σαν να κάνει κάτι που δεν το σκέφτηκε αυτός ο ίδιος, αλλά κάποιος αόρατος θεός τού το υπέβαλε, με αργές κινήσεις, έκανε ν’ αναμερίσει το πέπλο  που έκρυβε από τα μάτια του αυτό το αγγελικό πρόσωπο. Η κοπέλα δεν αντέδρασε, παρά μόνο τον κοιτούσε γαλήνια κατ’ ευθείαν μες τα μάτια, μεταγγίζοντάς του μιαν εντολή!... Η ικεσία, η απελπισία, η παράκληση, είχαν χαθεί,  σα να είχαν πια ανασταλεί! Αντικατασταθεί!... Και στη θέση τους βασί-λευε πια η εντολή!... Κάτι σαν διαταγή!... Όπως ακριβώς είχε συνηθί-σει, τέσσερα χρόνια τώρα στο στρατό, να το ακούει ο Μιχάλης, με τη διαφορά όμως, ότι δεν ξεχώριζε το νόημά της, τι ακριβώς διαταζόταν  να κάνει, μόνον ένιωθε ότι διέφερε από τις στρατιωτικές διαταγές, στο χρώμα!... Ήταν μια  κόκκινη  διαταγή. Ενώ στον στρατό όλες ανε-ξαιρέτως οι διαταγές ήσαν γκριζόμαυρες!...
    Βρισκόταν μες την καρδιά της παραζάλης! Τόσο πολύ λοιπόν είχε πιει σήμερα; Δεν μπορούσε να την κατανοήσει αυτήν την κόκκινη δι-αταγή, σα να ήταν διατυπωμένη σε μιαν άγνωστη γλώσσα, κάποιου άλλου στρατού! Αυτός μπορούσε  να  διαβάζει  και να εκτελεί, μόνο τις γκριζόμαυρες διαταγές του δοξασμένου ελληνικού στρατού!
     Αυτό που είχε σημασία όμως τώρα, ήταν, ότι αυτό το προσωπάκι του ανήκε! Ήταν το πρόσωπο μιας γυναίκας που το είχε  ξαναδεί  όταν ήταν παιδί ακόμα, όπως το χωματόδρομο με τις νεροσυρμές, πριν από λίγα λεπτά!… Ακούμπησε το πρόσωπό του στο δικό της  και έσυρε  τα χείλη του στα μάγουλά της, στο μέτωπο και τα μάτια της, ώσπου έφτασε στα χείλη της. Η καρδιά του σταμάτησε λίγες στιγμές πάνω στο βελούδο  των  χειλιών της!... Η ανάσα της τον είχε ναρκώσει!... Ά-νοιξε τα μάτια του και κοίταξε τα δικά της. Το κορίτσι κρατούσε κλει-στά τα μάτια και ανάσαινε βαθειά. Έτσι, είχαν μιαν άλλην ομορφιά, δυναμική, που τον αναστάτωνε και συγχρόνως τον καθήλωνε!...
 Δεν ήξερε τι να κάνει! Θέλησε ν’ ακουμπήσει το πρόσωπό του στο λαιμό της μα τα ρούχα της τον εμπόδιζαν. Της ξεκούμπωσε την μπλού-ζα. Της την έβγαλε! Ένιωσε τη βελούδινη απαλότητα τού στήθους της!...  Της έβγαλε και το αραχνοΰφαντο σαλβάρι της!... Τώρα την είχε ξαπλωμένη στο χώμα ολόγυμνη  και ανασηκώθηκε λίγο για να την κοιτάξει…
 Στο  μυαλό του  άστραψε  αντανακλαστικά η  φωτογραφία μιας η-θοποιού που είχε πέσει στα χέρια ενός συνομήλικού του στο χωριό και αυτός τη μοιράστηκε με όλους τους συμμαθητές του, που τσακώνο-νταν ποιος θα την πρωτοπάρει στα ιδιαίτερά του διαμερίσματα, για να την «φιλοξενήσει» για λίγες ώρες!... Τώρα αυτή η «ηθοποιός» ολοζώ-ντανη, ήταν μπροστά στα μάτια του! Μέσα στα χέρια του!... Και το πιο παράξενο ήταν, ότι του ανήκε! Ήταν τελείως σίγουρος γι’ αυτό! Δεν ήξερε όμως ποιος τον διαβεβαίωνε. Ποιος του την είχε χαρίσει!...  Σα να είχαν περάσει στέφανα! Μα πότε; Ήταν ζαλισμένος και δεν μπορούσε να θυμηθεί!...
    Την κοιτούσε καθώς είχε γείρει στο πλάι το κεφάλι της και είχε κλεί-σει τα μάτια σα να κοιμόταν! Το ολόγυμνο σώμα της ανάδινε τη γαλή-νη του ύπνου του γλυκού και σα να του φάνηκε πως στα χείλη της χά-ραζε η αυγή κάποιου χαμόγελου!... Ένα καταιγιστικό άρωμα κυρίευσε τις αισθήσεις του. Χάιδεψε με τις δύο παλάμες του το στήθος, τη μέση  και τους γοφούς της. Θέλησε ν’ ακουμπήσει το σώμα του στο λείο με-λαμψό της κορμί που τον είχε μαγέψει, μα τον εμπόδιζαν τα ρούχα του. Γδύθηκε ολόγυμνος κι έπεσε πάνω της. Τη φιλούσε στα βυζιά.  Της ρουφούσε τις ρώγες. Αυτή έβγαλε έναν ελαφρύ αναστεναγμό. Της φιλούσε κι έτριβε το πρόσωπό του στην κοιλιά της γύρω από εκείνον τον υπέροχο αφαλό, ενώ είχε αγκαλιάσει τους γοφούς της και τους χάιδευε με λατρεία!...
Τώρα έφτασε πια να νιώσει πραγματικός άντρας! Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ότι ήταν άντρας! Αισθανόταν την ανάγκη όλος αυτός ο αντρισμός του, κάπου να χαριστεί. Στη γυναίκα του. Σ’ αυτή που είχε παντρευτεί. Γιατί την είχε παντρευτεί. Ήταν σίγουρος! Μόνο που δε θυμόταν, σε ποιο ξωκλήσι!...
    Η γυναίκα άρχισε να κινείται. Οι κινήσεις της θύμιζαν τις κινήσεις μαυλιστικού φιδιού που τυλιγόταν αργά και ηδονικά γύρω από το σώμα της λείας του!... Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να τη βιάσει. Αλλά τι βιασμός θα ήταν αυτός; Χωρίς καμιάν αντίσταση!  Η κοπέλα δεν κουνούσε σπασμωδικά τα χέρια της! Δεν τον απωθούσε!  Δεν τον γρατσούνιζε με τα νύχια της! Δεν ήταν λοιπόν ξεροκέφαλη  σαν τις άλλες μουσουλμάνες να προβάλει κάποια στοιχειώδη αντίστα-ση!... Όχι! Αυτή ήταν έξυπνη! Δεν ήταν διατεθειμένη να ρισκάρει τη  ζωή της, ούτε καν τη σωματική της ακεραιότητα, μόνο και μόνο για να υπερασπίσει την τιμή της!... Αυτή δε βιαζόταν σωματικά! Βιαζόταν ψυ-χικά! Κι αυτός ήταν ένας ψυχικός βιαστής, χειρότερος απ’ όλους τους αγροίκους φαντάρους που τόσο καταφρονούσε! 
Τινάχτηκε να ξεφύγει από το βραχνά που τον έπνιξε ξαφνικά σ’ αυ-τήν τη σκέψη και έκανε να σηκωθεί όρθιος, μα η κοπέλα τον άρπαξε α-πό τους καρπούς των χεριών του, για να τον κρατήσει πάνω της. Ο έ-νας καρπός του με τη φόρα που είχε πάρει, της ξέφυγε. Μα τον καρπό του αριστερού του χεριού τον κρατούσε γερά. Προσπάθησε να της ξεφύγει. Τότε σχηματίστηκε στο προσωπάκι της και πάλι η παράκλη-ση  και του είπε:
    -Σ’ αγαπώ!...
    Ο Μιχάλης τά ’χασε!
    -Σ’ αγαπώ!...
   Επανέλαβε κι αυτός σαν ηχώ.
    -Το ξέρω!...
Του απάντησε αυτή, με μισόκλειστα μάτια και ύφος αδημονίας στο πρόσωπό της!... Πού το ήξερε; Έκανε μιαν απόπειρα ν’ αναρωτηθεί,  αλλά το μυαλό του άλλαξε πορεία. Μπροστά του βρισκόταν πεσμένη κατάχαμα η μοναδική γυναίκα! Η γυναίκα του!... Δεν ήξερε τι να  πρω-τοκάνει! Να την κοιτά; Να την αγγίζει; Να την οσφραίνεται; Να την α-κούει να του κελαηδεί «σ’ αγαπώ»; Να την γλύφει; Όλες οι αισθήσεις του σε επιφυλακή, στέκονταν έτοιμες για δράση στο πεδίο της ερωτι-κής μάχης!...
    Η Γιουλμπαχάρ τον κρατούσε σφιχτά κολλημένο πάνω στο σώμα της. Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει το λαιμό του και το κεφάλι του. Τα πόδια της, ανοιχτά ψηλά στα μπούτια και σφιχτοδεμένα κάτω στις φτέρνες, τον κρατούσαν δέσμιο  της  φλόγας της, που έκαιγε ότι ακου-μπούσε!... Το κορμί του Μιχάλη, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει για πολύ τόσην ομορφιά και φουσκωμένο από την ευδαιμονία της ερωτικής ηδονής, βυθίστηκε στη φιλόξενη κοιλιά της!... Έτσι… Απλά και απερίσκεπτα. Απρόοπτα κι απροσδιόριστα. Ο νους τους παραδόθηκε στο στερέωμα! Διαλύθηκε στο απέραντο σύμπαν και πολύ γρήγορα παραδόθηκαν, στον πανάρχαιο χορό της δημιουργίας… Τι χορός όμως ήταν αυτός; Τι τραγούδια ανάκουστα και τι μελωδικές κραυγές και κελαϊδίσματα, τον πλαισίωναν με τόσην αρμονία, βγαλμένα από μόνα τους, τελείως  ασυναίσθητα, μες απ’ τη μεταφυσική προσωπικότητα των δυο απόλυ-τα ταιριασμένων εραστών; Τα δέντρα, οι θάμνοι, τα χορτάρια και οι πέτρες ακόμα, έμειναν έκθαμβα μπροστά στην τόσην ομορφιά και τα κλωνάρια πήραν να βλασταίνουν! …Και όλη η φύση οργίαζε μαζί τους… 
    …Ο ήλιος ακούμπησε πάνω στην κορυφογραμμή, στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να ξεκουραστεί από το κοπιαστικό ταξίδι της μέρας,  αποχαιρέτησε για σήμερα το μικρό μας κόσμο με τα μεγάλα προβλή-ματα και ξεκίνησε για το ταξίδι της νύχτας. Οι σκιές άρχισαν να ξαπλώ-νουν νωχελικά, πρώτα στους κάμπους και σιγά - σιγά απλώθηκαν στις πλαγιές και τις κορφές των βουνών, σκούρυνε ο ουρανός, πήρε το χρώμα του μενεξέ κι άρχισαν δειλά - δειλά να εμφανίζονται τα πρώτα αστέρια…
    Αυτήν την ώρα, που το δειλινό κατασταλάζει μέσα στην σκέψη, σα μιαν ακαθόριστη θλίψη, στην καρδιά της Γιουλμπαχάρ και του Μιχάλη  οργίαζε το πανηγύρι του γάμου τους!... Σφιχταγκαλιασμένοι  πλησία-σαν  στο πηγάδι της αυλής, πλύθηκαν και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Συ-νέχισαν να χαίρονται τον έρωτά τους, όλη τη νύχτα. Το μεταξένιο κουκούλι είχε σπάσει. Ο χρόνος της επώασής του είχε συμπληρωθεί. Και το σκουλήκι είχε μετουσιωθεί σε πεταλούδα πού πέταξε προς τον ουρανό αφήνοντας πίσω της το μετάξι στους ανθρώπους… Μόνο λίγο μετά  τα μεσάνυχτα πέρασε αμυδρά από το μυαλό του Μιχάλη, ότι δεν παρουσιάστηκε στο νυχτερινό προσκλητήριο…
Πόσοι και πόσοι απουσιάζουν κάθε βράδυ από το βραδινό προσκλη-τήριο πιασμένοι από το δόκανο του θανάτου ή της αιχμαλωσίας!...  Αυτός πιάστηκε στο δόκανο του έρωτα, αιχμάλωτος της ομορφιάς και της ευτυχίας!... Το βραδινό προσκλητήριο κάνει μια ψυχρή αποτίμηση της πραγματικότητας. Ισοπεδώνει τα πάντα, όπως ο ήλιος, που βλέπει τη γη κάθε πρωί με το ίδιο φως, αδιάφορος για τους σκοτωμένους  της νύχτας, ή η θάλασσα, που χαμογελάει γαλήνια μετά την καταιγίδα, τε-λείως ξέγνοιαστη και ανεύθυνη  για τα ναυάγια και τους πνιγμένους… Χωρίς να περνά από τη σκέψη της, αν υποθέσει κανείς ότι έχει σκέψη σα μια γυναίκα, ότι αυτή τους έπνιξε!... 
      Οι δυο ερωτευμένοι, όταν ήταν ξύπνιοι ζούσαν στο όνειρο και όταν τους έπαιρνε ο ύπνος ζούσαν στο θάνατο!… Όμως υπήρχαν  και άλλοι  θάνατοι  με σημαντικές διαφορές… κι έναν απ’ αυτούς τους  άλλους  θανάτους έμελλε να ζήσουν σε λίγα λεπτά…
Άρχιζε να χαράζει η αυγή κι ήσαν παραδομένοι στον ύπνο, όταν τους ξύπνησαν οι πρώτες βροντές από πυροβόλα. Ο Μιχάλης πετά-χτηκε σαν ελατήριο, ντύθηκε και ετοιμάστηκε να βγει από το σπίτι. Η  Γιουλμπαχάρ τον συγκράτησε πιάνοντάς τον από το χέρι.
-Πού πας Μιχάλη;
Του είπε η κοπέλα απλώνοντας το χέρι και ακουμπώντας το τρυ-φερά στο μάγουλό του.
-Δεν ξέρω!...
Της απάντησε αυτός αγκαλιάζοντάς την από τη μέση και γέρνο-ντας το κεφάλι του στο λαιμό της.
-Έλα μαζί μου…
Του  είπε το κορίτσι. Τον οδήγησε στη σοφίτα κι εκεί, βάλθηκαν να παρατηρούν τις κινήσεις του δρόμου από το μικρό της παράθυρο. Δι-απίστωσαν ότι το χωριό ήταν γεμάτο από Τούρκους στρατιώτες, που είχαν κλείσει τη δίοδο για τη μονάδα του Μιχάλη, δηλαδή το πέρασμα προς την κατεχόμενη από τους Έλληνες περιοχή. Αυτό σήμαινε ότι ο Μιχάλης ήταν ήδη εγκλωβισμένος!... Έπρεπε να περιμένει να ξεδιαλύ-νουν τα πράγματα.
    Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση, με σκοπό ό-μως, να την κλείσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε! Γιατί τα γεγονότα τρέχουν. Και θα τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα τα επόμενα λεπτά και τις επόμενες ώρες και μέρες. Και οι φαντάροι, Έλληνες και Τούρκοι θα τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα! Και ο Μιχάλης θα πρέπει να τρέξει πιο γρήγορα απ’ όλους!…
    Η Γιουλμπαχάρ, τη μητέρα της την είχε χάσει πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή. Δεν είχε συγκρατήσει παρά ελάχιστες θύμισες από την παρουσία της στη ζωή της. Ήξερε όχι μόνο να μιλάει, αλλά και να γράφει αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα, γιατί είχε συ-νειδητοποιήσει, από την εφηβική της ηλικία, την ιστορική διαφορά α-νάμεσα στην Ελλάδα και όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες! Το Ελληνι-κό πνεύμα είχε θετικήν επίδραση στον εσωτερικό της κόσμο!... Σ’ αυ-τό είχε βοηθήσει πολύ και ο μπαμπάς της, που παρά το ότι ήταν αγρό-της, από τότε  που είχαν χάσει  τη μητέρα της, καθόταν πολλές φορές,  όταν του δινόταν η ευκαιρία, με υπομονή και της εξιστορούσε ότι ήξε-ρε και αφορούσε αυτήν την κλίση της. Και το κοριτσάκι τα ρουφούσε όλα σα διψασμένη γη!...
Όσο μεγάλωνε, τόσο και πιο συχνά απορούσε, πού τα ήξερε όλα αυ-τά τα ελληνικά παραμύθια ο μπαμπάς της! Όταν τον ρωτούσε, αυτός μπέρδευε τις απαντήσεις του και την έκανε να νιώθει ότι τον έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ήθελε ή δεν μπορούσε  να της αποκαλύψει τις πηγές, αυτού του είδους των γνώσεών του. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, είχε πλησιάσει μιαν ελληνικής καταγωγής συμμαθή-τριά της. Είχε δανειστεί πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη της και είχε διαβάσει αρκετά από την Ελληνική Μυθολογία, που τα εξιστορούσε  μερικά βράδια στον πατέρα της κι αυτός τα άκουγε με μεγάλη προσο-χή και ενδιαφέρον, μόνο που ορισμένες στιγμές, της έδινε την εντύπω-ση ότι τον συγκινούσαν με κάποιον ειδικό τρόπο!... Σα να του προκα-λούσαν μελαγχολία!... Όταν περνούσε αυτή η σκέψη απ’ το μυαλό της,  προσπαθούσε να αλλάξει την συζήτηση μιλώντας του για κάτι άλλο, σχετικό, γιατί δεν μπορούσε να τον βλέπει στενοχωρημένο… Όμως αυτό δεν έπαυε να την προβληματίζει αρκετά και αν συνεχιζόταν είχε σκοπό να τον ρωτήσει, για να της αποκαλύψει την αιτία…
    Ο αδελφός της υπηρετούσε στον τούρκικο στρατό και ο μπαμπάς της είχε φύγει πριν από δύο μέρες για το βουνό επειδή προβλεπόταν η εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό και δόθηκε εντολή, όλοι οι άντρες από δεκαέξι ως πενήντα ετών, να οργανωθούν στα α-ντάρτικα σώματα της περιοχής. Υπήρχε λοιπόν κάποια περίπτωση, αν ανακαταληφθεί το χωριό από τα τούρκικα στρατεύματα, που όπως έδειχναν τα πράγματα αυτό είχεν ήδη γίνει, ο πατέρας της να επιστρέ-ψει στο σπίτι…
    Η μέρα κυλούσε. Και η αγωνία για το τι συμβαίνει και πώς θα α-ντιμετωπιστεί, παρέμενε. Η Γιουλμπαχάρ, που γνώριζε τα κατατόπια, έψαχνε νοερά, να βρει ένα όσο το δυνατόν πιο ασφαλές μέρος, για να κρυφτεί ο Μιχάλης. Και ο Μιχάλης γνωρίζοντας ότι οι αντάρτες ψά-χνουν σε κρυψώνες κοντά στα σπίτια, ώστε να βρουν και να εξοντώ-σουν Έλληνες στρατιώτες που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους, έπρεπε να βρει τον πιο κατάλληλο τρόπο αντίδρασης.
 Ο ήλιος είχε πάρει πια την κάτω βόλτα… Το σπίτι ήταν θεόκλειστο και το εσωτερικό του παρέμενε χωρίς κανένα φως, σκοτεινό, ώστε να μοιάζει ακατοίκητο και να μην ανοίξουν σε κανέναν που θα θέλει να κάνει έλεγχο, να ψάξει δηλαδή μήπως κρύβει κάποιον φυγάδα… Η Γιουλμπαχάρ είχε στρώσει στο τραπέζι για να γευματίσουν και έτρω-γαν, έχοντας καρφωμένα τα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλον! Έ-νιωθαν πολύ βαριά πάνω τους, τη μοίρα του γρήγορου χωρισμού και αγωνίζονταν όσο μπορούσαν, να διώξουν το μούδιασμα της καρδιάς τους,  ώστε  να ζήσουν τουλάχιστον στο ακέραιο τις τελευταίες ώρες, πριν από το μακρύ διάστημα της απουσίας του έρωτα και της ευτυ-χίας από τη ζωή τους…
Όταν τέλειωσαν το γεύμα τους, ο Μιχάλης έπιασε από το χέρι τη γυναίκα του και την τράβηξε τρυφερά να καθίσει στα γόνατά του! Την αγκάλιασε από τη μέση και κόλλησε το μάγουλό του στο δικό της, ενώ αυτή πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του  και λυγίζοντας τους  αγκώνες της, του χάιδευε τα μαλλιά με τα δάχτυλά της… Έμειναν πολλήν ώραν ακίνητοι σ’ αυτή τη στάση, κάπου - κάπου λέγοντας ο ένας στον άλλον τα απαραίτητα που θα έπρεπε να γνωρίζουν για τις ενέργειες που θα ακολουθούσαν, ώστε όσο το δυνατόν πιο σύντομα να ξανασμίξουν… Ήσαν καθισμένοι στην κουζίνα που βρισκόταν στο βάθος του σπιτιού δίπλα από την εξώπορτα που έβγαζε στην πίσω αυλή και το αγρόκτημα με τον ελαιώνα.
   Σε μια στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά που κυριαρχούσε, ά-κουσαν ένα τρίξιμο που ερχόταν απ’ έξω!... Από την αυλή!... Πετάχτη-καν και οι δυο όρθιοι και κοίταξαν από μια χαραμάδα του παράθυρου. Διέκριναν τότε μέσα στο αγρόκτημα, μια σκιά να τρέχει με προφυλά-ξεις και να κρύβεται ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων και τα  φυλλώματα των κλαδιών, που φορτωμένα καρπό έγερναν κι έφτα-ναν σχεδόν μέχρι το χώμα. Ο Μιχάλης αφού διαπίστωσε ότι ήταν μό-νος του και δεν τον ακολουθούσε κανείς, έβγαλε το συμπέρασμα ότι μάλλον θα ήταν κάποιος από τους αποκομμένους Έλληνες φαντά-ρους! 
Άνοιξε τότε γρήγορα την πόρτα, βγήκε προχωρώντας επιφυλακτι-κά στην αυλή προς το κτήμα, περνώντας κάτω από τα κλαδιά των δέντρων,  πλησίασε προς το μέρος του και του φώναξε κάνοντας χωνί  τα χέρια του, το λόχο και το σύνταγμά του, με προσοχή για να μην α-κουστεί από το δρόμο. Αυτός, αφού στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα αναποφάσιστος, πλησίασε προς το μέρος του με βήμα αργό και σίγου-ρο. Έσφιξαν τα χέρια, μπήκαν στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Ο φα-ντάρος ήταν σε άθλια κατάσταση! Είχε πλησιάσει στο πηγάδι για να πιει νερό, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και έτρεξε να φύγει προς τον ελαιώνα για να κρυφτεί.
Η Γιουλμπαχάρ του έδωσε νερό και του έστρωσε το τραπέζι για φα-γητό. Τον έλεγαν Φάνη, ανήκε στο λόχο διαβιβάσεων και τα ήξερε όλα! Καθώς έτρωγε το φαγητό του, τους τα είπε εν συντομία:
«Το μέτωπο έσπασε. Οι εχθροί, μάς έχουν κυκλώσει! Έχουν εισχω-ρήσει σε βάθος πενήντα χιλιομέτρων προς δυσμάς, με εμβολισμό από το νότο προς τον βορά και απέκοψαν ολόκληρο το πρώτο σώμα στρα-τού προς ανατολάς! Η λανθασμένη διαταγή σύμπτυξης προς τη δύση,  δηλαδή προς τη Σμύρνη, που έδωσε ο διοικητής της στρατιάς από την πολυθρόνα του στη Σμύρνη πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το με-τωπο, προφανώς για να ενισχυθεί η φρουρά γύρω απ’ αυτήν την πο-λυθρόνα και να προλάβει να σηκωθεί απ’ αυτήν, να μπει στο πλοίο και να λιποτακτήσει, αντί να γίνει  αυτή η υποχώρηση προς τον βορά που  υπήρχαν λίγες μόνον εχθρικές μονάδες, εύκολα προσπελάσιμες, να συ-ναντήσουν τα άλλα δύο ελληνικά σώματα, που βρίσκονταν εκεί, να συνενωθούν τα τρία σώματα του ελληνικού στρατού και σύσσωμη το-τε, η ελληνική στρατιά να συγκρουστεί με την τουρκική, κατά μέτω-πο, στην τελειωτική πλέον αναμέτρηση, έκαναν τις ελληνικές μονάδες του πρώτου σώματος, υποχωρώντας προς τη Σμύρνη, να πέφτουν ή μία μετά την άλλη διαδοχικά πάνω στο κύριο συμπαγές σώμα του  τουρκικού στρατού και να συντρίβονται! Μερικές μονάδες, παραδί-δονταν μαζί με τον οπλισμό τους, χωρίς να προβάλουν καμιάν α-ντίσταση!»  
»Αιχμαλωτίστηκαν ολόκληροι λόχοι και τάγματα!... Σκόρπιοι δι-αφυγόντες υπάρχουν αρκετοί στην κατεχόμενη πια από τους Τούρ-κους περιοχή και οι αντάρτικες τούρκικες οργανώσεις έχουν ριχτεί  στο έργο  της σύλληψης, ή της εξόντωσής τους. Εμείς οι δύο, ανήκουμε σ’ αυτήν την  κατηγορία. Το τάγμα μας  μαζί  και  ο δικός σου  ο λόχος, γιατί στο ίδιο τάγμα ανήκουμε, είχε εγκαταλείψει το χωριό από χθες το απόγευμα! Εγώ ο ίδιος παρέλαβα τη διαταγή σύμπτυξης, γιατί ή-μουν στην υπηρεσία τηλεγραφητή εκείνην την ώρα.
»Αμέσως ξεκινήσαμε σχεδόν τρέχοντας προς τα δυτικά! Βαδίζαμε δυο με τρεις ώρες, αλλά πάνω που βασίλευεν ο ήλιος, αντικρίσαμε στο  αριστερό μας πλευρό μιαν ολόκληρη τούρκικη μεραρχία! Ήταν η ίδια η κόλαση! Μας τσάκισαν! Μας σκόρπισαν! Άλλοι έτρεχαν να ξεφύγουν προς τα δυτικά. Δεν ξέρω τι απέγιναν… Κι αν ξέφυγαν μερικοί φαντά-ροι, που δεν το φαντάζομαι γιατί το μέτωπο της τούρκικης μεραρχίας απ’ ότι μου είπαν, ήταν πολύ απλωμένο, τεράστιο, θα έπεσαν σε άλλη  μονάδα τουρκική και θα πετσοκόπηκαν ή θα αιχμαλωτίστηκαν σίγου-ρα! Εγώ μαζί με μερικούς άλλους, κάναμε μεταβολή και γυρίσαμε πί-σω!  Περάσαμε τη νύχτα έξω απ’ το χωριό και τραβήξαμε προς τα βό-ρεια, γιατί κρίναμε ότι θα συναντήσουμε κάποιαν ελληνική μονάδα του τρίτου σώματος, που δεν είχεν υποστεί πολλήν πίεση. Μας έκοψαν όμως το δρόμο άλλες τούρκικες μονάδες ανακατωμένες με αντάρτες! Έτσι αναγκαστήκαμε  να  ξαναγυρίσουμε  πάλι  προς τα πίσω!  Μας κυ-νηγούσαν άγρια και υποχρεωθήκαμε να σκορπίσουμε για να χάσουν τα ίχνη μας! Μες τη νύχτα χαθήκαμε τραβώντας ο καθένας διαφορε-τικό μονοπάτι και τελικά απέμεινα τελείως μόνος μου και ξαναβρέθη-κα εδώ…
»Πρέπει λοιπόν όταν νυχτώσει, οι δυο μας, να προσπαθήσουμε να περάσουμε,  πρώτα  τον  κλοιό  που  έχουν σχηματίσει τα τούρκικα α-ποσπάσματα γύρω απ’ το χωριό και μετά, μέσα από τις ερημικές και  δασώδεις περιοχές να διασχίσουμε αυτή τη ζώνη των πενήντα χι-λιομέτρων και να παρουσιαστούμε στην πρώτη μάχιμη ελληνική μονά-δα που θα βρούμε μπροστά μας…»
Ο Φάνης τέλειωσε την αναφορά του… Άναψαν και οι τρεις τσιγάρα και κάπνιζαν αμίλητοι… Η Γιουλμπαχάρ ένιωθε στα σωθικά της κάτι σαν κόμπο, μια πίκρα, που προσπαθούσε να μη βγει προς τα έξω σε αναφιλητό, για να μην επηρεάσει ακόμα πιο αρνητικά το ηθικό αυτών των δύο παιδιών στη θέση που βρίσκονταν! Η βουρκωμένη της καρδιά κατάπινε τα δάκρυά της και το σκοτάδι που επικρατούσε στο δωμά-τιο έκρυβε το απελπισμένο βλέμμα της!...
    Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του… Αλλά γιατί το αναφέρουμε εδώ αυτό; Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά είναι που ο ήλιος δύει. Ο λόγος είναι ότι τον χρησιμοποιούμε σα ρολόι. Ότι η ώρα περνάει και πλησιάζει η νύχτα. Αλλά τι νύχτα είναι αυτή; Είναι μια φυσική νύχτα;  Ή είναι, μια νύχτα ψυχική; Και είναι νύχτα ψυχική μόνο για τους δυο νέους που είναι έτοιμοι να ακροβατήσουν πάνω στο σχοινί του θανά-του, κυνηγημένοι από τις εχθρικές ορδές; Ή βασιλεύει επίσης νύχτα στις ψυχές δύο εραστών, που είχαν τη μεγάλη τύχη να συναντηθούν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και να ευνοηθούν για λίγες ώρες  από τη  μοίρα, να γνωρίσουν αυτό που λίγοι έχουν γνωρίσει, σε μια ο-λόκληρη ζωή και να το χάνουν μες απ’ τα χέρια τους!... Η τύχη μέσα σε λίγες ώρες άλλαξε ρότα και απέστρεψε το πρόσωπό της από τον Μιχά-λη και τη Γιουλμπαχάρ…
    Τώρα στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Μόνο μιαν υπόσχεση δί-νουν μεταξύ τους. Της προσπάθειας να ξανασυναντηθούν… Πού; Δύο είναι τα σημεία που θα αναζητήσει ο ένας τον άλλο. Το ένα είναι κάπου στην Αμφιάλη του Πειραιά.  Σ’ ένα μικρό χαρτάκι της έγραψε τη διεύ-θυνσή του. Και το άλλο, ο γνωστός δρόμος με τις νεροσυρμές, το  γνω-στό αγροτόσπιτο, το ελαιόδασος, οι στιγμές της υπέρτατης αξίας της ζωής, ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Μαρξ…
    Το δειλινό έπεσε με τον ίδιο τρόπο που είχε πέσει και χθες. Πόσο δι-αφορετικά όμως το δέχτηκαν οι καρδιές των δύο εραστών!...  Η Γιουλ-μπαχάρ έφερε φορεσιές του αδελφού της και ντύθηκαν οι φαντάροι.  Τα φανταρίστικα ρούχα τά ’καψαν και σκόρπισαν τις στάχτες τους στους τέσσερις ανέμους… Δυο νεαροί  λοιπόν «Τούρκοι», που δεν ξέ-ρουν να μιλάνε τούρκικα!... Ο Μιχάλης είχε ένα πιστόλι και αρκετές σφαίρες. 
    Ο Φάνης αδημονούσε. Να φύγουν τώρα που έπεσε το σκοτάδι, μη-πως και βρουν κάποιο μπόσικο σημείο της φρουράς, να ξεφύγουν από τον κλοιό του χωριού και να πάρουν τις λαγκαδιές και τα όρη… Όμως μπορεί να είναι χρήσιμο να περιμένουν τον ύπνο να τους βοηθήσει. Μετά τα μεσάνυχτα, όλο και περισσότεροι Τούρκοι φύλακες θα πια-στούν στα δίχτυα του ύπνου…. 
Τα δυο λουλούδια ήσαν μαραμένα. Τα χείλη τους είχαν στεγνώσει.  Κάθονταν ενωμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, με τα γόνατα της Γιουλμπαχάρ μέσα στα γόνατα του Μιχάλη, κρατούσαν ο ένας τα χέ-ρια του άλλου και προσπαθούσαν ν’ αποτυπώσουν στις μνήμες, τις μορφές τους. Οι τελευταίες στιγμές του εκστατικού οράμοατος, της ιερής επαφής, της θείας ευχαριστίας… Οι τελευταίες αναλαμπές μιας  θεϊκής μορφής ανθρώπινης ευδαιμονίας. Από ’δω και πέρα το τόσο  ευγενικό αυτό συναίσθημα, θα εκδηλώνεται με κατώτερες μορφές,  απλής ευχαρίστησης, όπως όταν γλυτώνουν από κάποιο μπλόκο του εχθρού, αν βρίσκουν λίγο νερό να ξεδιψούν ή λίγο ψωμί για να κρατη-θούν στη ζωή, αν καταφέρουν να βρουν το μάχιμο τμήμα του στρα-τού, αν αξιωθούν να επιστρέψουν στην πατρίδα…
     Το τελευταίο φιλί!...
    Τι είναι το τελευταίο φιλί; …Ένα τίποτα!...  Είναι όμως τόσο απα-ραίτητο! Γιατί αυτό είναι το στιγμιαίο παρόν, ανάμεσα στο παρελθόν και το  μέλλον. Η Γιουλμπαχάρ θα γινόταν πια παρελθόν! Ο Μιχάλης μ’ αυτή τη σκέψη, έτρεμε! Δεν τους ήταν δυνατόν να ξεκολλήσουν ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Κάτι φυσικό βέβαια, που έχει  επαναλη-φθεί  άπειρες φορές στην  ιστορία του ανθρώπου. Όμως η κάθε φορά  δεν χάνει το παραμικρό από την ιδιαιτερότητά της! Είν’ ένα κουδούνι κινδύνου! Ένας συναγερμός, που έχει σκοπό, να αφυπνίσει την πνευ-ματική συνείδηση του ανθρώπου!... Ο Φάνης κοίταζε το ζευγάρι και δεν ήξερε τι απ’ τα δυο… Αν το ζήλευε ή αν το λυπόταν!... Γιατί η φυσι-κή δύναμη που ένωνε τον  Μιχάλη και τη  Γιουλμπαχάρ ήταν αξιοζή-λευτη! Όπως και η αφύσικη αναγκαιότητα να χωρίσουν, που τους επέ-βαλε το ανθρώπινο περιβάλλον τους, προκαλούσε στον Φάνη οδυνηρή λύπη! Ένα από τα πολλά διλήμματα που γεννιόνται και θρέφονται α-πό τη διανοητική αυταπάτη, που με τη σειρά της γεννάει και θρέφει η αηδιαστική κοινωνική σήψη!…
    Ώσπου το αποφασιστικό πήδημα προς το σκοτεινό χωράφι, έγινε. Και ο Μιχάλης βρέθηκε δίπλα στο  Φάνη, να βαδίζει με προσοχή. Η Γιουλμπαχάρ τους κοιτούσε μέχρι που τους κατάπιε το σκοτάδι. Ύ-στερα μπήκε στο σπίτι, γονάτισε σε μια γωνιά και προσευχήθηκε. Η  αντίδραση του ανθρώπου μπροστά στο αδιέξοδο. Η πράξη εκείνου, που του έχει αφαιρεθεί από την κοινωνία, το δικαίωμα της πράξης!...
Όταν στα πρώτα χρόνια της ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών οι πρωτοστάτες, οι κοινωνικοί ποδηγέτες, οι αρχηγοί, έβγαλαν το πε-ρίφημο δόγμα λέγοντας μυστικά και ύπουλα προς τους απλούς και αγνούς πολίτες «η ευτυχία μας αρχίζει εκεί που τελειώνει η δική σας» και αποφάσισαν ότι για να άρουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αδιέξοδα τους λαούς τους, να βάλουν φραγ-μούς στις πράξεις των υπηκόων τους, επινόησαν, με σκοπό να εκτονώ-σουν τη λαϊκή αντίδραση και οργή, την πράξη της προσευχής!  Μια πράξη που βαυκαλίζει τον άπραγο ότι δήθεν, δεν είναι άπραγος!... Ότι κάτι, τέλος πάντων πράττει: Κάνει την προσευχή του!...   
 Έτσι ξανάρχισε το ανθρωποκυνηγητό για τον ήρωά μας και τον συ-νοδοιπόρο του στη ζωή και στον θάνατο. Μόνο που τώρα τα πράγμα-τα ανεστράφησαν!  Και αντί για το ρόλο των κυνηγών, η μοίρα,  τούς ανέθεσε να παίξουν το ρόλο των θηραμάτων. Η μοίρα; Ή οι μεγάλες δυνάμεις; Ας είναι όμως. Εδώ θα προσπαθήσουμε να περιορίσουμε μέχρις εξαφάνισης την ανάλυση, τής πολιτικής φιλοσοφίας. Ή μάλλον  καλλίτερα θα ήταν να πούμε ότι θα δραματοποιήσουμε τα συμπερά-σματά της. Και από τα γεγονότα, θα αναχθούμε στην αιτία. Δηλαδή στη θεωρία.
Απομακρύνονταν  λοιπόν με προσοχή από το χωριό, παράλληλα με τη γραμμή της τοποθέτησης των τούρκικων στρατευμάτων, ψάχνο-ντας να βρουν κάποιο πέρασμα, για να πάρουν κατεύθυνση προς τη δύση. Την πρώτη νύχτα δεν τα κατάφεραν και κρύφτηκαν σε μιαν ε-κτεταμένη  και πυκνή συστάδα θάμνων στα ριζά του βουνού, για να  περάσουν τη μέρα τους και να ξεκουραστούν για τη βραδινή πορεία. Ο φόβος στην κατάσταση αυτή ήταν οι «αντάρτες», ή μάλλον καλλίτερα  θα ήταν να πούμε, το τσούρμο των χωρικών, που γυρνούσαν δείχνο-ντας υπερβάλλοντα ζήλο, με σκυλιά, και δαυλούς ψάχνοντας με φανα-τισμό για χαμένους Έλληνες φαντάρους.
  Κατά τα χαράματα, η κούραση, αλλά πιο πολύ η απόγνωση, τούς έ-φερε χωρίς να το καταλάβουν, τον ύπνο και στάθηκαν τυχεροί που δεν τους μύρισε κάποιο  κυνηγόσκυλο. Πολύ αργά, ίσως πια να ήταν α-πομεσήμερο, αλλά δεν κατάφερε να προσδιορίσει ακριβώς, γιατί ο ου-ρανός ήταν βαριά συννεφιασμένος, ο  Μιχάλης ξύπνησε και σηκώθηκε να ελέγξει το μέρος. Πλήρης ησυχία βασίλευε παντού. Ο αέρας ήταν δροσερός, της βροχής. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια πέτρα να το καπνίσει. Με μιας ήρθε στο μυαλό του η  Γιουλμπαχάρ. Το θεϊκό δώρο.  Το κύκνειο άσμα του, πριν από την καταστροφή του. Μόλις γνώρισε τη ζωή, τον παρέλαβε ο κίνδυνος του θανάτου. Οι αισθήσεις του πλημ-μύρισαν από το άρωμα του κορμιού της, την αλμυρή γεύση των χυμών της, την αφή του δέρματός της και αυτό το προσωπάκι, που θα το βλέπει πάντα μπροστά του να τον καλεί!…
    Άρχισε να αστράφτει στα μακρινά βουνά και ακούγονταν υπόκω-φες βροντές. Μύριζε θυμάρι και ρίγανη. Παιδικές οσφρητικές αναμνή-σεις!...  Κι αν δεν υπήρχεν ο βραχνάς της πραγματικότητας, θα πίστευε ότι βρίσκεται στο χωριό του. Στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού,  που περνούσε τα καλοκαίρια του μαζί με τα ξαδέλφια του, παρέα με τον παππούλη και τα προβατάκια του, στις δροσερές πηγές του βου-νού…    
    Είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά, όταν άρχισαν να πέφτουν οι  πρώ-τες χοντρές ψιχάλες. Ο Φάνης ξύπνησε και έψαχνε να βρει κάποιο υ-πόστεγο. Κάποιαν πιο πυκνή συστάδα θάμνων, που θα τους προφύ-λασσε από τη βροχή. Στριμώχτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον και πε-ρίμεναν. Δεν άργησε να έλθει ο κατακλυσμός! Η θύελλα. Ήταν η ευκαι-ρία! Η ορατότητα είχε πέσει στα πέντε μέτρα! Σηκώθηκαν και άρχισαν το τρέξιμο προς τα δυτικά. Ή θα έπεφταν στην αγκαλιά κάποιου  Τούρκου φαντάρου, ή θα πέρναγαν τον κλοιό του χωριού και θα ανοι-γόταν πια ο δρόμος για την ερημιά. Το να συναντήσουν κάποιον, ήταν πολύ δύσκολο, γιατί οι Τούρκοι φαντάροι είχαν εγκαταλείψει τις θέ-σεις τους και είχαν μαζευτεί κατά μπουλούκια κάτω από τις πυκνές  συστάδες των δέντρων, για να προφυλαχτούν από την καταρρακτώ-δη βροχή.
    Όταν  σταμάτησαν πια να τρέχουν, είχαν αφήσει αρκετά μακριά τη φρουρά του χωριού και ανοιγόταν μπροστά τους η έρημος. Τώρα εί-χαν ν’ αντιμετωπίσουν, το πρόβλημα του νερού και του ψωμιού. Αλλά  τουλάχιστον είχαν γλυτώσει τα βόλια. Άλλωστε τα σαράντα χιλιόμε-τρα, που σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φάνη απόμεναν μέχρι να συναντήσουν κάποιαν ελληνική μονάδα, ήσαν μια σχετικά μικρή απόσταση, που θα μπορούσαν να την διανύσουν μέσα σε μια νύχτα. Κάθισαν στην εσοχή ενός βράχου και περιμένοντας να σταματήσει η βροχή, γδύθηκαν και άπλωσαν τα ρούχα τους για να στεγνώσουν. Τουρτούριζαν και αυτό τους ανάγκασε να κάνουν επί τόπου τροχά-δην, για να ζεσταθούν. Όταν συνήλθαν από το κρύο και στέγνωσαν τα κορμιά τους, άναψαν τσιγάρο και βάλθηκαν να συζητούν για την  κα-τεύθυνση που θα έπρεπε να πάρουν. Όμως ο Μιχάλης ήξερε το δρόμο της επιστροφής, σαν την αυλή του σπιτιού του. Είχε μελετήσει την πε-ριοχή από τους χάρτες και τα τοπογραφικά, που του άρεσε πολύ να τα περιδιαβάζει επί ώρες, αλλά και από τις συχνές  αναγνωρίσεις που έκανε καβάλα στο άλογο, παρατηρώντας τα περάσματά με τα ίδια του τα μάτια.
   Έβρεχε ασταμάτητα και όλην την άλλη μέρα!... Επιτέλους κατά το σούρουπο η βροχή σταμάτησε εντελώς και ο ουρανός πήρε να ξαστε-ρώνει, ώσπου σε λίγο βγήκε το φεγγάρι. Έπρεπε να περπατούν τη νύ-χτα και να κοιμούνται τη μέρα, που τη χώρισαν στα δυο. Έτσι ο ένας  κοιμόταν ενώ ο άλλος φύλαγε σκοπιά. Την πρώτη νύχτα σταμάτησαν την πορεία τους πολύ πριν ξημερώσει, γιατί αντίκρισαν μπροστά τους  μερικά φώτα. Προφανώς ήταν μια κατοικημένη περιοχή και αν πλη-σίαζαν περισσότερο, θα τους εύρισκε η αυγή σε μέρος ακατάλληλο,  που δεν θα τους ήταν  δυνατό να καλυφτούν και να ξεκουραστούν με ασφάλεια. Είχαν εξαντληθεί, γιατί περπάταγαν βιαστικά, ώστε να α-πομακρυνθούν από την περιοχή για να βρεθούν σε πιο απρόσιτα και ασφαλή μέρη. Σχεδόν έτρεχαν!…
    Βρήκαν μια ρεματιά με μερικά δέντρα και τρεχούμενο νερό. Έφα-γαν, από την προμήθεια που τους είχε δώσει η Γιουλμπαχάρ. Ο Φάνης κοιμήθηκε, ενώ ο Μιχάλης θα φύλαγε πρώτος σκοπιά. Ήταν ακόμα νύχτα βαθειά. Άναψε τσιγάρο κι αφέθηκε να ταξιδέψει στο χρόνο,  με-ρικές ώρες προς τα πίσω. Το πρώτο  που του ήρθε στο νου, ήταν το στήθος της. Αυτό τον τράβαγε πιο πολύ απ’ όλα! Έτσι νόμιζε…
Μικρό, στητό και σφιχτό στήθος με μεγάλες ποθητές ρώγες!... Το έ-βλεπε αυτή τη στιγμή μπροστά του και άρχισε να βαριανασαίνει! Ό-μως δεν ήταν μόνον αυτό, που σαν εικόνα εμφανίστηκε στη σκέψη του και τον μάγεψε. Γινόταν κατακλυσμός μέσα στο νου του από ει-κόνες που η μία διαδεχόταν την άλλη: Θυμήθηκε, που σε μια στιγμή, καθώς ήταν όρθια γυμνή μπροστά του, ακούμπησε τις παλάμες του στη μέση της και τη χάιδευε προς τους γοφούς, μέχρι τα γόνατα… Και τότε, ένιωσε στις παλάμες του, την εξαίσια αίσθηση που του είχε αφήσει το σχήμα του κορμιού της και η βελούδινη, σφιχτή αφή του δέρματός της!... Το κάθε τι πάνω της, καθώς ερχόταν με τη σειρά στο μυαλό του, τον έκανε να σκέφτεται ότι ήταν αυτό, που τον τραβούσε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα!...
    Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Τώρα την ένιωθε εκεί δίπλα του να κάθεται σιωπηλή, σφιγμένη πάνω του! Γύριζε το κεφάλι του στο πλάι κι α-ντίκριζε τα πανέμορφα έξυπνα μάτια της! Του ήταν απαραίτητη! Ό-ταν θα τελείωνε ο πόλεμος, θα ξαναγυρνούσε σ’ αυτά τα μέρη και θα πήγαινε να τη βρει! Με οποιοδήποτε τίμημα!... Ήταν δική του. Το ίδιο πίστευε  κι αυτή γι’ αυτόν! Του είχε πει σε μια στιγμή τρελού πάθους, ότι της  ανήκει. Ότι ήταν δικός της και θα τον αποκτήσει, ότι κι αν γί-νει και ότι κι αν τής ζητηθεί να θυσιάσει!... 
Άκουσε λυγμούς. Μα δεν ανησύχησε. Ήξερε ότι ήσαν δικοί του…  Άλλωστε, από ώρα ένιωθε καυτές σταγόνες να κυλούν από τα μάτια του, πάνω στο πρόσωπό του…
    Και γιατί να περιμένει να τελειώσει ο πόλεμος; Τι σχέση έχει ο πόλε-μος με τη δική του τη ζωή; Άλλωστε αυτός, μόλις τη γνώρισε, δηλαδή όταν ένιωσε ποια ήταν η πραγματικά δική του ζωή, λιποτάχτησε από τον πόλεμο!... Πού πάει λοιπόν τώρα; Να παραδοθεί στον ελληνικό στρατό; Μα αυτοί θα τον περάσουν στρατοδικείο! Θα τον κηρύξουν λιποτάχτη εν καιρώ πολέμου και θα τον εκτελέσουν!... Ποιο ελαφρυ-ντικό θα τον σώσει; Εγκατέλειψες τη μονάδα σου, θα του πουν, για να κοιμηθείς με μια Τουρκάλα; …Θα του «πουν»!… Τρόπος του λέγειν. Σι-γά μην του πουν τίποτα!... Όλα θα γίνουν σιωπηλά… Ό μόνος θόρυβος που θ’ ακουστεί, θα βγει από τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσμα-τος!…
    Θα γυρίσει πίσω στη Γιουλμπαχάρ. Άλλωστε δαγκώνοντας τα χείλη της σε μια στιγμή, του είπε να μείνει!... Ότι ο μπαμπάς της  είναι καλός και θα τον φροντίσει, όταν μάλιστα θα δει τι νιώθει η κόρη του γι αυ-τόν… Θα τον συμπαθήσει μάλιστα, γιατί θα διαπιστώσει επίσης, ότι αξίζει και σαν άνθρωπος!... «Ξέρεις πόσο μοιάζετε σαν  χαρακτήρες  εσύ με τον μπαμπά μου;» του είχε πει σε κάποιαν άλλη στιγμή το κορί-τσι χαμογελώντας!... 
    Σηκώθηκε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει τη ρεματιά. Έφτασε στο χείλος της κι άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Είχε ξημερώσει. Κοίταξε προς τα σπί-τια. … Από πολλήν ώρα άκουγε λαλήματα κοκοριών και διάφορους άλλους θορύβους, αλλά δεν παρατήρησε κάποιαν ύποπτη κίνηση. Τι σημασία όμως είχαν όλα ετούτα γι’ αυτόν; Σε μια δυο μέρες θα την κρατούσε πάλι στην αγκαλιά του. Θα την φιλούσε στα χείλη. Και πόσο ωραία ήξερε να τον φιλά!... Άφηνε τα χείλη της να της τα ρουφάει μες στο στόμα του κι αυτή έβγαζε τη γλωσσίτσα της και συναντούσε τη δική του!... Πόσο μαυλιστικά έπαιζαν τότε οι δυο γλώσσες! Και πόσην ώρα κρατούσε αυτό το παιχνίδι!... Τόση, όση χρειαζόταν για να επιθυ-μήσουν τα χείλη τους, κάποιαν άλλην επαφή του σώματος ο ένας του άλλου…   
    Κάθισε στο χείλος της ρεματιάς για να έχει ορατότητα και προσπα-θούσε να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Η γαλήνη τής σκέψης τής Γιουλμπαχάρ τον ηρέμησε τόσο, που ήθελε πια να κοιμηθεί. Ένιωθε,  σαν κάπου εκεί  κοντά να τον περίμενε η γλυκιά της αγκαλιά, για να τον κοιμίσει πάνω στο τρυφερό στήθος της, χαϊδεύοντάς του τα μαλ-λιά!...
    Κατά το μεσημέρι ο Φάνης ξύπνησε. Πριν καλά - καλά προλάβει να πλύνει το πρόσωπό του στο ποταμάκι και να πάρει θέση στη σκοπιά,  ο Μιχάλης κατρακύλησε στον ύπνο σα βαρίδι στη ζυγαριά. Σκούπισε τα νερά από το πρόσωπό του με το  μανίκι του, κάθισε στο ίδιο  ακρι-βώς σημείο που καθόταν προηγουμένως ο Μιχάλης, και βιγλίζοντας πέρα μακριά προς τα σπίτια, διαπίστωσε με μεγάλη του ευχαρίστηση ότι επικρατούσε ησυχία. Έβγαλε τότε με αργές κινήσεις το πακέτο του, το άνοιξε, πήρε το μοναδικό τσιγάρο που του είχε απομείνει και το άναψε.
Τραβώντας τις πρώτες ρουφηξιές, η σκέψη του πέταξε  μαζί με τα σύννεφα του καπνού και έφτασε στο σπιτάκι του στην  Καλλιθέα!...  Αχ τα γερόντια του, πόσο τα είχε πεθυμήσει!.. Η νοσταλγία κατάκλυσε την καρδιά του όταν έφερε στο μυαλό του το πρόσωπο της μητέρας του, που καθρέφτιζε τη  φροντίδα και την αγάπη προς το στερνοπαίδι της, που σπούδαζε και ήταν γεμάτο φροντίδες για να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του στο Πολυτεχνείο όπου φοιτούσε… Το φαγητό του ποιοτικό και μαγειρεμένο με ιδιαίτερη προσοχή, το χτυπητό του το αυγό και ο καφές, πάντα στην ώρα τους, η ησυχία που επέβαλλε, ό-χι μόνο μέσα στο σπίτι, αλλά και στη γειτονιά, για να μην αποσπούν την προσοχή τού κανακάρη της και τον εμποδίζουν να συγκεντρώνε-ται στη μελέτη του!... Αμ’ ο πατέρας του; Χαμογέλασε, καθώς ήρθε στο νου του η ικανοποίηση και ο θαυμασμός που έβλεπε στο  πρόσωπό του, όταν με τους συγγενείς ή τους γνωστούς η συζήτηση ερχόταν σ’ αυτόν!...
-Χμ! Μια χαρά  τα καλοναρχούμε τα σκέδια!... Άντε και του χρόνου να τελειώσει να δούμε!... Να του ανοίξουμε γραφείο να φκιάνει τα σπι-τάκια του κοσμάκη, να ξανασάνουμε λιγάκι κι εμείς με την κερά... Να ξεπληρώσουμε και τα χρέγια μας!...
Που νά ’ξερε, ότι μόλις θα τελείωνε τις σπουδές του, θα του τον  άρπαζε η «μαμά πατρίς», αδιάφορη για τα «χρέγια» του, για τα σπιτά-κια του κοσμάκη, αλλά και για τα γεράματα τα δικά του και της κυράς του…
 Μαζί, ήρθαν και οι πιο παλιές! Οι παιδικές θύμισες!... Όταν γυρνού-σε στις αλάνες, περιπλανιόταν στους καλλιθεάτικους ελαιώνες με όλο εκείνο το τσούρμο των γειτονόπουλων και παίζανε πετροπόλεμο τους  Έλληνες και τους Τούρκους! Αγωνίζονταν για τη νίκη που θα τους χά-ριζε την τιμή να είναι αυτοί οι Έλληνες! Πάντα αυτοί που νικούσαν  πα-νηγύριζαν τον τίτλο του Έλληνα και αυτοί που έχαναν, έσκυβαν το κε-φάλι και περίμεναν την επόμενη «μάχη», για να «βάλουν τα δυνατά τους» να νικήσουν και να πάρουν αυτοί τον τίτλο του Έλληνα! Μέχρι που μια μέρα, η πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι, τον πήραν τα αίματα, έ-γιναν γνωστές οι δραστηριότητες τους στους γονιούς και μπήκαν σε μόνιμη επιτήρηση…Έτσι, τα αντίπαλα στρατόπεδα συνθηκολόγησαν αναγκαστικά και ο πόλεμος τερματίστηκε!  Επικράτησε ειρήνη και οι καημένες οι πέτρες βρήκαν την ησυχία τους!... Πόσο όμορφα και γρή-γορα περνούν οι ώρες, όταν έχεις τέτοιους επισκέπτες να σου κάνουν παρέα!... 
Όταν ξύπνησε ο Μιχάλης, ό ήλιος έγερνε να δύσει. Πήγε και κάθισε δίπλα στο Φάνη, άναψαν τσιγάρο, ύστερα τού μίλησε για τις πρωινές σκέψεις που είχε κάνει και του ανακοίνωσε την απόφασή του. Ο Φά-νης τον κοίταξε με μεγάλην έκπληξη και απορία.
    -Τρελάθηκες; Έτσι νομίζεις πως βγαίνουν οι λιποτάχτες; Πόσοι και πόσοι καθυστερούν στις πορείες και χάνουν και ένα και δύο προσκλη-τήρια; Άλλος με κάποιο τραύμα, άλλος γιατί είναι τσακισμένος από την κούραση… Άλλωστε ό λόχος σου δεν υπάρχει πια! Διαλύθηκε! Τα έγγραφά του, βρίσκονται στα χέρια των εχθρών μας!... Ή μήπως νο-μίζεις πως ο γέρος θα σε γλυτώσει από το μένος των Τούρκων χωρια-τών! Μήπως πιστεύεις ότι θα σε κρύψει; Κούνια που σε κούναγε, καη-μένε Μιχάλη!...  Θα ρισκάρει να παίξει το κεφάλι του κορώνα γράμμα-τα!... Ξέρεις τι τον περιμένει κι αυτόν, όταν θα σε ανακαλύψουν!  Η ί-δια τύχη που περιμένει κι εσένα!… Ούτε να διανοηθείς ότι οι συμμορί-τες θα σε παραδώσουν στον επίσημο τουρκικό στρατό. Θα σε σφά-ξουν αμέσως!...
   Ο Μιχάλης τον άκουγε σκεφτικός. Ο φίλος του είχε δίκιο. Θα δημι-ουργούσε προβλήματα στην Γιουλμπαχάρ και τον πατέρα της, η επισ-τροφή του σε αυτή τη φάση. Ήταν υποχρεωμένος να περιμένει, ώστε να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για να γυρίσει στην ευτυχία. Έ-πρεπε να επιστρέψει στην καλή του τη  Γιουλμπαχάρ, σαν ταξιδευτής.  Όχι σαν στρατιώτης του εχθρού… Οι χθεσινές του σκέψεις ήσαν ευσε-βείς πόθοι… Όπως θα ήθελε αυτός να έχουν τα πράγματα και όπως  θα έπρεπε να είναι, σε μια υγιή κοινωνία. Κι αυτήν την εποχή, οι κοινω-νίες ήσαν άρρωστες βαριά… Ζούσε όμως και σκεφτόταν έξω από την κάθε πραγματικότητα κι αυτό γιατί ονειροβατούσε υπνωτισμένος στο όραμα της Γιουλμπαχάρ… Μέσα στην εξωτική αύρα της!... Ήταν μαγε-μένος!...
  Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Αισθάνονταν κι οι δυο τους,  ξεκούραστοι και αποφασισμένοι… Έτοιμοι να αγωνιστούν για τη ζωή τους κι αν η μοίρα, τούς φέρει αναποδιές, να πουλήσουν ακριβά το το-μάρι τους!... Ο Φάνης ήταν οπλισμένος με ένα στιλέτο, που είχε βρει στην αγορά της Σμύρνης τις μέρες της απόβασης. Του άρεσε και το α-γόρασε… Είχε μάλιστα εκπαιδευτεί από μόνος του, μ’ επιμονή κι υ-πομονή, ώσπου έφτασε  πια σε σημείο, ώστε να το μεταχειρίζεται τα-χυδακτυλουργικά. Δεν έχανε το στόχο του από απόσταση μέχρι δε-καπέντε μέτρων!  
Πρώτο λόγο όμως είχαν οι προμήθειες. Νερό είχαν. Γέμισαν τα πα-γούρια τους από το ποταμάκι. Έπρεπε να βρουν ψωμί και ότι άλλο προσφάι θα είχαν την ευγενή καλοσύνη να τους προσφέρουν οι συ-νάνθρωποί τους, με το  καλό ή και με το άγριο ακόμη. Γιατί η επιβίωση είναι ιερό πράγμα! Δεν μπορεί κανείς να παίζει μαζί της!…
    Πλησίασαν με επιφυλακτικότητα και προσοχή στα σπίτια και έκα-ναν μια σύντομη ανίχνευση, για να αξιολογήσουν το μέγεθος του κιν-δύνου που καραδοκούσε. Δεν πρέπει να ζούσαν εκεί, πιο πολλές από δυο - τρεις οικογένειες. Ήταν ένας οικισμός… Ούτε καν χωριό θα μπο-ρούσε κανείς να το πει. Πλήρης ησυχία βασίλευε παντού και δεν μπο-ρούσαν ακόμα να αποκλείσουν, ότι τα σπίτια θα ήσαν άδεια από κα-τοίκους. Διάλεξαν στην τύχη ένα απ’ αυτά, πέρασαν τη μικρή αυλή του και στάθηκαν μπροστά στην πόρτα. Ο Μιχάλης με το πιστόλι στο χέρι την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Μια γριούλα έστρωνε το τραπέζι κι ένας γέρος καθόταν και περίμενε το δείπνο.
    Δεν έδειξαν να ξαφνιάζονται ιδιαίτερα! Ίσως να είχαν και άλλες πα-ρόμοιες επισκέψεις…Αυτό έκανε τους δυο δραπέτες να πάρουν ένα μειλίχιο ύφος καθώς τους ζητούσαν ψωμί και ότι άλλο είχαν την καλή  διάθεση να τους δώσουν, για να διατηρηθούν στη ζωή. Ο Φάνης τους εξηγούσε με ευγενικές χειρονομίες ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα αν δεν τους περίσσευε τροφή για να τους δώσουν. Άλλωστε το σπίτι  έδειχνε τόσο στερημένο, που τους αφαιρούσε κάθε δικαίωμα και δεν είχε κανένα νόημα να διεκδικήσουν από φτωχούς και ηλικιωμένους ανθρώπους σαν κι αυτούς, το παραμικρό! Οι γέροι ανταποκρίθηκαν σχετικά γενναιόδωρα. Ευχαρίστησαν τοποθετώντας το δεξί τους χέρι στο σημείο της καρδιάς, ελπίζοντας να καταλάβουν ότι στη διεθνή γλώσσα της παντομίμας σημαίνει ευχαριστώ, βγήκαν και απομακρύν-θηκαν  γρήγορα προφυλαγμένοι από το σκοτάδι.
    Έβγαλαν πολλή δουλειά εκείνη τη νύχτα. Τα πόδια τους γεροδεμένα, κατάπιναν τα χιλιόμετρα διψασμένα. Όταν άρχισε να χαράζει, έκαναν τον απολογισμό τους: Νέκρα. Απουσία εχθρών και δικών! Διανυθέντα χιλιόμετρα: πενήντα; Ίσως και εξήντα. Και ακόμα τίποτα! Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τα ελληνικά «στρατά»! Μαύρες σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό τους…Έπρεπε όσο το δυνατό πιο σύντομα να μάθουν νέα. Με μια μικρή παράκαμψη από τη χαραγμένη πορεία τους, θα περνούσαν από ένα χωριό με αρκετούς Έλληνες. Ο Μιχάλης είχε  γνωρίσει μερικούς απ’ αυτούς, χωρίς να θυμάται και τα ονόματά τους. Έπρεπε λοιπόν να περάσουν απ’ αυτό το χωριό, να ψάξουν προσεχτι-κά, να βρουν κάποιον απ’ αυτούς και να μάθουν τα νέα των τελευ-ταίων ημερών, καθώς και πού βρίσκεται αυτήν τη στιγμή η γραμμή του μετώπου.     
    Το σούρουπο ξεκίνησαν και πάλι τον αγώνα δρόμου προς τη σωτηρί-α. Μετά από αρκετές ώρες συνεχούς πορείας χωρίς διακοπή, έφτασαν στις παρυφές του χωριού. Ο Μιχάλης λειτουργούσε σαν πραγματική πυξίδα!... Τώρα όμως, άρχιζαν τα δύσκολα… Με ποιον τρόπο θα γινό-ταν η προσέγγιση… Πρόβλημα δυσεπίλυτο, έως άλυτο! Θα έμπαιναν νύχτα στο χωριό; Και ποια πόρτα θα χτυπούσαν; Δεν ήξερε κανένα σπίτι Έλληνα. Ούτε ο Μιχάλης, αλλά ούτε ο Φάνης. Να μπουν μέρα και να σεργιανίσουν στην αγορά μήπως δουν κάποιο γνωστό πρόσωπο, να το σταματήσουν και να πιάσουν συζήτηση μαζί του;
    Βέβαια τα ρούχα που τους είχε προμηθεύσει η Γιουλμπαχάρ ήταν  τούρκικα και δεν θα κινούσαν υποψίες. Αλλά αν κάποιος τους μιλού-σε; Αν τους ρώταγε κάτι; Τι θα του απαντούσαν; Αφού δε θα ήξεραν ούτε τι τους ρωτά, ούτε την τούρκικη γλώσσα για να του απαντήσουν.  Φαίνεται ότι η παράκαμψη από την ευθεία που είχαν χαράξει στην πο-ρεία τους, ήταν άστοχη. Απλά πρόσθεσε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα στην πλάτη τους… Είχε πια ξημερώσει. Και από την αμηχανία τους πε-ρί του πρακτέου, τους απάλλαξε η ώρα του ύπνου. Όπως πάντα πρώ-τος είχε σειρά ο Φάνης.
    Ο Μιχάλης δεν είχε πια τι να σκεφτεί. Μόνον εικόνες περνούσαν απ’ το μυαλό του. Φωτογραφίες! Η Γιουλμπαχάρ σε διάφορες πόζες. Τις ώ-ρες της μοναξιάς, είχε για παρέα του αυτό το θεϊκό όραμα. Την ψυχα-γωγία του. Την αγωγή της ψυχής του προς την τελειότητα!... Μήπως  δεν επιθυμούσε να γυρίσει στους γονείς του; Στο σπίτι του; Στο χωριό του; Τα ήθελε όλα αυτά. Αλλά ήσαν τα αστέρια. Μόλις εμφανίστηκε ο ήλιος στον ορίζοντα της ζωής του, όλα τα αστέρια του, ξεθώριασαν…  Χάθηκαν και άφησαν τη μνήμη του άδεια, για να χωρέσει το ξαφνικό  μεγαλείο που του επιφύλαξε η μοίρα του! Ή μάλλον εκείνα τα καημέ-να τα αστεράκια δεν εξαφανίστηκαν εντελώς· έγιναν ένα ευχάριστο φόντο. Μια φωλιά για να ξεκουράζει την ταλαιπωρημένη από την ερω-τική ηδονή και αγωνία, ψυχή του.
 Μεσημέριασε. Ο ήλιος έκαιγε βασανιστικά. Αλλά αν πήγαινε να κα-θίσει κάτω από τη σκιά, δεν θα είχε ορατότητα. Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του, τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του για στέγαστρο κι έμεινε στο πόστο του. Σε λίγο, πάνω στη στιγμή που άναψε τσιγάρο, ο Φάνης ξύ-πνησε. Τεντώθηκε, έκανε μερικές αργές κινήσεις για να ξεμουδιάσει και να διώξει τα υπολείμματα του ύπνου από πάνω του, έγνεψε στον  Μιχάλη να πάει για ύπνο και ανέλαβε υπηρεσία. Κι αυτός, αφού αποτε-λείωσε το τσιγάρο του, απεσύρθη νυσταγμένος στα ιδιαίτερά του δι-αμερίσματα για ν’ αναπαυτεί!…
Σήμερα οι ώρες περνούσαν πληκτικά για το Φάνη! Οι σκέψεις που γυρόφερναν στο μυαλό του δεν ήσαν διόλου ευχάριστες! Είχαν τα χα-ρακτηριστικά στριφνών γρίφων δυσεπίλυτων και διαφόρων υποθέ-σεων για το τι είχε συμβεί στο μέτωπο. Έκανε αποτυχημένες απόπει-ρες να σχεδιάσει μέσα στο μυαλό του, τι όφειλαν να κάνουν, πώς έ-πρεπε να πορευτούν… Αλλά χωρίς τα κατάλληλα δεδομένα, είναι δυ-νατόν τα προβλήματα να βρουν τη λύση τους; Κι όταν κατά το σού-ρουπο ξύπνησε ο Μιχάλης, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στον ίδιο παρανομαστή. Δεν ήξεραν ποιο από τα δύο θα έπρεπε να κάνουν: Να φύγουν και να πορευτούν προς το άγνωστο; Ή να περιμένουν μια με-ρα τουλάχιστον ακόμη, τον από μηχανής θεό; Δηλαδή τις εξελίξεις των πολεμικών επιχειρήσεων, που ίσως θα τους έδειχναν ότι οι στόχοι τους ήσαν λαθεμένοι και θα τους οδηγούσαν στο χάραγμα νέας πορεί-ας!... Εν τω μεταξύ έτρεχε κι ένα άλλο πρόβλημα: Οι προμήθειες τελεί-ωναν και θα έπρεπε να κάνουν νέα «ληστεία» για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην!... 
    Τη νύχτα είχαν και οι δύο ρεπό, γιατί δεν είχαν την ψυχική αντοχή να συνεχίσουν να βαδίζουν στα τυφλά. Μια απογοήτευση που ίσως συνοδευόταν από άσχημα προμηνύματα που ένιωθαν κι οι δυο, μάρ-γωσε το κουράγιο τους. Έγειραν σιωπηλοί παραδομένοι ο καθένας στις δικές του ιδιαίτερες σκέψεις… Ο Φάνης είχε δείξει μια τάση να τον πλησιάσει και να ενδιαφερθεί να μάθει για την προσωπική ζωή του Μιχάλη, να του συμπαρασταθεί ανυστερόβουλα. Όμως μπροστά στο σκοτεινό και διαρκώς αφηρημένο του ύφος, δεν ήταν εύκολο να φανεί αδιάκριτος και να διακόψει τις σκέψεις τού συντρόφου του πόσο μάλλον που φαινόταν καθαρά, ότι ή αιτία της σιωπής του ήταν το κεραυνοβόλο περιστατικό που είχε εισβάλει στη ζωή του, με τη μορφή αυτής της όμορφης Τουρκοπούλας… Κατάφερε να έρθει στη θέση του, κατανόησε το σαράκι που του έτρωγε την καρδιά και τον άφησε να ρυθμίσει μόνος την θεραπεία του. Στον έρωτα και στο θάνατο ο άνθρωπος πορεύεται μόνος του. Αυτό είναι κοινή πεποίθηση. Ο Φάνης σε μια δυο ώρες αποκοιμήθηκε. Του Μιχάλη όμως δεν του κόλλαγε ύπνος. Δεν είχε και τσιγάρο να καπνίσει…
    Η νηνεμία και η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, βοήθησαν το διακριτικό τρίξιμο που ακούστηκε σε μια στιγμή, να διαλύσει το αρα-χνοΰφαντο πέπλο των θελκτικών σκέψεων και ελκυστικών φαντασι-ώσεών του. Άκουσε λοιπόν βήματα να τρίζουν κατά διαστήματα πάνω στα ξερόφυλλα. Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Έμεινε ακίνητος κρατώντας μέχρι και την αναπνοή του. Πήρε στο χέρι του το πιστόλι, χωρίς να σηκωθεί από το μέρος που καθόταν. Τα βήματα πλησίαζαν προς το μέρος του, ώσπου σε λίγο ξεχώρισε πιο καθαρά ότι μάλλον ήσαν βήμα-τα ανθρώπου κι έπειτα είδε μια σκιά να περνά από μπροστά του σε α-πόσταση πέντε περίπου μέτρων. Φάνηκε σίγουρα ότι ο άγνωστος προχωρούσε επιφυλακτικά, βαδίζοντας με προσοχή και γυρνώντας διαρκώς το κεφάλι του προς όλες τις διευθύνσεις, μήπως τον διακρίνει ή τον παρακολουθεί κανείς, σημάδι ότι ήταν κι αυτός καταζητούμε-νος· δηλαδή κυνηγημένος όπως αυτοί. Ό ίδιος δεν είχε αντιληφθεί κα-θόλου την παρουσία του Μιχάλη έτσι ακίνητος και καλυμμένος όπως ήταν πίσω από ένα βραχώδες ύψωμα του εδάφους και συνεχίζοντας ανυποψίαστος την πορεία του άρχισε ν’ απομακρύνεται. Όταν διαπί-στωσε με βεβαιότητα, ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς τουλάχιστον από κοντινή απόσταση, δηλαδή ότι μάλλον ήταν μόνος του, ο Μιχάλης του φώναξε:  
-Πατριώτη…
Ο άγνωστος πέτρωσε για λίγα δευτερόλεπτα στη θέση που τον βρή-κε το άκουσμα της φωνής του Μιχάλη κι ύστερα σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
-Για… κόπιασε προς τα ’δω…
Συμπλήρωσε μαλακά ο Μιχάλης. Ο άγνωστος τότε πήρε θάρρος:
-Δραπέτης είσαι κι εσύ φίλε μου; Καλώς τα δέχτηκες…
Είπε ο άγνωστος, πλησίασε ανακουφισμένος τον Μιχάλη και κάθισε δίπλα του.
-Δεν έχεις παρέα;
Τον ρώτησε ο Μιχάλης.
-Τι να την κάνω και τι να με κάνει η παρέα; Στο θάνατο πάει κανείς μόνος του!...
    Ήταν ένας δραπέτης, που είχε δραπετεύσει από το χωριό του! Από το σπίτι του!... Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και του πρόσφερε. Μετά έβαλε και ένα άλλο στο στόμα του. Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του να του το ανάψει με το τσακμάκι του και στο φώς της φλόγας τον γνώρι-σε… Καλό κουμάσι ήταν!... Γέννημα και θρέμμα του χωριού, από Έλ-ληνες γονείς και παππούδες. Ο Γρηγόρης με τ’ όνομα!... Όταν ο ελληνι-κός στρατός  κατέλαβε το χωριό, πρώτη του δουλειά ήταν να δώσει τα διαπιστευτήριά του στο στρατιωτικό διοικητή! Από τότε, κάθε τρεις τέσσερις μέρες, χτύπαγε την πόρτα τού γραφείου του και κλεινόταν μέσα μαζί του αρκετήν ώρα, σε μυστικές διαβουλεύσεις!... Έδινε τις αναφορές του κι έπαιρνε τις κατευθύνσεις του. Τώρα… τι κατευθύν-σεις ήσαν αυτές;  Ένας θεός το ξέρει. Δούλευε μυστικά, για την Ελληνι-κή στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών.
  Όλοι εκείνοι που διατηρούσαν κάποιο ίχνος αντικειμενικότητας, έ-λεγαν, ότι για τα σημαντικότερα έκτροπα που συνέβαιναν στον τούρ-κικο πληθυσμό μετά την επιβολή της ελληνικής εξουσίας, δηλαδή ανε-ξιχνίαστες δολοφονίες, μεθοδευμένες και μπερδεμένες δίκες με ύπο-πτους μάρτυρες, δημεύσεις και αλλαγές ιδιοκτησιών διάφορων πε-ριουσιακών στοιχείων και άλλα πολλά, μεγάλο μερίδιο ευθύνης είχεν αυτή η υπηρεσία και οι μυστικοί πληροφοριοδότες της. Δηλαδή οι ντό-πιοι Έλληνες ως επί το πλείστον, που ανάμεσά τους ήταν και ο Γρη-γόρης.
Και βέβαια για τον εαυτό τους δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό τους ότι ήσαν μάλλον κοινοί ρουφιάνοι, αλλά επιφυλάσσονταν να κρα-τήσουν για τα τομάρια τους, τον τίτλο του φροντιστή, φύλακα και δι-αχειριστή του ελληνικού ιδεώδους!... Ο κομπασμός τους λοιπόν να δι-αδίδουν οι ίδιοι τη σιχαμερή τους δραστηριότητα σ’ εκείνους που τους «έγλυφαν» στήνοντάς τους ταυτόχρονα την παγίδα της ομολογίας τους, όσο και αν πρόσεχαν, πού διηγούνταν με υπεροψία τις σπιουνιές τους, έφερε το αποτέλεσμά της: Σε λίγους μήνες, όλα αυτά τα άτομα ή-σαν γνωστά και στο πιο αδιάφορο αλητάκι του χωριού, αλλά και σε πολλούς κατοίκους γειτονικών χωριών! Με λίγα λόγια είχαν γίνει βού-κινο από τον ίδιο τον εαυτό τους!...
    Με τις πρώτες πληροφορίες λοιπόν της κατάρρευσης του μετώπου, ο «κύριος» Γρηγόρης στράφηκε προς ορισμένα πρόσωπα, που διατη-ρούσε τη γνωριμία τους με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για «σωσίβιες λέμβους» στην περίπτωση που δε θα πήγαιναν καλά τα πράγματα! Γε-νικά… για κάθε ενδεχόμενο που κάτι θα στράβωνε! Και αυτά τα πρό-σωπα ήσαν αξιωματούχοι, κυρίως της ύπατης αρμοστείας, που δεν εί-χαν εκτεθεί με πράξεις που στρέφονταν απροκάλυπτα ενάντια στα συμφέροντα του τούρκικου πληθυσμού, όπως είχε κάνει αυτός, που είχε λερωμένη τη φωλιά του.
Δεν ήρθαν όμως τα πράγματα όπως τα σχεδίασε! Τα πρόσωπα αυ-τά, ενώ τον διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από το ενδεχόμενο της τούρκικης επικράτησης και θα φρόντιζαν να καλύ-ψουν τον εαυτό τους, αλλά μαζί μ’ αυτούς να τον υποστηρίξουν κι αυ-τον, μέσω ορισμένων γνωριμιών τους με ανώτατα τούρκικα στρατιω-τικά στελέχη, την τελευταία στιγμή ανακάλυψαν ότι όλες οι προβλέ-ψεις τους αποδείχτηκαν λαθεμένες, ακόμα και γι’ αυτούς τους ίδιους, οι ελπίδες τους φρούδες και πριν προλάβουν να τον ειδοποιήσουν τον «καημένο», εξαφανίστηκαν, ταυτόχρονα με την εισβολή των πρώτων τούρκικων μονάδων στο χωριό. Μόλις και μετά βίας πρόλαβε, όταν διαπίστωσε ότι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, να κάνει κι αυτός το ίδιο και την ώρα που έμπαιναν οι Τούρκοι στο χωριό έφυγε τρέχο-ντας να κρυφτεί στο βουνό!... Έτσι, βρέθηκε στην ίδια μοίρα μ’ αυ-τούς… Αποκλεισμένος στα μετόπισθεν του εχθρού…              
     Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα του παρουσιαζόταν θα τους πουλούσε.  Θα τους πρόδιδε αν επρόκειτο με αυτόν τον τρόπο να σώσει το τομάρι του! Για την ώρα όμως, μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος. Ήξερε πολύ καλά την τούρκικη γλώσσα, τους έδωσε και όλες τις πληροφορίες που χρειάζονταν και που ήσαν αρκετά διαφωτιστικές, ώστε, όση μαυρίλα θλίψη και απόγνωση κι αν πότισαν τις καρδιές των δυο παλικαριών, αποφάσισαν να αλλάξουν σχέδιο και να διαγράψουν διαφορετική πορεία. Τα ελληνικά στρατεύματα α-ποχωρούσαν! Εγκατέλειπαν τη Μικρασία στην τύχη της! Και αυτή η απόδραση των ελληνικών όπλων, γινόταν από μια συγκεκριμένη πα-ραλιακή πόλη νοτιοδυτικά της Σμύρνης. Το Τσεσμέ… Ο δρόμος τους πλέον περνούσε από διαφορετικές λαγκαδιές και άλλα φαράγγια. Και το σπουδαιότερο: Τα χιλιόμετρα που είχαν τώρα να διανύσουν για να φτάσουν σ’ εκείνο το λιμάνι,  ήσαν  απέραντα!...  Περίπου  τετρακό-σια!...  Γιατί οι  Τούρκοι  δυστυχώς… είχαν καταλάβει τη Σμύρνη!... 
Μέχρι εκεί έφτασε λοιπόν η κατρακύλα του ελληνικού στρατού!  Δεν μπόρεσαν  να κρατήσουν ούτε καν τη  Σμύρνη! Την έχασαν μέσα σε λίγες ημέρες! Δεν την διατήρησαν ούτε για λίγο καιρό, ώστε να προλά-βουν να κάνουν μιαν αξιοπρεπή συνθηκολόγηση για να προστατέψουν τους πολίτες από τις σφαγές των αμάχων που θα επακολουθήσουν στα σίγουρα. Εκεί λοιπόν κατάντησε, ή μάλλον τον κατάντησε η στρα-τιωτική και πολιτική ηγεσία του, τον περίφημο ελληνικό στρατό, που δοξασμένος προέλαυνε, εμπνέοντας την εμπιστοσύνη στον ελληνικό πληθυσμό και να που τώρα μετετράπη σε μια μάζα κουρελήδων που έτρεχαν να σωθούν… Που το είχαν βάλει στα πόδια κυνηγημένοι!... Δεν ήταν μπορετό αυτή η είδηση να μη χυθεί σαν ηφαιστειακή λάβα και να μη μαραζώσει τις καρδιές των δύο νέων… Αλλά τι να γίνει;  Όλα μέσα στη ζωή κινούνται και παίζονται…
 Όλην την άλλη μέρα μια απέραντη θλίψη ανάκατη με απελπισία εί-χε πλακώσει τις καρδιές των παιδιών. Ο δρόμος για τον αγώνα της σω-τηρίας τους είχε μακρύνει τόσο πολύ, που τους φαινόταν απέρα-ντος!...  Έβλεπαν το φως να χάνεται από τα μάτια τους και ένιωθαν να κινούνται θαμμένοι μέσα σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, με τα όνειρά τους έ-τοιμα να σβήσουν… 
Ξεκουράζονταν και φύλαγαν σκοπιές οι δυο τους εναλλάξ, ενώ τον Γρηγόρη τον άφηναν ελεύθερο υπηρεσίας, ώσπου ερχόταν το σούρου-πο, ο πολυτιμότερος προστάτης τους κι ετοιμάζονταν οι τρεις τους, να ξεκινήσουν τη νέα τους πορεία. Όταν νύχτωνε για τα καλά ξεκινού-σαν.
Πώς μπορεί με λέξεις να ζωγραφιστεί μια μαύρη καρδιά; …Η καρδιά του Μιχάλη. Τα βήματά του μέρα με τη μέρα, λεπτό το λεπτό, τον οδη-γούσαν όλο και πιο μακριά της, ενώ η καρδιά του, οι αισθήσεις του κι ο νους του, πλησίαζαν όλο και πιο κοντά σ’ αυτήν!... Τώρα πια, δεν τον δεχόταν ούτε η Σμύρνη! Έπρεπε να εξοριστεί, ακόμα πιο μακριά της!... Να περάσει πόντους και θάλασσες! Διωγμένος στην άκρη της γης!... Περπατούσε μες το σκοτάδι σαν υπνωτισμένος. Δεν είχε καμία διαφο-ρά, αν ονειρευόταν ξύπνιος ή κοιμισμένος, γιατ’ ήσαν τόσο ζωντανές οι εικόνες που σχηματίζονταν με τη βοήθεια της φαντασίας μέσα στη σκέψη του!... Σκόνταφτε στους βράχους, τρέκλιζε, γλίστραγε στις πέ-τρες, πολλές φορές έχανε την ισορροπία του και κυλιόταν κατά γης…  Ό Φάνης είχε πια συνειδητοποιήσει ότι ο ένας από τους συνοδοιπό-ρους του ήταν «άρρωστος» (άσχετα που τον ζήλευε γι’ αυτήν του την αρρώστια) κι ο άλλος αμφίβολης ηθικής και τους πρόσεχε και τους δύο. Το έναν σαν αδελφός, τον άλλον σαν φύλακας. 
    Οι νύχτες τέλειωναν και ο Γρηγόρης ταλαιπωρημένος, έπεφτε ξε-ρός στον ύπνο. Δεν ήταν συνηθισμένος στις πορείες, είχε και τα πα-ραπανήσια κιλά του, ήταν να τον «κλαίν’ κι οι ρέγκες»… Ροχάλιζε σα δράκος κι ο Φάνης πήγαινε να κοιμηθεί σαράντα μέτρα μακριά. Όταν ξύπναγε ο Φάνης συνήθως ξύπναγε κι ο Γρηγόρης ορεξάτος να φυλάξει σκοπιά. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολη δουλειά να κοιτάς γύρω σου κι αν δεις κάτι ύποπτο να ξυπνάς τους άλλους να καθαρίσουν. Τους έλεγε γελώντας. Ο Φάνης όμως, παρά το ότι αναγνώριζε ένα δείγμα φιλοτι-μίας, σ’ αυτήν του την πρόταση, δεν του είχε καθόλου εμπιστοσύνη και τον παρακολουθούσε με λοξές ματιές. Οι σχέσεις τους, έκαναν πολλές φορές τον Μιχάλη να γελάσει.
-Η ηλικία σου Γρηγόρη μου είναι ηλικία ταγματάρχη!... Φυλάνε οι ταγματάρχες σκοπιές; Αν είναι δυνατόν!...
Συνήθως όταν μοίραζαν το φαγητό τους, που ο Φάνης του έδινε τη μικρότερη μερίδα, για να του κάνει δίαιτα και να τον αδυνατίσει. 
-Για το καλό σου φροντίζω!...
Του τόνιζε…  Αυτός τότε στραβομουτσούνιαζε και παραπονιόταν:
-Πολύ ωραία!... Αυτός που φέρνει το ψωμί, να μένει πεινασμένος!...
Γιατί ως γνώστης της γλώσσας ήταν επιφορτισμένος να μπαίνει μπροστά και να χτυπάει αυτός την κάθε άγνωστη πόρτα του «τυχε-ρού» που θα «λήστευαν» κάθε φορά.
    Έτσι περνούσαν οι νύχτες και οι μέρες των θηραμάτων του πολέμου. Κι αυτός, γιγάντιος, με τα ντουφέκια και τα σκυλιά του, τους έστηνε τα καρτέρια του και τους έστρωνε ξόβεργα για να περάσουν!... Ευτυ-χώς όμως, περνούσαν μέχρις αυτήν τη στιγμή σχετικά ανώδυνα. Γιατί οι περισσότεροι Τούρκοι ξωμάχοι είχαν καλή καρδιά. Κατά βάθος λυ-πόνταν τα καημένα τα παιδάκια που τρέχανε και κρύβονταν σαν αγρί-μια, κυνηγημένα από τους φανατισμένους εθνικιστές που είχαν περά-σει την κόκκινη γραμμή που χωρίζει την έννοια του πατριώτη από την έννοια του δολοφόνου!... Έτσι, οι αγνοί Τούρκοι χωρικοί, τους έδιναν ότι ζητούσαν και διέθεταν βέβαια, από τρόφιμα, πολλές φορές αν εί-χαν τους έδιναν και καπνό και όταν έφευγαν και απομακρύνονταν τρέχοντας, αυτοί δεν ειδοποίησαν ποτέ, κανένα απόσπασμα, να τους κυνηγήσει! Φυσικά αυτό ίσχυε για τους ξωμάχους που δεν είχε τύχει να πέσουν αθώα θύματα των ελληνικών πράξεων βαρβαρότητας, κάποιο δικό τους πρόσωπο ή κανένα γνωστό τους. Γιατί αυτούς που είχαν τέτοια θύματα, η εκδικητικότητα, τούς μετέτρεπε σε άγρια κι ανήμερα θηρία! Όμως κι αυτοί, ποιος μπορεί να πει, ότι δεν είχαν ένα κάποιο δίκιο…
    Νύχτα και πορεία. Το φεγγάρι, το δροσερό αεράκι και ο  έναστρος μαγευτικός ουρανός ανακούφιζαν λίγο τα κουρασμένα βήματά τους… Και ξαφνικά… Γαυγίσματα άρχισαν να ακούγονται, από πολύ κοντινή απόσταση. Σκυλίσιος θυμός, ποδοβολητό και πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, εμφανίζονται τέσσερα κυνηγόσκυλα, που το πιο γρή-γορο χίμηξε για το λαιμό του Γρηγόρη. Αυτός πρόλαβε να προστατευ-τεί με τα χέρια του, αλλά η φόρα του ζώου τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω. Έβγαλε ένα βογγητό πόνου.
Σαν αστραπή ο Φάνης έπεσε πάνω στο σκύλο και τον έσφαξε στο δευτερόλεπτο. Δεν πρόλαβε όμως να σηκωθεί και δυο σκυλιά μαζί  όρμησαν εναντίον του, ενώ συγχρόνως ακούστηκαν τούρκικες κραυ-γές από απόσταση πενήντα περίπου μέτρων. Κάτι σαν: «Αλτ! Μην κουνηθείτε βρωμόσκυλα! Είσαστε κυκλωμένοι!...» Ο Μιχάλης, δεν έχα-σε καιρό και αφού πυροβόλησε το σκύλο που είχε ορμήσει σ’ αυτόν, άρπαξε από το σβέρκο τον έναν από τους δύο που είχαν πέσει πάνω στο Φάνη και τον σκότωσε πυροβολώντας τον εξ επαφής στην κοιλιά, τη ίδια στιγμή που ο τελευταίος σκύλος έπεφτε σφαγμένος από το στιλέτο του Φάνη.
    Απομακρύνθηκαν λίγο από το σημείο της συμπλοκής και στάθηκαν ν’ αφουγκραστούν. Τίποτα δεν ακουγόταν… Απόλυτη σιωπή. Οι τούρ-κικες κραυγές σώπασαν. Προφανώς το σιωπητήριο το επέβαλαν οι δυο πιστολιές του Μιχάλη, που τους φανέρωσαν ότι τα θηράματά τους ήσαν οπλισμένα, ενώ αυτοί έσφαζαν μόνον άοπλους και άμα-χους!... Συνέχισαν ήρεμοι την πορεία τους. Οι μοναδικές απώλειες που είχαν, ήσαν μερικές εκδορές στο δεξιό καρπό του Γρηγόρη. Τάχυναν το βήμα τους σε παραπλανητική πορεία πάνω στους βράχους για να μην αφήνουν ίχνη όσο αυτό ήταν δυνατό, γιατί δεν ήξεραν ποιους θα εύρι-σκαν να  ειδοποιήσουν και θα έστελναν στο κατόπιν τους οι θρασύδει-λοι εκείνοι ανθρωποκυνηγοί.
     Οι ώρες περνούσαν και η χαραυγή τους βρήκε έξω από ένα χωριό, που είχεν έναν «μπιστικό» φίλο ο Γρηγόρης!... Μόλις βραδιάσει θα α-ναλάβει την εκτέλεση μιας ειδικής αποστολής: Συλλογή πληροφορι-ών!... Ο Μιχάλης κι ο Φάνης ασυναίσθητα αντάλλαξαν ματιές γεμάτες νόημα. Ίσως είχεν έρθει η ώρα να δώσει τα διαπιστευτήριά του και σ’ αυτούς!… Έπεσαν οι δυο για ύπνο κι ο Μιχάλης στη σκοπιά. Στην τε-λευταία τους «ληστεία» βρήκαν  και τσιγάρα. Ήταν μια παρηγοριά για τον Μιχάλη το τσιγάρο. Τον βοηθούσε να οικοδομεί τα όνειρά του και να αναπτύσσει τις ιδέες του, όπως ο καπνός που έβγαινε από το βωμό του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών, ενέπνεε την Πυθία στη σύνθεση των χρησμών της.
    Θυμήθηκε ένα τσιγάρο που κάπνισε μαζί με τη Γιουλμπαχάρ, ο έ-νας απέναντι στον άλλον.  Αυτός καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κι αυτή κάπνιζε καθισμένη κάτω στο πάτωμα, πάνω σε μια μαξιλάρα. Πνιγόταν μέσα σ’ αυτή τη θύμηση!... Το πρόσωπό της χανόταν μέσα στους καπνούς που έβγαζ’ απ’ το στόμα της και ξανά εμφανιζόταν, σαν αυτοί διαλύονταν… Κι ήταν τόσο όμορφο!... Αυτός ασυναίσθητα έσκυβε για να μην του ξεφεύγει, ούτε μια από τις κινήσεις της, να την απολαμβάνει καλλίτερα και να χαράσσει ανεξίτηλα την εικόνα της στη μνήμη του κι εκείνη είχε ελαφρά σηκωμένο το κεφάλι της για να τον κοιτά, χαμένη μέσα στους πόθους της, που ξύπνησαν ξαφνικά, την τύ-λιξαν σαν σίφουνας αρπάζοντάς την μακριά από την παιδική ζωή της και μεταφέροντάς την σ’ ένα άλλο χώρο, γεμάτο πόνο, αλλά τόσο γλυ-κό!...
Ανάσαιναν ο ένας την παρουσία του άλλου, μες απ’ τους καπνούς των τσιγάρων τους!... Αυτή η εικόνα έμοιαζε να προμηνύει τη ζωή τους!... Τη Γιουλμπαχάρ θα την ξανάβρισκε. Γι αυτό ήταν σίγουρος!... Αλλά και πάλι θα την έχανε!... Μέσα στους καπνούς της ζωής, θα την έχανε ξανά!... Όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί η Γιουλμπαχάρ ήταν πια μέσα του! Είχε ποτίσει την ψυχή του με το χρώμα της και την ευωδιά της!...
    Μόλις σουρούπωσε ξεκίνησε η επιχείρηση. Οι τρεις «Τούρκοι» πέρα-σαν μερικά στενά δρομάκια του χωριού, χωρίς να συναντήσουν ψυχή. Ο Γρηγόρης στάθηκε έξω από μιαν αυλόπορτα διστακτικός. Δεν ήξερε αν μέσα στο σπίτι, εκτός από το φίλο του και τη γυναίκα του, υπήρχε και κάποιος άλλος. Ένας επισκέπτης, που ίσως μια συνάντηση μαζί του, θα τους δημιουργούσε πρόβλημα. Έστησε το αυτί του και περίμε-νε μήπως ακούσει ομιλίες… Τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Την άνοιξε με προσοχή για να μην ακουστεί και μπήκε στην αυλή. Προχώρησε σ’ ένα στενό λιθόστρωτο διάδρομο κι έφτασε στην πόρτα. Χτύπησε τρεις φο-ρές και περίμενε.
-Ποιος είναι;
Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να ρωτά.
-Ο Γρηγόρης.
Είπε με σιγανή φωνή αυτός. Πριν ανοίξει η πόρτα ακούστηκε να βγαίνει μια αμπάρα. Σημάδι επιφυλακτικότητας ή φόβου. Στο άνοιγμα εμφανίστηκε η μορφή μιας καλοσυνάτης ηλικιωμένης γυναίκας.
-Γεια σου Κυριακή. Είναι μέσα ο Φαίδωνας;
-Εδώ είναι. Έλα…
     Μπήκαν οι δυο, ενώ ο Μιχάλης έμεινε απ’ έξω να φυλάει για κάποιο απρόοπτο. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν δυο τύποι εμφανίστηκαν στην άκρη του δρόμου και πλησίαζαν προς το σπίτι ακολουθώντας πορεία τεθλασμένης. Ο ένας μυξόκλαιγε σιγανά, στο μακρόσυρτο ρυθμό ενός  γνωστού αμανέ. Ο Μιχάλης κρύφτηκε πίσω από τον παραστάτη της αυλόπορτας και σιγοψιθύριζε το σκοπό του τραγουδιού παρακολου-θώντας τις κινήσεις τους. Οι δυο μεθυσμένοι πέρασαν από μπροστά του χαμένοι στον κόσμο τους και χάθηκαν μαζί μ’ αυτόν τον κόσμο το δικό τους, στην άλλη άκρη του δρόμου…
    Όποτε είχαν καινούργιες πληροφορίες, πάντα ήσαν χειρότερες από τις προηγούμενες!... Η Σμύρνη λοιπόν, κατελήφθη από τους Τούρκους όπως ήταν γνωστό και τα ελληνικά στρατεύματα συρρέουν στην πε-ριοχή του Τσεσμέ, απ’ όπου παραλαμβάνονται από πλοία του πολεμι-κού ναυτικού και μεταφέρονται εντός της Ελληνικής επικράτειας. Ως επί το πλείστον, στη Χίο ή στη Μυτιλήνη. Την περιοχή αυτή του Τσε-σμέ, την υπερασπίζει με τη μονάδα του, κάποιος συνταγματάρχης και θα εξακολουθήσει να το κάνει αυτό, μέχρι τελικής πτώσης όπως ο ί- διος είχε δηλώσει, έως ότου αποχωρήσει και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης…
Η ελληνική κυβέρνηση υπηρετώντας τυφλά, τα συμφέροντα των Ελλήνων εφοπλιστών, δεν επιστράτευσε τον εμπορικό στόλο, ούτε καν τον επιφόρτισε με τη μεταφορά Ελλήνων στρατιωτών, με αποτέ-λεσμα να καθυστερεί επικίνδυνα η εκκένωση της Μικρασίας από τα ελληνικά στρατεύματα και να κινδυνεύουν αρκετές στρατιωτικές μονάδες να σφαχτούν κάτω από το μένος του Κεμαλικού φανατι-σμού!... Για τον ελληνικό πληθυσμό βέβαια, που κινδύνευε άμεσα κι αυτός, δε γίνεται λόγος! Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες! Τους προτιμού-σαν σφαγμένους παρά πρόσφυγες!...  
    Έπρεπε λοιπόν οι τρεις φυγάδες να βρουν το «κανάλι» απ’ όπου περ-νούσαν οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες, για να μπορέσουν να περά-σουν κι αυτοί στο λιμάνι και κατόπιν να περιμένουν τη σειρά τους, ώ-στε να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο, για να σωθούν…  Οι πληροφορί-ες λένε ότι το «κανάλι» αυτό βρισκόταν μάλλον νότια του Τσεσμέ. Προς τα εκεί λοιπόν θα έπρεπε να πορευτούν. Και γρήγορα μάλιστα! Γιατί ως πότε θα κρατιόταν ανοιχτό αυτό το κανάλι; Ο φίλος του Γρη-γόρη, τούς προμήθευσε εκτός από τρόφιμα, νερό και καπνό, κι ένα χάρτη της περιοχής που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να βρουν το δρόμο.
    Μεσάνυχτα και ξεκίνησαν με γρήγορο βήμα. Είχαν πολλά χιλιόμετρα να διανύσουν. Τουλάχιστον τέσσερις νύχτες δρόμο, κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες!... Όταν άρχισε να ξημερώνει, με τσακισμένα πόδια και καρδιές, έψαξαν να βρουν κατάλληλα καλυμμένο κατάλυμα, για να ξεκουραστούν. Όπως πάντα πρώτος στη βάρδια ο Μιχάλης…
Μια απαισιοδοξία του πλάκωνε την καρδιά. Δε θα πήγαιναν καλά τα πράγματα. Κάτι μέσα του μαρτυρούσε ότι δε θα προλάβαιναν ανοι-χτή τη δίοδο για το λιμάνι του Τσεσμέ. Ο κλοιός που είχαν σχηματίσει τα τούρκικα στρατεύματα γύρω από το λιμάνι, πολύ σύντομα θα έ-κλεινε τελείως και όστις πρόλαβε τον κύριον είδε! Αυτοί που θα έμεναν απ’ έξω θα εξοντώνονταν σιγά - σιγά από τις τούρκικες δυνάμεις α-σφαλείας. Αν έμεναν κι αυτοί έξω απ’ τον κλοιό, θα έπρεπε να αναζη-τήσουν κάποιαν άλλη λύση. Να βρουν μόνοι τους ένα μέσο για να περάσουν στη Χίο ή στη Σάμο. Τότε θα άρχιζε μια άλλη μορφή πάλης. Η πάλη με τα θαλάσσια στοιχεία. Έπρεπε όμως να ζήσει. Γιατί τώρα υ-πήρχε στη ζωή του η Γιουλμπαχάρ.
Είχε πολλά να ανακαλύψει στο σώμα της και στην ψυχή της!... Που μόνον αυτός θα μπορούσε να τα βγάλει στην επιφάνεια, ήταν. Η ίδια, δεν τα γνωρίζει! Όπως ακριβώς συνέβαινε και με τον εαυτό του! Το ένιωθε. Μια άλλη γυναίκα δίπλα του, το μόνο που θα μπορούσε να βγάλει από μέσα του θα ήσαν μερικά παιδιά. Τα σκοτεινά υπόγεια της ψυχής του, θα παρέμεναν άγνωστα, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυ-τό!... Γι αυτά τα σκοτεινά υπόγεια, για όλον αυτόν το μυθικό κόσμο που τώρα μόνο διαισθανόταν την ύπαρξή του εξ αιτίας της Γιουλ-μπαχάρ, που οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν ολόκληρη τη ζωή τους χωρίς να τον βιώσουν, έπρεπε να ζήσει! Για να σμίξει πάλι μ’ αυτή τη γυναίκα και να τον ζωντανέψουν μαζί οι δυο τους!... 
Πόσο βαριά ήταν η σημερινή βραδιά! Όμως… η σωματική κούραση, η ψυχική αγωνία και η απαισιοδοξία ήσαν παιχνιδάκια στα χέρια της κοπελιάς του! Η βραδιά ήταν βαριά, αλλά αυτός ένιωθε ανάλαφρος σαν πουλί! Δύο ολόκληρες μέρες και μια μαγική νύχτα έζησαν μαζί κά-τω απ’ την ίδια στέγη. Ο νους του δεν μιλούσε πολύ με το νου της. Μι-λούσαν όμως συνέχεια με τα ένστικτά τους και αυτό σημαίνει ότι είχαν πει πάρα  πολλά ο ένας στον άλλο! Ήξερε ότι αυτήν την ώρα θα μηχα-νορραφούσε για να βρει τον τρόπο να τον συναντήσει! Ήταν αποφασι-στική γυναίκα. Είχε την επίγνωση ότι αυτός κινδυνεύει, την ίδια ώρα που εκείνη είναι ξαπλωμένη στο μαλακό κρεβάτι του σπιτιού της. Ή-ξερε επίσης, ότι αυτή τη στιγμή, τη σκέφτεται! Αυτό, εκτός από την ευχαρίστηση και τη συγκίνηση που της προκαλούσε, ερέθιζε και τη γυναικεία της υπευθυνότητα!... Ένιωθε ότι κάτι πρέπει να κάνει από τη δική της την πλευρά, ώστε να ξαναβρεθούνε και να ζήσουν για πά-ντα μαζί!... Να λοιπόν που εξακολουθούσαν να μιλούν ο ένας στον άλλον στη γλώσσα της σιωπής. Στη γλώσσα του ενστίκτου. Και να μα-ντεύουν ο ένας τις σκέψεις του άλλου!...
 Με το πέσιμο του ήλιου, μαζεύτηκαν και οι τρείς δραπέτες, κάθι-σαν κοντά, άπλωσαν το χάρτη ανάμεσά τους και έκαναν μια σύσκεψη, για να αποφασίσουν τα της πορείας. Δεν είχαν και πολλά να πουν βέ-βαια, γιατί η στρατιωτική τακτική στις πορείες ήταν αρκετά γνωστή στο Μιχάλη και στο Φάνη. Ο Γρηγόρης όφειλε απλά να ακολουθήσει μερικές οδηγίες τους. Πλησίαζαν πια στο σημείο της φωτιάς και έπρε-πε να είναι πολύ πιο προσεκτικοί. Ξεκίνησαν με γρήγορο βήμα και μια σχετική απόσταση ό ένας από τον άλλον περίπου είκοσι μέτρων. Πρώ-τος προχωρούσε ο Μιχάλης, δεύτερος ο Γρηγόρης και την οπισθοφυ-λακή είχεν αναλάβει ο Φάνης.
Δεν είχαν συμπληρώσει δύο ώρες πορεία όταν, ανηφορίζοντας πά-νω σε κάποιο ύψωμα εντόπισαν σε απόσταση δύο με τρία χιλιόμετρα μιαν ασυνήθιστη κίνηση. Ενέτειναν την προσοχή τους καθώς πλησία-ζαν στο σημείο και διαπίστωσαν ότι εκεί στρατοπέδευε μια μονάδα. Το στρατόπεδο βρισκόταν σε πλήρη συσκότιση. Ούτε φως ούτε σημαί-α καμιά υπήρχε, αλλά από την σχετική ηρεμία που επικρατούσε στην περιοχή γύρω του, εύκολα έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήταν τούρκι-κο. Έπρεπε να προσέξουν να μην πέσουν σε καμιά περίπολο, γιατί πά-ντα στην περιοχή γύρω από τα στρατόπεδα, περιπολούν για την α-ποτροπή εχθρικής αιφνιδιαστικής ενέργειας.
      Ελάττωσαν το ρυθμό του βηματισμού τους, αλλά όμως εξακολου-θούσαν να προχωρούν, ώστε να παρακάμψουν το στρατόπεδο και να βαδίσουν δίχως κίνδυνο. Προσπαθούσαν να πατούν ελαφρά στο έδα-φος για να μην κάνουν θόρυβο τα βήματά τους και συμπτύχθηκαν ό ένας κοντά στον άλλο. Εγκατέλειψαν την ομαλή πορεία από βατά μο-νοπάτια και βάδιζαν πάνω στα βράχια για ν’ αποφύγουν κάποιο κακό συναπάντημα. Πράγματι σε λίγα λεπτά άκουσαν βήματα και στο αμυ-δρό φως των άστρων, διέκριναν την περίπολο που την αποτελούσαν πέντε Τούρκοι στρατιώτες, με τα όπλα στον ώμο και γρήγορο βηματι-σμό, πάνω στο μονοπάτι που και αυτοί οι ίδιοι πορεύονταν προηγου-μένως, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση!...  Ξάπλωσαν μπρούμυτα και περίμεναν να περάσει ο κίνδυνος. Αν δεν είχε γίνει λοιπόν η σωστή πρόβλεψη και τακτική να εγκαταλείψουν το μονοπάτι, σίγουρα θα έ-πεφταν πάνω στην περίπολο και τα πράγματα θα έπαιρναν δυσάρε-στη τροπή.
    Όταν χάθηκαν οι Τούρκοι πίσω απ’ το σκοτάδι, κατέβηκαν από τα βράχια και συνέχισαν την πορεία τους όπως πριν από το συμβάν. Είχαν πια παρακάμψει το στρατόπεδο και πλησίασαν ένα ακόμη βήμα προς τον προορισμό τους, αλλά το παράξενο ήταν ότι δεν ακούγονταν βρο-ντές πολέμου. Όταν πια άρχιζε να χαράζει ανέβηκαν πάνω σ’ ένα βρα-χώδη λόφο και έψαξαν για το λημέρι της σημερινής ημέρας. Ήταν μια μικρή σπηλιά, σα να την είχαν κάνει παραγγελία, γιατί ό ουρανός είχε μαζέψει αρκετά γκρίζα σύννεφα και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρέξει.
Όταν οι άλλοι κοιμήθηκαν και ο Μιχάλης έμεινε μόνος, ο ουρανός έγινε μαύρος και η μέρα σκοτείνιασε σαν να ήταν σούρουπο. Η θάλασ-σα ήταν κοντά και τον περίμενε να την διασχίσει για να κόψει τον ομ-φάλιο λώρο που τον συνέδεε με την ευτυχία! Ο νους του θα έκανε το παν για να απομακρυνθεί, ενώ η καρδιά του ήθελε να μείνει. Να γυρίσει πίσω! Όμως και η Γκιουλμπαχάρ όταν του είχε προτείνει να μείνει, είχε δαγκώσει τα χείλη της. Σημάδι ότι ο νους της διαφωνούσε με αυτήν την προτροπή της καρδιά της.
Ο πόλεμος, όπως δείχνουν τα γεγονότα, πλησιάζει στο τέλος του. Η υπομονή κάποιες φορές φαίνεται ότι σώζει καταστάσεις! Ίσως τα πράγματα να είναι πολύ πιο εύκολα σε λίγο καιρό, απ’ όσο μπορεί σή-μερα να φανταστεί! Πρέπει να συγκεντρωθεί και μάλιστα επικεντρώ-νοντας όλη του την προσοχή στο σχεδιασμό της απόδρασής του από αυτήν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και όταν καταλαγιάσουν τα πά-θη, θα γίνουν όλα όπως τα θέλει η καρδιά τους!... Κι όχι μόνον η δική τους καρδιά, αλλά κι οι καρδιές όλων των ανθρώπων του λαού! Και των Ελλήνων και των Τούρκων!… Γιατί ολόκληρη η γη μόνον ένα λαό έχει!...  Ανεξάρτητα από το αν αυτός, ο ένας και μοναδικός λαός, χωρί-ζεται προσχηματικά σε πολλές ομάδες, που η καθεμιά έχει το δικό της όνομα και μιλάει διαφορετική γλώσσα. Άλλωστε η γλώσσα της ευτυχί-ας και της δυστυχίας, της λύπης και της χαράς, είναι κοινή σε όλους τους λαούς της γης. Στην ουσία λοιπόν, όλοι οι λαοί μιλούν την ίδια γλώσσα… 
Και αυτός ο πανγήινος λαός έχει μόνον έναν εχθρό: Την κάστα των εκμεταλλευτών του ανθρώπινου μόχθου! Που δύο είναι τα αντιλαϊκά όπλα της: Το ένα είναι η «ηθική τάξη» που έχει επιβάλει το όργανό της, το κράτος και το άλλο η διχόνοια ανάμεσα στις λαϊκές ομάδες!... Αυτή η κάστα έχει κι έναν πολύτιμο βοηθό! Ένα άλλο όργανο που τη βοηθά να επιτελέσει το σκοπό της: Τη λαϊκή θρησκεία! Που σπέρνει τη διχό-νοια ανάμεσα στις θρησκευτικές λαϊκές ομάδες! Έτσι, αυτή η επαίσχυ-ντη κάστα, αποδυναμώνει τον παντοδύναμο πανγήινο λαό, που αγνο-εί την τεράστια δύναμή του και τον καθηλώνει κάτω από τις προστα-γές της!...
Κύματα βροχής που έρχονταν από το βορρά, έμπαιναν μέσα στη σπηλιά σαν αγιασμός που σβήνει τη λαύρα την καλοκαιριάτικη και μουσκεύει την πυρωμένη πέτρα! Ο νέος άφηνε τη βροχή να του δρο-σίζει το πρόσωπο, όπως ακριβώς αυτές οι σκέψεις οι τελευταίες, που περνούσαν από το νου του και πότιζαν με αγωνιστική νεανική δροσιά την καρδιά του…   
Ο Μιχάλης ξύπνησε πολύ πριν από την καθιερωμένη ώρα του. Οι προβληματισμοί που σιγόβραζαν μέσα στο υποσυνείδητό του, δεν τον άφηναν να χορτάσει τον ύπνο. Ό ουρανός είχε καθαρίσει τελείως και ο ήλιος ήταν ψηλά ακόμα. Ό Φάνης μες τον ήλιο ν’ αγναντεύει κατά τα στρατόπεδα και ο Γρηγόρης στη σκιά να τον πολυβολεί με την πολυλο-γία του. Πλησίασε κοντά τους μασουλώντας ένα κομμάτι ξερό ψωμί που είχε βουτήξει σε μια κούπα νερό για να μαλακώσει.
-Πώς κι έτσι «πρωινός»;
Τον ρώτησε ο Γρηγόρης χαμογελώντας.
-Κατέβασε η κούτρα σου καμιά ψείρα και σ’ έπιασε φαγούρα;     
Συμπλήρωσε ο Φάνης γελώντας.
    -Έτσι ακριβώς καλέ μου φίλε.
    Απάντησε ο Μιχάλης και κάθισε σ’ ένα κοτρώνι δίπλα τους.
     -Για πες μας λοιπόν μήπως και σου περάσει.
    Τον παρότρυνε ο Φάνης σοβαρεύοντας. Ο Μιχάλης τότε, του μίλησε αρκετά προβληματισμένος.
    -Πρόσεξέ με Φάνη… Δεν ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος από τις πλη-ροφορίες που έχουμε σαν δεδομένα, για να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας. Εγώ πάντως δεν είμαι. Τραβάμε μια πορεία, για να περάσουμε τον πολιορκητικό κλοιό των Τούρκων εμείς, τρία άτομα, χωρίς να έχουμε κάποια νεότερη πληροφορία τις τελευταίες τέσσερις μέρες. Ούτε συνα-ντήσαμε στο δρόμο μας κάποιαν ελληνική μονάδα να τραβά προς τα ’κει, αλλά ούτε και άλλους φαντάρους αποκομμένους από τις μονάδες τους, που να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες του φίλου του Γρηγόρη, τουλάχιστον αν ισχύουν τη στιγμή αυτή που μιλάμε. Σκέφτηκα λοιπόν να βγούμε λίγο από την πορεία μας για να περάσουμε από το Αλατσα-τί. Εμείς οι δυο θα κρυφτούμε έξω από την πόλη και θα μπει ο Γρηγό-ρης να μαζέψει πληροφορίες όπως μπορέσει και να αγοράσει μιαν εφη-μερίδα, ώστε να έχουμε κι άλλη, πιο επίσημη πληροφόρηση. Τι λέτε κι εσείς;
-Όχι ρε ’συ Μιχάλη!
Βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Φάνης μ’ ένα ύφος δυσαρέσκειας στο πρό-σωπό του. Και αμέσως συνέχισε:
-Διαφωνώ!... Αν κάνουμε αυτή την παρέκκλιση από την πορεία μας, θα καθυστερήσουμε τουλάχιστον δύο μέρες να φτάσουμε στη θάλασ-σα, όπου είναι το πιθανότερο να βρίσκεται το πέρασμα. Και θα ’χουμε ακόμα λιγότερες πιθανότητες να το βρούμε ανοιχτό. Αν το βρούμε α-νοιχτό, τα βάσανα, οι κίνδυνοι και οι προβληματισμοί μας τελειώσανε. Γιατί θα τεθούμε υπό την προστασία του κράτους. 
-Τόσην εμπιστοσύνη έχεις στην ελληνική φρουρά που κρατάει τους Τούρκους μακριά από το λιμάνι; Αποκλείεις το ενδεχόμενο, οι Τούρκοι να σπάσουν την άμυνα της φρουράς και να μας σφάξουν ή να μας αιχμαλωτίσουν, ενώ εμείς θα περιμένουμε να μας πάρουν τα πλοία στην Ελλάδα; Τόσο πολύ νομίζεις ότι ενδιαφέρεται το ελληνικό κράτος για τους φαντάρους που περιμένουν με αγωνία τη σωτηρία τους απ’ αυτό; Πόσα πλοία ενεργούν για τη μετάβαση του στρατού σε ασφαλές μέρος; Αυτό θα πρέπει να το μάθουμε! Δεν θα μπορούσαν να διατε-θούν περισσότερα;
     -Σώπα Μιχάλη… Δεν ξέρεις τι συνεννόηση έχει γίνει σε κρατικό ε-πίπεδο. Μπορεί να έχει υπογραφεί μυστικό σύμφωνο μη επίθεσης…
     Ο Μιχάλης σώπασε. Μακάρι ο Φάνης να είχε δίκιο. Να είχε κάνει τη σωστή εκτίμηση… Μόλις λοιπόν νύχτωσε ξεκίνησαν την πορεία τους κανονικά.
     Μετά από δύο ώρες συνάντησαν κι άλλο τούρκικο στρατόπεδο, που το άφησαν πίσω τους, τηρώντας την ίδια τακτική όπως το προηγούμε-νο της χθεσινής νύχτας. Ευτυχώς όμως σ’ αυτή την περίπτωση δεν είχαν κανένα κακό συναπάντημα με περιπόλους ή κάτι άλλο παρό-μοιο. Όμως πολύ γρήγορα εμφανίστηκε και το τρίτο στρατόπεδο και όσο διαρκούσε η νύχτα και τέταρτο και από εκεί και ύστερα η πορεία τους ήταν δίπλα από ένα συνεχές στρατόπεδο, μέχρι που έφτασαν πάρα πολύ κοντά στη θάλασσα του Αιγαίου!... Δεν την έβλεπαν ακόμα, γιατί η θέα της εμποδιζόταν από τους σκοτεινούς όγκους των κοντι-νών λόφων. Αλλά οσμίζονταν και οι τρεις την αλμύρα του θαλασσινού αγέρα. Δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, δεν έβγαιναν καπνοί από πού-θενά, γενικά δε μύριζε ατμόσφαιρα μάχης. Επίσης, δεν διέκριναν στοι-χεία ύπαρξης κάποιου καναλιού διαφυγής, ούτε δίαυλου επικοινωνίας με το λιμάνι του Τσεσμέ!...
Η μέρα άρχισε να χαράζει και τότε, στην απογοήτευση της εγκα-τάλειψής τους, προστέθηκε η αγωνία μήπως τους δουν από τις σκο-πιές των στρατοπέδων και ειδοποιήσουν με τους ασύρματους τις πε-ριπόλους να τους κυνηγήσουν, για να τους κάνουν το σχετικό έλεγχο! Στο σημείο που τους είχε βρει το χάραμα ήσαν εκτεθειμένοι σε κοινή θέα προς την κατεύθυνση των στρατοπέδων, στην πλαγιά του λόφου, και έπρεπε τώρα να βιαστούν να ανέβουν στην κορυφή του και να κα-τρακυλήσουν προς την άλλη πλαγιά του, για να κρυφτούν από τα μά-τια τους.
Ανηφόρα και τρέξιμο μέσα στο μισοσκόταδο, πάνω σε κοφτερά βράχια και μες από αγκαθωτούς θάμνους, μετά από πορεία τόσων ω-ρών, έφερε την ψυχή στο στόμα τους και ιδίως του παχουλού Γρηγόρη που δεν είχαν προλάβει τα μέτρα δίαιτας που του είχεν επιβάλει ο Φά-νης να τον φέρουν στα σωστά κιλά του, ούτε η σκληρή ζωή που ζούσε τώρα τελευταία να τον σκληραγωγήσει όσο θα έπρεπε. Ο φόβος όμως φυλάει τα έρημα, όπως πολύ σωστά λέει η παροιμία και τελικά τα κα-τάφερε κι αυτός να φτάσει πίσω από το λόφο και να κρυφτεί, τελευ-ταίος καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος, αλλά χωρίς σημαντική καθυ-στέρηση.
Στάθηκαν για λίγα λεπτά να συνέλθουν και κατόπιν έψαξαν για να βρουν κατάλυμα, ώστε να κρυφτούν και  να περάσουν τη μέρα τους. Από το σημείο που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να διακρίνουν κάποιο μέρος κατάλληλο. Αναγκάστηκαν τότε να πορευτούν προς το νότο, για ν’ απομακρυνθούν από τα στρατόπεδα, αλλά και να ξεκουραστούν με περισσότερη ασφάλεια, βρίσκοντας κάποιαν εσοχή του εδάφους να τους προφυλάξει…
     Έτσι τελείωσε ο μαραθώνιος της ξηράς, ευτυχώς χωρίς απώλειες και με πλήρη επιτυχία!... Μια μεγάλη όμως απογοήτευση στάθηκε βρα-χνάς για τους τρεις μας ταλαιπωρημένους φυγάδες: Το ότι δεν πρόλα-βαν να περάσουν στο λιμάνι της σωτηρίας και τώρα είναι υποχρεω-μένοι ν’ αναζητήσουν άλλες λύσεις που δεν διακρίνονται στον ορίζο-ντα της σκέψης τους. Γιατί ποιος θα δεχτεί να πάρει το ρίσκο να τους περάσει τα στενά με τόσα τουρκικά στρατεύματα παρατεταγμένα δί-πλα στη θάλασσα; Ακόμα κι αν βρισκόταν κάποιος τρελός να τους το προτείνει, αυτοί θα το δέχονταν; Θα ήταν μεγάλη αποκοτιά ένα τέτοιο εγχείρημα!...
    Ένα άλλο πράγμα που τους έκανε εντύπωση ήταν το ότι δεν ακού-γονταν, όχι μόνο βροντές πυροβόλων όπλων, αλλά ούτε καν ένας πυ-ροβολισμός! Έπρεπε λοιπόν επειγόντως να μάθουν τι είχε γίνει. Έπρε-πε να ξαναγυρίσουν στην κωμόπολη όπως είχε προτείνει την προηγού-μενη μέρα ο Μιχάλης, για να πάρουν τις κατάλληλες πληροφορίες και με βάση αυτές, να σχεδιάσουν την περαιτέρω δράση τους. Άλλωστε δεν τους έμενε πια να κάνουν τίποτα άλλο. Οι πορείες είχαν πλέον τελειώσει. Η μοίρα, τούς είχε ακινητοποιήσει και δεν είχαν παρά να περιμένουν την απόφασή της για τη συνέχεια…
      Η δύση του ήλιου και το σούρουπο, ήταν πια γι’ αυτούς το σήμα της εκκίνησης. Ετοίμασαν τα πράγματά τους ο καθένας, δηλαδή το ψωμί και το νερό για να το βρέχουν, γιατί χωρίς να το μουσκέψουν δεν μα-σιόταν και ξεκίνησαν…  Βάδιζαν μουδιασμένοι και οι τρεις, γιατί είχαν τη βεβαιότητα, ότι τα νέα που θα μάθαιναν θα ήταν γι αυτούς, η κα-ταδικαστική απόφαση… Ότι δηλαδή όλα πλέον είχαν τελειώσει! Η ε-πιχείρηση διάσωσης του ελληνικού στόλου είχε τερματιστεί!...
Γλυκοχάραζε η ανατολή όταν έφτασαν έξω από την πόλη. Στις πα-ρυφές της, στάθηκαν πίσω από ένα αγροτόσπιτο που φαινόταν εγκα-ταλελειμμένο και βρισκόταν σε σχετικά μεγάλη απόσταση από τα πρώτα σπίτια. Τα παράθυρα και οι πόρτες του ήσαν θεόκλειστα και ο κήπος του γεμάτος από ξερά χόρτα, αγκάθια και τσουκνίδες, που έ-κλειναν όλα τα δρομάκια του και δυσκόλευαν πολύ το πέρασμα από την αυλόπορτα προς την πόρτα του κτηρίου…
Έκαναν το γύρο του σπιτιού με προφυλάξεις, ελέγχοντας και προς την κατεύθυνση της πολίχνης μήπως τους αντιληφθεί κανείς και αφού βεβαιώθηκαν ότι ήταν ακατοίκητο, προσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα. Όμως η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα κι έτσι αναγκάστηκαν να παραβιάσουν ένα από τα παράθυρά του. Όταν πήδηξαν στο εσωτερι-κό του σπιτιού, διαπίστωσαν με έκπληξη, ότι η πόρτα ήταν αμπαρω-μένη από μέσα!... Πώς βγήκε αυτός που την αμπάρωσε; Ήταν ένας γρί-φος… Αλλά ποιος είχε την όρεξη ν’ ασχοληθεί με τη λύση άλλων γρί-φων τη στιγμή που ό μεγάλος γρίφος, της επιβίωσής τους, παρέμενε ακόμα άλυτος και χωρίς καμία προοπτική να λυθεί;
 Το σπίτι είχε τρία δωμάτια, δυο παλιές κουβέρτες και μερικές ξεφτισμένες βελέντζες, που θα μπορούσαν να τις στρώσουν στο πάτω-μα και να κοιμηθούν σαν …άρχοντες!... Μαστόρεψαν και το παράθυ-ρο που είχαν παραβιάσει, για να μη φαίνεται παραβιασμένο και επίσης να μην ανοίγει εύκολα απ’ έξω… Όταν τελείωσαν αυτές τις απαραίτη-τες εργασίες, ξάπλωσαν να κοιμηθούν κι οι τρεις, αφήνοντας για φύ-λακα, τον θόρυβο της διάρρηξης που θα έκανε κάποιος, αν σκόπευε να μπει μέσα και να τους πιάσει στον ύπνο.
     Το μεσημέρι ξύπνησαν έφαγαν και το τελευταίο ξεροκόμματο που τους είχε απομείνει και έμειναν νηστικοί να περιμένουν την αυριανή μέρα, που ό Γρηγόρης θα ξεκινούσε πρωί - πρωί και το μεσημέρι θα γυρνούσε με τα νεώτερα δεδομένα, καθώς και ότι έβρισκε για φαγητό. Τα τελευταία υπολείμματα του ψωμιού και του νερού τα άφησαν για το βραδινό γεύμα του Γρηγόρη, που θα έπρεπε να ξυπνήσει σε μια υ-ποφερτή σωματική κατάσταση, για να μπορέσει να εκτελέσει την α-ποστολή που του έλαχε. 
 Το σούρουπο, ο  Μιχάλης βγήκε έξω για να εξετάσει την περιοχή. Το  κοντινότερο σπίτι απείχε περίπου διακόσια μέτρα και ήταν αμφίβολο αν ήταν κατοικημένο. Η κατάσταση της γύρω περιοχής μπορούσε να χαρακτηρισθεί από τελείως ήσυχη έως ερημική. Ήταν ότι έπρεπε γι’ αυτούς... Όμως αισθανόταν την ανάγκη να πιει νερό από τώρα, χωρίς αναβολή! Τι θα έκανε μέχρι αύριο το μεσημέρι; Στην αυλή υπήρχε ένα παλαιό πηγάδι με τρόμπα, αλλά ποιος είχε εμπιστοσύνη να πιει από αυτό το νερό; Κι αν ήταν μολυσμένο; Μια ενδεχόμενη εμπύρετη γασ-τρεντερίτιδα θα ήταν ότι το χειρότερο στην κατάσταση που βρίσκο-νταν!... Προτίμησαν και οι δυο να μείνουν διψασμένοι, μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι!...
 Όταν ο άνθρωπος πεινά, διψά και είναι κυνηγημένος, με τη στράτα διαφυγής του κλειστή, καλεί τον ύπνο να τον λυτρώσει, αλλ’ αυτός δεν καταδέχεται να πλησιάσει!... Το κυνηγημένο αγρίμι είναι καταδικασμέ-νο στο μαρτύριο της αϋπνίας!... Ο φτερωτός Μορφέας προστατεύει τους απροβλημάτιστους ανθρώπους. Αυτούς που κοιμόνται ακόμη και όρθιοι!… Προστέθηκε λοιπόν και η αϋπνία, το τέταρτο κακό, στα δει-νά των φίλων μας, για να τους τσακίσει τα νεύρα!... Ενός  κακού, μύρια έπονται, έλεγαν οι αρχαίοι. Και τόσο πολλών  κακών; Πόσα έπονται; Τρισμύρια; …Είτε μύρια όμως έπονται είτε τρισμύρια, οι αρχαίοι, έβγα-ζαν αυτό το συμπέρασμα, όπως και άλλα πολλά συμπεράσματα και με-τά ησύχαζαν!... Ευδαιμονούσαν!... Μόνο για ένα πράγμα φρόντιζαν: Να μην έρθει αυτό το ένα κακό!... Άμα δεν ερχόταν το ένα κακό, δε θα έρχονταν ούτε τα μύρια, ούτε τα τρισμύρια!... Πώς όμως τα κατάφερ-ναν ώστε το ένα αυτό κακό να μην έρθει; Το κατόρθωναν, γιατί ακρι-βώς, είχαν βγάλει αυτό το συμπέρασμα: Για τα μύρια και τα τρισμύρια κακά! Ότι έπονται του ενός κακού!... Έτσι, δεν συμμετείχαν σαν εθε-λοντές σε ύποπτους πολέμους…
-Και η Γκιουλπμπαχάρ; …Πώς θα συναντούσα την Γκιουλμπαχάρ αν δεν κατακτούσα τη Μικρασία!...
-Αχ μικρέ μου Ιππότη! Δε βλέπεις ότι η Γκιουλμπαχάρ είναι το πέμ-πτο κακό σου; Οι σύντροφοί σου έχουν τέσσερα: την πείνα, τη δίψα, το ανθρωποκυνηγητό και την αϋπνία. Εσύ εκτός από αυτά έχεις κι ένα πέμπτο: Την απώλεια της Γκιουλμπαχάρ! Κι αυτό το πέμπτο ετοιμάζε-ται να σε οδηγήσει στο έκτο: Στην τρέλα!...
Ο Μιχάλης πέταξε την κουβέρτα του και τινάχτηκε όρθιος. Με τερά-στιους και ιδιαίτερα αργούς διασκελισμούς, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Έβγαλε την αμπάρα άνοιξε και βγήκε έξω στο σκοτάδι. Ο Γρη-γόρης ανακάθισε στα στρωσίδια του. Ο Φάνης σηκώθηκε και τον ακο-λούθησε.
Ποια ήταν αυτή η φωνή, που του μίλησε μ’ αυτόν τον τρόπο; Τον α-ποκάλεσε «μικρό της Ιππότη»!... Με ποιο δικαίωμα; Του ήταν αδύνατο  να την ανεχτεί!... Προτιμούσε να πέσει στο πηγάδι να πνιγεί! Να τρέξει να παραδοθεί στις αρχές! Να τους ζητήσει μια νύχτα με τη Γκιουλμπα-χάρ και μετά… ας τον εκτελέσουν!
  Όμως ούτε αυτή τη χάρη θα του έκαναν!... Τα κράτη δεν κάνουν χά-ρες στους ανθρώπους. Αυτοί που εξουσιάζουν τους ανθρώπους, δεν εί-ναι άνθρωποι! Ούτε υπεράνθρωποι, ούτε θεοί!... Αν θες να κυβερνήσεις μιαν ολόκληρη χώρα, την Ελλάδα λόγου χάριν ή την Τουρκία, μια και βρισκόμαστε ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο κράτη, είναι αρκετά εύκολο! Δεν έχεις παρά να ανακαλύψεις ένα μυστικό: Τον τρόπο να φέρεις τον εαυ-τό σου στην απόγνωση, έτσι ώστε να αυτοκτονήσεις!...
Όλοι οι κυβερνήτες των χωρών της γης και όλων των εποχών, από τον Μέγα Αλέξανδρο  και τον Ιούλιο Καίσαρα, μέχρι τον Γούναρη και τον Κεμάλ Ατατούρκ, πριν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας τους, είχαν αυτοκτονήσει!... Έτσι απλά!... Όπως αυτοκτονεί ένας νεαρός, που τον εγκατέλειψε η κοπελιά του!... Κι αυτή η κοπελιά, είναι ο έρωτας! Η αγάπη! Η ανθρωπιά! Αν όλ’ αυτά σε εγκαταλείψουν, μέσα στην απόγνωση που θα οδηγηθείς, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύ-γεις! Θα αυτοκτονήσεις!... Και τότε, ως διά μαγείας, ανοίγει διάπλατα μπροστά σου ο δρόμος της εξουσίας!... Κάποια εξουσία θα βρεθεί και για σένα. Ή θα εξουσιάζεις τα σκυλιά σου, ή τα παιδιά σου και τη γυ-ναίκα σου, ή θα καταπιέζεις και θα αδικείς τους υπαλλήλους σου… Και αν είσαι μάλιστα και τυχερός, ίσως η μοίρα να σου επιφυλάσσει, να γίνεις κυβερνήτης της χώρας σου!...
    Όσο τα σκεφτόταν όλ’ αυτά ο Μιχάλης, ο Φάνης τον παρακολου-θούσε χωρίς να διακόπτει τις σκέψεις του, καθώς αυτός, είχε πάρει ένα στενό δρομάκι κάτω από τις παραμελημένες κληματαριές. Ο κα-θαρός αέρας, τα μύρια αστέρια, η μυρουδιά που έβγαζε η χλωρίδα του τόπου, τον επανέφεραν στη γραμμή πλεύσης που ταίριαζε απόλυτα με την κατάστασή τους. Που του υπαγόρευε η συνειδητοποίηση της τερά-στιας αδικίας που συντελούνταν από την κυβερνητική εξουσία με τα παρακλάδια της και τους διαπλεκόμενους παράγοντες, στο χειμαζόμε-νο λαό!
Και ποια ήταν αυτή η γραμμή πλεύσης; Ακατάπαυτη δράση, με όλες του τις δυνάμεις, για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ήξερε, ότι ήταν πολύ δύσκολο να τα διακρίνεις αυτά τα δυο, σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά αυτή τη νύχτα της μεγάλης καμπής της ζωής του, που άνοιξαν τόσο παράξενα οι ουρανοί της σκέψης του, ένιωθε ότι είχε πάρει, χω-ρίς καθόλου να προσπαθήσει, το μονοπάτι το δύσβατο, εκείνο, το χα-ραγμένο από τα μεγάλα πνεύματα που άγιασαν τα χώματα του πλανή-τη μας!...
    Μπήκαν μαζί με τον Φάνη στο σπίτι χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μια λέξη, έκλεισαν την πόρτα, την αμπάρωσαν, ξάπλωσαν ήσυχοι στα στρωσίδια τους και άρχισαν μια νέα προσπάθεια να κοιμηθούν. Ο Γρη-γόρης ήδη ροχάλιζε. Ευτυχώς που αυτόν τουλάχιστον τον πήρε ο ύ-πνος, γιατί αύριο είχε πολλές δουλειές να κάνει. Η αυριανή  μέρα ήταν φορτωμένη ολόκληρη πάνω στην πλάτη του. Και όλες τις ενέργειες θα τις έκανε μόνος του. Χωρίς την συμπαράσταση κανενός! Προτίμησαν λοιπόν να μεταφέρουν τα «κρεβάτια» τους στο άλλο δωμάτιο και να κλείσουν την ενδιάμεση πόρτα, για να ακούγεται όσο το δυνατόν λιγό-τερο το ροχαλητό του. Δεν έπρεπε να τον ξυπνούν κάθε τόσο λέγο-ντάς του ν’ αλλάξει πλευρό μήπως για λίγην ώρα έπαυε να ροχαλίζει και κατάφερναν να προλάβουν να κοιμηθούν πριν ξαναρχίσει το ρο-χαλητό του. Έπρεπε να τον αφήσουν να χορτάσει ύπνο…
      Η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη. Όμως πού να κλείσουν μάτι, α-φού είχε προστεθεί και μια καινούρια μαύρη σκέψη στο μυαλό τους, που δεν τόλμησαν να την ομολογήσουν ο ένας στον άλλο: Αν οι Τούρ-κοι είχαν βγάλει φιρμάνι, ότι θα χάριζαν τη ζωή σε όποιον βοηθούσε τη σύλληψη Έλληνα στρατιώτη, που το θεωρούσαν πάρα πολύ πιθανό, ο Γρηγόρης θα μπορούσε να αντέξει στον πειρασμό και να μην τους προδώσει;
    Πνίγηκαν μέσα στη μαύρη θάλασσα των ανήσυχων στοχασμών τους!... Κοντά στο πρωί, έπεσαν κι οι δυο σε λήθαργο! Από την αϋπνία, ή από τη δίψα; Ίσως και από τα δυο μαζί. Ο Γρηγόρης, ξύπνησε το πρωί, ετοιμάστηκε, άνοιξε την πόρτα, τους είδε να κοιμόνται, και με σιγανά βήματα, ακριβώς για να μην τους ξυπνήσει, έφυγε για αναζή-τηση νερού, τροφίμων και τις υπόλοιπες φροντίδες του, χωρίς να υπο-ψιαστεί τίποτα ανησυχητικό για την κατάσταση της υγείας τους.
Όταν ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του, η σκέψη του ήταν θολή σαν έ-λος! Πόσην ώρα έκανε να θυμηθεί που βρισκόταν δεν μπόρεσε να προσδιορίσει! Ούτε κατάφερε να συγκρατήσει αυτή τη θύμιση για πολλήν ώρα μέσα στο μυαλό του. Μόνο γύρισε κατά τον Φάνη και τον είδε ανάσκελα ξαπλωμένο να τρέμει σύγκορμος! Ανασηκώθηκε με απέραντη δυσκολία και κοίταξε το χλωμό πρόσωπό του. Είχε το στόμα και τα μάτια του ορθάνοιχτα κοιτώντας το ταβάνι!
-Φάνη πώς είσαι;  
Τον ρώτησε, αλλά δεν πήρε καμίαν απάντηση. Έκανε μια προσπά-θεια να σηκωθεί και όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά έπεσε αποκαμω-μένος ανάσκελα. Σκέφτηκε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε αισθανθεί το κορμί του τόσο βαρύ και αδύναμο! Έπιασε το σφυγμό του, για να δει αν βρίσκεται σ’ αυτή τη ζωή ή είχε περάσει στην άλλη και διαπίστωσε ότι αυτός κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα. Το ίδιο και ο σφυγμός του Φά-νη. Άφησε τους σφυγμούς να καλπάζουν κι έμεινε για λίγο χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τίποτα, κοιτώντας το ταβάνι, ώσπου έκλεισε τα μά-τια και έχασε πάλι τις αισθήσεις του!...
    Άρχισε να τις ξαναβρίσκει όταν κάποιο χέρι του ανασήκωνε το κε-φάλι. Στα χείλη του ένιωσε κάτι σκληρό και αμέσως μετά να τρέχει πά-νω στο σαγόνι του νερό. Άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να πίνει! Μετά από λίγην ώρα αισθάνθηκε τη ζωή να ξαναγυρίζει μέσα στις ίνες του κορμιού του!...  Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος που κοιμόταν ο Φάνης και τον είδε καθιστό, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, να κρα-τάει κάτι με τα δυο του χέρια και να μασάει. Μόλις είδε τον Μιχάλη να κοιτάζει προς το μέρος του, σταμάτησε να τρώει και μπουκωμένος κα-θώς ήταν, του είπε:
-Καλώς τον, τον βρικόλακα! Καλώς μας ήρθες!...
Και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση, χαμήλωσε λίγο τον τόνο της φω-νής του λέγοντας:
- Θα μας καταδεχθείτε κύριε Μιχάλη να μας κάνετε παρέα στο δεί-πνο μας;
Και συμπλήρωσε δήθεν θυμωμένος:
-Ρε ’σύ … Θες κοτόπουλο; Ή να το φάω όλο να μην πάει χαμένο; 
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Μιχάλης ήταν: «Φαίνεται ότι φτάσαμε στην πατρίδα. Τα βάσανά μας τελείωσαν!...» ένιωσε δυο χέ-ρια να τον πιάνουν από τις μασχάλες, να τον τραβούν προς τα πίσω και να τον βάζουν καθιστό με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Εί-δε τον Γρηγόρη να του προσφέρει κάτι σ’ ένα χαρτί.
-Έλα τώρα πουλάκι μου. Φάε το φαγάκι σου… Αλλά με ρέγουλα. Ε; Μη μας το κάνεις εμετό και πάει χαμένο! Θα σε βάλω με το ζόρι να το ξαναφάς! Να ’μαστε ’ξηγημένοι!...
Άρχισε τότε να συνειδητοποιεί την κατάσταση, και σιγά - σιγά τα θυμήθηκε όλα. Η σκληρή δοκιμασία της δίψας και της πείνας είχε τε-λειώσει. Ό κίνδυνος του φρικτότερου θανάτου, από τη δίψα, είχε πε-ράσει. Όμως ο γυρισμός στην πατρίδα, ή μάλλον στην λύτρωση από το απάνθρωπο κυνηγητό, ήταν ακόμα το άλυτο πρόβλημά τους. Όσο υ-πήρχαν χρήματα στις τσέπες τους, θα μπορούσαν να αγοράζουν τα α-παραίτητα από την αγορά της πόλης. Και βέβαια για όσον καιρό θα μπορούσαν ακόμη να μένουν σ’ αυτήν την περιοχή. Δε θα χρειαζόταν πια να «ληστεύουν» ξωμάχους για να ζουν. Και όταν λέμε χρήματα στις τσέπες τους, εννοούμε κυρίως στις τσέπες του Γρηγόρη και λιγότερο του Φάνη. Γιατί ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να πάρει σχεδόν τίποτα. Μό-νον ότι του είχε δώσει η Γκιουλμπαχάρ. Που ήσαν, όσα χρήματα βρί-σκονταν στο σπίτι της. Δηλαδή σχεδόν ελάχιστα… 
Η Γκιουλμπαχάρ όμως, του είχε δώσει και κάτι άλλο. Δεν το είπε σε κανέναν αυτό. Ούτε σκόπευε να το αποκαλύψει στους φίλους του, όση ανάγκη για χρήματα κι αν είχαν! Όταν θα πέθαινε από την πείνα, θα το άφηνε κληρονομιά στον πρώτον τυχόντα, που θα ανακάλυπτε το πτώμα του!...
-Να… Πάρε κι αυτό, να το χρησιμοποιήσεις όταν θα έχεις ανάγ-κη…
Του είχε πει.
Ήταν μια χρυσή λεπτή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν ένα μι-σοφέγγαρο, που έκλεινε στην αγκαλιά του ένα διαμάντι!... Αυτό το κό-σμημα το φορούσε στο λαιμό της, μόνο στις γιορτές. Και το μισοφέγ-γαρο με το διαμάντι, χανόταν ανάμεσα στα στήθια της!... Δεν το είχε δει ποτέ ανθρώπου μάτι! Γιατί τα στήθια της θεάς του, το είχαν με-τουσιώσει σε θεϊκό μάτι!... Τώρα κρεμόταν κρυμμένο μέσα στο δα-σύτριχο στήθος του. Αόρατο στα μάτια των βέβηλων!... «…Να το χρη-σιμοποιήσεις όταν θα έχεις ανάγκη…» Του είχε πει. Κι αυτός πιστός στην παραγγελία της, το χρησιμοποιεί όταν το έχει ανάγκη. Δηλαδή κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή!... Το νοιώθει απάνω του πια σαν ένα κομμάτι του κορμιού του! Έγινε σάρκα από τη σάρκα του!... Δεν θα το ξεκρεμάσει ποτέ από το λαιμό του, ότι κι αν γίνει!... Ούτε θα επιτρέψει σε κανέναν να το δει! Θα είναι, η αόρατη συνεύρεσή του με τη μακαριότητα! Οι δυο ψυχές τους ενωμένες σε μία!...
Όμως υπήρχαν και οι τύψεις του Μιχάλη και του Φάνη για τις υποψίες τους, ως προς την τιμιότητα του Γρηγόρη. «Ευτυχώς που δεν είπα τίποτα για τις υποψίες μου, στο Φάνη» σκεφτόταν ο Μιχάλης. Το ίδιο όμως σκεφτόταν και ο Φάνης… Ο Γρηγόρης, τους είχε σώσει τη ζωή!...
Υπάρχουν άνθρωποι που ξεκινάνε από το δρόμο της κακίας, κάνο-ντας  το κακό και ηδονίζονται όταν κυλιόνται στη λάσπη της αδικίας, της ψευτιάς, της κραιπάλης, της ασέβειας, …προχωρούν βαθειά, στο δρόμο της ατιμίας!... Σε κάποια φάση όμως της ζωής τους, σα να τα χόρτασαν όλ’ αυτά, σα να τα βαρέθηκαν, σα να επήλθεν ο κορεσμός που όλα τα αλλάζει, παίρνουν το δρόμο τον αντίθετο!... Υπάρχουν βέ-βαια σ’ αυτήν την ομάδα και μερικοί, που δεν έχουν πισωγύρισμα. Η πορεία της μαύρης ζωής τους, δυστυχώς γι’ αυτούς και για τους κο-ντινούς τους ανθρώπους, δεν είναι αναστρέψιμη!...  Αυτοί, βουλιάζουν τελικά μέχρι το θάνατο, πιστοί στο λάθος!... Για τον Γρηγόρη, οι δύο φίλοι συμφωνούσαν, χωρίς να έχουν κάνει την παραμικρή συζήτηση μεταξύ τους, ότι υπήρχε ζωντανή ακόμα η  ελπίδα!...
 Όταν ξημέρωσε, ό Φάνης έφτιαξε τους καφέδες και ο Μιχάλης έστριψε τα τσιγάρα. Με συντροφιά την ευωδιά του τούρκικου καφέ και του άριστης ποιότητας καπνού, που τους έφερεν ο Γρηγόρης, άρχι-σεν η πρωινή σύσκεψη. Προηγήθηκε βέβαια, η αναφορά του Γρηγόρη, που ουσιαστικά περιορίστηκε στην ανάγνωση μερικών συγκεκριμένων άρθρων μιας εφημερίδας. Τα νέα ήσαν παλιά! Ό,τι το χειρότερο είχαν προβλέψει και οι τρεις τους. Η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμά-των είχεν ολοκληρωθεί, τα δρομολόγια των ελληνικών πλοίων είχαν πια τελειώσει, ο επίσημος ελληνικός στρατός είχεν εγκαταλείψει τη Μικρασία, στη μαύρη της τη μοίρα!...  Η διευκρίνιση «επίσημος» ήταν αναγκαία, γιατί υπήρχε και ανεπίσημος ελληνικός στρατός! Όλοι εκεί-νοι οι δύσμοιροι αξιωματικοί και οπλίτες που δεν είχαν προλάβει την «επίσημη» αποχώρηση κι έψαχναν να βρουν τρόπο για να αποχωρή-σουν ανεπίσημα! Χωρίς μουσικές μπάντες και τυμπανοκρουσίες και στέφανα και προσφωνήσεις συγκινητικές!... Δηλαδή ν’ αποχωρήσουν ανεπίσημα, ή για την πατρίδα, …ή για την άλλη ζωή!… Σαν κι αυτούς τους ίδιους!... 
Και το άρθρο κατέληγε στο συμπέρασμα: «…και ο δοξασμένος τούρκικος στρατός είχε ανακαταλάβει ολόκληρη τη χώρα!...» Για τον ανεπίσημο ελληνικό στρατό δεν έκανε λόγο κανείς! Το θέμα αυτό, ή-ταν προφανές ότι θα το είχεν αναλάβει και θα το εξέταζε πυρετωδώς προβαίνοντας και στις ανάλογες ενέργειες, η υπηρεσία της ασφάλειας της τουρκικής αστυνομίας, σε αγαστή συνεργασία, με τη στρατιωτική αστυνομία…
Το μόνο ευχάριστο που περιείχε εκείνη η φυλλάδα, ήταν ότι σε κά-ποιο μικρό αρθράκι σε μια γωνιά της τελευταίας σελίδας, ο αντα-ποκριτής ανέφερε με λίγα λόγια ότι σύμφωνα με διάφορες ανεπίση-μες, και ως εκ τούτου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, η περιοχή του Τσεσμέ, τις προσεχείς ημέρες, θα άρχιζε τμηματικά, να εκκενώνεται από τις συγκεντρωμένες στρατιωτικές μονάδες που είχαν κατακλύσει την περιοχή…
Πρώτος το λόγο πήρε ο Φάνης.
-Άρα, από αυτήν τη στιγμή, άρχισε για ’μας πλέον, η περίοδος της λούφας… Δηλαδή της ανάπαυσης ήθελα να πω… Της αναμονής… Και-ρός δεν ήταν;
Τότε ο Γρηγόρης είπε συνοφρυωμένος.
-Για μένα μάλλον ισχύει το αντίθετο. Πρέπει οπωσδήποτε, να ψάξω να βρω τρόπο να περάσουμε το στενό, για τα Μαστιχοχώρια της Χίου.  Βέβαια μέχρι να φύγει ο στρατός από την περιοχή, πρέπει να κάτσου-με φρόνιμοι περιμένοντας, γιατί δεν γίνεται τίποτα. Αν επιχειρήσουμε σ’ αυτή τη φάση το πέρασμα, θα φάμε το κεφάλι μας. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από σίγουρο. Δεν πρέπει όμως να εφησυχάσουμε, αλλ’ α-ντίθετα. Να βολιδοσκοπήσουμε την κατάσταση, ώστε να προσανατο-λιστούν οι ενέργειές μας, για το τι θα κάνουμε σε κάθε είδος και μορ-φή ευκαιρίας που θα μας παρουσιαστεί, ώστε να ενεργήσουμε αστρα-πιαία.
Οι άλλοι δύο μείνανε σύμφωνοι με το πνεύμα της πρότασης του Γρηγόρη κι αυτός, από την άλλη μέρα, κάθε πρωί ξεκινούσε για το «με-ροκάματο»… Δημιούργησε μερικές γνωριμίες μέσα στην πόλη, που ευτυχώς μέχρι τώρα ήταν άγνωστος μια και κανείς δεν ήξερε το βίο και την πολιτεία του στο μακρυνό χωριό του και μετά από τρεις τέσσε-ρις μέρες τους ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, ότι κατάφερε και έπιασε δουλεία σε κάποιον κτηματία και μάλιστα με αρκετά καλό με-ροκάματο!... Επιτέλους ο Γρηγόρης θα δούλευε! Και μάλιστα εργασία χειρονακτική! Θα έβγαζε το ψωμί του τίμια! Με τον ιδρώτα του προ-σώπου του! Πράγματι… Κάτι ριζικό είχεν αλλάξει μέσα του! Στην ψυχή του!... Ίσως και να προϋπήρχε, αλλά βρισκόταν ναρκωμένο και τώρα ξύπνησε και προβάλλεται στην προσωπικότητά του, αλλάζοντας το χαρακτήρα του…
     Ένα πρωινό, ο Μιχάλης θυμήθηκε το γρίφο που τους είχε προβλη-ματίσει την πρώτη μέρα που μπήκαν στο σπίτι. Δηλαδή το ερώτημα που δεν είχαν ακόμα ερευνήσει για να βρουν την απάντηση: Εφ’ όσον το σπίτι ήταν αμπαρωμένο από μέσα, πώς βγήκε μες απ’ αυτό ο τε-λευταίος; Δηλαδή αυτός που το αμπάρωσε; Το θύμισε στον Φάνη, που του πρότεινε να ψάξουν και οι δυο για κάποια μυστική έξοδο. Δεν άρ-γησαν λοιπόν να βρουν στο δάπεδο ένα ακανόνιστου σχήματος κομ-μάτι, που τα σανίδια του είχαν μεταξύ τους λίγο μεγαλύτερη απόστα-ση από τα σανίδια του υπόλοιπου πατώματος!... Το ανασήκωσαν με το στιλέτο του Φάνη, το έβγαλαν και διαπίστωσαν ότι πράγματι υπήρχε μια στενή υπόγεια δίοδος διαφυγής! Αποφάσισαν να την ερευνήσουν αμέσως, για να δουν που βγαίνει… Ο  Μιχάλης πήρε το φακό που είχε προνοήσει να φέρει ο Γρηγόρης, πήδησε μέσα στην τρύπα και ο Φάνης τον ακολούθησε. Το τούνελ ήταν πολύ μικρών διαστάσεων. Ίσα - ίσα που μπορούσαν να περπατούν μπουσουλώντας με τα τέσσερα…
    Δεν είχαν προχωρήσει πάνω από σαράντα μέτρα και η υπόγεια στοά έφτασε στο τέλος της. Ερεύνησαν την οροφή στο σημείο εκείνο, την έσπρωξαν προς τα πάνω με δύναμη και οι δυο μαζί και η στέγη υποχώ-ρησε ανοίγοντας! Έπειτα ανασηκώθηκαν στα γόνατα, τη σήκωσαν ακόμα πιο ψηλά, την ακούμπησαν δίπλα στο έδαφος και σηκώθηκαν όρθιοι. Η στέγη δεν ήταν παρά μόνο ένα τετράγωνο  ξύλινο καπάκι  σκεπασμένο με χώμα και μερικές ελαφρές πέτρες. Βγήκαν έξω με προ-σοχή και κοίταξαν γύρω τους. Το σπίτι δε φαινόταν καθόλου. Στο ση-μείο εκείνο της εξόδου του τούνελ, πυκνοί θάμνοι και δέντρα έκρυβαν τη θέα, όχι μόνον του σπιτιού, αλλά και της γύρω περιοχής!... Οι ι-διοκτήτες λοιπόν του σπιτιού, το είχαν εγκαταλείψει και δραπέτευσαν μάλιστα φεύγοντας από το τούνελ αφού είχαν κλείσει την εσωτερική αμπάρα, προφανώς επειδή θεωρούσαν επικίνδυνη την παραμονή τους μέσα σ’ αυτό και κάποιος απ’ έξω τους απειλούσε!... Ίσως λοιπόν να ήσαν Έλληνες υπό διωγμό…
    Το εύρημα αυτό ανακούφισε τους τρεις φυγάδες, κάνοντάς τους να νιώσουν περισσότερη ασφάλεια μένοντας μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Από τη μια μεριά, αν ο ιδιοκτήτης επέστρεφε και ήταν Έλληνας, που ήταν πολύ πιθανό, δε θα τους κατήγγειλε στις αρχές, αντίθετα, μάλλον θα τους βοηθούσε, τουλάχιστον τόσο, όσο δεν θα είχε μεγάλες πιθανότη-τες για προσωπικές συνέπειες. Από την άλλη μεριά, αν ο ιδιοκτήτης είχε συλληφθεί η δολοφονηθεί από τις «δυνάμεις ασφαλείας» και οι τουρκικές αρχές έκαναν κατάσχεση στο σπίτι αυτό, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, υπήρχε το ενδεχόμενο ξαφνικά να ερχόταν το συνεργείο για να κάνει την λεγόμενη αυτοψία. Στη συγκεκριμένη αυτήν περίπτωση όμως, όπως και σε κάθε άλλη απρόβλεπτη κατάστα-ση, αυτοί θα είχαν όλον τον καιρό να διαφύγουν από την καταπακτή στο τούνελ και από εκεί στις ερημιές που απλώνονταν στη γύρω περιο-χή.

Έτσι, εύρισκαν θέματα για να απασχολούν το μυαλό τους οι δύο φίλοι, ώστε να περνούν πιο απαρατήρητες οι ατέλειωτες ώρες της απραξίας τους, καθώς συνέχιζαν να περιμένουν αδημονώντας, την η-μέρα της αποσυμφόρησης της περιοχής από τη στρατιωτική παρου-σία, όμως κάθε τρία με τέσσερα βράδια ο Μιχάλης κι ο Φάνης ανελάμ-βαναν νυχτερινή υπηρεσία. Ξεκινούσαν λίγο μετά το σούρουπο πορεία προς το Τσεσμέ και παρακολουθούσαν από μακριά την κίνηση των τούρκικων στρατοπέδων. Λίγο πριν από το πρώτο φως της αυγής, α-πομακρύνονταν από τα στρατόπεδα, κρύβονταν στην ερημιά και περ-νούσαν τη μέρα τους χωρίζοντάς την στα δύο. Ο ένας κοιμόταν και ο άλλος φύλαγε σκοπιά εναλλάξ, μέχρι το σούρουπο, οπότε ξεκινούσαν και πάλι, την πορεία της επιστροφής…  






                        2. Στ’ αχνάρια της Αμαζόνας
 
 
 
     Αφήνοντας όμως τους φίλους μας να περιμένουν την ευκαιρία να συνεχίσουν τη ζωή τους, παραμονεύοντας τα γυρίσματα της τύχης και τα παιχνίδια της απανθρωπιάς, στα οποία επιδίδεται με ιδιαίτερο ζήλο η κρατική διπλωματία παγκοσμίως και αιωνίως, ας πετάξουμε με τα φτερά της ουτοπίας, πεντακόσια χιλιόμετρα, στο μακρινό χωριουδάκι της Γιουλμπαχάρ, να την συντροφέψουμε στις ατελείωτες στιγμές της μοναξιάς της, αποθαυμάζοντας τη μυστηριακή ομορφιά που της χαρί-ζει η θλίψη, ζωγραφισμένη από τη μέρα του αποχωρισμού, στο πρόσω-πό της!... Τι θα μπορούσε άραγε να σκεφτεί ένα κορίτσι, που έγινε το-σο ξαφνικά και με τόσο παράξενο τρόπο γυναίκα; Και το σπουδαιότε-ρο: Μια γυναίκα που έχασε μετά από λίγες ώρες, όλη τη γυναικεία κα-τάκτησή της, την προσωπική και ενστικτική της της επιλογή! Το α-ντικείμενο της θηλυκότητάς της! Την ίδια της την υπόσταση!... Πώς θα καθρεφτίζονται αυτές οι σκέψεις στη φυσική της παρουσία και στη γενική συμπεριφορά της;
    Όλη την πρώτη νύχτα την πέρασε άυπνη, με αισθητικά οράματα, που της γέννησαν οι πραγματικές και τόσο ζωντανές στιγμές που πέ-ρασε όλη την προηγούμενη νύχτα. Ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Όμως, η σκέψη της γέμισε με βογγητά και αναστεναγμούς μάχης πρωτόγνωρα γλυκιάς κι απρόβλεπτης! Η αναπνοή της σιγά - σιγά έγινε λαχάνιασμα. Σε μια στιγμή, νόμισε ότι την ενοχλούσε το νυχτικό της! Τα εσώρουχά της! Της έκοβαν την ανάσα!... Γδύθηκε ολόγυμνη και ακούμπησε τις παλάμες στα στήθια της. Γιατί το έκανε αυτό; Δεν ήξερε! Μάλλον για να προσευχηθεί. Κόλλησε τις παλάμες της τη μια με την άλλη σε στάση προσευχής, μα καμιά ευχή δεν της ερχόταν στο νου! Μόνον κάποιες έννοιες και λέξεις ασυμβίβαστες προς τη θρησκεία γέμιζαν το νου της και ψιθύριζαν τα χείλη της! Φτιαγμένες από σάρκα!...
 Τελείως ασυναίσθητα, άγγιξε με τα δάχτυλα τις ρώγες των βυζιών της και τις ένιωσε ερεθισμένες σα να γύρευαν κάτι που δε συνειδητο-ποίησε αμέσως αλλά δεν άργησε να της το αποκαλύψει το ένστικτο και άρχισε να τις χαϊδεύει και μετά από λίγο να τις τρίβει ηδονικά! Τα δάχτυλά της αυτά, δεν ένιωθε να είναι δικά της! Δικές της, ήσαν μόνον οι ρώγες, που προσπαθούσε να τις λιώσει μέσα στο στόμα του εραστή της, κι αυτός την έσφιγγε μέσα στα χέρια του, μέχρι που της έκοβε την αναπνοή!... «Θεέ μου! Πόση δύναμη έχουν τα χέρια σου!» της ξέφυγε, σα να μιλούσε στο Μιχάλη. Έμενε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια κλειστά. «Αχ πόσο γλυκό και παχύ ήταν το μόριό του!... Πόσο της άρε-σε να το κρατά μέσα στα χέρια της! Να το παίζει… να το λατρεύει! Όχι μόνο να το φιλά, αλλά να το καταπίνει, έτσι όπως την καβαλούσε ο Μιχάλης πάνω στο πρόσωπό της και αυτό, σκληρό και τόσο επιβλητι-κό, τριβόταν πάνω στα μάγουλά της!...
Κι απ’ τη δική της την πλευρά; Μήπως μπορούσε να κάνει αλλιώς; Ότι έκανε έβγαινε μες από την ψυχή της! Αυτή η ίδια, ήταν μια μαριο-νέτα στα χέρια της λαγνείας: Το δάγκωνε, το φιλούσε, μέχρι που της μπήκε μέσα στο στόμα και της άρεσε πάρα πολύ αυτό!...Το πιπιλούσε, το έγλυφε, το ρουφούσε και άνοιξε τα σαγόνια της διάπλατα, να της χωθεί όλο μέσα στο στόμα!... να το καταπιεί και να το χωνέψει! Να μεί-νει μέσα στο κορμί της! Να γίνει όργανο ή χυμός του δικού της κορ-μιού!... Αλλ’ αυτό ήταν πολύ μακρύ και της μπήκε βαθειά! Έφτασε με-χρι το λαρύγγι της και σε μια στιγμή ένιωθε να μην μπορεί να ανασά-νει και να πνίγεται!... Κι όμως… αυτή δεν τραβήχτηκε!…Γιατί φοβήθη-κε μήπως τη λυπηθεί και της το πάρει!...
    Οι ανάσες της έβγαιναν βαθιές ερεθιστικές… μυρωμένες… αληθι- νές… Το στόμα της ανοιχτό μα άδειο, το γέμιζε με τα δάχτυλά της!... Και όλη η πραγματικότητα της στιγμής εκείνης, δεν ήταν παρά μια ου-τοπία. Μια φαντασία!… Όλη η αλήθεια κρυβόταν καλά, πίσω από τη φαινομενικότητα! Η φύση, στις μεγάλες της στιγμές, δεν αστειεύε-ται!... Τα θέλει όλα δικά της. Γκρεμίζει όλα τα σαθρά οικοδομήματα της σκοπιμότητας που χτίζει ο ματαιόδοξος ανθρώπινος νους, στην αδιέξοδη προσπάθειά του να οργανώσει τις κοινωνίες και να θεμελιώ-σει την κοινωνική ζωή, πάνω στην άμμο της ψευτιάς!... Και μέσα στην αγνή καρδιά της γυναίκας αυτής, η φαινομενικότητα, ήταν σωριασμέ-νη σε άμορφα ερείπια!... Ο Μιχάλης… ήταν στο κρεβάτι της… Μέσα στην αγκαλιά της!...
    Της φιλούσε τα γόνατα και ανατρίχιαζε όλο το κορμί της, και μετά, τη φιλούσε στα μπούτια της και της τα έγλυφε και την τσιμπούσαν και την τρυπούσαν τα άγρια γένια του, αλλά της άρεσε αυτό μέχρι τρέλας! Και μετά… αχ θεέ μου μετά!... Της άνοιξε τελείως τα μπούτια και άρχισε να της φιλά το μόριό της και να το γλύφει και να χώνει με-σα τη γλώσσα του και αυτή να λειώνει, να χύνεται ολόκληρη μέσα στο στόμα του, σαν μέλι!...
Όταν βυθίστηκε το μόριό του μέσα στο δικό της πάνω στο χώμα του χωραφιού, έχασε κάθε αίσθηση της κοινωνικότητάς της, της α-νατροφής που της είχαν δώσει οι γονείς της, πιστοί στις καθιερωμένες κοινωνικές εντολές και επιταγές. Της έρχονταν στο νου όλες οι απαγο-ρευμένες ερωτικές λέξεις που είχε μάθει κρυφά από τις διάφορες συμ-μαθήτριές της, οι αποτρόπαιες, για τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό και τις ψιθύριζε χωρίς ντροπή, σε κάποιες στιγμές τις φώναζε κιόλας, πιο δυνατά, γιατί πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε γυναίκα και τις ζού-σε.
Και η φυσική γυναίκα, η αγνή, που δεν έχει νιώσει στην παιδική της ηλικία την καταπίεση της αναγκαιότητας να παραδεχτεί την αδυναμία του φύλου της να την καθηλώνει, είναι αντικοινωνική και αποφασι-στική!... Στη θηλυκότητα, πίσω από τη φροντίδα, την τρυφερότητα και την υποχωρητικότητα που δείχνει για να συντηρούνται όλα, ειρη-νικά και γαλήνια, υπάρχει σε λαθροβίωση μια μορφή ανευθυνότητας που μοιάζει με την αδιαφορία μπροστά στον κίνδυνο, που διακρίνει τους επαναστάτες και απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα!... Άλλωστε η επανάσταση είναι γένους θηλυκού. Πράγματι. Η θηλυκότητα ξεχνάει όλες τις άλλες υποχρεώσεις της μπροστά στον έρωτά της και το μόνο που της αρέσει είναι, να τον έχει ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της! Τον έρωτά της, που εκπροσωπεί τη φυσική της επιλογή, για τη βελτίωση του ανθρώπινου είδους!... Τον νιώθει, ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της!... Και αυτή τη φυσική επιλογή τη συλλαμβάνει στη εντέλεια, κατ’ εξοχήν το γυναικείο ένστικτο, τής Μεγάλης Μητέρας. Που γέννησε όλους τους θεούς και τους ανθρώπους!…
    Λίγο πριν να ξημερώσει είχε πια παραλύσει από τις απανωτές ηδο-νές που της είχαν προκαλέσει η φαντασία της μαζί με την απομίμηση των ερωτικών κινήσεων του εραστή της, τής χθεσινής νυχτιάς και γα-λήνια πια, ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον ύπνο, εξαντλημένη και πα-ραδομένη, όταν χτύπησε δυνατά η πόρτα!... Πετάχτηκε πάνω και ρώ-τησε:
-Ποιος είναι;
-Απόσπασμα της στρατιωτικής αστυνομίας κυρία μου. Παρακαλώ ανοίξτε.
Φόρεσε τη ρόμπα της για να κρύψει τη γύμνια της και άνοιξε λίγο την πόρτα.
-Τι θέλετε;
     -Έχουμε εντολή να ερευνήσουμε το σπίτι σας και το κτήμα.
    Άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
     -Περάστε… 
     Είπε στεγνά και έκανε στην άκρη να περάσουν μέσα.
Πέρασαν τρεις πανύψηλοι και γεροδεμένοι άντρες. Άναψαν ένα φα-κό και τον έριξαν φευγαλέα πάνω της. Μόλις την είδε αυτός που κρα-τούσε το φακό και αφού έριξε στα γρήγορα μια φωτεινή ριπή γύρω στο δωμάτιο, έστρεψε πάλι τη δέσμη στο πρόσωπο και το σώμα της Γιουλμπαχάρ. Αυτή έκλεισε τα μάτια και έγειρε προς τα πίσω το κε- φάλι της, ενοχλημένη από το έντονο φως και μ’ αυτήν της την κίνηση άνοιξε λίγο το πάνω μέρος της ρόμπας της, φάνηκε ο άσπρος λαιμός της, και πρόβαλαν μερικά από τα ερωτικά σημάδια του ασυγκράτητου πόθου του Μιχάλη, της χθεσινής νύχτας. Η Γιουλμπαχάρ ένιωσε μιαν παράξενη ευχαρίστηση που μπήκαν στο σπίτι της τρεις άγνωστοι άντρες και τώρα στη σκέψη ότι ίσως είχαν διακρίνει τα ερωτικά σημάδια στο λαιμό της!... Με μια αργή κίνηση έκλεισε το άνοιγμα των γιακάδων της ρόμπας της. Ο επικεφαλής την ρώτησε:
-Μόνη σας μένετε;
-Ναι.
Του απάντησε κοφτά. Και συμπλήρωσε:
-Ο μπαμπάς μου έφυγε πριν από τρεις μέρες για το βουνό…
 Ο επικεφαλής κούνησε το κεφάλι του. Αυτή πήγε στον μπουφέ και άναψε το λυχνάρι. Ένα χαμηλό φως τρεμόπαιξε διακριτικά στο σκο-τεινό δωμάτιο φωτίζοντας γύρω.
-Μήπως είχατε κάποια ανεπιθύμητη επίσκεψη χθες ή σήμερα;
-Όχι. Καμία.
Του απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Ο άντρας έριξε μια  γρήγορη ματιά στους συναδέλφους του και της  είπε:
-Θα μας επιτρέψετε να κάνουμε μιαν έρευνα στο αγρόκτημα…
-Κάντε ότι θέλετε.
Ο τρίτος της παρέας έκανε ένα νεύμα σε πεντέξι φαντάρους που πε-ρίμεναν έξω από το σπίτι κι αυτοί μπήκαν μέσα, ερεύνησαν βιαστικά τα υπόλοιπα δωμάτια και βγήκαν από την πίσω πόρτα στο κτήμα. Οι τρεις κάθισαν όπου βρήκαν, για να περιμένουν το αποτέλεσμα της έρευνας.
- Πώς σε λένε;
Τη ρώτησε ο πρώτος σε τόνο προστατεύτικό, ευγενικό και οικείο.  
-Γιουλμπαχάρ.
    Της ήρθε μια ξαφνική ζάλη στη συνειδητοποίηση των σκέψεων που περνούσαν με κινηματογραφική ταχύτητα από το μυαλό της! Πώς ήταν δυνατό να μπαίνουν μέσα της τέτοιες σκέψεις; Πώς το επέτρεπε αυτό στον εαυτό της; Μήπως όμως δεν της εισχωρούσαν απ’ έξω, αλλ’ αντίθετα έβγαιναν από μέσα της; Από το υποσυνείδητό της; Και πώς έσπασε ο φραγμός που απαγόρευε την εισβολή παρόμοιων σκέψεων από το υποσυνείδητό στη συνείδησή της; Αναγκάστηκε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού για να μην πέσει κάτω!...
    Σκεφτόταν πόσο ανυπεράσπιστη ήταν μες την άγρια νύχτα μπρο-στά σ’ αυτούς τους άντρες! Θα μπορούσε ένας απ’ αυτούς να την πλη-σιάσει, να της βγάλει την ρόμπα, να την ξαπλώσει ολόγυμνη όπως ή-ταν, στο κρεβάτι και να την λατρέψει όπως την λάτρεψε ο Μιχάλης χθες τη νύχτα. Έπειτα, αφού έσβηνε τη δίψα της λατρείας του, να πα-ραχωρούσε τη θέση του στον δεύτερο, και ο δεύτερος στον τρίτο, με-τά να ερχόταν η σειρά των φαντάρων!… Ύστερα, όταν θα γυρνούσαν στο στρατόπεδο, να πληροφορούσαν όλον το στρατό για την ομορφιά και την αστείρευτη σεξουαλικότητά της και να έκαναν παρέλαση μπροστά και πάνω από το κρεβάτι της, πάνω από το κορμί της, χιλιά-δες άντρες!...
Οι τρεις επικεφαλής του αποσπάσματος είχαν στυλωμένα τα βλέμ-ματά τους πάνω της, σιωπηλοί!... Ένιωθε αυτά τα βλέμματα να της χαϊδεύουν το κορμί, από τα μαλλιά μέχρι τα δαχτυλάκια των ποδιών της και της κοβόταν η ανάσα!... Πήρε ένα βαθύν αναστεναγμό και κοί-ταξε προς το μέρος τους εξεταστικά. Είχαν όλοι τους όμορφα και δυ-νατά κορμιά, αλλά… δεν είχαν πρόσωπα!... Κοίταξε επίμονα πάνω από το λαιμό τους… Δεν έκανε λάθος!... Αυτοί οι τρεις άνδρες που ήσαν α-πέναντί της, ήσαν απρόσωποι!... Ακέφαλοι!... Ένιωσε ένα ρίγος να δι-απερνάει τη ραχοκοκαλιά της! Ήταν τρέλα αυτή που την έπιασε στα καλά καθούμενα; Ή ενόραση;
Ο Μιχάλης της όμως, είχε, πρόσωπο!... Είχε αυτήν την όμορφη μύτη! Το πηγούνι, τα πανέμορφα καυτά χείλη που τη διάβηκαν όλη, μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της! Και τα μάτια του!... Αχ τα μάτια του!... Τα μαύρα του τα μάτια!... Οι δυο σκοτεινές πύλες που τις διάβηκε και μπήκε μέσα στο μυστήριο του Ιερού Γάμου!... Στη χώρα του Έρωτα, που δεν έχει γυρισμό!... Ο Μιχάλης της, έκλεινε μέσα του, όλους τους άντρες της γης!... Ήταν το πρόσωπό τους!...
Η Γιουλμπαχάρ χαμογέλασε… Και το χαμόγελό της αυτό, φώτισε τη σκοτεινή νύχτα! Ήταν ο αυγινός ήλιος! Ο ήλιος της δικής της αυγής…
Χάραζε όταν οι στρατιώτες, έχοντας τελειώσει την έρευνα, την χαι-ρέτισαν ευγενικά ζητώντας της συγνώμη για την ενόχληση και α- ποχώρησαν. Η Γιουλμπαχάρ αμπάρωσε την πόρτα, πήρε το λυχνάρι από το μπουφέ και το απόθεσε πάνω σ’ ένα μικρό κομοδίνο που ήταν δίπλα στο προσκέφαλό της. Έπειτα έβγαλε τη ρόμπα της, ξάπλωσε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε με το σεντόνι. Για λίγην ώρα κοιτούσε αφηρημένα τις σκιές που έπαιζαν με το φως του λύχνου πάνω στο τα-βάνι. Ήταν εξαντλημένη και δεν άργησε να την πάρει ένας γλυκός ύ-πνος…
Όταν άνοιξε τα μάτια της, η μέρα ήταν ήδη προχωρημένη. Έμεινε ξαπλωμένη και αναλογιζόταν τις χθεσινοβραδινές της σκέψεις και ψυ-χικές εμπειρίες, που το υπέροχο εξωτικό ερωτικό της ξύπνημα, την έ-κανε να συνειδητοποιήσει. Η θλίψη όμως για την απουσία από κοντά της, του αγοριού, που ξύπνησε μέσα της την κάθε πηγή της συνέχειας της ζωής, ήταν πολύ μεγάλη! Πού να βρισκόταν τώρα ο άντρας της; Σε τι συνθήκες ζούσε; Κατάφερε να βρει το δρόμο για την σωτηρία του; Ή βρίσκεται σε κάποια θέση που της είναι αδύνατο ακόμα και να τη σκε-φτεί; Αισθάνθηκε τύψεις που αυτή καλοπερνάει στο σπιτάκι της, την ίδια ώρα που αυτός ποιος ξέρει σε τι περιπέτειες έχει μπλέξει, σε ποιο μέρος κοιμάται, ακόμα κι αν στερείται τα πιο απαραίτητα που ο άνθρωπος χρειάζεται για να ζήσει!... Η θλίψη της μεγάλωνε με τη σύγκ-ριση, ότι αυτή στερείται μόνον εκείνον, ενώ του Μιχάλη, εκτός από το ότι του έλειπε η δική της παρουσία στη ζωή του - το διαισθανόταν και ήταν σίγουρη ότι αποζητούσε, όχι μόνο τα χάδια της αλλά και τη συντ-ροφιά της - του έλειπαν και πολλά άλλα απαραίτητα για τη διαβίωση πράγματα!…
Μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της, όταν άκουσε βήματα στην αυλή και σε λίγο χτύπημα στην πόρτα ταυτόχρονα με τη φωνή του μπα-μπά της:
-Γιουλμπαχάρ εγώ είμαι. Γύρισα.
Ένιωσε μια ξαφνική χαρά στο άκουσμα εκείνης της αγαπημένης φω-νής! Του λατρευτού της μπαμπάκα, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά,  που ήταν τόσο καλοπροαίρετος μαζί της και ένιωθε προστασία κοντά του, αλλά μαζί αισθάνθηκε κι ένα συναίσθημα παράξενο, γιατί η παρου-σία του της στερούσε τη μοναξιά, που ήταν γεμάτη από τις σκέψεις του έρωτά της.
-Μπαμπά μου γλυκιέ μου μπαμπούλη!
Του φώναξε πέφτοντας στην αγκαλιά του βουρκωμένη! Πώς τα πέ-ρασες στο βουνό, χωρίς την περιποίηση της αγαπημένης σου κορούλας μπαμπάκα μου;
Τον ρώτησε γεμάτη νάζι.
-Μάτια μου γλυκά, όχι μόνο μου έλειψες!...
Της είπε συγκινημένος ο πατέρας της, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του και χαϊδεύοντας με τρυφερότητα τα σκουρόξανθα πλούσια μαλλιά της και συνέχισε:
-Φοβόμουν και αγωνιούσα πολύ για σένα κούκλα μου γλυκιά! Αχ πό-σο μετάνιωσα που δε σε πήρα μαζί μου!...
Της έλεγε κοιτώντας τη στα μάτια και κάνοντας στην άκρη ένα τσου-λούφι από τα μαλλιά της, που σκέπαζε το μέτωπό της…
-Γιατί γλυκιέ μου μπαμπούλη φοβόσουν τόσο πολύ για το λουλουδά-κι σου; Μήπως μπορούσε κανείς να σου το πάρει;
Του είπε χαδιάρικα μ’ ένα ύφος που έσταζε μέλι! Όμως αμέσως δα-γκώθηκε μ’ αυτό που ξεστόμισε! «Μήπως δεν έγινε αυτό που φοβόταν ο μπαμπάς μου;» Σκέφτηκε… Και ανατρίχιασε σύγκορμη νιώθοντας μια ξαφνική ασυγκράτητη δύναμη να προσπαθεί να την αποσπάσει από την αγκαλιά του πατέρα της! Έναν τυφώνα ανίκητο που την είχε τυλίξει στη δίνη του!... 
-Όλοι είχαν να λένε για τη βαρβαρότητα αυτών των καθαρμάτων που μπήκαν στο χωριό μας. Τι σχέση έχουν αυτοί οι άνθρωποι με τους παλαιούς προγόνους τους, που διάδωσαν τον πολιτισμό σ’ όλον τον κό- σμο! Η ιερή αρχαία γνώση έχει από αυτούς ξεχαστεί!... Έχει βέβαια τις ευθύνες του και το σουλτανικό καθεστώς που τους κρατούσε τετρακό-σια χρόνια κάτω από τον απαγορευτικό ζυγό, στην άγνοια, αντί να κα-θιερώσει ακόμη και στα παιδιά τα δικά μας τη μόρφωση με βάση τον πνευματικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας!... Τώρα αυτοί οι νεοέλληνες, έχουν φτάσει σε πνευματικό επίπεδο ανθρωποφάγων κανίβαλων! Έ-γιναν πια γνωστά τα εγκλήματα που έχουν κάνει σ’ όλες τις περιοχές που κατέλαβαν! Και τά ’μαθα κι εγώ τώρα από αυτόπτες μάρτυρες!... Ησύχασα λίγο, μόλις έμαθα ότι ο στρατός μας τους έδιωξε μέσα σε λίγες ώρες με την ενίσχυση ενός ολάκερου συντάγματος και ξαναμπήκε στο χωριό!...
Τελείως ασυναίσθητα, έφερε στο νου της τη «βαρβαρότητα» του άν-τρα που της έκλεψε την καρδιά!... Την αγριότητα που τον έκανε να νιώ-σει με την ομορφιά της και τον τρόπο που της διαγούμισε το κορμί!... Άραγε, αν τύχαινε και την έβλεπε γυμνή τώρα, με τις μαυρίλες από τα σημάδια του άγριου έρωτα του Μιχάλη, που γέμιζαν όλο της το σώμα, τι θα σκεφτόταν αυτός; Και μάλιστα αν του έλεγε ότι όλα αυτά τα σημά-δια, τής τα είχε κάνει ένας στρατιώτης του εχθρού! Ένας Έλληνας! Ένας βάρβαρος! Ένας άπιστος!... Μα είναι ποτέ δυνατό να πειστεί στα λόγια του μπαμπά της, ότι δηλαδή είναι βάρβαρος, αυτός που της χάρισε το-σην ευτυχία;                                              
    Η τρυφερότητα που ένιωθε για τον «γλυκό της μπαμπούλη», ήταν απέραντη! Δεν θυμάται ποτέ να της χάλασε κάποιο χατίρι, ούτε να ά-πλωσε χέρι πάνω της! Παρά το ότι του έκανε πολλές ζαβολιές, γιατί ή-ταν σκανδαλιάρα από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της. Ή μάλλον α-πό τότε που κατάλαβε την αδυναμία που της είχε! Αντίθετα. Τον α-δελφό της που δεν ήταν και τόσο άτακτος όσο αυτή, τις λίγες φορές που έκανε κάποιαν αταξία, τον τιμωρούσε και μερικές φορές του τις έ-βρεχε κιόλας! Κι όταν αυτός παραπονιόταν γιατί τη Γιούλυ δεν την έ-δερνε ποτέ με τις τόσες τρέλες που κάνει, αυτός του απαντούσε γελώ-ντας:
-Τις γυναίκες βρε μπόμπιρα, δεν τις δέρνουν ποτέ οι άντρες! Παρά μονάχα τις προστατεύουν! Όσες ζημιές κι αν κάνουν, είναι στη φύση τους να τις κάνουν!... Κι ο άντρας πάλι, στη φύση του είναι να τις διορ-θώνει!... Όταν εσύ μεγαλώσεις κι εγώ έχω γεράσει όπως είναι φυσικό, τότε, θα αναλάβεις εσύ να προστατεύεις τη Γιούλυ μας…
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, οι γαμπροί ήταν παρατεταγμένοι μπρο-στά στα πόδια της. Ο καθηγητής της φιλολογίας όμως είχε διαφορετι-κή γνώμη! Αφού ρώτησε πρώτα την ίδια αν έχει διάθεση για ανώτατες σπουδές και είδε τον ενθουσιασμό της σ’ αυτή την ιδέα, κάλεσε τον πα-τέρα της και του είπε ότι το νοητικό επίπεδο της κόρης του ήταν πολύ υψηλό και επιβάλεται να συνεχίσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο. Το φύλο της δεν πρέπει να γίνει η αιτία να χάσει η επιστήμη της χώρας μας ένα τέτοιο μυαλό!
Ό πατέρας της του απάντησε προβληματισμένος: 
-Δάσκαλε., σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου νέα για την κόρη μου! Το εί-χα καταλάβει ότι το μυαλό της είναι ξουράφι και η καρδιά της μάλαμα, όμως τώρα που μου το λες εσύ είναι κάτι διαφορετικό!... Το καταλαβαί-νω κι αυτό. Εσύ ξέρεις μυστικά για το μυαλό του ανθρώπου που σου έμαθε η επιστήμη σου, κι  εγώ δεν τα κατέχω.  Όμως, η κοινωνία του χωριού μας, αλλά και όλης της χώρας μας, θέλει τη γυναίκα, να χρησιμο-ποιεί το μυαλό της για να διευθύνει το σπιτικό της και να ανατρέφει σωστά τα παιδιά της! Ο άντρας δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ! Δεν έχει καιρό να σκεφτεί! Τι θα γίνει λοιπόν η οικογένεια, αν η γυναίκα γί-νει επιστήμονας και ριχτεί κι αυτή στη δουλειά σαν άντρας; Ποιος θα σκέφτεται για τα θέματα του σπιτιού και των παιδιών;
-Όλ’ αυτά που μου λες είναι σωστά και άγια, του απάντησε ο δάσκα-λος. Όμως τα θέματα του σπιτιού και των παιδιών είναι απλά παιχνιδά-κια για ορισμένα μυαλά σαν της κόρης σου! Η κόρη σου είναι σε θέση, όχι μόνο να σπουδάσει ώστε να υπηρετήσει κάποια επιστήμη, αλλά και να δημιουργήσει οικογένεια, ακόμα πιο τέλεια με τη γνώση που θα α-ποκτήσει από τις σπουδές της. Αν δεν ήταν φαινόμενο νοητικής ευστρο-φίας η κόρη σου αγαπητέ μου κύριε, δε θα σε υπέβαλα στον κόπο να σε καλέσω να μ’ επισκεφθείς…
Όταν ανακοίνωσε όλα όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση που είχε με το δάσκαλο στους συγγενείς, στους φίλους,  και όλους τους συγχωριανούς του, δε βρέθηκε ούτε ένας που να υποστηρίξει τη γνώμη του δάσκα-λου!
-Πού ακούστηκε γυναίκα πράμα, να πάει μόνη της στην πρωτεύου-σα, να σπουδάσει και να δουλέψει μετά; Αυτές είναι αντρικές δουλειές! Δεν ταιριάζουν σε γυναίκες!...
Αυτή η απάντηση δόθηκε από πενήντα στόματα!... Χωρίς την πα-ραμικρή παραλλαγή! Ούτε μιας λέξης!... Κι αν ρώταγε για να πάρει και τη γνώμη του διπλανού χωριού, ακριβώς τις ίδιες φράσεις θα εισέπρατ-τε! Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία!...
Όμως ο μπαμπάς της, ρώτησε την ίδια, τι θέλει να κάνει!... Κι όταν αυτή του απάντησε ότι της αρέσει να πάει να σπουδάσει, της μίλησε για τα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει από τη συμπεριφορά των συγγενών και πιο πολύ των συγχωριανών τους, που θεωρούν άπρεπο αν όχι ανήθικο, το να σπουδάσει ένα κορίτσι μακριά από την προστα-σία των γονιών του, ή του άντρα που θα παντρευτεί!... Τότε η Γκιουλ-μπαχάρ, μ’ ένα ήρεμο και αποφασιστικό ύφος στο πρόσωπό της, του απάντησε:
-Μπαμπά μου, σε όλα τα πράγματα πρέπει να γίνει μια αρχή. Πολλά πρέπει να αλλάξουν στη νοοτροπία των συγχωριανών μας! Εγώ θα προ-σπαθήσω να αντιμετωπίσω τον πόλεμο που θα μου ανοίξουν και νομί-ζω ότι τελικά θα τα καταφέρω…
 Ο μπαμπάς της χαμογέλασε και της είπε με προσποιητό παράπονο, γιατί βαθειά μέσα του την καμάρωνε για τη λεβεντιά της:
-Εμένα… δε με σκέφτεσαι που θα μ’ αφήσεις μόνο μου; Τι σου έκανα και θες να μ’ εγκαταλείψεις;
-Μπαμπούλη μου γλυκέ! Δε θα σ’ αφήνω εγώ μόνο σου για πολύν και-ρό! Κάθε τόσο θα έρχομαι και θ’ αγαπιόμαστε πιο πολύ! Θα επιθυμούμε ο ένας τον άλλο και θα μιλάμε για όλα τα καινούρια πράγματα που θα μαθαίνω!... Θα μου λες τη γνώμη σου! Γιατί έχω μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτή!…
Έτσι για μια ακόμα φορά της έδειξε την αδυναμία που της είχε…
    Όμως αυτή τη ζημιά που του είχε κάνει τώρα, που ερωτεύτηκε έναν στρατιώτη του προαιώνιου εχθρού και μάλιστα αλλόθρησκο, θα της τη συγχωρούσε; Θα της έκανε κι αυτό το χατίρι να δεχθεί για γαμπρό του το Μιχάλη; Θα την βοηθούσε να τον ξαναβρεί; Αχ! Μήπως θα ήταν προτιμότερο να του πει την απόφασή της για τον Μιχάλη, χωρίς βέβαια να του αποκαλύψει ότι έχει κάνει έρωτα μαζί του; Να του πει ότι απλά γνωρίστηκαν, ότι της άρεσε πολύ, ότι τον βρίσκει πολύ όμορφο κι ευγε-νικό, ότι της άρεσε ο τρόπος που σκέφτεται, ότι ταιριάζουν σαν χαρα-κτήρες, ότι ωστόσο τη σεβάστηκε και δεν της άγγιξε ούτε το χεράκι, που θα το εκτιμήσει πολύ ο μπαμπάς της! Το ήξερε! Θα του έκανε πολύ καλή εντύπωση αυτό!... 
    Όμως οι μέρες περνούσαν και τα νέα έφταναν ευχάριστα για τους συγχωριανούς της, σήμερα μάλιστα ακούστηκαν και ιδιαίτεροι πανηγυ-ρισμοί με φωνές, ζητωκραυγές αλλά και αρκετούς πυροβολισμούς ενθουσιασμού! Ήταν γιατί οι γενναίοι Τούρκοι στρατιώτες μας, πέταξαν τους Έλληνες στη θάλασσα και απελευθέρωσαν και την τελευταία πιθα-μή γης, της πατρίδας.
Η Γιουλμπαχάρ στάθηκε εκεί: Κι αν ανάμεσα σ’ αυτούς που πέταξαν στη θάλασσα ήταν κι ο Μιχάλης; Δεν μπορούσε να συνεχίσει αυτή τη σκέψη. Της φαινόταν ότι αν σκέφτεται το ενδεχόμενο να μη ζει ο Μιχά-λης, θα ισοδυναμούσε με το να σκέφτεται αυτή η ίδια, μετά το θανατό της! Γιατί ο θάνατος του Μιχάλη θα ήταν και της ίδιας ο θάνατος! Αλλά κανένα όν, ακόμα κι ο άνθρωπος, δεν μπορεί να σκέφτεται μετά το θα-νατό του!…
    Είχαν φτάσει πια οι μέρες που θα έφευγε για την Άγκυρα, γιατί όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο που φοιτούσε. Άρχι-σε να ετοιμάζει τη βαλίτσα της, με αισθήματα ανάμικτα! Από τη μια η  στενοχώρια που θα άφηνε τον μπαμπά της μόνο του και από την άλλη η έντονη επιθυμία της να βρεθεί μέσα στον κόσμο της πληροφόρησης που θα άνοιγε μπροστά της και θα την βοηθούσε να μάθει περισσότερα νέα για τον Μιχάλη, να αλληλογραφήσει μαζί του και γιατί όχι, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν, να τον συναντήσει! Δε θα δίσταζε να πάρει το αεροπλάνο και να πάει για λίγες μέρες να τον βρει στην Αθήνα!
 Τον μπαμπά της θα τον φρόντιζε η θεία της και αδελφή του. Όπως είχε γίνει και την περσινή χρονιά. Αλλά τις συζητήσεις που είχε μαζί της, δεν θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει κανένας! Ούτε η θεία της, ούτε ο θείος της, ούτε οι συγχωριανοί του, που συναντούσε κάθε βρα-δάκι στο καφενείο του χωριού και μιλούσαν για τα γεγονότα του πο-λέμου και για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Όμως η διστακτικότητά της δεν την άφησε να αρχίσει καν τη συζήτη-ση για το σημαντικότατο γεγονός που είχε συμβεί στη ζωή της: Του έρωτά της για τον Μιχάλη!... Ούτε καν σαν κάποια νύξη, για να δει τις πρώτες αντιδράσεις του μπαμπά της, τουλάχιστον ως προς το θέμα της θρησκείας. Ανεξίθρησκος ήταν, ο πατέρας της. Το ήξερε καλά αυ-τό. Το είχαν συζητήσει αρκετές φορές. Αλλά δεν ήξερε πώς θα πάρει το ενδεχόμενο να έχει μες το σπίτι του, άντρα της κόρης του, κάποιον που να πιστεύει σε άλλη θρησκεία…
    Όμως, ο Μιχάλης πίστευε πραγματικά σε άλλη θρησκεία; Δεν είχαν προλάβει να συζητήσουν αυτό το θέμα. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη, ότι δεν αντιμετώπιζε τη θρησκευτική πίστη, με μια σχετική αδιαφο-ρία… Σκεφτόταν δηλαδή, ότι έμοιαζαν οι δυο τους και σ’ αυτό, όπως σε τόσα άλλα.... Ίσως κι εκείνος όπως ακριβώς και η ίδια, να θεωρούσε τη θρησκεία δευτερεύον ζήτημα μπροστά σε άλλα, πιο ζωτικά για τον άνθρωπο. Όμως ακόμα κι αν αυτός πίστευε απαράβατα στο τελετουρ-γικό της δικής του θρησκείας, από τη δική της σκοπιά δεν είχε κανένα λόγο να προβληματιστεί!… Θα γινόταν Χριστιανή!... Τον Χριστό τον αγαπούσε όσο και το Μωχαμέτη της! Ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο: Η φιλοσοφία της δύναμης, της αγάπης, και του νου… Τώρα: Αν στο γάμο τους οι συγγενείς και οι φίλοι θα τους πετούσαν ρύζια ή πιλάφια δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτήν. Άλλωστε και το πιλάφι από ρύζι πα-ρασκευάζεται!...
Όμως η μέρα της αναχώρησής της έφτασε. Ό καιρός ήταν βροχερός. Ευτυχώς σε δυο μέρες θα ερχόταν ο αδελφός της με  άδεια και θα απά-λυνε τη στενοχώρια του μπαμπά της από το κενό της απουσίας της. Ό-λα ήσαν έτοιμα. Πήγαν μαζί με τον μπαμπά της στο σημείο που θα ξεκινούσε το λεωφορείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά… Όταν ο οδηγός έβαλε μπρος τη μηχανή, φιλήθηκαν και η Γκιουλμπαχάρ ανέβηκε στο αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση της. Τον κοιτούσε μες απ’ το τζάμι και σε μια στιγμή της ήρθε η σκέψη ότι ίσως να μην ξανάβλεπε τον αγαπημένο της πατέρα! Γιατί αν της δινόταν η ευκαιρία θα δραπέτευε από τη χώρα της, για να συναντήσει τη μοίρα της! Που ήταν ο Μιχά-λης!... Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της και κύλησαν στα μάγου-λά της καθώς το λεωφορείο ξεκίνησε τον ανηφορικό χωματόδρομο για να βγει από το χωριό στην ερημιά, κατευθυνόμενο προς το σταθμό του τραίνου…
Έβρεχε!... Έβρεχε παντού!... Όχι μόνο στο ταξίδι της με το λεωφο-ρείο, αλλά και στο τραίνο! Και οι σταγόνες της βροχής που έτρεχαν στα τζάμια των παραθύρων, έδιναν την εικόνα της ψυχής της, για τη εγκα-τάλειψη του πατέρα της!... Τώρα φοβόταν μήπως δεν τον ξαναδεί! Μη-πως θα έφευγε για την Αθήνα!... Τον φανταζόταν όταν θα λάβαινε το αποχαιρετιστήριο γράμμα της! Ένας αποχαιρετισμός ποιος ξέρει για πόσον καιρό!... Ίσως για χρόνια, ίσως και για πάντα!... Έβλεπε την ει-κόνα του προσώπου του να καθρεφτίζεται αχνά στο τζάμι του πα- ράθυρου του τραίνου, με τις σταγόνες της βροχής σα δάκρια, να τρέ-χουν από τα μάτια του, να κυλούν στα μάγουλά του, και να την κοιτά! Μ’ ένα βλέμμα παράξενο! Να την ακολουθεί! Μ’ αυτό το παράξενο βλέμμα!... Πού να ήξερε ότι όταν θα μάθαινε ποια είναι η πολιτική κα-τάσταση και οι σχέσεις των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας μεταξύ τους, θα έκλαιγε για τον αντίθετο λόγο! Γιατί θα της ήταν πολύ δύσκολο να ξαναδεί τον Μιχάλη!...
Το δωματιάκι της την περίμενε όπως το είχε αφήσει. Όμορφο νοι-κοκυρεμένο και καθαρό, το φρόντιζε η σπιτονοικοκυρά της όσο αυτή έλειπε.  Ήταν πολύ καλή, όπως και ο άντρας της και ο γιος τους, που την συμπαθούσαν και οι τρεις, τη φρόντιζαν και την προστάτευαν σα να ήταν κόρη τους!... Τη θαύμαζαν, γιατί ήταν από τα λίγα κορίτσια που είχαν αφήσει τα σπίτια τους και τα χωριά τους και είχαν μπει στην περιπέτεια της γνώσης, μένοντας μόνα τους σε ξένη πόλη και εί-χαν αναλάβει ένα είδος υπευθυνότητας για την ασφάλεια και την κα-λοπέρασή της. Λίγες ήσαν οι σπουδάστριες από χωριά. Γενικά, οι σπου-δάστριες ήσαν λίγες. Αλλά και απ’ αυτές τις λίγες, ελάχιστες έμεναν μα-κριά από τις οικογένειές τους.
Κάθισε στο μικρό της γραφειάκι κι έριξε ένα φευγαλέο ερευνητικό βλέμμα στη βιβλιοθήκη, με τα παλιά της βιβλία. Όλα ήσαν στη θέση τους και περίμεναν τα τρυφερά της χεράκια να τα κρατήσουν και να τα ξεφυλλίσουν! Δεν ήξεραν όμως, ότι σε λίγο θα βρεθούν μέσα σε μια κούτα και… άλλα βιβλία πια, τα βιβλία της νέας χρονιάς, θα πάρουν τη θέση τους στα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης και στην αγκαλιά και το ενδιαφέρον της Γιουλμπαχάρ… 
Την άλλη μέρα στο σχολείο της, συνάντησε τους πολλούς συμμαθητές και τις λίγες συμμαθήτριές της. Μετά από τις πρώτες χαρές, η σκέψη της Γιουλμπαχάρ στράφηκε στην αναζήτηση του τρόπου που θα έπρεπε να δράσει, για να μάθει πώς έχουν τα πράγματα γενικά, αλλά πιο πολύ την ενδιέφερε να μάθει για τον Μιχάλη. Τα πρώτα νέα που της έγιναν γνωστά για τις σχέσεις των δύο χωρών μεταξύ τους, ακολουθήθηκαν, από τις πρώτες υποψίες ότι δε θα ήταν καθόλου εύκολη οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας της με τον Μιχάλη.
Τη μεθεπομένη ξεκίνησε πρωί - πρωί και η πρώτη της δουλειά ήταν να πάει στο υπουργείο εξωτερικών για να βγάλει διαβατήριο για την Ελ-λάδα. Όταν το άκουσε αυτό ο υπάλληλος την κοίταξε σα να ήταν από άλλον πλανήτη και αυθόρμητα τη ρώτησε με έκπληξη:
-Τι θα πάτε να κάνετε στην Ελλάδα δεσποινίς;
-Για τουρισμό.
-Δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος να κάνω τις ενέργειες για να σας εξυπηρε-τήσω, ούτε υπάρχει κάποιος άλλος για την Ελλάδα. Γιατί απαγορεύεται στους Τούρκους πολίτες να επισκέπτονται την Ελλάδα, για λόγους δικής τους ασφαλείας! Έχει έρθει σχετική εγκύκλιος διαταγή εδώ και καιρό.
Η πρώτη πόρτα που χτύπησε λοιπόν, άνοιξε, αλλά ξαναέκλεισε με βρόντο μπροστά στο πρόσωπό της!...
Έπειτα πέρασε από το γραφείο αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Όταν ήρθε η σειρά της ο υπάλληλος της ζήτησε τα στοιχεία του προσώ-που που αναζητούσε. Μόλις του έδωσε τα στοιχεία του Μιχάλη, ο υπάλ-ληλος σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε εξεταστικά!
-Δεν είναι Τούρκος το πρόσωπο που αναζητάτε;
-Όχι.
-Τι εθνικότητας είναι;
-Έλληνας…
-Εσείς τι συγγένεια έχετε μαζί του;
-Καμία συγγένεια δεν έχω μαζί του. Ήταν συμφοιτητής μου την περυ-σινή χρονιά και τώρα δεν τον είδα στα μαθήματα. Οι φίλοι του και οι γείτονές του μου είπαν ότι έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες!...
-Είχε πάρει την τουρκική υπηκοότητα; Γιατί για πρόσωπα ελληνικής εθνικότητας που δεν έχουν πάρει την τουρκική υπηκοότητα δε διενερ- γούνται έρευνες…
-Τι να σας πω;… Αυτό δεν το γνωρίζω…
Τι άλλο να του απαντήσει; Ήταν φανερό ότι οι Έλληνες στρατιώτες δεν θεωρούνταν άνθρωποι! Της έκλεισαν λοιπόν και τη δεύτερη πόρτα κατάμουτρα!...
Το μεσημέρι, όταν πήγε στη φοιτητική λέσχη για φαγητό, την περικύ-κλωσαν μπόλικοι συμφοιτητές της. Άλλους γνώριζε από πέρυσι, άλλους γνώριζε τώρα και άλλοι τη γνώριζαν ενώ αυτή δεν τους γνώριζε!... Μετά το φαγητό, πήγαν όλοι μαζί στο σαλόνι για καφέ. Η Γκιουλμπαχάρ, μαζί με την ακολουθία της: Καμιά δεκαριά συμφοιτητές της!... Πριν καλά - καλά να καθίσουν και να σερβιριστεί ο καφές, οι πιο φλύαροι άνοιξαν τη συζήτηση.
-Πάντως οι Έλληνες κατατροπώθηκαν! Θα περάσουν αρκετοί αιώνες για να κάνουν το ίδιο λάθος!...
-Ο Κεμάλ δε θα έπρεπε να σταματήσει στον Έβρο. Αν προχωρούσαν τα στρατεύματά μας, σε μια εβδομάδα θα ήμασταν στη Αθήνα!
Είπε ένας δεύτερος.
-Αυτός ήθελε! Δεν τον άφησαν όμως οι Άγγλοι. Δεν τους συμφέρει να ενωθούν η Ελλάδα με την Τουρκία. Θέλουν την Ελλάδα ανεξάρτητη για να την χρησιμοποιούν σαν χωροφύλακα της ανατολικής Μεσογείου! Να εκβιάζουν την κάθε τουρκική κυβέρνηση για να εξυπηρετεί τα συμφέ-ροντά τους!...
Πετάχτηκε ο τρίτος. Κατόπιν πήρε πάλι το λόγο ο δεύτερος:
-Πάντως, η πρόταση του Κεμάλ για την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν αριστουργηματική! Να φύγουν όλα τα καθάρματα από το Ίνστα-μπουλ, τη Σμύρνη και όλα τα παράλια του Αιγαίου! Μας παριστάνουν τους Τούρκους για να πάρουν τα ηνία της οικονομίας στα χέρια τους, αλλά κατά βάθος αισθάνονται Έλληνες και μας σκάβουν το λάκκο!...
Επενέβη ο Οζάλ που καθόταν πλάι στη Γιουλμπαχάρ, απευθυνόμε-νος στον δεύτερο.
 -Φίλε μου, πες μου σε παρακαλώ: Για την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, φταίει ο ελληνικός πληθυσμός του Ίνστα-μπουλ και της Σμύρνης; Ρώτησε κανείς τους απλούς πολίτες, αν την ήθε-λαν; Μήπως έχει πέσει στην αντίληψή σου, ότι υπάρχουν κέντρα αποφάσεων, που φταίνε για όλα τα μακελειά των λαών; Και τώρα, τα φορτώνουν όλα στους απλούς πολίτες, για να βγουν αυτοί λάδι!... Θα ξεριζώσουν χιλιάδες ανθρώπους από τις χώρες που γεννήθηκαν, για να τους μεταφέρουν σε άλλους, άγνωστους τόπους, με υποσχέσεις για πα-ραδείσους που ποτέ δε θα βρουν! Θα μεταφέρουν τους Έλληνες της Τουρκίας και θα τους πάνε στην Ελλάδα! Και τους Τούρκους της Ελλά-δας, για να τους φέρουν εδώ! Ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι σε κάτι έφταιξαν οι Έλληνες της Τουρκίας, που εγώ προσωπικά δε συμφωνώ όπως είπα και προηγουμένως, οι Τούρκοι της Ελλάδας σε τι έφταιξαν; Απλά: Πρέπει να αδειάσουν τα σπίτια τους και να ξεριζωθούν, για να βρουν στέγη οι ξεριζωμένοι της Μικρασίας!...
Η Γκιουλμπαχάρ ταράχτηκε με αυτά τα τελευταία που άκουσε!... Εί-ναι δυνατόν να μεθοδεύεται τέτοιο μαζικό έγκλημα; Τόσος κόσμος να ριχτεί σ’ αυτήν την περιπέτεια της περιπλάνησης; Και η δική της η θέση; Τι θα γίνει αυτή; Διώχνουν τους Τούρκους από την Ελλάδα την ίδια ώρα που αυτή έχει ανάγκη να πάει, στην Ελλάδα; Πώς θα το κατορθώσει αυ-τό; Άνοιξε λοιπόν τώρα και η τρίτη πόρτα που χτύπησε. Η πόρτα της πληροφόρησης. Αλλά κι αυτή ξαναέκλεισε μπροστά στο πρόσωπό της, με μεγαλύτερη απονιά!...
Η συζήτηση συνεχιζόταν με τον ίδιο ζήλο. Συμμετείχαν πια όλοι οι παρευρισκόμενοι κι έκαναν πολύ θόρυβο με τις φωνές τους. Χωρίστη-καν σε πηγαδάκια ανά δύο η τρία άτομα και συνέχιζαν να συζήτάνε πάνω στο ίδιο θέμα, αλλά σε διαφορετικές εκδοχές. Ο Οζάλ γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε στα μάτια.
-Τι σκέφτεσαι Γιούλυ;
- Αυτά που ακούω.
Του απάντησε αφηρημένη, σκορπισμένη στις διάφορες γνώμες που άκουγε γύρω της και προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου, για να βγά-λει τα δικά της συμπεράσματα.
-Τι θα κάνεις το βράδυ;
-Τίποτα…
-Θέλεις να πάμε στο θέατρο;
-Όχι.
-Έχεις τίποτα;
-Ναι! Έχω πολλά! Όλ’ αυτά που σε άκουσα να λες, μου έχουν φέρει πολλές σκέψεις και προβλήματα…
-Αν θέλεις μπορούμε να πάμε κάπου για ποτό και να τις συζητήσου-με όλες τις σκέψεις σου και τους προβληματισμούς σου… Όσες θες να μου εμπιστευτείς βέβαια…
-Πρώτα θέλω να τα σκεφτώ μόνη μου…
-Αυτό που μου υποσχέθηκες ότι θα το σκεφτείς όλο το καλοκαίρι και θα μου απαντήσεις όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα; ...Το σκέφτηκες;
-Ναι…
-Θα μου πεις;
-Ναι…
Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε και έμεινε για λίγο όρθια… Ένιωθε τη συ-νείδησή της μουδιασμένη κι ένα μαράζι της έσφιγγε την καρδιά!... Σήκω-σε το δεξί της χέρι δείγμα χαιρετισμού προς όλη την παρέα χωρίς να πει λέξη και ακούμπησε το αριστερό της ελαφρά στην πλάτη του Οζάλ που βρισκόταν δίπλα της, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει… Εισέπραξε δέκα περίπου αντρικά « γεια σου Γιούλυ» και ένα παρατεταμένο βλέμμα από τον Οζάλ, που συνέχισε να την κοιτά διακριτικά καθώς εκείνη απομα-κρυνόταν… Αυτός, κάθισε πέντε λεπτά ακόμα εκεί που καθόταν χωρίς να μιλά πια και μετά σηκώθηκε, χαιρέτισε την παρέα και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση…
«Τι άλλο να μου πει;» Σκεφτόταν καθώς περπατούσε. «Μου τα είπε όλα!... Δε θα την ξαναρωτήσω… Κάποιος άλλος θα μπήκε στη ζωή της!... Δεν θα υπάρχει κανένας άντρας πάνω στη γη που να μην τη θέ-λει!... Δεν είχε παρά να διαλέξει. Διάλεξε λοιπόν κάποιον άλλον. Καλλί-τερον από μένα!...»
Περπατούσε ώρες ολόκληρες και είχε πια φτάσει στις παρυφές της πολιτείας με τα φτωχά σπιτάκια και τους λιγομίλητους ανθρώπους. Τα δρομάκια τώρα ήσαν έρημα, γιατί φυσούσε δυνατός και παγερός αέρας και στον ουρανό διάβαιναν βιαστικά γκριζόμαυρα σύννεφα. Άλλωστε είχε πια σουρουπώσει για τα καλά. Σε λίγο, κύματα από ριπές βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό του και κυλούσαν παγωμένες σταγόνες στα μάγουλά. Τα βήματά από μόνα τους τον οδήγησαν σε μια μικρή ταβερ-νούλα και μπήκε μέσα, για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Κάθισε σε μια γωνιά και παρήγγειλε κρασί. Υπήρχε κάτι μέσα βαθειά του, που το ζη-τούσε.
Πόσο είχε ομορφύνει!... Το πρόσωπό της… Το κορμί  της… Το περπά-τημά της!... Είχε φτάσει στην τελειότητα της μοιραίας γυναίκας!... Όταν την είχε πρωτογνωρίσει ήταν πολύ ωραίο κορίτσι. Όχι όμως όπως τώρα! Τώρα, υπήρχε κάτι διαφορετικό επάνω στην αύρα της, μεταλλάσσοντάς την σε θεϊκά ερωτική! Κι όμως ακριβώς αυτό διαισθανόταν ότι ήταν η αρχή κάποιου κακού για τον ίδιον. Ήταν μια παράξενη πεποίθηση, ότι την είχε χάσει. Το ένιωθε! Το ένστικτό του το μάντευε και η λογική, τού έδινε ελπίδες, ότι ίσως να έχει κάνει λάθος…
Τότε του άρεσε! Τώρα τον μάγευε!... Και έκαναν πολλή παρέα όλη την προηγούμενη χρονιά. Ήταν σίγουρος ότι της άρεσε αρκετά η παρουσία του τουλάχιστον, γιατί τον προτιμούσε απ’ όλους τους άλλους που τη γυρόφερναν. Στο τέλος της χρονιάς, τής είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και ήθελε να έχουν πιο στενές σχέσεις, που θα οδηγούσαν στο γάμο τους. Αυτή σοβαρεύτηκε για μερικές στιγμές σα να το σκέφτηκε αστρα-πιαία και αμέσως μετά, τον κοίταξε στα μάτια μ’ ένα χαμόγελο! Ένα χα-μόγελο γλυκό σαν «ναι»!...  Και μετά; Αχ, μετά!... Ένα στιγμιαίο άγγιγμα των χειλιών της πάνω στα δικά του!...
Την άλλη μέρα την πήγε στο σταθμό. Θα έκαναν να συναντηθούν α-ρκετούς μήνες… Του είπε ότι θα τα σκεφτεί όλ’ αυτά που της ζήτησε και θα του απαντήσει, όταν θα επιστρέψει με τη νέα σχολική χρονιά. Ανέβηκαν μαζί στο τραίνο, τοποθέτησαν τις δυο μικρές της βαλίτσες στη θέση τους και ξανακατέβηκαν στην πλατφόρμα για να περιμένουν την αναχώρηση.
-Τι θα κάνεις το καλοκαίρι;
Τον ρώτησε εκείνη διορθώνοντας το γιακά του πουκαμίσου του.
-Θα γραφτώ στην πολιτική άμυνα και δεν ξέρω πού θα με στείλουν. Έχουμε πόλεμο… Η χώρα μας κινδυνεύει άμεσα… Υπάρχει μεγάλη πι-θανότητα αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, ακόμα και να με επιστρα-τεύσουν… Εσύ;
-Εγώ θα μείνω στο χωριό. Με τον μπαμπά μου. Έχω επιθυμήσει τις ατέλειωτες συζητήσεις μου μαζί του!... Όμως να… σε ρωτήσω κάτι!...
Στάθηκε απέναντί του ακουμπώντας το χέρι της πάνω στον ώμο του και κοιτώντας τον κατά πρόσωπο.
-Τι θα γίνει μ’ αυτούς τους Έλληνες Οζάλ μου; Έχουν φτάσει πολύ κο-ντά στο χωριό μου! Λες να κινδυνεύουμε στο σπίτι μας;
Η κίνησή της τον αιφνιδίασε κάπως, προκαλώντας του μια σχετική αναστάτωση! Γρήγορα όμως συγκεντρώθηκε για να της δώσει απάντη-ση σ’ αυτό που τον ρωτούσε.
-Δε νομίζω… Ο στρατός μας έχει οργανωθεί στην εντέλεια! Δεν μπο-ρούν να προχωρήσουν ούτε πιθαμή!... Γρήγορα θα κάνουν μεταβολή και θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους! Αλλά γιατί δεν έγραψες στον μπαμπά σου να έρθει να περάσει αυτό το καλοκαίρι εδώ, για να γνωρίσει και την πόλη;
     Αμέσως συμπλήρωσε χαμογελώντας της:
-Και τα στέκια της αγαπημένης του κορούλας… 
-Εγώ του έγραψα καλέ μου να έρθει εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσει η κα-τάσταση, αλλά μου απάντησε ότι δεν μπορεί, γιατί λείπει κι ο αδελφός μου, είναι μόνος του και παλεύει για τις ανάγκες του αγροκτήματος! Γιατί αν το αφήσει όλο το καλοκαίρι χωρίς τη φροντίδα κάποιου, θα ρημάξει!...
Είχε κατεβάσει το χέρι της από τον ώμο του και γύρισε προς τη με-ριά του τραίνου.
Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, παραδομένοι στις σκέψεις τους… Ξάφ-νου, η σφυρίχτρα του σταθμάρχη για την αναχώρηση, τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Η Γιουλμπαχάρ του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη! Ήταν το δεύτερο φιλί της!...
-Γεια σου καλέ μου!...
-Γεια σου Γιούλυ!
Της απάντησε, νιώθοντας να τον αιφνιδιάζει μια απρόβλεπτα έντονη συγκίνηση, που δεν είχε μόνο σχέση με το άγγιγμα των χειλιών της αλλά και με την απαντοχή της μακρινής τους αντάμωσης. Και καθώς αυτή ανέβαινε τα σκαλιά του τραίνου συμπλήρωσε συγκινημένος:
-Θα σε περιμένω…
Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα ν’ ανεβαίνει, γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε τόσο γλυκά!... Τόσο γλυκά!... Ήταν το δεύτερο χαμόγελό της!...
Τι είχε τώρα η ψυχούλα του; Γιατί είχε τόσο σοβαρέψει; Τι την έκανε τόσο ποθητή γυναίκα; Κι αυτό το ελαφρύ χάδι της στη ράχη του το σημερινό, όταν έφευγε από το καφενείο!... Ήταν άραγε, ένα αμυδρό χάδι παρηγοριάς; Τι της συνέβη και είχε αυτό το θλιμμένο χρώμα το προσωπάκι της, που ήταν πριν από λίγον καιρό, πριν από λίγους μήνες, τόσο πρόσχαρο; Πού χάθηκε το χαμόγελό της όταν τον κοιτούσε στα μάτια; Ίσως η καρδούλα μου να έχει στενοχωρηθεί, προβληματιστεί, τόσο ευαίσθητη που είναι, από τα τελευταία γεγονότα της απανθρω-πιάς που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας! Άλλωστε του το είπε και η ίδια όταν την ρώτησε τι σκέφτεται. «Αυτά που ακούω…» Του είχε απαντήσει!...
Πόσο θα ήθελε να την είχε δίπλα του να της μιλάει, να τη βοηθάει, να την υπηρετεί! Ό πόθος του για το κορμί της μπορούσε να περιμένει… Η λαχτάρα του όμως να ξαναδεί αυτό το χαμόγελό της, ήταν ακαταμάχη-τη!... Δεν μπορούσε καθόλου η καρδιά του να βαστάξει αυτήν την απου-σία!...     
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο!... Έπινε τις  γουλιές του κρα-σιού σα να ήταν λόγια δικά της! Ρουφούσε τον καπνό σα να είχε το σχή-μα της ζωντανής παρουσίας της!... Την είχε πια δίπλα του! Της μιλούσε και την άκουγε να του μιλά! Προσπαθούσε να μπει μέσα στους άγνω-στους συλλογισμούς της! Στα ευαίσθητα αισθήματα της καρδούλας της!... Θα το κατόρθωνε; Αυτό θα του αρκούσε!...
«Γλυκιά μου, αγαπημένη ψυχή! Θα γίνω ο ακόλουθός σου! Κι  αν με κρίνεις άξιο για κάτι, ακόμα και για αδελφό, θα σου προσφέρω όλον  μου τον εαυτό!...»  

Καθώς απομακρυνόταν η Γιουλμπαχάρ από την παρέα της στο καφε-νείο, ένιωσε ένα ζεστό αέρα να φυσάει από πίσω της! Να ήταν το βλέμ-μα του Οζάλ; Ή των άλλων φίλων της; Αυτό δεν μπορούσε να το προσδι-ορίσει... Αλλά ότι ο αέρας αυτός ήταν θερμός ήταν σίγουρη! Η σχέση της με τον Μιχάλη είχε δυναμώσει το ερωτικό της ένστικτο! Το είχε κάνει αλάθητο!... Τους λυπόταν, τους περισσότερους άντρες που συναντούσε η Γιουλμπαχάρ! Έβλεπε στο βλέμμα τους κάτι, που την έκανε να τους λυπηθεί!... Έβλεπε τον πόθο αναμεμειγμένο με την ελπίδα!... Σε μερι-κούς, έβλεπε μόνο τον πόθο. Γι’ αυτούς δεν αισθανόταν λύπη! Ένιωθε μόνο μια μικρή χαρά! Μια ικανοποίηση, σα να τους έλεγε ένα απλό «ευ-χαριστώ»!...
Τον Οζάλ τον λυπόταν πολύ! Γιατί πριν από λίγον καιρό της άρεσε και του είχε δώσει ελπίδες!... Ήταν όμορφος, αθλητικός, γόνος πλούσιας οι-κογένειας, τελείωνε τη νομική σχολή, είχε χιούμορ ανεξάντλητο, οξύνοι-α και κοινωνική ευαισθησία, και καρδιά πλούσια σε ανθρωπιά και ερω-τική έμπνευση!... Της άρεσε να βρίσκεται μαζί του και έκαναν πολλή πα-ρέα μέχρι το τέλος της περσινής χρονιάς. Όταν γύρισε στο χωριό της σκέφτηκε την πρότασή του και τελικά είχε αποφασίσει να την δεχτεί. Να ξεπεράσει τα σκουριασμένα κοινωνικά όρια της φυλής της και να προχωρήσει σε άγνωστα πεδία δράσης μαζί του. Στην ελευθερία του ανθρώπινου είδους όπως διαγραφόταν αμυδρά μέσα στο μυαλό της από ορισμένες πληροφορίες που είχε για τη ζωή που ζούσαν οι άλλοι άνθρωποι, σε άλλες χώρες της Ευρώπης που είχε πιο πολύ διαισθανθεί παρά πληροφορηθεί, όταν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Λέοντα Τολστόι «Άννα Καρένινα» στη βιβλιοθήκη της σχολής της…
Όλ’ αυτά όμως, πριν να γνωρίσει τον Μιχάλη εκείνο το φωτεινό α-πομεσήμερο, που όλα τα είχε αλλάξει στη ζωή της και μαζί με όλα τ’ άλ-λα… και πρώτα από όλα τα άλλα, αυτήν την απόφασή της: Να δεχτεί την πρόταση του Οζάλ. 
Ποιος θα μπορούσε να πει καλότυχη, μιαν πανέμορφη γυναίκα, με πολύ τρυφερή καρδιά; Καλότυχες, είναι οι ωραίες γυναίκες με σκληρές καρδιές. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι! Αλλά στο πρώτο; Η Γιουλμπαχάρ έ-φτασε στο δωμάτιό της με την καρδιά της γεμάτη θλίψη!... Για τον Ο-ζάλ! Για την υπόθεση του Μιχάλη! Για την απουσία του μπαμπά της που θα μπορούσε να κλάψει στην αγκαλιά του!... Θα της άνοιγε εκείνην τη ζεστή αγκαλιά, κι αυτή θα του άνοιγε την καρδιά της!... Θα του τά ’λεγε όλα! Με την παραμικρή λεπτομέρεια! Δε θα τον ντρεπόταν καθόλου! Γιατί απλά δεν τον φοβόταν! Και η ντροπή τι είναι; Ένα γέννημα του φό-βου είναι!
Όμως τώρα που δεν τον έχει κοντά της, πού να τα πει; Μόνο στον εαυτό της μπορεί να μιλήσει! Αλλά ο εαυτός της, θα μπορέσει να της βρει την παρήγορη λύση; Θυμήθηκε τους δύο αρχαίους Έλληνες θεούς, που κάποιοι τους είχαν ενώσει σε έναν! Τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Ο Απόλλωνας έδινε τις λύσεις στους ανθρώπους με τον καπνό και ο Διόνυσος με το κρασί!... Βγήκε από το δωμάτιό της βιαστικά, πετάχτη-κε στο γειτονικό καπνοπωλείο και ποτοπωλείο και ξαναγύρισε με τσι-γάρα και ένα μπουκάλι δυνατό ποτό! Της ήταν αδύνατο να σκεφτεί! Είχε φτάσει σε αδιέξοδο!... 
Έβαλε σ’ ένα ποτήρι ποτό και άναψε το πρώτο της τσιγάρο. Ήπιε τις πρώτες γουλιές και ρούφηξε τις πρώτες ρουφηξιές καπνού. Ένιωθε πο-λύ όμορφα που ήταν ωραία και ποθητή γυναίκα! Αισθανόταν μιαν πα-ράξενη άνεση όταν έβλεπε τους άντρες να αλλάζουν ύφος και να τα χά-νουν μόλις την αντικρίζουν μπροστά τους, ή όταν τους απευθύνει το λόγο! Όμως τώρα, θα έπρεπε να δείξει στον εαυτό της, ότι αξίζει σε κάτι άλλο. Στην αγωνιστικότητα! Στη δύναμη της πρακτικότητας! Στη σωμα-τική δράση για την επίτευξη κάποιου σκοπού! Και στην αποφασιστικό-τητα!... Κάποιοι χριστιανοί έλεγαν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Έπρεπε να κατορθώσει να κάνει τον εαυτό της άξιο να το πιστέψει βαθειά μέσα της! Να το βιώσει! Να το κάνει αίμα, που θα κυλάει στις φλέβες της, κά-θε στιγμή! Και να το εφαρμόζει στην κατάλληλη περίπτωση!... Γιατί η πίστη σ’ αυτό το ρητό, χαρακτηρίζει τη δύναμη της βούλησης του κάθε ατόμου.
Ήδη έπινε το δεύτερο ποτό της και κάπνιζε το πέμπτο τσιγάρο της! Το μυαλό της έβγαλε φτερά και είχε αρχίσει ήδη να κάνει τις πρώτες αναγνωριστικές πτήσεις του! Η ομίχλη που της έκλεινε την ορατότητα, άρχισε να διαλύεται· και πίσω της διέκρινε αμυδρά, μια παράξενη πραγ-ματικότητα! Έναν κόσμο άγνωστο, που ποτέ δεν είχε φανταστεί την ύ-παρξή του, ούτε στο όνειρό της! Με χρώματα γκρίζα, που τα πρώτα συ-ναισθήματα που ξυπνούσαν μέσα της, ήταν η αποστροφή και η απέ-χθεια!...
Αυτές οι δυο θεωρίες, της αγωνιστικότητας και του σκοπού, άνοιγαν, σαν ένα πρώτο ξεκίνημα, δυο δρόμους μπροστά στα πόδια της! Που ου-σιαστικά συνέκλιναν σε μια και μοναδική κατεύθυνση, με δυο διαφορε-τικές εκδοχές. Δυο διαφορετικά μονοπάτια. Η μοναδική κατεύθυνση εί-ναι η πράξη!... Έπρεπε να μεταμορφωθεί σε μια γυναίκα αδίσταχτη!... Η καρδιά της να σκληρύνει!... Να διώξει την ευαισθησία της απέναντι στον ανθρώπινο πόνο!... Να θέσει όλα τα προσόντα της, στην υπηρεσία του άγιου σκοπού της!... Αν δεν το κατάφερνε αυτό, θα σήμαινε ότι ο σκο-πός της δεν είναι πραγματικά ιερός, άγιος!... Ή ακόμα θα μπορούσε να σημαίνει ότι αυτή, η ίδια, δεν ήταν άξια! Δεν ήταν επαναστάτρια!... Αυ-τήν τη στιγμή ήταν σίγουρη, ότι μια από τις σπουδαιότερες παραμέ-τρους που καθορίζουν την αξία του κάθε ανθρώπου, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το μέγεθος της επαναστατικότητάς του! Κι αυτό το σκεφτό-ταν, επειδή για την ιερότητα του σκοπού της, ήταν αρκετά σίγουρη! Αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν μπορούσε η ίδια να εξηγήσει στον εαυ-τό της!...
Η δύναμη, κόντρα στην αγάπη! Φαινομενικά. Επιφανειακά. Και τι βουτιά θα έπρεπε να επιχειρήσει κανείς μέσα στα άδυτα της συνείδησης του όντος, για να δει και να βιώσει, ότι δύναμη και αγάπη είναι τελικά ένα και το αυτό!... Όταν κάποιος θέτει τη δύναμη, στην υπηρεσία της α-γάπης και η αγάπη, τού δίνει δύναμη, τότε δεν μπορείς να διακρίνεις κά-ποιο διαχωριστικό όριο μεταξύ τους. Τα δύο γίνονται ένα!...
Αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει την αλήθεια, αλλά διστά-ζει να κάνει αυτό που πρέπει, για να βοηθήσει, στο να επιβληθεί το αλη-θινό, να λάμψει και να φωτίσει το σκοτάδι της ψευτιάς, είναι μισός!... Και είναι πιο δυστυχισμένος, από εκείνον που έχει πλήρη άγνοια της αλήθειας!... Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, πρέπει να κάνει την προσωπι-κή του επανάσταση ενάντια στη βία της εξουσίας! Γιατί η εξουσία είναι αυτή που έχει σαν ουσία της, την επιβολή της ψευτιάς και περιβάλει με τέχνη αυτήν την ουσία με ιδιότητες φιλολαϊκές! Και όταν αυτό το φαι-νόμενο, της ατομικής επανάστασης, γενικευτεί σε πολλούς πολίτες, σε όλους τους πολίτες, η κυριαρχία της εξουσίας θα εξατμιστεί! Θα εξαερω-θεί! Θα περιοριστεί στο πρόσταγμα του ικανότερου, που θα έχει επιλέ-ξει η φύση και θα υπηρετεί την αλήθεια!... Έτσι ο απλός πολίτης θα κα-τακτήσει αυτά που δικαιούται στην εργασία, στη ψυχαγωγία, και στην ηθική!… Και μόνον τότε θα θεωρείται ελεύθερος!... Αχ!... Η ελευθερία, είναι το πιο ακριβό αγαθό! Πιο ακριβό και από την ίδια τη ζωή!... Αλλ’ αυτό, μόνο λίγοι μπορούν τα το βιώσουν!… Αυτοί που η κοινή γνώμη, τούς θεωρεί τρελούς… Δηλαδή οι ήρωες!... Αυτοί που κάποτε, πιο παλαιά, βροντοφώναζαν ελευθερία ή θάνατος!...
 Αλίμονο! Θα έπρεπε να μάθει να εκμεταλλεύεται στο έπακρο κάθε καλό ανθρώπινο στοιχείο, που θα συναντάει στο διάβα της!... Πρέπει να εκμεταλλευτεί τον έρωτα του Οζάλ, για να βρει τον Μιχάλη! Αυτός είναι ο ένας δρόμος. Και ο άλλος, το ότι θα πρέπει να μη διστάσει να εκπορ-νευτεί, μ’ εκείνον που θα δεχτεί να την περάσει στην Ελλάδα, αν αυτός της το ζητήσει σαν αντάλλαγμα!...
Έφερε τα χέρια της στα μελίγγια τελείως ασυναίσθητα, σα να ήθελε να τα υποστηρίξει για να μη σπάσουν μ’ αυτήν τη σκέψη που παράχωσε μέσα στο κρανίο της! Ποιος της την υπαγόρεψε; Ποιος της ανέθεσε μια τόσο δύσκολη αποστολή; Ποιος Θεός φύσηξε την πνοή του μέσα στο δι-ψασμένο στόμα του νου της;
Αν έλεγε λοιπόν όλη την αλήθεια στον Οζάλ, δεν είχε βέβαια να ελπί-σει τίποτα! Η ερωτική απογοήτευση που θα ένιωθε αυτός, θα τον έκα-νε να απομακρυνθεί από κοντά της και να προσπαθήσει να την ξεχάσει. Θα έπρεπε να του κρύψει την ύπαρξη άλλου άντρα στη ζωή της και να του συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο, που να του διατηρεί τις ελπίδες ότι θα γίνουν κάποτε ερωτικό ζευγάρι!...
Είχε πια χάσει το μέτρημα των ποτών και των τσιγάρων που ήπιε και κάπνισε! Αντίθετα! Ο νους της μετρούσε τους δρόμους και τα μονοπά-τια που ο ίδιος άνοιγε, όσο η ώρα περνούσε, με όλο και μεγαλύτερη τόλ-μη και ακρίβεια!... Αν έπαιρνε το τραίνο και πήγαινε για λίγες μέρες στη Σμύρνη, θα της ήταν δυνατό να ερευνήσει από κοντά τις συνθήκες που επικρατούν εκεί και το ενδεχόμενο να μπορέσει να περάσει λαθραία στη Χίο. Ήταν άβγαλτη γυναίκα και θα διέτρεχε πολλούς κινδύνους. Ό-μως η ζωή χωρίς τους κινδύνους της, είναι ζωή μονοδιάστατη! Που τη διαβαίνει κανείς, αφήνοντας απέραντα κενά!...
Αν δεν είχε ερωτευτεί τον Μιχάλη, θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να έχει δίπλα της, στο κρεβάτι, τον Οζάλ! Δεν ήταν πιο άσχημος ο Οζάλ από τον Μιχάλη! Της άρεσε πολύ! Όχι μόνο σαν άντρας, αλλά και σα χαρα-κτήρας και σαν άνθρωπός γενικά. Εκτός απ’ αυτό, δεν θα είχε να α-ντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα από την πλευρά του μπαμπά της και του κοινωνικού της περίγυρου. Ούτε οι γονείς του Οζάλ θα είχαν φαντα-στεί καλλίτερη τύχη για το γιο τους…. Γιατί λοιπόν ήταν τόσο προσκολ-λημένη στον Μιχάλη; Ήταν μια μυστηριώδης έλξη; Ή μήπως ήταν μια ερωτική επιθυμία περίεργη… ιδιαίτερη; Αν ήταν το δεύτερο θα εμπνεό-ταν από κάποιο βαθύ ερωτικό ένστικτο… Αν όμως ήταν το πρώτο, θα σηματοδοτούσε μια προσπάθεια αυτογνωσίας!... Τι απ’ τα δυο ήταν άραγε;
Αν ήθελε να κάνει έρωτα με τον Οζάλ, θα προχωρούσε με περισσότε-ρη σιγουριά στις σκέψεις της!... Γιατί είχε διαλέξει τον Μιχάλη που η επιλογή της αυτή, λειτουργούσε τόσο ανασταλτικά στις σχέσεις της με τον Οζάλ; Τι υπάρχει μέσα στο υποσυνείδητό της που ζητάει να βγει στην επιφάνεια; Αλήθεια, πόσο μετάνιωνε που τον είχε απογοητεύσει σήμερα το απόγευμα, όταν αρνήθηκε να πάει μαζί του, να πιουν ένα ποτό! Κι αν ήταν τώρα μαζί, εδώ, στο δωμάτιό της; Δεν ξέρει τι καινού-ριο θα παρουσιαζόταν ανάμεσά τους!... Και πόσο αυτό θα άλλαζε τα σχέδιά της, τους στόχους της και όλη τη ζωή της!...
Είχε πια κουραστεί από αυτήν τη νυχτερινή περιπλάνηση στον κόσμο του βυθού! Όμως όλη ετούτη η ταλαιπωρία της, ήταν σίγουρη, ότι δε θα πήγαινε χαμένη!... Γιατί δεν έγινε στο βρόντο!... Της την επέβαλε η ίδια η πραγματικότητα. Η φαινομενικότητα! Αυτά που βίωνε κάθε μέρα γύρω της, την έκαναν να σκέφτεται πώς θα τα αντιμετωπίσει. Ήταν ο ψεύτι-κος κόσμος της! Και έπρεπε να προετοιμαστεί, για να ανταπεξέλθει σ’ αυτά, σε πλήρη όμως αρμονία με τον εσωτερικό της κόσμο! Τον ίδιο τον εαυτό της!… 
Στα μαθήματα, έλαμπε από κέφι, αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση! Σα να είχε ξεχάσει όλα τα προβλήματα που την απασχολούσαν, ή καλλίτε-ρα, σα να είχε βρει την αρχή του δρόμου που θα ακολουθούσε για να τα ξεπεράσει!... Το μεσημέρι τη βρήκε ο Οζάλ και πήγανε οι δυο τους σε μιαν ήσυχη ταβερνούλα με λίγον κόσμο. Διάλεξαν ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο με θέα τον κήπο, έναν κήπο γεμάτον από διάφορα είδη δέντρων και λουλουδιών που το άρωμά τους έμπαινε μέσα στον εσωτε-ρικό χώρο κι έφτανε μέχρις αυτούς. Μια απαλή ανατολίτικη μελωδία, τούς επέβαλε να μη μιλούν, βυθίζοντάς τους σε μιαν επικοινωνία με κά-ποιαν άλλη γλώσσα: Τη γλώσσα της σιωπής! Που τα λέει όλα, χωρίς ε-πιφυλάξεις και περιορισμούς που επιβάλουν οι διάφορες μορφές της φτηνής σκοπιμότητας. Και τ’ ακούει όλα με νηφαλιότητα και στωικι-σμό, χωρίς να τα διαχωρίζει σε ευχάριστα και δυσάρεστα! Αυτή η σιωπη-λή συζήτησή τους λοιπόν, θα έμοιαζε κάπως έτσι:
-Γιουλμπαχάρ! Πόσο έχεις ομορφύνει από τότε που έχω να σε δω!... Αναρωτιέμαι: Συνέβη κάποιο σοβαρό γεγονός που σου έφερε αυτήν την αλλαγή; Ή προέρχεται από μέσα σου; Από τις σκέψεις που έχεις κάνει;
-Οζάλ, καλέ μου! Νομίζω ότι και ο τρόπος που με κοιτάς έχει αλλάξει! Αν αυτό οφείλεται σε σένα ή σε μένα, δεν το ξέρω… Φαντάζομαι όμως πόσα θα είδαν τα μάτια σου εκεί που πήγες αυτό το καλοκαίρι!... Και μόνον αυτά, είναι αρκετά για ν’  αλλάξουν τον τρόπο που βλέπεις τους άλλους. Είχα κι εγώ την άσχημη εμπειρία, να δω τους Έλληνες να μπαί-νουν στο χωριό μου, έστω για μια νύχτα μόνο!...  Είδα τους άντρες του χωριού μας και τον μπαμπά μου μαζί τους, να εξαφανίζονται στα βου-νά, για να μην τους συλλάβουν! Ήμουν μόνη μέσα στο σπίτι με τον κίν-δυνο να παραμονεύει έξω από την πόρτα!...  Πέρασα μια νύχτα αφάντα-στη! Που δεν την είχα διανοηθεί ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή μου! Είναι δυ-νατόν να μην έχει φέρει πάνω μου καμία αλλαγή; Ό,τι έζησα και σκέφτηκα εκείνη τη νύχτα, θα μείνει αλησμόνητο για όλη μου τη ζωή!...   
Η Γιουλμπαχάρ ακροβατούσε πάνω στα όρια της συνείδησής της!... Το ότι θα της έμενε αλησμόνητη εκείνη η νύχτα ήταν η αλήθεια. Όπως επί-σης αλήθεια ήταν ότι η αλλαγή που είχε παρατηρήσει ο Οζάλ στην όψη και τη συμπεριφορά της, οφείλεται στα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Είχαν γίνει τόσο πολλά εκείνη τη νύχτα, φανερά και κρυφά, που το μυα-λό του Οζάλ δεν μπορούσε να μαντέψει, ούτε να φανταστεί!... Η αλή-θεια όμως, έτσι όπως είχε εκφραστεί από τη Γιουλμπαχάρ στη γλώσσα της σιωπής, είχε γίνει γνωστή στον Οζάλ, χωρίς να του δημιουργήσει έ-ντονη συναισθηματική αντίδραση… Με τον πιο ιδεατό, δηλαδή αληθι-νό, τρόπο που θα μπορούσε να εκφραστεί η ψεύτικη πραγματικότητα, ώστε, όσο ζοφερή και να είναι για την ανθρώπινη αντοχή, να αντιμε-τωπίζεται  από αυτόν που την ακούει, με στωικότητα. Δηλαδή με ηρε-μία, αταραξία και απάθεια, όπως οφείλει κάποιος να δέχεται και να ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Κοιτούσε έξω στον κήπο ένα κόκκινο γαρύφαλλο, όταν ένιωσε τη σι-ωπή του Οζάλ κάτι να την παρακαλεί! Γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του και τον έπιασε να κοιτά το πρόσωπό της με ένα ύφος που την έκανε ν’ απορήσει! Σα να ήταν μόνος του μπροστά σ’ έναν πίνα-κα ζωγραφικής και να είχε χαθεί μέσα σ’ αυτόν!... Του χαμογέλασε, αλ-λά της φάνηκε ότι δεν πρόσεξε το τρυφερό χαμόγελό της και γύρισε αρ-γά, παίρνοντας το βλέμμα της από πάνω του. Ο άνεμος έκανε το γαρύ-φαλλο να κινείται δεξιά αριστερά, σαν ένα μακρινό χέρι που χαιρετά-ει!... Η Γιουλμπαχάρ μισόκλεισε τα βλέφαρα, χαμογέλασε πικρά και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει στο υπερπέραν.
Όταν ήρθε η ώρα για να φύγουν, φυσούσε δυνατός αέρας και σιγα-νοψιχάλιζε. Περπατούσαν αργά κάτω απ’ την ίδια ομπρέλα, ο ένας πλάι στον άλλο σιωπηλοί. Η Γιουλμπαχάρ, σε μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να σπάσει τη σιωπή:
-Να σου πω τι μου αρέσει πιο πολύ να διαβάζω;
-Τι;
-Μυθολογία! Όχι μόνο τους θρύλους της χώρας μας, αλλά και των άλ-λων λαών. Της Περσίας, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Ελλάδας…
-Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι μυθολογίες των χωρών που μου ανέφε-ρες και υπάρχουν πολλά στοιχεία στη βιβλιοθήκη της σχολής μας. Πήγες καμιά φορά να ψάξεις;
-Ναι. Πήγα. Έψαξα πολύ. Και βρήκα αρκετά βιβλία για όλες τις άλλες χώρες, εκτός από την Ελλάδα!...
-Μην περιμένεις να μάθεις τίποτα για την Ελληνική μυθολογία εδώ… Αν σε ενδιαφέρει το θέμα πρέπει να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Γερμανία ας πούμε…
-Αχ πόσο θα μου άρεσε να εργαστώ σ’ ένα Γερμανικό πανεπιστήμιο!...
Είπε με μεγάλο ενθουσιασμό η Γιουλμπαχάρ.
- Σε λίγες μέρες θα φύγω με μια ομάδα εργασίας για μια εβδομάδα στη Μόσχα. Της είπε σκεπτικός ο Οζάλ. Θα κάνουμε παρατηρήσεις πά-νω στο κοινωνικό σύστημα που διαμορφώνει στη χώρα η επανάστα- ση…
- Πολύ ωραίο αυτό! Εξαιρετικά ενδιαφέρον!
Του απάντησε η Γιουλμπαχάρ ενθουσιασμένη. Θα μου πεις όλες σας τις διαπιστώσεις οπωσδήποτε όταν γυρίσεις!...
Είχαν φτάσει πια μπροστά στο σπίτι της. Στάθηκαν για λίγο και τότε την είδε έκπληκτος να κοιτάει δεξιά αριστερά αστραπιαία και να τον χαιρετάει δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί στο στόμα!... «Ήταν το τρίτο φιλί της!» σκέφτηκε απορημένος ο Οζάλ. 
Όταν η Γιουλμπαχάρ μπήκε στο δωμάτιό της, μια στιχομυθία που είχε «τυχαία» με τον Οζάλ, καρφώθηκε στο μυαλό της, σαν εφαλτήριο απόδρασης. Το πανεπιστήμιο της Γερμανίας… Όμως σκέφτηκε, ότι αν έβγαζε διαβατήριο για το Βερολίνο και ήθελε να το θεωρήσει από εκεί για την Αθήνα, πάλι δε θα της το θεωρούσαν, γιατί αυτή η ενέργεια, δε θα γινόταν από το Γερμανικό υπουργείο εξωτερικών, αλλά από την τουρκική πρεσβεία. Και η τουρκική πρεσβεία προφανώς θα αρνιόταν μια τέτοια θεώρηση. Έτσι θα πήγαινε άδικα ο κόπος της και θα έχανε άσκοπα χρόνο και χρήμα.
Μπροστά της λοιπόν άνοιγε ο δρόμος της παρανομίας! Γιατί μόνον κρυφά από τις αρχές θα μπορούσε να περάσει στην Ελλάδα. Πόσο όμως ήταν δυνατόν αυτό και μάλιστα σε μια νεαρή κοπέλα; Για να το μάθει, έπρεπε να ταξιδέψει για τη Σμύρνη ή το Ίνσταμπουλ… Όμως και το ταξίδι αυτό, δεν ήταν τόσο απλό, εύκολο και ακίνδυνο. Διάβαζε στις εφημερίδες ότι συνέβαιναν πολλά εγκλήματα με κίνητρα την κλοπή και το σεξ. Με θύματα κυρίως ηλικιωμένους και γυναίκες… Έπρεπε να βρει κάποιο όπλο και να μάθει να το χειρίζεται! Αν είχε και κάποιον σύμμαχο να τη συνοδεύσει, θα ήταν ακόμα καλλίτερα. Τον Οζάλ παραδείγματος χάριν!... Αχ, πόσο ασφαλές και όμορφο θα ήταν το ταξίδι της αυτό, αν τη συνόδευε ο Οζάλ! Ήταν παράξενο! Αλλά είχε περισσότερη εμπιστο-σύνη σ’ αυτόν απ’ ότι στον αδελφό της!... 
Όταν έφυγε ο Οζάλ για τη Μόσχα, η Γιουλμπαχάρ άρχισε να πλήττει! Τόσο στα μαθήματα όσο και στη λέσχη, την πλησίαζαν άτομα που σε σύγκριση με τον Οζάλ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με πολλή επιείκεια, από κουραστικά έως ανόητα!... Ανάμεσά τους ξεχώρισε έναν ηλίθιο τύπο, φανατικό εθνικιστή, που είχε χόμπι με τα όπλα! Ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι με στενούς ώμους και απαρχές καράφλας. Δε χρειά-στηκε να βγουν πάνω από δύο φορές για καφέ, για να τον πείσει για την φιλοπατρία της και το ενδιαφέρον της για την άποψή του, ότι «όλοι οι πραγματικοί πατριώτες διέτρεχαν έναν σχετικό κίνδυνο από τους αναρ-χικούς που βίαζαν όσες γυναίκες αγαπούσαν την πατρίδα τους»! Ούτε χρειάστηκε να του ζητήσει να της αγοράσει πιστόλι, για να προστατέ-ψει τον εαυτό της, σε μια τέτοια περίπτωση: Που θα βρεθεί μπροστά στον επίδοξο «αναρχικό βιαστή της»!... Γιατί μόνος του ξεκίνησε αυτήν τη συζήτηση:
-Εσύ τι πιστόλι έχεις μες την τσάντα σου;
-Πιστόλι;
Του απάντησε με μια κατάλληλη δόση απορίας. Και συμπλήρωσε:
-Ένα μαχαίρι της κουζίνας έχω… Μόνο!...
-Αυτό είναι απαράδεκτο! Και με συγχωρείς που στο λέω. Όσο πιο ό-μορφη είναι μια γυναίκα, τόσο πιο ψηλά στη λίστα των υποψήφιων θυ-μάτων τους την έχουν! Εσένα θα σ’ έχουν πρώτη - πρώτη!...
- Αμάν! Τι μπηχτή ήταν αυτή; Αυτό πώς να το πάρω; Είναι πολύ κολα-κευτικό!...
Στο σημείο αυτό ο τύπος φάνηκε λίγο πιο έξυπνος:
-Δεν είναι κολακεία. Είναι η αλήθεια. Μπορείς να το πάρεις και σαν πρόταση! Και μάλιστα είναι δύο οι προτάσεις μου: Η μία να δεχτείς ένα δωράκι από μένα για να προστατέψεις τον εαυτό σου, αν έρθεις σε κά-ποια δύσκολη θέση και η άλλη, να μου επιτρέπεις να σε συνοδεύω εγώ στις εξόδους σου. Ιδίως τις νυχτερινές…
-Δε θέλω να κινδυνεύεις κι εσύ δίπλα μου…
Του απάντησε άτονα, ενοχλημένη από την αδιάκριτη πρότασή του.
-Όσο για το δωράκι σου, περίπου υποπτεύομαι τι είναι. Πρέπει να με μάθεις όμως να το χειρίζομαι. Και να προστατεύω και τους άλλους από κάποιο ατύχημα…
-Δεν είναι καθόλου δύσκολο στο χειρισμό του. Είναι ένα μικρό γυναι-κείο πιστολάκι. Που παίρνει όμως μέσα, πέντε σφαίρες! Ώστε αν τρέμει λίγο το χεράκι σου και αστοχήσεις με την πρώτη, να έχεις αρκετά πε-ριθώρια για να διορθώσεις το λάθος σου… Αυτό όμως που χρειάζεται να εξοικειωθείς, είναι ο κρότος του πυροβολισμού και φυσικά το σπου-δαιότερο απ’ όλα είναι το να μάθεις να σημαδεύεις σωστά. Να βρίσκεις εύκολα και γρήγορα το στόχο σου… Αυτό άλλοι το μαθαίνουν με την πρώτη και άλλοι αργούν να το μάθουν. Αν διαλέξεις εμένα για δάσκαλο, ελπίζω να ανήκεις στους μαθητές της δεύτερης κατηγορίας. Να μην εί-σαι και πολύ επιδεκτική μαθήσεως. Χαχαχα!...
Ο τύπος, τής φάνηκε ότι την πάει μακριά τη βαλίτσα!... Ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα θα της ζητούσε γι αυτήν την εξυπηρέτηση!... Για την ώρα της πουλούσε μόνο χιούμορ… Αλλά αν ξεγελαστεί και του δώσει έστω και λίγο παραπανίσιο θάρρος…
Την άλλη μέρα της έφερε το «δωράκι» του. Ήταν ένα χαριτωμένο μπι-μπελό! Της άρεσε πάρα πολύ! Ένα αθώο πιστολάκι, βαμμένο κόκκινο!... Θα μπορούσες να το πάρεις και για έναν απλό αναπτήρα! Και σε μια απόχρωση του κόκκινου, που μόνο στο όνειρό της θα της ήταν δυνατό να την απολαύσει!...  Τώρα την έβλεπε μπροστά της και δεν τη χόρταινε! Ήταν μια πραγματικότητα!... Πιο κατάλληλο χρώμα για το δικό της το πιστόλι, δε θα μπορούσε να βρεθεί! Το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και έμεινε ενεά, αρκετά λεπτά να το κοιτά μέσα στα χέρια της! Πόσο ταίριαζε με τα χέρια που το κρατούσαν!... Τα δικά της τα χέρια!... Η σκέ-ψη αυτή, ακούμπησε πάνω της σαν ένα κομμάτι πάγου και την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Τι αίμα λοιπόν κυκλοφορούσε μέσα στα χεράκια της, αυτά τα τρυφερά και ακίνδυνα χεράκια, που την έκανε να σκεφτεί ότι ταιριάζουν μ’ ένα φονικό όπλο; Αναρωτήθηκε…
Σήκωσε το βλέμμα της, τον κοίταξε για να του πει ευχαριστώ και α-ντίκρισε το γλοιώδες ύφος της αυταρέσκειας του τύπου, που ένιωθε υ-περήφανος για τον εντυπωσιασμό με το δώρο του, της γυναίκας που είχε βάλει στο μάτι!... Νόμιζε ότι η συγκίνηση της Γιουλμπαχάρ, είχε κάποια σχέση μ’ αυτόν!... Η Γιουλμπαχάρ όμως, έβλεπε αυτό το πιστόλι σαν ένα συμβολικό εισιτήριο του ταξιδιού της για την αγκαλιά του Μι-χάλη! Θα την εφοδίαζε με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που ή-ταν απαραίτητα για να ξεκινήσει!... Αντί για ευχαριστώ του είπε:
-Αγαπητέ μου φίλε, θα ήθελα να μου πεις πόσο κοστίζει αυτό το πι-στόλι, για να δω αν θα μπορέσω να το αγοράσω…
-Μα τι λες Γιουλμπαχάρ;
Απάντησε αυτός με τσαλακωμένη την πίστη για την επιτυχία του. Και μετά από μερικές στιγμές απορίας, συμπλήρωσε με απογοήτευση:
- Δεν είπαμε ότι αυτό είναι ένα δωράκι από εμένα;
-Για να το δεχτώ όμως εγώ αυτό το δωράκι σου, σαν μια εκδήλωση της φιλίας σου, θα πρέπει να δεχτείς κι εσύ από μένα ένα αντίστοιχο δωράκι. Είμαστε σύμφωνοι;
Ο τύπος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, φανερά απογοητευμέ-νος. Έτσι την άλλη μέρα του αγόρασε ένα σχετικά ακριβό πουκάμισο, και το ερωτικό ιντερμέτζο του φασίστα έληξε άδοξα…
    Ετοίμασε μια μικρή βαλιτσούλα με τα πιο απαραίτητα και κίνησε για το ταξίδι. Θα πήγαινε στη Σμύρνη. Εκεί ζούσε ο θείος της και αδελφός της μαμάς της και στην περίπτωση που θα έβρισκε σκούρα τα πράγμα-τα, θα μπορούσε να ζητήσει τη συμπαράστασή και την αρωγή του. Έβγαλε εισιτήριο πρώτης θέσης με καμπίνα, για ν’ αποφύγει τις κα-κοτοπιές που προφανώς θα συναντούσε μέσα στο συνωστισμό παρακ-μιακών απελπισμένων, που έβριθαν εκείνη την εποχή στους σταθμούς των λεωφορείων, των τραίνων, στα λιμάνια, στις αγορές και όπου αλ-λού μπορούσε κανείς να κερδίσει χρήματα για ν’ αγοράσει τα απαραί-τητα που χρειαζόταν για να ζήσει, με όλα τα μέσα. Είτε με το μεροκά-ματο, είτε με την κλοπή και την απάτη και όλα τα άλλα παρελκόμενα και συμπαρομαρτούντα!... 
Το τραίνο για την Σμύρνη ξεκινούσε από την Άγκυρα αργά το βράδυ και έφτανε στον προορισμό του αν δεν υπήρχαν πολλές καθυστερήσεις το πρωί. Μέσα στο σαλόνι της πρώτης θέσης, ήθελε δεν ήθελε, απέκτη-σε και μια καινούρια γνωριμία. Καθόταν και έπινε ένα ποτό, αφού προηγουμένως είχε ελέγξει το περιβάλλον της: Λιγοστά τα άτομα και με θετική αύρα. Ξαφνικά κάθισε δίπλα της ένας μεσόκοπος άντρας με ό-μορφα και ευγενικά χαρακτηριστικά. Πριν καλά - καλά καθίσει στο κά-θισμά του τη ρώτησε:
-Από την Άγκυρα μπήκατε στο τραίνο;
Έμεινε ακίνητη μερικά δευτερόλεπτα και μετά γύρισε αργά το κεφά-λι της και τον κοίταξε με θάρρος κατάματα. Δίστασε για μερικές στιγ-μές: πώς να το παίξει άραγε τώρα; Αγνή και άβγαλτη, ή πονηρή και μπα-σμένη στη ζωή;
-Ναι…
Του είπε. Και μετά από μια μικρή παύση πέρασε στην αντεπίθεση:
-Γιατί ρωτάτε;
-Γιατί δε σας είχα προσέξει πιο πριν από το σταθμό της Άγκυρας… Πολύ κουραστικό ταξίδι!... Με τι ασχολείσθε;
-Με το εμπόριο…
Του απάντησε, χωρίς να καταλάβει πώς της βγήκε και τούτο!...
-Θαυμάσια! Και με τι ακριβώς εμπόριο αν επιτρέπετε;
-Γυναικείων εσωρούχων…
Του απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό. Μέσα της γελούσε ακούγο-ντας τις άμεσες και αυθόρμητες απαντήσεις της, σα να τις άκουγε από κάποιαν άλλη φίλη της, που ήξερε ότι δεν έχει καμία σχέση με το εμπό-ριο γυναικείων εσωρούχων.
-Περίφημα!...
Αναφώνησε ενθουσιασμένος εκείνος.
Εγώ ξέρετε με τι ασχολούμαι;
-Όχι.
- … Και γιατί δε με ρωτάτε;
-Γιατί… θα μου το πείτε μόνος σας!...
Ο τύπος τη διασκέδαζε. Η αφέλειά του, της έβγαζε χιούμορ.
-Σωστά μαντέψατε! Σας το λέω λοιπόν: Ασχολούμαι με εισαγωγές και εξαγωγές όλων των ειδών. Κυρίως με ευρωπαϊκές χώρες. Όπως βλέπετε θα μπορούσαμε ίσως να συνεργαστούμε!...
«Αν μπορούσες να με εξαγάγεις εμένα στην Ελλάδα! Δεν θα υπήρχε πιο άριστη συνεργασία μεταξύ μας!...» Σκέφτηκε η Γιουλμπαχάρ.
-Πού θα κατέβετε;
Η ανάκριση συνεχιζόταν. Η Γιουλμπαχάρ το διασκέδαζε…
 - Στη Σμύρνη. Εσείς;
-Κι εγώ. Έχετε σπίτι στη Σμύρνη; Ή έχετε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδο-χείο;
-Το δεύτερο.
Του απάντησε χαμογελώντας. Χαμογέλασε κι αυτός:
-Τελευταία ερώτηση - μου αρέσει να κουράζω τις ωραίες γυναίκες -  Σε ποιο ξενοδοχείο έχετε κλείσει δωμάτιο;
-Τελευταία απάντηση - δε μου αρέσει να με κουράζουν - θα μου πει ο άντρας μου, που θα με περιμένει στο σταθμό. Αυτός μου έκλεισε δωμά-τιο, με όμορφη θέα. Έχω εμπιστοσύνη στο γούστο του…
-Έπρεπε να το περιμένω… Κι όμως μού ’ρθε ξαφνικό!...
Είπε ο άλλος με απογοήτευση…
Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού της και πήγε κατ’ ευθείαν στην καμπίνα της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πρώτη της φορά κοιμόταν σε κουνιστό κρε-βάτι, με τόσον απότομα τραντάγματα! Δεν είχε ποτέ της κάνει τόσο μα-κρινό νυχτερινό ταξίδι. Η σημερινή γνωριμία της κάτι την έκανε, περισ-σότερο να διαισθανθεί, παρά να σκεφτεί. Ένιωθε πολύ κουρασμένη ή μάλλον αγχωμένη και ήθελε να κοιμηθεί. Στο τέλος θυμήθηκε τα παλιά τα χρόνια, που η μανούλα της την κούναγε στην κούνια της για να την πάρει ο ύπνος και της άρεσε πάρα πολύ!... Μ’ αυτή τη σκέψη, ξέχασε τις αβεβαιότητες της αυριανής μέρας που την περίμεναν και την πήρε ο ύπνος στη μαλακή αγκαλιά του…
Το πρωί που ξύπνησε ένιωσε μια περίεργη φρεσκάδα και ζωντάνια! «Πάλι καλά» σκέφτηκε. «Κάτι είναι κι αυτό, με τόσους δρόμους κι άλλα τόσα προβλήματα που με περιμένουν…» Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι ένιωσε αρκετά ικανοποιημένη από την εικόνα που της παρουσιάστηκε μπροστά της. Ετοιμάστηκε και πήγε στο σαλόνι για το πρωινό. Εκεί την περίμενε ο «συνοδός» της για να πάρουν το πρωινό τους μαζί! Της έκανε από μακριά νοήματα να πάει να καθίσει κοντά του. Άθελά της σκέφτη-κε ότι δεν μπορούσε, αλλά ούτε ήθελε να τον αποφύγει! Φαινόταν ύπο-πτος και πονηρός, αλλά είχε εμπιστοσύνη και στη δική της την πονηρά-δα.
-Καλημέρα! Ήθελα να σε φωνάξω, αλλά δε μου έχεις πει το όνομά σου!
Της είπε όταν τον πλησίασε.
-Καλημέρα!
Του απάντησε, καθώς καθόταν στο σκαμπό του μπαρ, με την άνεση μιας κοσμοπολίτισσας. Η παρέα του την έκανε να νοιώθει πολύ άνετη! Αυτός παρακολουθούσε τις κινήσεις της καθώς έβαζε σταυροπόδι, έ-βγαζε από την τσάντα της το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της και πριν να προλάβει να ανάψει, της προσέφερε φωτιά.  
-Αα, ευχαριστώ… Το όνομά μου είναι Γιουλμπαχάρ. Το δικό σου;
Του είπε φυσώντας τον καπνό μακριά.
-Εμένα με λένε Οσμάν. Να!... Πάρε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου μου και θα σε περιμένω να έρθεις μαζί με το αφεντικό να γνωριστούμε και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε…
-Ποιο αφεντικό;
Τον ρώτησε παραξενεμένη.
-Ε, τον άντρα σου εννοώ ντε! Αυτός δεν είναι το αφεντικό στην ε-πιχείρηση;
-Α! ναι! Βέβαια! Ας πούμε πως είναι έτσι. Γιατί αυτός έχει αναλάβει μό-νο τη διαχείριση. Τις επιλογές των σχεδίων τις κάνω εγώ!…
Πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσάντα της. Είχαν τελειώσει το πρωινό τους και έπιναν τον καφέ τους όταν τους ανακοίνωσαν οι υπάλ-ληλοι του τραίνου ότι σε λίγα λεπτά θα έφταναν στη Σμύρνη. Η Γιουλ-μπαχάρ αφού τέλειωσε με την ησυχία της το τρίτο τσιγάρο της, σηκώ-θηκε, ήπιε όρθια δυο τρεις γουλιές από τον καφέ της, πήρε την τσάντα της και του είπε:
-Γεια σου και χάρηκα για τη γνωριμία!
-Γεια σου Γιουλμπαχάρ! Α… να σου πω και κάτι άλλο. Στη Σμύρνη θα μείνω μόνο μια εβδομάδα. Το σπίτι μου είναι στο Κουσάντασι. Από κά-τω σου γράφω τη διεύθυνσή μου. Αν με ζητήσεις εκεί και είσαι τυχερή θα με βρεις. Αλλιώς θα βρεις τη μάνα μου να με περιμένει! Ελπίζω να τα ξαναπούμε…
Της είπε χαμογελώντας. Του χαμογέλασε κι αυτή και πήγε στην κα-μπίνα της να ετοιμάσει το βαλιτσάκι της. Ύστερα, κάθισε δίπλα στο πα-ράθυρο και άναψε τσιγάρο, κοιτώντας έξω, τα προάστια της πόλης, κα-θώς τα διέσχιζε ο σιδηρόδρομος. Στην αρχή κοίταζε αφηρημένα. Μετά από λίγο όμως συνειδητοποίησε ότι το ένα μετά το άλλο τα σπίτια ήσαν ερείπια! Ήταν καμένα!... Κοιτούσε κατάπληκτη τις εικόνες που παρέ-λαυναν μπροστά στα μάτια της από το ανοιχτό παράθυρο του τραίνου και την έπιασε δέος! Δεν είχε τη δύναμη να παραδεχτεί αυτό που σχημα-τιζόταν σιγά - σιγά μέσα στο μυαλό της!... Τα μάτια της πλημμύρισαν δά-κρυα! Τι του έκαναν άραγε του ανθρώπου και τον μετέτρεψαν σε α-ποτρόπαιο  κτήνος; Ή μήπως είναι από τη φύση του πλασμένος έτσι; …Και ψάχνει επίμονα να βρει κάποια δικαιολογία, κάποια ευκαιρία, για να εκδηλώνει τα καταστροφικά του ένστικτα και να τα μεταλλάσσει σε εφιαλτικές πράξεις!...
Έκλεισε τα μάτια της, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της, πή-ρε τη βαλίτσα της και βγήκε από την καμπίνα, κατευθυνόμενη προς την έξοδο. Το τραίνο είχε σταματήσει. Στην πλατφόρμα του σταθμού υπήρ-χε συνωστισμός. Προχώρησε ζητώντας συγνώμη από τον κόσμο που της έκλεινε το δρόμο και βγήκε από το σταθμό. Απέναντί της αντίκρισε ένα ξενοδοχείο που της φάνηκε καλό. Πήγε κατ’ ευθείαν στη ρεσεψιόν και έκλεισε δωμάτιο. Δεν ήθελε να βλέπει ανθρώπους γύρω της! Ήθελε να απομονωθεί για να σκεφτεί.
Ακόμα και η παρουσία του υπάλληλου του ξενοδοχείου που της με-τέφερε τη βαλιτσούλα, την ενοχλούσε! Όταν αυτός έφυγε κι έμεινε μό-νη της, άναψε τσιγάρο… Τι να πρωτοσκεφτεί; Σ’ αυτή τη φάση του πο-λιτισμού του ό άνθρωπος έχει ανάγκη το πάθος για να ζήσει! Το πάθος σε όλες του τις εκφάνσεις! Μήπως αυτή ξέφευγε από αυτόν τον κανόνα; Μπορούσε μήπως αυτή να ζήσει τη ζωή της με τον Οζάλ; Δίχως το πά-θος του έρωτά της για τον Μιχάλη; Να όμως που αυτό το αθώο πάθος της, την οδήγησε στο να αποκτήσει ένα πιστόλι, που ίσως να καταστρέ- ψει ανθρώπινες ζωές!... Και το ερωτικό, δεν είναι το μόνο πάθος που υπάρχει για να ταλανίζει τον άνθρωπο, να τον ποδηγετεί, εφοδιάζοντάς τον με το έναυσμα της ζωής. Είναι και το πάθος της φιλοπατρίας, ο σο-βινισμός, το πάθος για τα πολιτικά κόμματα, για τα χαρτοπαίγνια, τον αλκοολισμό και τις άλλες εξαρτήσεις… Όσοι είναι οι άνθρωποι είναι και τα πάθη τους! Αναρίθμητα!... Και χωρίς κάποιο πάθος, ο κάθε άνθρω-πος βλέπει τη ζωή του ανούσια! Βαρετή… Άδεια!... «Χρειάζομαι έναν θεό για να μπορέσω να ζήσω!» σκέφτεται ο καθένας! Και βαφτίζει το δι-κό του πάθος θεό, περιφρονώντας ταυτόχρονα τα πάθη όλων των άλ-λων συνανθρώπων του!...
Κι αν κάποιος ξεφύγει απ’ όλ’ αυτά τα κοινά πάθη, αλίμονό του! Γιατί τότε, θα ασχοληθεί με τη δουλειά του και θα πλουτίσει. Κι αν αρκετοί σταματήσουν εκεί, δηλαδή στη συσσώρευση για τον εαυτό τους μιας σχετικά καλής περιουσίας κι έπειτα συνεχίσουν να ζουν μια άνετη ζωή κι αν η συνείδηση δεν τους αφήσει να προχωρήσουν πάρα πέρα, πάλι δε  θα σωθεί η κοινωνία! Γιατί θα υπάρξουν αρκετοί ασυνείδητοι. Αδίστα-κτοι! Που θα παγιδευτούν στο πιο έκφυλο πάθος! Του ασύστολου, του άμετρου πλουτισμού: Να εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο! Στην ασυδο-σία! Να ξεδιψάνε το διψασμένο εκφυλισμό τους με τον ιδρώτα του ερ-γάτη και να τρέφουν την πυορροούσα αχόρταγη σάρκα τους με το αίμα των παιδιών του λαού!... Ώσπου στο τέλος, στο αποκορύφωμα της αυ-τοκαταστροφικής του πορείας, το πάθος τους πια θα φτάσει στο τελευ-ταίο σκαλί της εξέλιξής του πριν από την πτώση, και θα τους οδηγήσει στην ανταγωνιστικότητα αυτών των παραφρόνων και παθιασμένων ανώμαλων ανθρώπων, μεταξύ τους. Δηλαδή ποιανού το χαλί από αν-θρώπινα πτώματα  θα είναι παχύτερο, για να περπατήσει αυτός πάνω του με υπερηφάνεια!...
Και τότε θα έρθουν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω! Και θα απα-ντήσει ο άνθρωπος στον απάνθρωπο, όπως ακριβώς έχει απαντήσει τόσες και τόσες φορές, στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας: Με την επανάσταση και την ανατροπή. Και θα ακολουθήσουν μερικές δε-καετίες ευημερίας και ευτυχίας στις λαϊκές συνοικίες, μια και οι παλαιές και λησμονημένες ανθρώπινες αξίες θα ανασυρθούν από τα σκοτεινά υπόγεια της λήθης και θα επανεμφανισθούν στο προσκήνιο. Αυτές οι αιώνιες αξίες θα  κυβερνήσουν πάλι τις κοινωνίες των ανθρώπων με δι-καιοσύνη.
Κι όταν περάσουν αυτές οι μερικές δεκαετίες; Τι θα γίνει μετά; Το αυ-γό του φιδιού θα έχει πια εκκολαφθεί! Το φίδι θα σπάσει το κέλυφος, θα ζεσταθεί στους κόρφους της αθωότητας, θα αναπτυχθεί στους κύ-κλους της αφέλειας και ο απάνθρωπος θα επανεμφανισθεί, με το σαρ-δόνιο χαμόγελό του και τα απατηλά λόγια του, ολόιδιος με τον τωρινό, αλλά άγνωρος στους νεώτερους ανθρώπους, που θα τον βλέπουν σαν κάτι καινούριο! Μα τι καινούριο θα έχει επάνω του εκτός από τα ρού-χα; Που θα είναι κομμένα και ραμμένα κατά τη μόδα εκείνης της επο-χής; …Η ανθρωπιά, η απανθρωπιά, η αθωότητα και η αφέλεια: Η ουσία της κοινωνίας του ανθρώπου…         
Τακτοποίησε τα ρούχα της στην ντουλάπα και αποφάσισε να βγει έ-ξω να περπατήσει. Περιπλανιόταν πολλήν ώρα στα δρομάκια της πόλης και πέρασε από γειτονιές που ήταν καμένα όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια και τα μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο! Αυτό όμως που έκανε την καρ-διά της να πονέσει πιο πολύ, ήταν ο παραλιακός δρόμος!... Όλα τα μαγα-ζιά και τα ξενοδοχεία που ήσαν παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, παράλληλα προς την προκυμαία του λιμανιού, ήσαν κατεστραμμένα!... Και από τα απομεινάρια τους, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι ήσαν χτισμένα με απαράμιλλη τέχνη σε διαλεχτούς αρχιτεκτονικούς ρυθ-μούς!... Για ποιο λόγο τα έκαψαν; Επειδή θεωρούσαν άπιστους και γι αυτό το λόγο μισούσαν τους ιδιοκτήτες τους; Μα θα μπορούσαν πάρα πολύ εύκολα, να τα κατασχέσουν και να τα μοιράσουν στο λαό!... Τα θεωρούσαν όμως μολυσμένα, γιατί τα είχαν χτίσει οι Ρωμιοί!... Το απε-ρίσκεπτο πάθος της προκατάληψης, σε όλο του το μεγαλείο!... 
Συνέχισε την πορεία της δίπλα στη θάλασσα και αφού πέρασε μπρο-στά από μερικές φτωχικές συνοικίες, βρέθηκε σε μια παράξενη γειτονιά και συγκεκριμένα στην έξοδο ενός δρόμου κάθετου προς στη θάλασσα που τον σουλάτσαραν ένα πλήθος άντρες!  Κατάλαβε περί τινος πρόκει-ται, όταν ένας απ’ αυτούς περνώντας δίπλα της, της είπε με μάγκικο ύφος γεμάτο υπονοούμενα:
-Η κουκλάρα μας σήμερα έχει ρεπό;
Τάχυνε το βήμα της, απομακρύνθηκε από αυτό το σημείο και σε λίγο βρέθηκε στην περιοχή που ήσαν αραγμένα τα ψαροκάικα. Εκεί το βήμα της έγινε λίγο πιο αργό. Προσπερνούσε το κάθε καραβάκι κοιτώντας εξεταστικά προς στο εσωτερικό του. Όλοι οι βαρκάρηδες ήσαν απασχο-λημένοι με διάφορες αγγαρείες της δουλειάς τους. Κανείς δε γύρισε να την κοιτάξει. Παρατήρησε ότι μερικές από τις βάρκες ήσαν εφοδιασμέ-νες με μηχανές και οι περισσότερες ήσαν αφύλαχτες. Οι μηχανές τους όμως ήσαν κλειδωμένες με λουκέτα…
Είχε φτάσει πια στις παρυφές της πόλης. Ήδη η ώρα ήταν προχωρη-μένη και είχε αρχίσει να πεινάει. Γύρισε λοιπόν στο ξενοδοχείο της και γευμάτισε στο εστιατόριό του. Όταν τελείωσε το φαγητό της, έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο της, αλλά πριν προλάβει να το ανάψει, κά-ποιο χέρι πρόβαλε από το πλάι και της προσέφερε φωτιά. Γύρισε το βλέμμα της να κοιτάξει σε ποιον ανήκε αυτό το χέρι και είδε ένα νεαρό άντρα χαμογελαστό, να της κλείνει το μάτι με νόημα. Δεν του είπε ευχα-ριστώ! Ούτε άναψε το τσιγάρο της στη φωτιά που της προσφερόταν. Το τοποθέτησε μέσα στο πακέτο αμέσως και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αναιδείς συμπεριφορές!... «Στην πόλη της Άγκυρας, οι γυναίκες απολαμβάνουν περισσότερο σεβασμό στις δημόσιες εμφανίσεις τους, απ’ ότι εδώ!...» Σκέφτηκε. Έπρεπε λοι-πόν να τηρήσει όλα τα προσχήματα και να αποφεύγει τις προκλήσεις, για να μη γίνεται στόχος παρατήρησης.
Η ώρα είχε περάσει και άρχισε να σκοτεινιάζει. Η Γιουλμπαχάρ άνοιξε το χάρτη της περιοχής, που είχε αγοράσει το πρωί από ένα βιβλιοπωλεί-ο που βρέθηκε μπροστά της και βάλθηκε να τον μελετάει και να μετράει τις αποστάσεις. Το Τσεσμέ ήταν πολύ πιο κοντά στη Χίο απ’ ότι ήταν η Σμύρνη. Όμως αυτός ο χάρτης δεν περιείχε καμία πληροφορία για τη Χίο! Μόνο το σχήμα της ήταν ζωγραφισμένο! Κανένα χωριό, καμία πό-λη! Κι αν ήταν έρημο το κοντινότερο σημείο της Χίου που έβλεπε τώρα μπροστά της στο χάρτη; Αν ήταν απόκρημνη η παραλία του; Έπρεπε να πάει στο Τσεσμέ. Και μάλιστα αύριο το πρωί! Εκεί ίσως κάπως καλλίτε-ρα να προσανατολίζονταν τα σχέδιά της… να σήκωναν ανάστημα οι ελπίδες της…
Την άλλη μέρα πρωί - πρωί ήταν στην αφετηρία των λεωφορείων που πήγαιναν σ’ αυτή τη μικρή πόλη, στο δυτικότερο σημείο της Μικρασίας. Ήταν ένα όμορφο πρωινό. Διάφορες γυναίκες και άντρες, παιδιά, γερό-ντισσες και γέρους, μαζί με πουλερικά, βελέντζες, χαλιά, μπόγους και άλλα πολλά, θα είχε για συνεπιβάτες!... Ευτυχώς αυτό το ταξίδι δε θα κρατούσε και πολλήν ώρα. Η Γιουλμπαχάρ κάθισε στο κάθισμά της πλάι στο παράθυρο και απολάμβανε τη διαδρομή. Το ταξίδι δίπλα στη θα-λασσα την είχε συνεπάρει! Δεν είχε ταξιδέψει άλλη φορά τόσο κοντά στο απέραντο υγρό στοιχείο και μάλιστα για τόσην ώρα!... Ένιωσε το νου της ν’ ανοίγει τα σκέλια του, πηδώντας πάνω από κάθε τι γνωστό!... Παρά την ενοχλητική φασαρία που γινόταν γύρω της, αφοσιώθηκε στα δικά της βιώματα κι έτσι πέρασε η ώρα, χωρίς καλά - καλά να το κα-ταλάβει…
 Όταν έφτασαν στον προορισμό τους και κατέβηκε με τη σειρά της από το λεωφορείο, ένιωσε αμήχανη! Ο καθένας από τους επιβάτες κάτι, είχε να κάνει. Κάπου, είχε να πάει και μάλιστα ήξερε τι και πού! Γι’ αυτό ο σταθμός του λεωφορείου άδειασε αμέσως κι έμεινε μόνη της, να μην ξέρει τι να κάνει, προσπαθώντας να προσανατολιστεί, για να βρει ποια κατεύθυνση να πάρει. Κι αυτή γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Δεν διέκρινε όμως τον τρόπο!... Από πού ν’ αρχίσει!... Πήρε λοιπόν ένα δρόμο, κι άρ-χισε να βαδίζει προς τα εκεί που μύριζε θάλασσα!... Σε λίγο πράγματι έφτασε στο λιμάνι!... Ήταν ένα μικρό χαριτωμένο λιμανάκι με ψαροκά-ικα και θορυβώδεις ψαράδες, που πιο πολύ αστειεύονταν και γελούσαν ο ένας με τον άλλον, παρά έκαναν κάποια δουλειά!... Δεν πλησίασε πολύ κοντά τους, γιατί δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσαν και σε πόσο δύσκολη θέση θα την έφερναν! Μα μπορούσε έτσι να γίνει δουλειά; Η αποστολή που είχε  αναλάβει ήταν αντρική! Αν ήταν άντρας, πόσο άνετα θα τους πλησίαζε και θα έφερνε την κουβέντα ακριβώς στο θέμα που την ενδιέ-φερε!...
Απομακρύνθηκε από το λιμάνι παίρνοντας  ένα ανηφορικό δρομάκι και σε λίγο βρέθηκε στην άκρη του χωριού. Κοίταξε προς τα δυτικά που ήταν η Χίος και την είδε! «Αχ θεέ μου!» σκέφτηκε. «Πόσο κοντά είναι!... Θα μπορούσε να πάει κανείς κολυμπώντας!...» Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πήρε την απάντηση στο ερώτημα που της είχε δημιουργηθεί την προηγούμενη νύχτα! Σ’ ένα σημείο της ακτής της, αντίκρισε να ασπρί-ζουν μερικά σπιτάκια!... Άρα, η απέναντι ακτή της Χίου δεν ήταν έρημη ούτε απόκρημνη! Υπήρχε ακριβώς εκεί, κάποιο χωριό ή τουλάχιστον κά-ποιος οικισμός!...
Ο χωματόδρομος σε λίγο τελείωσε και συνεχιζόταν ένα στενό μο-νοπάτι, ανάμεσα από αγκάθια και θάμνους. Η Γιουλμπαχάρ προχώρησε αρκετά και από εκεί που έφτασε, αντίκρισε απέναντι, στη Χίο, μια φα-νταστικήν αμμουδιά, τελείως έρημη!... Ήταν μεσημέρι και ό ήλιος έκαι-γε! Το μυαλό της εγκατέλειψε τα σχέδια και τις εξερευνήσεις της και χά-θηκε στο εδώ και στο τώρα! Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν σ’ εκείνη την αμμουδιά, να γδυθεί ολόγυμνη, να παραδοθεί στη δροσερή αγκαλιά της θάλασσας και κατόπιν στη φιλόξενη και φλογερή θαλπωρή του ήλιου!...
Θέλησε να προχωρήσει κι άλλο, να κατέβει στη θάλασσα, αλλά δεν ήξερε αν το μονοπάτι οδηγούσε προς τα εκεί, ή προς το εσωτερικό και αν κάτω στη θάλασσα υπήρχε κάποια αμμουδιά ή η ακτή ήταν βραχώ-δης και είχε δύσκολη πρόσβαση. Άλλωστε από το σημείο που είχε φτά-σει δεν φαινόταν κανένα σπίτι από το λιμάνι και το χωριό, γιατί το έ-κρυβε ένας χαμηλός λόφος και ήταν τέλεια ερημιά, που τη φόβισε!... Βέβαια είχε μέσα στην τσάντα της το πιστόλι… Έπειτα, είχε πλήρη ορα-τότητα και δεν μπορούσε να την αιφνιδιάσει κανείς. Αλλά δεν θα ήταν σωστό να προκαλέσει πιο πολύ, αυτή η ίδια την τύχη της, χωρίς κά-ποιον ιδιαίτερο λόγο, υποκύπτοντας στις στιγμιαίες επιθυμίες της, που θα μπορούσαν να γίνουν εμπόδια στα σχέδιά της και να περιπλέξουν τον προγραμματισμό των ενεργειών για την επίτευξη του σκοπού της… Τι σημασία είχε, αν η ακτή, σ’ αυτό το σημείο ήταν βραχώδης, ή αμμου-δερή! Σκέφτηκε…
Έκανε μεταβολή και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόταν ότι είχε πλέον μια πάρα πολύ σημαντική πληροφορία. Ήξερε καλά, πώς ή-ταν διαμορφωμένη η περιοχή!... Αυτό, τής ήταν χρησιμότατο! Πολύτι-μο!... Ήξερε, τι θα ζητήσει από αυτόν που θα φαινόταν πρόθυμος, να πάρει το ρίσκο να την περάσει απέναντι. Κι αν μάθαινε και τ’ όνομα του χιώτικου χωριού, θα ήταν ακόμα καλλίτερα.
…Σε μια στιγμή καθώς πλησίαζε στην κατοικημένη περιοχή, ήρθε στο μυαλό της η εικόνα του μπαμπά της, εκείνη τη βροχερή μέρα του χωρισμού τους!... Όμως, αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν ήταν δακρυ-σμένο!... Τα αγαπημένα του χείλη ήσαν τραβηγμένα σ’ ένα αχνό, σ’ ένα αμυδρό χαμόγελο!... Σ’ ένα χαμόγελο πού θά ’λεγε ότι έμοιαζε με χαμό-γελο ικανοποίησης!...
-Αχ! Τι νόημα άραγε να έχει αυτό το χαμόγελο;
Ψιθύρισε, σα να μιλάει σε κάποιον άλλον. Πώς έγινε κι επισκέφτηκε τη σκέψη της η εικόνα του αγαπημένου της πατέρα αυτήν ακριβώς τη στιγμή; …Και πώς είναι δυνατόν την ώρα που αυτή ετοιμάζει την α-πόδρασή της από τη ζωή του, αυτός να χαμογελά; Έπαψε πια να την θέ-λει κοντά του; Επικροτεί τις κινήσεις της, σα να συμφωνεί κι αυτός, χω-ρίς να αισθάνεται πόνο, που δε θα τη βλέπει; «Όμως» σκέφτηκε «ένα χαμόγελο μπορεί να φανερώνει τον υπέρτατο πόνο!...» Ένα από αυτά, που μοιάζουν σαν χαμόγελα, για να κρύψουν την τραγωδία που επιφυ-λάσσει ο αμείλικτος χρόνος, πάνω στις ζωές των ανθρώπων!... Όπως αυ-τά τα ταξίδια της! Ποιος να της έλεγε, πριν από λίγον καιρό, ότι θα ερχό-ταν πολύ σύντομα η στιγμή, που θα ήθελε να φύγει από την αγκαλιά του μπαμπά της, από τη συντροφιά και τη αρωγή του αδελφού της και των άλλων φίλων της, από το χωριό της; Που θα σχεδίαζε να εγκαταλεί-ψει τις σπουδές της και την τόσο ελκυστική φοιτητική ζωή της! Θα τον θεωρούσε ανόητο αν όχι τρελό!... Όμως να που ήρθε το πέρασμα του χρόνου, μαζί με τις καταστάσεις της ζωής που αυτός επέβαλε και την οδήγησε να διαλέξει τον πιο μακρινό και δύσβατο δρόμο που θα μπο-ρούσε να φανταστεί!...   
Βγήκε ξανά στο λιμάνι, που όμως είχε αλλάξει όψη. Είχεν απλωθεί από τη μιαν άκρη του ως την άλλη, η ερημιά του απομεσήμερου!... Δεν υπήρχε ψυχή! Ούτε στα καΐκια!... Τώρα της άρεσε πιο πολύ, απ’ ότι προηγουμένως!... Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο, απ’ αυτά που ναρκώ-νουν το μυαλό κι αφήνουν να διαφαίνονται αλλοπρόσαλλες σκέψεις κά-ποιου άλλου εαυτού, που πάντα παραμένει άγνωστος, αλλά προσφέρει τόση γλύκα στις αισθήσεις!... Τόση γλύκα, που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν μπορείς να την αντέξεις!... Την κυρίεψε μια μαυλιστική ζάλη! Ήθελε να καθίσει σ’ ένα πεζούλι σε μια σκιά, να κλείσει τα μάτια και να βάλει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της. Ν’ ανασάνει τη μυρωδιά που βγάζουν τα φύκια κι έρχεται από τη μεριά της θάλασσας, καθώς τη σπρώχνει το ελαφρό αεράκι!...
Έμεινε πολλήν ώρα σ’ αυτήν τη στάση… Ο ήλιος, οι θαλασσινές ευω-διές, ο ζεστός αέρας που φύσαγε πάνω της ανεμίζοντας τα ρούχα της, τη λευκή μαντήλα και τα ξανθά της μαλλιά, διασκέδαζαν ακόλαστα, παρασύροντας στη δίνη των οργίων τους όλα τα κύτταρα του κορμιού της, σ’ ένα μαυλιστικό αισθησιακό χορό ερωτικής θλίψης!... Και ξαφνι- κά…όλα στη ζωή της έγιναν μια αξεδιάλυτη μάζα!... Ο μπαμπάς της, ο Μιχάλης, ο Οζάλ, οι σπουδές της, οι καϊκτζήδες, έγιναν μια μπάλα, που δεν μπορούσε να διακρίνει τα μόριά της!... Έμεινε έκθαμβη μπροστά σ’ αυτό το όραμα της ψυχής της, που κατάλαβε αυταρχικά όλον το χώρο των αισθήσεων!... Δεν κράτησε πιο πολύ από μερικές στιγμές αυτή η παρουσία στο είναι της, αλλά πρόλαβε να σκεφτεί, ότι αυτή ήταν η πραγματική ελευθερία! Η πραγματικότητα που παραμένει αιώνια έξω από την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπινου είδους!... Η αόρατη πραγματικότητα!...
Πήρε μια βαθειά ανάσα και σηκώθηκε όρθια. Έβγαλε τη μαντήλα, μά-ζεψε τα μαλλιά της και την ξαναφόρεσε. Κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς το σταθμό… Το λεωφορείο για τη Σμύρνη αργούσε ακόμα να ξεκι-νήσει. Δίπλα από το σταθμό υπήρχε ένα εστιατόριο. Μετά από ένα στιγ-μιαίο δισταγμό η Γιουλμπαχάρ μπήκε μέσα με θάρρος. Σ’ ένα τραπέζι στη μέση του μαγαζιού κάθονταν τρεις άντρες που μιλούσαν μεγα-λόφωνα, αλλά μόλις την είδαν να μπαίνει στο μαγαζί, σταμάτησαν τη συζήτηση και βάλθηκαν να την κοιτάζουν εξεταστικά. Στο βάθος καθό-ταν μόνος ένας γέρος με τσιγκελωτό μουστάκι. Η κοπέλα προχώρησε με σταθερό βηματισμό κρύβοντας την ανησυχία της, στάθηκε μπροστά του, και έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς τους άντρες, έσκυψε λί-γο και του είπε με σιγανή φωνή, κοντά στο αυτί του, για να μη διακρί-νουν οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού, τι του λέει: 
-Θείο…. Να καθίσω μαζί σου να φάω κάτι; Ζαλίζομαι!...
Ο γέρος την κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος.
-Και το ρωτάς κόρη μου; Να κάτσεις βέβαια! Ποιανού είσαι;
Η Γιουλμπαχάρ κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα δίπλα του, φροντίζο-ντας να έχει γυρισμένη την πλάτη της προς τους άντρες και του απάντη-σε με σιγανή φωνή:
-Είμαι φοιτήτρια του πανεπιστήμιου της Άγκυρας θείε και ήρθα εδώ για μια εργασία χαρτογράφησης της περιοχής.
-Τι μου λες κόρη μου; Μίλα λίγο πιο δυνατά! Δεν ακούω. Ποιανού εί-πες ότι είσαι;
Η Γιουλμπαχάρ επανέλαβε λίγο πιο δυνατά την απάντησή της, γιατί έπρεπε να ικανοποιήσει την περιέργεια του γέρου. Αυτός άκουσε, αλλά δεν κατάλαβε!... Φοιτήτρια… Πανεπιστήμιο… Χαρτογράφηση… Άγνωστες έννοιες, κόσμοι μακρινοί, για μια ανεμοδαρμένη από τους στροβιλισμούς του χρόνου και των καιρών ύπαρξη!... 
Έτρωγε το φαγάκι της κι έπινε το νεράκι της λίγο βιαστικά γιατί έ-πρεπε να φύγει από το ταβερνάκι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Οι τρεις άντρες είχαν από ώρα σταματήσει να μιλάνε δυνατά και κάτι σιγοψιθύ-ριζαν μεταξύ τους, που της φάνηκε κάπως ύποπτο και την ανησυχούσε. Πράγματι δεν είχε προλάβει ακόμα να καταπιεί την τελευταία μπουκιά του φαγητού της και ό ένας από τους τρεις σηκώθηκε, πλησίασε και στάθηκε όρθιος δίπλα της.
-Ποια είσαι χανούμ και τι ήρθες σ’ εμάς; Τι θες;
Η Γιουλμπαχάρ σήκωσε δειλά το κεφάλι της, τον κοίταξε, αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί τι πρέπει ν’ απαντήσει, ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον πάγκο και εμφανίστηκε το κεφάλι του μαγαζάτορα:
-Και τι σε κόφτει εσένα μπίρο μ’ τι θέλει το κορίτσι και ρωτάς; Φοιτή-τρα είναι κι ήρθε για να δουν χαΐρι τα παιδιά σου! Δεν είναι για του λό-γου σου!... Τράβα λοιπόν  παλουκώσου στην καρέκλα σου κι αν μούδια-σε ο κώλος σου, πήγαινε να στρωθείς εκεί που σε παίρνει…
-Α, έτσι γένεται; Εσύ ξέρεις…
Είπε ο τύπος και ξανακάθισε μαζί με τους φίλους του.
Η Γιουλμπαχάρ κοίταξε τον μαγαζάτορα με μεγάλη συμπάθεια. Όταν είχε έρθει να πάρει την παραγγελία, τον είχε φοβηθεί! Ήταν σοβαρός στα όρια του βλοσυρού, με σχετικά μακρύ κατσαρό γκρίζο μαλλί που κάλυπτε άτακτα το μέτωπό του, αξύριστος με ασπρόμαυρα άγρια γέ-νια. Ευτυχώς φαίνεται ότι κρυφάκουσε τη συζήτησή της με το γέρο, κατάλαβε περισσότερα απ’ ότι αυτός και πήρε το μέρος της στην φανε-ρή απόπειρα του τύπου, να την μπλέξει σε περιπέτεια!... Τον ευχαρίστη-σε με μια γλυκιά ματιά κι ένα φοβισμένο χαμόγελο, που κατάφερε να μαλακώσει λίγο το θυμωμένο του πρόσωπο.
Η ώρα όμως είχε περάσει. Η Γιουλμπαχάρ σηκώθηκε, πλησίασε στην εξωτερική μεριά του πάγκου, πλήρωσε τον καταστηματάρχη και αφού τακτοποίησε ένα άτακτο τσουλούφι των μαλλιών της κάτω από τη μα-ντήλα, βγήκε με σεμνό βηματισμό, χαιρετώντας τον γέρο  που της έκανε συντροφιά την ώρα που έτρωγε και συγχρόνως την κάλυπτε από ενδε-χόμενες προκλητικές κινήσεις που θα έκαναν οι τρεις άξεστοι άντρες, που κάθονταν στο παρακείμενο τραπεζάκι της ταβέρνας.
Όταν έστριψε στη γωνιά κι έφτασε στο σταθμό του λεωφορείου ή-σαν ήδη συγκεντρωμένοι εκεί οι γνωστοί ταξιδιώτες με τα ίδια τους μπαγκάζια. Σαν να μην είχαν άλλη δουλειά να κάνουν, από το να πη-γαινοφέρνουν τους μπόγους τους από τη Σμύρνη στο Τσεσμέ, για να περνά η ώρα! Για να γεμίζει η άδεια ζωή τους…  Αμέσως όμως μετάνιω-σε, γιατί κατάλαβε ότι αυτή της η σκέψη ήταν αμαρτωλή και έδειχνε περιφρόνηση προς όλους τους απλούς αυτούς ανθρώπους και τα προβλήματα που τους δημιουργούσε αυτή τους ακριβώς η απλότητα. Σα να μην υπήρχαν άλλες σκοτούρες, εκτός από τις δικές της!... Και σαν όλοι, να είχαν το ίδιο πρόσωπο! Ενώ τώρα που παρατηρούσε πιο προσε-κτικά, διαπίστωνε ότι όλα ήσαν καινούρια πρόσωπα και κανείς απ’ αυ-τούς δεν υπήρχε στο ταξίδι του πηγαιμού! Μόνον αυτή!...
Άρα μόνον αυτή πηγαινοέρχεται κουβαλώντας τα προβλήματά της, έναν τεράστιο μπόγο, σαν εκείνον τον αρχαίο Έλληνα που έζησε εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, έγινε γνωστός σ’ όλον τον τότε κόσμο και τον θυμούνται μέχρι σήμερα, για το μαρτύριό του!... Να κουβαλάει το βράχο στη μυστηριώδη σουβλερή κορυφή ενός βουνού και μόλις τον αφήνει ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την κορφή για να ξεκουραστεί  λίγο και να σκουπίσει τον ιδρώτα του, αυτός να κατρακυλά και να πέφτει από την αντίθετη πλαγιά του βουνού!... Και τι διαφορετικό είχε κάνει αυτή από εκείνον; Τίποτα! Μαρτύρησαν και οι δύο την αλήθεια!... Αυτός, ο αρχαίος Έλληνας, ενάντια στην αδικία που έκανε ο θεός Δίας κλέβοντας μιαν αθώα κοπέλα από την οικογένειά της και αυτή, η μικρή Γιούλυ, ενάντια στο κατεστημένο, του διαχωρισμού του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του, που επιβάλλεται από το κράτος και τη θρησκεία!...
…Το θαλασσινό αεράκι, καθώς έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου την ξεκούραζε από την αγωνία της. Τώρα πια, άρχισε να απολαμβάνει πιο ανθρώπινα την εκδρομή της. Πρόσεχε τι γινόταν γύρω της, και δεν προσπάθησε καθόλου να συγκρατήσει το γέλιο που της βγήκε αυθόρμητα σαν κελάηδισμα αηδονιού, που της προκάλεσαν οι αντιρρήσεις ενός στρουμπουλού μπόμπιρα, στις προτροπές της μα-μάς του να μη φωνάζει και τόσο δυνατά, γιατί ενοχλεί τους συνταξιδιώ-τες του:
-Μωρ’ δεν πλέρωσα; Μωρ’ θα φωνάζω!... 
Όταν έφτασε στη Σμύρνη, προμηθεύτηκε τα ποτά της και τα τσιγά-ρα της και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο. Πήρε το κλειδί και ανέ-βηκε στο δωμάτιό της. Ήθελε να μείνει μόνη της, για να συνοψίσει τις σημερινές της εμπειρίες και να σκεφτεί τι θα κάνει στη συνέχεια. Άλ- λωστε ήδη σκοτείνιασε και όπως είχε καταλάβει, στη Σμύρνη, νύχτα απέφευγαν ακόμα και οι άντρες να κυκλοφορούν χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Γδύθηκε ολόγυμνη και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη λίγην ώρα… Κά-ποια στιγμή χαμογέλασε ικανοποιημένη με το θέαμα του εαυτού της, και φόρεσε το νυχτικό της.
     Έβαλε ποτό στο ποτήρι της, κάθισε στο σκαμπό μπροστά στον κα-θρέφτη  και άναψε τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό της, καθώς καθρεφτιζόταν απέναντί της. Κοιτούσε απορημένη όχι μόνο με αυτό που έβλεπε, αλλά και με τις άλλες σκέψεις που της προκαλούσε η εικόνα που εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια της!... Συνδύαζε το ελα-φρώς μελαμψό δέρμα, με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα   βαθυπράσινα μάτια!... Αν μπορούσε να τα δει όλ’ αυτά με τα μάτια του Μιχάλη!... Όμως αυτό, δε θα το κατόρθωνε παρά μόνον αν ήταν θεά! Μόνον η θεϊκότητα μπορούσε να προικίσει έναν κοινό θνητό με παρόμοιες υ-περφυσικές ιδιότητες. Και τότε, ήρθε άμεσα στη σκέψη της η Θεά Ά-ρτεμη! Μια από τις θεές που λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες και της είχαν χτίσει ναό σ’ αυτήν την περιοχή! Κοντά στο  Κουσάντασι. Το νησί των πουλιών, των μελισσών και των ελαφιών, έτσι όπως το χαρακτήριζαν εκείνην τη μακρινή εποχή!... Θα μπορούσε άραγε να το επισκεφθεί αυτό το μέρος;
Καθώς κοιτούσε το πρόσωπό της λοιπόν να χάνεται μέσα στους κα-πνούς του τσιγάρου και να ξαναεμφανίζεται όταν οι καπνοί διαλύο-νταν, της φάνηκε σα να ήταν το πρόσωπο της θεάς!... Η Θεά Άρτεμη με το μελαμψό πρόσωπο και τα πυρόξανθα μαλλιά!... Και τότε, αυτή η ίδια που στέκεται μπροστά σ’ αυτό το πρόσωπο και το βλέπει; Ποια είναι; Σί-γουρα είναι κάποιος άνθρωπος!... Αλλά ποιος; Μήπως  κάποιος συγκε-κριμένος άνθρωπος; Ή μήπως είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη; …Πά-ντως η Γιουλμπαχάρ δεν είναι!... Γι’ αυτό το πράγμα, είχε μια παράξενη πεποίθηση!...
Σηκώθηκε όρθια και της φάνηκε ότι πετούσε! Ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό της το σημερινό, που της άρεσε πάρα πολύ! Κοίταξε το μπουκάλι και διάβασε την επιγραφή της ετικέτας του. Μπράντι έγραφε. Θα έπρεπε να το συγκρατήσει στο μυαλό της και να αγοράζει από αυτό το ίδιο ποτό! Ποιος ξέρει; Μπορεί να είχε κάποια σχέση με το Νέκταρ, που έπινε η Θεά!... Έβγαλε το νυχτικό της και άρχισε να χορεύει! Αργά! Νωχελικά! Κουνώντας το κορμί της, παρόμοια με τις κινήσεις του φι-διού!... Και να που πάλι θυμήθηκε τη νύχτα που κάπνιζαν μαζί με τον Μιχάλη στην άκρη του κρεβατιού της, μετά από τη θεϊκή ένωσή τους!... Τα μάτια του ήσαν ορθάνοιχτα καθώς την κοιτούσε! Σα να έβλεπε κάτι υπερφυσικό, που δεν είχε ξαναντικρίσει ποτέ στη ζωή του! Και η λα-τρεία ήταν ζωγραφισμένη μέσα σ’ αυτά!... Τότε δεν την είχε διακρίνει αυτήν τη λατρεία! Την έκανε αόρατη στα μάτια της, η σαρκική ηδονή!... Τώρα όμως την έβλεπε καθαρά! Μέσα στον καθρέφτη! Όμως, μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη που βρισκόταν μπροστά της, καθρεφτιζόταν η Θεά! «Αχ ναι η Θεά!...» σκέφτηκε και συνέχιζε να χορεύει με περισ-σότερο πάθος… Η θεά αυτή, που έβλεπε τώρα, όχι με τα δικά της τα μάτια, αλλά με τα μάτια του Μιχάλη: Η Θεά, με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα βαθυπράσινα μάτια!...   
…Την άλλη μέρα, ετοίμασε τη βαλίτσα της για αναχώρηση από τη Σμύρνη! Το αποφάσισε μόλις ξύπνησε, μέσα στην αχλή της πρωινής της ζαλάδας, από τα χθεσινοβραδινά διονυσιακά της όργια!...  Κατέβηκε στη ρεσεψιόν, πλήρωσε το λογαριασμό και ρώτησε τον υπάλληλο, πού ήταν η αφετηρία των λεωφορείων για το Κουσάντασι. Έφτασε στο σταθμό την ώρα που το λεωφορείο αναχωρούσε! Έτρεξε κι έκανε νόημα στον οδηγό να την περιμένει. Την ώρα που ανέβαινε τα σκαλιά του λεω-φορείου γύρισε και κοίταξε τον οδηγό λέγοντάς του ευχαριστώ ενώ αυ-τός την κοιτούσε με πονηρό χαμόγελο και της έλεγε:
-Άιντε χανούμ! Άργησες! Σε πλάκωσε το πάπλωμα από βραδύς!...
…«Τι να κάνουμε;» σκέφτηκε η Γιουλμπαχάρ «Όλα μέσα στη ζωή κι-νούνται! Όσο πιο πολλά μπορείς να ανεχθείς και να ξεπεράσεις, από τις κακόβουλες και κακότροπες πράξεις των άλλων ανθρώπων γύρω σου, τόσο πιο σταθερά, ανώδυνα και απαρέγκλιτα κατευθύνεσαι προς το σκοπό σου!...»
Δε βρήκε θέση για να καθίσει, αλλά ούτε καν χειρολαβή για να κρατη-θεί, γιατί όλες ήσαν κομμένες! Έτσι  αναγκάστηκε να στηριχτεί στο κά-θισμα που ήταν μπροστά της. Δυο ώρες σ’ αυτή την ασφυκτική α-τμόσφαιρα, με τους μπόγους που σχημάτιζαν οι άνθρωποι αγκαλιασμέ-νοι με τις ανάγκες τους, το παιδομάνι με τα χυμένα του γάλατα, τους εμετούς του και τις ακαθαρσίες του, μ’ αυτή τη μπόχα!... Που ανάδυαν οι εφαρμογές του χριστιανικού ρητού «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι»! Αυτή η αύξηση, πού άραγε θα μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία μας, αν όχι στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; 
Ήταν γυρισμένη προς την πλευρά της θάλασσας και προσπαθούσε ν’ ανασάνει την αύρα της, για να απαλύνει αυτήν την απαίσια μυρωδιά της ανθρωπίλας που την έπνιγε, όταν μες από φωνές παιδικές, γυναικείες και αντρικές, ένιωσε ένα σώμα να κολλάει πίσω της, και μια μυρωδιά από βρωμερό χνώτο να χύνεται στο σβέρκο της! Αντανακλαστικά γύρι-σε το πρόσωπό της προς τα πίσω, αλλά το ξαναγύρισε αμέσως μπροστά αηδιασμένη. Το θέαμα του άντρα που αντίκρισε πίσω της, της φάνηκε το λιγότερο, αποκρουστικό. Ήταν ένας μεσόκοπος κακοσχηματισμένος άντρας με κόκκινα τσιμπλιασμένα μάτια, γλοιώδη χείλια και την έκφρα-ση του ηλίθιου στο πρόσωπό του! Φώναζε προς το μέρος της γυναίκας του:
- Βάλε τα παιδιά στο κάθισμα! Δεν μπορώ να κάτσω άλλο. Με τρελά-νανε!... Προτιμάω να μείνω όρθιος!...
-Κάτσε κάτω μπρε και πάρε και κανένα πάνω σου! Δεν τα μπορώ ό-λα μόνη μου!...
Του απαντούσε η γυναίκα του. Παχιά, κοντή σαραντάρα, με μια τερά-στια μαύρη τριχωτή ελιά στο μάγουλο κοντά στη μύτη. Μιλούσαν για τα τέσσερα μωρά τους που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν, στρίβοντας από ’δω κι από ’κει τα κορμάκια τους, σκουντώντας το ένα το άλλο, άλλα γελώντας και άλλα κλαίγοντας…
Ο άντρας έβηξε και κόλλησε πιο σφιχτά πάνω στη Γιουλμπαχάρ, που ήταν ακινητοποιημένη ανάμεσα στους μπροστινούς της και την άκρη της πλάτης του καθίσματος. Το λεωφορείο είχε αναπτύξει ταχύτητα και καθώς όλα κουνιόνταν μέσα σ’ αυτό, τριβόταν κι ο μεσόκοπος πάνω στη Γιουλμπαχάρ, που δεν έβλεπε καμία διέξοδο από την ξαφνική φρί-κη, που τη βρήκε τόσο αναπάντεχα! Κι όταν πια βεβαιώθηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο, για το τι γινόταν πίσω από την πλάτη της, η απόγνωση, τής έφερε ζάλη, σκοτείνιασαν όλα γύρω της,  μούδιασαν τα πόδια της και ήταν έτοιμη να σωριαστεί!...
Τότε εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός!... Ένιωσε ξαφνικά να ελευθε-ρώνονται τα οπίσθιά της από τον «άντρα», ένα χέρι να την αγγίζει στον ώμο και μια φωνή να της λέει:
- Έλα κορίτσι μου να καθίσεις στο κάθισμά μου. Έχεις κιτρινίσει!
Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα νέο άντρα όρθιο να την καλεί δείχνο-ντάς της ένα άδειο κάθισμα στην απέναντι πλευρά του λεωφορείου.
-Ξέρετε… ήμουν…
Ψέλλισε η Γιουλμπαχάρ άπνοα, αλλά την διέκοψε ο νέος:
-Ξέρω! Ξέρω… Κάθισε όμως τώρα στο κάθισμα να συνέλθεις… Θέλεις λίγο νερό; Λίγο νεράκι ρε παιδιά! Για την κοπέλα… Έχει κανείς;
Η γυναίκα με την ελιά προθυμοποιήθηκε πρώτη απ’ όλους.
-Να… Έλα. Πάρε… Νεαρέ!...
     Άπλωσε το χέρι της που κρατούσε ένα μεταλλικό μπουκάλι…
Και πώς να μην προθυμοποιηθεί, αφού ήταν ο μόνος μάρτυρας του τι γινότανε μπροστά στα μάτια της!... Τολμούσε όμως να πει κουβέντα; Ο «άντρας» της δεν αστειευόταν!... Τον ήξερε καλά από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις… Και τώρα που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη χθεσι-νοβραδινήν οινοποσία του… Εν τω μεταξύ  αυτός είχε λουφάξει με τα παιδιά πάνω στα πόδια του και τα μούτρα κολλημένα στο τζάμι του πα-ραθύρου μελετώντας με επιστημονικό ενδιαφέρον, τα… φτερουγίσμα-τα των γλάρων!... 
Η Γιουλμπαχάρ άρχισε να συνέρχεται σιγά - σιγά από τη στιγμή που κάθισε, αλλά κυρίως που λυτρώθηκε από το βραχνά. Το πρόσωπό της βρήκε πάλι τη ρόδινη όψη του και γύρισε προς το νέο που καθόταν όρ-θιος από πάνω της παρακολουθώντας την κατάστασή της και ακου-μπώντας με τα χέρια ανοιχτά, στις πλάτες δύο διαδοχικών καθισμάτων. Του χαμογέλασε ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ, αυτό όμως που άξιζε περισσότερο δεν ήταν το ευχαριστώ!... Ήταν το χαμόγελο, που συνο-δευόταν από ένα παθητικό σμίξιμο των βλεφαρίδων, σημάδι εμπιστο-σύνης, ευγνωμοσύνης και τρυφερότητας, που της ενέπνευσε ο άντρας που το εισέπραξε!...
Να λοιπόν, που αν δεν υπήρχε ο χυδαίος μεσόκοπος ή η σιχαμερή συ-μπεριφορά του, δε θα υπήρχε ούτε ο ευγενικός νεαρός ή η γοητευτική παρουσία του! Κι αν μείνουμε στις παρουσίες και τις συμπεριφορές, λίγο το κακό. Αν δηλαδή η Γιουλμπαχάρ δεν είχε ταξιδέψει, δε θα εμφανιζό-ταν μπροστά της, ούτε ο σιχαμερός μεσόκοπος, ούτε ο γοητευτικός νέος. Αυτοί θα υπήρχαν. Δηλαδή ο χυδαίος μεσόκοπος και ο ευγενικός  νέος, θα ζούσαν και θα κινούνταν κάπου μακριά της. Δε θα υπήρχε βέβαια το συγκεκριμένο ταξίδι της Γιουλμπαχάρ, αλλ’ αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η χυδαιότητα και η ευγένεια θα υπήρχαν. …
Αν προχωρήσουμε πιο πέρα όμως το συλλογισμό, το κακό παύει να είναι μικρό! Γίνεται μεγάλο! Αν δηλαδή δεν υπήρχε (δηλαδή δεν είχε έλθει στην εκδήλωση. Στην ύπαρξη που είναι το ίδιο πράγμα) ο χυδαίος μεσόκοπος, δεν θα υπήρχε ούτε ο γοητευτικός νέος! Γιατί η γοητεία του νέου εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με την εκδήλωση της χυδαιότητας του μεσόκοπου!... Και τι θα υπήρχε τότε; Η ανυπαρξία!... Αφού λοιπόν η ανυπαρξία του κακού συνεπάγεται την ανυπαρξία και του καλού, βγαί-νει το συμπέρασμα ότι οι στύλοι πάνω στους οποίους στηρίζεται η ύ-παρξη, είναι τα δίπολα των αντιθέτων! Θέση και αντίθεση φτιάχνουν τη σύνθεση. Κι αυτή η σύνθεση είναι η ύπαρξη!...
Γιατί λοιπόν η  κάθε θρησκεία προσπαθεί να εξαφανίσει το κακό; Για να εξαφανιστεί ταυτόχρονα και το καλό; Και σαν συνέπεια, να εξαφανι-στεί κάθε ύπαρξη; Η ύπαρξη όμως, δεν είναι υποχρεωμένη να υπακού-σει στη θρησκεία και να εξαφανιστεί επειδή το θέλει αυτή!... Δεν μπορεί να το πετύχει αυτό καμιά θρησκεία! Εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια, το προσπαθούν αυτό οι θρησκείες, αλλά δεν το έχουν καταφέρει. Γιατί η ύπαρξη είναι μεγαλύτερη δύναμη από τη θρησκεία!...
Με τα σημερινά λοιπόν δεδομένα, το κακό είναι ακατανίκητο! Όπως και το σκοτάδι… Αν εξαφανιστεί το σκοτάδι θα εξαφανιστεί και το φως!... Θα εξαφανιστεί, κάθε γνωστή μορφή ζωής πάνω στη γη!... Ίσως να εμφανιστούν τότε κάποιες άλλες μορφές ζωής, άγνωστες, που καμιά μεταφυσική φιλοσοφία δεν έχει καταφέρει ως τα τώρα, να σκιαγραφή-σει τις ιδιότητές της… Και όλοι αυτοί που ήθελαν και θέλουν να εξαφα-νίσουν το κακό, πόσο συμπαθείς φαίνονταν στα μάτια του νου της Γιουλμπαχάρ… Γιατί ήσαν και είναι το καθ’ εαυτό κακό! Που δε θα έπρεπε να εξαφανισθεί, με καμία δύναμη! Γιατί αυτοί, όπως και οι αντίθετοι, που ήθελαν και θέλουν να εξαφανίσουν το καλό, ήσαν και είναι οι εγγυητές για την ύπαρξη του δίπολου των αντιθέτων, που εγγυάται την ύπαρξη αυτού του κόσμου…
Η Γιουλμπαχάρ, κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσε κάτι σαν λύτρω-ση!... Αφού λοιπόν ήταν απαραίτητος ο χυδαίος μεσόκοπος για να υπάρ-χει ο γοητευτικός νέος, γιατί να νιώθει τόσο άσχημα γι αυτό που της συ-νέβη; Αν δεν έμπαινε στο δρόμο της αυτός ο απαίσιος άνθρωπος, ίσως δε θα γνώριζε το παλικάρι με το όμορφο πρόσωπο, τα σγουρά μαλλιά και την ευγενική συμπεριφορά!... Πόσα παρόμοια περιστατικά θα έχα-σε, με την επιλογή της στο ταξίδι της από την Άγκυρα στη Σμύρνη, να ταξιδέψει μόνη της και ανενόχλητη, στην πρώτη θέση!... Στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή, που θα την έκαναν να σκεφτεί τόσο βαθειά πάνω στην ουσία της πραγματικότητας και θα τη βοηθούσαν να κάνει μερικές αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόταν μέχρι σήμερα, προς το καλλίτερο!
Όλα λοιπόν στη ζωή έχουν το αντίβαρό τους. Κέρδος σε κάτι, σημαί-νει χάσιμο κάπου αλλού. Κι αν μας είναι ορατό μόνο το κέρδος, είναι επειδή δεν ξέρουμε να ψάχνουμε! Αν ψάξουμε σωστά και με υπομονή, θα το βρούμε και το χάσιμο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν χάνουμε κάτι! Την ίδια στιγμή, κάπου αλλού, έχουμε κάποιο κέρδος. Δεν μπορούμε να το δούμε όμως και κλαίμε μόνο για το χαμένο. Αν ψάξουμε νηφάλια όμως και βρούμε και το κερδισμένο, τότε το κλάμα θα σβήσει μ’ ένα χαμόγελο!...
Η Γιουλμπαχάρ, μετά απ’ αυτές όλες τις σκέψεις που έκανε, χαμογέ-λασε με συμπάθεια καθώς περίμενε να περάσει το ζευγάρι των μεσόκο-πων με τα πανέμορφα τέσσερα παιδιά τους και τ’ αμέτρητα μπαγκά-ζια… Ο άντρας τα φόρτωσε όλα στην πλάτη του και το ένα μωρό στην αγκαλιά του, ενώ η γυναίκα με την ελιά, κρατούσε το άλλο μωρό στη δική της αγκαλιά κι από τα δυο παιδιά, το μικρότερο απ’ το χέρι και το μεγαλύτερο κρατιόταν μόνο του απ’ το φουστάνι της… Όταν με τη σειρά της η Γιουλμπαχάρ κατέβηκε τα σκαλιά του λεωφορείου, βρήκε το νεαρό να την περιμένει.
-Πώς είσαι;
Τη ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον.
-Μια χαρά! Σ’ ευχαριστώ!...
-Τίποτα δεν έκανα ματάκια μου. Να ’σαι καλά!... Δε σε περιμένει εδώ κανείς;
-Όχι…
-Έχεις πού να μείνεις;
-Θα μείνω σε ξενοδοχείο. Ξέρεις μήπως κάποιο καλό;
-Ναι. Εγώ είμαι από ’δω. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα. Έλα να σε πάω. Δεν είναι μακριά…
Ο νεαρός σήκωσε τη βαλίτσα της και προχώρησαν προς το βάθος του δρόμου.
-Πώς σε λένε;
-Γιουλμπαχάρ… Εσένα;
-Ναζίμ… Ήρθες για κάποια δουλειά στα μέρη μας;  
-Ναι… Σπουδάζω στην Άγκυρα και ήρθα για λίγες μέρες εδώ, να ε-πισκεφθώ τον αρχαιολογικό χώρο, για μια εργασία που θα κάνω με τον καθηγητή μου.
-Μμ, εσύ ανήκεις στις θεωρητικές επιστήμες… Εγώ σπουδάζω στο Ίν-σταμπουλ… 
Έστριψαν αριστερά και έφτασαν μπροστά στην πόρτα του ξενοδο-χείου.
-Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας…
Της είπε χαμογελώντας. Και αμέσως συμπλήρωσε:
-Ελπίζω να σε ξαναδώ όμως. Η πόλη μας είναι μικρή. Και είναι πολύ πιθανές οι συναντήσεις!... Χάρηκα που σε γνώρισα!...
-Γεια σου! Και σ’ ευχαριστώ για όλα!...
-Μη μ’ ευχαριστείς! Δεν έκανα και τίποτα!...
Της είπε και την αποχαιρέτισε με μια κίνηση του χεριού του.
Σήκωσε τη βαλίτσα της και ανέβηκε τα λίγα σκαλιά της εισόδου του ξενοδοχείου… Άλλα δωμάτια ήσαν στο ισόγειο και άλλα στον όροφο. Ευτυχώς της έτυχε ένα στον όροφο, που ήταν ψηλά και είχε ανοιχτό χώ-ρο μπροστά του. 
Άρχισε να νυχτώνει. Η θέα από την  μπαλκονόπορτα του δωματίου της ήταν μαγευτική!... Ο ήλιος δεν είχε πολλήν ώρα που είχε δύσει και η  πορφύρα που είχε κατακλύσει τον ορίζοντα μάκραινε τη ματιά σε α-πύθμενα βάθη μεταφυσικών αναμνήσεων οδηγώντας τις αισθήσεις σε τόπους παραμυθένιους! Νοσταλγικούς!... Τα ζωγραφισμένα σύννεφα προς τη δύση, πάνω από τη μισοσκότεινη θάλασσα της ελληνικής γης, άλλαζαν σε σχήματα, που έμοιαζαν να ζωντανεύουν τις ερωτικές πε-ριπτύξεις του Έρωτα και της Ψυχής και τις περιπέτειες τους, μέχρι να κατακτήσουν τη θέση τους στον Θεϊκό Όλυμπο!... Αυτές οι εικόνες, μά-γευαν τη νεαρή γυναίκα και οδηγούσαν τη σκέψη της σε άλλες εποχές, όπου όλα ήσαν στην αρχή τους και περίμεναν την αμαζόνα Έφεσο να ξεκινήσει τη δημιουργία! Πόσο παράξενες γυναίκες ήσαν οι αμαζόνες!... Πώς κατάφερναν να νικούν τους στρατούς των αντρών! Το γυναικείο μυαλό είχε επινοήσει διάφορες  παραλλαγές στα συμβατικά όπλα της εποχής εκείνης, που τα μετέτρεπαν σε ακαταμάχητα εργαλεία και τις βοηθούσαν τη στιγμή της μάχης, αντισταθμίζοντας τη φυσική μυϊκή τους αδυναμία απέναντι στους άντρες! Έτσι λοιπόν κατάφερναν τις περισσότερες φορές να τους επιβάλλονται!... Να μπορούσε κι αυτή να τις μιμηθεί!...
 
Εκείνο το απόγευμα, όταν γύρισε κουρασμένος από τη δουλειά ο Γρηγόρης, βρήκε τους δύο φίλους του να συζητούν καθισμένοι στο ημίφως της κάμαρας, καπνίζοντας. Με τι άλλο θα μπορούσαν να ασχο-λούνται εκτός από την αναζήτηση λύσης στο πρόβλημα της απόδρα-σής τους; Έφτιαξε κι αυτός τον καφέ του, κάθισε απέναντί τους και άναψε τσιγάρο…
-Τι έγινε Γρηγόρη; Τι καλά νέα μας φέρνεις από τον ελεύθερο κόσμο σήμερα;
Του είπε βαρύθυμα ο Φάνης.
-Τίποτα ιδιαίτερο φίλε μου. Όπως τά ’ξερες… Μιλούσαμε με τα φι-λαράκια της δουλειάς για τα μεροκάματα… Πολλή η δουλειά και μικρό το μερτικό!...
-Δε βαριέσαι μωρέ Γρηγόρη μου; Όπου φτωχός κι η μοίρα του… Για μας, τι θα γίνει! Που η ζωή μας κρέμεται σε μια κλωστή! Τι σε μια κλω-στή; Σε μια τρίχα να λέμε καλλίτερα!... Βλέπεις τίποτα το αισιόδοξο να  διαγράφεται στον ορίζοντα;
-Έχει κάποια σχέση και με μας Φάνη μου!... Δώσε λίγο παραπάνω προσοχή… Κάποιος απ’ αυτούς πέταξε την ιδέα της παρανομίας… Δεν μπορούν να ζήσουν τις οικογένειές τους οι άνθρωποι!... Τι να κάνουν; Να καθίσουν με τα χέρια σταυρωμένα;
-Και τι σχέση έχουμε εμείς με τις οικογένειες και την παρανομία τους; Τι είδους παρανομία σκέφτονται να κάνουν;
-Μα εδώ βρίσκεται κρυμμένο το κλειδί της υπόθεσης Φάνη μου. Κοντραμπάντο σκέφτονται να κάνουν!... Σε συνεργασία με τους απέ-ναντι!... Τη μαστίχα που φέρνουν νόμιμα, την πουλάνε πανάκριβα οι επιχειρηματίες της Σμύρνης! Γιατί εκτός από τη μερίδα του λέοντος που κρατούν για τον εαυτό τους, πληρώνουν και σημαντικούς δα-σμούς στον Κεμάλ για την «ανάπτυξη» της χώρας!... Υπάρχουν όμως πάρα πολλά μαγαζιά, που δέχονται λαθραία στη μισή τιμή! Τα εμπο-ρεύματα συγκεντρώνονται στην ψιλή άμμο. Με πέντ’ έξι πάρε δώσε, δυο ή και τρία ακόμα άτομα αποκτούν ένα γερό κομπόδεμα και μετά; Πέρα βρέχει!...
-Λοιπόν;
-Τι λοιπόν; Περνάμε απέναντι δήθεν για τη δουλειά, αλλά δε γυρίζου-με πίσω! Μένουμε στη Χίο!...
-Αχ βρε Γρηγόρη μου…
Επενέβη ο Μιχάλης και συνέχισε:
-Και ποιος θα μας πάρει εμάς τους δυο, εμένα και τον Φάνη μέσα στη βάρκα του για να μας περάσει απέναντι; Να τον πιάσουνε για λα-θρεμπόριο, το ρισκάρει. Αλλά για φυγάδευση Ελλήνων στρατιωτών; …Εσύ όμως μπορείς να συμμετάσχεις. Εσένα σε παίρνει το σχέδιο. Πώς θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θες να δραπετεύσεις γιατί καταζη-τείσαι!... Όμως εμείς, απ’ ότι βλέπω, μάλλον κολυμπώντας θα καταλή-ξουμε να περάσουμε απέναντι…
-Έχει κι αυτό τους κινδύνους του. Το στενό έχει ρεύματα που μπο-ρεί να σε παρασύρουν και να σε ανοίξουν στο πέλαγο! Πρέπει να ξέρεις πολύ καλό κολύμπι και να έχεις πολλές δυνάμεις… Εσείς είσαστε παλι-καράκια! Τα έχετε τα κότσια. Εγώ δε φαντάζομαι να τα καταφέρω… Δυστυχώς… Θα με φάνε τα ψαράκια… Όμως βρε Μιχάλη μου, σκέ-ψου: Και ποιος από τα παιδιά θα μπει στον κόπο να σας ζητήσει χαρ-τιά και ταυτότητες για να σας πάρουν μαζί τους στην επιχείρηση; Μη-πως πρόκειται να σας διορίσουν στο δημόσιο;
-Εμείς κάνουμε μπαμ ότι είμαστε ξένοι. Δεν ξέρουμε ούτε λέξη στα τούρκικα… Άλλωστε όπως είπες κι εσύ η δουλειά είναι για δυο ή τρία το πολύ άτομα. Με το ζόρι θα σε πάρουν κι εσένα στο κόλπο. Όσο για ’μας… πες μου: τι θα κερδίσουν, ώστε να μας κάνουν συνεταίρους στη μοιρασιά; …Δυο πρωτόφαντους άγνωστους ξένους… 
Έβλεπαν κι οι δυο τους καθαρά, ότι ο Γρηγόρης είχε δίκιο σ’ αυτό που σκεφτόταν, μια και του παρουσιαζόταν η ευκαιρία να δράσει με διαφορετικό τρόπο από τον δικό τους, πιο ασφαλή για την ηλικία του και τη σωματική του κατάσταση. Ένιωθαν και οι τρεις ότι είχε έρθει η ώρα, οι δρόμοι τους να χωρίσουν. Και ο χωρισμός τους μπορεί να ήταν και αναπάντεχος! Μια και δε γινόταν αλλιώς, όπως πια είχε φανεί κα-θαρά, θα μπορούσαν ακόμα και σήμερα το βράδυ να φουντάρουν στη θάλασσα!... Πόσο να περιμένουν ακόμη; Οι στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή του Τσεσμέ είχαν αραιώσει αρκετά. Βέβαια καλλίτερα θα ήταν να περίμεναν να αποσυρθούν τελείως,  για να αραιώσουν ακόμα πιο πολύ και οι περιπολίες των σκαφών του λιμενικού στο στενό, αλλά η άμεση δράση, να αποτολμήσουν σήμερα ή αύριο να περάσουν κολυ-μπώντας απέναντι, ήταν προτιμότερη γιατί, από τη μια μεριά ο κίνδυ-νος να τους εντοπίσουν εδώ που κάθονταν ήταν αρκετά μεγάλος και από την άλλη, δυο νυχτερινοί κολυμβητές με αναπνευστήρες, που θα μπορούσαν να βυθιστούν στο νερό σε περίπτωση κινδύνου από την εμφάνιση  κάποιου περιπολικού, δε διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο να γί-νουν αντιληπτοί…
Όμως το νυχτερινό πηγαινέλα των δύο φυγάδων από το Αλατσατί στο Τσεσμέ, συνεχιζόταν. Ο Γρηγόρης πια έπαψε να διανυχτερεύει στο εγκαταλελειμμένο σπίτι που έμεναν τα παιδιά, γιατί το αφεντικό του τον είχε υποχρεώσει να κοιμάται με τους άλλους εργάτες, σε μιαν α-ποθήκη που τη διαμόρφωσε σε ένα είδος εργατικού ξενώνα, για να βρίσκονται κοντά στο χώρο της δουλειάς, αφού οι ώρες εργασίας τους με την καινούργια σοδιά είχαν αυξηθεί. Μια ή δυο φορές την εβδομά-δα, τούς πήγαινε τρόφιμα, τσιγάρα και τους κρατούσε ενήμερους για την κατάσταση που επικρατεί.






                       3. Στη σκιά της αρχαίας Θεάς. 



Εκείνο το βράδυ την ώρα που ξεκινούσαν ψιλόβρεχε. Ο καιρός ήταν βροχερός όλη την ημέρα, από το πρωί. Φόρεσαν τους μαύρους μουσα-μάδες που τους είχε προμηθεύσει ο Γρηγόρης, πήραν τα σύνεργά τους - ψωμί, νερό, κιάλια, όπλα και απαραιτήτως τσιγάρα - και κίνησαν… Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη και τους βόλευε· γιατί τα μάτια τους από τη ζωή που ζούσαν το τελευταίο διάστημα, είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι και διέκριναν τις σκιές ακόμα και μόνο με το φως της αστροφεγγιάς πολύ πιο καλά από τους άλλους ανθρώπους, σαν τις αλεπούδες!... Βά-διζαν σιωπηλοί μια και δεν είχαν πλέον τίποτα να πουν, γιατί όλο τους το είναι ήταν επικεντρωμένο στην πράξη! Τη θεωρεία την είχαν εξαντ-λήσει περιμένοντας να αδειάσει ο χώρος δράσης, από τα τούρκικα α-ποσπάσματα.
Το μόνο θεωρητικό αγκάθι που ενόχλησε σήμερα τη σκέψη του Μι-χάλη ήταν η περίπτωση της έρευνας του στενού Εφέσου – Σάμου, που δεν το είχε μελετήσει αρκετά, γιατί στο χάρτη δεν φαινόταν καλά και δεν μπορούσε να εκτιμήσει την απόσταση. Ήταν και η νεανική α-νυπομονησία να τελειώνουν πια με το θέμα της επιστροφής στην πα-τρίδα και οι ζέστες του καλοκαιριού που προδιαθέτουν ευμενώς στις θαλασσινές περιπέτειες… Έτσι η Σάμος σαν επιλογή, για την προσπά-θεια της απόδρασής τους, είχε κατά τις τελευταίες εβδομάδες, παρα-μεληθεί και ατόνησε τελείως… Τώρα όμως που είχε χαλάσει ο καιρός, και ειδικά τη σημερινή μέρα που ήταν σχεδόν χειμωνιάτικη, ήρθε ξανά στη σκέψη του Μιχάλη, γιατί ακόμα και ένα χιλιόμετρο λιγότερο μέσα στο υγρό στοιχείο, θα μπορούσε να αποδειχτεί καθοριστικό για τη ζω-ή τους! Έτσι καθώς έκαναν την πορεία παραδομένοι ο καθένας στις σκέψεις του, στο μυαλό του τριβέλιζε και αυτό το ενδεχόμενο… Του περάσματος της Σάμου…
Είχαν πια φτάσει στο γνωστό ύψωμα, που χρησιμοποιούσαν σαν παρατηρητήριο για να κατασκοπεύουν το τούρκικο στρατόπεδο και να προσπαθούν να προβλέπουν τις κινήσεις των επόμενων ημερών και ήσαν έτοιμοι να καθίσουν σε κάτι πέτρες για να ξεκουραστούν, όταν μια δυνατή φωνή έσκισε τη σιωπή της πυκνής νύχτας!
-Αλτ… Ακίνητοι!...
Σε χιλιοστά του δευτερολέπτου ο Μιχάλης τράβηξε το πιστόλι από τη θήκη του και πυροβόλησε μια από τις σκιές  που διέκρινε μπροστά του σε απόσταση λίγων μέτρων, πέφτοντας συγχρόνως στο έδαφος μπρούμυτα. Ταυτόχρονα το ίδιο έκανε και ο Φάνης, δηλαδή έπεσε μπρούμυτα στο χώμα, με τη διαφορά ότι το δεξί του χέρι τινάχτηκε αστραπιαία ρίχνοντας το στιλέτο του. Πνιχτά βογκητά ακούστηκαν από τη μεριά των τούρκων που τα έσβησαν μερικοί πυροβολισμοί από κάποιο τούρκικο όπλο! Ο Μιχάλης πυροβόλησε και δεύτερη φορά. Ακούστηκαν ποδοβολητά σαν κάποιος να είχε τραπεί σε φυγή. Τρίτη φορά πυροβολεί ο Μιχάλης προς το μέρος που άκουγε τα ποδοβολητά, στα τυφλά, γιατί ο άλλος είχε απομακρυνθεί τρέχοντας και ο Μιχάλης δεν έβλεπε πια τίποτα…
Απλώθηκε νεκρική ησυχία… Αφού περίμεναν να περάσουν δυο λε-πτά με όλες τις αισθήσεις τους σε επιφυλακή, άρχισαν να πλησιάζουν έρποντας, προς το μέρος όπου βρίσκονταν προηγουμένως οι Τούρ-κοι… Όταν πια έφτασαν στο σημείο, διαπίστωσαν ότι  τρεις Τούρκοι στρατιώτες ξαπλωμένοι στο έδαφος, ήσαν νεκροί ή έτοιμοι να ξεψυχή-σουν! Με γρήγορες κινήσεις οι δυο Έλληνες στρατιώτες έπεσαν πάνω στα πτώματα και ψηλάφισαν τα χέρια τους.  Διαπίστωσαν αμέσως, ότι δεν κρατούσαν όπλα και ήσαν τελείως ανήμποροι… παραδομένοι… Ήσαν και οι τρεις νεκροί… Δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο πια απ’ αυ-τούς… Έγδυσαν τότε τους δύο που ήσαν πιο κοντά στα μέτρα τους και φόρεσαν τις στρατιωτικές στολές τους. Ο Φάνης πήρε και το πι-στόλι του ενός, που ήταν πεσμένο στο χώμα πλάι στον ένα νεκρό, ζώ-στηκε το θηκάρι του, ξεκάρφωσε και το αγαπημένο και σωτήριο στι-λέτο του από το στήθος του άτυχου παιδιού που βρέθηκε μπροστά του και πλήρωσε με τη ζωή του τα παιχνίδια των δολοφόνων πλου-τοκρατών και ξεκίνησαν αμέσως και σχεδόν τρέχοντας να απομα-κρυνθούν από το σημείο της συμπλοκής. 
Όταν χάραζε ήσαν και οι δυο τσακισμένοι από την κούραση… Εί-χαν όμως διανύσει αρκετά χιλιόμετρα προς τα νότια! Είχαν βρεθεί σε μια βραχώδη ακτή με πολλά σημεία που θα μπορούσαν να τα χρησι-μοποιήσουν για κρυψώνες. Υπήρχαν δηλαδή πολλές κοιλότητες και θαλασσινές σπηλιές ανάμεσα στα βράχια, καθώς επίσης και κολπίσκοι με βαθύ νερό, που ακόμα κι αν οι διώκτες τους έκαναν την εμφάνισή τους από πάνω τους, από τη μεριά της στεριάς, αν αυτοί χρησιμοποι-ούσαν τους λαστιχένιους αναπνευστήρες και βυθίζονταν στη θάλασσα αναπνέοντας απ’ αυτούς, δε θα μπορούσαν να τους διακρίνουν και θα έφευγαν άπραγοι…
Πριν να χωθούν στον κρυψώνα τους, αντίκρισαν μπροστά τους σε μικρή απόσταση την Έφεσο και δεξιά τη Σάμο! Το στενό όμως που θα περνούσαν, βρισκόταν στην άλλη πλευρά του κόλπου και του νησιού και θα έπρεπε να περάσουν μέσα από την πόλη, από τη βόρεια παρυ-φή της, να τη διασχίσουν και να βγουν από τη νότια!... Εκτός αν α-ποφάσιζαν να την παρακάμψουν, κάνοντας ένα σχετικά μεγάλο κύ-κλο προς τη μεριά της ενδοχώρας. Θα το συζητούσαν το απόγευμα ό-ταν θα ξυπνούσε και ο Μιχάλης. Έφαγαν σχεδόν όλα τα εφόδιά τους, γιατί πεινούσαν πολύ και οι δύο, κάπνισαν και το τσιγαράκι τους και ο Φάνης αφού ρώτησε το Μιχάλη αν θα προτιμούσε να κοιμηθεί πρώτος αυτός και πήρε την αρνητική του  απάντηση, έστρωσε τα «στρωσίδια» του, ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν τόση η κούρασή του, που ο ύπνος τον πήρε αμέσως!...
Άρχισαν λοιπόν πάλι οι βάρδιες! Και πρώτος πήρε τη θέση του στη σκοπιά ο Μιχάλης. Τα μάτια του έκλειναν από την κούραση και προ-σπαθούσε να τα διατηρήσει ανοιχτά κάνοντας διάφορες σκέψεις και προβλέψεις γι’ αυτό που πια είχε διαγραφεί σαν η μόνη λύση. Θα περ-νούσαν κολυμπώντας και διασχίζοντας το στενό της Σάμου. Είτε ήταν μικρότερη, είτε μεγαλύτερη η απόσταση που θα διάνυαν κολυμπώ-ντας. Μετά το επεισόδιο με τους Τούρκους στρατιώτες, η Χίος είχε πια αποκλειστεί. Το πρώτο όμως που του ήρθε στο μυαλό, ήταν ότι πριν από λίγες ώρες είχε αφαιρέσει τη ζωή από δύο νέους και είχε κάνει δυο μανούλες να μοιρολογούν τα παιδιά τους!... Τι θα έπρεπε όμως να κά-νει; Δε θα ’πρεπε να σκεφτεί πρώτα τη δική του μάνα; Και πιο πολύ ακόμα την ύπαρξη της Γιουλμπαχάρ;
Η βροχή δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή εδώ και πολλές ώρες!... Ή-ταν προστατευμένος μέσα στη θαλασσινή σπηλιά του, αλλά ένιωθε μουσκεμένος ως το κόκκαλο! Την αγαπούσε αυτή τη γυναίκα! Τη γυ-ναίκα του!... Και αυτή η αγάπη ήταν τόσο δυνατή, που θα τον οδηγού-σε σίγουρα κοντά της! Δεν υπήρχε καμία δύναμη που να φαινόταν ικα-νή να αποτρέψει το πεπρωμένο αυτό, από τις τόσες αντίξοες δυνάμεις που ενεργούν για να σχηματιστούν τα φαινόμενα!... Και αυτή η αγάπη, δε γιγάντωνε μόνο τη δική του ύπαρξη! Η φαντασία του έφερνε τη Γιουλμπαχάρ, σχημάτιζε στο μυαλό του την ολοκληρωμένη εικόνα της, ψυχή και σώμα, τόσο ζωντανά κι εύκολα, σα να την είχε δίπλα του! Και ήταν το ίδιο δυνατή, αποφασισμένη και ανίκητη, όσο ήταν κι αυ-τός!... Ένιωθε μιαν επικοινωνία μαζί της, με έναν παράξενο τρόπο, εν-στικτικό, μαγικό, μυστηριακό! Που δεν μπορούσε να τον προσδιορίσει και ήξερε τι έκανε και τι σκεφτόταν εκείνη, χωρίς όμως να μπορεί να τα εκφράσει με λέξεις, ακόμα και μέσα στη σκέψη του! Μόνο στο βαθύτερό του εαυτό μπορούσαν όλ’ αυτά να βιωθούν!... 
Τα κύματα έσπαγαν πάνω στα βράχια σε άπειρα σταγονίδια και ο άνεμος που εν τω μεταξύ είχε δυναμώσει, τα σκορπούσε άλλα πάνω τους και άλλα τα ταξίδευε, σε μεγάλες αποστάσεις. Ξαφνικά, ανάμεσα από το βουητό του αγέρα και τους εκκωφαντικούς παφλασμούς των κυμάτων ξεχώρισε τον αποστεωμένο μεταλλικό ήχο μιας μηχανής! Ή-ταν μια βενζινάκατος. Σηκώθηκε και με πολλές προφυλάξεις προχώ-ρησε σκυφτός, στάθηκε πίσω από έναν ψηλό βράχο που τον κάλυπτε ολόκληρο και κοίταξε προς τη βάρκα. Μάλλον ήταν του λιμενικού. «Πρόκειται για μια προγραμματισμένη περιπολία, ή ψάχνουν για τους δράστες της νυχτερινής συμπλοκής;» σκέφτηκε. Ακολούθησε με το βλέμμα του τη βενζινάκατο, μέχρι που απομακρύνθηκε αρκετά τρα-βώντας προς το λιμάνι…
Οι ώρες περνούσαν δύσκολα, αλλά ο Φάνης ξύπνησε πιο νωρίς απ’ ότι περίμενε ο Μιχάλης. Γευμάτισαν με τα υπολείμματα των τροφίμων που τους είχαν απομείνει από το πρωινό «δείπνο» τους και ο Μιχάλης έπεσε ξερός στον ύπνο. Όταν ξύπνησε είχε πια νυχτώσει. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα είχαν αραιώσει και πολύ συχνά πρόβαλε το φεγγάρι ανάμεσά τους. Ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν με γρήγορο βήμα. Ο δρόμος ήταν πιο στρωτός σ’ αυτά τα μέρη και πολύ σύντομα βγήκαν σ’ έναν έρημο καρόδρομο και κάτω από το φως του φεγγαριού, επιτά-χυναν ακόμα πιο πολύ το βηματισμό τους. Η προσοχή τους ήταν ιδιαί-τερα τεταμένη γιατί η ορατότητα ήταν μεγάλη. Ανάσαιναν το αρωμα-τισμένο χνώτο του βρεγμένου χώματος, έπαιρναν δυνάμεις και περπα-τούσαν. Βάδιζαν με γρήγορο ρυθμό, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά σαν κυνηγημένα αγρίμια, που όμως ήταν αποφασισμένα να πουλήσουν πο-λύ ακριβά το τομάρι τους. 
Είχαν καταλήξει ότι θα περάσουν την αυριανή μέρα τους πριν από την Έφεσο, το Κουσάντασι σύμφωνα με την τούρκικη ονομασία της, αλλά αν ο δρόμος τους ήταν στρωτός όπως μέχρι τώρα, θα προτιμού-σαν, αν προλάβαιναν πριν από το πρωινό φως, να διέσχιζαν την πόλη και νά ’βγαιναν από τη νότια άκρη της, ώστε να βρίσκονταν πιο κοντά στο σημείο που θα επιχειρούσαν το πέρασμά τους προς τη σωτηρία. Το θάρρος αυτό το πήραν και από το γεγονός ότι ήσαν ντυμένοι με τούρκικες στολές, του Μιχάλη μάλιστα ήταν στολή δεκανέα και δε θα κινούσαν τόσο εύκολα υποψίες αν θα τους έβλεπε κάποιο μάτι!... Ο αέρας είχε κοπάσει, η νύχτα ήταν γλυκιά και μοσχοβολούσε! Τα χι-λιόμετρα περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα κάτω από τα πόδια τους και τα λιγοστά φανάρια της μικρής πολιτείας πλησίαζαν γρήγορα κοντά τους…
Όμως είχαν και το πρόβλημα της πείνας που την ένιωθαν και οι δύο να θερίζει το στομάχι τους! Έπρεπε λοιπόν να βρουν λύση και σ’ αυτό, ώστε να μην πέσουν στη θάλασσα επιχειρώντας το τόλμημά τους, ε-ξουθενωμένοι από την πείνα … Οι ώρες περνούσαν και είχαν πια αρχί-σει να προσπερνούν σκόρπιες αγροικίες. Άλλες πάνω στον καρόδρομο που βάδιζαν κι άλλες πιο ψηλά στις πλαγιές των λόφων. Ίσως κάποιες απ’ αυτές να ήσαν κατοικημένες και να μπορούσαν να τους δώσουν λί-γο φαγητό απ’ το περίσσευμά τους, για να στυλωθούν τα κορμιά τους. Αλλά πώς να το ρισκάρουν; Ήταν πια αρκετά κοντά στην πόλη, που οπωσδήποτε θα υπήρχε κάποιο τούρκικο στρατιωτικό απόσπασμα και αν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού που θα τους έδιναν το φαγητό, έστελ-ναν μαντατοφόρο μες απ’ τους αγρούς και τούς κατήγγελλαν θα ήσαν χαμένοι! Γιατί θα έζωναν την περιοχή του στενού που σκόπευαν να περάσουν κολυμπώντας απέναντι, στο νησί της Σάμου, που ήταν σχε-τικά κοντά και θα χάνονταν πια, όλες οι ευκαιρίες, θα έκλειναν οι δρό-μοι  της απόδρασής τους!
Θα απέμεναν λοιπόν εγκλωβισμένοι στην περιοχή και πόσον καιρό θα μπορούσαν να κρύβονται; Αργά ή γρήγορα θα τους εντόπιζαν και θα τους αφάνιζαν!... Το μόνο θετικό που βρήκαν μπροστά τους ήταν ένα πηγάδι, που γέμισε τα παγούρια τους με καθαρό νερό. Έπειτα έκα-ναν ένα γρήγορο έλεγχο γύρω τους στο τοπίο μες τη νύχτα με προσοχή και συμπέραναν ότι δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να κρυφτούν μιαν ολόκληρη μέρα! Ο τόπος ήταν γεμάτος από καλλιεργημένα χωράφια και μόλις ξημέρωνε το πιο πιθανόν ήταν να γεμίσει από αγρότες που θα έρθουν για διάφορες αγροτικές δουλειές. Έτσι χωρίς καμιάν άλλην καθυστέρηση συνέχισαν την πορεία τους για να διασχίσουν την πόλη, πριν να ξημερώσει.  
Ήταν βαθειά νύχτα ακόμα, όταν μπήκαν στις βόρειες παρυφές της και άρχισαν να περνούν μπροστά από τα πρώτα σπίτια της. Ησυχία βασίλευε παντού… Βράδυναν το ρυθμό της πορείας τους, για να μην ακούγονται πολύ τα βήματά τους και «ενοχλήσουν» τους κατοίκους στον ύπνο τους, αλλά και για να μην κινήσουν την υποψία σε κάποιον που θα τους έβλεπε, ότι βιάζονταν να απομακρυνθούν, δηλαδή ότι ήσαν δραπέτες και όχι απλοί Τούρκοι στρατιώτες που εκτελούν την καθορισμένη περιπολία τους!... Υποτίθεται ότι ήταν μια απλή περίπο-λος, που προστάτευε την κοιμισμένη πολιτεία από τα κακοποιά στοι-χεία και η αποστολή της ήταν η αποκατάσταση τής τάξης, όποτε και όπου αυτή διασαλευόταν.
Σε λίγο βρέθηκαν να περνούν μπροστά από ένα σκοτεινό διώροφο κτήριο. Δυο φανάρια πάνω απ’ την είσοδο, φώτιζαν μια ταμπέλα, που έγραφε πως ήταν ένα ξενοδοχείο. Στο δρόμο που βάδιζαν ήσαν πα-ραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο διάφορα κτήρια και σπίτια. Ο Μιχά-λης κοντοστάθηκε τελείως ασυναίσθητα μόνο μπροστά σ’ αυτό το ξενοδοχείο, γύρισε και έριξε μια ματιά στον πρώτο όροφο. Στα μπαλ-κόνια και τις μπαλκονόπορτες του πρώτου ορόφου!...  Όλες τους ήσαν σκοτεινές!...
Όμως, την ώρα ακριβώς που περνούσαν από κάτω, άναψε το φως ενός από τα δωμάτια!
-Άναψε ένα φως!...
Είπε και σταμάτησε αποξεχασμένος, κοιτώντας προς τις γρίλιες μιας από τις μπαλκονόπορτες του πρώτου ορόφου, που μόλις εκείνη τη στιγμή φωταγωγήθηκε…
-Κι εσένα τι σε κόφτει;
Του απάντησε ο Φάνης. Σταμάτησε κι αυτός και κοίταξε προς το μπαλκόνι. Πράγματι πριν από λίγες στιγμές που είχε ελέγξει, όλες οι μπαλκονόπορτες ήσαν σκοτεινές. Τώρα η μια απ’ αυτές ήταν φωτι-σμένη! Ο Φάνης συνέχισε:
-Κάτι θα συμβαίνει! Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να πεταχτεί κά-ποιος έξω, να τρέξει για γιατρό ή για την αστυνομία! Και μπορεί μόλις μας δουν μπροστά τους, να μας καλέσουν για να αποκαταστήσουμε εμείς την τάξη!... Το φαντάζεσαι;
 Είπε, αρπάζοντας τον Μιχάλη από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον για να προχωρήσει, συμπλήρωσε:  
-Ρε πάμε να εξαφανιστούμε στα γρήγορα σου λέω!...
Κι άρχισε να βαδίζει με μεγάλα βήματα· σχεδόν έτρεχε! …Και ο Μι-χάλης τον ακολουθούσε βαδίζοντας βιαστικά. «Πρέπει να εξαφανι-στούμε!» σκεφτόταν. «και πολύ γρήγορα!... Η αστυνομία!... Ο για-τρός!...» Ένιωθε στο μυαλό του μια ξαφνική θολούρα! Σα να έκανε κάτι παρά τη θέλησή του! Σα να τον τραβούσε ο Φάνης με ένα σκοινί κι αυτός να τον ακολουθούσε μην μπορώντας να φέρει κάποια ουσιώδη αντίσταση, όπως ένα άβουλο και αδύναμο σκυλάκι!... 
Από το σημείο απομακρύνθηκαν πολύ γρήγορα… Σα να τους κυνη-γούσαν!...
Κι ο δρόμος… εξακολουθούσε να παραμένει έρημος. Σκοτεινός… Παντού! Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και έξω στο δρόμο επικρα-τούσε η απόλυτη ερημιά… Η ίδια απαντοχή…

Ο σκούρος όγκος της ξηράς στ’ αριστερά της προχωρούσε πολύ μα-κριά, βαθειά στη θάλασσα και ενωνόταν με το νησί που έβλεπε μπρο-στά της, τη Σάμο, όπως την πληροφορούσε ο χάρτης της περιοχής. Η προοπτική από τη θέση που βρισκόταν η πόλη, δεν της επέτρεπε να υ-πολογίσει με αρκετή ακρίβεια το σημείο του στενού περάσματος. «Αχ να υπήρχε κάποια γέφυρα, να την περάσω και να βρεθώ στην απέναντι όχθη, στη μαγεία της ελευθερίας! Στη χώρα του Μιχάλη! Του απόλυτου  κυρίαρχου της καρδιάς μου!...» Αύριο, υποσχέθηκε στον εαυτό της, ότι θα ξυπνήσει όσο πιο νωρίς μπορέσει και θα επισκεφθεί τις αρχαίες κο-λώνες! Τον ιερό χώρο που σκορπίζει την αύρα του χιλιάδες χρόνια τώρα, σ’ αυτόν τον αέρα που φυσάει ανάλαφρος, της χαϊδεύει το πρόσωπο και τον αναπνέει την κάθε στιγμή! Και από εκεί, θα ψάξει το πέρασμα προς τη Σάμο. 
Στο κρεβάτι ξάπλωσε νωρίς. Και καθώς η σκέψη της γαλήνευε λου-σμένη με την αγνότητα του πανάρχαιου κόσμου, την πήρε ο ύπνος πο-λύ γρήγορα. Τυλιγμένη στο τρισευτυχισμένο σεντόνι της, χωρίς αυτή να υποψιάζεται την ευτυχία του, αυτό το μικρό χαριτωμένο ανθρώπινο μυαλουδάκι ξεκουραζόταν ανυποψίαστο για το τι νιώθει το σεντόνι της καθώς αγκαλιάζει το σώμα της, για το ποιος περνά έξω, στο σκοτεινό και έρημο δρόμο, ποιος κοντοστέκεται για λίγο και κοιτά προς το μπαλ-κόνι της!...
… Σε μια στιγμή, λέει το όνειρο, άκουσε σούσουρο έξω στο δρόμο!... Σα να μαζεύονταν σιγά - σιγά άνθρωποι και μιλούσαν για κάτι σοβαρό που συμβαίνει, στην αρχή ψιθυριστά και καθώς όλο και μεγάλωνε το πλήθος, οι ψίθυροι γίνονταν πιο δυνατοί! Προσπάθησε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά δεν τα κατάφερνε, σα να μιλούσαν κάποιαν άλλη γλώσσα ή διάλεκτο! Ο θόρυβος από τις ομιλίες τους δυνάμωνε μέχρι που μερικοί φώναζαν και κάτι απαιτούσαν, που είχε σχέση μ’ αυτήν! Ήθελαν να την βγάλουν έξω στο δρόμο! Αλλά γιατί; Ήθελαν να την δει η περίπολος που θα περνούσε σε λίγο, για αναγνώριση! Μα γιατί; Δεν είχε κάνει κάποιο έγκλημα! Το μόνο της έγκλημα ήταν ότι δεν ήταν πια παρθένα! Και ότι τους είχε πει ψέματα ότι είχε έρθει για χαρτογράφηση και για κάποια εργασία του καθηγητή της για τα αρχαία και ότι είχε σκοπό να δραπε-τεύσει από την πατρίδα της και να αλλάξει τη θρησκεία της! Θα γινόταν ένας εξωμότης! Αχ θεέ μου, θα την λιθοβολούσαν! Έπρεπε να σηκωθεί αμέσως να τρέξει. Να ξεφύγει! Να γλυτώσει!... Οι φωνές έγιναν πολύ άγριες: Η περίπολος! Νά την! Πλησιάζει! Έφτανε!... Έπρεπε ν’ ανεβούν επάνω να την κατεβάσουν για αναγνώριση! Έπρεπε να προλάβουν, πριν η περίπολος διαβεί και φύγει! Γρήγορα! Γρήγορα!... 
Έκανε να σηκωθεί αλλά αργούσε! Το σώμα της το ένοιωθε βαρύ και τις κινήσεις της μουδιασμένες, ενώ αντίθετα. Τα βήματά τους ακούγο-νταν γρήγορα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά! Ήταν χαμένη!...  
-Μπαμπάαα!... Φώναξε σπαραχτικά μ’ όλη της τη δύναμη και πετά-χτηκε από το μαξιλάρι… Άνοιξε τα μάτια γεμάτη φόβο, στηρίχτηκε στα χέρια της πάνω στο στρώμα, άναψε το φως και βάλθηκε για λίγα δευτε-ρόλεπτα ν’ αφουγκράζεται και να στριφογυρνάει το βλέμμα της μέσα στο δωμάτιο λαχανιασμένη, μήπως αντιληφθεί να συμβαίνει κάτι…
….Όλα ήσαν σιωπηλά, έρημα και σκοτεινά!...
 …Όταν τελικά βεβαιώθηκε ότι παντού επικρατεί ησυχία και ότι δεν ήταν παρά ένα όνειρο, την έπιασαν τα κλάματα… Σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι κρεμώντας τα πόδια της στο πλάι του… Δε σηκώθηκε όρ-θια! Δεν άνοιξε την μπαλκονόπορτα! Ούτε βγήκε έξω στο μπαλκόνι της!... Σχετικά γρήγορα όμως, συνήλθε από την αγωνία του ονείρου. Ά-ναψε τότε κι ένα  τσιγαράκι για να παρηγορηθεί και να ηρεμήσει τελεί-ως και αφού το κάπνισε μέχρι το τέλος του, ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της…       
 
…Ποιος ήταν αυτός που έπαιζε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι με δυο παιδιά; Άλλοι τον λένε μοίρα και άλλοι θεό! Αυτοί οι τελευταίοι, οι θε-οί, τα πανάρχαια χρόνια έπαιζαν με δυο λαούς! Τους Έλληνες και τους Τρώες! Και θα διστάσουν τώρα να παίξουν με δυο ανθρώπους; Από την Ιλιάδα ο άνθρωπος έβγαλε πολύ ζουμί! Δηλαδή είχε ένα πολύ μεγάλο όφελος! Ανακάλυψε το σκάκι!... Τι να κάνουμε; Δεν τον άφησαν ν’ α-νακαλύψει τίποτ’ άλλο αυτοί που κατά καιρούς κανονίζουν τι πρέπει να μάθει ένα παιδί και τι πρέπει να του κρύψουν και μάλιστα να του απαγορέψουν να το μάθει κι ακόμα πιο μάλιστα… αν τελικά μόνος του το επινοήσει και προσπαθήσει να το διαδώσει για να το μάθουν κι άλλοι, να τον συλλαμβάνουν και να τον δικάζουν με την κατηγορία του «ανατρεπτικού στοιχείου»! Έτσι ο άνθρωπος αρκέστηκε στο σκά-κι… Κάτι είναι κι αυτό… Και έφτασε το πράγμα να βλέπεις, πάνω από μια σκακιέρα να κάθονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι που αισθάνο-νται να είναι ολύμπιοι θεοί… Και τις περισσότερες φορές θα πετύχεις τριγύρω τους και πολλούς άλλους θεατές αργόσχολους παρατρεχάμε-νους, να παρεμβαίνουν παρακολουθώντας!... Άλλος νιώθει Άρης, άλ-λος Απόλλωνας, άλλος Ερμής… και κανείς τους δε νιώθει «στοιχείον ανατρεπτικόν»!...
Και γιατί τους έδωσε αυτό το ένστικτο, να νιώθουν, αλλά να μη γνω-ρίζουν; Αλλά και ποιος μας βεβαιώνει ότι η Γιουλμπαχάρ και ο Μιχάλης δεν γνώριζαν; Δεν γνώριζαν τα κύτταρά τους, ότι είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής; Το γνώριζαν!... Αλλά δεν ήθελαν! Είχαν πολλά ακόμα να ζήσουν! Που θα τα έχαναν αν συναντιόνταν αυτήν τη νύχτα στο ξενοδοχείο του Κουσάντασι!... Το ένστικτο γνωρίζει αλλά δεν θέ-λει! Το δωδεκάθεο, ήταν το ένστικτο! Που δεν ήθελε αυτό που μπο-ρούσε γιατί ήθελε πιο πολύ αυτό που δεν μπορούσε!  Και μόνον έτσι θα κατάφερνε να το μπορέσει!... Αυτή είναι άλλωστε και η μοίρα. Άλλοι έχουν για μοίρα τους τη «λογική» και μένουν με τα «θέλω!» τους, χωρίς να μπορούν… Και άλλοι, που οι πολλοί, τούς λένε δύσμοιρους, ίσως και τρελούς, μπορούν, αλλά δε θέλουν αυτά που μπορούν! …Κι έτσι και μόνον έτσι, καταφέρνουν να κατακτούν τα ανεκπλήρωτα «θέλω!», των λογικών!... Οι μυστικές πόρτες που κρατάει κλειδωμένες η λογική, είναι πάρα πολλές και τα μονοπάτια τα χορταριασμένα που ξεκινούν πίσω απ’ αυτές τις απαραβίαστες πύλες, φτάνουν σε κάποιους τόπους μαγικούς που ελάχιστοι μπορούν να επισκεφτούν…
 
…Η αυγή ήταν πια πολύ κοντά, όταν τα σπίτια άρχισαν να αραιώ-νουν. Τάχυναν πάλι το βηματισμό τους για να προλάβουν να απομα-κρυνθούν από την κατοικημένη περιοχή, ακόμα και από το τελευταίο σπίτι πριν να χαράξει και να σιγουρευτούν ότι ξέφυγαν πια από το με-γάλο κίνδυνο. Έτσι, όταν έφεξε η μέρα για τα καλά είχαν πια χαθεί στην ερημιά πίσω από ένα ύψωμα που τους έκλεινε την ορατότητα της πόλης και τους έκρυβε απ’ αυτήν…
Τότε αντίκρισαν και το στενό και πήδηξαν από τη χαρά τους! Δεν ήταν μόνο το ότι επιτέλους έφταναν στον προορισμό τους, στο τέλος της μεγάλης πορείας τους, αλλά και το ότι το στενό ήταν πολύ πιο μι-κρό από το στενό της Χίου! Δε θα έκαναν πάνω από μια δυο ώρες για να το διαβούν!... Η χαρά που ένιωσαν, έδιωξε την τεράστια κούραση από τα τόσα χιλιόμετρα που είχαν διανύσει εκείνην τη βραδιά. Προχω-ρούσαν μέσα σε ένα έρημο τοπίο και πεινούσαν πολύ!...  Και τότε ήρθε και το μάννα! Μόνο που δεν ήρθε εξ ουρανού, αλλά εκ της γης! Είδαν σε μια στιγμή μπροστά τους να έρχεται γραμμή προς τα πάνω τους με τεράστια πηδήματα, ένας πολύ μεγάλος λαγός! Μόλις πλησίασε στα τριάντα περίπου μέτρα, τους αντιλήφτηκε, έκανε μια απότομη στρο-φή ενενήντα μοιρών και άρχισε να απομακρύνεται από κοντά τους με πιο μεγάλα πηδήματα! Ήταν όμως αργά γι αυτόν… Τον πυροβόλησαν και οι δύο ταυτόχρονα κι αυτός σύρθηκε στο έδαφος αιμόφυρτος!... Αυτό ήταν!... Πλησίασαν κοντά του, τον έδεσαν σ’ ένα κλαδί που έκο-ψαν από ένα θάμνο και συνέχισαν ικανοποιημένοι την πορεία τους, μαζεύοντας συγχρόνως ξύλα για τη φωτιά που θα άναβαν για να τον ψήσουν! Τόση πορεία, τόσους μήνες μέσα στις ερημιές και δεν δικαιού-νταν να πιάσουν ένα λαγό;
Βγήκαν από ένα μονοπάτι στην παραλία και προχωρούσαν κοντά στην θάλασσα μέχρι που είδαν μπροστά τους ένα ψαροχώρι. Πήραν τον καρόδρομο που έμπαινε προς το εσωτερικό της χώρας και το παρέκαμψαν περνώντας πίσω από έναν λόφο.
Περπατούσαν όλο το πρωινό και ο ήλιος είχε μεσουρανήσει όταν πια είχαν πλησιάσει στη στενωπό. Στο σημείο εκείνο στα αριστερά τους, αντίκρισαν κόσμο συγκεντρωμένο γύρω από κάτι αρχαίες κολό-νες σε πολύ μεγάλη απόσταση. Κανείς όμως δεν έδειξε να τους πρόσε-ξε. Ούτε αυτοί μπορούσαν να διακρίνουν πρόσωπα, γιατί η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη! Ο Μιχάλης στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και τους παρατηρούσε αφηρημένα, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τίποτα! Ήταν ένα πολύχρωμο πλήθος και τίποτα παραπάνω! Για μερικά δευτε-ρόλεπτα ένιωσε το σφυγμό του να χτυπάει περίεργα! Δεν έδωσε όμως σημασία· γύρισε και με μεγάλα βήματα έφτασε το Φάνη που είχε εν τω μεταξύ πάρει τον κατήφορο ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους και βράχια, προς τη θάλασσα… 
Κατέβηκαν από τα βράχια σε μια μικρή αμμουδιά που την έγλυφε απαλά το κύμα, αφού ο άνεμος είχε πια κοπάσει τελείως. Ήσαν από  τη στεριά προφυλαγμένοι, γιατί για να τους δει κάποιος, έπρεπε να τους πλησιάσει σε απόσταση τριάντα μέτρων, αφού διανύσει πρώτα περίπου ένα χιλιόμετρο, πηδώντας ανάμεσα στους αδιάβατους αγκα-θωτούς θάμνους και τα κοφτερά βράχια. Μια διαδρομή που κάθε άλ-λο παρά για περίπατο προσφερόταν!... Αλλά και από τη θάλασσα ήσαν ασφαλείς, γιατί αν άκουγαν κάποιο καΐκι να πλησιάζει, προλάβαιναν και μπορούσαν να κρυφτούν άνετα, ανάμεσα στα βράχια που φύτρω-ναν στην άμμο, σαν να τα είχε τοποθετήσει εκεί με αξιοζήλευτη μαεσ-τρία, κάποιος πανάρχαιος γλύπτης, μύστης της αφηρημένης τέχνης, που η αφηρημάδα της τους εξυπηρετούσε τώρα σε έναν συγκεκριμένο σκοπό: Να τους προστατεύσει από τους διώκτες τους. Να τους προφυ-λάξει από το χαμό!... Από τον ιντετερμινισμό, στον ντετερμινισμό! Σπουδαία μετάβαση!... Και πολύ διδακτική… 
Άναψαν τη φωτιά ανάμεσα στα βράχια και αφού έγδαραν το λαγό και τον στερέωσαν σε μια πρόχειρη χλωρή ξύλινη σούβλα, άρχισαν να τον ψήνουν όσο θα τους ήταν μπορετό, για να μην τον φάνε τελείως ωμό, αφήνοντας σα μοναδικό ρίσκο τον καπνό, που θα φαινόταν από μακριά και μπορούσε να προδώσει την παρουσία τους. Άλλωστε δεν μπορούσαν να περιορίσουν τον καπνό στην ελεύθερη πτήση του! Ό-ταν τελείωσαν την προπαρασκευή και άρχισε το ψήσιμο, ο Φάνης ανέλαβε τα καθήκοντα του ψησίματος, ενώ ο Μιχάλης σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα βράχο για ν’ αποκτήσει κάποια σχετική ορατότητα, για την περίπτωση που θα χάσει κάποιος το δρόμο του και θα προχωρή-σει προς το μέρος τους… Φυσικά η διαμόρφωση του εδάφους ήταν τέ-τοια, που ακόμη και ο ίδιος δεν μπορούσε να έχει ορατότητα πάνω από πενήντα μέτρα. Ο αρχαιολογικός χώρος όμως και το πολύχρωμο πλήθος βρίσκονταν πολύ μακριά και δεν τα έβλεπε πια ο Μιχάλης. Ή-ταν σα να μην υπήρχαν για τον νεαρό άντρα… Μόνον ο λόγος ήταν ικανός να τα δει! Που διέκρινε πολύ πιο μακριά απ’ όσο έβλεπαν τα μά-τια του!... Ο δημιουργός λόγος. Που υπήρχε στην αρχή. Πριν να δημι-ουργηθεί ο κόσμος. Τότε που όλα ήσαν ένα. Η λογική δεν είχε ακόμα χωριστεί από το ένστικτο… Όπως ακριβώς συνέβαινε με τη γη και τον ουρανό. Δεν είχε χωριστεί η μία από τον άλλον…  
 
Πρωί - πρωί ξύπνησε ορεξάτη και ζωηρή. Ετοιμάστηκε χωρίς την πα-ραμικρή καθυστέρηση και βγήκε στο δρόμο. Κατευθύνθηκε  προς το λε-ωφορείο του πρακτορείου, που είχε φροντίσει να μάθει από τον υπάλ-ληλο της ρεσεψιόν προς ποια κατεύθυνση ήταν. Το μικρό χωριουδάκι που ήσαν τα αρχαία λεγόταν Αγιασολούκ. Άγιος Θεολόγος. Από το όνο-μα του καλλίτερου μαθητή του Χριστού! Είχε πάει στο μέρος εκείνο μαζί με τη μητέρα του Χριστού, που όπως λένε, πέθανε εκεί. Όμως τον αρ-χαιολογικό χώρο τον αποτελούσαν τα ερείπια, της αρχαίας ελληνικής πόλης Εφέσου. 
Στο λεωφορείο αυτή τη φορά δεν ταξίδευαν πολλοί συμπατριώτες της. Υπήρχαν και πολλοί ξένοι που μιλούσαν διάφορες γλώσσες! Κάτι ήταν κι αυτό. Έβλεπε και άλλους ανθρώπους, από άλλες χώρες… Οι κο-πέλες φορούσαν όμορφα και πολύχρωμα ρούχα, εφαρμοστά στη μέση και  τους γοφούς και σχεδιασμένα με τρόπο, που προσέφερε στην ομορ-φιά του σώματός τους κάτι θετικό, τονίζοντας τη θηλυκότητά τους! Δεν ήσαν κι άσχημα! Της άρεσαν και θα ’θελε να ντυνόταν κι αυτή μ’ αυ-τόν τον τρόπο!... Ήσαν ευρωπαϊκά ρούχα κι όταν θα πήγαινε κι αυτή στην Ελλάδα θα της δινόταν η ευκαιρία να κυκλοφορεί στους δρόμους ντυμένη σαν Ευρωπαία!...
Σε μια στιγμή μια ξανθιά παχιά σαραντάρα με αγριωπό πρόσωπο που έτυχε να κάθεται δίπλα της, κάτι της είπε σε ερωτηματικό τόνο που δεν κατάλαβε, γιατί μιλούσε μάλλον στα αγγλικά. Η Γιουλμπαχάρ της χα-μογέλασε και της έκανε νόημα ότι δεν καταλαβαίνει, μα αυτή τής απά-ντησε με έναν απορριπτικό μορφασμό γεμάτον περιφρόνηση, που όχι μόνο δεν φρόντισε να καλύψει, αλλά αντιθέτως… τον τόνισε προκλητι-κά!... Ήσαν τόσο άνετοι οι Ευρωπαίοι; Αναρωτήθηκε το κορίτσι. 
Έφτασαν στο χωριό και όλοι οι ξένοι πήραν αμέσως κάποια κατεύ-θυνση. Η Γιουλμπαχάρ ρώτησε τον οδηγό του λεωφορείου κατά που ήσαν τα αρχαία και αυτός τη συμβούλεψε να ακολουθήσει τους ξένους, γιατί κι εκείνοι στα αρχαία πήγαιναν. Τους πήρε λοιπόν από πίσω και προχωρούσε με γρήγορο βήμα. Όλοι ήσαν βιαστικοί. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά και έκαιγε!...
Ενώ σε όλην τη διαδρομή μιλούσαν μεγαλόφωνα, μόλις εισήλθαν στον αρχαιολογικό χώρο, έμειναν όλοι σιωπηλοί! Περιεργάζονταν τις αρχαίες πέτρες μελετώντας κάτι βιβλιαράκια και είχαν αφοσιωθεί σ’ αυτά… Η Γιουλμπαχάρ μετά από λίγην ώρα βαρέθηκε. Βρισκόταν α-νάμεσα σε ερείπια! Λίγα σκόρπια κομμάτια από σπασμένες κολώνες εδώ κι εκεί, που δε θύμιζαν καθόλου τις σχηματικές αναπαραστάσεις των ναών, των θεάτρων και των ανάγλυφων που είχε δει σε κάποιο βι-βλίο!...
Δεν περίμενε να έχει περάσει από αυτόν τον τόσο ιερό χώρο τέτοιος βανδαλισμός! Τέτοια καταστρεπτικότητα! Βέβαια υπήρχαν και οι φυ-σικοί παράγοντες που επιδρούσαν συνεχώς, εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια πάνω σ’ αυτά τα αρχαία κτίσματα, όπως θεομηνίες, σεισμοί, προσχώσεις του ποταμού που περνούσε τότε, πολύ κοντά στην αρχαία αυτή πόλη… Όμως τα ερείπια που σκορπίστηκαν, όταν πιθανόν γκρε-μίστηκαν τα κτήρια τι έγιναν; Όλ’ αυτά τα μάρμαρα που υποτίθεται ότι έπεσαν, πού πήγαν; Μόνο λίγα κομμάτια μιας κολόνας του ναού της Άρτεμης από τις δεκάδες κολόνες που στήριζαν τη στέγη του, είχαν α-πομείνει! Και το άγαλμα της Θεάς με τον λευκό χιτώνα που της έφτανε ως τα γόνατα  και το ελαφάκι της στο πλάι, που είχε δει στο βιβλίο; Πού βρισκόταν; Ίσως σε κάποιο μουσείο κάποιας ευρωπαϊκής χώρας!... Μα-κριά από το αιθερικό του περιβάλλον που θα του έδινε ψυχή! Άψυχο, στη θέα στεγνών θεατών, που δεν μπορούσε να δώσει κάποια έμπνευ-ση, κάποια πνοή, μια και αυτοί, τις εμπνεύσεις τους και τις πνοές τους τις έπαιρναν από αλλού. Από τον δικό τους αιθέρα και τις δικές τους θεές… 
Σε λίγο ο οδηγός φώναξε τους επιβάτες να μπουν στο λεωφορείο για να τους μεταφέρει νοτιότερα σε κάποιον άλλον αρχαιολογικό χώρο ό-πως όριζε το πρόγραμμα. Στα ερείπια της αρχαίας πόλης Πριήνης. Το νέο ταξιδάκι κράτησε πάνω από μιαν ώρα και το αυτοκίνητο αγωνιζόταν να προχωρήσει σ’ ένα δρόμο κακοτράχαλο γεμάτον ανηφόρες, κατηφό-ρες και στροφές, που ενόχλησε φανερά τους καλομαθημένους επιβάτες του. Η Γιουλμπαχάρ ήξερε και γι αυτήν την πόλη των σοφών και των Θεών. Δεν μπορούσε να διακρίνει όμως μέσα σ’ αυτά τα ερείπια που ήσαν σκορπισμένα παντού γύρω της τους ναούς της Δήμητρας της Περσεφόνης και της Αθηνάς…
Έτσι αφέθηκε να ακολουθεί τους άλλους, περπατώντας σε μονοπά-τια, ανάμεσα σε βράχους, θάμνους και σταματώντας μπροστά σε μερι-κά κομμάτια μάρμαρου, σα ν’ αντιπροσώπευαν την ουσία αυτών των θεοτήτων και τις μεταφυσικές επιρροές και μεταλλάξεις που θα μπο-ρούσαν να πετύχουν στις ψυχές και τις συμπεριφορές των ανθρώπων! Όπως το νόημα της Περσεφόνης… Που πέρναγε από τον πάνω στον κάτω κόσμο κάθε έξι μήνες!... Οι αρχαίες κοινωνίες είχαν καταργήσει τους φραγμούς ακόμα και ανάμεσα στον Ήλιο και στον Άδη! Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο!... Και τώρα, να που αυτή, δεν μπορούσε να διαβεί ούτε αυτά τα λιγοστά χιλιόμετρα, γιατί της το απαγόρευε και την εμπόδιζε ο φραγμός της σύγχρονης πνευματικής και νοητικής παρακ-μής!...     
Δεν ήξερε τι αντιπροσώπευε το κάθε σημείο, γιατί δεν είχε κάποιον οδηγό να της εξηγεί, κι αυτό την έκανε να πλήττει. Ο ήλιος εν τω μεταξύ έκαιγε αφόρητα και καθώς είδε ένα δέντρο σε μιαν αρκετά μεγάλην απόσταση, πήγε προς τα ’κει, να σταθεί λίγο κάτω απ’ στη σκιά του, για να δροσιστεί. Κάθισε λοιπόν πάνω σε μια πέτρα που βρισκόταν κάτω από το δέντρο και άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε τις πρώτες ρουφηξιές, σήκωσε το κεφάλι και τότε την είδε!... Είδε τη Σάμο! Την Ελλάδα!... Χω-ριζόταν από την ξηρά, με μια λωρίδα θάλασσας, απίστευτα στενής!... Δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ήταν πολύ πιο κοντά στην ξηρά η Σάμος απ’ ότι η Χίος!... 
Από το σημείο που βρισκόταν το κορίτσι, η Σάμος ξεχώριζε τελείως από την ξηρά. Μια λωρίδα θάλασσας κατέβαινε από τα βόρεια, από το Κουσάντασι, γύριζε προς τα δυτικά και έφτανε στο στενότερο σημείο της, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το μέρος που βρισκόταν αυτή και πα-ρατηρούσε! Στη μέση υπήρχε και ένα νησάκι. Ένας βράχος. Και απένα-ντι, στη Σάμο, δύο φανταστικές αμμουδιές, που τις χώριζε ένα χαμηλό βραχώδες ακρωτήριο. Φαίνονταν και πάρα πολλά μικρά σπίτια πάνω από τις δυο αμμουδιές… Το τοπίο ήταν μαγευτικό!... Δε χόρταινε να το βλέπει και να το ανασαίνει καθώς της ερχόταν από τη μεριά της Σάμου ένα τρυφερό αεράκι σα γλυκό φιλί, που μοσχοβολούσε από τη θάλασσα και ποιος ξέρει από τι άλλο!... Άραγε να ήξερε κολύμπι; Αναρωτιόταν για λίγες στιγμές, αν θα μπορούσε να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού και να προχωράει με τις κινήσεις των χεριών και των ποδιών της. Ίσως ναι ίσως και όχι. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ!...
Προχώρησε όσο της επέτρεπαν οι αγκαθωτοί θάμνοι προς τη στε-νωπό και της φάνηκε ότι κάτω από το ύψωμα που βρισκόταν, τα νερά ρήχαιναν πολύ και ίσως αν μπορούσε να πάει πιο κοντά στη παραλία, να βεβαιωνόταν αν υπήρχε ή όχι αμμουδιά και στην από ’δω μεριά της θάλασσας. Δεν φαινόταν να απέχει πολύ από εκεί που βρισκόταν, η ακτή που ήταν απέναντι από τη βραχονησίδα. Αλλά υπήρχαν πολύ πυ-κνοί θάμνοι και μάλλον δε θα μπορούσε να περάσει!...
Πόσο όμορφα ένιωθε μ’ αυτή τη θέα μπροστά της και τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που της ενέπνεε!... Άναψε κι άλλο τσιγάρο και το κάπνιζε όρθια, ονειροπολώντας! Εκεί που βρισκόταν τώρα ήταν πλήρης ερημιά και δεν την έβλεπε κανείς… Δεν την έβλεπε κανείς!... Ούτε αυτή έβλεπε κανέναν!... Μόνο μια λεπτή κορδέλα καπνού ανέβαι-νε φιδωτά από τη θάλασσα που ήταν κάτω από τους θάμνους που βρίσκονταν μπροστά της, μέχρις ένα ορισμένο ύψος και μετά διαλυόταν στο γαλάζιο τ’ ουρανού.
Διαισθανόταν όμως ότι έπρεπε να προχωρήσει κι άλλο! Πήδηξε πά-νω από ένα θάμνο, τράβηξε από το διάβα της το κλαδί ενός άλλου και βρέθηκε πάνω σε γυμνούς βράχους που της επέτρεψαν να προχωρήσει άλλα λίγα μέτρα, μέχρι το σημείο που ήταν ξεχασμένο ένα κομμάτι από μιαν αρχαία κολώνα!... Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν τελείως αδιά-βατος! Έψαξε προσεκτικά γύρω της με αγωνία. Δεν υπήρχε πέρασμα από πουθενά! Οι θάμνοι ήσαν πιο ψηλοί και πυκνοί και τα κλαριά τους μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο…
Ήταν κουρασμένη και κάθισε πάνω στην αρχαία κολώνα. Άναψε το τσιγάρο της και κοίταξε προς το στενό. Ήταν αρκετά μακριά ακόμα και είχε ματώσει ήδη το χέρι και το πόδι της από τα αγκάθια των θα-μνων. Από την παραλία εξακολουθούσε να αναδύεται ο καπνός! Ίσως κάποιοι ψαράδες να έψηναν μερικά από τα ψάρια που είχαν πιάσει, για να κολατσίσουν. Στη σκέψη αυτή, η Γιουλμπαχάρ ένιωσε την ανάγκη να τους συντροφέψει και της φάνηκε αψυχολόγητη και πα-ράξενη αυτή η ανάγκη!... Κοιτούσε τον καπνό που ανέβαινε σιγά - σιγά προς τον ουρανό σα μαγνητισμένη και σκεφτόταν ότι αυτοί δεν ήσαν ψαράδες!... Μα τότε τι ήταν αυτός ο καπνός; Και αυτή πώς θα μάθαινε τι ήταν; Ο μεσημεριανός ήλιος, καυτός, έκαιγε πάνω της ανελέητα. Δεν υπήρχε καμιά σκιά στο μέρος που καθόταν. Και δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε ένα μέτρο πια προς την κατεύθυνση εκείνη! Ένιωσε τότε, μιαν απελπισίαν αναιτιολόγητη!... Και άρχισε να κλαίει ήσυχα, σα να την εγκατέλειψαν όλες της οι δυνάμεις, σα να έχασε κάθε εμπιστο-σύνη που είχε στον εαυτό της, σα να παραδόθηκε στην παραίτηση! Σα να άδειασε εδώ, δίπλα στην αρχαία κολώνα, όλο το ενδιαφέρον της για κάθε τι στη ζωή!...      
Το κορίτσι ένιωσε δεμένο χειροπόδαρα από ένα αόρατο σκοινί!... Σηκώθηκε όρθια και στάθηκε κοιτώντας για τελευταία φορά τον κα-πνό που εξακολουθούσε να ανεβαίνει προς τον ουρανό και να διαλύε-ται από τη μεσημεριανή αύρα… Το μυστήριο που γέννησε αυτός ο καπνός μέσα στην ψυχή της δε θα μπορούσε να το λύσει τώρα! Η αόρατη δύναμη που την είχε οδηγήσει εκεί σαν κάποιο τέλος, είχε αποφασίσει να την ξαναγυρίσει πάλι στην αρχή!... Θα γυρνούσε στο λεωφορείο, θα ανεχόταν τα περιφρονητικά βλέμματα των ξένων ανθρώπων, στο Κουσάντασι, στον μπαμπά της, στο πανεπιστήμιό της, στον Οζάλ!...
Τα τελευταία βήματά της τα έκανε τρέχοντας. Γιατί είδε από μα-κριά τους διάφορους επιβάτες να έχουν επιβιβαστεί και μόλις πρόλα-βε να μπει τελευταία. Βιαζόταν να γυρίσει πίσω στο δωμάτιό της, να κλειστεί μέσα και να κλάψει! Σα να έχασε κάτι, χωρίς να ξέρει τι!... Ευτυχώς οι τελευταίες θέσεις του λεωφορείου ήσαν άδειες κι έτσι κά-θισε μόνη της, μακριά από τους λίγους ξένους, που είχαν απομείνει για το τελευταίο δρομολόγιο. Ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση του και το τοπίο είχε αλλάξει, ο καπνός είχεν εξαφανιστεί, και όλα είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής!... Υπάρχει όμως τέτοιος δρόμος; Της επιστρο-φής; Ή το μυαλό του ανθρώπου έχει δημιουργήσει μιαν εικονική πραγ-ματικότητα που της έχει δώσει το όνομα «επιστροφή»; Υπάρχει κάτι, όν ή κατάσταση, που να ξαναγυρνάει εκεί που ήταν πριν; Στη σκέψη της ήρθε κάποιος αρχαίος, δε θυμόταν το όνομά του! Το μόνο που θυ-μόταν ήταν ότι ζούσε σ’ αυτήν την περιοχή και έλεγε ότι όλα προχω-ρούν και τίποτα δε γυρίζει πίσω!
Πήρε μια βαθειά ανάσα που έμοιαζε με αναστεναγμό και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της!... Δεν είχε ακολουθήσει κανένα δρόμο που να γυρνάει πίσω! Προχωρούσε μπροστά! Κι αν δεν μπόρεσε να φτάσει εκεί που ήθελε γιατί την εμπόδιζαν τα βράχια και η αδιάβατη πυκνή βλάστηση, θα φτάσει στο στόχο που έχει βάλει, από άλλο δρόμο! Που της προορίζει η μοίρα της! Που είναι χαραγμένος για ’κείνην!...
Ένιωσε απαλλαγμένη από κάποιον αδιόρατο πόνο κάπου μέσα στα σπλάχνα της! Αυτή η αισιόδοξη εκδοχή της αναπόφευκτης πραγματι-κότητας, γέμισε την καρδιά της μ’ ένα αίσθημα ανακούφισης και ταυ-τόχρονα έφερε στη σκέψη της τον Ναζίμ! Πεινούσε πολύ και καθώς ήρ-θαν στο μυαλό της οι δυο εκείνοι τύποι που τη φόβισαν με την παρου-σία τους, στην ταβέρνα που είχε καθίσει για φαγητό την προηγούμενη μέρα, την έπιασε άγχος! Ευτυχώς όμως, που είχε κι αυτά στη ζωή της να την απασχολούν και ξεστράτιζαν τη σκέψη της απ’ όλους εκείνους τους παράξενους δρόμους που διάλεγε για να ταξιδεύει. Αν τον συνα-ντούσε λοιπόν, θα τον παρακαλούσε να την συνοδεύσει στο εστιατό-ριο για φαγητό και σε αντάλλαγμα θα του έκανε εκείνη το τραπέζι!... Θα τον συναντούσε όμως; Θα είχε αυτήν την εύνοια της τύχης; Πολύ θα το ήθελε…
 
Πεινούσαν και νύσταζαν αφάνταστα! Αλλά μετά το φαΐ και τον ύ-πνο, θα μπαίνανε πια στην τελική ευθεία της λύτρωσης!... Όμως, λύ-τρωση θα ήταν μόνο για το Φάνη! Γιατί δεν τον έδενε τίποτα με τούτη τη στεριά! Αντίθετα! Όλα: άγχη, αγωνίες, ταλαιπωρίες, κίνδυνοι τον απωθούσαν απ’ αυτή τη γη που πατούσαν! Για τον Μιχάλη όμως τα πράγματα ήσαν πολύ διαφορετικά! Γιατί αυτή η εχθρική γη, κρατούσε μέσα στη αγκαλιά της, το πολυτιμότερο στοιχείο της ύπαρξής του! Την ουσία της ζωής του! Το ιερό διαμάντι της ανέλιξής του προς το άγνω-στο Θείο!...
Αισθανόταν, ότι ο αυριανός ήλιος θα τον εύρισκε σε πολύ μακρινή απόσταση από τη Γιουλμπαχάρ σε σχέση με αυτή τη στιγμή! Αυτά τα δυο χιλιόμετρα που θα διανύσει κολυμπώντας αυτή τη νύχτα, θα με-γάλωναν την απόστασή της, κατά χιλιάδες χιλιόμετρα! Σκεφτόταν ότι αυτή τη στιγμή η θεά του, ήταν πάρα πολύ κοντά του! Αν άπλωνε το χέρι του θα την αγκάλιαζε! Όμως γιατί δε γίνεται αυτό; Τι εμποδίζει το χέρι του να κινηθεί προς το μέρος της; Οι αισθήσεις!... Που έχουν πάρα πολύ μικρές δυνατότητες! Τα μάτια!... Που δεν μπορούν να δουν μα-κριά στο πολύχρωμο πλήθος! Τα αυτιά!... Που δεν μπορούν να ακού-σουν το κλάμα ενός κοριτσιού καθισμένου στην αρχαία πέτρα! Η όσ-φρηση, που δεν κατορθώνει να συλλάβει τη μυρωδιά που αναδύεται από το μίγμα των ορμονών με την ψυχή της! Οι αισθήσεις!... Αυτές, που ακόμα και μια μικρή μόνον απόσταση λίγων χιλιομέτρων, τις αχρηστεύει…  
Έγειρε το κορμί του ακουμπώντας το κεφάλι πάνω στο βράχο. Τα μάτια του τον έτσουζαν και ένιωσε να τον ναρκώνει μια γλυκιά ζάλη σα βύθισμα. …Πόσο άχρηστες ένιωθε τώρα τις αισθήσεις του, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν το τραγούδι που έβγαινε με τόση γλύκα από τα χείλη της! Κι όμως το άκουγε τώρα η ψυχή του! …Μα αυτό δεν ή-ταν ένα τραγούδι της Γιουλμπαχάρ!... Συγκέντρωσε όλην του την προ-σοχή για να διακρίνει τι ακριβώς γινόταν! Τώρα το άκουγε πιο καθα-ρά. Όμως… αυτό ήταν ένα εμβατήριο!... Το είχε ακούσει, όταν κάποτε είχε συνοδεύσει τον ταγματάρχη του για μια σύσκεψη σ’ ένα ιταλικό στρατόπεδο, να το τραγουδούν κάτι ιταλοί φαντάροι ντυμένοι με στο-λές στρατηγών, παίζοντας διάφορα όργανα! Μα τώρα το τραγουδού-σαν μαζί τους και πολλές γυναικείες φωνές! ...Γεμάτες παραφωνίες και γέλια! Σήκωσε το κεφάλι του κοίταξε προς το ύψωμα και τους είδε!... Ήταν το πολύχρωμο πλήθος!... Άντρες και γυναίκες μεθυσμένοι από κάποια άγνωστη χαρά, τραγουδώντας και χορεύοντας κατηφόριζαν προς το μέρος του!...
Κρατούσαν στα χέρια τους κάτι σαν κουρέλι, και το πετούσε ό ένας στον άλλο σαν μπάλα, που μόλις έφτανε στον προορισμό του, αυτός το άρπαζε και το πέταγε με αηδία σε κάποιον άλλο, σα να το σιχαινό-ταν! Σα να ήταν κάτι αποκρουστικό! Αποτρόπαιο!... Η χαρά, το χα-μόγελο και το τραγούδι του καθενός, κοβόταν μόλις ερχόταν η σειρά του να πιάσει αυτήν την περίεργη μάζα και μετατρεπόταν σ’ έναν α-παίσιο μορφασμό απαξίωσης και σιχασιάς!... Όταν  τους έπεφτε κάτω, αυτός ή αυτή που βρισκόταν πιο κοντά του το ποδοπατούσε, πηδώ-ντας πάνω στο κορμάκι του κουρελιού με σαδιστική μανία και ουρλιά-ζοντας άγρια και απειλητικά! Κατόπιν έσκυβε, το έπαιρνε στα χέρια του και το πέταγε στον επόμενο… Πλησίαζαν πάντα προς το μέρος του με τη χαρά τους, το τραγούδι τους, το χορό τους και αυτό το μα-κάβριο παιχνίδι τους!...  
Ταυτόχρονα, από τη μεριά της θάλασσας, είχε πλησιάσει πολύ κο-ντά στην ακτή μια βενζινάκατος! Μα πώς δεν τους αντιλήφθηκε έγκαι-ρα; Μήπως τον είχε πάρει ο ύπνος; Όμως, ότι και να έφταιξε, τώρα πια, ήταν αργά για οποιαδήποτε αντίδραση! Χάθηκαν όλα!... Έκανε να σηκωθεί και ένιωσε τα μέλη του μουδιασμένα. Ακόμα πιο μουδιασμέ-νη ήταν η καρδιά του για το μεγάλο κακό που έπαθαν γιατί πήρε στο λαιμό του και τον Φάνη και η αιτία ήταν αυτός!...
Τα μέλη του παράξενου πολύχρωμου θίασου, όταν έφτασαν εκεί που τελείωναν τα βράχια και οι θάμνοι, πήδηξαν στην αμμουδιά και διαπίστωσε ότι όλοι τους, άντρες και γυναίκες, χαμογελούσαν και κουνούσαν τα χέρια τους σαν να τους χαιρετούσαν! Σα να τους κα-τευόδωναν!... Μιλούσαν, άλλη γαλλικά, άλλος αγγλικά, άλλη ιταλι-κά!... Αλλά αυτό που τον παραξένεψε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν, ότι δεν υπήρχε ανάμεσά τους, ούτε ένας Τούρκος!...
Σε μια στιγμή ένιωσε να πέφτει πάνω του, από την αριστερή πλευ-ρά του, χτυπώντας και πάνω στο αριστερό του μάγουλο, μια μαλακή μαλλιαρή μάζα! Αιφνιδιάστηκε γιατί δεν πρόφθασε να δει από πού του ήρθε και τι ήταν αυτό το αντικείμενο και έκανε ένα βήμα προς τα δε-ξιά, για να αποφύγει το σώμα που είχε πέσει πάνω του! Έτσι αυτό σω-ριάστηκε κάτω, στην αμμουδιά. Έσκυψε και το είδε!... Ήταν η μπάλα που πέταγαν ό ένας στον άλλον οι σαδιστές!...Ήταν το κουρέλι που ποδοπατούσαν με μανία. Ένα μικρό, νεκρό, κακοποιημένο ελάφι, με σπασμένα τα κέρατα, το λαιμό και τη ραχοκοκαλιά!... Μισογδαρμένο και γεμάτο πληγές από δόντια μανιακών και νύχια μαινάδων!... Στο μυαλό του ήρθε ο λαγός όταν τον έγδερναν με τον Φάνη για να τον ψήσουν! Αλλά όλοι αυτοί, δεν έδειχναν να πεινούν! Δεν έμοιαζαν με κυνηγημένα αγρίμια, σαν κι αυτούς…
Η βάρκα είχε πια προσαράξει στην αμμουδιά και τέσσερις ιταλοί ναύτες στέκονταν όρθιοι και τους περίμεναν. Οι πολύχρωμες γυναίκες εξακολουθούσαν να τραγουδούν η καθεμιά στη γλώσσα της, χόρευαν κάνοντας διάφορες αδέξιες χειρονομίες, πηδώντας και σηκώνοντας ψηλά τα πόδια και τα φουστάνια τους, άγγιζαν τους ώμους και τις πλάτες του Φάνη και τις δικές του και τους απωθούσαν μαλακά και ευγενικά προς τη βάρκα, κουνώντας πάντα τα χέρια τους σε κινήσεις αποχαιρετισμού!
Είχαν πια φτάσει κοντά στη βάρκα, όταν ο ένας από τους ιταλούς, τούς έκανε, με ένα ευγενέστατο χαμόγελο, νόημα να πηδήξουν μέσα, δείχνοντάς τους με το χέρι του την απέναντι ακτή και εννοώντας μ’ αυτήν τη χειρονομία, ότι είχε σκοπό να τους περάσει απέναντι! Ο Φά-νης κι ο Μιχάλης έριξαν μια ματιά απορίας ο ένας στον άλλον… Δεν είχαν όμως άλλην επιλογή. Άλλωστε ήταν προτιμότερο να περάσουν απέναντι με τη βενζινάκατο παρά κολυμπώντας !... Πρώτος πήδηξε μέσα ο Φάνης. Αμέσως μετά, ακολούθησε κι ο Μιχάλης… Ο ναύτης έ-βαλε μπροστά τη μηχανή χωρίς να καθυστερήσει καθόλου και η βάρ-κα άρχισε να απομακρύνεται αργά, από την ακτή.
Τότε την είδε!... Πίσω από το πολύχρωμο πλήθος, πρόβαλε μπροστά στα μάτια του Μιχάλη η εικόνα της!... Ανάμεσα σ’ έναν Άγγλο κι έναν Γάλλο στρατιώτη που την κρατούσαν σφιχτά από τα μπράτσα!... Ή-ταν η Γιουλμπαχάρ!... Με δεμένα μπροστά τα χέρια της, λυτά τα μαλ-λιά της, να κλαίει με λυγμούς που τράνταζαν όλο το κορμί της!... Φο-ρούσε μια λευκή αρχαία χλαμύδα, που της έφτανε ως τα γόνατα!... Έκλαιγε μπροστά στο νεκρό ελαφάκι της, που ήταν ξαπλωμένο, άψυ-χο, πεταμένο, μπροστά στα πόδια της!...
Ο Μιχάλης όρμησε να πέσει στη θάλασσα για να γυρίσει στην ξηρά, αλλά τον άρπαξαν οι ναύτες… Και τότε… βγήκε μες απ’ τα σωθικά του η κραυγή! Αυτή που κάνει τον κόσμο να τρέμει!... Η κραυγή της επανάστασης!...
Ο Φάνης σκαρφάλωσε στο βράχο που ήταν ξαπλωμένος ο Μιχάλης και τον τράνταξε δυνατά πιάνοντάς τον από τους ώμους, για να ξυ-πνήσει.
-Πουλάκι  μου!... Σε πήρε ύπνος κι ονειρεύτηκες ότι ήρθαν να σου πάρουν το λαγό απ’ το στόμα;
Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του, είδε μπροστά του το Φάνη και δεν κατάλαβε για ποιον λαγό του μιλάει!... Έκανε τότε προσπάθεια να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Στάθηκε λίγην ώρα στηριγμένος στους αγκώνες του, κοιτώντας γύρω με βλέμμα θολό και πρόσωπο που πάνω του ήσαν ζωγραφισμένες η αγωνία και η ένταση του ονεί-ρου! Για μερικά δευτερόλεπτα παρέμενε επηρεασμένος απ’ όλα όσα διαδραματίστηκαν στον ύπνο του, που διατηρούσαν όλην τη  ζωντά-νια τους και ήσαν τόσο ζοφερά, ώστε κρατούσαν ακόμα σε μεγάλη ένταση το κάθε κύτταρο του κορμιού του!...
Όταν συνήλθε λιγάκι και θυμήθηκε το πείραγμα του Φάνη, δεν κα-τάφερε να μη χαμογελάσει… Άναψε ένα τσιγάρο και μετά από τις πρώτες ρουφηξιές άρχισε σιγά - σιγά να ξαναγυρίζει στην πραγματικό-τητα. Ήταν λοιπόν ένα όνειρο! Και τίποτα παραπάνω!... Αλλά ούτε και τίποτα παρακάτω!... Πόσες και πόσες φορές η πραγματικότητα, αυτή η απτή, που τη βεβαιώνουν αδιαμφισβήτητα οι πέντε αισθήσεις, δεν είναι τόσο θολή… πιο θολή από ένα όνειρο!... Και μας μπερδεύει μ’ έναν τρόπο εξαιρετικά ύπουλο!... Μας αποχαυνώνει!... Μας ξεθεώνει και μας παρατάει έρμαια της καθημερινότητας και της αδράνειας!... Χανόμαστε μέσα στα υπόγεια καπηλειά της λήθης και τα καφενεία της απόγνωσης!... Η ομίχλη που χρησιμοποιούν για να τυλίγουν την αλή-θεια οι επιτήδειοι τεχνίτες της λαϊκής παραπλάνησης, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για την πράξη και τη σκέψη, κά-νει το μυαλό επιρρεπές στην αναποφασιστικότητα και κάθε μορφή αγώνα μαραίνεται! Ατροφεί!...
Έρχεται τότε το όνειρο σαν φύλακας άγγελος και μας προστατεύει! Μας βοηθάει να ξαναγυρίσουμε στη ζωή! Στην αλήθεια! Στην πρόσφο-ρη δράση! Στη δημιουργό εξέλιξη και τη δημιουργική φαντασία!... Άνε-μος δυνατός! Θριαμβευτής! Που διαλύει την ομίχλη της τεχνητής αμ-φιθυμίας και σκορπάει τα νεφελώματα της κακόβουλης σκοπιμότη-τας!...
-Τι όνειρο θεέ μου ήταν κι αυτό!...
Είπε άθελά του ο Μιχάλης. ...Όλα ξεδιάλυναν μέσα του. Ή αρχαία αγνή θεά, της φύσης και της αλήθειας, οι αρχαιολάγνοι που είχαν με-τατρέψει την τέχνη σε τεχνολογία δηλαδή την ευτυχία σε βόλεμα και κομφορμισμό! Η αποστροφή τους και ο πόλεμος που είχαν κηρύξει στην αρχαία γνώση, που γίνεται εργαλείο στα χέρια των αγνών ανθρώ-πων του λαού, για να εξουδετερώνουν κάθε επίβουλη προσπάθεια ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα! Είναι αυτοί που είδε στ’ όνειρό του. Που κακοποιούν το ελάφι της Θεάς, το σύμβολο της αθωότητας και φτιάχνουν κοινωνίες υποταγής σε μια τάξη λίγων ανεγκέφαλων υπαν-θρώπων, που χωρίς αυτούς, η ζωή θα ανάβλυζε παραδεισένια ευτυχία πάνω στη γη!...
-Μιχάλη! Άφησε τα ονείρατα για μετά το γεύμα κι έλα! Ο λαγός είναι έτοιμος!
Πέταξε το τσιγάρο και κατέβηκε από τα βράχια. Έσβησαν τη φω-τιά με θαλασσινό νερό και στρώθηκαν σταυροπόδι στην αμμουδιά για να χορτάσουν τη βασανιστική πείνα τους. Έτρωγαν με βουλιμία χωρίς να μιλούν και απολάμβαναν το αναπάντεχο γεύμα τους, με συνοδεία τη γλυκιά μουσική της απάνεμης θάλασσας, καθώς το κυματάκι έσπα-γε γλυκά δίπλα τους... Ο ουρανός ήταν καθαρός κι έν’ απαλό αεράκι φύσαγε από τα δυτικά.
-Τι έβλεπες στον ύπνο σου;
Ρώτησε ο Φάνης μπουκωμένος.
-Την πραγματικότητα!...
Απάντησε τελείως φυσικά ο Μιχάλης…
- Δηλαδή;
-Δε θα βρούμε δυσκολίες από τις τουρκικές αρχές στο πέρασμά μας απέναντι. Δεν τους ενδιαφέρει η σύλληψή μας! Τι να μας κάνουν; Να μας θρέφουν στις φυλακές; Ή να μας στείλουν σε καταναγκαστικά έργα; Οι σύμμαχοί μας έχουν φροντίσει να μετατοπιστεί αλλού το ενδιαφέρον των τούρκικων αρχών! Δε θέλουν πια εργάτες! Θέλουν κεφάλαια! Και αυτά, θα τους τα εξασφαλίσουν με ύπουλα δάνεια  διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, που θα δέσουν χειροπόδαρα τον τουρκι-κό λαό για να μπορέσουν να τον εκμεταλλευτούν τώρα που έχει μεγά-λη ανάγκη!...
Ο Φάνης, με την μπουκιά στο στόμα, έμεινε ακίνητος και τον άκου-γε με γουρλωμένα μάτια!... Μόλις σταμάτησε να μιλάει τον ρώτησε με έναν φιλικά ειρωνικό τόνο στη φωνή του:
-Και ποιον είδες στον ύπνο σου και σου τα εξήγησε όλ’ αυτά ρε μεγά-λε;
Ο Μιχάλης χαμογέλασε…
- Τη Θεά Άρτεμη και το ελαφάκι της!...  
Δεν ήταν ώρα για άλλες κουβέντες…  Τα μάτια τους είχαν στεγνώ-σει από την αϋπνία!... Ο ήλιος είχε πάρει πια την κάτω βόλτα και έγερ-νε κουρασμένος κι αυτός, για να αποσυρθεί στο παχνί του. Οι δύο σύντροφοι είχαν αποφασίσει να κοιμηθούν, να ξεκουραστούν για το θαλασσινό τους ταξίδι, παίρνοντας το τελευταίο ρίσκο τους, μια και δεν τους έφτανε ή ώρα για να κοιμηθούν εναλλάξ! Όταν θα ξυπνού-σαν, η νύχτα θα ήταν αρκετά προχωρημένη και θα έπρεπε να ξεκινή-σουν αμέσως, ώστε το πρώτο φως της αυγής να τους βρει σε έδαφος ασφαλές και φιλόξενο… 
 
Είχε πια τελειώσει η αποστολή της και την άλλη μέρα θα έφευγε για το χωριό της. Για τον πατέρα της! Είχε επιθυμήσει πολύ την παρουσία του! Να καθόταν απέναντί του χωρίς να μιλάνε και να τον κοιτούσε στα μάτια, ώραν πολλή! Ήθελε να μιλήσει μαζί του στη γλώσσα της σι-ωπής! Όχι όμως όπως το είχε κάνει μέχρι τώρα! Για λίγα λεπτά… Ήθε-λε να καθίσει μπροστά του πολλές ώρες! Να τον ρωτάει με τα μάτια της και να της απαντάει με τα δικά του!... Να την ρωτάει και να μην του κρύβει τίποτα! Να του εκθέσει την αλήθεια της, όπως γεννήθηκε: τελείως γυμνή!...
Αχ πόση γλύκα ένιωθε καθώς η φαντασία της, έφερνε στη σκέψη της αυτήν τη σκηνή!... Να πίνουν οι δυο τους, μόνοι τους κρασί και κα-θώς θα του τα λέει όλα και αυτός θα τα ακούει, να του χαμογελά!... Να του χαμογελά με το πιο γλυκό της χαμόγελο, για να του γλυκάνει τις πληγές που του άνοιγε, με κάθε της λέξη! Να τον αποχαιρετάει χα-μογελαστή κι αυτός μαγνητισμένος, ανήμπορος να βγάζει μέσα από την καρδιά του όλην την τεράστια αγάπη που της είχε και να την αποθέτει στα γόνατά της! Κι αυτή να βλέπει εκείνη την καρδιά, ν’ απομένει άδεια! Χωρίς αυτό που την γέμιζε! Χωρίς ελπίδα!... Μα πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η καρδιά! Γιατί την αγαπούσε τόσο πολύ ο μπα-μπάς της;  Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη που της είχε, που δεν μπορού-σαν να την αντέξουν τα γόνατά της!
Αισθάνθηκε τα πόδια της να λυγίζουν καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του λεωφορείου!... Στα πρώτα της βήματα ζαλίστηκε. Πήρε βαθειάν ανάσα και άρχισε να βυθίζεται σε σκοτοδίνη.
-Γιούλυ!
Άκουσε μια μακρινή φωνή! «Ο μπαμπάς μου» σκέφτηκε! Και ένιωσε κάποιον να την αρπάζει από το μπράτσο και ένα δυνατό χέρι γύρω από τη μέση της! Αφέθηκε πάνω σ’ αυτό το χέρι!...
-Τι έπαθες πάλι κορίτσι μου;
Άκουσε σαν σε όνειρο. Άνοιξε τα μάτια της και είδε πολύ κοντά στο πρόσωπό της, το ανήσυχο πρόσωπο του Ναζίμ! Τη σήκωσε στα χέρια του και σε λίγο κατάλαβε να την ακουμπάει σε ένα κάθισμα. Ανασή-κωσε το κεφάλι της για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν και είδε ότι ήταν μέσα σ’ ένα καφενείο! Ό Ναζίμ της έφερε ένα ποτήρι νερό από ένα γειτονικό τραπεζάκι που γύρω του κάθονταν πολλοί νεαροί άντρες και έμεναν σιωπηλοί κοιτώντας με λοξές ματιές διακριτικά προς το μέρος της, σα να παρακολουθούσαν την εξέλιξη ενός παράξε-νου και σημαντικού γεγονότος!... Ο Ναζίμ πλησίασε το ποτήρι στα χείλη της.
-Πιες λίγο νεράκι…
Η Γιουλμπαχάρ σούφρωσε τα χείλη της γύρω απ’ το χείλος του πο-τηριού και ρούφηξε μερικές γουλιές… Μετά από λίγο ένιωσε καλλίτε-ρα… Γύρισε στον Ναζίμ και του χαμογέλασε μ’ εκείνο το χαμόγελό της που σκλαβώνει βασιλιάδες! Το χαμόγελο, τής ευγνωμοσύνης!... Υπάρ-χουν μερικά πλάσματα που εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους σε κά-ποιον που τους έκανε κάτι καλό, μ’ αυτόν τον τρόπο! Με το να τους σκλαβώνουν, χωρίς να το θέλουν! Χωρίς να το καταλαβαίνουν και δίχως να το επιδιώκουν! Κάνεις σε κάποιο απ’ αυτά τα πλάσματα κάτι καλό κι αυτά, αντί για «ευχαριστώ» … σε υποβάλουν! Χωρίς να τα ενδιαφέρει κάτι τέτοιο! Τελείως ασυναίσθητα!... Έτσι, είναι πλασμένα από την ίδια τη φύση!... Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και η Γιουλ-μπαχάρ… Ο Ναζίμ  αναθάρρησε:
-Πες μου κορίτσι μου τι αισθάνεσαι; Τι έχεις; 
-Πεινάω…
Του απάντησε διστακτικά και σιγά για να μην την ακούσουν οι άλ-λοι… κι αμέσως το μετάνιωσε και δάγκωσε τα χείλη της! «Τι θα σκε-φτεί τώρα;» είπε μέσα της. Κάρφωσε κλεφτά τα μάτια της στα δικά του και ύστερα, το βλέμμα της στράφηκε περνώντας δίπλα  απ’  τον ώμο του προς την παρέα των νεαρών. Κάτι ήθελε να του ζητήσει… Ο Ναζίμ είχε στραμμένη την πλάτη του προς το διπλανό τραπεζάκι και ήταν λίγο σκυμμένος προς το κορίτσι. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος, ενώ το βλέμμα του έτρεχε εξεταστικά πάνω στο πρόσωπό της.
-Θέλεις να πάμε στο διπλανό εστιατόριο να τσιμπήσεις κάτι; 
Του έγνεψε καταφατικά…
-Μπορείς να σηκωθείς όρθια;
-Μάλλον…
    Την έπιασε από τον αριστερό αγκώνα για να την βοηθήσει. Αυτή το-τε σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε χαμογελαστή, σε μια προσπάθεια να τον καθησυχάσει. Εξακολουθούσε όμως να ζαλίζεται.
-Εντάξει είμαι τώρα! Μην ανησυχείς!...
Ο Ναζίμ πήρε μιαν ανάσα ανακούφισης, τράβηξε το χέρι του από το χέρι της Γιουλμπαχάρ και κοίταξε προς την παρέα του χωρίς να πει λέ-ξη. Καθόταν με φίλους του στο καφενείο του σταθμού και έπινε καφέ περιμένοντας την επιστροφή του τουριστικού λεωφορείου από τους αρχαιολογικούς χώρους, μήπως και την ξαναδεί. Μερικά από τα παι-διά που παρακολουθούσαν τη σκηνή, τού έγνεψαν συγκαταβατικά και γύρισαν κοιτώντας προς την παραλία. Ο ήλιος είχε δύσει, αλλά απόμεναν στον ουρανό τα χρώματα που είχε ζωγραφίσει πάνω στα λιγοστά συννεφάκια, που ταξίδευαν αμέριμνα στο ρυθμό του ανέ-μου… Και τα παιδιά, τύλιξαν με τα ίδια χρώματα την εικόνα του Ναζίμ και της Γιουλμπαχάρ καθώς απομακρύνονταν προς το γειτονικό μα-γαζάκι…
Δεν ήταν η ώρα του φαγητού και το εστιατόριο ήταν άδειο. Έτσι διάλεξαν ένα τραπέζι κοντά σε μια γωνιά και κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Ήταν πολύ ευχαριστημένη που ήρθαν έτσι τα πράγματα και έσκυψε προς το μέρος του λέγοντάς του παρακλητικά:
-Ναζίμ, σ’ ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου και σε παρακαλώ να δε-χτείς να σου κάνω το τραπέζι…
Αυτός χαμογέλασε.
-Μάτια μου, έχω φάει πριν από λίγες ώρες και δεν πεινάω τώρα.
Έσκυψε κι αυτός, πλησίασε προς το μέρος της και συμπλήρωσε:
-Εσύ από πότε έχεις να φας;
Ανασηκώθηκε και ακούμπησε την πλάτη της στο κάθισμά της. Δεν ήθελε  να του πει ότι απέφευγε να πάει στο εστιατόριο μόνη της, αλλά ούτε να του πει ψέματα ήθελε.
-Δε θυμάμαι…
-Καλά!... Τόσον πολύν καιρό έχεις να φας;
Γέλασαν και οι δυο… Ο Ναζίμ την κοίταξε παρατεταμένα με απέρα-ντη συμπάθεια! Η κοπέλα ένιωσε τη ματιά του πάνω της και χαμήλωσε τα μάτια αμίλητη. Τότε αυτός, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πά-νω της, της είπε παρακλητικά:
-Γιούλη! Πες μου περισσότερα για σένα!...
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε αιφ-νιδιασμένη από αυτήν του την προτροπή και σκεφτόταν τι να του απαντήσει. Την κατάσταση για τη Γιουλμπαχάρ την έσωσε ο εστιάτο-ρας που ήρθε και τους ρώτησε τι επιθυμούσαν. Στο διάστημα που έδι-νε την παραγγελία της, σκεφτόταν συγχρόνως και τι θα απαντήσει στον Ναζίμ… Ήταν τόσο ζεστή η ματιά του και φαινόταν τόσο αγνό και ειλικρινές το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν, που την έκαναν να θέλει να του ανοίξει την καρδιά της! Όμως μέσα στη σκέψη της υπήρχε ο σκο-πός της που ήταν να περάσει απέναντι! Και έπρεπε να διαλέξει τι θα του πει, για να έχει κάποιαν ελπίδα να την βοηθήσει να πετύχει αυτόν το σκοπό!...
Όταν ο σερβιτόρος έφυγε με την παραγγελία και έμειναν μόνοι, α-κούμπησε τους αγκώνες της πάνω στο τραπέζι και στηρίζοντας το κε-φάλι της στις παλάμες, τον κοίταξε σκεφτική.
-Τα περισσότερα για μένα τα ξέρεις. Τι άλλο θέλεις να σου πω;
 Ο Ναζίμ γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο. Είχε πια σκοτεινιάσει… Δεν είναι πολλά αυτά που αρκούν να γνωρίζεις για κάποιον! Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά το πιο σημαντικό που θα ήθελε να ξέρει για τη Γιουλ-μπαχάρ, δεν το ήξερε!... Και δεν ήταν μόνον αυτό. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς μέσα του, ούτε τι ήθελε να μάθει γι’ αυτήν! Δεν ήξερε, ούτε καν ποιο ήταν αυτό το πιο σημαντικό!...  Κι αν ήταν αυτό που υποψιαζόταν, κάτι που έχει σχέση με τα συναισθήματά της, ήταν πολύ δύσκολο να το μάθει! Και μάλιστα από την ίδια, με μια απ’ ευθεί-ας ερώτηση! Ήταν σχεδόν αδύνατο!... Άφησε λοιπόν τα δύσκολα για κάποιαν άλλην ώρα πιο κατάλληλη, αν είχε την τύχη να του δοθεί μια τέτοια ευκαιρία.
-Πώς πέρασες ανάμεσ’ από τα αρχαία φαντάσματα;
Τη ρώτησε χαμογελώντας. 
-Υπέροχα! Είχε βέβαια πολύν κόσμο που δε σ’ άφηνε να αφοσιωθείς στις σκέψεις σου και να μπεις με βάση τις γνώσεις σου στο κλίμα της αρχαίας εποχής, όμως εγώ απομακρύνθηκα λίγο και πήγα σ’ ένα ήσυ-χο μέρος, όπου νομίζω ότι κάτι κατάφερα! Έφυγα όμως με την αίσθη-ση ότι κάπου πιο μακριά θα μπορούσα να φτάσω …αλλά μ’ εμπόδισε κάτι!...
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε κοιτώντας έξω, το δειλινό, με τις μαβιές αποχρώσεις, χωρίς κι η ίδια να ξέρει τι εννοεί!... Μια υποψία μυρωδιάς καπνού ανάκατη με τις ευωδιές της βραδινής αύρας χάι-δεψε ερεθιστικά τις αισθήσεις της.
-Τι σ’ εμπόδισε;
-Δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω ακριβώς!... Δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό… Τα βράχια; Οι αγκαθωτοί θάμνοι;
Τι ήσαν αυτά που του έλεγε; Σκέφτηκε. Ποιος μιλούσε μες απ’ αυ-τήν; Αυτός την κοιτούσε με απορία…
-Γιατί σ’ εμπόδιζαν τα βράχια κι οι θάμνοι; Πού ήθελες να πας;
Δεν θα του μιλούσε βέβαια γι’ αυτόν τον καπνό που ανέβαινε από εκείνη τη μακρινή παραλία. Τι σχέση έχει ο Ναζίμ μ’ εκείνον τον κα-πνό; Γρήγορα το διόρθωσε.
-Τα αρχαία μάρμαρα είναι σκόρπια σε μεγάλη έκταση σ’ αυτήν την περιοχή. Ήθελα να προχωρήσω πιο πέρα. Προς τη θάλασσα… Ίσως και να μην είχα όλες τις πληροφορίες που θα χρειάζονταν… Μ’ εμπόδι-ζαν κι οι θάμνοι… Από ένα σημείο και πέρα, το μονοπάτι είναι αδιάβα-το… Ο αρχαίος πολιτισμός της Εφέσου, γιατί αυτό ήταν το αρχαίο όνομα της πόλης, είχε άμεση σύνδεση με την απέναντι ακτή της Σά-μου! Εκεί που είχε τη σχολή του κάποιος μαθηματικός φιλόσοφος που τον έλεγαν Πυθαγόρα.
Μ’ αυτά που απάντησε, έδωσε μια διέξοδο στο σιβυλλικό αδιέξοδο που κόντεψε προηγουμένως η ίδια να οδηγήσει χωρίς να το θέλει τη συζήτηση.
-Ναι. Αυτόν τον ξέρω. Έχει βγάλει και ένα Γεωμετρικό θεώρημα.
-Τι σπουδάζεις στο Ίνσταμπουλ;
-Τοπογράφος μηχανικός…
-Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να περάσω και απέναντι. Στη Σάμο. Αν μας χρειαστεί βέβαια! Θα το συζητήσω με τον καθηγητή…
-Θα πρέπει να πάρεις ειδική άδεια νομίζω…
Εκείνη τη στιγμή ήρθε και το φαγητό. Ο σερβιτόρος έφερε και ένα μπουκάλι κρασί με δυο ποτήρια, που είχε παραγγείλει ο Ναζίμ. Η κο-πέλα κοίταξε το φαγητό μπροστά της με βουλιμία! Είχε να βάλει κάτι στο στόμα της πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες! Τώρα όμως, εδώ μπρο-στά της ήταν ο Ναζίμ! Που δεν ήταν απασχολημένος με κάτι, γιατί δεν έτρωγε και το μόνο που έκανε ήταν να την παρατηρεί, έχοντας στυλω-μένα τα μάτια του πάνω της! Τη Γιουλμπαχάρ δεν την ενοχλούσε κα-θόλου αυτό! Έπρεπε όμως να χαλιναγωγήσει την πείνα της και να ε-πιβληθεί στη λαιμαργία της. Γιατί; Αναρωτήθηκε… Ε...γιατί… απλά. Δεν ήθελε να γίνει αντιαισθητική!...
Όλην την ώρα που αυτή έτρωγε ο Ναζίμ δε μιλούσε καθόλου. Κάθε τόσο γυρνούσε πάνω στο κάθισμά του προς το παράθυρο που ήταν δίπλα τους και κοίταγε έξω! Τη νύχτα!... Ήθελε να είναι διακριτικός: Όταν ό άλλος τρώει δεν πρέπει να τον παρατηρείς!... Όμως δεν περνούσαν πάνω από δυο τρία λεπτά και ξαναγυρνούσε το βλέμμα του πάνω της!... Όπως ακριβώς οι καρφίτσες έλκονται πάνω στο μαγνήτη… Η Γιουλμπαχάρ τον είχε συλλάβει να το κάνει αυτό, γιατί τον παρακολουθούσε κι αυτή με την άκρη του ματιού της! Μετά από δυο τρεις φορές που το έκανε, άρχισε κάθε φορά που το διαπίστωνε να γελάει μέσα της… Τη διασκέδαζε; Ή την ευχαριστούσε και το ε-πιθυμούσε;
Κάποτε επιτέλους τελείωσε με το φαγητό της, σκούπισε με προσο-χή τα χειλάκια της, δηλαδή εδώ που τα λέμε, τα χείλη της… γιατί δεν ήταν χειλάκια… ήταν σαρκώδη χείλη… Σαγηνευτικά!… Πήρε ένα τσι-γάρο από το πακέτο της, το άναψε με χαριτωμένες κινήσεις και συνέ-χισε τη συζήτηση από εκεί που είχαν μείνει…
-Είναι εύκολο να βγάλω αυτήν την ειδική άδεια;
Ο Ναζίμ ανακάθισε στο κάθισμά του, σα να μην περίμενε την ερώ-τηση!... Ίσως και να είχεν αφοσιωθεί σε άλλες σκέψεις, πιο ελκυστικές. Άλλωστε δεν είχε δώσει και τόση σημασία στο θέμα που τους απασχο-λούσε προηγουμένως. Γιατί  είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι για την ώρα, δεν την ενδιέφερε τόσο πολύ το πέρασμά της στη Σάμο, πού άλ-λωστε όπως του είχε πει, μπορεί να μην το θεωρούσε απαραίτητο ο καθηγητής της και να μην της το ζητούσε. Δεν πήγε το μυαλό του βέ-βαια ότι η Γιουλμπαχάρ αποφάσιζε για τον καθηγητή της και η α-πόφαση αυτή ήταν ήδη ειλημμένη… Από την ίδια!... Το πρόσωπό του άλλαξε ύφος κι έγινε σκεπτικό. Και μετά από λίγων στιγμών σκέψεις της απάντησε:
-Γιούλυ μου δεν ξέρω! Δε μ’ έχει απασχολήσει αυτό το θέμα. Αλλά γνωρίζω έναν συνάδελφό μου, που ενδιαφέρεται και νομίζω ότι το έχει ερευνήσει…
Αμέσως αναρωτήθηκε: Γιατί της είπε έναν συνάδελφο και όχι μίαν συνάδελφο; Αφού πρόκειται για την κοπέλα του! Που ψάχνει εδώ και καιρό τον τρόπο να επισκεφτεί κι αυτή, την Ελλάδα!... Και το είπε τόσο αυθόρμητα, που παραλίγο να το πιστέψει κι ο ίδιος! Σαν η Εμινέ, να ήταν άντρας! Κι αν της έλεγε «μία» συνάδελφος, τι θα γινόταν; Μήπως η Γιουλμπαχάρ θα μάντευε ότι ήταν το κορίτσι του; Θα το υποψιαζόταν. Αλλά και τι μ’ αυτό; Μήπως θα την ενοχλούσε; Άραγε αυτή είχε αγόρι; Το βρήκε! Να τι ήταν αυτό που ήθελε να μάθει από τη ζωή της Γιουλμπχάρ και αναρωτιόταν πριν από λίγο!...
- Αν έχεις κάποιο νέο από τον συνάδελφό σου, θέλω να μου το πεις αν δε σου κάνει κόπο! Να σου δώσω τη διεύθυνσή μου να μου γράψεις; Τον διέκοψε από τους συλλογισμούς του η Γιουλμπαχάρ.
-Να μου τη δώσεις…
   Έβγαλε από την τσάντα της ένα μπλοκάκι, έγραψε τη διεύθυνση του δωματίου της στην Άγκυρα, έκοψε το φύλλο και του το έδωσε.
-Γράψε αν θες και τις δικές μου διευθύνσεις εδώ και στο Ίνστα-μπουλ, γιατί μπορεί να τις χρειαστείς…
Καθώς η Γιουλμπαχάρ έγραφε στην ατζέντα της τις διευθύνσεις του Ναζίμ σκεφτόταν ότι δεν αμφέβαλε καθόλου ότι αυτό, δηλαδή το να τον χρειαστεί, είχε πολλές πιθανότητες να συμβεί. Τον κοίταξε μ’ ένα φλογερό βλέμμα!
-Αν δε γίνει τίποτα με τις άδειες, μπορείς να με περάσεις στη Σάμο λαθραία;
Ο Ναζίμ ξαφνιάστηκε αλλά δεν το ’δειξε… Την κοίταξε μόνο στα μά-τια για λίγο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει αυτήν την ξαφνική της ερώ-τηση, αλλά δεν ήταν αυτό το μόνο που δεν μπορούσε να εξηγήσει!... Το πιο σπουδαίο γι’ αυτόν και το πιο ανεξιχνίαστο, ήταν αυτό το βλέμμα της!... Που τον αιφνιδίασε και τον έκανε να τα χάσει εντελώς! Τον είχε αναστατώσει τόσο,  που για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να αρ-θρώσει λέξη!...
-Πώς;…
Της είπε για να κερδίσει χρόνο να σκεφτεί. Η Γιουλμπαχάρ δεν έπα-ψε να τον κοιτά μες τα μάτια, ακίνητη και σκυμμένη μπροστά προς το μέρος του. Μόνο που το βλέμμα της έχασε τη φλόγα του και έγινε εξε-ταστικό! Τα βλέφαρά της σχεδόν έσμιξαν και το μέτωπό της συνοφρυ-ώθηκε…
 -Τι…πώς; Αυτό ακριβώς σε ρώτησα. Υπάρχει τρόπος;
Ανασηκώθηκε ακουμπώντας στο κάθισμά της και γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο… Προς τη νύχτα!... Γαλήνη… Η θάλασσα δεν ακου-γόταν καθόλου.
-Μπορώ…
Άκουσε τη φωνή του να της απαντά μετά από λίγο… Γύρισε α-πότομα και τον κοίταξε ξαφνιασμένη! Τα χείλη της μισάνοιξαν σ’ ένα χαμόγελο ευχάριστης έκπληξης και θαυμασμού, από αυτά, που χωρίς να το θέλει, εξουθενώνουν αυτόν που τα εισπράττει απέναντί της και απλώνοντας το χέρι της έπιασε την παλάμη του Ναζίμ, που την είχε ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι και την έσφιξε τρυφερά!... Έσκυψε και τον κοίταξε σ’ όλο του το πρόσωπο με έντονο  ενδιαφέρον, ενώ ο Ναζίμ «φόρεσε» ένα χαμόγελο αμήχανης φιλαρέσκειας για να κρύψει ένα χείμαρρο φωτιάς που του  έκαιγε ολόκληρο το είναι!...
-Αχ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μ’ ευχαρίστησε αυτό που μου είπες!
Άπλωσε και το άλλο της χέρι και κρατώντας τα δυο του χέρια μέσα στα δικά της του χαμογελούσε μ’ ευγνωμοσύνη… Πέρασε πολλή ώρα έτσι!... Το βλέμμα του  περιδιάβαζε πότε στο πρόσωπό της, πότε στα τρυφερά χέρια της που έμεναν πιο πολλή ώρα απ’ όση δικαιολογιόταν πάνω στα δικά του και ένιωσε την ανάγκη να τα αρπάξει και να τα φιλήσει! Όμως φοβόταν! Και δε φοβόταν μόνο κάποιαν ενδεχόμενη αντίδραση του κοριτσιού! Δε φοβόταν μόνον την αντίδρασή της! Φο-βόταν τη γυναίκα που είχε απέναντί του! Τη φοβόταν για κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει!...
Έκανε μιαν δειλή κίνηση να αναστρέψει τις παλάμες του, για να πιά-σει τις δικές της, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόθεσή του, η Γιουλμπαχάρ τράβηξε τα χέρια της, ακούμπησε την πλάτη της πίσω στο κάθισμα και γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο κοιτώντας πέρα! Τη νύχτα! Την Ελλάδα!...
-Αύριο θα φύγω για το χωριουδάκι μου. Θα πάω να δω τον μπαμπά μου…
Του είπε σοβαρά… «Αύριο!». Σκέφτηκε ο Ναζίμ και ένιωσε σαν υ-ποχείριο! «Έτσι ξαφνικά μου το ανακοινώνει, χωρίς να με ρωτήσει, αν και εγώ συμφωνώ; Αυτό το κορίτσι που έχωεδώ, απέναντί μου με χρη-σιμοποιεί! Κι εγώ δεν τολμώ να φέρω την παραμικρή αντίρρηση! Δεν μπορώ να προβάλω καμιάν αντίσταση στην εξάρτηση που μου έχει επιβάλει! Το μόνο που νιώθω ελεύθερος να κάνω, είναι, να συμφωνώ με τις αποφάσεις της! Τις εντολές της!...» Καθώς την κοιτούσε συνο-φρυωμένος σκέφτηκε αντανακλαστικά: «Αν ήξερε τι σκέφτομαι αυ-τήν τη στιγμή, μπορεί να την έχανα!» Όμως εκείνη, μετά από την πα-ρατεταμένη  σιωπή, τού χαμογέλασε γλυκά και του είπε:
-Δεν θα σου λείψω καθόλου αύριο το βράδυ που δε θα είμαστε πα-ρέα;
Τά ’χασε! Τον είχε βάλει κάτω και τον πατούσε! Ένιωθε τα ποδαρά-κια της πάνω στην πλάτη του, στη μέση του και τους γοφούς του, να χορεύουν τους δερβίσικους χορούς, που τόσο τον μάγευαν! Είχε τη διαίσθηση ότι κάτι μεγάλο! Μυστήριο θα του ζητούσε, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό του, ούτε πώς γεννήθηκε μέσα του αυ-τή η εντύπωση, ούτε βέβαια με τι είχε σχέση αυτό που θα του ζητούσε! Τι είδους «χάρη» θα του έδινε εντολή να της κάνει!...  Είχε πια μεθύσει από το κρασί που τον είχε ποτίσει το ταβερνείο, αλλά και από τη μυ-στηριακή μέθη που του είχε προκαλέσει η ξαφνική παρουσία της γυναίκας αυτής στη ζωή του! Το μαγαζί ήταν άδειο όταν μπήκαν, σιγά - σιγά γέμισε κόσμο που έφαγε, ήπιε, διασκέδασε και τώρα έφυγαν όλοι και είχε πάλιν αδειάσει, ενώ οι δυο τους παρέμεναν ακόμη εκεί, στην ίδια θέση, σα να μην είχαν να πάνε κάπου αλλού, ή σα να μην τολμούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον, παρά το ότι η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη!...
-Θα μου λείψεις τόσο πολύ, που σκέφτομαι να σου προτείνω να με πάρεις μαζί σου… Και να με φιλοξενήσεις για λίγες μέρες στο σπίτι σου!
Της είπε γελώντας…
-Μη γελάς… Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα το ήθελα! Και ο μπαμπάς δε θα είχε αντίρρηση! Το μόνο που θα σκεφτόταν θα ήταν οι κακές γλώσσες του χωριού!...
Ο Ναζίμ χαμογέλασε συγκαταβατικά. Ευχαριστήθηκε που βγήκε από τη δύσκολη θέση με αυτόν τον απλό τρόπο και δεν της αποκαλύ-φτηκε όλο αυτό που αισθάνθηκε με την προαγγελία του τέλους! Μ’ αυτό το απλό «αύριο θα φύγω»!... Ένιωθε ότι βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο! Το κρασί που είχε πιει ήταν πολύ! Και η προσποιητή ηρεμία του, την οποία είχε καταφέρει να περάσει στην αντίληψη της κοπέλας, που είχε πιεί κι αυτή βέβαια, αλλά σχετικά μικρή ποσότητα, όμως προφανώς είχε τις δικές της σκέψεις που την απασχολούσαν και δεν είχε μετρήσει τις παραγγελίες του κρασιού που έδινε στο σερβιτόρο, κινδύνευε να ανατραπεί από δικές του ενέργειες που θα έδειχναν ότι χάνει τον έλεγχο της κατάστασής του. Ήταν σίγουρος ότι δε θα έφτα-νε σε σημείο να δημιουργήσει προβλήματα σ’ αυτή την τρυφερή ύπαρ-ξη που την ένιωθε σαν προστατευόμενή του, αλλά ίσως θα τον υποτι-μούσαν στα μάτια της και αυτό δεν το ήθελε καθόλου. Έπρεπε λοιπόν να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποτρέψει αυτές τις ενέργειες. Αλλά πόσες δυνάμεις ήσαν ακόμη διαθέσιμες μέσα του για ν’ αντιπα-λαίψει τη μαγική έλξη που δονούσε ολάκερο το είναι του;
-Η ώρα πέρασε…
Τον επανέφερε από τους συλλογισμούς του. Και συνέχισε:
-Μάλλον θα πρέπει να πηγαίνουμε κι εμείς γιατί οι άνθρωποι μπορεί να θέλουν να κλείσουν το μαγαζί! Έχουμε μείνει μόνον εμείς οι δυο!...
Ο Ναζίμ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
-Έχεις δίκιο…
Όταν βγήκαν στο δρόμο ένα δροσερό αεράκι φύσηξε στο πρόσωπό τους και έδιωξε τις προηγούμενες σκέψεις από το μυαλό, καθώς νέες εικόνες εμφανίστηκαν μπροστά τους: Ο έρημος δρόμος του λιμανιού, φωτισμένος αμυδρά από φανάρια σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε το ημίφως να μη διαλύει το μυστήριο του σκοταδιού και της νύχτας, έδινε την αίσθηση της ελευθερίας στη κοπέλα και την έκα-νε να νιώσει μιαν ανατριχίλα σ’ όλο της το κορμί! Σφίχτηκε μέσα στη ζεστή της ζακέτα και συνήλθε γρήγορα, ενώ και ο Ναζίμ αισθάνθηκε ανακουφισμένος από το μεγαλύτερο μέρος της πίεσης που ασκούσε πάνω του η καθηλωτική παρουσία της, μέσα στο κλειστό περιβάλλον της ταβέρνας.
Βάδιζαν παραδομένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις, αλλά αυτές μάλλον θα ήσαν πολύ βαθιές, γιατί μόλις τώρα πέρασαν μπροστά από την πόρτα του ξενοδοχείου και δεν το πρόσεξε κανείς από τους δυο τους!... Όταν το «γεια σου» είναι πολύ μακρύ, τόσο πολύ μακρύ που σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι μπορεί να είναι και «αντίο», το απωθείς! Προσπαθείς να το αναβάλεις! Όμως αυτό δε συμβαίνει πάντα! Δε συμβαίνει όταν η παρέα, σού είναι αντιπαθής!...
Περπατούσαν δίπλα στη θάλασσα στην προβλήτα του λιμανιού και ανάσαιναν τη μυρωδιά της… Σε λίγο άρχισε να φτάνει στ’ αυτιά τους ο ήχος κάποιου τραγουδιού από πολλές φωνές που τις συνόδευαν μου-σικά όργανα!
-Κάποιοι γλεντάνε!...
Είπε με ενδιαφέρον η Γιουλμπαχάρ, γυρνώντας και κοιτώντας τον Ναζίμ κατά πρόσωπο.
-Γλεντάνε και χορεύουν… Μήπως θέλεις να πάμε κοντά να χορέψεις κι εσύ;
-Πώς να χορέψω Ναζίμ; Είμαι ζαλισμένη από το κρασί που ήπιαμε!...
Όμως ήδη ένιωθε τα βηματάκια της να ακολουθούν το ρυθμό του τραγουδιού που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή… Όταν μάλιστα πλησί-ασαν αρκετά κοντά και έφτασαν, περπατώντας αργά στο πεζοδρόμιο της προβλήτας, ακριβώς απέναντι από το μακρύ τραπέζι που ήταν στρωμένη η πολυπρόσωπη παρέα, που άλλοι ήσαν καθισμένοι και τραγουδούσαν και άλλοι μπροστά τους χόρευαν, η ζάλη της έγινε μέ-θεξη! Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, έσμιξε λίγο τα βλέφαρα και το αμυδρό της χαμόγελο, πέτρωσε στο σχήμα της φωτιάς! Τότε, ένιωσε μιαν άγνωστη δύναμη, να μην υπακούει στις εντολές του νου της, να της σηκώνει τα χέρια ψηλά, να σπάει τους καρπούς τους, να κάνει τους ώμους της να τρέμουν, να της λυγίζει τη μέση σε λικνίσματα, αργά, νωχελικά, με ήρεμα, διακριτικά τινάγματα των γοφών, άλλες στιγμές ψυχρά και άλλοτε να καίνε σα φλόγες, ώστε έμοιαζαν, όλα: η μουσική, τα λόγια του τραγουδιού και οι φωνές που τραγουδούσαν, να βγαί-νουν μες από το κορμί της!...
Ο Ναζίμ καθόταν ακουμπισμένος στο τοιχίο της προβλήτας και κά-πνιζε, είχε όμως όλες τις αισθήσεις του επικεντρωμένες πάνω της. Σε μια στιγμή ένας άντρας, πέρασε το δρόμο του λιμανιού και ήρθε απέ-ναντι κρατώντας ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια. Περνώντας δίπλα από τη Γιουλμπαχάρ της είπε:
-Να μου ζήσεις κορίτσι μου!...
Και τ’ απέθεσε δίπλα στο Ναζίμ πάνω στο πεζούλι. Μετά κάτι του είπε δείχνοντάς του δυο άδεια καθίσματα δίπλα στο τραπέζι. Ο Ναζίμ τον ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και των χεριών του και ο άνθρωπος ξαναγύρισε στην παρέα του…
Όταν τέλειωσε το τραγούδι που κράτησε αρκετά, η Γιουλμπαχάρ κάθισε πάνω στο πεζούλι, πήρε το ένα ποτήρι στο χέρι της και άπλωσε το άλλο για να πάρει το μπουκάλι, χαμογελώντας στον Ναζίμ. Την τε-λευταία στιγμή αυτός κατάλαβε την πρόθεσή της και της το άρπαξε στην κυριολεξία μες από το χέρι, για να της γεμίσει αυτός το ποτήρι όπως συνηθίζεται. Γέλασαν κι οι δυο με την αφηρημάδα του και με την προσπάθειά του ν’ αποφύγει την «αγένεια», όμως ταυτόχρονα είχαν την αίσθηση ότι αυτή η αφηρημάδα έλεγε κάτι… Και αυτό το κάτι της το είπε αμέσως:
-Χορεύεις υπέροχα!...
Η Γιουλμπαχάρ απάντησε μ’ ένα χαμόγελο κι ένα σμίξιμο των βλε-φάρων σα φιλί στο μάγουλο! Αυτός συμπλήρωσε:
-…Μαγευτικά!...
Έκανε τότ’ εκείνη ένα μορφασμό δήθεν δυσαρέσκειας και του έβγα-λε την άκρη της γλώσσας της κάνοντας ότι τον κοροϊδεύει. Κατάλαβε το χιούμορ της, αλλά χαμογέλασε προσποιητά. Η φωτιά μέσα του είχε προτεραιότητα! Και τα αστειάκια μοιάζουν με αστεράκια μπροστά στον φλογισμένο ήλιο!... Τι άλλο να της πει; Ότι θέλει να κοιμηθεί απόψε μαζί της; Μήπως δεν το ήξερε; Τι θα την εμπόδιζε λοιπόν να του το προτείνει αυτή; Αυτός όμως; Δεν ήξερε τίποτα για τα αισθήματά της! Ήσαν ερμητικά κλεισμένα μέσα στα επτά πέπλα του μυστηρίου!...
Άλλωστε αυτό δεν ήταν και το πιο απαραίτητο από εκείνα που ε-πιθυμούσε. Είχε την παράτολμη βεβαιότητα, ότι από αύριο το πρωί που θα ξυπνούσε, αν βέβαια κατάφερνε να κοιμηθεί όλη τη νύχτα, θα την ήθελε, θα την αποζητούσε, όλες τις μέρες και όλες τις ώρες της κάθε μέρας!... Η φοιτητική ζωή στο Ίσταμπουλ, που τόσο τον είχε εντυπωσιάσει μέχρι τώρα και τον έθελγε, του φαινόταν πια ανιαρή! Τα μαθήματά του και οι μελέτες που του κινούσαν έντονα το ενδιαφέρον, έγιναν πια ξενέρωτες καταστάσεις και πληκτικές ασχολίες χωρίς κα-μιάν ουσία!...
 Και πώς ήταν τόσο σίγουρος ότι σε λίγες, είτε έστω σε περισσότερες μέρες δε θα συνερχόταν; Δε θα επανερχόταν στους προηγούμενους ρυθμούς του, με την παρέα της Εμινέ και τους φοιτητικούς κύκλους και ενδιαφέροντα; Μήπως του είχε ξανασυμβεί αυτό για να ξέρει; Δεν ήταν τόσο σίγουρος. Γι’ αυτό άλλωστε κάτι τέτοιες βεβαιότητες τις χαρακτήριζε γενικά παράτολμες! Όμως πολύ φοβόταν ότι δε θα συ-νερχόταν ποτέ! Σίγουρα όμως το φοβόταν αυτό; Ή μήπως συνέβαινε το αντίθετο: Κατά βάθος το επιθυμούσε;
Η μουσική ακουγόταν τώρα, μόνο από ένα ή δύο όργανα και ήταν ένας αργόσυρτος θρήνος! Ένας αγωνιώδης αμανές! Η Γιουλμπαχάρ σταύρωσε τα χέρια, έσκυψε το κεφάλι και το στήριξε ακουμπώντας το μάγουλο στην παλάμη της. Όταν μπήκε στο τραγούδι μια και μοναδι-κή αντρική φωνή, από τις πρώτες λέξεις πάγωσε!... Ήταν οι σκέψεις ενός άντρα που τον κυνηγούσαν σε παγωμένα βουνά, σε πυκνά απά-τητα δάση με βροχές και ανέμους, σε παγωμένες θάλασσες και αγωνι-ζόταν να κρατηθεί στη ζωή, για μια γυναίκα! Για να γυρίσει κοντά της. Όμως  ανάμεσα σ’ όλες τις ανήσυχες σκέψεις του κυριαρχούσε μία, που επαναλαμβανόταν συνέχεια με τον ρεφραίν του τραγουδιού: Αγωνιούσε αν θα έμενε πιστή σ’ αυτόν!...
Αισθανόταν πίσω της την παρουσία της θάλασσας αλλά δε γύρισε να την κοιτάξει. Μόνο που από την αρχή του αμανέ ένιωθε σ’ όλο της το κορμί ένα διαρκές ρίγος! Σα να ήταν γυμνή μέσα στο κρύο νερό που μουρμούριζε ακριβώς πίσω της! Το τραγούδι συνεχιζόταν! Και ο δραπέ-της δεν έπαιρνε καμία απάντηση να γλυκάνει την αγωνία του! Τι θα μπορούσε να κάνει αυτή; Πώς θα μπορούσε να τον καθησυχάσει; Να τον βεβαιώσει, για να του φύγει το μαράζι της αγωνίας; Να βγάλει την καρδιά της μες απ’ τα στήθια της και να του τη δώσει να την κρατά αυτός! Να σιγουρευτεί ότι όσο την κρατά σφιχτά, πολύ σφιχτά πάνω του, δε θα του την πάρει κανείς! Και όταν θα πάει και θα τον βρει, να της την ξαναβάλει στη θέση της μέσα στο στήθος της για να μπορέσει να ξαναζήσει γι’ αυτόν!... Μαζί του!...
Το κεφάλι της γλίστρησε από την παλάμη, έσκυψε ακόμα πιο πολύ και ακούμπησε το σαγόνι της στο στήθος, πάνω στα σταυρωμένα της χέρια. Ένα βουβό εσωτερικό κλάμα την πλημμύρισε… «Μα μήπως αυ-τό το τραγούδι το λέω εγώ με αντρική φωνή; Μήπως ο κυνηγημένος δραπέτης είμαι εγώ η ίδια;»
Κάθε τόσο άπλωνε το χέρι της, έπαιρνε το γεμάτο ποτήρι το άδειαζε μέσα στο στόμα της κι αυτό κατέβαινε φλογίζοντάς της τα σπλάχνα. Ένιωσε το σώμα της, να έχει πετάξει τόσο ψηλά, που είχεν εισχωρήσει ανάμεσα στα σύννεφα! …Που της είχαν κλείσει τελείως την ορατότη-τα! …Μα ξαφνικά διαπίστωνε ότι τα σύννεφα βρίσκονταν λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας! Έπεφτε τότε, μέσα στο υγρό στοι-χείο! Την έπαιρνε στην αγκαλιά της η παγωμένη θάλασσα! Κι όμως… αυτήν την αγκαλιά δεν την είχε γνωρίσει ποτέ της! Και κολυμπούσε! «Αχ θεέ μου κολυμπάω!» Στεκόταν στον αφρό! Κουνούσε τα χέρια και τα πόδια και έσπρωχνε το νερό προς τα πίσω, ενώ αυτή προσχωρούσε μπροστά! «Ω!... Μα αυτό είναι ένα θαύμα!» …Τώρα διέκρινε πολύ κοντά το νησάκι. Τη βραχονησίδα που ορίζει τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία! Να!... Σε λίγο θα το παρακάμψει και με μια ακόμα προσπάθεια θα φτάσει στις μαγευτικές παραλίες της Σάμου! Ποιος όμως, της είχε μάθει να κολυμπά; Αποκλείεται!... Δεν ήταν η ίδια που κολυμπούσε αυτή τη στιγμή! Αυτήν τη στιγμή, …αυτός που βρισκόταν μέσα στην παγωμένη αγκαλιά της θάλασσας, ήταν ο δραπέτης!... 
«Νιώθω ότι είμαι χαμένος!» Σκέφτηκε χωρίς να το θέλει ο Ναζίμ. Όμως αμέσως ένοιωσε παραξενεμένος μ’ αυτήν του τη σκέψη. «Τι ήταν αυτό πάλι;» Αναρωτήθηκε. «Και πώς μπορώ να μαντέψω τι έχει μέσα στο μυαλό της η σκυμμένη κοπέλα που κάθεται αμίλητη δίπλα μου, πάνω στο πεζούλι της προβλήτας; Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι σκέφτεται κάποιον άλλον; Ότι δεν τη συγκίνησαν απλά, τα λόγια του τραγουδιού και μελαγχόλησε, πλάθοντας μέσα στη σκέψη της μια φανταστική ιστορία;»… «Νιώθω ότι είμαι χαμένος!» Του επανέλαβε αμείλικτα εκείνη η βαθειά σκοτεινή φωνή, που έβγαινε μες απ’ τα σωθικά του!...
Στο δρόμο της επιστροφής η Γιουλμπαχάρ είχε λησμονήσει ότι ο συντομότερος δρόμος είναι η ευθεία και η πορεία της διαγραφόταν με καμπύλες, τεθλασμένες και μεικτές! Το ίδιο και η σκέψη της: πόσο φοβόταν τη σημερινή νύχτα! Ο ξενοδόχος θα καταλάβαινε ότι ήταν μεθυσμένη και ποιος ξέρει τι θα περνούσε απ’ το μυαλό του! Μήπως δε θα κρατούσε αντικλείδι του δωματίου της; Δεν της άρεσε το μούτρο του, ούτε ο τρόπος που τον έπιασε να την κοιτάει κάποια στιγμή… «Αχ να κοιμόταν μαζί μου ο Ναζίμ! Δε θα τολμούσε κανείς να σκεφτεί να μου κάνει τίποτα! Ήταν ψηλός με φαρδιές πλάτες και πολύ δυνατά μπράτσα!...» Αλλά μ’ αυτόν μέσα στο δωμάτιό της σκεφτόταν ότι θα κινδύνευε περισσότερο! «Γιατί άραγε, μια γυναίκα που θέλει να ζήσει ελεύθερη ζωή, να είναι αναγκασμένη να πληρώνει με τόσους φόβους και άγχη την ελευθερία της!...»
Παραπατούσε, γλίστραγε και σε μια στιγμή που λύγισαν τα γόνατά της ο Ναζίμ άπλωσε  αντανακλαστικά το χέρι του να τη στηρίξει. Έ-τσι, ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά του!
-Εντάξει! Τη γλύτωσα!...
Του είπε τρακαρισμένη κι αμέσως τον απώθησε μαλακά με τον α-γκώνα της. Αυτός την άφησε και έκανε δυο τρία βήματα προχωρώ-ντας… Η Γιουλμπαχάρ έτριψε λίγο το γόνατό της που της πονούσε, τον πλησίασε και ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του, είπε:
-Να στηριχτώ λίγο πάνω σου;
-Όσο θέλεις… Σου πόνεσε το πόδι;
-Ε λίγο… Δεν είναι τίποτα όμως θα μου περάσει…
Έτσι, κουτσαίνοντας, με το μπαστουνάκι της έφτασαν στην πόρτα του ξενοδοχείου. Εκεί διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ήταν πολύ αργά και ο ξενοδόχος είχε κλειδώσει την ε-ξώπορτα και είχε πέσει να κοιμηθεί. Της είχε δώσει όμως και κλειδί για να το χρησιμοποιούσε στην περίπτωση που θα εύρισκε την πόρτα κλειδωμένη. Ξεκλειδώνοντας, γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας ευχαριστημένη.
-Ευτυχώς! Πήγε για ύπνο!...
Ο Ναζίμ υποψιάστηκε τους φόβους της για τη νύχτα.
-Κοίτα: Ο ξενοδόχος είναι γνωστός μου και μας έχει δει μαζί. Είναι καλός άνθρωπος. Αλλά εσύ για καλό και για κακό, κλείδωσε την πόρ-τα σου, στρίψε λίγο το κλειδί για να μην μπορεί να βγει, αν το σπρώξει με αντικλείδι κάποιος απ’ έξω, και βγες στο μπαλκόνι για να καταλά-βω ότι όλα πήγαν καλά…
-Εντάξει Ναζίμ… Μόλις φτάσω στην Άγκυρα θα σου γράψω… Γεια σου καλέ μου!... Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα… Του άπλωσε το χέρι. Αυτός το έσφιξε με θέρμη μες τα δυο του χέρια.
-Γεια σου Γιούλη!...
Δε βρήκε άλλα λόγια να πει! Ίσως γιατί δε θα ήταν αυτά που θα ή-θελε… Η Γιουλμπαχάρ μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Πίσω από το τζάμι τον χαιρέτισε με ένα κούνημα του χεριού και του έστειλε ένα φιλί! Αυτός έμεινε ακίνητος να την κοιτά, καθώς ανέβαινε τη σκάλα. Ασυναίσθητα σκέφτηκε: «Το γόνατό της έπαψε να την πονάει»… Έβαλε τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του και έκοβε βόλ-τες περιμένοντας το σινιάλο. Σε λίγα δευτερόλεπτα άκουσε την μπαλ-κονόπορτα να ανοίγει. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε να βγαίνει στο μπαλκόνι. Αυτή στηρίχτηκε στα κάγκελα, έσκυψε προς τα κάτω και του είπε:
-Όλα είναι εντάξει… Γεια σου άγγελέ μου!...
Άλλο ένα κούνημα του χεριού, το τελευταίο, μαζί με ένα ηχηρό αυ-τή τη φορά φιλί, που έπεσε από ψηλά…
-Γεια σου! Καλό ταξίδι καρδούλα μου! Και με το καλό πάλι να ξα-ναβρεθούμε!...
Έφυγε… Τον κοιτούσε ν’ απομακρύνεται, μέχρι που έστριψε στη γωνιά… Έμεινε για λίγο ακόμη στο μπαλκόνι κοιτώντας αφηρημένα τη θάλασσα… Και απέναντι τον κατάμαυρο όγκο του νησιού…
 
Η νύχτα ήταν προχωρημένη όταν άνοιξε τα μάτια του ο Μιχάλης. Όλα τα έλουζε η αστροφεγγιά μέσα στο γαλαζωπό φως της. Την αμ-μουδιά γύρω του, την ήμερη θάλασσα και υποδήλωνε αμυδρά τη θέση της σκοτεινής βραχονησίδας. Απέναντι διακρινόταν το Πυθαγόρειο με τα λιγοστά φώτα του. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν, ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να αποπροσανατολιστούν, γιατί η ορατότητα ήταν εξαιρετικά ικανοποιητική. Περιμένοντας να ξυπνήσει και ο Φάνης, τα-κτοποίησε όλα τα σύνεργά που θα τους βοηθούσαν στο ταξίδι τους και όταν τελείωσε άναψε τσιγάρο. Αν είχε και λίγον καφέ να το συνο-δέψει θα ήταν άρχοντας!... Πόσην ώρα θα έκαναν να φτάσουν απένα-ντι; Αν όλα εξελίσσονταν κανονικά θα ήσαν εκεί σε δύο με δυόμισι ώ-ρες. Πολύ πριν να ξημερώσει… Δεν είχε ακόμα τελειώσει το τσιγάρο του και ο Φάνης ξύπνησε μ’ ένα ηχηρό χασμουρητό.
-Τι χαμπάρια φιλαράκο; Πολύ πρωινό σε κόβω. Δεν πιστεύω να ’χες αϋπνίες. Είσαι έτοιμος για τον αγώνα κολύμβησης;
-Τώωρα; Έχω κάνει και το σχετικό ζέσταμα! Τά ’χω όλα έτοιμα! Να και ο ομφάλιος λώρος που θα μας ενώνει για να σε μαζεύω όταν θα χάνεις τον μπούσουλα!
Του είπε χαμογελώντας και του έδειξε ένα σχοινί…
-Στα παραστρατήματα είσαι εσύ ο ειδικός! Αλλά μη φοβάσαι! Δε θα σ’ αφήσω να παρασγαράρεις ούτε πιθαμή από τη ρότα! Για κοίτα φίλε μου αστροφεγγιά! Εδώ ακόμα και με κλειστά τα μάτια, το δρόμο δεν τον χάνουμε!  
-Τι λες; Πάμε να δροσιστούμε;
- Στάκα ντε να φουμάρω κι εγώ λίγον καπνό να ξυπνήσουν και τα πνευμόνια για να δουλέψουν σωστά! Τόσον αγώνα δρόμου έχουμε μπροστά μας! Εσύ τό ’κανες το τσιγαράκι σου! Σε είδα! Σε πρόλαβα! Αλλά δεν πειράζει κάνε άλλο ένα, για να μου κάνεις παρέα… Α ρε!... Ποιος τη χάρη σου! Αύριο μεθαύριο θα ’σαι στην αγκαλίτσα της μαμά-κας σου!...
Γέλασαν κι οι δυο με το πείραγμά του, που απευθυνόταν πιο πολύ στον εαυτό του, παρά στον Μιχάλη.
-Ρε συ Φάνη, πώς μπορούμε και καπνίζουμε χωρίς καφέ; Δεν πάμε δυο λεπτά στον Πυθαγόρα απέναντι, πού τον έχεις και γνωστό, να τον παρακαλέσεις να μας ψήσει δυο καφέδες να πάει το τσιγάρο κάτω; Άλλα γέλια ακολούθησαν τα πρώτα!
-Μιχάλη! Δεν κόβουμε τ’ αστεία, μη μας βγουν τα γέλια ξινά;
Και πετώντας μακριά τη γόπα συμπλήρωσε:
-Άντε πάμε τώρα να τον προλάβουμε το φίλο μας πριν να ψήσει το δικό του καφέ και σβήσει τη φωτιά, για να ψήσει μαζί στο ίδιο μπρίκι και τους δικούς μας!...      
Ήσαν κι οι δυο κεφάτοι! Είχαν χορτάσει τον ύπνο κι ένιωθαν τόσο δυνατοί μετά το πρώιμο πρωινό ξύπνημα, ώστε περίμεναν πώς και πώς να ριχτούν σε τούτον τον άθλο, που λίγοι θα τον πίστευαν, αν και σ’ αυτούς φαινόταν παιχνιδάκι μπροστά σ’ όλες τις δοκιμασίες που πέ-ρασαν μέχρι να φτάσουν ως εδώ. Σηκώθηκαν, γδύθηκαν, συσκεύασαν τα ρούχα τους και τις αρβύλες τους τυλίγοντάς τα σε μουσαμάδες και τα έδεσαν στο λαιμό τους ρίχνοντάς τα πίσω στην πλάτη τους για να βραχούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Μετά μπήκαν στη θάλασσα ελέγχο-ντας την περιοχή μήπως δουν κάποιο φωτάκι που να υποδηλώνει την παρουσία των λιμενικών αρχών. Απολύτως τίποτα! Η θάλασσα ήταν καθαρή!...
Όταν περπατώντας βουτήχτηκαν μέσα στη θάλασσα, τουρτούρι-ζαν κι οι δύο. Ήταν πολύ κρύα τα νερά!
- Έλα! Φύγαμε!...
Του είπε ο Φάνης και άρχισε να κολυμπά με ταχύτητα. Ο Μιχάλης τον μιμήθηκε. Μετά από δέκα λεπτά είχαν γίνει και οι δυο φούρνοι! Δεν κρύωναν πια καθόλου! Ελάττωσαν λίγο - λίγο το ρυθμό τους και κολυμπούσαν κανονικά… Ο Φάνης προπορευόταν.
-Δέλφινας είσαι μάγκα μου!
Του είπε ο Μιχάλης… Ο άλλος καθυστέρησε μέχρι να φτάσει ο Μι-χάλης δίπλα του.
-Μην κομπλάρεις! Έπαιζα πόλο με τον Εθνικό ένα φεγγάρι!...
-Αα, δε μας τά ’χες πει αυτά ντε!...
Δεν είχε περάσει μια ώρα και η ενσάρκωση της λεβεντιάς, είχε πλευ-ρίσει τη βραχονησίδα!... 
-Κάνε λίγο κράτει τώρα να πάμε μουλωχτά, μην και μας την έχει στημένη το λιμενικό πίσω από κανένα βράχο, μέχρι να ανοιχτούμε απ’ το νησάκι!...
Του είπε ο Φάνης. Δεν υπήρχε όμως τίποτα ανησυχητικό στον ορίζο-ντα. Η θάλασσα θεοσκότεινη και τα οδηγά φωτάκια του Πυθαγόρειου στα αριστερά τους, αλλά πολύ πιο κοντά τώρα! Συνέχισαν να κολυ-μπούν ελεύθερα… Σε μια στιγμή ο Μιχάλης ένιωσε μια δύναμη να τον τραβά και τον Φάνη να βρίσκεται δεξιά του ενώ αυτός σηκώνοντας το κεφάλι είδε το χωριό κατ’ ευθείαν μπροστά του! Ταυτόχρονα άκουσε το Φάνη:
-Δυνατά, Μιχάλη, προς το μέρος μου!
Είχαν πέσει πάνω στην ώρα κάποιου ρεύματος! Σε θαλασσινό ποτα-μό!... Γύρισε το σώμα του προς τα δεξιά σε μια διορθωτική προσπάθει-α και άρχισε να κολυμπάει με αποφασιστικότητα, κόντρα στη δύναμη που τον «είχε πιάσει στον ύπνο» και επιχειρούσε ύπουλα, να τον βγά-λει από τη σωστή πορεία. Το σχοινί που τον έδενε με τον Φάνη, που το ένιωθε να είναι τεντωμένο και να τον τραβά πριν από λίγο, άρχισε να χαλαρώνει! Σημάδι ότι είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή την κατεύθυνση που πορευόταν ο Φάνης. Το Πυθαγόρειο βρέθηκε πάλι στ’ αριστερά και προς τα πίσω!... Λαμνοκοπούσαν χωρίς να μπορούν να μιλούν πια. Ένιωθαν το ρεύμα να τους τραβά δυτικά, κατά μήκος του στενού, κατ’ ευθείαν προς το ανοιχτό πέλαγος κι αυτοί πολεμούσαν κόντρα σ’ αυτό, αλλά είχαν την εντύπωση ότι έμεναν συνέχεια στο ίδιο σημείο!... Είχαν και οι δύο την ίδια σκέψη: Έπρεπε οπωσδήποτε να κα-ταφέρουν να μεταλλάξουν την αγωνία τους σε πείσμα και ενεργοποίη-σαν όλες τους τις δυνάμεις, γι’ αυτόν το σκοπό!...
Η ώρα περνούσε και φάνηκε καθαρά ότι δεν ήταν η σωστή τακτική να κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα! Κατασπαταλούσαν τις δυνάμεις τους, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, μια και έμεναν στο ίδιο σημείο, μόνο και μόνο για να κρατηθούν απέναντι στο ακρωτήρι, που ήταν το πιο κοντινό σημείο της ακτής, αλλά δε θα έφταναν ποτέ σ’ αυτό, όπως έδειχναν τα πράγματα, γιατί εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό! Αν χαλάρωναν για λίγα δευτερόλεπτα την έντονη προσπάθεια που έκαναν, για να ξανασάνουν, τους απομάκρυνε με με-γάλη ταχύτητα από το ακρωτήρι προς τη μεριά του Πυθαγόρειου που το στενό πλάταινε και αφ’ ενός ανοιγόταν προς το πέλαγος, αφ’ ετέ-ρου η απόσταση που θα είχαν να διανύσουν κολυμπώντας θα ήταν αρ-κετά μεγαλύτερη! Έτσι αναγκάζονταν να καταβάλουν μεγάλες προ-σπάθειες, για να ξαναγυρίσουν στο σημείο που βρίσκονταν προηγου-μένως!...
Έπρεπε λοιπόν, να εγκαταλείψουν μάλλον αυτήν την άκαρπη τακτι-κή, πριν να τους εγκαταλείψουν αυτούς, τελείως οι δυνάμεις τους!… Αυτή η αντιξοότητα της φύσης που είχε βρεθεί στο δρόμο τους και τους πολεμούσε, ήταν ανίκητη. Ή μάλλον, ήταν πιο δυνατή από εκεί-νους στην κόντρα αναμέτρηση και έπρεπε να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει για να τους βγάλει απ’ αυτό το αδιέξοδο. Ο Μιχάλης σκέφτη-κε, ότι έπρεπε να αλλάξουν την πορεία τους και να κολυμπήσουν κά-θετα προς τον άξονα του θαλασσινού αυτού ποταμιού και όχι κόντρα όπως έκαναν μέχρι τώρα, για να ξεφύγουν από τη ροή του, έστω κι αν τους πήγαινε δυτικά του ακρωτηρίου προς το Πυθαγόρειο. Θα είχαν βέβαια να διανύσουν μεγαλύτερη απόσταση, αλλά αν έβγαιναν από το ρεύμα, αυτό θα ήταν σχετικά εύκολο.
-Πάμε προς το Πυθαγόρειο!...
Φώναξε με όσο κουράγιο του απόμενε… Οι ίδιες σκέψεις μάλλον εί-χαν περάσει και από το μυαλό του Φάνη. Γιατί χωρίς να του απαντή-σει, έκανε όπως του είπε ο Μιχάλης… Έβαλαν λοιπόν και οι δυο πλώ-ρη για τα φώτα του χωριού και κινητοποίησαν και τα τελευταία α-ποθέματα της ψυχής και του κορμιού τους…
…Πόσο λίγο απέχει η επιτυχία από την αποτυχία!... Όσο απέχει η απελπισία από το πείσμα! Από την αγωνιστικότητα! Και πόσο εύκολα κάποιος μπορεί αντί να πεισμώσει, να απελπιστεί!... Η απελπισία είναι η γλύκα της εντροπίας! Του βυθίσματος στη χαμηλότερη από όλες τις μορφές ενέργειας! Του μαυλιστικού θανάτου!...  Αν δεν ξύπναγαν πριν από λίγες ώρες με τόσο χιούμορ και καλή διάθεση, αλλ’ αντίθετα τους έτρωγε το άγχος και ο φόβος, τώρα δε θα τους ήταν μπορετό να πει-σμώσουν!... Θα κατρακυλούσαν στην απελπισία που είναι πολύ πιο εύκολος δρόμος και το ρεύμα τελείως αδιάφορο για την τύχη τους, θα τούς σεργιάνιζε στο Αιγαίο πέλαγος!... Ο Μιχάλης κολυμπούσε τυφλά! Με όλες του τις δυνάμεις! Ώσπου κάποια στιγμή ένιωσε το Φάνη δίπλα του.
-Κάλμα.... Φτάσαμε! Το περάσαμε το ποτάμι!...
Τον άκουσε να του λέει λαχανιασμένος!... Και μετά από λίγο πρόσθε-σε:
-Μμ! Τώρα κάνε το μπανάκι σου… σα να το κάνεις στις Τζιτζιφιές!... Ή μήπως προτιμάς το Φαληράκι;
Αυτός χαλάρωσε την προσπάθειά του και διαπίστωσε ότι εκείνη η φονική δύναμη που ασκείτο πάνω στο κορμί του μετατρέποντάς το σε έρμαιο της φύσης, είχεν εξαφανιστεί! Είχε νικηθεί!... Ή μάλλον είχε προσπεραστεί. Τους λυπήθηκε ίσως και τους χαρίστηκε. Ελευθερώθη-κε αμέσως από την ψυχική ένταση και αφέθηκε στο νερό, να δροσίσει τη φλόγα του κορμιού του, μετά τη τόσο μεγάλη και αγωνιώδη προ-σπάθεια… Το κυματάκι τώρα, γαλήνιο, έσπαγε πάνω στα πλευρά του και απλωνόταν στην πλάτη του δροσίζοντας τον και ξεκουράζοντας τα καταπονημένα του μέλη. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κατόπιν άρχισε να κολυμπά ρυθμικά και με ρέγουλο προς την ακτή… Τα φώτα του χωριού πήγαν πάλι προς τα αριστερά και ο στόχος τους πια με-τατοπίστηκε, περίπου στη μέση της απόστασης ανάμεσα στο ακρωτή-ρι και το Πυθαγόρειο…
Είχαν πια πλησιάσει αρκετά στην ακτή, όταν το φως των αστεριών άρχισε να υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση του στο λυκαυγές της καινούργιας ημέρας  και κάθε τόσο δοκίμαζαν να δουν αν τα πόδια τους πατούσαν στο βυθό. Στο τέλος έγινε κι αυτό, πάτησαν σε στέρεο έδαφος και βγήκαν περπατώντας στην στεριά… Ένα κοπάδι από γλά-ρους που ήσαν κουρνιασμένοι στην αμμουδιά, τίναξαν δυνατά τα φτε-ρά τους ενοχλημένοι από την ξαφνική εισβολή των επισκεπτών που τους χάλασαν την ησυχία τους και κούρνιασαν πάλι, αλλά μακριά, σε απόσταση ασφαλείας… 
Η αίσθηση που ένιωσε ο Μιχάλης ήταν παράξενη!... Ένιωθε μια συ-γκίνηση επειδή τελικά τα κατάφεραν και έφτασαν σώοι και αβλαβείς σε μέρος ασφαλές, γλυτώνοντας το ανθρωποκυνηγητό που είχαν εξα-πολύσει οι τουρκικές αρχές εναντίον τους, αλλά κάτι συγκρατούσε τον ενθουσιασμό του!... Τίναξε τα νερά από πάνω του για να στεγνώσει το κορμί του όσο το δυνατόν πιο σύντομα και να ντυθεί. Έπειτα ξετύλιξε το μουσαμά και άπλωσε τα ρούχα του πάνω στην άμμο για να στεγνώ-σουν.
Αντίθετα. Ο Φάνης δεν μπορούσε να  συγκρατηθεί καθόλου! Πήδαγε ψηλά σαν κατσίκι, γονάτιζε και φιλούσε την άμμο, φώναζε και τρα-γουδούσε, μέχρι που σε μια στιγμή σα να τον πήραν και τα κλάματα!... Ο Μιχάλης όλην αυτήν την ώρα καθόταν και τον παρατηρούσε ήρεμος χαμογελώντας, ευχαριστημένος που έβλεπε το φίλο του τόσο χαρού-μενο… Πήγε και ξάπλωσε λίγο πιο ψηλά στην παραλία. Το σώμα του δεν άργησε να στεγνώσει στο φύσημα της νυχτερινής αύρας και πε-ρίμενε καπνίζοντας να στεγνώσουν κάμποσο και τα ρούχα του, πριν να ντυθεί…
Η ώρα περνούσε, ο ενθουσιασμός καταλάγιαζε σιγά - σιγά, άρχιζε να χαράζει και να που σε μια βαρκούλα, δυο ψαράδες με τα κουπιά τους ξεπρόβαλαν από το ακρωτήρι μαζεύοντας τα δίχτυα… Οι δυο φίλοι ντύθηκαν, ξάπλωσαν πάνω στη μαλακή άμμο και περίμεναν… Το το-πίο ήταν σαγηνευτικό! Η σιγαλιά, οι μυρωδιές που σκορπίζονταν χωρίς φειδώ παντού, τα ρόδινα χρώματα που κάποιος αόρατος ζωγράφος άπλωνε στον ουρανό και η θάλασσα με τους απαλούς τραγουδιστούς παφλασμούς της, όλα, ντύνονταν τις πιο όμορφες στολές τους περιμέ-νοντας τον ήλιο να προβάλει από τ’ απέναντι βουνά, τα βουνά της ανα-τολής, για να τον υποδεχτούν μέσα σ’ όλη τη λάμψη, την ομορφάδα και το μεγαλείο τους!...
Να και οι περίφημες περιπολίες του τούρκικου λιμενικού! Άρχισαν, με το πρώτο φως της αυγής! Μια βενζινάκατος ξεπρόβαλε ανάμεσα στη Σάμο και τη βραχονησίδα, έκανε το γύρο της και τρύπωσε ανάμε-σα σ’ αυτήν και την απέναντι τουρκική ακτή. Με τα κιάλια τους, ασφαλώς θα είδαν απέναντι δυο Σαμιώτες και κάτι ψαράδες και τους χαιρέτισαν με μια ντουφεκιά!...
 Σε λίγο οι ψαράδες βγήκαν στη στεριά, καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα, για να ξεμπλέξουν τα ψάρια μες από τα δίχτυα τους. Ο Φάνης άφησε να περάσει λίγη ώρα κι ύστερα σηκώθηκε και τράβηξε προς το μέρος τους για να μιλήσει μαζί τους. Ο Μιχάλης έμεινε ξαπλωμένος… Ένιωθε την καρδιά του πολύ βαριά και το μυαλό του μαγνητισμένο! Αλλοπαρμένο! Κι όταν ξεπρόβαλε ο ήλιος από τα βουνά της ανατολής, τον αντίκρισε σα να ήταν η Γιουλμπαχάρ!...
Τα είχε αγαπήσει πολύ εκείνα τα βουνά! Τα ένιωθε σαν πατρίδα του! Στον τόπο αυτόν που είχε έρθει σήμερα ένιωθε ξένος! Παρείσακτος! Αυτή η χώρα απέναντί του, που φαινόταν βυθισμένη στην αχνάδα της αυγής σαν όνειρο, ήταν η χώρα της δράσης, του κινδύνου και του έρω-τα! Η χώρα που είχε γεννηθεί!... Ήταν η Γιουλμπαχάρ που είχε αφήσει μακριά! Τις στιγμές αυτές πιο μακριά από κάθε άλλη στιγμή μέχρι τώ-ρα! Σε λίγες ώρες δε θ’ αντίκριζε ούτε αυτά τα βουνά! Θα έφευγε κι από ’δω, γι’ αλλού! Πιο μακριά ακόμα! Στη μάνα και τον πατέρα του! Στο σημείο μηδέν!... 
Έπρεπε να πανηγυρίζει που κατάφερε να γυρίσει σ’ αυτόν τον τό-πο, τον άγνωστο, το μακρινό, τον αφιλόξενο, τον ξερό, τον αποστεω-μένο από κάθε χάρη και ενδιαφέρον! Γιατί η ύπαρξη πια γι αυτόν, δε θα ήταν τίποτα το απολαυστικό, τίποτα το ανθρώπινο, αλλά μόνον έ-νας διαρκής αγώνας! Ο αγώνας της επιστροφής!... Πόσο θα κρατήσει αυτός ο αγώνας… δεν ήξερε…
Όταν ο Φάνης άφησε χαρούμενος τους ψαράδες και γύρισε στον Μιχάλη, τον βρήκε καθιστό πάνω στην άμμο, με τους αγκώνες στηρι-γμένους πάνω στα γόνατα, κρατώντας αγκαλιά, το σκυμμένο κεφάλι του. Δεν έκανε καμία κίνηση! Δεν έδειξε να αντιλήφθηκε την παρουσία του. Δεν είχε ακούσει τα βήματά του να πλησιάζουν; Αναρωτήθηκε… Περίεργο!... Στάθηκε παραξενεμένος και τον παρατηρούσε για λίγην ώρα χωρίς να μιλά, ώσπου στο μυαλό του ήρθε η Γιουλμπαχάρ!... Αυτό ήταν! Σκέφτηκε… Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία! Πώς δεν είχε έρθει στο νου του νωρίτερα! Τον παρέσυρε ο ενθουσιασμός της επιστροφής και δε σκέφτηκε τι άλλο σήμαινε αυτή η επιστροφή για το σύντροφό του.
Η Γιουλμπαχάρ! Η μεγάλη απουσία σ’ αυτές τις στιγμές της χαράς! Το τεράστιο κενό στη ζωή του φίλου του, αλλά και κάθε άλλου που θα είχε την τύχη να τη γνωρίσει! Ακόμα και μόνο να την ιδεί!... Δεν ήταν η φυσική ομορφιά της, που θάμπωνε όχι μόνον αισθητικά, αλλά και ερωτικά αυτόν που στεκόταν απέναντί της, αλλά και οι κινήσεις των χεριών και του σώματός της, καθώς και οι εκφράσεις του προσώπου της, έφταναν στην πιο ψηλή κορφή της θηλυκότητας!... Το γλυκό της στόμα και οι σκέψεις της που σου μετάγγιζε με τη βαθειά φωνή της! Κι αυτά τα μυστικά… που σού’ λεγαν τα μάτια της, αν είχες την τύχη να σε κοιτάξουν έστω και για μια μόνο στιγμή!... Πόσο ζήλευε τον Μιχάλη και πόσο λυπόταν τον φίλο του!... Δεν εύρισκε λόγια παρηγοριάς γι αυτόν, γιατί δεν  υπήρχαν! Κι αυτό, τον έκανε να νιώθει θλιβερά ανή-μπορος να κάνει ή να πει το παραμικρό για να τον βοηθήσει!...
Στεκόταν πολλήν ώρα και τον κοιτούσε αμίλητος, όταν ένιωσε το βλέμμα του να θολώνει! Τα δάκρυα έτρεχαν πάνω στα μάγουλά του ήρεμα, φυσικά, συγκαταβατικά, σαν να εννόησε ξαφνικά, κάτι που θα έπρεπε να εννοήσει από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους σ’ αυτό εδώ το νησί!... Το σπαραγμό της καρδιάς του φίλου του. Του συντρόφου του στον αγώνα της επιβίωσης, μέσα σ’ εκείνες τις άγριες και απάνθρωπες συνθήκες αυτού του κομματιού της ζωής τους, που ευτυχώς και για τους δύο, είχε αίσιο τέλος αλλά για τον Μιχάλη αυτή η πραγματικότητα, όσο κι αν την επεδίωκε, είχε κάτι το ζοφερό….
Όταν ο Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε αυτόν που είχε σταθεί μπροστά του, τα μάτια του ήσαν στεγνά και κόκκινα. Είδε όμως κάτι στον άντρα που στεκόταν απέναντί του, που τον έκανε να σηκωθεί όρθιος και να τον παρατηρήσει καλά. Ο άντρας αυτός ήταν πολύ δικός του!... Τον πλησίασε διστακτικά και τα χέρια του απλώθη-καν να τον αγκαλιάσουν, σα να ήταν ένας χαμένος αδελφός! Ένας χαμένος σύντροφος, που είχε να τον δει χρόνια! Σα να ήταν… ένας χαμένος εαυτός του, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του!... Γιατί βλέποντας το βουρκωμένο του βλέμμα, αναλογίστηκε, ότι ήταν ο μό-νος από τους δικούς του ανθρώπους που είχε δει κι αυτός τον άγγελό του, την Γιουλμπαχάρ με τα ίδια του τα μάτια! Και ήξερε!... Ήταν σε θέση να συμμεριστεί το μεγάλο του πόνο!... 
Όταν οι ψαράδες πλησίασαν με το τηγάνι τους, για να προσφέρουν στους ήρωες φρέσκα ψάρια, βρέθηκαν μπροστά στο θέαμα δυο αγκαλιασμένων παλικαριών, που έκλαιγαν από συγκίνηση, γιατί μόλις είχαν φέρει σε πέρας ένα μεγάλο σκοπό! Να σώσουν τη ζωή τους! Να σώσουν δυο  Έλληνες στρατιώτες από τα χέρια των αλλόπιστων!...
Δε φαντάστηκαν ότι ήσαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, δύο αν-τρες, μαγεμένοι από την ίδια γυναίκα, που βρισκόταν μακριά!... Και στη βουβή ερημιά του τοπίου με τους καλόκαρδους και πρόθυμους ψαράδες, τούς τόσο δικούς τους, ένιωθαν ξένοι! Ο ένας να πάσχει κι άλλος να συμπάσχει κάτω απ’ τον ίσκιο της ίδιας μοίρας, της αλύτρω-της… του χωρισμού. Που άδραξε τα νιάτα τους να τα μεστώσει, στον αγώνα που άνοιξε σαν ρόδι μπροστά τους!... Ο ένας γεύτηκε το άρωμα και τη σάρκα του έρωτα, τη μεγάλη σιωπή της ύπαρξής του και ο άλ-λος το αποτύπωσε μέσα του σαν όραμα - σύμβολο, που είχε πια έρθει η ώρα να ριχτεί, στον αιώνιο απροσδιόριστο ρυθμό της αναζήτησής του!…